31 Δεκεμβρίου 2021

Jan Garbarek - συνέντευξη (2011)


Μεγάλος μάστορας εκείνου του ήχου μεταξύ τζαζ και σύγχρονης λόγιας έκφρασης, που εν καιρώ ταυτίσαμε με τις παραγωγές της ECM.

Μέσα στο 2021, ο Νορβηγός σαξοφωνίστας ήταν να εκμεταλλευτεί τη δειλή επανέναρξη των συναυλιών για να έρθει για μία ακόμα φορά στην Ελλάδα –το Σάββατο 3 Ιουλίου, στο Ηρώδειο. Όπου και θα έπαιζε πλαισιωμένος από πιάνο (Rainer Brüninghaus), μπάσο (Yuri Daniel) και κρουστά (Trilok Gurtu). Ωστόσο το live δεν μπόρεσε τελικά να γίνει και μετρήθηκε στις ακυρώσεις της χρονιάς, η οποία παρέμεινε δύσκολη σε επίπεδο κορωνοϊού, μέχρι και το φινάλε της.

Με αυτή την αφορμή, πάντως, θυμήθηκα ότι πριν 10 χρόνια είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω μαζί του. Ετοίμαζε και τότε βαλίτσες για Αθήνα, καθώς περιόδευε για τον δίσκο Officium Novum (2010), ο οποίος αποτελούσε συνέχεια του εμβληματικού Officium με τους Hilliard Ensemble (1994).

Στη συζήτηση αυτή ο Jan Garbarek έκανε σαφές ότι δεν θεωρεί πως παίζει τζαζ, αλλά κάτι διαφορετικό, το οποίο ξεκίνησε χρονικά μετά το τελευταίο επεισόδιο αυτής, τη free jazz. Υπήρξαν όμως και πιο ...αναπάντεχα σημεία, στα οποία θυμήθηκε π.χ. την αγάπη που είχε προς τον Elvis Presley πριν κολλήσει με τον John Coltrane και το σαξόφωνο.

Το κείμενο που προέκυψε από εκείνη τη συνομιλία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Περίπου 15 χρόνια χωρίζουν το Officium και το πρόσφατό σας Officium Novum. Διαφοροποιήθηκε σε κάτι ο τρόπος με τον οποίον στήσατε την ηχογράφηση με τους Hilliard Ensemble, με δεδομένο ότι το σκηνικό παρέμεινε το ίδιο –το μοναστήρι του St. Gerold στην Αυστρία;

Διαφοροποιήθηκε, κάτι που έχει να κάνει κυρίως με τις αλλαγές στα μηχανήματα. Παλιά χρειαζόσουν ένα τεράστιο λεωφορείο για να κουβαλήσεις όλα όσα απαιτούσε μια τέτοια ηχογράφηση. Πλέον όλα είναι μικρότερα σε μέγεθος και πιο βολικά στη μετακίνηση. 

Αλλά μια τέτοια μεταβολή δεν έχει να κάνει μόνο με ζητήματα ευκολίας ή μεγέθους. Τότε ήξερες ότι μπορείς να έχεις μία μόνο ηχογράφηση. Κι αυτό δημιουργούσε πίεση στους μουσικούς, η οποία μπορεί να ήταν για καλό, μπορεί όμως και όχι. Τώρα ηχογραφήσαμε με την ησυχία μας πέντε κονσέρτα στο St. Gerold και μετά διαλέξαμε εκείνο που θεωρούσαμε καλύτερο για να δισκογραφηθεί.

Τι χρειάζεται πρωτίστως το σαξόφωνό σας, ως ηχητικό περιβάλλον, ώστε να λειτουργήσει σωστά;

Χρειάζεται ρυθμό, συγχορδίες και μελωδία. Μου αρέσει να αφήνω τις συγχορδίες στο πιάνο και τον ρυθμό στο μπάσο και στα τύμπανα και να αναλαμβάνω τη μελωδία. Για μένα είναι ένας κλασικός συνδυασμός. Βέβαια, για χρόνια είχα κιθάρα στα συγκροτήματά μου αντί για πιάνο, καθώς ένιωθα ότι μου άφηνε ένα πιο ανοιχτό πεδίο και ότι είναι ένα πιο ευέλικτο μουσικό όργανο. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι, κάθε φορά που καθόμουν να φτιάξω κάτι καινούριο, ξεκινούσα καθισμένος σε ένα πιάνο.

Ως προς τα τύμπανα, μιας και τα αναφέρατε: στην Αθήνα θα σας δούμε με τον Trilok Gurtu, αντί για τον συνεργάτη σας τα τελευταία χρόνια Manu Katché, έτσι δεν είναι;

Υπήρξα πολύ τυχερός με τον Manu, γιατί εμφανίστηκε σε ένα σημείο που είχα μείνει δίχως ντράμερ. Είναι όμως διαφορετική υπόθεση η ηχογράφηση από μια περιοδεία. Ζήτησα ασφαλώς από τον Manu να συμμετάσχει και στις συναυλίες, όμως μπορούσε σε κάποιες και σε κάποιες όχι –και έτσι ήρθε ο Trilok να καλύψει αυτά τα κενά. 

Νομίζω ότι οι δυο τους έχουν μοιραστεί τις συναυλίες των τελευταίων 2 χρόνων σε ένα ποσοστό 50-50. Πρόκειται για δύο αρκετά διαφορετικούς μουσικούς. Προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες, έχουν ο καθένας άλλη προσέγγιση στα τύμπανα, άλλη αυτοπειθαρχία και βέβαια διαφορετική προσωπικότητα. Με θεωρώ τυχερό που τους έχω συνεργάτες. Έχω αντλήσει πολλά μαθήματα εναλλάσσοντάς τους στις περιοδείες.

Μου δίνετε την εντύπωση ότι ο ρυθμός παίζει για σας κυρίαρχο ρόλο...

Ο ρυθμός πυροδοτεί τη δημιουργικότητά μου. Στις συναυλίες μπορώ να βγάζω μελωδίες για ώρες, αν κάποιος μου δώσει κατάλληλο ρυθμό. Για μένα αυτοσχεδιασμός σημαίνει παραγωγή μελωδιών, πιστεύω όμως ότι κάθε μελωδία πρέπει να σχηματοποιείται από τον ρυθμό. Αν έχω λοιπόν έναν καλό ρυθμό –με το «καλό» εννοώ κάτι που να το βρίσκω ενδιαφέρον και να αισθάνομαι άνετα μαζί του– αισθάνομαι ότι μπορώ πολύ εύκολα να φτάσω κατόπιν σε μια όμορφη μελωδία.

Όταν όμως μετέχετε σε ένα πλαίσιο όπου γύρω από το κομμάτι του αυτοσχεδιασμού σας ορθώνονται δεδομένες ενορχηστρώσεις και συνθετικές οδηγίες, αισθάνεστε να καταπιέζεστε;

Το αντίθετο! Κάτι τέτοιο μπορεί να σου δώσει τελικά ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία. Θυμάμαι ότι πρώτη φορά το συνειδητοποίησα παίζοντας με τον George Russell, ο οποίος μου έδωσε μονάχα δύο νότες και μου είπε ότι, για 5 λεπτά, πρέπει να παίζω μονάχα αυτές. Δεν το περίμενα, αλλά αποδείχθηκε τρομακτική απελευθέρωση. Με δίδαξε ότι οι περιορισμοί μπορούν να δώσουν απροσδόκητη ώθηση στη δημιουργικότητα ενός μουσικού.

