Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Micus Stephan. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Micus Stephan. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

28 Δεκεμβρίου 2023

Stephan Micus - White Night [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «White Night» του Stephan Micus, ένα από τα ωραιότερα της μακράς και τόσο ιδιαίτερης καριέρας του: μια μουσική τελετουργία με μυστικιστικό χαρακτήρα και υποβλητική πνευματικότητα, ταγμένη στην αληθινή παγκοσμιότητα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δόθηκε στον Τύπο ως promo από την ECM και ανήκει στον René Dalpra


Αν οι περίφημες «λίστες της χρονιάς», στις οποίες επιδίδεται με πάθος ο μουσικός Τύπος, διέθεταν πραγματικό εκτόπισμα και δεν αυτοπεριορίζονταν στο λιβάνισμα συγκεκριμένων αισθητικών προτιμήσεων υπό το πρόσχημα ενός βολικά κατασκευασμένου «πλουραλισμού», τότε οι πύλες τους θα έπρεπε να ανοίγουν διάπλατα (σχεδόν) κάθε που επιστρέφει στη δισκογραφία ο Stephan Micus. 

Δεν συμβαίνει. Παρά ταύτα, ο Γερμανός μουσικός, συνθέτης, τραγουδιστής και οργανοποιός συνεχίζει τα θαυμαστά του ταξίδια. Κι αν το White Night φέρνει κάτι εμφατικά στο προσκήνιο, είναι ότι η γραφή του δεν μοιάζει με τίποτα άλλο (και δεν έμοιαζε ποτέ). 

O τίτλος επεξηγεί κάτι από τη δημιουργική αφετηρία, ενώ την ίδια στιγμή προτρέπει και σε μια συγκεκριμένη προσέγγιση. Ο Micus, δηλαδή, ξεκινά από το φεγγαρόφως, έτσι όπως πέφτει ολόλαμπρο στη σιγαλιά της νύχτας, στις βαθιές εκείνες ώρες όπου «παύει το τριζόνι και αντηχεί μόνο ο κούκος». Ανάλογα, λοιπόν, οφείλει να κινηθεί και η ακρόαση: σαν άλλο νυχτολούλουδο, ο δίσκος ανθίζει στην ησυχία του σκοταδιού και σκορπά καθώς μπαίνει το φως της μέρας και πληθαίνουν οι θόρυβοι της ανθρώπινης παρουσίας. Πρόκειται για μια τελετουργία, στην οποία καλείσαι να κοινωνήσεις την αληθινή παγκοσμιότητα –προσοχή, όχι την παγκοσμιοποίηση– μπαίνοντας από την "Eastern Gate" της έναρξης και βγαίνοντας από τη "Western Gate" του φινάλε.

Ενδιάμεσα, ο Micus σε προσκαλεί να βαδίσεις σε ένα ανεπανάληπτα διαπολιτισμικό συνεχές, όπου παμπάλαιες μνήμες συνασπίζονται για να δημιουργήσουν κάτι νέο, πάντα μέσω ενός απόλυτα προσωπικού φίλτρου. Έτσι, καλίμπες από την υποσαχάρια Αφρική γίνονται σώμα ένα με το αρμένικο duduk, το αιγυπτιακό νέϋ και τα θιβετιανά κύμβαλα, συναντώντας στην πορεία και όργανα που είτε έχει κατασκευάσει ο ίδιος ο Micus, είτε έχει παραγγείλει με τροποποιήσεις –όπως αυτήν π.χ. την καλίμπα με τις μπρούτζινες γλώσσες, η οποία βγάζει έναν ήχο κατά τι πιο «μαλακό». Πού και πού, στη ροή των οργάνων παρεμβαίνει και η φωνή του Micus, ο οποίος τραγουδά σε μια ακατάληπτη, δικής του επινόησης γλώσσα, όντας γήινος και την ίδια στιγμή εντελώς εξώκοσμος ("The Bridge", "The Forest", "Fireflies").

Ωστόσο, ας μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Ο Stephan Micus δεν παίζει world, ούτε και σερβίρει ψήγματά της «μαγειρεμένα» με τρόπο αρεστό σε όσα Δυτικά αφτιά αναζητούν το ελεγχόμενα εξωτικό. Το White Night απηχεί μεν παραδόσεις από διάφορα μέρη της υφηλίου, όμως τις βάζει να συνδιαλεχθούν και να αναζητήσουν αναπάντεχους, πρωτόγνωρους συνδυασμούς, αρθρώνοντας έναν ήχο σημερινό και άκρως υπερ-τοπικό, κινούμενο από το συγκεκριμένο προς το αφηρημένο: ο παγκόσμιος χάρτης του Γερμανού καλλιτέχνη παραδίδεται χωρίς σύνορα, ωθώντας τα Ιμαλάια να έρθουν πλάι στη Γκάνα και τον Καύκασο δίπλα στη Ναμίμπια. Ναι, υπάρχει μια συγγένεια με τις ύστερες αναζητήσεις των Dead Can Dance και με τη δική τους ματιά στην παγκοσμιότητα, όμως είναι απλώς το μόνο παράλληλο που μπορείς να χαράξεις, καθώς υπάρχουν και σημαντικές διαφορές, πέρα από τις ομοιότητες. 

