31 Δεκεμβρίου 2022

ALPHASTATE - συνέντευξη (2016)


Με λίγο εγχώριο metal θα γίνει ο αποχαιρετισμός του 2022, ίσως γιατί ήταν μια χρονιά που, για εμένα, δεν είχε πολλές μεταλλικές συγκινήσεις –βγήκαν κάποια ωραία πράγματα, εγχώρια και διεθνή, αλλά συγκριτικά με προηγούμενες χρονιές σημειώθηκε νομίζω υποχώρηση.

Εδώ, λοιπόν, πάμε πίσω στον Μάρτιο του 2016, για μια συζήτηση που κάναμε τότε με το συγκρότημα ALPHASTATE. Το οποίο λίγους μήνες πριν είχε παρουσιάσει το ντεμπούτο του «Out Of The Black», οπότε είχε πλέον ξεχυθεί για συναυλίες. 

Μέσω λοιπόν του παλιού γνώριμου Δημήτρη Τσουνάκα –ο οποίος μετείχε στο σχήμα– βρέθηκαν οι Μάνος Ξανθάκης και Πάνος Παναγιωτόπουλος και έγινε μια κουβέντα. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ως promo


Σε αντίθεση με πολλά εγχώρια συγκροτήματα, δείχνετε να κινηθήκατε τσακ μπαμ από την ίδρυση στην ηχογράφηση του πρώτου άλμπουμ. Είναι έτσι ή τα φαινόμενα απατούν;

Μάνος: Έτσι ακριβώς είναι. Ο Pete είχε ξεκινήσει το project κάποιους μήνες πριν κι είχε ήδη ηχογραφήσει 4 κομμάτια στο στούντιο του Μπάμπη Κατσιώνη. Όταν προχώρησαν οι ηχογραφήσεις και είχαμε τελειώσει με τύμπανα και φωνητικά, συνειδητοποιήσαμε ότι το υλικό ήταν αρκετά καλό για να μείνουμε στη δημιουργία ενός μόνο demo. Βάλαμε λοιπόν στόχο όχι μόνο να βρούμε μέλη και να γίνουμε μια full-time μπάντα, αλλά και να προχωρήσουμε στη δημιουργία ενός δίσκου, από τη στιγμή που προϋπήρχαν καλές ιδέες.

Γνωρίζεστε από παλιά; Η σύνθεση με την οποία σας συναντάμε στον δίσκο είναι και η αρχική ή υπήρξαν αλλαγές; 

Πάνος: Με τον Μάνο γνωριζόμαστε από πολύ παλιά, από τότε που τραγουδούσε σε μια heavy/power metal μπάντα, τους Celestial Ode. Αρχικά ξεκινήσαμε οι δυο μας κι έπειτα από μεγάλη αναζήτηση και εξαντλητικές δοκιμές κατασταλάξαμε με τον Δημήτρη Τσουνάκα (μπάσο) και τον Φοίβο Ανδριόπουλο (ντραμς). Πιστεύω ότι με αυτή τη σύνθεση ολοκληρωθήκαμε σαν γκρουπ: ταιριάζουμε πάρα πολύ στο στυλ παιξίματος και στα σχέδια που έχουμε για τη μπάντα. Υπάρχει καλή χημεία γενικά πάνω στη σκηνή και ειδικά εκτός σκηνής, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό.

Το όνομα μιας νέας μπάντας είναι πάντα αιτία διερώτησης, ειδικά στον «σκληρό» χώρο όπου κινείστε κι εσείς. Γιατί λοιπόν ALPHASTATE; 

Μάνος: Οι λέξεις ALPHASTATE συμβολίζουν μια κατάσταση στην οποία το μυαλό είναι σε πλήρη συνείδηση και εγρήγορση, ενώ το σώμα βρίσκεται σε απόλυτη χαλάρωση. Όταν άρχισα να γράφω μελωδίες και στίχους αισθανόμουν ότι μπορούσα να δημιουργήσω αυτό που ήθελα ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς. 

Ταυτόχρονα, την περίοδο εκείνη η μουσική λειτούργησε  και σαν το αντίβαρο που χρειαζόμουν για πολλά προσωπικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζα. Αυτά τα συναισθήματα με οδήγησαν να προτείνω το συγκεκριμένο όνομα στον Pete, ο οποίος στη συνέχεια το «πείραξε» και καταλήξαμε στο ALPHASTATE.

Ακούγοντάς σε να τραγουδάς, Μάνο, σκέφτηκα τον Ralf Scheepers και αναζήτησα μάλιστα και το ντεμπούτο των Gamma Ray στη δισκοθήκη μου μετά από χρόνια, το Heading For Tomorrow. Πόσο μέσα ή έξω έπεσα, στις φωνητικές επιρροές;

Μάνος: Εννοείται ότι ο Scheepers και ειδικά η δουλειά που είχε κάνει στους Gamma Ray είναι μεγάλη επιρροή για μένα. Κάτι τέτοιο φαίνεται πολύ έντονα στο "World's Control". Πέρα όμως από τον συγκεκριμένο, έχω επηρεαστεί από τραγουδιστές σαν τον Michael Kiske, τον Eric Adams και φυσικά τον Bruce Dickinson. Ο τελευταίος ειδικά έχει μεγάλη επίδραση στον τρόπο με τον οποίον τραγουδάω και γράφω μελωδίες. 

Και ως προς τη γενικότερη κατεύθυνση; Ποιες μπάντες του hard rock και του κλασικού heavy metal έχουν ανδρώσει τους ALPHASTATE; 

Πάνος: Οι δικές μου επιρροές είναι οι Pantera, οι Black Label Society, οι Steelheart, ο Ozzy Osbourne, οι Firewind, οι Brainstorm κλπ. Γενικά ακούω από heavy μέχρι death metal, οπότε αν ακούσω κάτι που θα μου βγάλει το οτιδήποτε αυτόματα, θα ενσωματωθεί με πολύ ωραίο τρόπο στα τραγούδια μας, για να βγει κάτι μοναδικό.

Μάνος: Για εμένα είναι μπάντες όπως Accept, UDO, Iron Maiden, Helloween, Manowar και Gamma Ray.

Οι στίχοι σας δείχνουν να τιμούν την «παραδοσιακή» metal οπτική απέναντι στο κατεστημένο, ειδικά σε τραγούδια σαν το "World's Control" ή το "System". Μιας και όλοι υπογράφονται από τον Μάνο να το εκλάβουμε ως μια προσωπική οπτική πάνω στον κόσμο; Ή πρόκειται για κάτι στο οποίο είστε όλοι λίγο-πολύ σύμφωνοι; 

Πάνος: Κοίταξε να δεις, οι στίχοι είναι βγαλμένοι από προσωπικές εμπειρίες και των δυο μας. Ο Μάνος έχει το ταλέντο και την εμπειρία να τις μεταμορφώνει σε ολοκληρωμένα τραγούδια. Αυτό το κομμάτι είναι αποκλειστικά δικό του. Όταν λοιπόν κάποιος από τους δυο μας έχει ένα προσωπικό βίωμα ή εμπειρία, το συζητάμε και ο Μάνος δημιουργεί. Είμαστε και πάρα πολύ καλοί φίλοι, οπότε υπάρχει και καλή χημεία.

Πώς έχετε κινηθεί συναυλιακά μέχρι τώρα και τι αντίκτυπο νιώθετε ότι έχει βρει η προσπάθειά σας; Σκοπεύετε να βγείτε και επαρχία ή είναι πιο δύσκολο αυτό το τεραίν; 

Πάνος: Μέχρι στιγμής, έχουμε κάνει τρία live στην Αθήνα και έχουμε προγραμματίσει τρία ακόμα: ένα στο Remedie με τους No Flame Candle και Shadowgrin, ένα στο Texas (στο Γκάζι) για την 25η Μαρτίου κι ένα στο Wreck Athens Fest, στο Κύτταρο, για τις 23 Απριλίου. 

Θέλουμε να κάνουμε πολλές συναυλίες, παντού. Και όταν λέμε παντού, εννοούμε σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Θεωρούμε ότι για να γνωρίσει ο κόσμος και να αγαπήσει μια μπάντα, αλλά και για να μείνει κάποτε το όνομά της στην ιστορία, μόνος δρόμος είναι τα live. Πιστεύω ότι είναι ένα καλό που προέκυψε από την πρόσφατη κακή κατάσταση της μουσικής βιομηχανίας.

Εσείς πηγαίνετε αλήθεια σε συναυλίες άλλων εγχώριων γκρουπ ή ονομάτων από το εξωτερικό; Το θεωρείτε σημαντικό για τη δική σας εξέλιξη;

Μάνος: Εννοείται ότι πηγαίνω. Μου αρέσει πάρα πολύ να βλέπω live και προσωπικά το θεωρώ αναπόσπαστο κομμάτι της συγκεκριμένης μουσικής. Γουστάρω την ατμόσφαιρα που δημιουργείται πριν και κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Αυτό το συναίσθημα το ένιωσα πρώτη φορά το 1989/1990, όταν είδα τους Iron Maiden στην περιοδεία για το Seventh Son Of A Seventh Son –και έχει παραμείνει από τότε αναλλοίωτο. 

Ασφαλώς παρακολουθώ και συναυλίες από εγχώρια ονόματα, πραγματικά υπάρχουν πλέον εξαιρετικές μπάντες. Και, φυσικά, το να βλέπεις διάφορους μουσικούς να παίζουν, μόνο καλό μπορεί να κάνει και στη δική σου εξέλιξη. Το να βλέπεις κόσμο να παίζει με διάφορα μηχανήματα/τεχνικές και με διαφορετική αντίληψη για τη μουσική, με εμπνέει και μου δημιουργεί ιδέες. 

Πάνος: Φυσικά. Εκτός από μουσικός, είμαι πρώτα από όλα φανατικός φίλος του metal, από μικρός. Αυτή η μουσική είναι ο τρόπος ζωής μου και δεν θα μπορούσα να με φανταστώ χωρίς να πηγαίνω σε συναυλίες για να βλέπω από κοντά τα αγαπημένα μου γκρουπ και τους αγαπημένους μου κιθαρίστες ή γενικά μουσικούς. 

Επίσης μου αρέσει να βλέπω το performance των αγαπημένων μου συγκροτημάτων και να παίρνω ιδέες για το πώς θα μπορούσα να εξελιχθώ κι εγώ, ώστε κάποια μέρα να γίνω σαν κι εκείνους. Η εξέλιξη δεν σταματάει και δεν πρέπει να σταματάει ποτέ, κατά τη γνώμη μου. 




29 Δεκεμβρίου 2022

Lüüp - ανταπόκριση (2016)


Ένα ακόμα παλιό μου κείμενο εδώ, μια ανταπόκριση από τη συναυλία της εφευρετικής κολεκτίβας Lüüp του Στέλιου Ρωμαλιάδη, στην οποία χρωστάμε μερικούς από τους ωραιότερους εγχώριους δίσκους της τελευταίας 15ετίας.

