Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παυλίδης Παύλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παυλίδης Παύλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25 Μαΐου 2021

Παύλος Παυλίδης - συνέντευξη 2 (2019)


Στο Ηρώδειο αυτό το καλοκαίρι δεν αναμένεται μόνο ο Brian Eno με τον αδερφό του, αλλά και κάποιες εγχώριες συμπράξεις παλαιότερων και νεότερων, που σε πρώτο επίπεδο δημιουργούν μια κάποια ίντριγκα: Λένα Πλάτωνος & Nalyssa Green, ας πούμε (Τετάρτη 14 Ιουλίου)· ή Παύλος Παυλίδης & The Boy (Δευτέρα 12 Ιουλίου).

Κοιτώντας βέβαια πιο διεξοδικά τι ακριβώς εννοείται υπό αυτούς τους τίτλους, η όποια ίντριγκα μάλλον εξανεμίζεται: ουσιαστικά, τα ονόματα που προέρχονται από την ας την πούμε indie έκφραση καλούνται να λειτουργήσουν με τη λογική του «support». Αναλαμβάνουν δηλαδή το «μέρος Α΄» των εν λόγω συναυλιών, με το πρόγραμμα να μην προβλέπει κάποια επί σκηνής συγκατοίκησή τους –αν το κάνουν, θα είναι ως έκπληξη. Πρόκειται για στόχευση που αφορά κυρίως την προπώληση, νομίζω. Για μένα τουλάχιστον, θα είχε περισσότερο νόημα αν οι καλλιτέχνες αυτοί προσπαθούσαν να συμπράξουν.

Nalyssa Green και The Boy θα πορευτούν με τα περσινά τους κεκτημένα, αλλά η Λένα Πλάτωνος έχει φρέσκο δίσκο, ενώ και ο Παύλος Παυλίδης δημοσιοποίησε δύο καινούρια τραγούδια ("Άνοιξη", "Στο Μάτι Του Κυκλώνα"), τα οποία οπτικοποίηθηκαν από τον Βασίλη Κεκάτο σε μια μικρού μήκους ταινία διάρκειας 9 λεπτών: μπορείτε να τη δείτε στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης. Και τα δύο κομμάτια είναι προάγγελος ενός νέου άλμπουμ, που αναμένεται να βγει από τη United We Fly.

Η κινητικότητα αυτή μου έφερε κατά νου τα όσα συνέβησαν όταν ο Παυλίδης έβγαλε το "Ένα Αλλιώτικο Παιδάκι" (2018), με τις παραπομπές στον Ζακ Κωστόπουλο και μία ακόμα ιδιαίτερη οπτικοποίηση (με drag αισθητική), δια χειρός Μαρίνας Δανέζη. Λίγο αργότερα, μάλιστα, δόθηκε και η αφορμή για μια εκ νέου συζήτηση με τον τραγουδοποιό, 11 χρόνια μετά την πρώτη μας κουβέντα (δείτε εδώ). 

Σε αυτή (μεταξύ άλλων) είχαμε την ευκαιρία να θίξουμε και τις αντιδράσεις για την performance κάποιων κοριτσιών από τη Νέα Φιλαδέλφεια στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου 2019, αλλά και τον ντόρο που προξένησε η ταινία Joker του Τοντ Φίλιπς. Το αποτέλεσμα της συνομιλίας μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική προέρχεται από το προαναφερθέν ταινιάκι του Κεκάτου, ενώ η κάτωθι ανήκει στον Θάνο Λαΐνα


Υπάρχει ένα ωραίο, ιντριγκαδόρικο εικαστικό. Το οποίο σε μπλε φόντο αποτελεί εξώφυλλο για το single Η Νέα Βαρβαρότητα/Δεσποινίς (2018) και σε κόκκινο γίνεται αφίσα για τις επικείμενες συναυλίες στο Gagarin. Τι ακριβώς βλέπουμε; 

Η κόκκινη εικόνα που έγινε αφίσα για τη συναυλία στο Gagarin είναι στην ουσία το εξώφυλλο για άλλο ένα single, με δύο καινούρια κομμάτια μας. Θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από την Inner Ear.

Το "Δεσποινίς" ορίστηκε ως προάγγελος ενός νέου δίσκου με τους B-Movies, αλλά μπαίνουμε σιγά-σιγά στο 2020 και δεν έχουμε ακούσει νεότερα. Ανέτρεψε κάτι τα αρχικά σχέδια; Θα είναι το single στο οποίο αναφέρεσαι μια επιπλέον «γεύση» από αυτόν;

Δεν είναι προάγγελος καινούριου δίσκου το single, ούτε θα συμπεριλαμβάνεται στο επόμενο άλμπουμ· το οποίο επρόκειτο όντως να κυκλοφορήσει φέτος, αλλά η κυκλοφορία του αναβάλλεται για το 2021. 

