Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πακσόγλου Δημήτρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πακσόγλου Δημήτρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Νοεμβρίου 2022

Ο Βαφτιστικός - ανταπόκριση οπερέτας (2016)


Ανεβαίνει ξανά ο «Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη φέτος τον Δεκέμβρη, για 8 παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο «Ολύμπια», πιστοποιώντας έτσι ότι είναι η δημοφιλέστερη ελληνική οπερέτα. Μάλιστα, ο Γιώργος Πέτρου –ο οποίος έχει και τη μουσική διεύθυνση, μα υπογράφει και τη σκηνοθεσία– ανακοίνωσε ότι θα την παρουσιάσει στην αυθεντική εκδοχή της θρυλικής πρεμιέρας του 1918, κρατώντας την ενορχήστρωση του Σακελλαρίδη.

Πάνε 6 χρόνια από την τελευταία φορά που πήγα να δω «Βαφτιστικό». Ήταν Οκτώβρης 2016 και το θέατρο «Ολύμπια» στέγαζε ακόμα την Εθνική Λυρική Σκηνή. Συμπαθητικό το θυμάμαι το ανέβασμα που επιχείρησε τότε ο Σίμος Κακάλας, όχι όμως και κάτι το σπουδαίο: περισσότερο εντυπωσίαζαν τα σκηνικά και τα κοστούμια, παρά το τραγούδι και η πρόζα. Ίσως πάω ξανά φέτος, να δω πώς θα τα καταφέρει ο Πέτρου.

Για την παράσταση του 2016 γράφτηκε και μια ανταπόκριση, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, λοιπόν, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ως promo για τις παραστάσεις του 2016 και ανήκουν στον Βασίλη Μακρή.


Ως μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της σεζόν 2015/2016, ο κατά Σίμο Κακάλα «Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη κέρδισε 7 εξτρά παραστάσεις και στο φετινό φθινόπωρο, κίνηση που βρήκε –και πάλι– θερμή ανταπόκριση από το αθηναϊκό κοινό: ελάχιστα καθίσματα έμειναν άδεια την Κυριακή στη Λυρική Σκηνή, όπου το χειροκρότημα έπεσε με ενθουσιασμό στο φινάλε. 

Είναι δύσκολο να αστοχήσεις ανεβάζοντας τον «Βαφτιστικό». Όχι μόνο γιατί πρόκειται για διαχρονικά αγαπημένη οπερέτα, η οποία έχει πετύχει να καταστεί αναπόσπαστο τμήμα του εγχώριου αστικού πολιτισμού, ευκρινώς υπερβαίνοντας την ταξική διάσταση που ενυπάρχει στην πρωτότυπη δημιουργία. Αλλά και γιατί η πηγαία μελωδικότητα του Σακελλαρίδη, ο εύστοχος τρόπος με τον οποίον έπλεξε την παράδοση της γαλλικής οπερέτας (ο «Βαφτιστικός» είναι βασισμένος στη «Madame et son Filleul» του 1916) με τα μουσικά πρότυπα της Βιέννης και την αθηναϊκή ηθογραφία, έδωσε τραγούδια με υπέροχη λάμψη και «ποπ» (όπως θα λέγαμε στις μέρες μας) κοψιά. Τα οποία εύκολα μπορούν να ερμηνευτούν επαρκώς από τη στιγμή που υπήρξε και στην Ελλάδα ένα άλφα επίπεδο στις λυρικές φωνές.

Από το επαρκές, βέβαια, ως το κάτι πιο σπέσιαλ, υπάρχει  απόσταση διόλου ευκαταφρόνητη, η οποία δεν διανύθηκε σε κάθε περίπτωση σε αυτή την εκδοχή του «Βαφτιστικού». Υπάρχουν επίσης και ορισμένες ιδιαιτερότητες στη συγκατοίκηση πρόζας και τραγουδιού, που κι εκείνες θάμπωσαν νομίζω ανά στιγμές, αφήνοντας έτσι μερικά παράπονα από το τελικό αποτέλεσμα. Έστω κι αν στο «ζύγισμα» υπήρξε μια παράσταση οπωσδήποτε διασκεδαστική, η οποία πραγματικά εντυπωσίασε με τη σκηνοθεσία της, τα κοστούμια της και τις χορογραφίες, όπως και με τους φωτισμούς. 

Ο Σίμος Κακάλας έστησε ένα θέαμα το οποίο σε κερδίζει με το που σηκώνεται η κουρτίνα και αντικρίζεις τη δύο επιπέδων βίλα της Κηφισιάς, να είναι γεμάτη από άντρες και γυναίκες με κοστούμια, καπέλα και φορέματα μιας χαμένης αθηναϊκής Μπελ Επόκ –όλα δουλειά της Clare Bracewel. Η Ελλάς βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση (μαίνεται ο Πρώτος Παγκόσμιος), μα η αστική τάξη της πρωτεύουσας θαυμάζει από την άνετη ασφάλειά της τους «ήρωες», μακριά από τη φρίκη των χαρακωμάτων, χωρίς να ακούει τις βροντές των κανονιών. 

Πάντα μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίον ο Σακελλαρίδης αντιμετώπιζε αυτήν την κατάσταση στον «Βαφτιστικό»: με αγάπη μεν για έναν κόσμο οικείο, μα και με επικριτική ματιά, συνάμα, απέναντι στην υποκρισία και τη χαζομάρα που διέκρινε τους καλοζωισμένους Αθηναίους. Φανερή λ.χ. στην αφελή ευκολία με την οποία η Βιβίκα Ζαχαρούλη ερωτευόταν κρυφά από τον κουραμπιέ σύζυγό της έναν άγνωστο βαφτιστικό ευρισκόμενο στο μέτωπο, όσο κατά τα λοιπά βαριόταν τη ζωή της στα πάρτυ που έστηνε στη βίλα της. 


Η Γεωργία Ηλιοπούλου στάθηκε θαυμάσια ως Βιβίκα, τόσο σε θεατρικό επίπεδο, όσο και σε τραγουδιστικό. Έδωσε πλήρες το πορτρέτο της πρωταγωνίστριας, ενώ είπε μεστά και με σκέρτσο τα άσματα που της αναλογούσαν: η ήσυχη, ρομαντική εκτέλεση του "Στο Στόμα Στο Στόμα" –κάτω από τα υποβλητικά φώτα του Περικλή Μαθιέλλη– είναι μάλιστα η καλύτερη που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια, έστω κι αν υποβοήθησαν σημαντικά τα γλυκόλαλα βιολιά της Ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής. H οποία (σε διεύθυνση Γιώργου Αραβίδη) απέφυγε σωστά τις πομπώδεις ενορχηστρώσεις που είχαν εμφανιστεί κάποιο διάστημα και είναι οπωσδήποτε ξένες προς τη λεπτότητα των μελωδιών του Σακελλαρίδη. 

Δίπλα στην Ηλιοπούλου ταίριαξε γάντι ο Δημήτρης Πακσόγλου ως (ψευδο)βαφτιστικός, όντας σπιρτόζος, κινητικός και με βροντερές φωνητικές ιδιότητες. Με την παρατήρηση, ωστόσο, ότι ένα τραγούδι σαν το "Ψηλά Στο Μέτωπο" δεν απαιτεί μόνο παλμό και δυναμισμό, μα κι ένα πατριωτικό φρόνημα που απουσίασε δυστυχώς όταν έφτασε η στιγμή να φανταστούμε το κεφάλι του Πακσόγλου στεφανωμένο με τα νικητήρια κλαδιά της δάφνης. 

Από τις υπόλοιπες βασικές μορφές του έργου, διακρίθηκε μόνο ο Σταμάτης Μπερής, δίνοντας έναν πολύ πειστικό Ζαχαρούλη. Η Διαμάντη Κριτσωτάκη δεν τα κατάφερε καθόλου καλά στις πρόζες, μα ούτε φοβάμαι και στο τραγούδι, αφού υπήρξε σωστή μεν, στεγνή δε, ιδιαίτερα στα φωνήεντα. Ο Γιάννης Γιαννίσης, επίσης –ο οποίος επωμίστηκε τον ρόλο του Συνταγματάρχη θείου της Βιβίκας– μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν άντλησε πρότυπα από το θεατρικό σανίδι, μα από τηλεοπτικά σίριαλ, από εκείνα όπου οι πρωταγωνιστές φωνασκούν αναίτια και υπερβάλλουν σε κινησιολογία. Ασφαλώς, ο ρόλος του είναι καρικατούρα· έχει όμως ως στόχο να είναι διασκεδαστικός και όχι ενοχλητικός. Το ντουέτο του με την Κριτσωτάκη στο θαυμάσιο "Η Καρδιά Μου Πονεί Για Σας" ήταν δυστυχώς το τραγουδιστικό ναδίρ αυτής της εκδοχής του «Βαφτιστικού», αντί να αποτελέσει λαμπερό επιστέγασμα. 

Μείναμε έτσι με μια συμπαθή μα εν τέλει όχι σπουδαία παράσταση, εκθαμβωτική σε οπτικό επίπεδο, μα με σημαντικές παραμέτρους να αποδεικνύονται καχεκτικές στο αμιγώς μουσικοθεατρικό κομμάτι, παρά τις επιδόσεις της Ορχήστρας και της Γεωργίας Ηλιοπούλου.