01 Οκτωβρίου 2020

Συζητώντας με τον Σωκράτη Παπαχατζή και τη Μαρίνα Καναβάκη, μέρος 3 (2011)



Οι «επίσημες» συζητήσεις που κάναμε με τον Σωκράτη Παπαχατζή/Oannes και τη Μαρίνα Καναβάκη, ακολούθησαν βασικά την πορεία της κοινής τους δισκογραφίας ως ΜΚ-Ο. 

Ενώ δηλαδή οι δύο πρώτες έγιναν αρκετά κοντά η μία με την άλλη, 2007 και 2008 (δείτε, αντίστοιχα, εδώ και εδώ), η τρίτη και τελευταία έλαβε χώρα το 2011, καθώς τότε βγήκε το 3ο τους άλμπουμ Blues For The White Nigger (στην Puzzlemusik). Το γκρουπ παρουσίασε ένα ακόμα άλμπουμ αργότερα (Αιθέρας, 2015) και έκτοτε έχει σιγήσει, αν και δεν υπάρχει καμία επίσημη ανακοίνωση αναστολής δραστηριοτήτων. 

Η κουβέντα μας αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε το 2011 σε τεύχος του περιοδικού Sonik και αναδημοσιεύεται τώρα στο ίντερνετ για πρώτη φορά, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η πρώτη δόθηκε από την Puzzlemusik ως promo για το Blues For The White Nigger και η δεύτερη είναι από το promo της Hitch-Hyke για το άλμπουμ Ovation (2006)



Blues For The White Nigger είναι ένας τίτλος που, από την αρχή, ιντριγκάρει. Τι ακριβώς ορίσατε ως «μπλουζ» φτιάχνοντας τον δίσκο; Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του «λευκού Νέγρου»;

Tο μπλουζ είναι ο ήχος της μοναξιάς. Στα πρώιμά του στάδια ήταν ένας λυτρωτικός μονόλογος. Αργότερα θα εξηλεκτρισθεί και, μέσω του star system, θα μαζικοποιηθεί περνώντας στα λευκά ακροατήρια. Από τη στιγμή που μιλάμε για μάζα, ο πόνος της μοναξιάς γίνεται πόνος της ανωνυμίας. Η ανάγκη διεξόδου απ’ αυτόν τον πόνο διοχετεύεται στη φιλοδοξία του σταρ. 

Χαρακτηριστικό του λευκού νέγρου είναι η εθελούσια έξοδος από την κοινωνία· το πέρασμα από το φως στο σκοτάδι,  που γίνεται με τους κώδικες του νέγρικου lifestyle. Η διείσδυση τώρα του νέγρικου lifestyle στα λευκά ακροατήρια –σήμα κατατεθέν της νεανικής κουλτούρας– είναι βολική για μια εξουσία που συμφέρον έχει να καθιστά αμέτοχους στο κοινωνικό γίγνεσθαι  όλο και περισσότερους ανθρώπους, σπρώχνοντάς τους «κάτω απ’ το χαλί», στο περιθώριο. 

Σ’ αυτό έχει  παίξει σοβαρό ρόλο ο τρόπος με τον οποίον διαχειρίζονται τη μουσική οι έμποροι και οι τεχνικοί της εξουσίας. Παρακολουθώντας τη διελκυστίνδα μετατροπής μας σε φθηνό εργατικό δυναμικό να εξελίσσεται μέσα από Παγκόσμιες Χρηματοπιστωτικές Κρίσεις, Μνημόνια και πολιτικές σκληρής λιτότητας, συνειδητοποιούμε ότι η μεταβολή μας σε νέγρους σκλάβους που θα εργάζονται για τα προς το ζην παίρνοντας ρυθμό από working songs βιομηχανικής προελεύσεως, είναι ζήτημα χρόνου. 

Ένα πράγμα που πετυχαίνει το Blues For The White Nigger, συγκρινόμενο με τους προκατόχους του, είναι να ηχεί εμφανώς διασκεδαστικό. Έχει να κάνει με τη μαύρη ρυθμολογία ή με τον τρόπο με τον οποίον δουλέψατε;

Θα πρέπει προς άρσιν τυχόν παρεξηγήσεων να ορίσουμε τι εννοούμε «διασκεδαστικό». Γιατί, για κάποιους κακοπροαίρετους, ο όρος κουβαλάει αρνητικό πρόσημο. Το άλμπουμ δεν είναι έξω ντέρτια και καημοί. Με τον όρο «διασκεδαστικό» εννοούμε ζωηράδα, έμφαση στον ρυθμό και στη μελωδία, και μια αίσθηση ενότητας/προσήλωσης σε έναν στόχο. Πράγματα που κάνουν κάποια κομμάτια θελκτικά και για τον «ραδιοφωνικό» ακροατή ακόμα. 