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι θα βγάλουμε την άνοιξη έναν δίσκο με διασκευές από το έργο του Γιάννη Μαρκόπουλου. Η ιδέα ήταν της κόρης του Λέγκας Μαρκοπούλου, λόγω και του ότι ο συνθέτης έγινε φέτος 80 ετών –οπότε έχει και έναν κάπως επετειακό χαρακτήρα. Είμαι πολύ χαρούμενος για όλο αυτό, καθώς είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα με τα οποία έχω ασχοληθεί ποτέ.

Η συνεργασία με τον Γιάννη Αγγελάκα για τη "Νέα Βαρβαρότητα", αλλά και η φετινή με τον ΓΙΑΝ ΒΑΝ για το ΕΡ Κακό Ποίημα, πόσο κρίνεις ότι ενημέρωσαν την οπτική σου πάνω στην τραγουδοποιία; 

Στη "Νέα Βαρβαρότητα" ο Γιάννης δεν είχε κάποια συμμετοχή στη σύνθεση της μουσικής και των στίχων. Του πρότεινα να το πει επειδή αισθάνθηκα ότι ταιριάζει. Περιοδεύαμε εκείνη την εποχή και μαζί, οπότε μας φάνηκε καλή ιδέα. Αντιστοίχως, στον δίσκο του ΓΙΑΝ ΒΑΝ, όταν πήγα να τραγουδήσω, ήταν όλα έτοιμα· οπότε ούτε εγώ συμμετείχα στην κατασκευή των κομματιών. 

Όταν γράφεις τραγούδια, η οπτική σου για την τραγουδοποιία μπορεί να ενημερώνεται από το κάθε άκουσμα. Όπως και η στιχουργική μπορεί να επηρεαστεί από τα πιο παράξενα και άσχετα βιώματα. Τα τραγούδια είναι διάφανοι μηχανισμοί. Ο καθένας μπορεί να κοιτάξει μέσα τους. Τα ωραία τραγούδια είναι συνήθως απλά. Σου δείχνουν ταυτόχρονα και το αίνιγμα και τη λύση.

Την ίδια περίοδο που έγινε το μπαμ με τα Ξύλινα Σπαθιά, στη δεκαετία του 1990, έγινε κι ένα μπαμ με το ελληνικό χιπ χοπ. Και τώρα ζούμε πάλι σε μια περίοδο που το τελευταίο συζητιέται και ακούγεται πολύ, ιδίως από το νεότερο ακροατήριο. Σε ενδιαφέρουν καθόλου αυτές οι ζυμώσεις; Έχεις σκεφτεί να αναζητήσεις κάποια συνεργασία προς τα εκεί; 

Η φόρμα του χιπ χοπ μου είναι οικεία, από την εκκίνηση κιόλας των Ξύλινων Σπαθιών. Έχω λειτουργήσει σαν τραγουδιστής σε αρκετά τραγούδια έτσι, με βάση αυτή τη φόρμα, σε όλους τους δίσκους.

Οι μουσικές ζυμώσεις είναι πάντα ενδιαφέρουσες, όταν γεννούν μια νέα διάσταση· και σίγουρα μπορούν να ανοίγουν καινούριους δρόμους. Χαίρομαι που το χιπ χοπ στην Ελλάδα μεγαλώνει το κοινό του. Κάποια παιδιά λένε την αλήθεια τους μ' έναν αυθεντικό τρόπο και τους επιστρέφεται αγάπη κι εμπιστοσύνη.

Σκουπιδότοποι υπάρχουν σε όλα τα είδη της μουσικής και κυρίως στις λαϊκές φόρμες, όπως είναι το χιπ χοπ –ακριβώς επειδή είναι απλή η φόρμα τους. Όμως η αυθεντική έκφραση πάντα ξεχωρίζει. Και, αργά ή γρήγορα, φαίνεται ποιοι πιάνουν το μικρόφωνο απλά για να πουλήσουν μαγκιά και ποιοι θέλουν να κάνουν τον κόσμο γύρω τους καλύτερο. Ποιοι μας ταξιδεύουν στο βάθος της πραγματικότητας και ποιοι χαλάνε τον κόσμο πλατσουρίζοντας και σκούζοντας στα ρηχά.