Σκεπτόμενος ότι το "Western Gate" μοιάζει πολύ σε αργό, ηπειρώτικο σκοπό –κι ας μην έχει κάτι το έκδηλα ελληνικό– θυμήθηκα την τηλεφωνική συνομιλία που είχα με τον Micus το 2013, όταν είχε βγάλει το άλμπουμ Panagia. Είχε βασιστεί, τότε, σε βυζαντινούς ύμνους, απλά και μόνο για να καταδείξει πόσο όμοιοι μπορούσαν να ακουστούν με τις γιαπωνέζικες προσευχές στις θηλυκές θεότητες της παραδοσιακής θρησκείας, ενώνοντας, έτσι, τη μεσοβυζαντινή ψαλμωδία με το απωανατολίτικο γιν & γιάνγκ (ολόκληρη η κουβέντα μας είναι εδώ). Και ανέτρεξα και σε προηγούμενες δουλειές, για να επιβεβαιώσω ότι με κάθε του δίσκο σκάβει βαθιά στο υπέδαφος μιας κοινής ανθρώπινης ανάγκης/εμπειρίας πίσω από τη μουσική δημιουργία. Ώστε να εκπέμψει ένα παγκόσμιο μήνυμα, δίχως ποτέ οι δουλειές του να χάνονται στην επανάληψη και στη μονομέρεια, παρά το ενιαίο της αισθητικής τους. 

Το White Night γίνεται, λοιπόν, ένα επιπλέον λιθαράκι σε αυτήν τη διαδρομή: ένας ακόμα εκπληκτικός δίσκος, με πνευματικότητα που πραγματικά σε υποβάλλει. 



13 Αυγούστου 2021

Stephan Micus - συνέντευξη (2013)

Ανάμεσα σε όσους επέστρεψαν φέτος με νέο δίσκο συγκαταλέγεται και ο Stephan Micus. Το Winter's End βγήκε (ως συνήθως) στην ECM και είναι μία ακόμα στιβαρή και ενδιαφέρουσα δουλειά εκ μέρους αυτού του ιδιαίτερου Γερμανού συνθέτη και πολυοργανίστα. Ο οποίος κατάφερε να χτίσει έναν πολύ προσωπικό ήχο, οικοδομώντας πάνω του μια εντυπωσιακή καριέρα 45 χρόνων, που παρέμεινε πάντα σε ένα κάποιο «underground» καθώς ποτέ δεν συνάντησε την όποια εμπορική επιτυχία, μικρή ή μεγάλη.

Αυτή η 45ετία ή και το ίδιο το Winter's End δίνουν ασφαλώς καλές αφορμές για να πούμε περισσότερα περί Stephan Micus, κάτι όμως που αρμόζει περισσότερο στα «προσεχώς» του Mic.gr. 

Το παρόν blog, από την άλλη, βρίσκει καλή ευκαιρία να ανατρέξει σε μια τηλεφωνική συνδιάλεξη από το 2013, όταν ο Micus σήκωσε το σταθερό του στη Μαγιόρκα (εκεί έχει μετακομίσει εδώ και κάμποσα πια χρόνια, εγκαταλείποντας τη γενέτειρα Βαυαρία) ώστε να μιλήσουμε για τον τότε δίσκο του Panagia –ναι, καλά διαβάζετε, Παναγία λέει– ο οποίος θα τον έφερνε για συναυλία στο Διεθνές Φεστιβάλ της Πάτρας. Άλλωστε, μιας και οδεύουμε ολοταχώς για τον φετινό Δεκαπενταύγουστο, η μορφή της Παναγίας λαμβάνει κεντρική σημασία στην εγχώρια επικαιρότητα.

Η κουβέντα μας άγγιξε την άνοιξη στους Παξούς, τις γιαπωνέζικες προσευχές σε παραδοσιακές θηλυκές θεότητες που μπορούν να αντιστοιχηθούν στις δικές μας προς την Παναγία και τα αλογοκούδουνα των Ζανσκάρι. Μιλήσαμε ωστόσο και για το πώς ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και ο Μωαμεθανισμός έχτισαν κουλτούρες που έδωσαν έμφαση στο αρσενικό στοιχείο, διαταράσσοντας τις (εικαζόμενες) προϊστορικές ισορροπίες μεταξύ των δύο φύλων. 

Το κείμενο που προέκυψε από εκείνη τη συζήτηση πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

Σας βρίσκω στη Μαγιόρκα, απολαμβάνετε την άνοιξη στις Βαλεαρίδες;

Είναι εδώ, αλλά δειλά. Υπάρχει ακόμα χιόνι στη Massanella, ενώ το δελτίο καιρού που κοίταξα πριν λίγο λέει ότι έρχεται κακοκαιρία. Η άνοιξη στη Μαγιόρκα είναι ασταθής, σαν να βρίσκεσαι στους Παξούς για να χρησιμοποιήσω ένα ελληνικό παράδειγμα. Πάντως σήμερα είχε μια πολύ όμορφη μέρα, μπόρεσα μάλιστα και κολύμπησα λίγο!

Το νέο σας άλμπουμ, Panagia, συνέπεσε με επετείους: βγήκε κοντά στα 60ά σας γενέθλια και ήταν το 20ό στη συνεργασία σας με την ECM. Το είχατε ως πρόθεση;  

Α, όχι... Ήταν μια τυχερή συγκυρία, τίποτα περισσότερο. Δεν ήξερα πότε ακριβώς θα τελείωνε, το δούλευα αρκετό καιρό. Οπότε είχα κατά νου μόνο ότι θα ήταν όντως το 20ό μου για την ECM.

Όπως φαντάζεστε, για μας τους Έλληνες είχε ξεχωριστό συναισθηματικό ενδιαφέρον, παρότι τελικά η Ελλάδα ήταν ένα μικρό κομμάτι στο παζλ του, έτσι δεν είναι; 

Μικρό, μα με κεντρική σημασία. Γιατί τα βυζαντινά κείμενα αποτέλεσαν την καρδιά του δίσκου και τη βάση για ό,τι έκανα. Ασφαλώς, από εκεί και πέρα, δεν ήθελα αυτοί οι ύμνοι να νοηθούν ως αυστηρά «ελληνικοί» ή «χριστιανικοί». Επιθυμούσα να δείξω το πόσο όμοιοι μπορούν π.χ. να είναι με τις γιαπωνέζικες προσευχές στις θηλυκές θεότητες της παραδοσιακής θρησκείας ή με τις αντίστοιχες αφρικανικές. Το μήνυμα του άλμπουμ είναι παγκόσμιο, όχι τοπικό ή σχετιζόμενο με συγκεκριμένη λατρευτική παράδοση.

Η Παναγία, λοιπόν, ως αφορμή για να φτάσουμε σε μια θεοποιημένη θηλυκή ενέργεια;

Ακριβώς. Νομίζω πως δεν θα βρείτε ούτε έναν πολιτισμό στον πλανήτη δίχως κάποια παράδοση σχετική με έναν υπερβατικό θηλυκό φύλακα. Μπορεί η Μαρία της νότιας Ιταλίας και της Λατινικής Αμερικής να είναι η πιο διάσημη, αλλά ακόμα και στο αυστηρό Ισλάμ υπάρχει η Φάτιμα. 

Ωστόσο η σύλληψη αυτή πάει πολύ πιο πίσω από τον ορίζοντα των τριών μεγάλων θρησκειών, πιο πίσω ακόμα και από την κλασική αρχαιότητα. Θα έλεγα μάλιστα ότι ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ διατάραξαν την ισορροπία μεταξύ των δύο φύλων που φαίνεται ότι χαρακτήριζε τα εκατομμύρια χρόνια της εποχής του Λίθου, δίνοντας κεντρική θέση στο αρσενικό στοιχείο. 

Αντίθετα, στον προϊστορικό κόσμο η γυναίκα έχαιρε τουλάχιστον ισότιμης εκτίμησης λόγω της ικανότητάς της να γεννά, να φέρνει δηλαδή στον κόσμο την καινούργια ζωή την οποία συν-δημιουργούσε με τον άντρα. Γι' αυτό, σε πιο μεταφορικό επίπεδο, οι έννοιες «φύση», «Γη» και «ζωή» έχουν επιβιώσει στις γλώσσες μας ως γένους θηλυκού. Ήθελα λοιπόν με τον δίσκο μου να αναδειχθεί η πιο θηλυκή όψη των πραγμάτων· μια πιο θηλυκή εκδοχή του κόσμου, αν θέλετε. 

Ποιος είναι ο Βασίλης Χατζηβασιλείου, ο οποίος επέλεξε για σας τους βυζαντινούς ύμνους που χρησιμοποιήσατε στο άλμπουμ;

Α, πρόκειται για έναν από τους στενότερους φίλους μου, είχαμε συνεργαστεί και για τον δίσκο Athos (1994). Είναι πια προχωρημένης ηλικίας, ζει στη Θεσσαλονίκη και υπήρξε καθηγητής φιλολογίας σε Γυμνάσιο –νομίζω μάλιστα ότι έγινε τελικά και διευθυντής στο σχολείο όπου δίδασκε. Είναι άνθρωπος με μεγάλη αγάπη για τη μουσική και την ποίηση, είχε κάποτε και δική του ραδιοφωνική εκπομπή.

Αλήθεια, είναι η Panagia μια δισκογραφική συνέχεια του Athos;

Ως κάποιον βαθμό, ναι. Πρώτα-πρώτα και οι δύο δίσκοι βασίζονται σε βυζαντινούς ύμνους. Ακολουθώ επίσης την ίδια δομή που είχα χρησιμοποιήσει και στο Athos: μια οργανική σύνθεση ακολουθεί μια σύνθεση με φωνητικά. Την είχα βρει πολύ επιτυχημένη, δημιουργούσε ένα είδος τελετουργικού. Κι έτσι θέλησα να την έχω ξανά. 

Από εκεί και πέρα, οι δύο δίσκοι έχουν βέβαια και σημαντικές διαφορές –και ως προς τη σύλληψή τους, αλλά και ως προς την ηχογράφηση. Ενώ το Panagia αντικατοπτρίζει όσα συζητήσαμε πιο πριν, το Athos αναφερόταν σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Αποτελούσε λοιπόν κάτι σαν ταξιδιωτικό ημερολόγιο, αλλά κι έναν τρόπο να πω «ευχαριστώ» για τις μοναδικές εμπειρίες τις οποίες έζησα στο Άγιο Όρος. Το έχω επισκεφθεί 8 φορές, ξέρετε. 

Θαύμασα ιδιαίτερα αυτό τον συνδυασμό μοναστηριών και φυσικού τοπίου, ανέγγιχτου από ξενοδοχεία κι άλλα τέτοια τερατώδη πράγματα: ήταν λες και η χριστιανική θρησκεία συγκατοικούσε με τον Πάνα. Και επειδή ο Πάνας στις αρχαίες παραδόσεις συνδεόταν με τον αυλό, έχτισα το Athos πάνω σε πνευστά όργανα. Αντίθετα, το Panagia βασίζεται σε έγχορδα, μόνο σε ένα κομμάτι έχω χρησιμοποιήσει φλάουτο, το οποίο είναι τοποθετημένο στο φόντο της σύνθεσης. 

«Από όλους τους Έλληνες τους οποίους γνωρίζω», γράφετε, «ακόμα και οι πιο ριζοσπάστες το βρίσκουν αδιανόητο να μη δείχνουν σεβασμό στην Παναγία». Κι αν σας αντιτείνω σ' αυτό ότι στην Ελλάδα έχουμε μια πολύ δημοφιλή βρισιά η οποία ανακατεύει την Παναγία; 

(γελάει) Θα σας απαντήσω ότι μόνο αν αισθάνεσαι μια θεία μορφή ως πολύ κοντινή, μπορείς ίσως να τη βρίσεις! Έχω πολλούς Έλληνες φίλους, αρκετοί από τους οποίους έχουν αριστερές ιδέες και είναι από αδιάφοροι ως ανοιχτά εχθρικοί απέναντι σε θέματα θρησκείας. Κι όμως η Παναγία χαίρει σεβασμού ακόμα και σ' αυτούς. 

Πιστεύω ότι εδώ εντοπίζεται ένα χαρακτηριστικό της ευρύτερης μεσογειακής κουλτούρας, με προχριστιανικές καταβολές. Η Παναγία ταυτίζεται δηλαδή με τη μητέρα και στη Μεσόγειο η έννοια της μητέρας είναι πολύ ξεχωριστή, σχεδόν ιερή. Κάτι π.χ. που δεν παρατηρείται στη δική μου πατρίδα ή σε άλλους τόπους. 

Σκεφτήκατε το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσετε και ελληνικά όργανα στις ηχογραφήσεις του Panagia;

Βασικά όχι, καθώς δεν ξέρω να παίζω κανένα από τα παραδοσιακά σας όργανα. Αλλά κι αν γνώριζα δεν θα το έκανα. Για να διατηρήσει ο δίσκος τον παγκόσμιο χαρακτήρα του, δεν έπρεπε να υπερτονιστεί κανένα τοπικό στοιχείο. Η Ελλάδα εκπροσωπείται στο σύνολο από τα κείμενα. Για τον ίδιο λόγο δεν θέλησα να μπει ως εξώφυλλο κάποια ορθόδοξη αγιογραφία με τη μορφή της Παναγίας, παρότι πολλοί μου είπαν ότι θα ήταν καλή ιδέα. Φοβόμουν όμως ότι έτσι θα παρεξηγούταν το μήνυμά μου. 

Πάντως το βαυαρέζικο ζίθερ, το οποίο παίζετε, μοιάζει λίγο με το δικό μας το σαντούρι... 

Και βέβαια, έχετε δίκιο! Μόνο που εσείς παίζετε το σαντούρι με δυο ραβδιά, ενώ το ζίθερ παίζεται με τα δάχτυλα. Αλλά στο "I Praise You, Cloud Of Light" παίζω ένα τμήμα της σύνθεσης περίπου με τον ελληνικό τρόπο: χρησιμοποιώ δηλαδή ένα ραβδάκι στο σόλο που ακούγεται πριν τη φωνή.

Μου έκαναν επίσης εντύπωση τα αλογοκούδουνα των Ζανσκάρι στα κομμάτια "You Are The Treasure Of Life" και "You Are A Shining Spring". Ταξιδέψατε στη χώρα τους για να τα βρείτε;

Έχω κάνει αρκετά ταξίδια στην περιοχή των Ιμαλαΐων. Ένα από αυτά περιλάμβανε τρεις εβδομάδες πεζοπορίας σε μέρη με σημαντικό υψόμετρο, με μονοπάτια που μόνο με τα πόδια μπορούσες να διασχίσεις. Χρειαζόσουν λοιπόν ένα άλογο ή γαϊδούρι, όπου θα φορτώνονταν όλα τα απαραίτητα εφόδια. Ο άνθρωπος που μας συνόδεψε ήταν Ζανσκάρι κι έτσι είχα την ευκαιρία να ακούσω τα αλογοκούδουνα του λαού του, τα οποία παράγουν έναν αληθινά φανταστικό ήχο, που ακούγεται σε μεγάλες αποστάσεις στα βουνά. 

Έχετε δηλώσει ότι απ' όλες τις χώρες που έχετε επισκεφθεί, περισσότερο σας επηρέασαν ως μουσικό η Ιαπωνία και η Ινδία. Στεναχωρηθήκατε για τον θάνατο του Ravi Shankar;

Τον γνώρισα μόνο μία φορά στη ζωή μου, το 1971, στο Μόναχο. Είχε έρθει για συναυλία κι εγώ ήθελα τότε να ταξιδέψω στην Ινδία για να μάθω σιτάρ. Ήξερα φυσικά ότι είναι εκπληκτικός μουσικός, ανακάλυψα όμως μιλώντας του μετά το κονσέρτο ότι ήταν κι ένας υπέροχος άνθρωπος. Για μια τέτοια λοιπόν προσωπικότητα, που έζησε μια τόσο πλήρη και φανταστική ζωή και πρόσφερε τόσα πράγματα στον υπόλοιπο κόσμο ως μουσικός, νομίζω πως δεν ταιριάζει το αίσθημα της θλίψης. 

Λένε ότι η μουσική σας προσφέρει «πνευματικά ταξίδια», στην ίδια όμως βάση ταμπελοποιείται συχνά και ως new age. Εσείς δέχεστε μια τέτοια ταυτότητα;

Δεν μπορώ να ταυτιστώ με ό,τι ονομάζεται μουσική new age. Δεν τη βρίσκω καλή, παρότι αναμφίβολα υπάρχουν και εξαιρέσεις. 

Πρώτα-πρώτα είναι κατά βάση (ή μερικώς) ηλεκτρονική κι εμένα δεν μου αρέσει καθόλου η ηλεκτρονική μουσική. Επίσης, πρόκειται για ένα επιφανειακό είδος, το οποίο αποφεύγει επίτηδες να κινηθεί σε βάθος· αρκείται σε ευκολίες, θέλει απλά να ηχεί ευχάριστα, γίνεται πολύ συχνά γλυκερό. 

Για μένα η καλή μουσική μπορεί να συμφιλιώσει μέσα της όλες τις όψεις της ζωής: και την όμορφη, τη χαρούμενη, αλλά και την πιο σκοτεινή. Ένα είδος που εξ ορισμού αρνείται αυτό το όλον της ζωής δεν είναι –για μένα– ιδιαίτερα αξιοσημείωτο.