Η διάθεσή μας πάντως ήταν μάλλον άθλια στη διάρκεια της ηχογράφησης –δεν χρειάζεται άλλωστε πολύ, μισή ώρα ειδήσεις τη μέρα αρκεί για να διαλύσει το νευρικό σου σύστημα. Ίσως λοιπόν, σαν αντίδραση, να ξεπρόβαλλε αυτό το περίεργο κέφι που κι εμείς διακρίνουμε κατόπιν εορτής. 

Πόσο πιστεύετε έχουν κατανοήσει οι λευκοί μουσικοί «μαύρα» είδη όπως η τζαζ και τα μπλουζ; 

Η μαύρη μουσική διοχετεύθηκε στα μαζικά λευκά ακροατήρια πριν ακόμα από την έλευση του rock ’n’ roll. Το τελευταίο ήρθε ακριβώς για να «αξιοποιήσει» την έλξη που οι έμποροι έβλεπαν να ασκούν οι «πρωτόγονοι» ρυθμοί στα λευκά ακροατήρια. Το βήμα που έμενε, μιας και –φυσικά– ένας «αράπης» δεν θα μπορούσε να γίνει σούπερ σταρ στα 1950s, ήταν να βρεθεί ένας λευκός, εμφανίσιμος, με μαύρο λαρύγγι και μαύρη γλώσσα του σώματος. Ακόμα λοιπόν κι αν δεν είχε υπάρξει ο Έλβις ...θα έπρεπε κάποιοι να τον εφεύρουν. 

Ασφαλώς δεν κατανόησαν/ούν όλοι οι λευκοί εξ’ ίσου τα μαύρα είδη. Όμως, πώς θα μπορούσαν να μην σταθούν και κάποιοι στο ύψος των περιστάσεων; Μη φτάσουμε στο άλλο άκρο και στον αντίθετο ρατσισμό που κάποιοι (μουσικοί της τζαζ, ιδίως) καλλιέργησαν εναντίον των λευκών. 

Για τρίτη φορά, δουλεύετε τα πάντα οι δυο σας. Τι σας ωθεί να μη χρησιμοποιείτε καθόλου άλλους μουσικούς φτιάχνοντας έναν δίσκο; Η μεταξύ σας χημεία αποδεικνύεται, θα λέγατε, σε παράγοντα αυτάρκειας; 

Ειδικά γι’ αυτόν εδώ τον δίσκο, επειδή είναι φτιαγμένος σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστικά (πολλά κομμάτια έχουν προκύψει από επανειλημμένα jams πάνω σε έναν συνθετικό κορμό), ήταν δύσκολο να χρησιμοποιήσουμε άλλους μουσικούς. Όσο για τη μεταξύ μας χημεία, αυτή αποτελεί σίγουρα παράγοντα απόλυτης αυτάρκειας, έτσι τουλάχιστον νιώθουμε. Ελπίζουμε δε κάτι να βγαίνει και προς τα έξω...  

Κάποια τραγούδια –φερ’ ειπείν το “Drowning In Debts”– ηχούν εξαιρετικά επίκαιρα. Εμπνεύστηκαν από την τρέχουσα Κρίση;

Ένα επεξεργασμένο sample που ακούγεται σε σημεία του κομματιού δεν είναι παρά ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, τη στιγμή που ανακοινώνει την είσοδό μας στον «Μηχανισμό». Η φράση του ήταν «καθήκον μας είναι η σωτηρία της χώρας, και αυτό κάνουμε». Οι στίχοι του κομματιού είναι μια παραβολή ανάμεσα στην οικονομική χρεοκοπία ενός ανθρώπου –ο οποίος ζει με δανεικά– και στην ψυχολογική κατάπτωση κάποιου που συνειδητοποιεί ότι είναι γαλουχημένος με μια κουλτούρα υπεραναπλήρωσης, ευπώλητων ηρώων και αφηγήσεων. 

Στο επόμενο κομμάτι “Lockstep”, η παραβολή συνεχίζεται ανάμεσα σε μια εμπειρία φυλάκισης και στη (διαδικτυακή) σύνδεσή του με «ολόκληρο τον κόσμο». Πράγμα που, μέσω ενός “Transfiguration”, τον μετατρέπει τελικά σε “Star With No Name”.   