Τόσο το "Δεσποινίς", όσο και το "Ένα Αλλιώτικο Παιδάκι", είναι τραγούδια που μπορούμε να τα πούμε «πολιτικά». Όχι όμως με την έννοια που υπήρχε στη Μεταπολίτευση, καθώς νομίζω ότι αφετηρία τους είναι το πώς βιώνεις εσύ προσωπικά διάφορα πράγματα που συμβαίνουν στους δρόμους της σύγχρονής μας Αθήνας. Είναι έτσι; 

Δεν υπάρχει τραγούδι που να μην είναι πολιτικό. Ο τρόπος με τον οποίον κάνουμε ένα κομμάτι, το ύφος μας, η στάση μας απέναντι στον εαυτό μας και τους γύρω μας –ακόμη κι όταν τραγουδάμε τον έρωτά μας ή οποιοδήποτε ταξίδι και πάθος της ψυχής μας– είναι πολιτική πράξη. Αλίμονο αν πρέπει κάποιος να γράψει ένα τραγούδι που να θίγει τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, για να μη θεωρηθεί απολιτίκ ή αδιάφορος. 

Όποτε πληγώνομαι από κάτι που συμβαίνει γύρω μου ή μέσα μου, αντί να μουγκρίσω, προσπαθώ να γράψω ένα τραγούδι. Δεν υποτιμώ τα μουγκρητά. Απλά έτσι λειτουργώ από παιδί, έτσι μου βγαίνει. Ακόμη και η σιωπή πρέπει να είναι σεβαστή ως πολιτική πράξη. Απλά η σιωπή δεν είναι ο τρόπος που επιλέγω. 

Η Μεταπολίτευση ήταν γεμάτη από πολιτικά εμβατήρια, που τα πήρε ο αέρας. Δεν 'κάναν καλύτερο τον κόσμο. Όσα τραγούδια όμως εκείνης της εποχής –είτε «πολιτικά», είτε «ερωτικά»– είχαν μέσα τους αληθινή ποίηση, ταξιδεύουν ακόμη, προστατευμένα από το ίδιο τους το βάρος.

Καθώς γράφω αυτές τις ερωτήσεις, τα social media συζητούν όσα έγιναν στην πρόσφατη παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στη Νέα Φιλαδέλφεια –με τα κορίτσια που διάλεξαν μια διαφορετική κινησιολογία, το κείμενο που δημοσίευσαν και τον βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Μπογδάνο που θέλει να τους κάνει μήνυση, γιατί «υπάρχουν και νόμοι σε αυτήν τη χώρα». Έρχεται λοιπόν στο μυαλό μου μια δήλωσή σου από πρόσφατη συνέντευξη (στη Μαρίτα Αλημίση, για το Luben): «Χρειαζόμαστε μία νεολαία απείθαρχη και ανήσυχη»... 

Αυτά τα κορίτσια τους τρομάζουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο «εχθρό». Έχω γελάσει με την ψυχή μου, κυρίως με τις αναλύσεις περί της «διακηρύξεώς» τους. Αυτόκλητοι δικαστές, που πιστεύουν ότι το υψηλό IQ είναι η ανώτατη αρετή του ανθρώπου, τις κοιτάζουν έντρομοι ακριβώς επειδή η κίνησή τους ήταν απίστευτα έξυπνη. 

Αυτά τα κορίτσια έρχονται από τον ορίζοντα τρεκλίζοντας και σαρκάζουν έναν κόσμο που τρίζει σάπιος. Δεν το έκαναν για να χειροκροτηθούν, ούτε για να ανταμειφθούν. Μου θύμισαν τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη που λέει «ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια, ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα. Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα».

Δικαίωμά τους λοιπόν να παρελάσουν τρεκλίζοντας και χορεύοντας, να σπάσουν την αφύσικη τετραγωνίλα μιας παρέλασης που θυμίζει χούντες και μυρίζει αίμα.

Τι έθνος είναι αυτό, του οποίου τα ιερά και τα όσια κινδυνεύουν από δέκα κορίτσια που χορεύουν; Δεν ξέρω ποια νεολαία έχω κατά νου, όπως λες, αλλά σίγουρα αυτά τα κορίτσια μ' έκαναν λίγο πιο αισιόδοξο και χαρούμενο.

Έχεις πει κατά καιρούς, σε διάφορες συνεντεύξεις, για το πόσο σου αρέσει ο κινηματογράφος. Είδες αλήθεια το Joker του Τοντ Φίλιπς; Έχεις άποψη για τους μύδρους που εξαπέλυσαν ονόματα σαν τον Μάρτιν Σκορσέζε και τον Φράνσις Φορντ Κόπολα; 

Τον είδα τον Joker. Δεν ανήκει στο σινεμά που με συναρπάζει, ούτε και ο ντόρος που προκλήθηκε μου φαίνεται και τόσο ουσιαστικός –αν και είναι σίγουρα εύλογος και αναπόφευκτος για την εποχή στην οποία ζούμε. Συγκλονιστικός βέβαια, όπως πάντα, ο Joaquin Phoenix. Όσο για τις κατηγορίες των συγκεκριμένων σκηνοθετών, αφορούσαν νομίζω τις ταινίες με υπερήρωες γενικότερα, αν δεν κάνω λάθος.