Η μουσική σας ανήκει σε εκείνο το λεγόμενο και «τελευταίο κεφάλαιο» της τζαζ, τη δημιουργική 
μουσική. Όμως για εσάς τι ακριβώς σημαίνει τζαζ;

Για εμένα, η τζαζ έχει ως αφετηρία τον Louis Armstrong και ο κύκλος της κλείνει κάπου στα μέσα της δεκαετίας της 1960, με τη free jazz. Τα όσα συμβαίνουν από εκεί και πέρα, είναι κατά τη γνώμη μου κάτι διαφορετικό, ακόμα κι αν κάποια στοιχεία έχουν αναντίρρητα τζαζ προέλευση. 

Για μένα, δηλαδή, τζαζ θα είναι πάντα ο Armstrong, ο Duke Ellington, ο Oscar Peterson, ο Dexter Gordon ή ο Miles Davis με τον John Coltrane στα πρώτα τους έργα. Αυτοί οι δύο, όμως, πήγαν το πράγμα πολύ πιο πέρα από ό,τι εγώ θεωρώ ως τζαζ –από ένα σημείο της καριέρας τους κι έπειτα. 

Ίσως άλλοι να έχουν διαφορετικό κριτήριο κατηγοριοποίησης και ορισμού, εγώ πάντως δεν θεωρώ ότι κάνω τζαζ, παρότι έχω ακούσει και έχω παίξει πολλή τζαζ.

Όμως, οι πιο καθοριστικές στιγμές στην ενεργοποίησή σας ως μουσικού δεν οφείλονται στην τζαζ; Και φαντάζομαι ότι δεν ήταν το πρώτο είδος μουσικής με το οποίο ήρθατε σε επαφή...

Ως πιο καθοριστική στιγμή θεωρώ την πρώτη φορά που άκουσα Coltrane στο ραδιόφωνο –ήταν το "Countdown", από το Giant Steps (1960). Ως τότε μου άρεσαν πράγματα με τα οποία μπορούσες να χορέψεις με τα κορίτσια ή κάποιοι δίσκοι του Elvis Presley, έκτοτε όμως η κατάσταση σοβάρεψε. Άκουγα το Giant Steps κάθε μέρα για 2 χρόνια πριν φύγω για το σχολείο και πίεζα τους γονείς μου να μου πάρουν ένα σαξόφωνο, πράγμα που κατάφερα μετά από περίπου 6 μήνες!

Έχει συχνά γραφτεί τι σημαίνετε για την ECM, όμως τι σημαίνει για εσάς η ECM;

Η ECM είναι ο οίκος όπου ανδρώθηκα ως μουσικός. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που γνωρίστηκα με τον Manfred Eicher, ήταν όταν περιόδευα με το σεξτέτο του George Russell στην Ιταλία. Είχα ακούσει ότι σχεδίαζε να φτιάξει μια εταιρεία και τον προσέγγισα μήπως ήθελε να κυκλοφορήσει κάποιες ηχογραφήσεις τις οποίες είχαμε κάνει τότε. Μου είπε όχι, ήθελε να κάνει τους δικούς του δίσκους. Κατάλαβα άμεσα ότι ήταν άνθρωπος που θα με καλούσε εκείνος αν ήθελε να συνεργαστούμε. Και, όντως, κάποιους μήνες μετά έλαβα γράμμα του, στο οποίο μου ζητούσε να φτιάξω ένα συγκρότημα, να βρω ένα στούντιο στο Όσλο και να έρθει να ηχογραφήσουμε έναν δίσκο. Έτσι κι έγινε.

Τι κάνει τον Eicher έναν τόσο επιτυχημένο παραγωγό, κατά την άποψή σας;

Ο Eicher είναι απόλυτα δοσμένος στη διαδικασία της ηχογράφησης. Αν ξέρει ότι κάπου υπάρχει μια δυναμική, θα τη βγάλει, δεν υπάρχει περίπτωση. Προσωπικά αισθάνομαι ότι μπορώ να βασιστώ πάνω του κι έτσι ακούω πάντα με προσοχή τη γνώμη του, ακόμα και για το μικρότερο πράγμα. Ξέρω ότι θα ακούσω κάτι συγκροτημένο, από το οποίο θα ωφεληθώ. Συχνά έχει έρθει με ιδέες που δεν έχω ακούσει ούτε από έμπειρους μουσικούς και μου έχει δώσει έμπνευση για νέα πράγματα. Ταυτόχρονα, ποτέ δεν με έκανε να νιώσω ότι είχα χάσει κάποιο τμήμα της δημιουργικής μου ελευθερίας.



30 Δεκεμβρίου 2021

Νίκος Πορτοκάλογλου - συνέντευξη (2012)


Μέσα στο 2021 ξαναβρεθήκαμε με τον Νίκο Πορτοκάλογλου για μια πλούσια κουβέντα, για λογαριασμό του Αθηνοράματος. Και σκέφτηκα ότι πάλι μέσα σε δύσκολες συνθήκες έλαχε να τα πούμε.

Τώρα, δηλαδή, ήταν η όλη αναζωπύρωση της αβεβαιότητας γύρω από τον κορωνοϊό –η οποία είχε τίμημα και για τον ίδιο, υποχρεώνοντάς τον να σταματήσει τις νέες του παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Το 2012, από την άλλη, ήταν η μαυρίλα της οικονομικής Κρίσης και των μνημονίων. Τότε είχαμε συναντηθεί στο σπίτι του, τώρα μιλήσαμε αναγκαστικά μέσω Skype. 

Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αλλάζει το βασικό: ο Νίκος Πορτοκάλογλου είναι καλός συζητητής, ένας άνθρωπος που πάντα έχει να σου πει πολλά και ενδιαφέροντα. 

Η νέα συνέντευξη έδωσε βέβαια και την αφορμή για μια αναδρομή στην παλιότερη συζήτηση. Η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Τριάντα χρόνια πριν κυκλοφόρησε ένας μαύρος δίσκος, στο εξώφυλλο του οποίου απεικονιζόταν ένα κορίτσι με φερετζέ. Πολλά γράφτηκαν έκτοτε για το ντεμπούτο των Φατμέ. Με ποια λόγια θα τον συστήνατε εσείς σήμερα, σε έναν νεότερο ακροατή που δεν έζησε εκείνα τα χρόνια;

Ήταν ο πρώτος δίσκος ενός γκρουπ εικοσάρηδων από τη Νέα Σμύρνη. Τέσσερις συμμαθητές από την Ευαγγελική Σχολή, οι οποίοι αισθανόντουσαν πως το πιο φυσικό πράγμα που μπορούσαν να κάνουν στην Αθήνα των 1980s ήταν να παίξουν ...ανατολίτικο πανκ! 

Προσπαθούσαμε να συνθέσουμε τον ηλεκτρισμό της Δύσης με τη μυστηριώδη και λάγνα Ανατολή. Την εκρηκτική new wave σκηνή της εποχής με τη μαγκιά και την ευγένεια του λαϊκού τραγουδιού. Όπως όλες οι τολμηρές συνθέσεις, όσες βγάζουν τη γλώσσα στα στερεότυπα, η δουλειά μας συνάντησε πολλή καχυποψία: και από τους ροκάδες και από τους λαϊκούς. Αλλά βρήκε και πολλή αγάπη και υποστήριξη. 