Η συναυλία έλαβε χώρα στο «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων» τον Μάρτιο του 2016 και η ανταπόκριση δημοσιεύτηκε στο Avopolis –αναδημοσιεύεται τώρα με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Δάφνη Ανέστη 


Παρά τους βροχερούς δρόμους και την κάμποση κίνηση προς τις κεντρικές αρτηρίες, το φιλόξενο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων ήταν γεμάτο την Παρασκευή το βράδυ. Στη σκηνή του, η κολεκτίβα των Lüüp παρατάχθηκε με τη νέα της, πενταμελή, σύνθεση. Για ένα σετ 9 κομματιών, το οποίο έδωσε μια καλή γεύση του «οπλοστασίου» της, ενόψει ενός νέου τρίτου δίσκου, που, όπως μάθαμε μιλώντας με τον Στέλιο Ρωμαλιάδη, βρίσκεται επί του παρόντος περίπου στα μισά του.

Αρχικά, οι Lüüp έπαιξαν ως τριπλέτα –με τον Ρωμαλιάδη στο φλάουτο, τη Σοφία Ευκλείδου στο τσέλο και τον Γιώργο Βαρουτά στην ακουστική κιθάρα. Μπήκαν δε δυνατά, με μία από τις καλύτερες συνθέσεις τους ("Taurokathapsia", από το Meadow Rituals του 2011), η οποία έδωσε αμέσως στη βραδιά έναν χαρακτήρα μυσταγωγίας. Το μάτι μου, μάλιστα, έπεφτε επίμονα στη ζωοκεφαλή με τα στριφτά κέρατα στο πλάι του Ρωμαλιάδη, η οποία μου θύμισε τα στριφτοκέρατα βόδια της «Ιλιάδας», ωθώντας με να φανταστώ μια χρονική λούπα όπου το ανάκτορο του γερήνιου Νέστορα στην Πύλο γέμισε με λάπτοπ και μικρόφωνα, αντηχώντας από τη μουσική των Lüüp. Είναι άλλωστε μεγάλη η δύναμή της να δημιουργεί εικόνες, όσο κλισέ κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο.

Το «τελετουργικό» θα έμενε παρόμοιο για δύο ακόμα κομμάτια, πριν υποδεχθούμε στη σκηνή τις τραγουδίστριες του γκρουπ –την Άννα Λινάρδου και τη γνώριμη από τους Night On Earth και τις συνεργασίες της με τον Φοίβο Δεληβοριά, Σοφία Σαρρή. Σε συνδυασμό με τη γλυκιά κιθάρα του Βαρουτά, οι φωνές τους μας μετέφεραν σε ένα πιο αμερικάνικο folk σκηνικό, που θα μπορούσε (χοντρικά) να περιγραφεί ως μια ελαφρώς πειραματικότερη εκδοχή των Transatlantic Sessions

To «παιχνίδι» αυτό συνεχίστηκε και στη συνέχεια της συναυλίας με παραλλαγές, οι οποίες άλλοτε είχαν πιο έκδηλα ντόπιους απόηχους (οφειλόμενους κυρίως στο υπέροχο φλάουτο του Ρωμαλιάδη) κι άλλοτε φλέρταραν πιο ανοιχτά με τον αυτοσχεδιασμό. Μου δημιουργήθηκε όμως η εντύπωση μιας μονότονης τραγουδιστικής προσέγγισης εκ μέρους των οπωσδήποτε λειτουργικών φωνών, που αχνοθύμιζε Björk ή και τα γήινα χρώματα της Emiliana Torrini. Επίσης, μάλλον περίμενα περισσότερα από τη Σαρρή βασισμένος σε πρόσφατα κείμενα περί των live παρουσιών της, βρέθηκα όμως να γοητεύομαι κυρίως από τη Λινάρδου, που σε κάποιο σημείο του "Spiraling" έβαλε για λίγο –μάλλον ασυναίσθητα;– και το τακούνι από τις κομψές της μπότες στο ηχητικό οικοδόμημα, καθώς το χτύπαγε στο πάτωμα.

Στο τέλος βέβαια η Σαρρή πήρε τη ρεβάνς με τους φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς που επέδειξε στο "See You In Me" (που έκλεισε και το live, εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων), οι οποίοι σε κάποιο σημείο ακούστηκαν πραγματικά σαν πόρτα που ετοιμάζεται να βροντήξει από το ρεύμα του αέρα, ενώ σε άλλο κόμισαν κάτι από την αισθητική των πολυφωνικών τραγουδιών του βορειοελλαδικού χώρου. Ήταν ένα δείγμα δυνατοτήτων στιβαρό, που πιστεύω θα αποτελέσει γερό χαρτί στις νέες ηχογραφήσεις των Lüüp. Εκεί στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, άλλωστε, μας έδωσαν έναν ακόμα λόγο να αδημονούμε γι' αυτές.  



28 Δεκεμβρίου 2022

Θάνος Μικρούτσικος: «Όσοι Περπάτησαν Μαζί Μου» - ανταπόκριση (2018)


Τον Ιούνιο του 2018 ανέβηκα στο Θέατρο Βράχων για να αποχαιρετήσω τον Θάνο Μικρούτσικο, με τον οποίον πολλά μεν δεν έβρισκα, του χρωστούσα όμως κάποιες από τις πλέον διονυσιακές ή/και συγκινητικές στιγμές στη σχέση μου με το ελληνικό τραγούδι.

Σήμερα, 3 χρόνια από τον θάνατό του, αν και διόλου δεν μου αρέσουν τα μνημόσυνα, μουρμούριζα όλη μέρα για αυτούς τους «ηλιοτροπίων τόπους» και για εκείνες τις «κυνηγημένες μάγισσες, χωρίς την πυρκαγιά τους» που τόσο έξαλλα και τόσο υπέροχα τραγούδησε το 1992, ερμηνεύοντας το "Προσπέκτους", στον δίσκο Συγγνώμη Για Την Άμυνα τον οποίον έφτιαξε τότε για τον Γιώργο Νταλάρα, σε στίχους Κώστα Τριπολίτη.

Όλα τούτα, λοιπόν, έδωσαν αφορμή για μια νοερή επιστροφή στη συναυλία στο Βράχων. Για την οποία γράφτηκε τότε μια ανταπόκριση για λογαριασμό του Avopolis, που αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στον Βύρωνα και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Τέτοια κοσμοσυρροή δεν έχω ξαναδεί στα χρόνια που πάω στο Θέατρο Βράχων. Να πρόκειται άραγε για ρεκόρ προσέλευσης στον χώρο; Και οι δύο προγραμματισμένες συναυλίες έγιναν πάντως sold-out αρκετές μέρες πριν, αφήνοντας κάμποσο κόσμο να ψάχνει για έκτακτες ευκαιρίες εισιτηρίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 

Η διοργάνωση προειδοποίησε έγκαιρα προς αποφυγήν όποιας ταλαιπωρίας, όπως προειδοποίησε και για το ότι έβαλε όσο το δυνατόν περισσότερες πλαστικές καρέκλες στην πλατεία και περιμετρικά της σκηνής, χωρίς όμως να μπορεί να εγγυηθεί ότι θα κάτσουν όλοι. Αυτή η «γκρίζα ζώνη» οδήγησε σε διάφορα παράπονα για την πρώτη μέρα: άλλων επειδή έμειναν αναγκαστικά όρθιοι καθώς δεν μπόρεσαν να έρθουν νωρίς, άλλων επειδή βρέθηκαν να κάθονται μεν σε καρέκλες, μα έχοντας τους όρθιους έμπροσθέν τους. 

Δεν μπορώ να ξέρω πόσο ακριβή είναι όλα αυτά. Τη δεύτερη μέρα που παραβρέθηκα εγώ τα πράγματα κύλησαν ομαλά και με διάφορους τρόπους είχαν βολευτεί όλοι κάπου –έστω και στα βραχάκια στο πλάι αριστερά της σκηνής, έστω και με παραχωρήσεις στα άνω διαζώματα των κερκίδων– όταν οι μουσικοί πήραν θέσεις στα όργανά τους. Όλοι τους γνώριμοι του Μικρούτσικου, «κλειδιά» στο να πραγματωθούν οι ζωντανές ενορχηστρώσεις όπως τις είχε κατά νου. Κάπου εδώ αξίζει και το μπράβο μας στον ήχο, που καταγράφηκε υποδειγματικός σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, με εξαίρεση έναν ή δύο μικροφωνισμούς. Το τι εκτυλίχθηκε από εκεί και πέρα υπερβαίνει αισθητά τη συνθήκη «πήγαμε σε μία ακόμα μεγάλη συναυλία». 


Η αθρόα προσέλευση ήταν πρωτίστως ένδειξη αγάπης και εκτίμησης στον Θάνο Μικρούτσικο, αφού στον Βύρωνα ήρθαν ακόμα και άνθρωποι που μπορεί να μην τον παρακολούθησαν σε όλη του την πορεία ή να απέφευγαν τις εμφανίσεις του τα τελευταία χρόνια, νιώθοντας κουρασμένοι από τα δεδομένα. Αλλά, τώρα που έγινε ευρύτερα γνωστό ότι περνάει δύσκολα –ότι δίνει τη δική του σκληρή μάχη με τον καρκίνο– όποιος κάπου, κάπως, στάθηκε στη ζωή με τα τραγούδια του να γίνονται soundtrack της χαράς, της λύπης και των προβληματισμών του, ένιωσε την ανάγκη να ανέβει στο Βράχων και να δείξει ότι κι αυτός περπάτησε μαζί του. 


Αυτό το συναίσθημα ήταν λοιπόν που έδωσε τον τόνο στη συναυλία, καθιστώντας τα όποια παράπονα μπορεί να υπήρξαν στα τι και πώς επουσιώδη. Άλλωστε με τον Θάνο Μικρούτσικο ήταν πάντα δύσκολο να τα συμφωνεί κανείς σε όλα· δεν θα τα συμφωνούσε λοιπόν ούτε στη συγκεκριμένη περίσταση. Προσωπικά, ας πούμε, ήξερα από την αρχή πού θα τα χαλούσαμε στο Βράχων και δυστυχώς (για εμένα) επαληθεύτηκα: ο Μίλτος Πασχαλίδης δεν παλεύεται όταν τραγουδά Δημήτρη Μητροπάνο, πέφτει τόσο έξω από το ζητούμενο με την κακοτοποθετημένη του ρώμη, ώστε δοκιμάζει την αν(τ)οχή σου. Και η Μαριάννα Πολυχρονίδη αποδείχθηκε πολύ λίγη για να επωμιστεί τραγουδάρες σαν το "Μια Πίστα Από Φώσφορο" και το "Ατομική Μου Ενέργεια". Για να είμαι δίκαιος, ωστόσο, ο Πασχαλίδης με εξέπληξε στον "Τυμβωρύχο", πετυχαίνοντας να προσαρμόσει επιτυχώς στο ζητούμενο το ηρωικό στυλ ερμηνείας του. 


Μια που πιάσαμε τις εκπλήξεις, να πούμε ότι ο Μικρούτσικος την ήθελε λίγο ανακατωμένη την τράπουλα σε αυτές τις εμφανίσεις. Πέρα δηλαδή από το ότι έβαλε στο πρόγραμμα τραγούδια που δεν ακούμε συχνά, ανέτρεψε και ορισμένες προσδοκίες στο ποιος θα έλεγε τι –είχε για παράδειγμα τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αλλά έδωσε το "Μαχαίρι" στον Κώστα Θωμαΐδη. Και πάνω που άρχιζες τα «γαμώτο» από μέσα σου, εκείνος σε καθήλωνε με μια απίστευτη, δική του ερμηνεία. Ο Γιώργος Μεράντζας ήρθε αναμενόμενα να πει τη "Δίκοπη Ζωή" (σε μια μέτρια ωστόσο εκτέλεση), εν τέλει όμως καταχειροκροτήθηκε λέγοντας τα "Ξεχωρίσματα": το ηπειρώτικο δηλαδή με το οποίο, κατά παραίνεση του Μικρούτσικου, πολλά χρόνια πριν, έκανε καντάδα στην αγαπημένη του, με την οποία μάθαμε μάλιστα ότι είναι ακόμα παντρεμένος. 


Η Ρίτα Αντωνοπούλου συγκίνησε επαρκώς το Αριστερών καταβολών και πεποιθήσεων ακροατήριο με μια γερή ερμηνεία στυλ Μαρία Δημητριάδη στον "Μικρόκοσμο", αλλά ήταν όταν απέδωσε απροσδόκητα ωραία την εξωστρέφεια του "Μηδέν" όπου πέτυχε διάνα –έστω κι αν της έκλεψε την παράσταση ο Μικρούτσικος, ο οποίος σηκώθηκε από το πιάνο και άρχισε τα ...χορευτικά! Ο Χρήστος Θηβαίος βιαζόταν πολύ να βάλει τον κόσμο να του κάνει κερκίδα και είχε μια κινησιολογία που δεν άρμοζε πάντα με τον χαρακτήρα όσων κλήθηκε να πει· όταν όμως τραγούδησε τον "Άμλετ Της Σελήνης" αποτυπώθηκε τόσο καλός, ώστε σε έκανε να παρακάμψεις τα υπόλοιπα. 

Ο Γιάννης Κότσιρας διανύει περίοδο ερμηνευτικής ωριμότητας, αν και επιμένει να κάνει τον λαϊκό τραγουδιστή ενώ διαθέτει φωνή για διαφορετικά πράγματα. Έτσι, στο προσωπικώς υπεραγαπημένο "Πάντα Γελαστοί" υπήρξε μετρημένος μα λίγος, φανέρωσε εντούτοις το εύρος των εκφραστικών του δυνατοτήτων στο "Είσαι Η Πρέβεζα Και Το Κιλκίς". Ο Μανώλης Μητσιάς, αντίστοιχα, δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφιβολιών και αμφισβήτησης όταν είπε το "Ερωτικό (Με Μια Πιρόγα)", έμεινε ωστόσο εκτεθειμένος στο "Ατομική Μου Ενέργεια", όπου νομίζω κανείς δεν κατάλαβε τι έκανε δίπλα στην Πολυχρονίδη. 


Αλλά οι μεγάλοι πρωταγωνιστές του Βύρωνα ήταν ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο ίδιος ο Μικρούτσικος. Δυστυχώς για τους επιγόνους, δυστυχώς για όσους συναδέλφους πασχίζουν να τους «ψηλώσουν» μη και τους βγει λειψό το παρόν του ελληνικού τραγουδιού (και τι θα απογίνουν...), δυστυχώς για τους παροικούντες το Εναλλακτικόν που προσδοκούν την πτώση και καταστροφή των μόσχων των χωνευτών, ο γηπεδικός Παπακωνσταντίνου του "Ένας Νέγρος Θερμαστής Από Το Τζιμπουτί", ο υπερηχητικός Νταλάρας του "Καραντί", η Χαρούλα που ξέρει πώς να σε κάνει να δακρύσεις με ένα "Φεύγω Και Μη Με Περιμένεις" –κι ας μην μπορεί πια να πει την "Ελένη" χωρίς ενισχύσεις στις ψηλές νότες– και ο συνθέτης που κολάζεται ακόμα μόνος στο πιάνο με το «μάνα θα πάω στα καράβια» του Νίκου Καββαδία, παραμένουν οι θεματοφύλακες του «σπουδαίου» στην εποχή που όλοι σχεδόν προσπαθούν να χαμηλώσουν τον πήχη του. 


Όπως έγραψα και πιο πάνω, όμως, δεν είναι ο τόπος και ο χρόνος για να ανοίξουμε τέτοιες κουβέντες. Στον Βύρωνα τιμήθηκε η παρακαταθήκη του Θάνου Μικρούτσικου, του συνθέτη εκείνου που μετρά εμβριθή έργα για μικρή ορχήστρα & μαγνητοταινία άγνωστα στο ευρύ κοινό, μα την ίδια στιγμή πέτυχε να κάνει και μεγάλα λαϊκά σουξέ με τραγούδια τα οποία μιλούσαν για περίεργα έως και ολίγον ακατάληπτα πράγματα : για άτομα που δεν χωρούσαν στην ύλη, για το πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία (και η ιστορία σιωπή), για νικημένους που τραύλιζαν άριες κάποιας όπερας, για μαχαίρια βγαλμένα θαρρείς από horror νουβέλες. 

Η υποδειγματικώς ομαδική εκτέλεση της "Ρόζας", με όλο σχεδόν το θέατρο να τραγουδά συγκινημένο τους στίχους, υπήρξε ιδανικό φινάλε καρδιάς και για μας και για τον Μικρούτσικο. Ό,τι και να γίνει στο εξής, η αγάπη καταγράφηκε με τον πλέον ηχηρό και αδιαφιλονίκητο τρόπο. 




23 Δεκεμβρίου 2022

Κώστας Λειβαδάς - συνέντευξη (2017)


Μία από τις πιο πλήρεις συζητήσεις που έχω κάνει με τον Κώστα Λειβαδά έγινε πίσω στο 2017, με αφορμή το άλμπουμ «Χαμένη Διαδρομή» που έβγαλε τότε, στο αναπάντεχο reunion του με τους Υπνοβάτες (δείτε κι εδώ).

Η κουβέντα μας πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε στον Τύπο για το promo της «Χαμένης Διαδρομής»


2014, χρόνια μαύρα για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, μέρες που πολλοί βούλιαξαν στον μικρόκοσμο των προβλημάτων τους –αλλά η παρέα που κάποτε συγκροτούσε τους Υπνοβάτες, έρχεται και πάλι κοντά. Πώς ήταν εκείνο το διάστημα και τι «έκανε τη μνήμη να αρχίσει να παίζει φλίπερ»;

E, αυτό ακριβώς είναι... Θα έλεγα ότι αμέσως μετά το άλμπουμ Του Λόγου Το Αληθές Μέρος 1ον: Γραμμένο Με Κόκκινο (2013) και την αρχή της επιτυχίας του τραγουδιού "Η Επιμονή Σου" μέσα στο καλοκαίρι-θρίλερ του 2015 (ακόμα και η γενέθλια συναυλία μου για το 18 Χρόνια Δρόμος έμελλε να γίνει την ημέρα που έκλεισαν οι τράπεζες), ένιωσα πολύ καθαρά ότι μπροστά μου ανοίγονταν δύο δρόμοι: ένας μιας αληθινά μεγάλης κατάθλιψης κι ένας της επανεκκίνησης ενός «18άρη». 

Έκλεισαν τότε πολλοί λογαριασμοί. Πήρα ένα πτυχίο που ήθελα καιρό και μετά, εντελώς αναπάντεχα, μέσω του Μανώλη Μπλαζαντωνάκη (πρώτου μπασίστα των Bloody Revolution), άρχισε να ξετυλίγεται ένα κουβάρι στοιχειωμένο και χαμένο. Παλιοί τίτλοι, ανολοκλήρωτα τραγούδια που το κάθαρμα θυμόταν από όταν ήμασταν 18άρηδες, setlists από συναυλίες, περιστατικά σε πρόβες... 

Κι όταν πια πήγαμε σπίτι του, αφού είπα δύο τραγούδια για το αρχείο μας, άκουσα για πρώτη φορά παλιές μας πρόβες τις οποίες αγνοούσα ότι υπήρχαν. Ύστερα ηχογραφήσαμε στο home studio του το "Απλά Και Μόνο" και τότε είπα ότι έπρεπε να ξαναβρώ τον Κώστα Καββαδία και το φάντασμα των Υπνοβατών.

Πόσο κοντά ή μακριά βρίσκονταν οι Bloody Revolution και οι Υπνοβάτες ως προς τι άκουγαν, τι έπαιζαν, τι επεδίωκαν; Αλήθεια, ο Γιάννης Ταρσούλης βρέθηκε καθόλου στους Υπνοβάτες;

Α, ήταν πολύ διαφορετικά συγκροτήματα... Στους Bloody Revolution, πρώτα-πρώτα, αρχηγός ήταν ο Ταρσούλης. Κάναμε πρόβες στο καμαράκι του, επίσης στη Νέα Πεντέλη, με παλτά και σκούφους τον χειμώνα. Δεν χωρούσαμε και πολύ, μάλιστα, οπότε είχα φάει πολλές φορές το μπάσο στο μάτι! Ακούγαμε Bad Company, Ten Years After, πολύ Rolling Stones, Chuck Berry, μπλουζ και πάντα (μα πάντα!) Neil Young και Van Morrison. Από κομμάτια δικά μας είχαμε μονάχα το "Απλά Και Μόνο": ένα πρωτόλειο μπλουζ, δικό μου, βγαλμένο κατευθείαν από τον Muddy Waters και τους Εξαδάχτυλος. Πολύ πρώιμο, με ήχο vintage για τα 1990s. 

Οι Υπνοβάτες ήταν κάτι άλλο, εντελώς. Κι ένα χαρμάνι πολύ ετερόκλητων επιρροών: Velvet Underground, Howard Devoto, οι Cure του Pornography, οι Billy Cobham και Ginger Baker τους οποίους λάτρευε ο ντράμερ μας, μέχρι και John Lennon, Paul McCartney, Stone Temple Pilots, Elvis Costello. 

Ως αποτέλεσμα, οι καυγάδες ήταν καθημερινοί! Το grunge είχε πλέον έρθει για τα καλά, εγώ επέμεινα για ελληνικό στίχο, ενώ μας ενδιέφερε κυρίως να γράψουμε δικό μας υλικό. Με τόσες τεράστιες αποστάσεις, στις setlists των ζωντανών μας εμφανίσεων χώραγαν άνετα διασκευές σε The Sound, New Model Army, David Bowie και Nirvana, μέχρι και στο "Looking For A Girl With A Washing Machine" των Big Sleep.

Όσο για τον Ταρσούλη, με την τρελή αγάπη του για τις μηχανές, τον χάσαμε εντελώς με τον καιρό. Μας έριχνε άλλωστε και κάποια χρόνια.

"Απλά Και Μόνο", Χριστούγεννα, χορός του λυκείου Νέας Πεντέλης. Τι έχει συγκρατήσει η μνήμη πιο έντονα από όλα αυτά;

Ε, χαμός, σαν αμερικάνικη ταινία... Οι φωτογραφίες του τότε, μοιάζουν σήμερα από την προϊστορική εποχή. Πριν τον χορό του λυκείου μας, την ώρα που κάναμε soundcheck και προσπαθούσαμε να κουμαντάρουμε τον ήχο με όσα ξέραμε, έκαναν παράλληλα γυμναστική και κάτι κυρίες, άστα να πάνε! Έξω ψιλοχιόνιζε, ο χορός είχε πολύ κόσμο και το αρχικό μας ψάρωμα ήταν τρελό. Στη διάρκεια όμως του λάιβ μας βγήκε θράσος, σαν να ήμασταν μεθυσμένοι, ενώ το "Απλά Και Μόνο" οδήγησε σε εφηβική έκρηξη και χορό.

Πού βρίσκεται όμως το "Απλά Και Μόνο"; Πώς και δεν μπήκε κι εκείνο στον δίσκο που έχουμε τώρα στα χέρια μας; 

Δεν το βάλαμε τελικά στον δίσκο, μας φάνηκε πολύ άγουρο, παρόλα τα Slim Harpo κόλπα του. Υπάρχει κι ένα άλλο μυστηριώδες και μονίμως ατελείωτο τραγούδι, ο "Κύριος Yardbird" –από τότε μέχρι σήμερα μπορεί να έχω γράψει και 40 κουπλέ. Κάποια στιγμή πρέπει πάντως να μπουν κάπου, έστω ως bonus tracks, καθώς αποτελούν τη ρίζα. Ήμασταν τρελοί με τα μπλουζ και εκπλήσσομαι που ο Μανώλης εξακολουθεί να παίζει Reverend Gary Davis.

Από την άλλη, το "Κρατήσου Απ' Τη Στάχτη" μας είναι ήδη γνώριμο ως "Στάχτη Του Ονείρου", από τον δίσκο του 2010 Κρατήσου Απ' Τη Στάχτη. Τι υπαγόρευσε την εκδοχή που ακούμε στη Χαμένη Διαδρομή

Το "Κρατήσου Απ' Τη Στάχτη" είναι ένα τραγούδι που λατρεύει ο Καββαδίας, αλλά κι ένα τραγούδι-γέφυρα για μένα. Πιστεύω επίσης ότι τώρα ηχογραφήθηκε πιο σωστά. Πέρα από την πλάκα, εδώ παίζαμε το αγαπημένο σπαστό τέμπο των Coldplay 20 χρόνια πριν, όπως και στα "Αεροδρόμια". Μάλλον θέλαμε λοιπόν να το νιώσουμε ξανά αυτό.

Με βάση το νέο υλικό που φτιάξατε μαζί, πώς αποτιμάτε τα όσα κάνατε τότε και τα όσα, ίσως, θα μπορούσατε να έχετε κάνει, αν δεν είχατε διαλυθεί; Έγιναν τέτοιες συζητήσεις μεταξύ σας;

Κοίτα, στην πραγματικότητα είναι μια πολύ τρελή ιστορία αυτή των Υπνοβατών, γιατί διαλύθηκαν ακριβώς τη στιγμή που πήγαιναν ν' αγγίξουν το όνειρο μιας δισκογραφικής έκδοσης. Κι εκείνο το παρολίγον θαύμα, άφησε κι ένα τραύμα, πολύ ύπουλο. Η διάλυση η ίδια, πάντως, έγινε για τους συνηθισμένους λόγους: οι τρεις σπούδαζαν ναυτιλιακά –ο ένας έφυγε μάλιστα αμέσως στο εξωτερικό κι εκεί ζει εδώ και 20 πια χρόνια– εγώ πέρασα στο Πανεπιστήμιο Κομοτηνής, ο άλλος έψαχνε να βρει δουλειά, υπήρχε επιπλέον ο στρατός και τα προσωπικά του καθένα. 

Τυραννήθηκα πολύ με τη σκέψη του τι θα είχε γίνει αν δεν διαλύονταν τότε οι Υπνοβάτες, παρόλο που η ζωή μου και μεγάλο μέρος από τα τραγούδια μου παρέμειναν έκτοτε σταθερά προσανατολισμένα στον ηλεκτρισμό και στην παντοδύναμη ενέργεια του rock 'n' roll. Ο Καββαδίας, πάντως, που κι αυτός διατηρεί το δικό του αγγλόφωνο γκρουπ σήμερα (τους Black Circus), είναι κατηγορηματικός ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Γιατί όλοι μας είχαμε να διανύσουμε μια διαφορετική ρότα –εντός κι εκτός μουσικής– κι εγώ ειδικά δεν θα είχα γράψει γύρω από όλα τα είδη μουσικής που με απασχολούσε να μπολιάσω με το ελληνικό τραγούδι.

Δεν ξέρω... Αν και η πλατιά μάζα στην Ελλάδα ποτέ δεν αγάπησε αυτά τα ιδιώματα (ή παραμένει εντελώς άσχετη μαζί τους), εγώ ακόμα το σκέφτομαι.

Έφερε δηλαδή τριγμούς μεταξύ σας η δική σας δημιουργική συνειδητοποίηση υπέρ του ελληνικού στίχου; Ήταν παράγοντας διάλυσης, μαζί με όλα τα υπόλοιπα που πολύ τσεκουράτα έχετε περιγράψει ως «υποχρεωτική στράτευση, σπουδές και παρέμβαση γονέων, έλλειψη κουλτούρας και δημοφιλίας του ηλεκτρικού τραγουδιού στην Ελλάδα, προσωπικές περιπέτειες, περιπλάνηση και άγνοια κινδύνου, εθισμοί και ρίσκα και, κάτω από όλα, ανωριμότητα και κορίτσια»;

Όχι. Υπήρξε αιτία λογομαχιών στην αρχή, αλλά δεν ήταν στους λόγους της διάλυσης. Φαγωνόμασταν περισσότερο για την κατεύθυνση του ήχου και για τις ενορχηστρώσεις, όμως είχαμε πια μπει για τα καλά στο τριπ. Από τότε μάλιστα υπήρχε όχι μόνο το πρώτο μου τραγούδι που ηχογραφήθηκε ποτέ –το "Είμαι Ακόμα Ζωντανός" (Γιώργος Δημητριάδης & Μικροί Ήρωες)– αλλά και το αρχικό προσχέδιο του "Σα Να Μην Πέρασε Μια Μέρα", με το ραπάρισμα, με διαφορετικό ρεφρέν και με funky κουπλέ!

Με εσάς φοιτητή στην Κομοτηνή, σε εποχές δίχως ίντερνετ, πώς μπόρεσε και διατηρήθηκε το σχήμα; 

Ήταν μια τρέλα το Κομοτηνή-Αθήνα, για όσο το άντεξα. Ανεβοκατέβαινα με το ΚΤΕΛ, 12ωρα επί 12ώρων, ή με το αργό τρένο, 3 μπορεί και 4 φορές κάθε μήνα. Ε, και κλασικά, τηλέφωνα με μετρητές σε περίπτερα, σταθερό πιο μετά, «το άκουσες αυτό;», «βγήκε εκείνο», «αγόρασε το άλλο». 

Στο δισκάδικο του Θανάση Γκαϊφύλλια στην Κομοτηνή –ο οποίος μου στάθηκε σαν πατέρας– βρήκα τον παράδεισό μου. Και δεν το 'χε και σε τίποτα ο Θανάσης, να βάλει στο τέρμα μια καινούρια κυκλοφορία στις 10 το πρωί. Την αγάπησα την Κομοτηνή, πολύ. Εκεί αποφάσισα ότι θα αφιερωθώ οριστικά στη μουσική. Έγραφα από το πρωί ως το βράδυ και, μετά τη διάλυση των Υπνοβατών, έδωσα εκεί την πρώτη μου συναυλία και κυκλοφόρησα και τα δύο πρώτα μου κομμάτια. Στα οποία τραγουδούσα κιόλας, σε παραγωγή Γκαϊφύλλια.

Τα demo για τα οποία τόσο σκληρά δουλέψατε με τους Υπνοβάτες, έφτασαν εν τέλει στον Γρηγόρη τον Βάιο της Wipe Out; Και ποια ήταν η γνώμη του;

Ο Βάιος «ο ΨΥΧΟΡΟΚ» ήταν και είναι μια θρυλική φυσιογνωμία για εμένα. Ήταν φίλος του αδερφού μου, αλλά και όλων των παλιών μηχανόβιων της Πεντέλης: σύχναζαν στο Maze της Πανόρμου, όπως και στο 7 Plus 7 της Ηφαίστου. Λόγω και των εκπομπών του, κυρίως όμως λόγω της ηγετικής του φυσιογνωμίας, με είχε επηρεάσει πολύ. Δεν έχανε μάλιστα ευκαιρία να μου προτείνει τρελά πράγματα, ήδη απ' όταν ήμουν 14 χρονών. «Παρ'το και φύγε», μου έλεγε, με το βινύλιο να βρίσκεται σε αδιαφανή σακούλα, χωρίς καν να μπορώ να δω τι πληρώνω στο ταμείο! (γέλια) Ένα από τα αριστουργήματα που μου είχε δώσει ήταν και το Jacobites των Nikki Sudden & Dave Kusworth (1984).

Ενθουσιάστηκε λοιπόν όταν του είπα ότι έχουμε δικό μας γκαράζ στη Νέα Πεντέλη. Και, όταν άκουσε το δεύτερο demo μας (το βελτιωμένο), μου 'χε πει «κάντε άλλα 2 τραγούδια και το βγάζω». Τι παράσημο! Κι όμως, σε 2 μήνες από τότε, διαλυθήκαμε. Την πιο λάθος ώρα... Τα 2 έξτρα κομμάτια, που δεν άκουσε ποτέ ο Γρηγόρης, μπήκαν τώρα στη Χαμένη Διαδρομή.

Τι μέλλει γενέσθαι με τους Υπνοβάτες; Θα σας δούμε live μέσα στο 2017; Θα υπάρξει δισκογραφική συνέχεια; 

Έλα ντε... Θέλουμε πολύ κάποιο δεύτερο άλμπουμ κι εγώ και ο Καββαδίας, κάτι πολύ πιο απελευθερωμένο! (γέλια) Είναι η πηγή μας, δεν γίνεται αλλιώς. Ακόμα κι αν τότε τα ραδιόφωνα, αν μπορούσαν, θα είχαν καταργήσει και τις ηλεκτρικές κιθάρες και τα μπασοτύμπανα. Comes a time, όμως, αυτό που λέμε εδώ για τον τροχό... 

Φυσικά και θα παίξουμε ζωντανά, κλαμπίστικα, καθώς θα χειμωνιάζει, όπως τότε –αν και ίσως κάνουμε και μια επετειακή συναυλία μόνο για Πεντελιώτες. Ήδη βέβαια έχω εντάξει τραγούδια των Υπνοβατών και στις δικές μου εμφανίσεις.



09 Δεκεμβρίου 2022

Κώστας Λειβαδάς & Υπνοβάτες - Χαμένη Διαδρομή [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από τo 2017 στο άλμπουμ «Χαμένη Διαδρομή» του Κώστα Λειβαδά. Ο οποίος άφησε τότε, για λίγο, τη σόλο πορεία του ως τραγουδοποιός, ώστε να ξανασυναντήσει τους Υπνοβάτες: το συγκρότημα που είχε για μικρό διάστημα πίσω στις αρχές του 1990. 

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με πολύ μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία, με τον Λειβαδά και τον Κώστα Καββαδία, προέρχεται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο στο πλαίσιο του σχετικού promo 


Χωράει μεγάλη συζήτηση, αλλά τα τελευταία (αρκετά) χρόνια, ενώ υποτίθεται ότι ακούμε πολύ ροκ, μένω σταθερά με την εντύπωση ότι τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει –και σίγουρα όχι εντός συνόρων. Είναι παλιές σκέψεις αυτές, μου τις έφερε όμως ξανά ο νέος και παλιός μαζί δίσκος του Κώστα Λειβαδά. 

Ακούγεται παράδοξο αυτό το «νέος και παλιός μαζί» για όσους δεν γνωρίζουν το ιστορικό τούτης της Χαμένης Διαδρομής, αλλά είναι κυριολεκτικό: εδώ έχουμε 4 τραγούδια γραμμένα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν και ήταν ενεργοί οι Υπνοβάτες (με ατόφιες τις τότε ενορχηστρώσεις τους), συν 4 που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια, όταν ο Λειβαδάς ξαναβρέθηκε με τους τότε συνοδοιπόρους Κώστα Καββαδία (κιθάρες και όχι μόνο), Μανώλη Ελισαίο (μπάσο) & Μάκη Πεκτζιλίκογλου (τύμπανα). 

Το ποιο είναι παλιό κομμάτι και ποιο καινούριο, τώρα, δεν ξεχωρίζει –τουλάχιστον όχι σε πρώτη ματιά. Κι αυτό το λέω για καλό, γιατί υπάρχει μια ενιαία αισθητική, καθώς και μια αίσθηση συνόλου, όπως και ροή, που σε κάνει να παίζεις τον δίσκο στο repeat δίχως να βαριέσαι. Είναι τέτοια η κατάσταση στο ελληνικό ρεπερτόριο σήμερα, ώστε εδώ θα μπορούσε να τελειώνει η παρούσα αποτίμηση χωρίς να χρειαστεί να προστεθούν περισσότερα. Αλλά ας επιμείνουμε λίγο ακόμα.

Η αισθητική των Υπνοβατών απηχεί τις ηλεκτρικές ανησυχίες της δεκαετίας του 1990 και, από μια τέτοια άποψη, ίσως ο δίσκος να ακουστεί «παλιός» σε νεότερα αυτιά, χαμένος σε αναζητήσεις οι οποίες έγιναν περιθωριακές όταν κατέπεσε το οικοδόμημα του «ελληνικού ροκ». Οι επιρροές τους, επίσης, είναι ευδιάκριτες, είτε για αμερικάνικα πράγματα μιλάμε, είτε για βρετανικά, είτε για τον Γιώργο Δημητριάδη και τους Μικρούς Ήρωες –γιατί, αν συγγενεύει με κάτι η Χαμένη Διαδρομή, είναι με το δικό τους δισκογραφικό ντεμπούτο Αφορμές Για Ανταρσία (1994), το οποίο βγήκε όταν περίπου διαλύονταν οι Υπνοβάτες: το τραγούδι "Τα Βλέπω Όλα" αποτελεί χαρακτηριστικό στιγμιότυπο.

Ωστόσο όλο το ζουμί βρίσκεται νομίζω σε αυτή την τύποις «αχίλλειο πτέρνα». Αφενός γιατί το καινούριο που μας σερβίρεται τα τελευταία χρόνια πολύ συχνά ανακατασκευάζει ηχητικούς κόσμους ακόμα παλαιότερους των 1990s, οπότε το επιχείρημα «παλιό» και «νέο» εξανεμίζεται –τουλάχιστον για όσους από μας δεν νοιαζόμαστε να παίξουμε παίγνια hype και coolness. Αφετέρου γιατί ο Λειβαδάς με τους Υπνοβάτες αποτυπώνονται γλαφυρότατα ως rockers, με έναν τρόπο που τόσες και τόσες μπάντες νέων παιδιών δεν έχουν καταφέρει, βραχυκυκλωμένες σε εναλλακτικές διαδρομές στις οποίες περισσεύει το στυλ μα χάνεται η ιδρωμένη διάσταση της rock 'n' roll υπόθεσης, όπως και η έξαψη που τη συνόδευσε ιστορικά καθώς διασυνδέθηκε με την αξία και τη σημασία της δήλωσης «είμαι νέος». 

Έτσι, τραγούδια όπως η "Χαμένη Διαδρομή", το "Πάνω Απ' Τη Διασταύρωση" ή το "Λες Να Μην Ξέρω" επαναφέρουν σε ένα χλιαρό indie παρόν τη διασύνδεση των ανοιχτών ενισχυτών με το ξεδίψασμα της εσώτερης πυρκαγιάς («ένα τραγούδι να διαλύσει την αντάρα»), με την απελπισία που μπορεί να συνοδεύει το γκρέμισμα κάποιων πρώτων συναισθηματικών σταθερών –μαθαίνοντάς μας the hard way την ικανότητα της ατέλειωτης ρόδας του χρόνου να μας σκορπά («συντρίμμια οι σκάλες που έφταναν στον ουρανό/παλεύουμε τώρα στο άγριο κενό»)– αλλά και με την αλήθεια της όποιας συνοικίας μπορεί να μας διαμορφώνει, γενόμενη στα μάτια μας «περιφέρεια μέσα στο περιθώριο».

Τη διασύνδεση, εν τέλει, εκείνου που τραγουδάς με αυτό που έχεις βιώσει και σε τσουρουφλάει. Και όχι με την πιστή αναπαραγωγή της όποιας φάσης μπορεί να θαύμασες ακούγοντας τον τάδε δίσκο ή ίσως βρήκες να θεωρείται cool σε ορισμένες γωνιές του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. 



07 Δεκεμβρίου 2022

Νατάσσα Μποφίλιου - ανταπόκριση (2016)


Λες και δεν έχουμε μύρια σοβαρότερα προβλήματα σε αυτή την κοινωνία, ορισμένοι στα social media αποφάσισαν να σχολιάσουν πώς ντύνεται η Νατάσσα Μποφίλιου και γιατί βρίσκεται ταξίδι στο Λονδίνο, ενώ στις συνεντεύξεις αποκαλύπτεται ως Αριστερή. Ακόμα και η έγκυρη (πάλαι ποτέ, τώρα...) «Καθημερινή» ένιωσε την ανάγκη να σχολιάσει τα γεγονότα –αρκετά έξυπνα βέβαια ώστε να μην ταυτιστεί με τέτοιες συμπεριφορικές, μα ως πάτημα (τελικά) για έναν ακόμα γύρο στείρας πολιτικολογίας.  

Απίστευτες βλακείες, αν με ρωτάτε –εμένα που δεν είμαι καν με την Αριστερά. Πώς όμως το ένα έφερε το άλλο και βρέθηκα να κάνω νέες ανασκαφές στο αρχείο μου, για να εντοπίσω τη Νατάσσα Μποφίλιου στον «Βοτανικό», τον Μάρτη του 2016. 

Περιπετειώδης βραδιά, αφού η δημοφιλής ερμηνεύτρια δεν βρέθηκε στην καλύτερή της μέρα (αρχικά, τουλάχιστον), ενώ εμένα δεν με είχαν στην είσοδο, στους καλεσμένους, παρότι μέσα με περίμενε τραπέζι. Ευτυχώς ήταν μαζί ο φίλος και συνοδοιπόρος (τότε) στα μουσικά Δημήτρης Μεντές, ευτυχώς εντόπισε τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε. Το τραπέζι το χάσαμε, αλλά βολευτήκαμε στο μπαρ –επρόκειτο για άτυχη παρεξήγηση κάπου στο σύστημα, που επιλύθηκε δυο μέρες μετά.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Αφροδίτη Χουλάκη. Η οποία, σημειωτέον, ήταν στη guest list! 


Υποθέτω ότι κομμάτι του να είσαι η Νατάσσα Μποφίλιου, αποτελεί και το να μπορείς να διαχειριστείς μια βραδιά στην οποία τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Δεν είναι εύκολο: η περίσταση ζωντανή, το πρόγραμμα έχει διάρκεια και όλο το άγχος πέφτει πάνω σου, καθώς είσαι η σταρ. Είναι όμως και «διαπιστευτήρια», συνάμα. Πρώτα-πρώτα του γιατί είσαι εσύ η σταρ και όχι κάποια άλλη. 

Παρά την έξοδο του τριημέρου της 25ης Μαρτίου, ο Βοτανικός ήταν γεμάτος. Και το νέο πρόγραμμα της Μποφίλιου είχε να προσφέρει εκπλήξεις, μα και συγκινήσεις. Ομολογώ ότι σε πρώτη ματιά η σκηνοθεσία του Άγγελου Τριανταφύλλου μου φάνηκε φτωχή· άλλαξα όμως άποψη παρακολουθώντας, βρίσκοντάς τη λειτουργική. Μπορεί τις περισσότερες διασυνδέσεις με το άτυπο αθηναϊκό concept του νέου δίσκου της Μποφίλιου να τις πέτυχαν τελικά οι βιντεοπροβολές του Χρήστου Γκίνη, πάντως η σκηνή έδωσε την αίσθηση δωματίου σε κάποιο ξενοδοχείο, κάτι που με κέρδισε. 

Όπως με κέρδισαν και οι ενορχηστρώσεις του Θέμη Καραμουρατίδη (σε συνεργασία με τον Άρη Ζέρβα, τον τσελίστα της μπάντας), που φάνηκε να εκπορεύονται από το καινούριο υλικό, μα να διαχέεονται και σε παλιότερα τραγούδια –με ευεργετικά αποτελέσματα, κυρίως ως προς τη χρήση πνευστών (τρομπέτα, σαξόφωνο, κλαρινέτο). Είδαμε επίσης υποδειγματικά φώτα (δουλειά του Χρήστου Προδρόμου), ενώ ακούσαμε και μια θαυμάσια ορχήστρα, από την οποία κανείς μεν δεν υστέρησε, μα είχαμε διακριθέντες: τον πολυοργανίστα Νίκο Μέρμηγκα σε λαούτο, λάφτα, μπουζούκι + μαντολίνο και τον ντράμερ Μανώλη Γιαννίκιο. 

Να σημειώσω εδώ πως η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Θέμης Καραμουρατίδης και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος επιμένουν σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για το πώς στήνουν παραστάσεις όταν υπάρχει καινούριο υλικό, που πολύ μου αρέσει. Δεν προηγείται δηλαδή ο δίσκος και έπονται τα live, μα τα νέα τραγούδια λειτουργούν ως κορμός των συναυλιών και «κοινωνούνται» στον κόσμο, πριν οι στούντιο εκδοχές τους βρεθούν συσκευασμένες στο δισκοπωλείο. Είναι μια αντίληψη ριζωμένη στην αξία της σκηνής και στη ζωντανή επαφή με το κοινό, η οποία εμπεριέχει και το ρίσκο της: αν η εκάστοτε φρέσκια πρόταση είναι ασθενής, ενδέχεται όπως καταλαβαίνετε να συμπαρασύρει και τις εμφανίσεις. 

Εν προκειμένω, η Βαβέλ τούς βρίσκει νομίζω σε καλό μονοπάτι, καθώς ξαναπιάνουν κατά έναν τρόπο το νήμα των αρχικών τους δίσκων –εκείνων που τους ήθελαν να είναι νέοι, να κατοικούν στην Αθήνα των δικών μας καιρών και να γράφουν γι' αυτό. Πρόκειται για σημαντική παράμετρο, γιατί αρκετοί τους αγαπήσαμε ακριβώς για την ικανότητά τους να μιλάνε για κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα ορισμένοι να αποστασιοποιηθούν στη συνέχεια, όταν τα τραγούδια έγιναν κάπως πιο μεγαλίστικα κι απεμπόλησαν την ξεκάθαρη «τοπικότητά» τους.   


Σε πρώτη ακρόαση, βέβαια, δεν μπορώ να πω ότι άκουσα κάτι το συναρπαστικό, ενώ σίγουρα άκουσα πράγματα που μου φάνηκαν άστοχα. Σαν εκείνο το τραγούδι με τον αετό, για παράδειγμα. Δεν ξέρω αν ήταν όντως το «χειρότερο» της νέας συγκομιδής ή αν το πρόσεξα πιο πολύ, λόγω της περίοπτης θέσης του, στην έναρξη του δεύτερου τμήματος του προγράμματος. Από την άλλη, η ίδια η "Βαβέλ", ένα τραγούδι με αθηναϊκό επίκεντρο –κι ένα ακόμα που ίσως να λέγεται "Αντιγόνη"– ήχησαν ως αξιόλογες καταθέσεις, που έμειναν στη μνήμη και μετά την παράσταση. Το πρώτο ειδικά προβλέπω να κάνει τη δική του καριέρα στα ραδιόφωνα, καθώς είναι αυτό που λέμε «πιασάρικο». 

Όμως, όταν πας «στη Νατάσσα Μποφίλιου», πας για να χαρείς πρώτα και κύρια τη Νατάσσα Μποφίλιου, όσο σημαντικές παράμετροι κι αν υπάρχουν από δίπλα. Και το Σάββατο η πρωταγωνίστρια δεν ήταν στην καλύτερή της μέρα. Έχω την αίσθηση ότι υπήρχε κάποιο ζήτημα με τον ήχο. Όχι με το τι ακούγαμε εμείς, εμείς ακούγαμε πολύ καλά και καθαρά τα πάντα –με το τι άκουγε αυτή. 

Αλλά το σημαντικότερο θέμα «έτρεχε» με το κοινό. Φίσκα μεν ο Βοτανικός, μα τσιγκούνης στις αντιδράσεις του ο κόσμος, ειδικά στο πρώτο μέρος. Στο δεύτερο πήρε μεν μπροστά και τον ακούσαμε ανά περιστάσεις (ειδικά σε αγαπητές επιτυχίες σαν το "Μέτρημα", το "Η Καρδιά Πονάει Όταν Ψηλώνει" ή το γκραν φινάλε με το "Εν Λευκώ"), αλλά και πάλι είχα την αίσθηση ότι ο ενθουσιασμός εντοπιζόταν περισσότερο στη «γαλαρία» (στα πίσω τραπέζια και σε εκείνα του εξώστη), παρά στα τραπέζια έμπροσθεν της Μποφίλιου. Μη βιαστείτε τώρα να πείτε «την ψωνάρα»: δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία τραγουδίστρια που χρειάζεται να υπάρχει ένα δούναι και λαβείν, προκειμένου να λειτουργήσει πάνω στη σκηνή.

Το αποτέλεσμα ήταν στο πρώτο μέρος του προγράμματος να τη φοράνε οι στίχοι, αντί να τους φοράει: η φωνάρα της ήταν εκεί, σωστή, λαμπερή, εντυπωσιακή, μα οι λέξεις έπεφταν και θρυμματίζονταν. Σαν να μη μπορούσε να τους δώσει συναισθηματικό βάρος. Και πάλι, βέβαια, την ευχαριστιόσουν ακόμα κι έτσι, πέτυχε μάλιστα να πει ωραία το "Ξύπνα Αγάπη Μου" της Τζένης Βάνου. Όμως την έχω δει πια κάμποσες φορές και γινόταν αισθητό ότι κάτι έλειπε. Αλλά στο δεύτερο μέρος η Μποφίλιου μπήκε αποφασισμένη να τουμπάρει την κατάσταση. Με διαφορετικό φόρεμα, μα και με διαφορετικό αέρα, ανάγκασε το κοινό να ξυπνήσει κι έπιασε ανά σημεία επιδόσεις στις οποίες –κακά τα ψέματα τώρα– δεν μπορεί να φτάσει άλλη γυναικεία φωνή της δικής της φουρνιάς. Έτσι, η τελική γεύση ήταν αυτή της ικανοποίησης. Κι αποτελεί credit κάτι τέτοιο για την καλλιτεχνική της περσόνα, για να ξαναπιάσω κι όσα έλεγα στην αρχή: γιατί, μέρος του να είσαι σταρ, είναι και να μπορείς να «γυρνάς το παιχνίδι», όταν βρίσκεσαι να χάνεις στο ημίχρονο. 

Φεύγοντας, λέγαμε με τον Δημήτρη Μεντέ κάτι με το οποίο αρμόζει να κλείσω αυτή την ανταπόκριση, από την άποψη ότι θα έπρεπε να βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή των συζητήσεων που γίνονται για τη Μποφίλιου, τον  Καραμουρατίδη και τον Ευαγγελάτο. Οι οποίοι εισπράττουν μεγάλη αγάπη, μα και μεγάλη γκρίνια (έως και δριμύτατα «κατηγορώ») εντός και εκτός των έντεχνων τειχών, για το τι είπαν, πώς το είπαν, τι γράφουν, για ποιον το γράφουν (εσχάτως), τι τραγουδάνε. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές διαβαθμίσεις σε όλα τούτα –και φθόνο σκέτο θα βρείτε και αλήθειες– μα εν τέλει ελάχιστοι συζητούν για τα ουσιώδη: ότι είναι νέοι άνθρωποι και μπορούν να στήσουν ένα μεγάλο, μαζικό πρόγραμμα με τα δικά τους τραγούδια, χωρίς να το γεμίζουν με του κόσμου τις διασκευές. Σκεφτείτε το λίγο, πέρα από την ...κολοκυθόπιτα του τι γουστάρει ο καθένας μας να ακούει σπίτι του. 



05 Δεκεμβρίου 2022

StarWound - συνέντευξη (2016)


Μια συνέντευξη από τον Σεπτέμβριο του 2016 με το εγχώριο συγκρότημα StarWound, σε ένα μεταίχμιο της πορείας τους, αφού ήταν έτοιμοι, τότε, για την πρώτη τους ευρωπαϊκή περιοδεία.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της μπάντας


Έχετε έναν ήχο στον οποίον ανακατεύονται κάμποσα πράγματα. Πώς προκύπτουν οι ισορροπίες του, όταν δουλεύετε μαζί;

Είμαστε 5 άτομα με διαφορετικές μουσικές και αισθητικές καταβολές και ο ήχος μας προκύπτει από αυτήν ακριβώς την ένωση. Δεν έχει χρειαστεί να «κρατήσουμε» ισορροπίες μέχρι στιγμής. Όταν κάποιος από μας φέρνει μια ιδέα, πέφτουν πολλές διαφορετικές απόψεις στο τραπέζι και τελικά κρατάμε πάντα εκείνες που λειτουργούν καλύτερα για το συγκεκριμένο κομμάτι. 

Γι’ αυτό και κάποια τραγούδια έχουν πιο ροκ ήχο, ενώ άλλα διαθέτουν πιο ευδιάκριτα τζαζ ή και progressive στοιχεία. Υπάρχει σε όλα μια θεατρικότητα, πάντως, που παραπέμπει στο καμπαρέ και χαρακτηρίζει συνολικά τον ήχο μας.

Πώς φτάσατε στην ονομασία StarWound; Σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για σας η σύνθετη αυτή λέξη;  

Ψάχνοντας για το όνομα της μπάντας πέσαμε πάνω στη φράση «star wound», η οποία περιγράφει το σημάδι που αφήνει η πτώση ενός μετεωρίτη πάνω στη Γη. Πιο ποιητικά, είναι η πληγή που προκαλεί η πτώση ενός άστρου… Έχει έναν σκληρό λυρισμό η φράση αυτή και μας φάνηκε ότι ταίριαζε αρκετά στη μουσική μας. 

Πρωτοφανήκατε στο Faust το 2012, με την παράσταση «Talking About A Revolution». Και τότε, πράγματι, η πολιτική πρωταγωνιστούσε στον δημόσιο βίο, καθώς βιώναμε με άγριο τρόπο τις συνθήκες της Κρίσης. Θα έστεκε σήμερα μια τέτοια παράσταση, 4 μόλις χρόνια μετά, μα με πολλούς να αδιαφορούν πλέον για τα πολιτικά; 

Μια παράσταση με τέτοια θεματική θα είναι πάντα επίκαιρη. Άλλωστε, αυτό που είχαμε κάνει τότε ήταν να χρησιμοποιήσουμε διαχρονικά σύμβολα όπως οι Sacco και Vanzetti και να τα παραλληλίσουμε με τα βιώματα του σήμερα. Θέλαμε να βάλουμε τον κόσμο να σκεφτεί. 

Συγχέουμε την πολιτική σκέψη με την πολιτική κουβέντα… Τότε ο κόσμος απλά γκρίνιαζε, τώρα –όντας ακόμα πιο εγκλωβισμένος– έχει πάθει καθίζηση. Αλλά, τελικά, έχουμε σκεφτεί πραγματικά τι μας συμβαίνει και ποια είναι η ευθύνη μας σε αυτό; Τέτοια ερωτήματα προσπαθούμε να απαντήσουμε και οι ίδιοι στον εαυτό μας, μέσα από τα τραγούδια μας.  

Τι χρειάστηκε να αλλάξει στον τρόπο με τον οποίον γράφατε και στήνατε συναυλίες, όταν κατόπιν μπήκε ο ντράμερ Ηλίας Καραχάλιος στη σύνθεσή σας (2013); 

Η ενσωμάτωση του Ηλία στη μπάντα εμπλούτισε πάρα πολύ τον ήχο μας, αλλά και το δυναμικό μας σε επίπεδο σύνθεσης. Ο Ηλίας δεν είναι ένας απλός ντράμερ. Συνθέτει υπέροχα κομμάτια και συμμετέχει πολύ ενεργά στην ενορχήστρωση. Το γεγονός ότι από 4 γίναμε 5 μας επηρέασε πρακτικά μόνο στο ότι χρειαζόμαστε λίγο μεγαλύτερες σκηνές για να παίξουμε!

Πώς «συμβιβάζετε» αλήθεια τον λυρισμό που σας διακατέχει δημιουργικά με τον ρεαλισμό ο οποίος σας εμπνέει; 

Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση… Έχει να κάνει με το άτομο. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θέλουν να ξεφεύγουν και να κρύβονται από όλο αυτό που συμβαίνει. Θεωρείς τυχαίο που έχουν έξαρση τόσα είδη «διασκεδαστικής» μουσικής; 

Εμείς, πάλι, έχουμε ανοιχτούς πόρους: μας κατακλύζουν όσα συμβαίνουν και απλά προσπαθούμε να συνδιαλλαχθούμε μαζί τους. Ο λυρισμός μας έχει να κάνει ακριβώς με τις ευαισθησίες που έχουμε σαν άτομα. Ο ρεαλισμός έχει να κάνει με την κοινωνική σκληρότητα την οποία βιώνουμε. Ο μεσάζοντας, τελικά, είναι τα ίδια μας τα τραγούδια. Αυτό δηλαδή που θέλουμε να κάνουν τα τραγούδια μας στο κοινό, έχουμε φροντίσει να το κάνουν πρώτα σε εμάς.     

Η αγγλική γλώσσα την οποία χρησιμοποιείτε, δεν αμβλύνει το «μήνυμα» των στίχων; Σκεφτήκατε ποτέ να έχετε κάποια έστω κομμάτια του πρώτου σας δίσκου Miles To Walk (2015) στα ελληνικά, με δεδομένο ότι σας απασχολεί και η κοινωνική κριτική;

Ο αγγλικός στίχος ήταν κάτι που προέκυψε… Στις πρώτες μας συνθετικές  απόπειρες θεωρήσαμε πως η αγγλική γλώσσα ταιριάζει καλύτερα από άποψη αισθητικής στη μουσική την οποία θέλαμε να δημιουργήσουμε. 

Σαφέστατα ο αγγλικός στίχος στην Ελλάδα δυσκολεύει κάπως τα πράγματα, αφού οι στίχοι μπαίνουν ίσως σε δεύτερη μοίρα –παρότι για μας είναι ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι της δημιουργίας μας. Ωστόσο είχαμε εξαρχής τη διάθεση να «ανοίξουμε» τη μουσική μας και σε ένα διεθνές κοινό, κάτι που διευκολύνεται πολύ έτσι. 

Το "Buy Me" το άκουσα αρκετά στο ραδιόφωνο, τι σήμανε όμως για σας αυτό το airplay ως προς τα πρακτικά; Φτιάχτηκε π.χ. ένας συμπαγής πυρήνας κοινού; Έγινε πιο εύκολο να κλείνετε συναυλίες;

Δεν το νιώθεις στην καθημερινότητά σου, υπάρχουν όμως εκείνες οι στιγμές που σου δείχνουν τι έχει συμβεί –όπως για παράδειγμα όταν αρχίζουν να πληθαίνουν τα άγνωστα πρόσωπα στις εμφανίσεις σου ή όταν αρχίζουν αυτά τα πρόσωπα να τραγουδούν τη μουσική σου. 

Ναι, έχει διευκολυνθεί το κομμάτι της εξωτερίκευσης της μπάντας. Είναι πιο εύκολο να επικοινωνείς με κάποιον υπεύθυνο για τη δουλειά σου και την ώρα που ξεκινάς να μιλήσεις για αυτήν, εκείνος να σε διακόπτει λέγοντας απλά «σας έχω ακούσει»…

Τι θα παρουσιάσετε στο ΙΛΙΟΝ plus στις 6 του Οκτώβρη; Και τι περιλαμβάνουν αυτή τη στιγμή τα σχέδιά σας για το υπόλοιπο 2016;

Στις 6 Οκτωβρίου θα είναι το πρώτο live της νέας σεζόν τόσο για μας, όσο και για το ΙΛΙΟΝ plus! Θα είναι ένα ανανεωμένο live. Εκτός από κομμάτια του Miles To Walk και κάποιες αγαπημένες διασκευές, θα παρουσιάσουμε για πρώτη φορά δύο καινούριες  μας συνθέσεις. 

Σημαντική αλλαγή θα έχει επίσης και η σύνθεση της μπάντας: μαζί μας θα βρίσκεται ο μπασίστας Γιώργος Κοκκινάρης, ο οποίος θα αντικαταστήσει για έναν περίπου χρόνο τον μόνιμο μπασίστα μας Γιάννη Σταυρόπουλο, καθώς ο τελευταίος θα λείψει για ένα διάστημα στο εξωτερικό, για επαγγελματικούς λόγους.

Τα σχέδιά μας για τη σεζόν 2016-2017 περιλαμβάνουν αρκετές εμφανίσεις στην Αθήνα και στην επαρχία κι επίσης την προετοιμασία της πρώτης μας ευρωπαϊκής περιοδείας! Την Άνοιξη του ’17, λοιπόν, σκοπεύουμε να βρεθούμε με τη μουσική μας σε Βέλγιο, Γαλλία και Αγγλία.



04 Δεκεμβρίου 2022

Η Ανθρώπινη Φωνή - ανταπόκριση όπερας (2019)


Το τέλος μιας σχέσης είναι υπόθεση με διαχρονική ίντριγκα. Γι' αυτό και δεν με εξέπληξε που είδα και την «Ανθρώπινη Φωνή» (La Voix Humaine) στο πρόγραμμα της φετινής θεατρικής σεζόν, η οποία ανεβαίνει στο θέατρο «Μικρό Χορν» σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χωριατάκη, με πρωταγωνίστρια τη Λουκία Μιχαλοπούλου.

Άλλωστε ως θεατρικό μονόπρακτο την έγραψε στα 1928 ο Ζαν Κοκτό. Εμένα όμως με έκανε να θυμηθώ ότι την είδα σαν όπερα πίσω στον Γενάρη του 2019, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής –στη μεταγραφή που έκανε στα 1958 ο Γάλλος συνθέτης Francis Poulenc. Στο μεταξύ, μάλιστα, μεσολάβησε και μια κινηματογραφική βερσιόν (1948).

Είχα ενστάσεις για ό,τι είδα, μα η πρωταγωνίστρια Έλενα Κελεσίδη άξιζε το χειροκρότημα, για τη θεατρική και τραγουδιστική της υπερ-προσπάθεια. Ένα κείμενο για την παράσταση γράφτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που παραχωρήθηκε ως promo στον Τύπο και ανήκουν στον Δημήτρη Σακαλάκη


Το τέλος μιας σχέσης είναι υπόθεση που δεν θα πάψει ποτέ να ιντριγκάρει την Ανθρωπότητα. Κάτι που μάλλον εξηγεί και την προσέλευση στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για την «Ανθρώπινη Φωνή» (La Voix Humaine), η οποία καταγράφηκε λίαν ικανοποιητική, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν η πρώτη παράσταση για την όπερα του Francis Poulenc. Οι προσδοκίες, αρκετές· στο φινάλε, ωστόσο, αν κι έχεις πράγματι αρκετά να χειροκροτήσεις, μένεις να σκέφτεσαι όχι το αν σου άρεσε, μα το πόσο σου άρεσε. 

Μέρος του προβληματισμού ίσως οφείλεται στο ότι η «Ανθρώπινη Φωνή» γράφτηκε ως θεατρικό μονόπρακτο (1928), για να γίνει όπερα 30 χρόνια αργότερα (1958) κι ενώ στο μεταξύ (1948) είχε μεσολαβήσει μια κινηματογραφική βερσιόν –από τον Roberto Rossellini. Δεν είναι αυτονόητη η σύνδεση των μέσων αυτών: σε κάθε περίπτωση κάτι χάνεις, κερδίζοντάς το βέβαια αλλού. Ενδέχεται λοιπόν η «Ανθρώπινη Φωνή» να παραμένει στο φόρτε της πάνω στο θεατρικό σανίδι, παρά στα χείλη μιας σοπράνο. Αν και ο ίδιος ο δημιουργός της, ο Ζαν Κοκτώ (Jean Cocteau), δήλωσε ενθουσιασμένος με την όπερα του Poulenc βλέποντας την πρεμιέρα του 1958 με τη Denise Duval, θεωρώντας τη ως την πληρέστερη μεταφορά των όσων είχε γράψει. 

Ο διάβολος ίσως κρύβεται στις λεπτομέρειες. Στην Εναλλακτική Σκηνή ο Παναγής Παγουλάτος διάλεξε λιτή σκηνοθεσία, με ένα μεγάλο κρεβάτι στο μέσον (με τη φιγούρα του συνομιλητή να βρίσκεται ξαπλωμένη εκεί, ένα ωραίο εύρημα, το οποίο καθιστούσε νοερώς απτή την απούσα παρουσία του), πάνω και γύρω από το οποίο διαδραματιζόταν όλη η δράση, αφού η πρωταγωνίστρια απεικονίζεται κλεισμένη στο δωμάτιό της, κρεμασμένη πάνω από το τηλέφωνο. 

Λειτουργικά πράγματα, που έγιναν ακόμα πιο λειτουργικά χάρη στους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα. Όμως η εποχή ήθελε τηλέφωνο με καντράν και συνδιαλέξεις μέσω κέντρου. Δεν μπόρεσα λοιπόν σε κάποιο σημείο να μη σκεφτώ τι καλώδιο είχε τέλος πάντων εκείνο το τηλέφωνο του 1928 ή 1958, ώστε να επιτρέπει στην Έλενα Κελεσίδη να κάνει τόσο μεγάλα πέρα-δώθε. Ήταν βέβαια μια λεπτομέρεια, η οποία δεν χάλασε κάτι από τη δύναμη αυτής της συσκευής να αποτελεί τελευταίο οχυρό στις καταρρέουσες συναισθηματικές άμυνες μιας γυναίκας που νιώθει να τα χάνει όλα. Ήταν όμως μια επίμονη λεπτομέρεια. 


Η Σοφία Ταμβακοπούλου υλοποίησε εντωμεταξύ το μελωδικό μέρος της παράστασης, καθισμένη στο πιάνο στην αριστερή (για τους θεατές) άκρη της σκηνής. Αν και το αρχικό έργο προβλέπει πλήρη συμφωνική ορχήστρα με μειωμένες δραστηριότητες, υπηρέτησε με σαφήνεια το όραμα του Poulenc για μία όπερα χωρίς πολλή οργανική συνοδεία, αποδίδοντας σωστά όλους τους χρωματισμούς με τους οποίους καλείται η μουσική να υπερτονίσει την ψυχολογική διάθεση και της μεταπτώσεις της ηρωίδας. Δεν παύει βέβαια να λείπει κάτι σε μια τέτοια εκδοχή, καθώς ο Poulenc έγραψε και για όργανα τα οποία δεν αναπληρώνονται ούτε από το μεγαλείο του πιάνου.

Η Έλενα Κελεσίδη χειροκροτήθηκε δίκαια στο τέλος, για μια θεατρική και τραγουδιστική υπερ-προσπάθεια, η οποία είχε όντως κάμποσες δυνατές στιγμές: συνάρπασε όταν μίλαγε για τον καθρέφτη όπου κοιτάχτηκε, αντικρίζοντας μια γριά, όταν έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα ανάμεσα στα ερωτικά γράμματα του επί 5 χρόνια συντρόφου της (ο οποίος πλέον την εγκατέλειπε για μια άλλη γυναίκα) ή τότε που απηύδισε επειδή η τελευταία επαφή γινόταν μέσω μιας συσκευής, αναγνωρίζοντας παράλληλα το καλώδιό της ως τον μόνο πια συνδετικό κρίκο με τον κόσμο του παρελθόντος. Ο Κοκτώ υπήρξε άλλωστε πραγματικός μάστορας στο πώς ανέδειξε το τηλέφωνο (νέο, τότε, στις ζωές των ανθρώπων) σε πρωταγωνιστική φιγούρα του έργου του. 

Ωστόσο κάπου έλειψε η φυσικότητα από την απόδοση της Κελεσίδη, η οποία είχε βέβαια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός ρόλου που έγινε σχεδόν μυθικός χάρη στην προαναφερθείσα Denise Duval, αλλά και αργότερα, λόγω της Anna Magnani, της Ingrid Bergman, της Simone Signoret ή και της Έλλης Λαμπέτη, για να μπει κι ένα παράδειγμα στο οποίο υπάρχει αμεσότερη εγχώρια πρόσβαση. Κάπου δηλαδή οι αστραπιαίες μεταπτώσεις της διάθεσης, ακόμα και ο εξομολογητικός τόνος που κυριαρχεί προς το τέλος –όταν τελειώνουν τα βολικά ψέματα τα οποία μπορείς να πεις μέσω τηλεφώνου σε κάποιον που δεν σε βλέπει– έμειναν στο καλοπροβαρισμένο εκ μέρους της καταξιωμένης σοπράνο· και οι συνθήκες απαιτούσαν νομίζω κάτι λιγότερο σχεδιασμένο. Απαιτούσαν δηλαδή εκείνα τα αλλεπάλληλα, απελπισμένα «εμπρός!» να μην ακούγονται απλώς νευρωτικά, μα και πηγαία.   

Πάντως, παρά τα όσα φαντάζεσαι ότι μπορούσαν να γίνουν καλύτερα, η παράσταση παραμένει αξιοσημείωτη και ενδιαφέρουσα, όντας γερό δείγμα και των δυνατοτήτων που υπάρχουν στο σημερινό εγχώριο δυναμικό, αλλά και της επαφής τους με έργα πιο μοντέρνα σε σύγκριση με ό,τι περιλαμβάνει το συνηθισμένο «μενού», όταν μιλάμε για όπερα. 



01 Δεκεμβρίου 2022

Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. - ανταπόκριση (2018)


Τις προάλλες άκουγα τη ραδιοφωνική εκπομπή «Free Range» στην ιντερνετική συχνότητα του Μεταδεύτερου και η Vánagandr Fenrir (κατά κόσμον Χριστίνα Κουτρουλού) έπαιξε σε κάποια φάση εκείνους τους απίθανους Γιαπωνέζους, τους Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O.

Θυμήθηκα λοιπόν ότι τον Οκτώβριο του 2018 είχαμε πάει με τη Χριστίνα στο «Temple» για να τους δούμε live, σε μια βραδιά με τσαμπουκά, στοχασμό και ψυχεδελικό χάσιμο. Εάν ήταν στο χέρι μου, όπως κι αν ακουστεί τώρα αυτό, θα κήρυττα υποχρεωτικές τις συναυλίες τους για όσους συντάκτες του εγχώριου Τύπου έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «psych» τα τελευταία 15 χρόνια. Σημειωτέον, οι περισσότεροι δεν θεάθησαν ανάμεσα στο κοινό. 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά γράφτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Τι κι αν οι Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. είχαν έρθει και πέρυσι στην πόλη; Μία ακόμα απίστευτη εμπειρία περίμενε αυτούς που γέμισαν χαλαρά το Temple για χάρη τους, σε μια συναυλία που θα έπρεπε να κηρυχθεί υποχρεωτική για όσους συντάκτες και καλλιτέχνες έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «psych» τα τελευταία 10 χρόνια (οι περισσότεροι των οποίων, δεν θεάθησαν).

Τη βραδιά άνοιξαν οι Kooba Tercu, με ένα εξαιρετικό support set, άκρως ταιριαστό με ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει· το οποίο επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για μία από τις πιο ανήσυχες περιπτώσεις στο σημερινό σκηνικό των εγχώριων rock πραγμάτων. Μιλώντας βέβαια για rock, δεν έχουμε εδώ μια τυπική αντιμετώπισή του, του είδους ας πούμε που αναβιώνει κάποιο παρελθοντικό στυλ αυτούσιο ή με προσμίξεις, ποντάροντας σε τραγούδια. Το δικό τους rock είναι κατά βάση ορχηστρικό: η φωνή, όταν μπαίνει, περισσότερο σαν ένα ακόμα όργανο αντιμετωπίζεται. Και, παρότι δεν λείπουν οι διεθνείς αναφορές σε ό,τι επιχειρούν, διαθέτουν δικό τους στίγμα. 


Δεν μπορούσες να μη θαυμάσεις τον άψογο ζωντανό συντονισμό της ομάδας, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα μια εξαιρετική ροή, με πολυσυλλεκτικές νύξεις, με πιο αραιά σημεία και με κορυφώσεις έντασης σπουδαγμένες θαρρείς τόσο σε punk, όσο και σε αυτοσχεδιαστικά, noise χωράφια. Μοναδική ένσταση, ότι το set παρατράβηξε σε διάρκεια: από ένα σημείο και μετά, δηλαδή, κάπως κούρασε η τόση συγκέντρωση που χρειαζόταν. Και εν τέλει, στην ολική αποτίμηση, οι Kooba Tercu σαρώθηκαν σε εντυπώσεις από τους Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O.· δείκτης που ίσως να σημαίνει ότι ως εδώ καλά, όμως κάπου πρέπει να πάει το όλο πράγμα, γενόμενο ακόμα πιο αποτελεσματικό.  

Η σκηνή του Temple χρειάστηκε βέβαια να εκκενωθεί πλήρως και να στηθεί εκ νέου για να υποδεχθεί τους Γιαπωνέζους πρωταγωνιστές, κάτι που πήρε την ώρα του. Κανείς όμως δεν έδειξε να σκοτίζεται ιδιαίτερα, κι ας ήταν Κυριακή. Χωρίς πλέον την queer μορφή του/της Mitsuro Tabata –που είχε βάλει φωτιά πέρυσι στο Fuzz με ένα αυτοσχέδιο σόου– το γκρουπ άρχισε να λαμβάνει θέσεις σταδιακά: ο αλαφροντυμένος Satoshima Nani στα ντραμς, ο χαμένος στο επιβλητικό του μαλλί «αρχηγός» Kawabata Makoto στην κιθάρα, ο Wolf (a.k.a. S/T) στο μπάσο, ο Jyonson Tsu στα φωνητικά και στο μπουζούκι (αργότερα στην κιθάρα), με καστανόξανθη περούκα και με μια μπλε μπέρτα βγαλμένη θαρρείς από τον κόσμο του «Flash Gordon»· και φυσικά η επιβλητική φιγούρα του Higashi Hiroshi, πάντα πάνω από το Roland σύνθι. 

Μετά, είχε μόνο μουσική. Μια μουσική που θαρρείς κι ανάβλυζε από έναν μη ορατό τόπο, ρέοντας με τον πιο εύπλαστο τρόπο, αφήνοντας το γκρουπ να της δίνει τη μορφή που ήθελε κάθε φορά. Με λιγότερο «ξύλο» συγκριτικά με την περσινή εμφάνιση και με περισσότερο στοχαστική διάθεση, το set των Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. περιπλανήθηκε στον αυτοσχεδιασμό, στο space rock, στον ψυχεδελικό ήχο που σχετίστηκε με τα αμερικάνικα γκρουπ των ύστερων 1960s, στην ambient αισθητική, στα drones. Κι έφτασε μέχρι το disco punk, ρίχνοντας σημαντική μερίδα των θεατών στο ...ευφορικό λίκνισμα! Πανάθεμά τους, μέχρι και drum solo είχαν –ένα εκρηκτικό σημείο του live, το οποίο θα ζήλευαν ακόμα και φτασμένες heavy μπάντες. 

Το κοινό που βρέθηκε στο Temple, ήταν κοινό υποψιασμένο. Μουσικόφιλος κόσμος, ο οποίος δεν έχει καμία ανάγκη τους χαΐστες του indie Τύπου και το επιπόλαιο φλερτ τους με την ψυχεδέλεια· μπορούσε έτσι να σχετιστεί με τα όσα κόμισαν οι Γιαπωνέζοι, αποθεώνοντάς τους με κάθε δυνατή ευκαιρία. Από την άποψη του τι παίχτηκε, βέβαια, ούτε καν τέτοιοι θαμώνες δεν μπορούσαν να βγάλουν άκρη –και δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία, γιατί οι Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. συνέχεια πειράζουν και παραλλάσσουν ακόμα και όσες στιγμές καταθέτουν σε μια δισκογραφία που πλέον έχει ξεπεράσει τους 80 τίτλους. Έτσι για την ιστορία, ας πούμε ότι (μάλλον) ακούστηκε το "Pink Lady Lemonade". Σε κάποια μορφή ή, έστω, σε σπαράγματα.  

Είναι μία από τις πιο σπουδαίες μπάντες που μπορείς να δεις live σε αυτούς τους καιρούς οι Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O., έστω κι αν κανείς από τους 4-5 δίσκους που έβγαλαν (και) φέτος δεν βρίσκεται εύκολα στον νυν ιντερνετικό Τύπο ή στην ψευδοδημοκρατία του Metacritic. Όσοι ξέρουν, όμως, πάνε, θα ξαναπάνε και θα κηρύξουν στόμα με στόμα τον επόμενο ερχομό τους στην πόλη.