Τέλος, υπάρχει κι ένα βιβλίο στα σκαριά, έτσι δεν είναι; Θα το δούμε να κυκλοφορεί σύντομα ή είναι κάτι σαν εκείνο το Πλοίο Που Όλο Φτάνει;

Ναι, έχεις δίκιο. Είναι σαν «το πλοίο που όλο φτάνει», αλλά τώρα πια είναι πολύ κοντά.



29 Μαρτίου 2021

Παύλος Παυλίδης - συνέντευξη 1 (2008)


Στη δουλειά του μουσικογραφιά, η συνέντευξη είναι λίγο-πολύ ατομική υπόθεση: οι καλλιτέχνες μπορεί να είναι περισσότεροι του ενός, αλλά δημοσιογράφος είναι συνήθως μόνο ένας. 

«Συνήθως», όμως. Γιατί, σπανίως, έχει συμβεί και το αντίστροφο. Είτε ...εκ προμελέτης, όπως π.χ. είχαμε κάνει με τον Διονύση Κοτταρίδη όταν πήγαμε να συναντήσουμε τη Μαρία Φαραντούρη (περισσότερα εδώ), είτε κατά τύχη. Όπως ένα ζεστό μεσημέρι του Ιούλη, πίσω στο 2008.

Ο Παύλος Παυλίδης είχε βγάλει με τους B-Movies το περίφημο (πλέον) ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ στο Θέατρο Απόλλων της Ερμούπολης. Είχαμε κανονίσει λοιπόν να βρεθούμε για καφέ με αυτή την αφορμή, ώστε να στηθεί μια συνέντευξη για το Sonik. Ήταν ωραίες εποχές εκείνες, οι πιο ευτυχισμένες στα χρόνια που υπήρξα επαγγελματίας μουσικοδημοσιογράφος και κριτικός: είχα γραφείο στη Μπλε Πολυκατοικία στα Εξάρχεια, ενώ η Κρίση που διέλυσε τον χώρο μας ήταν ακόμα κάτι που κανείς δεν υποψιαζόταν. Το δε ραντεβού με τον Παυλίδη δεν γινόταν να είναι πιο άνετο, αφού είχε κανονιστεί για ...απέναντι –στο Βοξ, το οποίο ακόμα λειτουργούσε τότε ως καφέ. 

Καθώς λοιπόν συζητούσα με τη Ρουμπίνη Διαμαντόπουλου, την αρχισυντάκτρια τότε του Sonik, κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες για το μάκρος και την παράδοση της συνέντευξης, ο Στυλιανός Τζιρίτας –που επίσης βρισκόταν στο γραφείο δουλεύοντας– πρότεινε να έρθει κι αυτός στην κουβέντα με τον Παυλίδη. Η Ρουμπίνη δεν είχε κανένα πρόβλημα, οπότε πήγαμε πράγματι παρέα, βρήκαμε και τον Παυλίδη ευδιάθετο και κύλησαν όλα μια χαρά. Η συζήτησή μας, μάλιστα, δεν εξαντλήθηκε στα της ηχογράφησης στη Σύρο: επεκτάθηκε και γενικότερα στο τι γινόταν τότε στο ελληνικό τραγούδι, καθώς και στις rock μα και χιπ χοπ εκφάνσεις της εγχώριας δημιουργίας, ενώ ο Παυλίδης θυμήθηκε και το καφενείο της Θεσσαλονίκης όπου ξεκίνησε να πρωτοπαίζει. 

Εκείνη η συνέντευξη τυπώθηκε λοιπόν για το τότε Sonik και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ –για πρώτη φορά στο ίντερνετ– με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αφορμή, η χθεσινοβραδινή live streaming συναυλία του Παυλίδη στο Principal της Θεσσαλονίκης (με μόνους συνοδούς τον Φώτη Σιώτα και τον Δημήτρη Τσεκούρα), την οποία παρακολούθησε από ό,τι φαίνεται κάμποσος κόσμος, επιβεβαιώνοντας πως παραμένει ένας από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες έξω από την κυρίως σφαίρα του εγχώριου mainstream.

Χρόνια αργότερα θα ξανασυναντιόμασταν με τον Παυλίδη, για μία ακόμα κουβέντα. Όμως αυτή είναι αντικείμενο μιας άλλης ανάρτησης.

* η κάτωθι φωτογραφία, από ζωντανή εμφάνιση του Παύλου Παυλίδη, ανήκει στον Θάνο Λαΐνα


Πόσο γνώριμη σου ήταν η Σύρος, πριν πας εκεί για τις δύο συναυλίες στο Θέατρο Απόλλων;

Τη Σύρο την έβλεπα από το καράβι κάθε φορά που πήγαινα στην Αμοργό, ήταν μία από τις στάσεις. Περίπου δύο εβδομάδες πριν τις συναυλίες πήγα λοιπόν εκεί, ώστε να δω τον χώρο. Δεν το περίμενα ότι θα ήταν τόσο ωραίος, είναι κάτι το εκπληκτικό. Πήγα ως απλός επισκέπτης και αφού είδα το θέατρο ρώτησα αν γίνονται και συναυλίες σε αυτό. Μου απάντησαν ότι είναι κλεισμένο για όλο τον Μάρτιο και ότι στις 22 θα έπαιζε κάποιος Παυλίδης! (γέλια εκατέρωθεν) 

Αλλά και το νησί γενικά ήταν ωραίο, είχε έναν αέρα που τον ήθελα. Από τη μία δηλαδή σκέφτεσαι τον Μάρκο και τους Μικρασιάτες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί, από την άλλη η αρχιτεκτονική σου θυμίζει Ιόνιο και Φράγκους.

Πέρα από όμορφο, πόσο λειτουργικό βρήκες τελικά το θέατρο Απόλλων για τις ανάγκες μιας συναυλίας;

Εμένα το Απόλλων μου έδωσε την αίσθηση ότι είναι περισσότερο ένας χώρος φτιαγμένος για μουσική, παρά για θέατρο. Δεν ξέρω βέβαια πόσα γκάζια μπορεί να αναπτύξει κανείς παίζοντας σε αυτό και πώς θα ακουγόταν κάτι τέτοιο, αλλά εμείς έτσι κι αλλιώς δεν πήγαμε εκεί με τέτοιους σκοπούς. Γι' αυτό που θέλαμε να κάνουμε, αποδείχθηκε πολύ κατάλληλος χώρος.

Ακούγεσαι πολύ ευχαριστημένος...

Ναι, γιατί, πέρα από τον χώρο, έγινε και πολύ καλή δουλειά από τους ηχολήπτες: πρόκειται για ανθρώπους που θαυμάζω. Δουλέψαμε 40-45 άτομα συνολικά και δεν ακούστηκε ούτε ένα παράπονο, ούτε καν από όσους ήρθαν ως εκεί χωρίς ουσιαστικά να έχουν ιδέα για το τι είναι αυτό στο οποίο θα λάμβαναν μέρος. 

Σημαντικός παράγοντας, πάντως, είναι και η γενναιοδωρία της Archangel, γιατί κάλυψε τα έξοδα τόσων ανθρώπων για τις πέντε συνολικά μέρες που μείναμε στη Σύρο. Το live στο Απόλλων δεν είχε καμία σχέση με τη λογική άρπα-κόλλα που όλοι ξέρουμε πως λίγο-πολύ επικρατεί στον τρόπο με τον οποίον γίνονται οι συναυλίες: πάμε να κάνουμε μια βραδιά, στην Αθήνα που θα έχει και κόσμο, άντε να έχουμε κι ένα φορτηγάκι.

Συμμερίζεσαι επομένως την άποψη που θέλει την Archangel να λειτουργεί με διαφορετική λογική σε σχέση με άλλες εταιρείες; 

Θεωρώ ότι η Archangel δεν λειτουργεί με τον τρόπο που συνήθως λειτουργούν άλλες ανεξάρτητες εταιρείες στην Ελλάδα. Πρώτα-πρώτα, δεν τους διακρίνει καμία μιζέρια. Και η γενναιοδωρία την οποία ανέφερα πριν πως δείχνουν, νομίζω ότι τους επιστρέφεται. Στη δική μου περίπτωση, ας πούμε, κάποιοι φίλοι λένε ότι με το Live Στο Απόλλων έκανα το καλύτερο best of της πορείας μου, συνάμα όμως είναι κι ένας δίσκος ο οποίος δείχνει να τα πηγαίνει πολύ καλά και εμπορικά: ήδη έχουν γίνει περίπου 5.000 παραγγελίες.

Το Live Στο Απόλλων περιέχει κομμάτια από τις προσωπικές σου δουλειές, τραγούδια από την περίοδο των Ξύλινων Σπαθιών, αλλά και καινούργιο υλικό. Με τι λογική επέλεξες την track list που ακούμε;

Προσωπικά, κάποια κομμάτια που τελικά μπήκανε στο CD, εγώ δεν θα τα έβαζα. Αλλά κατάλαβα στη διαδικασία ότι δεν έπρεπε να κάνω αυτό που άρεσε σε μένα απόλυτα. Γιατί, ας πούμε, δεν ήθελα να βάλω το “Φωτιά Στο Λιμάνι” –με τη λογική πως είναι ένα τραγούδι παλιό, το οποίο το έχω πλέον χορτάσει. Αρκετοί όμως θεωρούσαν τη συγκεκριμένη εκτέλεση καταπληκτική. 