Εκτός δηλαδή από το αγγλοσαξονικό ρεπερτόριο, εσείς ακούγατε και λαϊκά. Μάλλον παραμένει κάτι παρεξηγήσιμο από όσους αγαπούν το ροκ, ακόμα και σήμερα...

Είναι ένα κόστος που πληρώνει όποιος θέλει πάνω απ' όλα να μένει πιστός στον εαυτό του και όχι στον κάθε στενοκέφαλο οπαδό. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, πάντως, δεν έχω πια καμιά αμφιβολία πως αξίζει τον κόπο.

Γιατί πιστεύετε ο λαός μας έχει τόση δυσκολία στο να κρατάει το παρελθόν του και ταυτόχρονα να γίνεται μοντέρνος;

Γιατί είναι τρομερά δύσκολο. Αυτό συνήθως το καταφέρνουν κάποιοι καλλιτέχνες-ιδιοφυΐες και παρασύρουν μετά και τους υπόλοιπους. Το έκανε ο Βασίλης Τσιτσάνης, το έκανε ο Μάνος Χατζιδάκις, το έκανε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Για μας τους νεότερους θα μιλήσουν οι επόμενοι...
 
Τριάντα χρόνια μετά, γιορτάζετε την επέτειο του ξεκινήματός σας με την κυκλοφορία ενός διπλού δίσκου. Αλλά γιατί λέγεται Ίσως; Γιατί αυτό το επίρρημα αμφιβολίας;

Αισθάνομαι πως ζούμε σε μια αβέβαιη και μεταβατική εποχή, όπου όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Πιστεύω ότι είναι μια πολύ σκληρή αλλά και πολύ δημιουργική φάση, αν δεν κολλήσουμε βέβαια στην κλάψα και στην αδράνεια. Είναι στο χέρι μας: «Ίσως μια μέρα να πάμε πιο πέρα/πιο πέρα απ' τη νύχτα/μέχρι την αυγή...».

Με ποια λογική επιλέξατε τους συμμετέχοντες στο δεύτερο CD, όσους ανέλαβαν τις διασκευές στο παλιότερο υλικό; Τους γνωρίζατε προσωπικά ως συνεργάτες ή θέλατε να συγκεντρώσετε την αφρόκρεμα από τους πιο προβεβλημένους εκπροσώπους της νεότερης γενιάς;

Δεν ανέλαβαν οι καλεσμένοι τις διασκευές: οι περισσότερες έγιναν από μένα και τη μπάντα μου και κάποιες σε συνεργασία με τον κάθε καλεσμένο. Η ιδέα ήταν ότι γιορτάζω τα 30 μου χρόνια στο τραγούδι ηχογραφώντας 10 καινούρια και 10 παλιότερα τραγούδια σε νέες εκτελέσεις. 

Τα γενέθλια αυτά τα είδα σαν μια αφορμή για να γνωρίσω τους νέους συναδέλφους μου, τραγουδοποιούς και τραγουδιστές. Να τους γνωρίσω όχι μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, αλλά με τον πιο ουσιαστικό τρόπο που μπορούν να γνωριστούν δυο μουσικοί: παίζοντας, αυτοσχεδιάζοντας και (τελικά) ηχογραφώντας μαζί.

Παρατηρώ ότι οι προσκεκλημένοι σας ανήκουν όλοι στους ελληνόφωνους ερμηνευτές ή τραγουδοποιούς. Καλέσατε και αγγλόφωνους ή θεωρείτε ότι δεν έχετε κοινές ανησυχίες με τέτοιους δημιουργούς; Αν θυμάμαι καλά, σε παλιότερη συνέντευξή σας είχατε δηλώσει ότι αυτό με το αγγλόφωνο τραγούδι «δεν πάει πουθενά, είναι σαν να προσπαθείς να κρύψεις ότι είσαι από χωριό»...

Ένα από τα οφέλη της τραγουδοποιίας (και της τέχνης γενικότερα) είναι ότι σε βοηθά να συμφιλιωθείς με την καταγωγή σου, με τους προγόνους σου. Και τελικά, αν τα καταφέρεις, με τον εαυτό σου. Να φτάσεις δηλαδή να είσαι περήφανος για το χωριό σου, που είναι νομίζω ο μόνος δρόμος για να γίνεις γνήσιος κοσμοπολίτης, πολίτης του κόσμου. Αλλιώς, όσες γλώσσες και να μιλάς, παραμένεις επαρχιώτης.

Παίξατε ζωντανά στο στούντιο, με όλη τη μπάντα και τους καλεσμένους μαζί –όπως ηχογραφήθηκαν και οι αγαπημένοι σας δίσκοι της δεκαετίας του 1960. Ποιοι έχουν αυτή την ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας;

Όλοι οι Beatles και οι Rolling Stones, όλος ο Bob Dylan, ο Leonard Cohen, ο Neil Young και τόσοι άλλοι από τη ροκ σκηνή. Τα άπαντα του Βασίλη Τσιτσάνη και του Άκη Πάνου. Ο Miles Davies, o Antônio Carlos Jobim, o Morricone, o Caetano Veloso. Υπέροχες, φευγάτες μουσικές από διάφορα πλάτη και μήκη του πλανήτη.

Στο σημείωμά σας για το Ίσως, γράφετε για την αρχή και το φινάλε του μεγάλου πάρτι (έχετε κι ένα νέο τραγούδι ονόματι "Το Πάρτι Τελειώνει"). Για τη διάψευση και το κενό, αλλά και για την «ανομολόγητη χαρά» για το τέλος της φούσκας. Για εσάς πότε ακριβώς ξεκινά η διάψευση; Βρεθήκατε ποτέ να παρασύρεστε από αυτήν;

Τι να πεις τώρα για ένα τέτοιο θέμα, χωρίς να περιαυτολογήσεις; Πως ήσουνα με τους καλούς και όχι με τους κακούς; Ότι δούλευες σκληρά και πλήρωνες φόρους; Και ποιος να σε πιστέψει, μέσα σ' αυτό το κλίμα καχυποψίας και διχασμού; 

Γι' αυτό το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι όλοι ζήσαμε μέσα στη φούσκα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Τώρα, όμως, άλλοι θρηνούν για το τέλος του πάρτυ και άλλοι βλέπουν σ' αυτό το τέλος τη μόνη ελπίδα για μια νέα αρχή. Εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία.

Αν και είστε καλλιτέχνης της Universal, σε λίγες μέρες θα εμφανιστείτε στα πλαίσια του φετινού Ark. Τι σημαίνει για εσάς το συγκεκριμένο φεστιβάλ;

Η δισκογραφική εταιρεία δεν έχει καμία σχέση με τις συναυλίες μου. Το  Ark Festival –όπως και το River Party στο Νεστόριο– είναι ένα είδος γιορτής όπου συναντιόμαστε μεταξύ μας, η οικογένεια των μουσικών. Και ο κόσμος το απολαμβάνει. 

Στην εποχή μας τα φεστιβάλ είναι μια δυναμική λύση για να ενισχυθεί η μουσική σκηνή και να δει ο κόσμος πολλούς καλλιτέχνες μαζί, με χαμηλό εισιτήριο. Ελπίζω να πολλαπλασιαστούν σε όλη την Ελλάδα.