Συνεχίζετε να αντλείτε από την παρακαταθήκη του art rock και να αξιοποιείτε ευφάνταστα την κληρονομιά του. Το κοινό στην Ελλάδα διαθέτει όμως τέτοια ακούσματα, ειδικά η νεολαία; Έχετε κάνει σκέψεις να κινηθείτε προς το εξωτερικό, προσεγγίζοντας εταιρείες όπως λ.χ. η Musea; 

Ένα από τα καλά της εποχής είναι η κατάργηση ταμπού και στεγανών, με όλο και περισσότερο κόσμο –και στην Ελλάδα– να αντλεί ουσιαστική απόλαυση από διάφορα είδη. Το art rock (progressive), είναι απλώς ένα ακόμα είδος που αγαπάμε, όπως και η κλασική, η τζαζ, τα μπλουζ, το punk, το funk, το metal και πάει λέγοντας. Απλώς κάποιοι κρετίνοι, από αυτούς που ξεπετάνε ένα άλμπουμ με δυο λέξεις, προσπαθούν να μας δυσφημήσουν «ορίζοντάς» μας ως progressive, αφού προηγουμένως έχουν βέβαια δυσφημήσει το ίδιο το είδος, ταυτίζοντάς το με κάποιους τσαρλατάνους του. 

Γιατί πιστεύετε δεν έχετε τύχει της προβολής που απολαμβάνουν άλλες αγγλόφωνες μπάντες τα τελευταία χρόνια; Είστε εσείς αποτραβηγμένοι ή έχει να κάνει με το πώς παίρνονται τέτοιες αποφάσεις «στήριξης» καλλιτεχνών στον εγχώριο μουσικό Τύπο; 

Η προβολή αυτή είναι, πρώτον, αναντίστοιχη των πωλήσεων δίσκων τέτοιων συγκροτημάτων και της προσέλευσης κόσμου στα live τους. Με άλλα λόγια προσπαθεί –μάταια, προς το παρόν– να αποτελέσει ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Δεύτερον, δεν αφορά τόσο κάποιες συγκεκριμένες μπάντες, όσο σε μια συνολική τάση που εντάσσεται στο πλαίσιο μιας αποδομητικής των «εθνικών» ταυτοτήτων παγκοσμιοποίησης. Ας μην ξεχνάμε την προ δεκαετίας ρήση της σημερινής υπουργού Παιδείας Άννας Διαμαντοπούλου περί των αγγλικών, τα οποία θα έπρεπε να γίνουν επίσημη γλώσσα μας. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι η όποια άνοδος του ξενόγλωσσου ροκ δεν αποφέρει ενδιαφέροντες καρπούς. Έτερον εκάτερον. Από ’κει και πέρα, ναι, είμαστε, σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον, αποτραβηγμένοι. Εκ χαρακτήρος, ίσως, ποιος ξέρει; 

Διαβάζω ότι προτίθεστε να κάνετε ζωντανές εμφανίσεις το φθινόπωρο –πράγμα που στο παρελθόν δεν σας απασχολούσε. Τι έχει αλλάξει; 

Κατά βάση, ότι είναι πιο εύκολη η παρουσίαση αυτού του άλμπουμ, μιας και υπάρχει εδώ έμφαση στον αυτοσχεδιασμό. Για το προηγούμενο, ας πούμε, το Unreel (2008), που ήταν διπλό και διαρκούσε 103 λεπτά, χρειάζονταν 11 άτομα επί σκηνής. Πόσο εύκολο είναι να οργανώσεις και να κρατάς διαθέσιμους όλους αυτούς τους ανθρώπους, όταν οι φορές που θα τους χρειαστείς είναι 5-10 το χρόνο max;  

Υπάρχουν επί του παρόντος σχέδια για το πού θα κινηθείτε στο επόμενο βήμα σας ως ΜΚ-Ο; 

Υπάρχουν δύο σκέψεις που θα πρέπει να υλοποιηθούν παράλληλα, Θεού θέλοντος. Η μία αφορά ένα άλμπουμ με outtakes από τα προηγούμενα τρία + κάποια remixes. Ο λόγος είναι ότι ούτε κατά διάνοια δεν υστερούν από εκείνα που «πέρασαν»· απλώς δεν κόλλαγαν με το εκάστοτε concept. 

Η δεύτερη, της οποίας τον σχεδιασμό ξεκινήσαμε πριν ακόμα κυκλοφορήσει το Blues For The White Nigger, αφορά μια πρόταση γι’ αυτό που ονομάζεται, καλώς ή κακώς, ελληνικό τραγούδι. Η οποία φυσικά θα έχει σχέση με τη δημοτική-ρεμπέτικη-λαϊκή παράδοση, αλλά και με τα Δυτικά ιδιώματα. Μας ιντριγκάρει μια τέτοια σκέψη, τώρα ακριβώς που το ξενόγλωσσο το οποίο μια ζωή «υπηρετούσαμε» πάει να γίνει της μόδας.  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου