31 Ιουλίου 2023

Cardi B: Invasion Of Privacy [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Invasion Of Privacy» της Cardi B, που συζητήθηκε αρκετά εκείνη τη χρονιά (στην Αμερική, κυρίως).

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο


Ως ένα από τα πιο προβεβλημένα νέα πρόσωπα στην αμερικάνικη σόου μπιζ, η Cardi B μπορεί να εμφανίζεται με κομψά γκρι καπέλα, να φωτογραφίζεται ντυμένη σε βαθιά ντεκολτέ με ή χωρίς τον σύζυγο Offset (των Migos), αλλά και να είναι η φιγούρα στο εξώφυλλο του «Invasion Of Privacy», με την ξανθιά περούκα και τα υπερμεγέθη γυαλιά ηλίου. Αν ψάχνουμε πάντως την πιο καθημερινή παρουσία πίσω από τη διασημότητα, πιο εύκολα θα πέσουμε σε έναν συνδυασμό χρυσουλί φορέματος, κόκκινων χοντροτάκουνων και νυχιών βαμμένων λεβάντα. Ρωτήστε και τη Rawiya Kameir. 

Η εικόνα δεν είναι ξένη. Συν-πλην τις αναγκαίες λεπτομέρειες, θα μπορούσε να είναι ένα κορίτσι από λαϊκή συνοικία του Πειραιά ή των δυτικών προαστίων της Αθήνας. Και οι ομοιότητες δεν τελειώνουν εδώ: η Belcalis Almanzar συζητά τα ζώδια ακόμα και με τους δημοσιογράφους, ενώ τη διακρίνει και μια χύμα δημόσια έκφραση –στα πλαίσια της οποίας θα πρέπει να εξηγηθούν και τα πρόσφατα μαλλιοτραβήγματα με τη Nicki Minaj. 

Στην Ελλάδα, οι άντρες δεν έχουμε καλή γνώμη για τέτοια κορίτσια. Δεν είμαι σίγουρος, μάλιστα, ότι ισχύει κάτι ιδιαίτερα αντίθετο για τις γυναίκες· όμως δεν θέλω να μιλάω εκ μέρους τους. Δέσμιοι σωβινιστικών λογικών, βλέπουμε μόνο εύκολο σεξ χωρίς δεσμεύσεις εκεί όπου εκπέμπεται ένα μήνυμα θηλυκότητας. Δέσμιοι ταξικών στερεοτύπων, βιαζόμαστε να κολλήσουμε το επίθετο «χυδαία» σε μια συμπεριφορά που ναι, ίσως κρίνεται αγενής, αλλά είναι πιο ντόμπρα από τα μαχαιρώματα πίσω από τα χαμόγελα των μορφωμένων μεσαίων στρωμάτων. Μέσα σε τέτοιες Συμπληγάδες, λίγοι θα κάτσουμε να ακούσουμε την ιστορία μιας 25χρονης που μεγάλωσε σε μια διαλυμένη οικογένεια μεταναστών από την Καραϊβική και δούλεψε για τα προς το ζην ως ταμίας αλλά και ως στριπτιτζού, πριν ξεχυθεί προς τη μουσική. 

Κάπου εδώ ίσως αναρωτηθείτε τι σόι δισκοκριτική είναι αυτή, που αντί να μιλάει για το πρώτο επίσημο άλμπουμ της Cardi B, έχει ήδη ξοδέψει 275 λέξεις να λέει για άλλα. Κι όμως, αποδεικνύονται απαραίτητα. Γιατί τα τραγούδια του «Invasion Of Privacy» μιλούν ανοιχτά για τη ζωή της και τα όσα της αρέσουν, είτε πρόκειται για την αιδοιολειχία, είτε για τα διαμάντια –ακριβώς γιατί δεν το παίζει υπεράνω της υλικής ευμάρειας, καθώς κυνηγάει την ευτυχία. Και η ίδια τα ραπάρει πρωτίστως βάσει της προσωπικότητάς της, δίχως να καμουφλάρει όσες προφορές προδίδουν και το πού μεγάλωσε, μα και το ότι οι γονείς της ήρθαν στις Η.Π.Α. από κάπου αλλού.

Θα μου πείτε, μα είναι χιπ χοπ τώρα αυτό που ακούμε;

Χιπ χοπ όπως το μάθαμε όσοι λευκοί Ευρωπαίοι αγαπήσαμε τους δίσκους των Public Enemy, των Run-DMC, του Notorious B.I.G. και των Wu-Tang Clan, όχι, δεν είναι. Μιμείται απλά κάποιους τρόπους του και στηρίζεται σε δικές του μεθόδους, για να παραχθεί ένα κατά βάση pop τραγούδι με ραπ στοιχεία. Ωστόσο, το χιπ χοπ έχει πλέον αναδειχθεί σε pop culture και μάλιστα κυρίαρχη. Κι έτσι, για μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, η Cardi B μετράει όχι μόνο ως ράπερ, αλλά και ως μία από τις ηρωίδες της επίκαιρης trap λαίλαπας. Ας ηρεμήσουν λίγο, λοιπόν, όσοι παλιότεροι ξινίζουν με «τους καιρούς και τα ήθη». Στα 1990s, άλλωστε, τις Salt-Ν-Pepa ράπερς δεν τις λέγατε; 

Η Cardi B είναι, επομένως, ένας ακόμα κρίκος σε μια αλυσίδα γυναικών που μπήκαν με τους όρους τους στην ανδροκρατούμενη χιπ χοπ κουλτούρα·  εύκολα συμπεραίνεις άλλωστε, όσο κυλά το Invasion Of Privacy, πόσο Nicki Minaj, TLC, Ivy Queen και βεβαίως Missy Elliott έχει ακούσει, πριν αρχίσει και η ίδια να ραπάρει. Κι εδώ βρίσκεται μια ευδιάκριτη αχίλλειος πτέρνα, γιατί ναι μεν ρίχνει την περσόνα της στην ερμηνεία, όμως κάτι τέτοιο δεν φτάνει: δεν αποτυπώνεται ως καμιά σπουδαία ράπερ η Cardi B, αν και το εξισορροπεί αυτό με το καλό μουσικό αισθητήριο το οποίο δείχνει να διαθέτει. Το "Bodak Yellow" (Η.Π.Α. #1, Βρετανία #24, Γαλλία #70) –σε ό,τι είδος κι αν το βάλεις– είναι από τα πιο φρέσκα και εντυπωσιακά τραγούδια του 2018.

Και έχει κι άλλα σημεία να σταθείς το άλμπουμ. Ένα καλό π.χ. ντουέτο με τη SZA ("I Do") ή το διασκεδαστικό σούπερ χιτ "I Like It" (Η.Π.Α. #1, Βρετανία #8, Γαλλία #19, Ελλάδα #1), όπου το trap συναντά τη salsa. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το "Get Up 10" (Η.Π.Α. #38), όπου ένα πιανάκι παντρεύεται με τις νευρώδεις ανάσες της, καθώς μας διηγείται για τις γυναικείες προκαταλήψεις που έπρεπε να παλέψει όταν δούλεψε σε strip club («I said "dance" not "fuck", don't get it confused/Had to set the record straight 'cause bitches love to assume»). Και βέβαια το "Be Careful" (Η.Π.Α. #11, Βρετανία #24), όπου αρθρώνεται ένας κεφάτος σκοπός πάνω σε ένα αραχτό beat χτισμένο σε sample που πάει πίσω στη Barbra Streisand (1974), προκαλώντας τα παγκόσμια στάνταρ της απιστίας, τα οποία θέλουν τους άντρες άτακτους και τις γυναίκες πιστές, σαν την Πηνελόπη: «But if I did decide to slide, find a nigga, fuck him, suck his dick, you would've been pissed». 

Εκεί που χάνει, είναι όταν μένει σε επιφανειακά trap σαν το "Bartier Cardi" (H.Π.Α. #14, Βρετανία #40), όταν ξεμένει από ιδέες και αναπαράγει τον εαυτό της ("Money Bug") ή όταν προσπαθεί να στήσει μοδάτες συμμαχίες, οι οποίες όμως είτε την καθιστούν συνοδευτική (π.χ. στο "Drip", δίπλα στους Migos), είτε περιορίζουν τον δυναμισμό της ("Ring" με τη βαριεστημένη Kehlani, "Best Life" με τον υπερβολικά εξευγενισμένο Chance The Rapper). Ως πρώτο δείγμα του τι εστί Cardi B, πάντως, το «Invasion Of Privacy» αφήνει θετική εντύπωση. Είναι άγνωστο αν θα μπορέσει να εξελίξει τα όσα καταγράφονται εδώ ως ενδιαφέροντα, ενώ είναι μεγάλο θέμα και το αν μπορεί να ραπάρει καλύτερα στο μέλλον. Μέχρι όμως να έρθει αυτό το μέλλον, βλέπει, βλέπουμε και συνεχίζουμε να παίζουμε όσα τραγούδια της μας αρέσουν.



30 Ιουλίου 2023

Skepta: Konnichiwa [δισκοκριτική, 2016]


Μία κριτική μου από το 2016 στο άλμπουμ «Konnichiwa» του Skepta, που έφερε στο προσκήνιο εκείνης της δεκαετίας το βρετανικό grime, με μια νέα φόρα σε σχέση με τα παλαιότερα κατορθώματα του στυλ.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο


Στα 33 του χρόνια, ο Joseph J. Adenuga από το Τότεναμ είναι το πρόσωπο του grime ρεύματος για τη μερίδα εκείνη του ευρύτερου pop/rock κόσμου που αρέσκεται να (ψιλο)παρακολουθεί τις hip hop εξελίξεις. Βέβαια, όπως πάντα συμβαίνει στη μουσική ιστορία με τέτοιες περιπτώσεις, «χρεώνεται» με περισσότερα από όσα του αναλογούν, γενόμενος ο κουβαλητής ενός ολόκληρου underground κόσμου, είτε στα φετινά βραβεία Mercury, είτε γενικότερα στο mainstream: το Konnichiwa λίγο έλειψε να κατακτήσει την κορυφή των βρετανικών charts (έμεινε στο #2, τελικά), τη στιγμή που ο προκάτοχός του μόλις που μπήκε στο top-20, 5 χρόνια πριν. Με ένα δε #160 στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτελεί γέφυρα προς τη μεγάλη υπερατλαντική αγορά, η οποία παραμένει ασφαλώς η Μέκκα κάθε hip hop τάσης. 

Κάτω από τα λαμπερά αυτά φώτα, υπάρχει ένας κίνδυνος υπερτίμησης του Konnichiwa (το hype, το άτιμο το hype), παράλληλα όμως κι ένας κίνδυνος υποτίμησης (οι πιουρίστες, οι καταραμένοι οι πιουρίστες). Ασφαλώς ο Skepta δεν ανήκει στην πρωτοπορία που δημιούργησε τον υβριδικό ήχο τον οποίον ακούμε στο 4ο άλμπουμ του: τα εύσημα για την ευφυή σύγκλιση της hip hop αισθητικής με την κληρονομιά του drum 'n' bass και τους ρυθμούς του βρετανικού garage ανήκουν σε καλλιτέχνες σαν τον Dizzee Rascal, τον Kano και τον Wiley, ονόματα που στα '00s έκαναν το βρετανικό hip hop να πάψει να ακούγεται meh. Ο Skepta είναι λοιπόν «επόμενη γενιά»· μα κι αν στέκεται σε ώμους άλλων, διαθέτει αρκετό ταλέντο και προσωπικότητα ώστε να αναδειχθεί σε ικανότατο μεταπράτη όσων δημιούργησαν εκείνοι. Έτσι, κάνει έναν περιθωριακό ευρωπαϊκό ήχο να ηχεί cool στα αυτιά του Pharrell Williams, ο οποίος πραγματοποιεί μια λαμπερή guest εμφάνιση στο "Numbers".

Το σημαντικότερο με το Konnichiwa, είναι ότι τα καταφέρνει όλα τούτα δίχως να νερώσει τις grime ρίζες του. Ακόμα δηλαδή κι αν σαμπλάρει το "Regular John" των Queens Of The Stone Age για να οπλίσει με ροκ εν ρολ φόρα το "Man" ή αν φωνάζει τον A$AP Nast για να κάνει πιο «νεοϋορκέζικο» το "Ladies Hit Squad", ο Skepta δείχνει με τις παραγωγές και τις λοιπές συμμετοχές –είναι και ο Wiley εδώ, είναι και οι Boy Better Know στο "Detox"– ότι παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένος με το underground που τον γέννησε ως καλλιτέχνη και με ό,τι «ακατέργαστο» συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Δεν αλλάζει λοιπόν τη μουσική του για να «πετύχει», ούτε σαχλαμαρίζει τους στίχους του. Κερδίζει με την ωριμότητα και την ποιότητα των raps του, καθώς και με το γεγονός ότι παύει να ηχεί σαν φτωχός συγγενής των grime αρχιτεκτόνων.

Από την άλλη, το Konnichiwa δεν είναι σπουδαίο άλμπουμ –ένα τέτοιο ίσως να βρίσκεται στη συνέχεια. Είναι ένας καλός δίσκος, που ενδεχομένως να αποδειχθεί και επιδραστικός, αν οι συγκυρίες βοηθήσουν το grime να εδραιωθεί, περνώντας με αξιώσεις τον Ωκεανό. Είναι επίσης με διαφορά η καλύτερη δουλειά του Skepta μέχρι σήμερα, εκείνη που τον χρίζει «εκπρόσωπο» ενός κόσμου ο οποίος εδώ και χρόνια αποδεικνύεται πιο δημιουργικός από τη βαρετή βρετανική ευθεία που παράγει indie μπάντες τύπου Viola Beach. 



28 Ιουλίου 2023

Steve Perry: Traces [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Traces», δηλαδή στη μετά από 20 χρόνια δισκογραφική επιστροφή του Steve Perry, της «φωνής» των θρυλικών Journey.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διακινούνταν την εποχή εκείνη στον Τύπο και ανήκει στον Theo Wargo


Εικοσιδύο χρόνια μετά την τελευταία φορά που στάθηκε πίσω από το μικρόφωνο των Journey και 20 στρογγυλά έτη μετά από εκείνο το (σόλο) "I Stand Alone" για το soundtrack της ταινίας κινουμένων σχεδίων «Quest For Camelot», ο Steve Perry είναι και πάλι στη δισκογραφία. 

Φορώντας ξανά τη βαριά φανέλα εκείνου του στρογγυλεμένου, καλογυαλισμένου rock που έγινε κάποτε κόκκινο πανί για όποιον ήθελε να ανήκει στους εναλλακτικούς, μα λατρεύτηκε κρυφά ακόμα και από αυτούς σε περιπτώσεις σαν το "Separate Ways (Worlds Apart)". Το ξέρουμε καλά τώρα που έπεσαν τα σχετικά τείχη, επιτρέποντας λ.χ. στους Eels να καλέσουν τον βετεράνο ερμηνευτή που πάντα θαύμαζαν στη συναυλία τους στο St. Paul της Μινεσότα (2014), για ένα encore που έβγαλε γούστα ανάμεσα στους δικούς τους fans για Journey ορόσημα σαν το "Open Arms" του 1981. 

Ο Perry, βέβαια, γίνεται όπου να 'ναι 70 κι έχει στο μεταξύ περάσει διάφορες περιπέτειες υγείας. Μπαίνοντας έτσι a cappella στο "We Fly" ή καθώς τον ακούς σε ένα στάνταρ φωνή/πιάνο τραγούδι σαν το "In The Rain", αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι πια το υπερηχητικό παλληκάρι που ήξερες: η φωνάρα εκείνη, πάει. Έχει μείνει ωστόσο επαρκές απόθεμα για τις απαιτήσεις ενός δίσκου σαν το «Traces», ενώ η εκφραστικότητα και τα χαρακτηριστικά χρώματα του Αμερικανού ερμηνευτή στέκουν ακόμα αλώβητα από τον φθοροποιό χρόνο. 

Το άλμπουμ δεν πέτυχε, ωστόσο. 

Ενώ ξεκινά μια χαρά, δηλαδή, με τις uptempo διαθέσεις του "No Erasin" να λοξοκοιτούν τον κλασικό, μελωδικό ήχο των Journey –με λίιιγο πιο επίκαιρη παραγωγή– γρήγορα καταφεύγει σε μπαλάντες υπέρ το δέον συνταγοποιημένες, του είδους που έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές ("You Belong To Me" και δεν συμμαζεύεται). Η εντύπωση διασκεδάζεται κάπως στο "Sun Shines Gray" και στην κατά 5 τραγούδια μεγαλύτερη έκδοση του «Traces» (η οποία πωλείται στα πολυκαταστήματα Target των Η.Π.Α.), είναι όμως αυτή που μένει σε όποιον στραφεί προς την εκδοχή με τα 10 κομμάτια που υπάρχει σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες. 

Επιδιώκοντας να μην ξεστρατίσει από τα οικεία μονοπάτια και να αποβεί δίσκος σύμπνοιας με τους «παλιούς» –που καλούνται να συναισθανθούν, να θυμηθούν και να μελώσουν– μένει σε εύκολα ξεπατικώματα κουρασμένων μοτίβων, τυλίγοντάς τα απλά στη βιρτουοζιτέ. Ακόμα και μια διασκευή σε Beatles (στο "I Need You", ενδιαφέρουσα επιλογή) χάνεται, μισοβουλιαγμένη στο ίδιο χλιαρό κλίμα.  

Και ναι μεν ακούς παιξίματα ωραία από μια πλειάδα ικανών session μουσικών (ο Thom Flowers, ας πούμε, κεντάει στην κιθάρα ακόμα και όταν παίζει το πλέον δεδομένο AOR, όπως λ.χ. στο "We're Still Here"), ναι μεν βρίσκονται χώροι για να κεράσει ο Perry συναίσθημα και να δείξει την αξία του, εν τέλει όμως τίποτα δεν αποτυπώνεται στη μνήμη πιο ζωηρά από την ηχώ της φωνής του. Ακόμα κι αν σου λείπει η παλιά της έκταση. 



27 Ιουλίου 2023

Earl Sweatshirt: Some Rap Songs [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018, στον συζητημένο σε επίπεδο Τύπου ράπερ Earl Sweatshirt και στον τότε δίσκο του «Some Rap Songs».

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διακινούνταν την εποχή εκείνη στον Τύπο


Σε μέρες που ο Drake βγάζει διπλό δίσκο 25 κομματιών και η Nicki Minaj χρειάζεται 70 λεπτά για να πείσει να την ανακηρύξουμε σε χιπ χοπ Κλεοπάτρα, ο Earl Sweatshirt αρκείται σε 24 λεπτά και 39 δεύτερα. Και όχι γιατί δεν έχει να πει. Ίσα-ίσα, έχει να πει πολλά. Γι' αυτό, ίσως, λέει λίγα. Παρά τη μικρή διάρκεια, όμως, η διαδρομή είναι κοπιαστική. Τα μονοπάτια του «Some Rap Songs» αποδεικνύονται δύσβατα και ανηφορικά και ο ράπερ από το Σικάγο δείχνει ενίοτε τόσο χαμένος, ώστε η επικοινωνία πνίγεται στα παράσιτα. 

Για τον 24χρονο καλλιτέχνη, θολώνουν εδώ τα όρια μεταξύ Earl Sweatshirt και Thebe Neruda Kgositsile. Όχι, δεν είναι παιχνίδι ρόλων. Ο Ιανουάριος του 2018 είχε οριστεί ως χρονικό πεδίο ενός κρίσιμου ραντεβού με τον ποιητή και ακτιβιστή Keorapetse Kgositsile. Πατέρας και γιος επρόκειτο λοιπόν να συναντηθούν. Και επρόκειτο να το κάνουν στη Νότια Αφρική, όχι στις Ηνωμένες Πολιτείες· βάζοντας κάτω όσα τους είχαν αποξενώσει, ελπίζοντας ότι θα έβρισκαν εκείνα που τους ένωναν. Εντούτοις, ο πατέρας Kgositsile πέθανε ξαφνικά. Και οι εκκρεμότητες έμειναν αδυσώπητα μετέωρες, προξενώντας τόσο μεγάλο στρες, ώστε χρειάστηκε η ακύρωση ολόκληρης της ευρωπαϊκής Earl Sweatshirt περιοδείας. Απόφαση με κόστος για έναν ράπερ με καλές κριτικές, που χάνει όμως θεαματικά έδαφος στη Βρετανία, ενώ παραμένει άφαντος στην πάντα επιδραστική για τα χιπ χοπ πράγματα Γαλλία. 

Έτσι, σε αυτό το άλμπουμ βαραίνει περισσότερο η νοτιοαφρικανική καταγωγή από την αμερικάνικη ταυτότητα: η πραγματικότητα υπερνικά την περσόνα –και απλά δανείζεται τα «όπλα» της για να εκφράσει το οδοιπορικό ενός δημιουργού που καλείται νωρίς στη ζωή να διαβεί τον δικό του Ρουβίκωνα. Ο δίσκος κουβαλάει μέσα του το βάρος της κληρονομιάς και θα βάλει δύσκολα ακόμα και σε όσους έχουν θαυμάσει τον Earl Sweatshirt για το «Doris» (2013) ή το «I Don’t Like Shit, I Don’t Go Outside» (2015), ακριβώς επειδή έχει να κάνει με το ξεκαθάρισμα των όσων παίρνουμε και των όσων αφήνουμε από τους γονείς μας στην πορεία της ζωής. Με μια διεργασία δηλαδή η οποία δεν είναι ούτε γραμμική, ούτε ουδέτερη, ούτε και ορθολογική. 

Κι όμως, είναι όλα τα παραπάνω που «φτιάχνουν» αυτόν τον δίσκο, που τον κάνουν γόνιμο ως καλλιτεχνικό έργο και του χαρίζουν μια περιπέτεια διακριτή στο χιπ χοπ σκηνικό των ημερών. Ο Earl Sweatshirt δεν έρχεται άλλωστε με κατασταλαγμένες απαντήσεις. Χαρτογραφεί, αντιθέτως, τη θύελλα της όλης διαδικασίας. Έτσι, τα τραγούδια συχνά μοιάζουν με στιγμιαίες πολαρόιντ: μόλις 1 λεπτό και 6 δεύτερα διαρκεί το "Cruel Summers", με βάση σε ψαγμένο afrobeat sample από τη Νιγηρία της δεκαετίας του 1970 ("Road Man (Mystic)", των Mighty Flames). Στα δε 1.34 του "Playing Possum" προλαβαίνει να σαμπλάρει τη μητέρα του Cheryl Harris, αλλά και τον πατέρα του να αφηγείται απόσπασμα από ποίημά του, σε ένα κολάζ που λες και αποπειράται να συγκολλήσει τον διαλυμένο γάμο των γονιών του. Τραγούδια-στιγμιότυπα. Μικρά μα γεμάτα, που λειτουργούν περισσότερο έτσι βαλμένα το ένα πίσω από το άλλο. Σαν χάντρες κομπολογιού. 

Όμως και ο ίδιος ο Earl Sweatshirt ακούγεται διαφορετικός. Οι ερμηνείες συχνά-πυκνά σκεπάζονται από τα «μισοκοιμισμένα» beats της παραγωγής, ενώ ακόμα και ηχοληπτικά δεν τοποθετείται πάντα σωστά έμπροσθεν του μικροφώνου: μοιάζει κουρασμένος, σχεδόν ξέπνοος ("Shattered Dreams", "The Mint"), να μη μπορεί να ολοκληρώσει τις ίδιες του τις προτάσεις: «Like we making food / Father’s face but I’m not afraid / My uncle Hugh», λέει στο "Peanut". Κι εκεί ακριβώς τελειώνει το κομμάτι. Σπασμένοι, αποσπασματικοί στίχοι, χωρίς πλήρη αλληλουχία, όπως ακριβώς περιδιαβαίνουν οι μνήμες στο κεφάλι μας και στην πραγματική ζωή. Είναι εντυπωσιακός αυτός ο άφιλτρος νατουραλισμός, αν και κάτι τέτοιο δεν πρέπει να εμποδίσει ενστάσεις για το ημιτελές π.χ. διαφόρων κομματιών ή για το ότι μπορούσε να πέσει περισσότερη δουλειά εδώ κι εκεί, χωρίς να κινδυνέψει το συνολικώς ακατέργαστο στο οποίο προφανώς έχτισε ο δημιουργός. 

Το τι σήμαινε, αν σήμαινε, για το χιπ χοπ σκηνικό της δεκαετίας το Some Rap Songs, θα το αποφασίσουν οι επόμενοι. Είναι άλλωστε μια «παραφωνία» για τις σημερινές τάσεις, κατά έναν ανάλογο τρόπο που και οι Daughters στάθηκαν «παραφωνία» για τα rock πράγματα: ο Sweatshirt δεν έχει να κάνει ούτε με όσους συνομηλίκους γίνονται trap είδωλα, ούτε με τους κόσμιους ράπερ που ακούν τα λευκά μεσαία στρώματα (και ο Τύπος που διαβάζουν). 

Για την ώρα έχει αφήσει στο τραπέζι έναν δίσκο για τον οποίον αρκετοί βιάζονται να τους αρέσει, ίσως θέλοντας να τον σηκώσουν ως σημαία ενός διαφορετικού και ψαγμένου «μαύρου» γούστου, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να γίνουν opinion makers σε μια εποχή που τους χρειάζεται, μα δεν τους αγαπά πια. Στην πραγματικότητα, το Some Rap Songs προϋποθέτει μοναχικές, σε βάθος ακροάσεις για να το πιάσεις. Ακόμα και τότε, μάλιστα, δεν είναι σίγουρο ότι θα σου αρέσει. 



25 Ιουλίου 2023

Rhapsody Of Fire: Into The Legend [δισκοκριτική, 2016]


Τους Rhapsody Of Fire, που τέλος πάντων εγώ τους γνώρισα ως Rhapsody, τους σέβομαι απεριόριστα: από το πουθενά, έβγαλαν ένα από τα πιο αγαπημένα μου heavy metal άλμπουμ, σε μια εποχή μάλιστα που είχα κουραστεί από τον χώρο κι έφευγα σαν ακροατής σε πιο alternative rock κατευθύνσεις. Ο λόγος, φυσικά, για το «Legendary Tales» (1997), δίσκο που εκτός από λατρεμένος κρίνεται και σημαντικός, για αιτίες τις οποίες εξήγησα πρόσφατα σε ένα άρθρο για το Αθηνόραμα

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως ό,τι έβγαλαν στη μακρά τους πορεία έκτοτε ήταν και άξιο λόγου. Άλλο θηρίο το «Legendary Tales», δυστυχώς, άλλο φρούτο το «Into The Legend» του 2016. 

Μια κριτική γι' αυτό δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Luigi Orrù και προέρχεται από το promo υλικό που είχε δοθεί τότε στον Τύπο 


Προς τον Μύθο καλπάζουν στο νέο τους άλμπουμ οι Rhapsody Of Fire από την Τεργέστη της γειτονικής Ιταλίας και σου έρχεται σχεδόν αυτόματα να την πεις την κακία, ρε γαμώτο –κάτι τύπου «α, όπως και στα προηγούμενα δέκα άλμπουμ, δηλαδή». Ίσως όμως να μην τους αξίζει κάτι τέτοιο. Γιατί, τελικά, εκείνες οι Θρυλικές Ιστορίες που διηγήθηκαν στο ντεμπούτο τους πριν σχεδόν 20 χρόνια (1997), έμειναν όντως θρυλικές. 

Πριν γεμίσει δηλαδή ο τόπος με μπάντες που προσπάθησαν να ξορκίσουν τα αδιέξοδα του ευρωπαϊκού power metal βουτώντας στο συμφωνικό στοιχείο και στη μπαρόκ μεγαλοπρέπεια, οι Rhapsody Of Fire (σκέτοι Rhapsody, τότε) κατέθεσαν μια άποψη για αυτήν την κατεύθυνση που και σήμερα ακόμα ηχεί αξιοθαύμαστα καλοστημένη. Το Legendary Tales διατηρούσε το όποιο σόου χρειαζόταν η υπόθεση, ταυτόχρονα όμως επιδείκνυε μια στιβαρή και όχι επίπλαστη σχέση αφενός με τη βαριά παρακαταθήκη του λόγιου κεντροευρωπαϊσμού, αφετέρου με τον κόσμο της ηρωικής φαντασίας. Φρόντιζε επίσης να υπάρχουν και αδρές, κόκκινες γραμμές με τη Disney αισθητική των Nightwish –κάτι πολύ σημαντικό.

Σε εκείνα τα χρόνια κλωθογυρνάει ο νους ακούγοντας το Into The Legend και υπάρχει βέβαια ένα ζητηματάκι εδώ, γιατί αμφιβάλλω αν η αίσθηση «σαν να μην πέρασε μια μέρα» έκανε ποτέ καλό σε κάποιον άλλον, πέραν του Γιώργου Δημητριάδη. Από τη μία κουνάς λοιπόν το κεφάλι σου ικανοποιημένος και σκέφτεσαι καθώς ρουφάς τη μπύρα σου «για δες ρε παιδί μου τους Rhapsody». Και από την άλλη αναλογίζεσαι ότι κι αν δεν άκουσες κι όλους τους δίσκους τους από τότε, ε, δεν πειράζει –τα ίδια παίζουν: με μικρές ενορχηστρωτικές αλλαγές δώθε κείθε και με λιγότερη αίσθηση οικονομίας, μα τα ίδια, κατά τα λοιπά. Όλο το Into The Legend, δηλαδή, δεν κάνει άλλη δουλειά παρά να αναπαριστά τα πεπραγμένα των 4 πρώτων δίσκων. 

Βέβαια, αυτό ήθελε πάντα να κάνει ο (κιμπορντίστας) Alex Staropoli με ή χωρίς τον (κιθαρίστα) Luca Turilli, αυτό συνέχισε να κάνει και όταν έγινε big in Japan (και in Germany, κατόπιν), αυτό εξακολουθεί να ποιεί και τώρα που τον άφησε η εμπορική επιτυχία –μαζί με τον Turilli, ο οποίος από το 2011 περιφέρει τη δική του εκδοχή των Ραψωδών. Ένα σημαντικό θέμα, επομένως, είναι αν το κάνει καλά. Γιατί είχαμε λ.χ. και το πρόσφατο παράδειγμα του Dark Wings Of Steel (2013), ενός άλμπουμ που δεν περπάτησε.  

Οπωσδήποτε, ο Roberto De Micheli σε κάνει να ξεχνάς την απουσία του Turilli με την απόδοσή του, οι Rhapsody παραμένουν ικανότατοι μελωδοί και ο Fabio Leone –αυθεντικό λαρύγγι της μπάντας– παίζει έξυπνα και με επιδόσεις το παιχνίδι μεταξύ έπους και οδυρμού το οποίο χαρακτήρισε ένα σημαντικό κομμάτι του heavy metal, κυρίως εκείνου που σχηματοποιήθηκε υπό τα κελεύσματα των Rainbow επί των ημερών των αρχοντικών κορώνων του Ronnie James Dio. 

Παρά την ατόφια ενέργεια που εκλύεται, όμως, οι αστοχίες δεν βγαίνουν και λίγες στο μέτρημα: ξεφεύγουν συχνά τα περιττώς πομπώδη στοιχεία και κάτι φρενιασμένα, σαχλά Λατινικά, χαλώντας λ.χ. το "Winter's Rain", πετάγεται και η σοπράνο Manuela Kriscak στο "Valley Of Shadows" κουράζοντας ακόμα περισσότερο μια ήδη κουραστική σύνθεση, χάνεται το μέτρο στην ανυπόφορη 16-λεπτά-και-κάτι φλυαρία του "Kiss Of Life", ενώ το "Shining Star" καταλήγει αυτομάτως στον μεγάλο κάδο με τις μέταλ μπάλαντς που δεν χρειάστηκε ποτέ κανείς. 

Στην τελική σούμα, λοιπόν, δεν μένεις και με πολλά σε επίπεδο τραγουδιών. Όμως αυτά που παίρνεις, μάλλον σου αρκούν. Στιγμές δηλαδή σαν το ομώνυμο "Into The Legend", το κεραύνιο "Realms Of Light" και πάνω απ' όλα το υπερηχητικό "Distant Sky", αποτελούν αλάθητες επικλήσεις σε έναν παλαιομεταλλικό κώδικα τιμής, που για κάποιους εκεί έξω παραμένει βαρυκόκαλος: εκείνον που απαιτεί θαλερά τραγούδια για φανταστικούς χρόνους και τόπους, με βροντερά χορωδιακά ρεφρέν, τα οποία προσφέρονται για να τα τραγουδήσει σύσσωμη η μακρυμαλλούσα(;) κοινότητα στο μπαρ ή στη συναυλία. 

Η τελευταία έχει λοιπόν μερικούς σημαντικούς λόγους να την τιμήσει αυτή την κυκλοφορία· οι υπόλοιποι ωστόσο, μπορούν να προσπεράσουν. Οι Rhapsody Of Fire παραμένουν αξιοπρεπείς, μα δεν πρόκειται να ταρακουνήσουν τον κόσμο σας, αν δεν το έχουν ήδη κάνει. 



24 Ιουλίου 2023

Snoop Dogg: Neva Left [δισκοκριτική, 2017]


Ακόμα μία κριτική μου στον αγαπημένο, ακόμα και στην πιο παρακμιακή του περίοδο, Αμερικανό ράπερ Snoop Dogg. Αυτή τη φορά από το 2017, για το άλμπουμ του «Neva Left», το οποίο ήρθε 2 χρόνια μετά το «Bush».

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διακινούνταν την εποχή εκείνη στον Τύπο και ανήκει στον Kenneth Cappello


Σε τρώει να του σχολιάσεις του Snoop Dogg ότι, στην πραγματικότητα, πάνε πια κάμποσα χρόνια από όταν έφυγε. Άρα δεν θα το σώσει με ένα άλμπουμ που φωνάζει «Δυτική Ακτή» κι επιστρατεύει το παλιό gangsta στυλ της δεκαετίας του 1990, εν μέσω μιας χιπ χοπ εποχής που ανήκει πλέον σε φιγούρες με αισθητά διαφορετικό προφίλ. 

Έλα όμως που δεν είναι έτσι.

Μπορείς άλλωστε να το υποψιαστείς πριν καν ακούσεις το Neva Left, βλέποντας πόσο πρόθυμα έρχονται κάποιες από τις φιγούρες που λέγαμε για έναν φόρο τιμής στον θείο Snoop: νάτος διακριτικά ο Kendrick Lamar στο "Still Here", νάσου ο «πολύς» Wiz Khalifa στο "420 (Blaze Up)", ιδού και ολάκεροι BADBADNOTGOOD παρέα με Kayatranada στο "Lavender (Nightfall remix)". 

Βλέπετε, το θέμα με τον Snoop Dogg είναι ότι δεν μπαίνει καν στον κόπο. Δεν απαξιοί μορφάζοντας ελιτίστικα, μα δεν διακατέχεται και από κάποιο άγχος να μοιάσει στους ράπερς του 21ου αιώνα ή να αποτυπωθεί ως αιώνιος Doggfather. Είναι 45 ετών και τα έχει προφανώς βρει με τον χρόνο, ώστε ούτε το τζόβενο να παριστάνει, ούτε με ιστορίες από το «χρυσό» παρελθόν να μας πρήζει (και αυτός κι αν έχει ιστορίες). 

Έτσι, βάζει απλά ξανά σε κίνηση μερικά πράγματα που του αρέσουν και με τα οποία αισθάνεται άνετα, αφήνοντας τις όποιες σύγχρονες πινελιές στους καλεσμένους του. Στο "Trash Bags", για παράδειγμα –μια παραγωγή του Musik MajorX– ή στη συνεργασία με τους BADBADNOTGOOD, ο Snoop είναι απλά ο εαυτός του, όσο εκείνοι δοκιμάζουν τα κόλπα της δικής τους γενιάς. Και όλα δουλεύουν ρολόι. 

Το Neva Left είναι βέβαια ένα άλμπουμ μεγάλο σε διάρκεια (υπερβαίνει τη 1 ώρα) και δεν μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο σε κάθε περίπτωση. Όμως, για όσες φορές χασμουρηθείς (και στο "Big Mouth" θα χασμουρηθείς πολύ), θα βρεις κι άλλες τόσες όπου ακούς ευχάριστα αυτή τη γνώριμα «καπνιστή» φωνή να ραπάρει με έναν τρόπο αμίμητο στα χιπ χοπ χρονικά –λες και ο Gil Scott Heron μετενσαρκώθηκε σε τσογλάνι του Long Beach. Είναι ένας άσσος στο μανίκι του Snoop Dogg που μάλλον δεν θα πάψει ποτέ να λειτουργεί, άσχετα με το πόσο καλό, κακό ή μέτριο προκύπτει το εκάστοτε δισκογραφικό υλικό. Κι εδώ υπάρχουν κομμάτια σαν το "Go On" ή τα "Promise You This", "Love Around The World" (με τις gospel αναφορές) και "Mount Kushmore" (όπου μαζεύεται και η παλιοπαρέα Method Man, B-Real & Redman), τα οποία προσφέρουν στο εν λόγω στυλ πεδίο δόξης λαμπρό. 

Από την άλλη, ας μη δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο Snoop έπαθε μετάλλαξη προσωπικότητας. Και ευτυχώς δηλαδή. Ναι, μπορεί να μας τραγουδάει πλέον (στο "Go On") για το πώς κάνει ποδηλατοδρομίες με το εγγόνι του στο πάρκο –και να το κάνει να ακούγεται το πιο cool πράγμα στον κόσμο– μπορεί στο "420 (Blaze Up)" να είναι ο παλιοσχολίτης που πλέον κηρύττει τη νομιμοποίηση της μαριχουάνας αντί να χάνεται κάτω από λευκά βουναλάκια παράνομης κοκαΐνης, αλλά στο "Toss It" αποτυπώνεται ξεδιάντροπα ως ο μπάρμπας που ξεδιπλώνει τα κόλπα της ασημένιας αλεπούς στην πιτσιρίκα που «πήγαινε σχολείο με τον μικρό του γιο».

Οι εμπορικές επιδόσεις του Neva Left δεν ήταν καλές, πάντως ο Snoop Dogg το έκανε το καθήκον του και ήδη ετοιμάζεται για την επόμενη περιπέτεια: το νέο του άλμπουμ Make America Crip Again θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες. Χωρίς αξιώσεις να ανήκει στη χιπ χοπ πρωτοπορία των καιρών μας, της θυμίζει με στυλ ότι δεν πρέπει να λησμονεί να είναι (και) διασκεδαστική, μέσα στα όσα σοβαρά έχει να εκφράσει στην Αμερική των αναζωπυρωμένων ρατσιστικών διακρίσεων. 



20 Ιουλίου 2023

Snoop Dogg: Bush [δισκοκριτική, 2015]


Μια κριτική μου από το 2015 στο άλμπουμ «Bush» του αγαπημένου, ακόμα και στα πιο παρακμιακά του χρόνια, Αμερικανού ράπερ. Εδώ, μάλιστα, έβγαλε και παραλίγο χιτάκι: το φανκάτο "Peaches N Cream", σε συνεργασία με τον Charlie Wilson, το οποίο φλέρταρε με τα 100 πρώτα των Η.Π.Α., μα ξέμεινε τελικά στο #116. Στη Βρετανία τα πήγε κάπως καλύτερα (#58), αναλόγως και στη Γαλλία (#57).

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διακινούνταν την εποχή εκείνη στον Τύπο


(ήχος δόνησης στο κινητό)

- Αρχηγέ, τι κάνεις; Χαθήκαμε λίγο τελευταία, ε; 

- Πού είσαι εξαφανισμένος dude; Όλα καλά;

- Έλειπα από το Long Beach το τελευταίο διάστημα, δουλειές, καταλαβαίνεις... Έχασα κάτι καλό;

- Έκανε πάρτυ ο Snoop, στην έπαυλη. Δεν άκουσες τίποτα, ε; 

- Όχι! Γαμώτο! Ήταν καλά;

- Ήταν λίγο περίεργα... Είχε Pharrell Williams και Chad Hugo στο γενικό πρόσταγμα και ήρθε βέβαια κόσμος και κοσμάκης: Charlie Wilson πρώτος και καλύτερος, ο «πολύς» Kendrick Lamar παρέα με τον Rick Ross, αλλά και ο Stevie Wonder, χαμογελαστός, πιασμένος μπράτσο-μπράτσο με τη Gwen Stefani. Ξέρεις, No Doubt, "Don't Speak". Την άκουσα να λέει, μάλιστα, πως ετοιμάζει κάτι καινούριο, δεν ξέρω όμως αν θα 'ναι και ο Snoop ανακατωμένος σ' αυτό.

- Μια χαρά ακούγεται, τι περίεργο συνέβη; 

- Ίσως σου κάνει εντύπωση, αλλά η φάση ήταν αρκετά old school... Ασφαλώς και είχε glory. Δεν είχε όμως glamour. Και το gold ήξερες βέβαια ότι είναι εκεί με το κιλό, αλλά δεν το έβλεπες. Ούτε τις σούπερ ύπερ γκόμενες έβλεπες να παρελαύνουν στην πισίνα με «καυτά» μπικίνι, ούτε σειόταν ο κήπος από τα μπιτάκια του David Guetta. Λικνιστικοί μεν οι ρυθμοί που έβγαιναν από τα decks του Pharrell, όμως είχαν εκείνο το εβδομηντάρικο Parliament & Funkadelic πνεύμα. Και περισσότερο ερωτιάρικο R'n'B άκουγες, αν μιλήσουμε για μοντέρνες πινελιές, παρά το μαζικό West Coast χιπ χοπ που έχεις συσχετίσει με τον Snoop.  

- Τι τον έπιασε; Καλά είναι ο Snoop;

- Μια χαρά είναι, παλικάρι από τα λίγα, όπως τον ξέρεις! Εκεί μεταξύ πορνοδιαστροφής και slumdog millionaire, ως συνήθως, αλλά χαλαρός, κεφάτος, με διαθέσεις νοσταλγικές. Δεν ξέρω, τον έχει επηρεάσει κι αυτό το Ρασταφάρι, πώς διάολο το λένε, που κόλλησε σε εκείνο το ταξίδι στην Τζαμάικα. Ευτυχώς δεν άρχισε να παίζει reggae πάλι, θυμάσαι τι τραβήξαμε με εκείνο το Reincarnated πριν 2 χρόνια... 

- Καλά, και δεν έπαιξε τίποτα με γκόμενες θες να πεις;

- Όχι, νταξ, μη νομίσεις ότι μείναμε και ρέστοι: είχε και τα "Peaches N Cream" της η κατάσταση, ξέρεις τι εννοώ... Αλλά ο Snoop σαν να τα βαριόταν λίγο, πιο πολύ τον ενδιέφερε δηλαδή να ρωτάει τον Stevie Wonder για τη Μυστική Ζωή των Φυτών –άσε που του εξιστορούσε και πόσο τον λάτρευε τότε που έπαιζε πιάνο για τους Βαπτιστές της Golgotha Trinity, πριν αρχίσουν τα μπλεξίματα με τον νόμο! Μπορείς να το φανταστείς; Σε κάποια φάση έσκασε μύτη και ο T.I. με κάτι γουστόζικα "Edibles", ο Snoop βρέθηκε μετά για λίγο στην πίστα για μια σέξι στιγμή με τη Gwen ("Run Away"), αλλά την παράσταση τους την έκλεψε τελικά ο Kendrick με τις πιρουέτες του. "I'm Ya Dogg" ρε συ Snoop, του είπε όταν τον είδε ψιλοπικαρισμένο. Κι έφυγαν αγκαλιασμένοι προς τον μπουφέ, χασκογελώντας, με τον Lamar να του λέει «ήμουν μόλις 5 χρονών όταν έβγαλες εκείνο το κλιπ με τα σκυλιά, το "What's My Name" με τον Δόκτορα τον Dre δεν ήταν;».

- Ρε συ, γιατί μου ακούγεται ψιλομούφα;

- Νταξ, δεν έγινε εκείνος ο χαμός που ξέρεις, πράγματι... Ήταν λίγο πιο «ποιοτική» η φάση, αν με πιάνεις. Αλλά και πάλι μια χαρά τα περάσαμε στου Snoop. Σαρανταρίσαμε άλλωστε κι εμείς, μαλάκα μου, ίσως δεν είμαστε όλη την ώρα για τρέλες και υπερβολές... Ναι, εννοείται θα σου πω να έρθεις στο επόμενο πάρτυ, αρκεί να είσαι στο Long Beach δικέ μου. Τα λέμε σύντομα, bye. 



19 Ιουλίου 2023

Goblin - ανταπόκριση (2017)


Καλοκαίρι και συναυλίες σε κλειστούς χώρους είναι συνήθως κάτι που δεν σε προδιαθέτει θετικά. Αλλά όταν έρχονται οι Goblin στην πόλη, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, θα πας να τους δεις –κι ας είναι Ιούνης (του 2017), στο «Κύτταρο».

Και δεν το μετάνιωσα. Οι Ιταλοί που μάθαμε ευρέως από το soundtrack της ταινίας «Suspiria» του Dario Argento (1977) βρήκαν ένα γεμάτο club κι έδωσαν μια ωραία συναυλία.

Τα της βραδιάς καταγράφηκαν, τότε, σε μια ανταπόκριση για το Avopolis, η οποία αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Δημήτρη Καπάνταη


Μιάμιση ώρα (και κάτι) έμειναν στη σκηνή του «Κυττάρου» οι Goblin, παίζοντας χωρίς support. Σε άλλες περιστάσεις μπορεί να φαινόταν λίγο, όμως στη δική τους περίπτωση ήταν τόσο πυκνή η συναυλιακή εμπειρία, τόσο συμπαγής και απαλλαγμένη από ό,τι το περιττό, ώστε αισθανόσουν χορτασμένος όταν έληξε το encore και υποκλίθηκαν στο κοινό, εν μέσω βροχής χειροκροτημάτων.

Καταχειροκροτήθηκαν λοιπόν οι Ιταλοί στον πρώτο τους αυτόν ερχομό στην Ελλάδα, στον οποίον βρήκαν απέναντί τους ένα γεμάτο κι ενθουσιώδες Κύτταρο, που τους αποθέωσε πολλάκις και κατά τη διάρκεια της βραδιάς, όχι μόνο στο φινάλε. Επρόκειτο για κόσμο με ανεβασμένο ηλικιακό όρο, μα με αρκετό εύρος στα γούστα, αφού ανάμεσά τους έβρισκες πάλιουρες προγκρεσιβοροκάδες, αλλά και άτομα με μπλουζάκια Rush, ακόμα και μεταλλάδες με μη αναμενόμενα t-shirts (τύπου Saxon και Cirith Ungol). 

Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για ανθρώπους καλά διαβασμένους, οι οποίοι γνώριζαν τις συνθέσεις και έδωσαν το παρών για τη μουσική και την ευκαιρία να αντικρίσουν από κοντά τις ιστορικές μορφές του Massimo Morante (κιθάρα) και του Fabio Pignatelli (μπάσο), που παίζουν μαζί από το 1972/1973, όταν οι Goblin ακόμα λέγονταν Oliver και κινούνταν σε τροχιά γύρω από τους Yes. Μαζί τους, όμως, ήταν και ο καταπληκτικός ντράμερ Agostino Merangolo με τον «μάγο» των πλήκτρων Maurizio Guarini, κάτι που σήμαινε ότι επί σκηνής βλέπαμε τα 4/5 της σύνθεσης που πρωτοσυστήθηκε ως Goblin το 1975 –τους συμπλήρωνε ένας ακόμα κιμπορντίστας, ο Μαλτέζος Aidan Zammit, ο οποίος ανέλαβε και τα χρέη της κυρίως επικοινωνίας με το κοινό, μάλλον γιατί μιλούσε τα (σχετικώς) καλύτερα αγγλικά σε σύγκριση με τους υπόλοιπους. 

Τα της συναυλίας, τώρα, φάνηκαν με το καλημέρα, όταν οι Goblin πραγματοποίησαν εντυπωσιακό μπάσιμο με το "Magic Thriller", μία από τις καλύτερες δηλαδή συνθέσεις της ύστερης ιστορίας τους (από το Back To The Goblin του 2005). Με σύμμαχο τον θαυμάσιο ήχο, η ζηλευτή τους βιρτουοζιτέ έδειξε άμεσα πόσο γήινη μπορούσε να παραμένει: ενώ σε εντυπωσίαζαν δηλαδή οι καλπασμοί του μπάσου, οι «στριγκλιές» των synths και οι μεγαλεπήβολοι, ανατολίτικου τύπου ρυθμοί, η μπάντα ουδέποτε αναλώθηκε σε περικοκλάδες τεχνικής δεξιότητας, μένοντας απολύτως εστιασμένη στα θέματα και στις μελωδικές της ιδέες. 

Ήταν μια εικόνα που θα παρέμενε σταθερή μέχρι το τέλος της συναυλίας. Μιας συναυλίας που δεν περίμενε το βασικό θέμα από το «Suspiria» του Dario Argento για να κορυφωθεί, μα έφτασε εκεί φυσιολογικά, κάνοντάς το να δείχνει ως κερασάκι σε μια νόστιμη τούρτα. Ενδιάμεσα, άλλωστε, οι Goblin μας εντυπωσίασαν κάμποσες φορές, κερδίζοντας αφειδώς χειροκροτήματα και ιαχές, πότε με τις έξυπνες γέφυρες που έστηναν οι συνθέσεις τους μεταξύ progressive rock και Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, πότε με τους ατόφια διαστημικούς απόηχους των πλήκτρων τους (π.χ. στο "Goblin" ή στο "Tenebre"). Και, βέβαια, με την αρτιότητα με την οποία απέδωσαν στιγμές γνωστές από την καριέρα τους στον χώρο των soundtracks σαν το "Profondo Rosso" και το "Zombie", συχνά με σκηνές από τα αντίστοιχα φιλμ να αχνοπροβάλλονται στον τοίχο πίσω από τον Agostino Merangolo.

Ακόμα λοιπόν κι αν θελήσεις να φανείς αυστηρός, σχολιάζοντας λ.χ. το οπωσδήποτε επιβλητικό μα αχρείαστο (πέρα από το να προσφέρει ανάσες στους υπόλοιπους) drum solo του Merangolo –το οποίο θύμισε κάτι από παρωχημένη hard rock συναυλία– η αλήθεια είναι πως οι Goblin αποτυπώθηκαν λίαν επιβλητικοί, έως και άψογοι, σε αυτόν τον πρώτο τους ερχομό στην Ελλάδα. Επιβεβαιώνοντας, έτσι, στο ακέραιο όσους τους έχουν δει τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό, μιλώντας με τα καλύτερα λόγια. Δεν ξέρω αν θα τύχει να ξανάρθουν από τα μέρη μας. Πάντως, αν το πράξουν, ίσως να χρειαστεί μεγαλύτερος χώρος την επόμενη φορά, με βάση όσα (πιστεύω ότι) θα μεταφερθούν στόμα με στόμα για τη συγκεκριμένη βραδιά.  



18 Ιουλίου 2023

Forest Swords - ανταπόκριση (2014)


Είχε ρεύμα για ένα διάστημα στην Ελλάδα ο Forest Swords (ο Βρετανός Matthew Barnes, δηλαδή), εκεί στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2010. Ιδιαίτερα το 2014, όταν σημείωσε κι ένα μάλλον αναπάντεχο sold out στο «six d.o.g.s.».

Βρέθηκα σε εκείνη τη βραδιά, από όπου πήγασε και μια ανταπόκριση. Η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Χάρη Σφακιανάκη


Καθώς έμπαινα στο «six d.o.g.s.», ένα χαρτί κολλήθηκε στο τζάμι της εισόδου, πιστοποιώντας ότι όσα ψιθυρίζονταν από νωρίς το απόγευμα στα social media ήταν αλήθεια: sold out η συναυλία, με το αθηναϊκό κοινό να δίνει ενθουσιώδες παρών για χατίρι του Forest Swords, ο οποίος έδειξε έτσι να «εξαργυρώνει» τόσο το περσινό άλμπουμ Engravings, όσο και την προηγούμενη εμφάνισή του στη χώρα μας, στα πλαίσια του Plisskën Festival 2012. 

Μόνο ας το πούμε παράπονο, ότι περίμενα να δω περισσότερους 20άρηδες στην Αβραμιώτου, αντί για τον συνήθη κόσμο των 30άρηδων (πια) χίπστερ, μισο-χίπστερ, χίπστερ-friendly και λοιπών σχετικών ανθρωπολογικών τύπων. Αλλά να μην είμαι άδικος: ήταν μελετημένο και ενθουσιώδες κοινό, που μάλιστα έδειξε την πρέπουσα προσοχή στα σκηνικά δρώμενα, αποφεύγοντας τα συνήθη «πηγαδάκια».

Η βραδιά ξεκίνησε επιθετικά και ηλεκτρονικά, καθώς οι δικοί μας Rattler Proxy παρέδωσαν ένα support set που έμοιαζε με τσουνάμι ενέργειας, καναλαρισμένο σύμφωνα με τα διδάγματα των Suicide. Ο Λουκάς Σαββίδης «όπλιζε» από τα decks του και ο Μάκης Παπασημακόπουλος λάμβανε «καύσιμο» εκεί στο μικρόφωνο, πότε όρθιος, πότε γονατιστός, πότε απλά ένα με το πάτωμα (μπρούμυτα ή και ανάσκελα). 


Φυσικά και είχε την κουκούλα σηκωμένη κι ασφαλώς φόραγε γυαλιά ηλίου. Όμως, καθώς αυτή η Alan Vega ερμηνευτική περσόνα έχει γίνει λίγο/πολύ δεδομένη πια για όσους τον έχουμε ξαναδεί επί σκηνής, στάθηκα προσωπικά στο t-shirt Cramps και στο γούστο του στο παπούτσι. Το «Six d.o.g.s.» αντήχησε από τις κραυγές του –θα τις ήθελα λιγότερες σε αριθμό και κάπως πιο στρατηγικά τοποθετημένες– ενώ ξεχώρισαν και κάποια κομμάτια ("Death Machine", "Company Of Wolves"), παρά τη ζοφερή μονολιθικότητα που γενικώς τα διέπει. Το δίχως άλλο, λοιπόν, οι Rattler Proxy κέρδισαν το κοινό και ζέσταναν κατάλληλα το κλίμα για την πρωταγωνιστική φιγούρα από το Λίβερπουλ.

Ο Forest Swords παρατάχθηκε με video wall και με μπασίστα (τον James, όπως τον σύστησε) κι έδειξε αμέσως ότι οι δικές του διαθέσεις θα ήταν εξίσου κοφτερές, αλλά ο τρόπος τους θα διέφερε. Το δικό του ταξίδι έκανε λοιπόν έναρξη με υποβλητική απαγγελία, ξεδιπλώνοντας τον εγκεφαλικό του χαρακτήρα: το μπάσο έριχνε αδρές γραμμές πάνω στα ηλεκτρονικά και τo –καταπληκτικό– βίντεο ανέλαβε τη συμπλήρωση μιας θαυμάσιας οπτικοακουστικής εμπειρίας, βασισμένης στο Engravings. 

Όμως ο Βρετανός δεν είχε έρθει στην Αθήνα για να μας βουλιάξει σε ατμόσφαιρες. Όσο προχωρούσε το set οι ρυθμοί ανέβαιναν, το σώμα κλήθηκε να συμμετάσχει κι αυτό και τα κεφάλια άρχισαν να κουνιούνται μέχρι και το βάθος της αίθουσας. Οι μπασογραμμές παρέμειναν διακριτικώς στιβαρές, ο κόσμος του Engravings ξεδιπλώθηκε σε όλη του τη χλιδανή ποικιλία (πολύ ωραίες οι εκτελέσεις των "The Weight Of Gold" και "Friend, You Will Never Learn"), ενώ καταπληκτικά πράγματα συνέβησαν όταν ο μίστερ Matthew Barnes σήκωσε την κιθάρα του από το πάτωμα, ρίχνοντας στο ηλεκτρονικό του χαρμάνι απόηχους από το αυστραλέζικο ροκ των 1980s και αμερικάνικες ηλεκτρικές πινελιές. 

Λίγο πριν το τέλος, ο James μας χαιρέτησε εν μέσω επευφημιών και ο Forest Swords απέμεινε μόνος με το βίντεο, κάνοντας τα πράγματα ακόμα πιο ηλεκτρονικά. Έδειξε δε κατενθουσιασμένος τόσο με την προσέλευση, όσο και με τις αντιδράσεις του κοινού: μπορεί να μην είπε πολλά, ακούστηκαν όμως θερμά, ενώ η θέλησή του να μας καληνυχτίσει με δύο ολοκαίνουρια κομμάτια δείχνει ότι αισθάνθηκε οικεία μαζί μας. Τα βρήκα ημιτελή (αμφότερα με απότομο φινάλε) και μάλλον βασικά σε επίπεδο ιδεών. Είχαν φροντισμένη ροή, πάντως, ενώ, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι τόσο τα ίδια που μέτρησαν, όσο η χειρονομία του Άγγλου μουσικού. Με τέτοιες συναυλίες χτίζονται ονόματα κι έρχονται ακόμα περισσότερα sold out, σε ακόμα μεγαλύτερους χώρους.



17 Ιουλίου 2023

Jane Birkin - συνέντευξη (2013)


Τέλος, διαβάζω, (και) για την Jane Birkin, σε καιρούς στους οποίους φεύγει πια μια ολόκληρη φουρνιά καλλιτεχνών του παρελθόντος, που μπόρεσαν κι άφησαν έντονο αποτύπωμα στη συλλογική μνήμη. 

Η Αγγλίδα ηθοποιός υπήρξε ανακάλυψη/αποκάλυψη, μα και μούσα του Serge Gainsbourg κι έγινε έτσι η πιο ...Γαλλίδα από τις Αγγλίδες της γενιάς της που ασχολήθηκαν με το τραγούδι και την υποκριτική –αλλά κι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σύμβολα του σεξ εκεί στο μεταίχμιο των 1960s με τα 1970s. Κάτι που πέρασε και στη δισκογραφία, με το φημισμένο άσμα "Je T' Aime... Moi Non Plus" (1969).

Η Birkin πέθανε λοιπόν το Σάββατο, στα 76 της. Κι εγώ θυμήθηκα ότι 10 χρόνια πριν, το 2013, τα είχαμε πει (διατηρώντας τον γαλλικό πληθυντικό της ευγενείας) ενόψει των σχεδίων της να έρθει στην Ελλάδα για μια συναυλία, στην οποία θα συνέπραττε μάλιστα επί σκηνής με τη Δήμητρα Γαλάνη και με τον Φοίβο Δεληβοριά. 

Η συναυλία αυτή δεν έγινε ποτέ, τελικά, σε εκείνα τα δύσκολα για τον τόπο μας χρόνια, έμεινε όμως η κουβέντα μας. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ ως αποχαιρετισμός, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία απεικονίζει την Jane Birkin με τον Serge Gainsbourg στις Κάννες της Γαλλίας το 1974. Η κάτωθι είναι από τα Creative Commons της Wikipedia και χρονολογείται στο 2009.


«Παρακαλώ κανονίστε τη συνέντευξη με την Jane ως αύριο, καθώς είναι πολύ απασχολημένη όχι μόνο με πρόβες, μα και μ' ένα νέο ντοκιμαντέρ», λέει το μήνυμα που έλαβα από τους συνεργάτες σας. Τι είναι αυτό το ντοκιμαντέρ; Πόσα μπορείτε να μας αποκαλύψετε επί του παρόντος;

Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ γύρω από τη ζωή μου. Στήνεται με τη λογική «μια βραδιά με την Jane Birkin» και θα περιλαμβάνει και το όμορφο κονσέρτο που έδωσα στην Opera Garnier του Μόντε Κάρλο, με καλεσμένους την κόρη μου Charlotte, τον Miossec και τον Abd Al Malik. 

«Γιατί άλλη μία περιοδεία, ακόμα μία συναυλία»; Έτσι αρχίζετε ένα προσωπικό σημείωμα, όπου εξηγείτε γιατί εμπλέκεστε σε ακόμα μία περιοδεία στηριγμένη σε τραγούδια του Serge Gainsbourg. Χρειαζόσασταν να υπάρχει ένα κλικ διαφορετικότητας;

Ήταν απαραίτητο. Και η συνεργασία με τη γιαπωνέζικη ορχήστρα αποδείχθηκε ανέλπιστα επιτυχημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες, στις 6 συναυλίες που δώσαμε εκεί για την επέτειο των 20 χρόνων από τον θάνατο του Serge Gainsbourg. Στα πλαίσια αυτής της σύμπραξης με μουσικούς από διαφορετικά μέρη στήνεται άλλωστε και η εμφάνιση στη χώρα σας. Θέλω να γνωρίσω Έλληνες καλλιτέχνες και να σας φέρω λίγη χαρά, μα και να σας τιμήσω στον ίδιο τον τόπο σας.  

Τόσα χρόνια μετά τον θάνατο του Gainsbourg, έχετε μάθει να συνυπάρχετε με την ιδέα ότι ένας άνθρωπος τόσο σημαντικός για σας δεν βρίσκεται πια στη ζωή; Ή παραμένει κάτι το δύσκολο;

Ξέρω ότι ο Serge έχει πεθάνει... Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι τα πράγματα έχουν αλλιώς, παρά μόνο σε μερικά όνειρα. Όμως κρατάω το γεγονός ότι έγραψε για μένα μερικά από τα πιο όμορφα τραγούδια του –και νιώθω περήφανη που τον ενέπνευσα. Ακόμα κι αν γνωρίζω καλά τον πόνο τον οποίον περιέχουν: τα κατ' εμέ πιο όμορφα τραγούδια, ξέρετε, γράφτηκαν μετά τον χωρισμό μας, επηρεασμένα από το γεγονός... 

Μου έγραφε τραγούδια μέχρι και τον θάνατό του, θυμάμαι ότι Σεπτέμβριο 1990 μπήκαμε στο στούντιο για τον δίσκο Amour Des Faintes και Μάρτιο 1991 πέθανε. Δεν έχω πια άλλον τρόπο να τον ευχαριστώ και να διατηρώ ζωντανά τα τραγούδια του, παρά με το να τα τραγουδώ. 

Ξέρω ότι συνήθως σας ρωτάνε για το "Je T' Aime...Moi Non Plus", αλλά, μιας και τα έχετε πει πια χίλιες φορές, θέλω να μάθω για τον δίσκο Baby Alone In Babylone (1983), καθώς τον θεωρώ μία από τις πιο όμορφες κοινές δουλειές σας. Υπήρξε κάποιος ξεχωριστός σπινθήρας τότε, ίσως λόγω του γεγονότος ότι δουλεύατε ξανά μαζί, αλλά χωρίς πια να είστε ζευγάρι;

Αυτό ακριβώς προσπαθούσα να σας εξηγήσω στην προηγούμενη απάντηση! Μου έγραψε που λέτε το Baby Alone In Babylone περίπου έναν χρόνο αφού τον άφησα. «Serge», του έλεγα, «δεν έπρεπε να το κάνεις», «Je te le dois», μου απαντούσε –σου το χρωστάω. 

Τραγουδήσαμε και οι δύο κλαίγοντας σ' αυτό το άλμπουμ. Έγινε ο πρώτος μου χρυσός δίσκος, κέρδισα και το βραβείο Charles Croix. Έστειλα βέβαια τον Serge να το παραλάβει, ε, χρωστούσα κι εγώ κάτι σε εκείνον...

Επίσης, όταν η συζήτηση πάει στην κινηματογραφική σας καριέρα, οι περισσότεροι αναφέρονται στα Don Juan, Or If Don Juan Were A Woman (1973), Je T' Aime...Moi Non Plus (1976) ή στο Wonderwall (1968). Ποτέ όμως στο Dust της Marion Hänsel (1985), όπου παίξατε καταπληκτικά τη Magda... 

Στενοχωρήθηκα τότε, γιατί ήμουν υποψήφια μαζί με τη Sandrine Bonnaire για το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ της Βενετίας και δεν κέρδισα. Νομίζω ότι το αξίζαμε και οι δύο και για κάποιον μυστηριώδη λόγο εκείνη τη χρονιά δεν δόθηκε τέτοιο βραβείο... 

Θεωρώ πάντως ότι την καλύτερη δουλειά μου στο σινεμά την έκανα στο Dust, καθώς και σε δύο φιλμ του Jacques Doillon, τα La Fille Prodigue (1981) και La Pirate (1984). Περιέργως, είναι τρεις ταινίες που δεν τις δείχνει ποτέ η τηλεόραση, ούτε καν στη μεταμεσονύχτια ζώνη...

Αλήθεια, πώς ήταν να παίζετε δίπλα-δίπλα με τη Bette Davis και τη Maggie Smith, στην εκδοχή του John Guillermin για το Θάνατος Στον Νείλο της Άγκαθα Κρίστι (1978); 

Πολύ διασκεδαστικό! Ήταν μάλιστα μαζί μου και ο Serge στα γυρίσματα, αλλά και ο πατέρας μου. Ερωτεύτηκα το πώς έπαιζε η Maggie, τότε. Θυμάμαι επίσης τι τζέντλεμαν ήταν ο David Niven, αλλά και πόσο χαβαλέ είχε ο Peter Ustinov! 

Μιας και αναφέρατε τον πατέρα σας: έχω την εντύπωση ότι έχετε μιλήσει πολύ στις συνεντεύξεις σας για εκείνον, ενώ θα περίμενε κανείς πως ήταν η μητέρα σας, η ηθοποιός Judy Campbell, που σας επηρέασε περισσότερο. Με τον ίδιο ας πούμε τρόπο με τον οποίον υποθέτω ότι κι εσείς έχετε σταθεί μεγάλη επιρροή για τις δικές σας κόρες –όχι μόνο για τη Charlotte και τη Lou, μα και για την Kate...

Πλέον έχω συνειδητοποιήσει πόσο εμμονική ήμουν με τον πατέρα μου και πόσο άδικο πρέπει να φάνταζε κάτι τέτοιο για τη μητέρα μου... Κι ευχαριστώ τον Θεό που ο μπαμπάς πέθανε έγκαιρα ώστε να μπορέσει εκείνη να υπάρξει ξανά ως Judy Campbell, να κάνει τρία ακόμα σόου, αλλά και να πάει μονάχη της στη Νέα Υόρκη –80 χρονών γυναίκα– να δώσει μια ειδική συναυλία για τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. 

Την πήρα κι εγώ μαζί μου σε κάθε μου περιοδεία, η μαμά ήταν, ξέρετε, γεννημένη ταξιδιώτης. Κι έχοντας πια χάσει κι εγώ τον Serge και με τον Jacques επίσης εκτός εικόνας [σ.σ.: αναφέρεται στον δεύτερο σύζυγό της, τον σκηνοθέτη Jacques Doillon, με τον οποίον χώρισε κατά τη δεκαετία του 1990] μπορέσαμε επιτέλους να ζήσουμε μαζί μερικές περιπέτειες!

Όσον αφορά στις δικές μου κόρες, τώρα, και η Charlotte, αλλά και η Lou με την Kate, έχουν όλες την ίδια απόλυτη αφοσίωση στους πατεράδες τους. Όποτε το βλέπω να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου, ξεροκαταπίνω, θυμάμαι τα δικά μου και λέω από μέσα μου: «ήρθε λοιπόν ο καιρός να τα λουστείς...». Από μια άποψη, βέβαια, είναι θαυμάσιο. 

Σας θαυμάζω που αρνείστε με τόσο πείσμα να δημοσιεύσετε αυτοβιογραφία σε καιρούς κατά τους οποίους όλοι το κάνουν. Είμαι σίγουρος ότι θα πρέπει να σας έχουν κάνει εξαιρετικά γενναιόδωρες προσφορές για να σας πείσουν...

Α, δεν φαντάζεστε... Αλλά δεν έχω καμία τέτοια επιθυμία. Θα προτιμούσα να περάσω τις εμπειρίες μου σε σενάρια για τον κινηματογράφο, ίσως σε ορισμένες ταινίες με αυτοβιογραφικές αναφορές. Σκέφτομαι καμιά φορά, επίσης, μήπως δημοσιεύσω τα ημερολόγια που κρατούσα στα 12 μου. 

Όταν πάω να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο, όμως, πάντα μου δημιουργείται μια εντύπωση ότι δεν είναι ακόμα καιρός. Έχω άλλωστε πει τόσα πολλά στις συνεντεύξεις μου μέσα στα χρόνια… Αισθάνομαι ότι έχω αποκαλύψει πάρα πολλά. Δεν λέω πάντως ότι δεν θα το κάνω και ποτέ, να δημοσιεύσω τελικά μια αυτοβιογραφία. Ίσως έρθει ο καιρός που θα το θελήσω. Ίσως πάλι και όχι.  

Μια ερώτηση ...αυτοβιογραφικού περιεχομένου για το τέλος, λοιπόν! Είναι αλήθεια ότι σας ελκύουν οι άντρες που δεν μπορούν να χορέψουν και ότι αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο για να ερωτευτείτε τον Serge Gainsbourg; 

(γελάει) Ναι, είναι αλήθεια! Με τραβάνε πράγματι οι άντρες που δεν μπορούν να χορέψουν, οι ντροπαλοί, εκείνοι που δεν αντέχουν να βλέπουν το κορμί τους όταν κάθονται στην παραλία. Απλά τους βρίσκω πιο ενδιαφέροντες...



14 Ιουλίου 2023

Release Athens Festival 2016/μέρα 2 - ανταπόκριση (2016)


Εκείνες τις μέρες δεν τα συνήθιζα αυτά, να πάω δηλαδή σε ένα φεστιβάλ μουσικής και να γράψω για μια ολόκληρη συναυλιακή ημέρα. Και δεν τα συνηθίζαμε και γενικά, αφού η νόρμα που είχε επικρατήσει ήταν υπέρ ανταποκρίσεων υπογεγραμμένων από 2-3 συντάκτες. Ώστε να μοιράζονται και οι ώρες, αλλά και οι διαθέσιμες προσκλήσεις, που πάντα είχαν τη σημασία τους για όσους στελέχωσαν τον εγχώριο μουσικό Τύπο.

Τώρα, πια, το κάνω. Και παρά τα χρονάκια που έχω πλέον και τη διαφορετική πρωινή δουλειά (η οποία προβλέπει ξυπνητήρι στις 7παρά), το καταφέρνω –για πόσο ακόμα, θα δείξει. Το έχω κάνει επανειλημμένα για το Release Athens, δηλαδή, ως ανταποκριτής για το Αθηνόραμα. Αλλά τον Ιούνιο του 2016, όταν πήγα στην Πλατεία Νερού για τη 2η μέρα του ίδιου φεστιβάλ, το βρήκα βουνό. Έφταιγε ίσως και το πρόγραμμα, που δεν ήταν της αρεσκείας μου; Πάντως έχω να το λέω από τότε, για τον Parov Stelar. Μερικά πράγματα, αν θέλουμε να είμαστε σωστοί μουσικόφιλοι και ακόμα σωστότεροι επαγγελματίες κριτικοί, υπερβαίνουν τα γούστα. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, καλό είναι να μην λαμβάνει δημόσιο βήμα. Όσο αυστηρό κι αν ακούγεται αυτό. 

Τέλος πάντων, μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Καλά να είμαστε, φίλοι μου, να δώσουμε το παρών και σε μελλοντικά Release Athens. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη φεστιβαλική ημέρα και ανήκουν στον Νίκο Ζαραγκόπουλο


Λίγες φορές έχω χαρεί διοργάνωση τόσο μεγάλης κλίμακας στην Ελλάδα, κάτι που απαιτεί πολλή –και σκληρή– δουλειά, στην οποία αξίζει να πούμε ένα «μπράβο». Τα ωράρια των εμφανίσεων τηρήθηκαν (σημαντικότατο, μιας και καθημερινή σημαίνει ότι μεγάλο μέρος του κόσμου ήταν ξύπνιο από νωρίς το πρωί), στις μπύρες και στις χημικές τουαλέτες δεν υπήρχαν ουρές (γιατί έχουμε ζήσει διάφορα στο παρελθόν, που τα γνωρίζει μόνο η εξοχή της Μαλακάσας) και ο ήχος ήταν τζάμι: δυνατός, μα όχι εκκωφαντικός, ακουγόταν περίφημα όπου κι αν βρισκόσουν, όσο μακριά από τη σκηνή κι αν ήσουν. Μόνο παράπονο, ο καφές. Έναν κρύο φραπέ ψάχνεις ρε παιδιά όταν φτάνεις μες το μεσημέρι σε ένα φεστιβάλ, ούτε τις μπύρες θα αρχίσεις από τις 17.00, ούτε με αναψυκτικό θα τη βγάλεις. 

Τη 2η μέρα του Release Athens 2016 άνοιξαν οι GAD., κάτω από ήλιο που τσουρούφλαγε και μπροστά σε ελάχιστους, οι οποίοι ακροβολίστηκαν όπου υπήρχε ίσκιος, με λίγους θαρραλέους να βάζουν αντιηλιακό και να στήνουν κερκίδα. Το εγχώριο συγκρότημα εμφανίστηκε χωρίς τον κανονικό του μπασίστα Μιχάλη Σεμερτζόγλου (τον αντικατέστησε ένας πιτσιρικάς, επάξια) κι επέδειξε θαυμαστό επαγγελματισμό, παίζοντας σφιχτά και με νεύρο, χωρίς να φανεί αποκαρδιωμένο για την προσέλευση –το σημειώνω, διότι κατά καιρούς έχουν γεμίσει μόνοι τους συναυλιακούς χώρους με σημαντικό μέγεθος. 


Παρά τις προσπάθειές τους, ωστόσο, η εναλλακτικών καταβολών ποπ/ροκ πρότασή τους μάλλον έπεσε στο κενό, καθώς ήχησε παράταιρη με την ώρα, τη ζέστη και την ανάγκη των λιγοστών παρευρισκομένων να ανιχνεύσουν την Πλατεία Νερού και να πουν καμιά κουβέντα. 

Επόμενος στη σειρά ο RSN (κατά κόσμον Άρης Αζιλαζιάν), ο οποίος παρατάχθηκε επί σκηνής με τη συνοδευτική του μπάντα, για ένα set που έδωσε έμφαση στην περσινή του κυκλοφορία, «Analog Memories». Η δική του περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί η αντίστροφη των GAD.: το ανακάτεμα αυτό μεταξύ χιπ χοπ και soul, με τις trip hop αναφορές και τις 1990s καταβολές, ταίριαζε περισσότερο σαν άκουσμα με την περίσταση, ενώ υποστηρίχτηκε και σωστά σαν ζωντανό θέαμα από την κιθάρα του Διονύση Μόρφη και τα πλήκτρα του Δημήτρη Δερμάνη. 


Ωστόσο το υλικό μάλλον πέρασε και δεν ακούμπησε, ενώ η Thaliah στην εμπροσθοφυλακή μπορεί να εντυπωσίασε αρχικά ως φωνή, μα γρήγορα έδειξε ότι υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος μέχρις ότου μπορέσει να σταθεί και ως ερμηνεύτρια. Οι μόνες ενδιαφέρουσες στιγμές προήλθαν έτσι από τη συμμετοχή του BnC, ενός ράπερ ικανότατου τόσο σε flow, όσο και σε χροιά, ο οποίος ανέβαζε πίστα το live όποτε έπαιρνε το μικρόφωνο, σώζοντάς το από την τίμια μετριότητα. 

Κάποια στιγμή, τώρα, θα άξιζε να κάτσουμε κάτω δημοσιογράφοι, διοργανωτές και μουσικοί για να συζητήσουμε –με ανοιχτά χαρτιά– το θέμα «καλοκαιρινά φεστιβάλ». Είμαι διατεθειμένος να δεχτώ, με πλήρη ρεαλισμό, ότι ένας εγχώριος καλλιτέχνης ίσως ωφελείται από το μεγάλο promo που γίνεται για ένα τέτοιο event (οπότε δεν ενδιαφέρεται για την προσέλευση υπό ντάλα ήλιο) ή ότι η διοργάνωση κερδίζει σε credit, παρουσιάζοντας μια ημέρα με όγκο και λίγο ντόπιο χρώμα. Υπάρχει και το θέαμα, όμως, που είναι μονίμως αποκαρδιωτικό και ρουτινιάρικα αναπαράγεται ως τέτοιο σε κάθε σχεδόν ανταπόκριση στον Τύπο. Ο Έλληνας, τέλος πάντων, αρνείται να ακολουθήσει τη φόρμα μιας φεστιβαλικής κουλτούρας που έχει υιοθετηθεί με βάση τη Δυτική εμπειρία. Και δεν πρόκειται να αλλάξει συνήθειες. Υπάρχει λοιπόν όντως νόημα να επιμένουμε σε αυτήν; 

Λίγο πριν ξεκινήσουν οι Chinese Man, πάντως, άρχισε να φτάνει αισθητά περισσότερος κόσμος στην Πλατεία Νερού, ενώ πολλοί σηκώθηκαν πρόθυμα από τους ίσκιους όταν εμφανίστηκαν οι Γάλλοι, δημιουργώντας ένα μικρό πλήθος έμπροσθεν της σκηνής, έτοιμο να υπακούσει στα κελεύσματά τους. Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε η πρώτη μαζικά ενθουσιώδης ανταπόκριση της 2ης μέρας του Release Athens. Και βλέποντάς τη, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ γιατί οι Chinese Man δεν έπαιξαν δεύτεροι στη σειρά του line-up, με δεδομένο ότι πρόκειται για μπάντα που ο νεαρόκοσμος της Αθήνας τιμά σε σημαντικά νούμερα, σε κάθε της επίσκεψη. Θυμηθείτε λ.χ. τι έγινε μόλις πέρυσι στον Βοτανικό.


Διαβάζοντας ωστόσο τα του Βοτανικού, όπως τα κατέγραψε ο φίλος Μιχάλης Τσαντίλας, κάπως δυσκολεύτηκα να τα συσχετίσω με όσα είδα στην Πλατεία Νερού. Ναι, υπήρχαν κι εδώ τα βιντεάκια από πίσω, τα οποία και «νοστίμισαν» το αποτέλεσμα, βάζοντας το οπτικό δίπλα στο ακουστικό. Και πράγματι, όταν οι MCs Taiwan & Youthstar αναλάμβαναν την εμπροσθοφυλακή, κάτι κουνιόταν, αφού από όλο το χαρμάνι των 3 «Κινέζων» (High Ku, Sly & Ze Matteo) το χιπ χοπ στοιχείο είναι εκείνο που μάλλον τους πάει περισσότερο. 

Και πάλι, όμως: μιλάμε για κάτι απλά ΟΚ, το οποίο σε συνθήκες ζωντανής παρουσίασης χάνει ακόμα κι αυτό το υπόβαθρο όταν αρχίζει και ξανοίγεται σε λίγο funk, λίγο reggae/dub, λίγο balkan, λίγο όλα-τα-σφάζω-όλα-τα-μαχαιρώνω διαδρομές. Με αποτέλεσμα ένα κατά τη γνώμη μου επιδερμικό και ακαλαίσθητο in-the-mix, που απλά διατηρεί έναν κάποιον/όποιον ρυθμό για όσους είναι σε διάθεση να ρολάρουν με οτιδήποτε παραπέμπει σε «λικνίζομαι», έτσι γενικώς και αορίστως. 

Δεν παραβλέπω, ασφαλώς, ότι το κοινό πέρασε καλά με τους Chinese Man. Το έδειξε άλλωστε με τις ιαχές του και με την ενθουσιώδη του συμμετοχή στις χέρια δεξιά/αριστερά προτροπές των Taiwan και Youthstar. Εγώ πάντως, για να την πω ευθαρσώς την αμαρτία μου, έζησα μία από τις πιο υπέροχες στιγμές του όλου event όταν για λίγο απλώθηκε ησυχία μετά το τελευταίο κομμάτι των Γάλλων. 


Την κομβική δεύτερη θέση στο line-up της 2ης ημέρας του Release Athens έφαγαν από τους Chinese Man οι Scott Bradlee's Postmodern Jukebox: μια πολυμελής μπάντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με σκοπό να κάνει την έκπληξη –αποσκοπώντας, ίσως, σε περαιτέρω ερχομούς, τώρα που γυρνάει η ρετρό φάση και η Αθήνα σουινγκάρει; Το βρήκα δικαιολογημένο, λοιπόν, ένα κάποιο τρακ στο ξεκίνημα, που τους ώθησε να προσπαθήσουν να εξερευνήσουν τις διαθέσεις του κοινού με υπερβολικώς οικεία αμερικάνικα κόλπα. Ο κόσμος, πάντως, ανταποκρίθηκε άμεσα και θετικά, δείχνοντας ότι μπορεί να περίμεναν τον Parov Stelar, αλλά θα τους έδιναν την ευκαιρία την οποία ζητούσαν. 

Το πνευματικό αυτό παιδί του 34χρονου Νεοϋορκέζου Scott Bradlee προσφέρει ένα πλήρως ρετρό, αναβιωτικό, παρελθοντολάγνο σόου βασισμένο σε περασμένες δόξες της αμερικάνικης σόου μπιζ: λίγο Andrews Sisters εδώ, λίγο σουίνγκ εκεί, λίγο τζαζ στις ενορχηστρώσεις, λίγη soul με Motown σφραγίδα παρακάτω και τούμπαλιν. Όμως η «ανακαίνιση» είναι προσεγμένη, βασισμένη σε πολύ καλά παιξίματα και σε καλογυμνασμένες φωνές, αρκετές μάλιστα με σημαντική έκταση. Σε πρώτη εντύπωση, λοιπόν, σε πιάνουν.

Αλλά το πρόβλημα βρισκόταν στη διάρκεια. Μόλις έγινε δηλαδή η πρώτη γνωριμία, άρχιζες να παρατηρείς ότι το άψογο προβάρισμα επικρατούσε της ουσίας και ότι πάνω από τη μουσική υψωνόταν το θεατράλε του όλου πράγματος: μια φώτα/κίνηση/πάμε! νοοτροπία, η οποία στόχευε τους γοφούς και τα μάτια σου και μπέρδευε επικίνδυνα το απαραίτητο free your mind (ώστε να μπορεί κι ο ass να follow), με το πάτα-το-οff στο mind, για να μην αρχίσεις να τα βρίσκεις όλα ίδια και να μην αρχίσεις να βαριέσαι ή να επαναστατείς απέναντι σε μελωμένα ξενέρωτες πιανιστικές εκδοχές του "Halo" της Beyoncé ή στην απόφαση της μπάντας να μετατρέψει το βασικό μουσικό θέμα του Πολέμου των Άστρων σε κλαπατσιμπαλέ instrumental, ώστε να χορέψει κλακέτες μία του θιάσου. Τον Πόλεμο των Άστρων, ρε; 


Εκεί γύρω στις 22:30, ήρθε και η ώρα του Parov Stelar. Και δεν πήρε παρά ένα-δυο τραγούδια για να ξεχάσεις τι είχε προηγηθεί, αφού ευθύς εξαρχής η μπάντα του ήχησε μίλια μακριά συγκριτικά με ό,τι είχαμε ακούσει. Την προσέλευση, βέβαια, την περίμενα μεγαλύτερη, με βάση τα όσα λέγονται για το γκελ του Αυστριακού καλλιτέχνη στα καθ' ημάς. Πάντως είχε κόσμο στην Πλατεία Νερού. Δεν ξέρω αν ήταν «όσο πολύ» χρειαζόταν το φεστιβάλ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα πως ο «Στελλάρας» –όπως αποκάλεσε τον Marcus Füreder μια πιτσιρίκα μπροστά μου– απέτυχε να προσελκύσει τους θαυμαστές του σε αυτό το νέο του ελληνικό ραντεβού. 

Κι αν δεν συντονίστηκαν όλοι με το καλημέρα, με το που ακούστηκε το "Clap Your Hands" η Πλατεία Νερού άρχισε μαζικά τον χορό, ο οποίος μπροστά και στα πλάγια θα παρέμενε ξέφρενος μέχρι και το τέλος του set, με τα κορίτσια να ηγούνται και τα αγόρια να ακολουθούν –μέχρι κι ένας μπερδεμένος τύπος με indie βερμούδα και μπλουζάκι Fates Warning πήρε φωτιά σε κάποιο σημείο κι άρχισε να συνοδεύει την καλή του. Τα κάπως ντεμοντέ ηλεκτρονικά όπλιζαν με beats, τα πνευστά επιτίθονταν κατά κύματα με αλάνθαστα ξέφρενη απόδοση υπό τις διαταγές του «λοχαγού» Max The Sax και η Cleo Panther στην αιχμή του δόρατος έδινε τις σουίνγκ προσταγές, επιβλητική από φωνητικής άποψης και άψογη σε στυλ (με τις καπελαδούρες της και τα συναφή). Στη δε setlist χώρεσαν τόσο επιτυχίες σαν το "Booty Swing", όσο και νέα τραγούδια σαν το "Cuba Libre", που έγιναν δεκτά με χειροκροτήματα.  

Η 2η μέρα του Release Athens αποδείχθηκε κομμένη και ραμμένη για ένα κοινό πολυπληθές και νεανικό, το οποίο δηλώνει πιο σοφιστικέ από όσα μπορεί να εκφράσει μια κατάσταση εγχώριας λαϊκής πίστας, μα δεν αποζητά και κάποια ιδιαίτερα στενή σχέση με τη μουσική: κάτι έξω καρδιά να δίνει τον ρυθμό στο φόντο, ώστε να μαζευτούν κεφάλια, να δούμε λίγο κόσμο, να χορέψουμε και (γιατί όχι;) να ανταλλάξουμε και κανά κινητό, είναι αρκετό. Η επιτυχία του Parov Stelar στην Ελλάδα εξηγείται λοιπόν εύκολα, γιατί ήρθε και κούμπωσε με αυτή τη νοοτροπία/ανάγκη σε ένα «σωστό» τάιμινγκ αναβίωσης του swing. 

Από εκεί και πέρα, ξεκινά μια μεγάλη συζήτηση, που δεν είναι επί του παρόντος. Και επειδή ένα μεγάλο καλοκαιρινό φεστιβάλ σαν το Release Athens δεν γίνεται να αδιαφορεί για τα γούστα μιας τόσο μεγάλης μερίδας μουσικόφιλων, αλλά και επειδή γέφυρες μπορούν εν τέλει να στηθούν ακόμα και με σκληροπυρηνικούς σαν κι εμένα, που, σε διόλου «ορθόν» ύφος, διατείνονται ότι όλα «αυτά» είναι μουσικές για φλώρους και για γκόμενες. Γιατί; Γιατί τα απλά και δίχως σημαντικές καλλιτεχνικές περγαμηνές ηλεκτρονικά σουίνγκ του Parov Stelar αποκτούν άλλο νόημα όταν τα βλέπεις ζωντανά, να πετυχαίνουν τέτοια αβίαστη μέθεξη με τόσο πολύ κόσμο. 

Έστω λοιπόν κι αν έχει ξεθωριάσει πια εκείνο το περίφημο «it don't mean a thing if it ain't got that swing» πνεύμα, όπως το δίδαξε μισό (και βάλε) αιώνα πριν ο Duke Ellington, ο Αυστριακός το διατηρεί αν μη τι άλλο ζωντανό. Και επί σκηνής το υπερασπίζεται τόσο άψογα χάρη σε περσόνες σαν την Cleo Panther και τον Max The Sax, ώστε, ακόμα κι αν δεν σε πείσει τελικά να διασκεδάσεις κι εσύ μαζί του, σου αφαιρεί τα περιθώρια να γκρινιάξεις.