Σε περίπου έναν μήνα από τώρα, ο Φοίβος γιορτάζει στο Ο.Α.Κ.Α. 20 χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσιάζει το Άξιον Εστί στο Ηρώδειο. Υφίσταται για εσάς ξεκάθαρη επιλογή για το πού θα έπρεπε να πάει κανείς;

Κοιτάξτε, το ένα είναι το σάουντρακ της μεγάλης φούσκας που λέγαμε προηγουμένως. Και το άλλο, φοβάμαι, ένα ακόμα μνημόσυνο για τη δεκαετία του 1960. Να αναπολήσουμε τα περασμένα μεγαλεία δηλαδή, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Σ' αυτή τη φάση, είναι το τελευταίο πράγμα που μου χρειάζεται.



29 Δεκεμβρίου 2021

Νίκος Πορτοκάλογλου & Λαυρέντης Μαχαιρίτσας: «Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά» - ανταπόκριση (2018)


Θυμάμαι ότι ήμουν πολύ κουρασμένος στις μέρες γύρω από την 1η Δεκέμβρη του 2018, που είχα κανονίσει να πάω στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο να δω την παράσταση Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά την οποία παρουσίαζαν εκεί ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Πέρασε δηλαδή από το μυαλό μου να το ακυρώσω, αλλά ευτυχώς τέτοια πράγματα δεν είναι της ιδιοσυγκρασίας μου.

Τρεις Δεκέμβρηδες μετά, καθώς γράφω αυτά τα εισαγωγικά, στέκομαι ανακουφισμένος στη λέξη «ευτυχώς». Γιατί εκείνη η περίσταση έμελλε να είναι και η τελευταία φορά που θα έβλεπα τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα πάνω στη σκηνή. Σε μια απροσδόκητη μα επιτυχημένη συνεργασία με τον Πορτοκάλογλου, αλλά και σε μια βραδιά που είχε το επιπλέον έξτρα της Αφροδίτης Μάνου, η οποία έδωσε το παρών ως Επισκέπτρια. Έχει απογοητεύσει με πολλά τελευταία, το γνωρίζω. Όμως το καλλιτεχνικό της έργο είναι σημαντικό.

Όχι πως δεν είχα τις ενστάσεις μου για όσα είδα. Κάποιες αφορούν μάλιστα και τη Μάνου, όπως και τις Μιρέλα Πάχου & Αγάπη Διαγγελάκη, οι οποίες είχαν μεγαλύτερο ρόλο στο πρόγραμμα. Όμως, αν μου έμεινε κάτι σαν «απόσταγμα», ήταν ότι το βρήκαν το «μαζί» τους ο Πορτοκάλογλου με τον Μαχαιρίτσα –και ήταν και ουσιαστικό.

Η κάτωθι ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αφορμή στάθηκαν οι φετινές εμφανίσεις του Νίκου Πορτοκάλογλου στο Γυάλινο με την παράσταση Ένα Φως Αναμμένο, οι οποίες τερματίστηκαν άδοξα πριν λίγες μέρες, λόγω της υγειονομικής συνθήκης που επέβαλλε η μεγάλη διάδοση της μετάλλαξης Όμικρον του covid-19. Μια γνώμη γι' αυτές πρόλαβε πάντως να δημοσιευτεί στα πλαίσια της συνεργασίας μου με το Αθηνόραμα (εδώ).

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Είναι εύστοχος ο τρόπος με τον οποίον συστήνουν αυτές τις κοινές τους παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα: Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά

Μια φράση με κυριολεκτική διάσταση, αλλά και μεταφορική διάθεση. Βεβαίως, πρόκειται για τραγούδι του Πορτοκάλογλου, από το Παιχνίδια Με Τον Διάβολο του 1999 –ένα από τα (λίγα) σπουδαία άλμπουμ του κινήματος που οι θιασώτες είπαν «ελληνικό ροκ» και οι αντίπερα ονόμασαν «ελληνόφωνο ροκ» (συχνά για να το ξεχωρίζουν από το δικό τους, το αγγλόφωνο, που το θεωρούσαν κάτι σαν το θείο βρέφος). Την ίδια όμως στιγμή μοιάζει σαν να ψάχνουν οι δύο συντελεστές και για έναν απολογισμό του τι έγινε και τι έμεινε σε περίπου 40 χρόνια καριέρας, στα οποία κινήθηκαν σε βίους παράλληλους. 

Ασφαλώς, όταν ψάχνεις «Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά», υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μη βρεις παρά κάρβουνα ή να πρέπει να τρέξεις με ένα σίδερο να τη σκαλίσεις αυτή τη φωτιά, ώστε να μη σου σβήσει. Είναι μια παράμετρος που πιστεύω δεν έχει ξεφύγει από τους κακεντρεχείς επικριτές του Νίκου Πορτοκάλογλου και του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Όσους εδώ και χρόνια τους φορτώνουν το προπατορικό αμάρτημα της σύμπλευσης ροκ και έντεχνου, που μετέτρεψε το πρώτο σε συνιστώσα του δεύτερου –μια υπόθεση που αξίζει ίσως να τη συζητήσουμε, αν και όχι με τέτοιους όρους. Είμαι πάντως εξίσου σίγουρος ότι, τόσο ο Πορτοκάλογλου, όσο και ο Μαχαιρίτσας, γνωρίζουν καλά την «προίκα» τους. Διαφορετικά δεν θα έστηναν ένα τόσο πλούσιο και συμπαγές πρόγραμμα. 


Γιατί αυτή ακριβώς είναι η κυρίαρχη αίσθηση, όταν φτάνει η ώρα της καληνύχτας στο Γυάλινο. Ότι είδες ένα σφιχτό, επιμελώς φιλοτεχνημένο πρόγραμμα. Το οποίο λειτουργεί συνολικά και όχι αποσπασματικά, έχοντας μεν τα πιο πάνω και τα λίγο πιο κάτω του, μα χωρίς ποτέ να εντοπίζεται σημαίνουσα «κοιλιά». Και δεν είναι τόσο εύκολο όσο ίσως υποθέτει κανείς, γιατί Πορτοκάλογλου και Μαχαιρίτσας ανεβαίνουν στη σκηνή γύρω στις 23.00 και το λήγουν περίπου 3 παρά το πρωί. Η διάρκεια λοιπόν, είναι μεγάλη. Και, πέραν του θεσμού του Επισκέπτη που έχουν ορίσει –οι χειμερινές σκηνές της Αθήνας βρίσκονται μάλλον στον αστερισμό της Ταράτσας του Φοίβου– δεν υπάρχει άλλο τρικ, ούτε κάποιο ξόρκι. Παρά μόνο τα τραγούδια τους.  