Τα νέα τραγούδια που ακούσαμε, είναι πρόγευση κάποιας καινούριας δουλειάς;

Ναι, ετοιμάζω καινούρια δουλειά. Για την ώρα δουλεύω τα τραγούδια στο λάπτοπ.

Τον Οκτώβριο, εντωμεταξύ, θα βγει κι ένα DVD από τις παραστάσεις στη Σύρο. Εκεί θα υπάρχει και υλικό το οποίο δεν ακούμε στο CD;

Ναι, γιατί καθώς το φτιάχναμε είδα ότι τραγούδια που δεν είχαν μπει στο CD δεν γινόταν να μην υπάρχουν στο DVD. Κι αυτό επειδή είναι πολύ διαφορετικό να βλέπεις ένα συγκρότημα να παίζει κάτι στη σκηνή, από το να ακούς απλώς τι παίζει το συγκεκριμένο συγκρότημα. Σε ορισμένα κομμάτια σε παρασέρνει απλώς η εικόνα –έχει βέβαια γίνει και καλή δουλειά σε επίπεδο κινηματογράφησης και μοντάζ. Και καλό θα ήταν τέτοιες παραστάσεις να βοηθιούνται και από τους δήμους: ήμασταν ολομόναχοι, πληρώσαμε τα πάντα από την τσέπη μας, ενώ ήταν μια πολύ μεγάλη παραγωγή για επαρχιακή πόλη και ειδικά για νησί. 

Μη φανταστείτε ότι έχω κάποιο παράπονο, το θέτω σε ένα επίπεδο ότι θα άξιζε τον κόπο να συμμετέχουν. Και ελπίζω όταν δούνε το DVD να το καταλάβουν. Για μένα το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην περίπτωση Χρήστου Ζαχόπουλου είναι αυτό που συνέβη φέτος, ότι δηλαδή, ακριβώς επειδή ξεμπροστιάστηκαν όσοι έκλεβαν τα λεφτά, όλοι περίμεναν ότι θα μοιράζονταν επιτέλους και θα άνοιγαν οι συναυλίες με τους δήμους. Αντί γι' αυτό, φέτος είναι που δεν έδωσαν απολύτως τίποτα. 

Για εσένα ειδικά, ως δημιουργό απέναντι στο υλικό σου, τι σηματοδότησε το live στη Σύρο;

Πρώτα-πρώτα, ξαναγάπησα κάποια από τα τραγούδια. Όμως το πιο βασικό από όλα ήταν ότι το live στήθηκε έτσι ώστε η φωνή να είναι μπροστά και τα λόγια να είναι τα κυρίαρχα –κι αυτό μου άρεσε πολύ. Πιστεύω ότι φέτος δοκιμάστηκα ως τραγουδιστής περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά. Θυμάμαι π.χ. ότι, επί χρόνια όταν παίζαμε με τα Σπαθιά, χρειαζόταν περισσότερο να φωνάξω ώστε να ακούω ο ίδιος τη φωνή μου. Χρειάζεται επομένως να έχεις τον κατάλληλο χώρο για να αναπτυχθούν οι δυναμικές του ακουστικού σχήματος και να δουλευτεί η φωνή. 

Βασικά στη Σύρο χρησιμοποίησα το σχήμα των έξι ατόμων που είχα δοκιμάσει επί περίπου 1,5 μήνα στον Σταυρό του Νότου στην Αθήνα, το οποίο την τελευταία στιγμή έγινε δεκαμελές. Και τόση ώρα μπορεί να ευλογούμε τα γένια μας και να λέμε τι καλή δουλειά κάναμε, αλλά ήταν απλώς απίστευτο το πώς τα ίδια παιδιά με τα οποία ρίχναμε πολύ γέλιο στα καμαρίνια στάθηκαν μετά με τόση υπευθυνότητα πάνω στη σκηνή. Έβγαινα καμιά φορά από τα καμαρίνια επίτηδες για να μπορέσω να θυμηθώ τι είχαμε έρθει να κάνουμε στη Σύρο!

Ο κόσμος φαίνεται να το εισέπραξε κι αυτός πολύ καλά, σαν εμπειρία. Μάλιστα διαβάσαμε και ακούσαμε για άτομα τα οποία ήρθαν στο live χωρίς να ξέρουν κάτι για εσένα και έφυγαν ενθουσιασμένοι. Το βίωσες εσύ κάτι τέτοιο παίζοντας;

Ναι, ήταν παράξενη η εικόνα. Από τη μία υπήρχαν κάποια νέα παιδιά τα οποία ξεκίνησαν από την Αθήνα ειδικά για τις συναυλίες και από την άλλη έβλεπες στο κοινό ανθρώπους που ήσουν σίγουρος ότι αποκλείεται να ήξεραν το “Καράβι”, ίσως ούτε καν τον “Βασιλιά Της Σκόνης” ή το “Λιωμένο Παγωτό”. Όπως ας πούμε ορισμένα πολύ νέα παιδιά ή κάποιες κυρίες σίγουρα στα 50 τους, ίσως και παραπάνω. 

Πάντως, αισθάνθηκα καταπληκτικά απέναντι σε ένα τέτοιο κοινό, το οποίο μάλιστα συμπεριφέρθηκε και άψογα. Αν προσέξατε στον δίσκο, ακούγεται λες και ηχογραφούσαμε σε στούντιο. Κατά τη διάρκεια της παράστασης δεν έβηξε ούτε ένας άνθρωπος! Είχαμε βέβαια και καταπληκτικούς ηχολήπτες, όπως είπα και πιο πριν. Νομίζω πως αυτός ο δίσκος ακούγεται καλύτερα από κάθε άλλον δίσκο μου, παρ' όλο που είναι live.  

Πόσο πιστεύεις αλλάζει ένα τραγούδι σου, όταν παίζεται ζωντανά και ειδικά από ένα συγκρότημα;

Μπορεί να αλλάξει και σε μεγάλο βαθμό. Για μένα, το πρώτο μεγάλο σχολείο πάνω σε αυτό ήταν ένα καφενείο στη Θεσσαλονίκη, όπου πρωτοξεκίνησα να παίζω με δύο κιθάρες κι ένα κρουστό. Είναι ένα καφενείο με ευρωπαϊκό αέρα –θυμίζει κάτι από Πράγα– το οποίο σε όλη τη διάρκεια της μέρας είναι κανονικό καφενείο, με παππούδες να παίζουν τάβλι και να πίνουν τον καφέ τους. Και ερχόμενος γύρω στις 9 το βράδυ, οπότε αρχίζει το soundcheck, επικρατεί ένα διαφορετικό κλίμα: μετατρέπεται σε live χώρο. 

Έπαιζα σε αυτό το καφενείο κάθε Τρίτη κι ακόμα παίζω –κάνω ένα μικρό διάλειμμα λόγω καλοκαιριού και θα ξαναπάω. Εκεί πρωτοσυνειδητοποίησα λοιπόν πόσο μπορεί να αλλάξει ένα τραγούδι ζωντανά. Όταν ειδικά το παίζεται από μια ομάδα, ένα συγκρότημα, κάποια σχεδόν τα χάνεις, γίνονται κάτι άλλο. Καμιά φορά, επίσης, οι μπάντες βρίσκονται σε ένα σημείο της πορείας τους, οπότε σπρώχνουν κάθε κομμάτι προς ένα συγκεκριμένο ύφος. Κάτι που δυναμώνει κάποια, μα αδικεί κάποια άλλα. Ακόμα και σπουδαίοι παραγωγοί το παραδέχονται αυτό, μιλώντας για κατά τα άλλα άψογα άλμπουμ. 

Πού νιώθεις πιο απελευθερωμένος δουλεύοντας; Στο στούντιο ή στη σκηνή;

Στο στούντιο έχεις τη δυνατότητα της επανάληψης. Κι έχεις ίσως και την εντύπωση ότι τελειοποιείς κάτι. Ως τραγουδιστής, όμως, δοκιμάζεσαι πάντα στη σκηνή, τελικά. Και το Απόλλων στην Ερμούπολη μου παρείχε μια ατμόσφαιρα κατάλληλη για να τραγουδήσω όπως θα ήθελα να τραγουδούσα και σε ένα στούντιο. 

Στο CD ακούγεσαι πράγματι πιο εσωτερικός από κάθε άλλη φορά σε επίπεδο ερμηνείας, σαν να αναζητούσες να φτάσεις σε κάποιο μεγαλύτερο βάθος από ότι μέχρι τώρα...

Το ήθελα αυτό. Ήθελα έναν καθαρό live δίσκο. Και ήξερα ότι το θέμα δεν βρισκόταν στο να εξωτερικεύσω το αίσθημα, αλλά στο να το ελέγξω και να το ισορροπήσω. Γιατί σε ένα live εκτίθεσαι στην παρόρμηση της στιγμής και δεν μπορείς βέβαια να κάνεις διορθώσεις.  

