Πάσχει ο σύγχρονος μουσικός Τύπος. Είναι κάτι που το συζητώ χρόνια, με αρκετά διαφορετικό κόσμο (συναδέλφους, καλλιτέχνες, «απλούς» μουσικόφιλους). Και δεν πάσχει μόνο στην ταλαίπωρη Ελλάδα –των ανύπαρκτων ή πενιχρών αμοιβών, που αποτελούν μόνιμη τροχοπέδη στο να υπάρξει μια σοβαρή επαγγελματική βάση– αλλά και διεθνώς. Κάπου, κάπως, κάποτε, πλημμύρισε ο τόπος από ανθρώπους δίχως αληθινές «ρίζες» ακρόασης, οι οποίοι βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να κάνουν τις ανεπάρκειές τους στυλ και τελικά Παράδειγμα.
Οι αιτίες δεν είναι λίγες και δεν είναι επί του παρόντος. Ενώ όμως το ίντερνετ επιτάχυνε και εν τέλει επέφερε την πτώση των τειχών μεταξύ των ειδών (η οποία είχε ήδη ξεκινήσει), επιτρέποντας την ανάδυση ενημερωμένων μουσικόφιλων που συμβάδισαν με τη νέα πραγματικότητα και αγκάλιασαν την εύκολη πρόσβαση σε πλήθος ήχων την οποία κόμισαν οι τεχνολογικές εξελίξεις, η κριτική έχασε την ευκαιρία υπέρβασης που της δόθηκε: αντί δηλαδή να ακολουθήσει τη λογοτεχνική και την κινηματογραφική κριτική (όπου είναι αυτονόητο ότι γράφεις για τα πάντα, ανεξαρτήτως είδους), περιχαρακώθηκε σε «κοινοτικά» γούστα και ατζέντες.
Το πρόβλημα είναι ασφαλώς γενικό (αρκεί μια ματιά στην ευκολία αποθέωσης που κυριαρχεί στον διεθνή metal Τύπο ή στον τζαζ Τύπο), αλλά καταλυτικό ρόλο έπαιξαν οι συντονισμένοι με τις χίπστερ αξίες και προτεραιότητες. Οι οποίες στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα έκαναν γενικότερο ρεσάλτο στον αγγλοαμερικανικό alternative πολιτισμό, αρχικά με την ανοχή ή και στήριξη μιας παλιότερης φουρνιάς γραφιάδων και αναγνωστών, που άργησαν να καταλάβουν ότι οι «επίγονοι» δεν ενδιαφέρονταν παρά ελάχιστα και τέλος πάντων πολύ αποσπασματικά για την πνευματική εκείνη βάση που είχε λειτουργήσει σαν άλλη ελληνιστική Κοινή για όσους έχτισαν την εναλλακτική κουλτούρα στη Δύση της δεκαετίας του 1980.
Κατά την τελευταία 15ετία τραβήξαμε λοιπόν τα μαλλιά μας σε ουκ ολίγες περιστάσεις με τα όσα διαβάσαμε σε μικρά, μεγάλα και μικρομέγαλα έντυπα και sites. Ανάμεσα στα πιο χονδροειδή πρόσφατα κρούσματα συγκαταλέγεται και η «ανακάλυψη» της Enya από τη συντάκτρια του Pitchfork Jenn Pelly και η στήριξη της αρχισυντάκτριας Puja Patel στην παρουσίασή της ως «παρεξηγημένης» ή ως «κρυμμένης». Συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2020, αλλά μέχρι και πριν λίγες ημέρες το Pitchfork συνέχιζε να σπρώχνει το θέμα στο Facebook, εισπράττοντας κάμποσες δικαιολογημένες αντιδράσεις. Το μέγεθος βέβαια του ατοπήματος έχει να κάνει και με την εμβέλεια του συγκεκριμένου μέσου, αλλά και με τη γενικότερη θέση του στα σύγχρονα πράγματα. Η οποία πρέπει να πούμε ότι έχει κατακτηθεί και με καλά κείμενα, παρά την καταστροφική του πολιτική επί των βαθμολογιών και τη μόνιμη αγωνία μη και δεν συντονιστεί με τους μετασχηματισμούς της χίπστερ ταυτότητας στα 2010s.
Ενώ δηλαδή πιπιλιέται διαρκώς μια «pop culture» καραμέλα, η Pelly με την Patel θεωρούν ότι κάνουν καλά τη δουλειά τους αγνοώντας μια καλλιτέχνιδα η οποία έχει αγαπηθεί σε πλανητική κλίμακα εδώ και δεκαετίες, θεωρείται ως η δεύτερη πιο πετυχημένη της Ιρλανδίας μετά τους U2 (με διεθνείς πωλήσεις 75.000.000 αντιτύπων), έχει ήδη από τα 1990s σαμπλαριστεί από τους Fugees σε ένα γνωστό κομμάτι κι έχει και υποψηφιότητα για Όσκαρ, με τραγούδι μάλιστα που ακούστηκε στο ιστορικό πρώτο φιλμ της τριλογίας του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών (The Fellowship of the Ring, 2001). Αν όλα αυτά δεν είναι τρανταχτοί pop culture δείκτες, τότε τι είναι;
Κι όμως, η Pelly με την Patel έρχονται να κομίσουν γλαῦκα εἰς Ἀθήνας, επειδή ξαφνικά συνειδητοποίησαν ότι τη μετρούν ως επιρροή καλλιτέχνες που τις απασχολούν (σαν τους Florist, τον Perfume Genius ή τη Nicki Minaj). Σαν να μην υπάρχει δηλαδή ένα (όποιο) μέγεθος από μόνο του, μα να χρειάζεται να επιβραβευτεί από μια συγκεκριμένη κοινότητα προκειμένου να δεχτεί ένας επαγγελματίας του χώρου την αξία και τη σημασία του. Τα έχω βεβαίως ξαναγράψει (δείτε εδώ), ωστόσο δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος σε αυτό το χίπστερ ανέκδοτο περί pop culture· η οποία σε κάθε σχετική αναφορά δεν είναι φυσικά ποτέ η pop culture που αντιλαμβανόμαστε όλοι, αλλά πάντα απαρτίζεται από το (περιορισμένο, συνήθως) ηχητικό φάσμα που προτιμά όποιος την επικαλείται.
Με αυτήν λοιπόν την αφορμή και για να μην ξεχάσουμε κι εκείνα που ξέραμε με όσους κατεβαίνουν από τους Λόφους της Χίπστερ Άγνοιας να μας φωτίσουν περί μουσικής, να εδώ μια κριτική για το άλμπουμ της Enya Dark Sky Island από το 2015 –είναι και το τελευταίο της μέχρι σήμερα. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
Οι δίσκοι της Enya διαθέτουν σταθερά «καύσιμα». Ανθίζουν (ή μαραίνονται) κατά τη διάρκεια μοναχικών περιπάτων σε δασώδεις, κατάφυτες πλαγιές, όταν δεν είσαι σίγουρος αν απλά ακούς το θρόισμα των φύλλων ή αν κάτι σου ψιθυρίζει στη γλώσσα κάποιου ξεχασμένου βασιλείου των ξωτικών. Εκφράζουν έτσι τις υπέρτατες ρομαντικές αξίες. Όχι δηλαδή όσα σαχλά, σιροπιαστά, ροζουλί έχουμε μάθει να κατηγοριοποιούμε κάτω από αυτή την ετικέτα, μα όσα μεγαλειωδώς εκφράζει εκείνη η ελαιογραφία του Caspar David Friedrich Wanderer über dem Nebelmeer (Οδοιπόρος επάνω από τη Θάλασσα της Ομίχλης, 1818). Όπου αχνοχάνεται το σύνορο μεταξύ Ανθρωπότητας και Φύσης και δεν υπάρχει μόνο θαυμασμός, μα και δέος· όπως και μια άβολη αίσθηση κινδύνου, απέναντι στην οποία θαμπώνει ο ορθός λόγος.
Σε αυτό ακριβώς το «σύνορο» χτίζει τους δίσκους της η Enya και χάρη στη συγκεκριμένη επίκληση γλιτώνει το στίγμα του new age. Ακόμα δηλαδή κι αν η μουσική ρέπει ή/και κολυμπάει στη new age αισθητική, το ρομαντικό πρόταγμα θέτει ένα διαφορετικό πλαίσιο, το οποίο ακουμπάει στην ποπ με έναν εντελώς ξεχωριστό τρόπο. Καθήμενη έτσι στα όρια της αγγλοσαξονικής «λαϊκής» μουσικής, των κέλτικων «δημοτικών» παραδόσεων της Ιρλανδίας και της μελωδικής κληρονομιάς του Καθολικισμού, η Enya μπόρεσε να υπάρξει στη δισκογραφία ως μια φιγούρα που δύσκολα μπορείς να τη συγκρίνεις με κάτι άλλο, κάνοντας μάλιστα κι έναν αθόρυβο περίπατο στο παγκόσμιο mainstream: δεν τη λαμβάνουμε ποτέ υπόψιν όταν μιλάμε για mega stars, όμως μετράει πωλήσεις πολύ μεγαλύτερες από Άγγλους ή Αμερικανούς καλλιτέχνες με το όνομα των οποίων είμαστε πιο εξοικειωμένοι, στέκοντας σταθερά ως η πιο επιτυχημένη σόλο τραγουδίστρια της Ιρλανδίας κατά τον 20ό αιώνα. Χώρια την υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού που τσίμπησε το 2002 με το "May It Be".
Το Dark Sky Island έχει άμεση σχέση με όλα τα παραπάνω, πρωτίστως γιατί είναι ένας δίσκος ο οποίος χτίζει πάνω στα κεκτημένα, άρα και θυμίζει διαρκώς (με διάφορους τρόπους) ποια είναι η Enya και τι κάνει. Δεν έχει κάτι καινούριο να πει, ούτε και φιλοξενεί εκπλήξεις. Την προτάσσει όμως ως δημιουργικά ολοκληρωμένη και καλλιτεχνικά μοναδική προσωπικότητα σε μια «εναλλακτική» δισκογραφία κουρασμένη από καλούς και μέτριους αναβιωτές, από φωτοτυπίες περασμένων μεγαλείων και από νέες, υγιείς δυνάμεις που σίγουρα θέλουν μα συχνά δεν μπορούν να χτίσουν ό,τι εκείνη διαθέτει στο τσεπάκι: οντότητα. Ανοίγει λοιπόν εδώ το στόμα της πάνω από τους γνώριμα ελλειπτικούς και ατμοσφαιρικούς ήχους που συχνά διέπουν τις δουλειές της, ακούς ξανά αυτή τη φωνή που διατηρεί έναν απόκοσμο χαρακτήρα –τον οποίον συντηρεί συνολικά, αφού αρνείται να εμφανιστεί ζωντανά και πολύ σπάνια δίνει συνεντεύξεις– και το κόλπο απλά συμβαίνει ξανά. Έτσι φυσικά και αβίαστα.
Δεν ξέρω λοιπόν αν μένουν και πολλά παραπάνω να πεις για το Dark Sky Island, αν και πρέπει να τονιστεί ότι η Enya έλαβε υπόψιν της την κόπωση που φανέρωσαν οι δίσκοι μετά το The Memory Of Trees (1995). Στα 7 χρόνια στα οποία έλειψε, δεν φαίνεται βέβαια να ασχολήθηκε με το πώς θα επινοήσει ξανά τον προσωπικό της τροχό, πάντως ανέκτησε τη φρεσκάδα και την πειθώ της και έτσι στέκει τώρα εδώ πάνω από τη φόρμα και όχι εγκλωβισμένη μέσα σ' αυτήν, όπως λ.χ. συνέβη στο Amarantine του 2005. Η υποδοχή βέβαια του νέου άλμπουμ (Ιρλανδία #7, Βρετανία #4, Η.Π.Α. #8) δείχνει πως το κοινό την είχε πεθυμήσει, εκείνη όμως σε καμία περίπτωση δεν εκμεταλλεύεται αυτό το συναίσθημα.
Χάρη έτσι στις λαμπερές μελωδίες και στην ξένοιαστη «αλληλούια» πνευματικότητα του "Echoes In Rain", στο ενδοσκοπικό "The Humming", στην ονειρική πεπατημένη του ομώνυμου του άλμπουμ του κομματιού, στην εκλεπτυσμένη νοσταλγία του "So I Could Find My Way" και σε μερικές ακόμα στιγμές, το Dark Sky Island κερδίζει με την αξία του χώρο στο σήμερα, έστω κι αν –εκεί στο βάθος– δεν πραγματοποιεί παρά μια επιτυχημένη ανακύκλωση όσων έχτισαν κάποτε τους σπουδαίους δίσκους της δημιουργού: το Enya του 1987, το Watermark του 1988 και το Shepherd Moons του 1991. Τα χρόνια κοινώς πέρασαν, μα μερικά πράγματα δεν χάθηκαν ούτε και ξεχάστηκαν· έστω κι αν μερικές φορές η νέα αυτή δουλειά σκουντουφλάει στην ίδια της τη συνταγή ("Sancta Maria"), χάνοντας ανά διαστήματα την αμέριστη προσοχή σου ("Solace"). Η τέχνη της Eithne Ní Bhraonáin διαθέτει ακόμα φλόγα, μαζί και θαλπωρή.