Και είναι πραγματικά πολλά τα ωραία τραγούδια που έχουν γράψει και ο ένας και ο άλλος· και με τα συγκροτήματά τους –Τερμίτες ο Μαχαιρίτσας (PLJ Band στο ξεκίνημα), Φατμέ ο Πορτοκάλογλου– και μόνοι τους. Παρά τις τόσες ώρες διάρκεια, αν το σκεφτόσουν στο φινάλε, όλο και κάτι εντόπιζες που έλειψε. Ως εκ τούτου, δεν ξέρω τι νόημα μπορεί στ' αλήθεια να έχει για μια ανταπόκριση η εκτενής αναφορά του «τι παίχτηκε». Κάποια πιο μαζικά hits κρατήθηκαν για την τελική ευθεία της βραδιάς ("Ένας Τούρκος Στο Παρίσι", ας πούμε, ή το "Θάλασσά Μου Σκοτεινή"), μερικά άλλα έγιναν «πακέτο» σε ένα πιο λαϊκό τμήμα του προγράμματος ("Ο Παλιός Στρατιώτης", "Κλείσε Τα Μάτια Σου", "Πεθαίνω Για Σένα", "Πότε Θα Σε Βαρεθώ"), ωστόσο κάθε σχεδόν στιγμή άκουγες κι ένα γνωστό τραγούδι. Ήδη μάλιστα από την έναρξη, η οποία άρχισε με αυτοπεποίθηση, ρίχνοντας νωρίς ακόμα και το υπερατού "Διδυμότειχο Blues".


Από άποψη προσέλευσης, το Γυάλινο γέμισε το Σάββατο 1η του Δεκέμβρη (2η μέρα του προγράμματος). Με κόσμο βέβαια αισθητά μεγάλο από άποψη ηλικιών. Παράμετρος κρίσιμη για το πώς νοεί την «επιτυχία» μια μουσική σκηνή εν έτει 2018, όχι όμως ελπιδοφόρα για το πού γενικώς πάει το πράγμα –και ίσως «βόμβα» όσον αφορά τη μακροημέρευση του όποιου σχήματος, στον όποιον χώρο. Γενικώς, πάντως, ήταν κοινό που έπιανε με θέρμη ό,τι πάσα δινόταν από τη σκηνή για τραγούδισμα σε κάποιο γνωστό ρεφρέν, αν και δεν έλειψαν μερικές δύσκολες στιγμές, με τον Μαχαιρίτσα λ.χ. να διασκευάζει θεσπέσια και με λιτή ενορχήστρωση τον "Άμλετ Της Σελήνης" έχοντας δυστυχώς ως «φόντο» τη βαβούρα από τα πίσω τραπέζια.


Αν κάτι δεν πήγε καλά στο πρόγραμμα, ήταν η έναρξη. Παρότι δεν ήταν πρεμιέρα και παρότι παίχτηκαν από την αρχή ορισμένα πολύ γνωστά τραγούδια χωρίς φόβο, το πράγμα δεν φαινόταν να λειτουργεί. Η ορχήστρα έδειχνε φορτωμένη, ο ήχος έβγαινε βουητό, Μαχαιρίτσας και Πορτοκάλογλου έμπαιναν ο ένας στα χωράφια του άλλου, μα δεν συνυπήρχαν: το προαναφερθέν "Διδυμότειχο Blues" στάθηκε η χειρότερη στιγμή της βραδιάς και ήταν κρίμα για το βεληνεκές του. Ωστόσο τα πράγματα δεν άργησαν να στρώσουν. Μόνος του ο Πορτοκάλογλου παρουσίασε στη συνέχεια ένα άμεσα πιο δεμένο αποτέλεσμα, μόνος του ο Μαχαιρίτσας αποδείχθηκε κατόπιν άνετος και ουσιαστικός· όταν ξανάσμιξαν ήταν πλέον όντως «μαζί», μένοντας έτσι ως το τέλος. 


Άνθρωποι με εμπειρία στο να παίζουν με άλλους, ήταν φυσικό ότι Πορτοκάλογλου & Μαχαιρίτσας θα πρόσεχαν ιδιαιτέρως τη συνοδευτική μπάντα. Αλφαβητικά παραθέτοντάς τους, οι Άκης Αμπράζης, Αγάπη Διαγγελάκη, Δημήτρης Καλονάρος, Ηλίας Λαμπρόπουλος, Μιρέλα Πάχου, Φίλιππος Σπυρόπουλος, Steve Tesser & Βύρων Τσουράπης καταγράφηκαν ως μουσικοί ικανοί για ό,τι κλήθηκαν να υπηρετήσουν, παραδίδοντας στιβαρά παιξίματα σε διάφορα σημεία. Έλειψε ίσως από τη γενικότερη ενορχηστρωτική προσέγγιση μια κάπως πιο λοξή ματιά, αλλά κάτι τέτοιο αφορά το «γενικό πρόσταγμα». Και είναι ευθέως ανάλογο, βεβαίως, με το κατά πόσο θα άρεσε στο δεδομένο κοινό –είναι μάλλον πιο σωστό λοιπόν να πω «μου έλειψε», γιατί κατά τα λοιπά ορθώς νομίζω επιλέχθηκε αυτή η ασφαλής οδός πλεύσης.


Η Αγάπη Διαγγελάκη και η Μιρέλα Πάχου είχαν αισθητά μεγαλύτερο ρόλο στο πρόγραμμα, ιδίως η δεύτερη, η οποία και επισήμως μπαίνει ως συμμετέχουσα στη μαρκίζα. Θα ήταν άδικο να τις συμπεριλάβω στα «αρνητικά», γιατί και επαρκέστατες αποδείχθηκαν στα οργανοπαιχτικά τους καθήκοντα και καλές φωνές διαθέτουν. Τους χρειάζονται εντούτοις μερικά «χιλιόμετρα» εμπειρίας ακόμα, καθώς η καλλιφωνία δεν μεταφράστηκε πάντα σε ωραίες ερμηνείες, ενώ υπήρξε κι ένα γενικότερο ζήτημα εύρεσης της θέσης τους επί σκηνής: οι χορευτικές κινήσεις της Διαγγελάκη φάνηκαν κατά τη γνώμη μου άκυρες, όπως και το χαμόγελο στα χείλη της Πάχου, το οποίο έμεινε λ.χ. στη θέση του (ως ένα σημείο της διάρκειας) ακόμα και σε τραγούδια όπου ήταν εντελώς παράταιρο, λόγω του περιεχομένου τους. 

Άφησα για το τέλος την Επισκέπτρια, που σε αυτές τις πρώτες ημερομηνίες είναι η Αφροδίτη Μάνου –έπονται, αργότερα, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας με τον Βαγγέλη Γερμανό. Η Μάνου συμπορεύτηκε πολύ ωραία με τον Μαχαιρίτσα και τον Πορτοκάλογλου, ενώ έδωσε την ευκαιρία να δούμε πώς έχουν φανταστεί οι δυο τους τη λειτουργία του εκάστοτε καλεσμένου στο κοινό τους πρόγραμμα. 


Το έχουν σκεφτεί πράγματι καλά, η δε Μάνου υπήρξε εξαιρετική επιλογή, καθώς είναι τραγουδοποιός με την οποία ταιριάζουν όπως λέμε «τα χνώτα τους». Με αποτέλεσμα να λειτουργήσουν κι εκείνοι άψογα ως συνοδοί της, καθώς μας θύμιζε σπουδαίες στιγμές της δικής της πορείας, όπως τη "Νυχτερινή Εκπομπή", το κηλαηδονικό "Μια Μέρα Μιας Μαίρης" ή το θαυμάσιο (και όχι τόσο γνωστό) "Για Ποια Ελλάδα". Βρίσκεται σε μεγάλα κέφια τελευταία η Μάνου και ίσως είναι καιρός να σκεφτεί σιγά-σιγά τη δική της παράσταση. 

Μόνη ένσταση, ότι συχνά φώναζε. Όπως φώναζε και ο Μαχαιρίτσας σε σημεία των δικών του ερμηνειών, δημιουργώντας αχρείαστους τριγμούς στο ερμηνευτικό οικοδόμημα. Δεν ξέρω αν δεν άκουγαν κάτι καλά ή αν έχουμε περάσει σε μια εποχή όπου οι τραγουδιστές φωνασκούν στα live –όπως παλιότερα φωνασκούσαν οι ηθοποιοί στα τηλεοπτικά σίριαλ. Φοβάμαι ότι συμβαίνει το δεύτερο (υποψιάζομαι μάλιστα και το γιατί). Είναι καιρός να το θέσουμε επιτακτικά επί τάπητος και να το χαρακτηρίσουμε ευθαρσώς ως ακαλαίσθητο. 

Παρά τους παράλληλους βίους τους με εκείνα τα ροκ συγκροτήματα που έπιασαν το ποπ αισθητήριο της δεκαετίας του 1980 και το ξάνοιγμα των σόλο πορειών τους προς τον έντεχνο ήχο από τη δεκαετία του 1990 ως και τις ημέρες μας, είναι αλήθεια ότι Νίκος Πορτοκάλογλου & Λαυρέντης Μαχαιρίτσας δεν εγγράφονταν συνήθως μαζί στη συλλογική μουσικόφιλη συνείδηση. Ίσως να φταίνε και τα πολιτικά γι' αυτό, καθώς αμφότεροι τα συζητάνε με παρρησία από το δημόσιο βήμα τους. Το πρόγραμμα στο Γυάλινο αποδεικνύει πάντως ότι έχουν τελικά περισσότερα κοινά από όσα νομίζαμε. Ίσως και απ' όσα νόμιζαν και οι ίδιοι μέσα στον χρόνο.



27 Δεκεμβρίου 2021

Manilla Road - To Kill A King [δισκοκριτική, 2017]


Διαρκές το ενδιαφέρον μου για τους Manilla Road μέσα στα χρόνια, όπως ξέρουν καλά όσοι με γνωρίζουν προσωπικά ή με παρακολουθούν από τα γραπτά μου.

Κάπου λοιπόν διαολίζομαι που, σε επίπεδο δισκοκριτικής, υπέγραψα μόνο αυτήν στο To Kill A King (2017): ένα άλμπουμ που, κακά τα ψέματα, ήταν απλώς ΟΚ, αναμασώντας τα ίδια και τα ίδια –δίχως αναξιοπρέπεια, αλλά και δίχως αξιοσημείωτη έμπνευση. Και που έμελλε, δυστυχώς, να είναι και η τελευταία τους στούντιο δουλειά, λόγω του θανάτου του «αρχηγού» Mark Shelton.

Τι να κάνουμε, όμως: τους αγαπημένους μας καλλιτέχνες δεν τους στηρίζουμε μόνο στα μεγαλεία, αλλά και στα αδιέξοδά τους. Και δεν γίνεται να χαριζόμαστε τελικά ούτε σε αυτούς, αν θέλουμε να λεγόμαστε (σοβαροί) κριτικοί.

Η κριτική αυτή δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία απεικονίζει τον Mark Shelton live στο Κύτταρο το 2017 και ανήκει στον Θάνο Λαΐνα


Στην Ελλάδα οι μετοχές των Manilla Road έπιασαν ταβάνι μετά την επική συναυλία της Πρωτομαγιάς του 2017, οπότε υπήρξε ανανεωμένο ενδιαφέρον για το φρέσκο άλμπουμ To Kill A King. Όπως και αυξημένες προσδοκίες, σε σύγκριση με την υποδοχή που βρήκαν σε πρόσφατα χρόνια δουλειές σαν το The Blessed Curse (2015) ή το Mysterium (2013).

Ωστόσο θα πρέπει να τονίσουμε εξαρχής ότι ελπίδες για ένα νέο Crystal Logic ή έστω ένα Open The Gates, 30+ χρόνια μετά την καλλιτεχνική ακμή του γκρουπ, είναι φρούδες. Όσο απολαυστικοί κι αν παραμένουν οι Αμερικανοί στο συναυλιακό σανίδι, ο δημιουργικός τους ορίζοντας έχει κλείσει τον κύκλο του: το μανίκι του «αρχηγού» Mark Shelton δεν κρύβει άλλους άσσους. Έτσι, στον νέο δίσκο μπορείς εύκολα να επισημάνεις όλες τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν ανάλογα άλμπουμ βετεράνων, στα οποία πρόταγμα δεν είναι πλέον η αναζήτηση, μα η αξιοπρεπής συντήρηση πραγμάτων κατακτημένων πολλά χρόνια πριν. 

Το κακής αισθητικής εξώφυλλο και η «μυρωδιά» Rainbow στον τίτλο είναι απλώς μερικά πρώτα σημάδια, ότι η μπάντα που φτιάχνει το To Kill A King μένει προσκολλημένη στα παλαιά Ευαγγέλια –τόσο, ώστε ακόμα κι ο Bryan "Hellroadie" Patrick προσπαθεί να προσαρμόσει το τραγούδι του πάνω στο πρότυπο της γερασμένης πια για πολλά φωνής του Shelton. Η χρονική διάρκεια της 1 ώρας (και κάτι) αποδεικνύεται παράλογη, ενώ κάπου στα κλισέ «fight or die» δεύτερα φωνητικά του "In The Arena", στο εξοργιστικά ανακυκλωμένο riff πάνω στο οποίο χτίζεται το "Conqueror" ή στο "The Talisman" (παραλλαγή του "Keepers Of The Devil's Inn" των Hellwell;), νομίζω ότι απογοητεύεται ακόμα και ο πιο ορκισμένος fan. Ποιο το νόημα να βλέπουμε καινούριο άλμπουμ από τους Manilla Road κάθε 2 χρόνια, αντί να μεσολαβεί ένα μακρύτερο διάστημα ωρίμανσης των όποιων κάθε φορά ιδεών;

Ωστόσο το «σκαρί» της μπάντας παραμένει αρκετά γερό και το πλοίο τελικά δεν μπατάρει. Το ομότιτλο "To Kill A King" είναι μια ηλεκτρική σουίτα που, μέσα σε 10 λεπτά, σε πάει αλέ-ρετούρ όλο το ταξίδι από τους Black Sabbath στο «κλαδί» του underground metal το οποίο υπηρέτησαν ονόματα σαν τους Manilla Road στις Η.Π.Α. των αρχών της δεκαετίας του 1980. Στο "In The Wake", το γκρουπ βάζει τα καλά του και σου δείχνει ότι θα ματώσεις, αν υποτιμήσεις το πόσο κοφτερό παραμένει το σπαθί του. Και λίγο πριν το φινάλε, στο "Ghost Warriors", διαφαίνεται κι ένα φλερτ με μια ελαφρώς διαφορετική ηχητική λογική, όπου μπορεί να κρύβεται κάποιος μελλοντικός σπόρος εξερευνήσεων. Χώρια βέβαια το πασιφανές: ότι, παρά τα χρόνια του, ο Shelton παραμένει ένας καταπληκτικός κιθαρίστας. Εύκολα σε κρατάει με τα riffs και με τα σόλο του, αρκεί λίγο να σε πείθει ότι δεν ξεπατικώνει στον αυτόματο κάποια παλαιότερη δόξα. 

Στην τελική σούμα δεν βγαίνεις λοιπόν χαμένος από το To Kill A King, καθώς το ιστορικό συγκρότημα από το Κάνσας βρίσκει τον τρόπο να παραμένει ζωντανό, παλατζάροντας το μούδιασμα που προκαλεί η ευκολία της ανακύκλωσης παρελθόντων μεγαλείων. Τελευταία, ωστόσο, ο θρύλος των Manilla Road έχει κερδίσει και νεότερα αυτιά. Έτσι, ίσως θα έπρεπε να μεριμνήσουν να κερνούν κάτι και προς τα εκεί, πέρα από ιστορία και αυθεντικότητα. Έστω με λιγότερες επαναλήψεις και με ιδέες πιο μεστωμένες συνθετικά και ενορχηστρωτικά. 



21 Δεκεμβρίου 2021

Κώστας Άγας - Κάραβος [δισκοκριτική, 2019]


Όταν κάνεις τη δουλειά του κριτικού ευσυνείδητα και δίχως χοντράδες, κατανοείς κι εσύ –όπως (θα έπρεπε να) κατανοούν και οι κρινόμενοι καλλιτέχνες– ότι δεν γίνεται να αρέσεις σε όλους: ούτε θα συμφωνήσουν άπαντες με τη γνώμη σου, ούτε θα ταιριάξει στον κάθε έναν η ματιά σου, η γραφή σου κτλ. Μοιάζει δεδομένο, ωστόσο δεν είναι. Πρόκειται για κάτι που το μαθαίνεις στην πράξη.

Εκεί που σηκώνεις τα χέρια ψηλά, είναι όταν ανακαλύπτεις καλλιτέχνες οι οποίοι πόσταραν μεν την κριτική σου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –δίχως «μα», ούτε «ου»– ωστόσο σε διέγραψαν λίγο μετά από την ίδια πλατφόρμα. Σκαλίζοντάς το, μάλιστα, ανακαλύπτεις ότι αιτία της διαγραφής στάθηκε η κριτική. Διαβάζοντας δε κάποια από τα δημόσια σχόλια, η έκπληξή σου γίνεται μεγαλύτερη, γιατί κατηγορείσαι για ύποπτη αναπαραγωγή (στα πλαίσια του κειμένου σου) μιας παλιάς ιστορίας με έναν άλλον κριτικό, τη στιγμή που ο καλλιτέχνης τη διηγείται συχνά ο ίδιος, καθώς σχολιάζει εδώ κι εκεί. 

Φυσικά, κατανοείς ότι δεν γίνεται να έχουν ισότιμη ισχύ αυτές οι δύο καταστάσεις: κάτι άλλο έχει μεσολαβήσει μεταξύ της πρώτης και της ύστερης αντίδρασης, με το μυαλό να πηγαίνει σε παρεμβολή δυσαρεστημένων τρίτων προσώπων, με τα νερά των οποίων ίσως επέλεξε να πάει ο καλλιτέχνης; Που ναι, στο κάτω-κάτω μπορεί να είχε και μια εικόνα της δουλειάς του ακόμα πιο θετική από αυτήν που περιέγραψες εσύ, με διάφορες ενστάσεις.

Φαίνεται έτσι να διαμορφώνεται μια διαφορετική υπόθεση, η οποία φέρνει κατά νου εκείνη την περίφημη χατζιδάκειο ρήση για την αντίθετη γνώμη και τα αντίθετα συμφέροντα. Δεν πειράζει, όμως: καλή καρδιά. Το επάγγελμα του κριτικού τα έχει αυτά. Έχει και πολύ χειρότερα, εδώ που τα λέμε. 

Δίχως περαιτέρω σχόλια, να επισημάνω ότι η κριτική για τον Κάραβο του Κώστα Άγα πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές τροποποιήσεις, με αφορμή τη δισκογραφική επιστροφή του Αθηναίου τραγουδοποιού με το άλμπουμ Δύο Κύκλοι Τραγουδιών: Τι Είδες Στο Ταξίδι Σου, Φως Μου; & Έλα, Αγάπη Μου, Να Γράψουμε Τραγούδια. Γιατί συνεχίζουμε να παρακολουθούμε όσους κάνουν κάτι εν δυνάμει ενδιαφέρον, άσχετα με τη δική τους γνώμη για μας. Πόσο μάλλον αν διακινούν τη δουλειά τους χέρι με χέρι, χωρίς το παραμικρό οικονομικό αντίτιμο, επιμένοντας –όπως έχω μάθει– να πληρώνουν κάθε έναν συμμετέχοντα σε αυτήν, κυριολεκτικά από την τσέπη τους.


Βάλε-βγάλε, ο Κώστας Άγας συμπληρώνει 20 χρόνια πορείας στο ελληνικό τραγούδι. Παρά ταύτα, η δουλειά του έχει μείνει στις σκιές: αν και ζούμε, λέγεται, στην Εποχή της Πληροφορίας, ούτε καν το discogs δεν τον αναγνωρίζει ορθώς (τον θέλει Κώστα Αγά, με μόλις ένα άλμπουμ), ενώ οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ του εγχώριου μουσικού Τύπου τον ξέρουμε –αν τον ξέρουμε– ως έναν τραγουδοποιό που κατακεραυνώθηκε πίσω στο 2000 από τον Γιώργο Ε. Παπαδάκη, στο περιοδικό Δίφωνο. Είναι ένα κομβικό σημείο, το οποίο μνημονεύεται συχνά και από τον ίδιο τον Άγα, χωρίς(;) μάλιστα τις συνήθεις πικρίες.

Πλέον, έχουν περάσει 7 χρόνια από τον θάνατο του Παπαδάκη και λείπει αισθητά η ματιά του στο ελληνικό τραγούδι, παρά τη ροπή της προς το ...δηλητηριώδες. Tο κενό μεγαλώνει, μάλιστα, καθώς το προσκήνιο του εγχώριου Τύπου γεμίζει με γραφιάδες λυσσασμένους να μετρηθούν στον φιλικό περίγυρο των καλλιτεχνών που θαυμάζουν. Πάντως, εφόσον το άλμπουμ Κάραβος διατηρεί τον Κώστα Άγα ως έναν από τους πιο do-it-yourself ανθρώπους της ντόπιας δισκογραφίας, έχει νόημα να γυρίσουμε σε εκείνη την κριτική, ώστε να αποστάξουμε ότι το θρυλικό DIY –όση αξία κι αν διατηρεί ως «ήθος» ανεξαρτησίας– δεν αποτελεί διαβατήριο σημαντικότητας. Αντιθέτως, μπορεί να υποκρύπτει μια απέραντη ερασιτεχνικότητα.   

Ο Άγας, βέβαια, δεν έχει στο πλάι του μηχανισμούς του cool ικανούς να τον διαφημίσουν ως κάτι σαν εγχώριο Daniel Johnston (μείον τις ψυχολογικές διαταραχές, προς αποφυγή παρεξηγήσεων): κυριαρχώντας στον Τύπο, τόσο οι παλιοί alternative ταγοί, όσο και οι χίπστερ επίγονοι, διαφυλάττουν τους DIY «τίτλους τιμής» για εκείνους που υπηρετούν τα αγγλοαμερικάνικα πρότυπα, μοιραζόμενοι μια αποστροφή για όσα ντόπια πράγματα δεν ευθυγραμμίζονται με τις ιδέες τους περί Εσπερίας. Παρά ταύτα, ο Αθηναίος τραγουδοποιός επιμένει να φτιάχνει και να διανέμει δωρεάν τη δουλειά του, επωμιζόμενος και τον μόχθο, μα και τα έξοδα της όλης διαδικασίας. Έξωθεν καλή μαρτυρία, μάλιστα, τον φέρει να πληρώνει κάθε συμμετέχοντα, επιδεικνύοντας κάτι αληθινά σπάνιο για τον ελληνικό ορίζοντα. 

Καλά όλα αυτά, θα μου πείτε, αλλά στα επί της ουσίας, συμβαίνει κάτι; 

Συμβαίνει. Έστω κι αν χάνεται η αίσθηση του μέτρου που χρειάζεται κάθε μεγάλος σε διάρκεια δίσκος, με τον Κάραβο να θυσιάζει εδώ κι εκεί τη συνοχή του φιλοξενώντας τραγούδια τα οποία μπορούσαν να λείπουν. Διαπίστωση που κατάντησε κλισέ, αλλά δεν παύει να δείχνει ότι το σπορ του «διπλού άλμπουμ» εμπεριέχει ένα ρίσκο που κανείς δημιουργός δεν πρέπει να παίρνει αβασάνιστα. Το εν λόγω σύνολο θα ανέπνεε περισσότερο δίχως τα 8 άστοχα λεπτά του "Το Γυμνό Κορίτσι Και Ο Δέλφινας", δίχως την αφελή στιχουργία του "Νούφαρο Στο Θερμαϊκό", δίχως την τυποποιημένα γλεντζέδικη αισθητική του "Σ' Ένα Ξεχασμένο Σινεμά". 

Περισσότερη σημασία έχει το ότι ο Άγας διατηρεί μεν την ερασιτεχνικότητα που έβγαλε τον Παπαδάκη από τα ρούχα του, έχοντας κερδίσει, πλέον, σε ραφινάρισμα. Με αποτέλεσμα το υλικό να διαθέτει το δώρο μιας καίριας απλότητας. Επιπλέον, η σταθερότητα του ορίζοντα που τον απασχολεί (το έντεχνο, το ρεμπέτικο, η επαφή με την παράδοση, ο Δυτικός ηλεκτρισμός των 1960s/1970s) τον έχει βοηθήσει να εντρυφήσει στις δομές: τα τραγούδια μπορεί να μην αμφισβητούν την όποια φόρμα επικαλούνται και να μην επιδιώκουν την ανατροπή, μα «εκπέμπουν» μεράκι, το οποίο φτάνει στο αυτί του ακροατή. Έστω κι αν μερικά είχαν θεματικό ενδιαφέρον που δεν υπηρετήθηκε ικανοποιητικά. Τέτοιες περιπτώσεις είναι το "Δραγονήσι" και η "Τριήρης", που όχι μόνο βουλιάζει στα νερά μιας φλύαρης διαπραγμάτευσης, αλλά ωθεί και την καλλίφωνη Τραϊάνα να φωνασκεί αναίτια. 

Οι φωνές τώρα που χρησιμοποίησε ο Άγας ήταν γενικά καλές, αν και σε αρκετές φάνηκε να λείπει το «ψήσιμο». Άλλωστε δεν είναι πάντοτε ζήτημα καλλιφωνίας η ερμηνεία, όπως αποδεικνύεται (και) εδώ, τόσο από τον ίδιο τον δημιουργό, όσο και από τον Γιώργο Ματεντζόγλου –ο οποίος αναδεικνύεται σημειωτέον σε μεγάλο απόντα, καθώς ο θάνατός του διέκοψε μια συνεργασία 19 χρόνων με τον Άγα. Αμφότεροι τραγουδούν από καρδιάς με έναν λιγάκι πρόχειρο μα αποτελεσματικό τρόπο, έστω κι αν ο Άγας θα πρέπει να προσέξει περισσότερο το θέμα των παρατονισμών των λέξεων: συμβαίνει ασφαλώς και σε πιο μεγάλα ονόματα της δισκογραφίας, είναι όμως κάτι που κομματάκι χαλάει τη μυσταγωγία του "Callanish", τραγουδιού που κατά τα λοιπά μοιάζει βγαλμένο από δίσκο του Bob Pegg. 

Κάποιες φωνές, επίσης, επωμίστηκαν πράγματα που δεν αναλογούσαν στις χρωματικές και εκτελεστικές τους δυνάμεις: μου άρεσε ας πούμε πολύ η Νίκη Γλυκή και στο "Ταξίδι Της Παντάνασσας" και στον "Κάραβο" (ένα ωραίο ντουέτο με τον Δημήτρη Φράγκο σε νησιώτικο ύφος), όμως τη βρήκα τυπικώς μελαγχολούσα στο νοσταλγικό "Παλιές Κασέτες Σε Κουτιά", όπου ξεχωρίζει η τρομπέτα του Νίκου Σακελλαράκη. Αναλόγως, η Καλλιόπη Ηλιοπούλου λέει πρόσχαρα το "Τσάρκα Με Τον Κυρ-Αποστόλη", αλλά τραγουδά αστόχως ψηλά στο "Κλαρί Από Βασιλικό", προσπαθώντας ίσως να προοικονομήσει και να παρακολουθήσει τα ηλεκτρικά βολτ της κορύφωσης. Συχνοτικά κάτι συμβαίνει και με την Άννα Μαρία Μεσσάρη στο "Πάτρις Λουμούμπα", εν πολλοίς πάντως το γυρίζει υπέρ της, κάτι που δεν επαναλαμβάνεται στο "Μπροστά Στη Βιτρίνα Καταστήματος Παιχνιδιών"· αν κι εδώ μάλλον φταίει η σύνθεση που την κάνει να «χάνεται» από το ραντάρ. 

Με 27 τραγούδια συν 4 εξόδια οργανικά και 15 συνολικά ερμηνευτές –συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Άγα– μπορείς πάντως να χαθείς κι εσύ σε ένα τέτοιο κουβάρι θετικών και αρνητικών παρατηρήσεων, καταδικάζοντας το κριτικό κείμενο σε απροσπέλαστο. Ας μείνουμε λοιπόν στο δια ταύτα· στο ότι δηλαδή ο Κώστας Άγας ζητάει εδώ (γύρω στη) 1,5 ώρα της προσοχής μας, παρότι ζούμε σε καιρούς που ένας τέτοιος χρόνος λογίζεται ως «πολύς». Γι' αυτό και, με όλες τις αβαρίες στον λογαριασμό, λέει πολλά για τη δουλειά του αν υπάρξει προθυμία και για περαιτέρω ακροάσεις. Πόσο μάλλον αν ορισμένα κομμάτια επιμένουν στη μνήμη μετά από μέρες, ωθώντας την καθημερινότητά σου σε παράδοξα στιγμιότυπα, τύπου να σιγομουρμουράς για του ...Πατρίς Λουμούμπα την ψυχή ενώ χτυπάς τον φραπέ σου. Εκεί είναι όμως που πάντα κερδάει όποιο τραγούδι έχει «το κάτι», ό,τι αναλύσεις κι αν γράψεις.