Παρακολουθείς αλήθεια τα αγγλόφωνα συγκροτήματα, τα οποία ξεφυτρώνουν πια σαν τα μανιτάρια;

Δεν έχω τον χρόνο να τα ακούσω όλα, για να έχω μια καλή, συνολική εικόνα. Ασφαλώς έχω ακούσει πολύ ωραία πράγματα –και όχι μόνο από αθηναϊκά ή από θεσσαλονικιώτικα γκρουπ. Οι Raining Pleasure, για παράδειγμα, είναι ένα στ' αλήθεια ενδιαφέρον συγκρότημα και μου αρέσει που δουλεύουν και με ξένους συνεργάτες, όπως στο τελευταίο τους άλμπουμ. Αλλά και η Μόνικα μου φάνηκε ενδιαφέρουσα. Προσωπικά, πάντως, διψάω να ακούσω ανάλογες παραγωγές και ενορχηστρώσεις με αυτές που τόσο καλά κάνουν διάφορες αγγλόφωνες μπάντες, με ελληνικό στίχο». 

Το ελληνόφωνο rock δείχνει να έχει υποχωρήσει δραματικά. Γιατί συνέβη αυτό, όπως το βλέπεις εσύ;

Καλά να πάθει το ελληνόφωνο rock. Έμεινε στάσιμο, η αισθητική του είναι πολύ ξεπερασμένη και, όπως και να το κάνουμε, όλοι πρέπει να καταλάβουμε ότι το ελληνόφωνο έχει σχέση με τον ελληνικό στίχο. Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία το τι λες, πολύ μεγαλύτερη από όταν γράφεις στα αγγλικά. Ο λόγος κατέχει δηλαδή κυρίαρχη θέση και από αυτόν πρέπει να ξεκινάμε. 

Δεν υποστηρίζω βέβαια ότι πρέπει να ακούμε ποιήματα, έχει όμως σημασία το ύφος και ο τρόπος στο ταξίδι που θα πας. Πλέον οι πιο ενδιαφέροντες στίχοι βρίσκονται για μένα στο χιπ χοπ. Όχι ότι έχει εμφανιστεί κάτι το συγκλονιστικό στο ελληνόφωνο χιπ χοπ, πάντως εκεί βλέπω πια να υπάρχει ζωή και δυναμική. Αν και είναι θλιβερό το πόσο έχουν κρατήσει ως επιρροή από τους Αμερικάνους τη ψευτομαγκιά. Έχω βαρεθεί να τους ακούω να κορδώνονται σαν κοκοράκια. Συχνά, αντί να ασχολούνται με τα όσα χάλια συμβαίνουν γύρω μας, ασχολούνται με το ποιος είναι ο πιο μάγκας.

Παρακολουθείς άλλα πράγματα από ελληνική μουσική;

Εδώ και αρκετό καιρό, το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου μου το περνάω σε ένα χωράφι δίπλα στη θάλασσα: έχω κληρονομήσει κάτι ωραίες ελιές και τις προσέχω. Ας πούμε ότι κάνω τεράστιες διακοπές! Εκεί λοιπόν έχω ένα τρανζιστοράκι και συχνά ανοίγω το ραδιόφωνο και το αφήνω. Έχω βέβαια το καταφύγιο του Τρίτου Προγράμματος, όπου επιστρέφω όταν δεν βρίσκω κάτι άλλο να ακούσω. 

Πάντως αυτό που ακούω από το ελληνικό τραγούδι δεν το διακρίνει τίποτα το πρωτότυπο. Με την εξαίρεση λίγων πραγμάτων, όπως π.χ. του Γιάννη Αγγελάκα, του Θανάση Παπακωνσταντίνου ή του Σωκράτη Μάλαμα, ο οποίος πάντα, ό,τι και να κάνει, έχει αυτή την τρομακτική σπίθα. Άκουσα κι ένα νέο pop κομμάτι των Ενδελέχεια, συμπαθητικό ήταν, μα δεν νομίζω πως θα αλλάξει κιόλας την πραγματικότητα. 

Κατά τα άλλα μιζερεύω και βαριέμαι με τα όσα ακούω. Ειδικά στο έντεχνο, βλέπω να κρύβονται όλοι πίσω από μια κακοχωνεμένη Ανατολή κι έναν αμανέ. Είναι από τις λίγες φορές που δεν μου μυρίζει τίποτα το καινούριο να έρχεται. Είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που πήγα στη Σύρο, ώστε να θυμηθώ λίγο και το Δυτικό τοπίο και δουλειές σαν το Χαμόγελο Της Τζοκόντα του Μάνου Χατζιδάκι –που, αν και δίσκος μιξαρισμένος στη Νέα Υόρκη από τον Quincy Jones, είναι ελληνικότατος.