Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Thundercat. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Thundercat. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

06 Μαρτίου 2023

Thundercat: Drunk [δισκοκριτική, 2017]


Είχα τελείως ξεχάσει ότι πίσω στις αρχές του 2017 έγραψα μια κριτική για το «Drunk» του Thundercat. Τη θυμήθηκα σήμερα το πρωί, στο γραφείο στο Travel του Πρώτου Θέματος, όταν ο συνάδελφος Adrian Βρεττός έβαλε ν' ακούσουμε το "Them Changes". 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από τα Creative Commons της Wikipedia


Υπάρχει τρόπος συνάντησης της μοντέρνας χιπ χοπ αιχμής του Kendrick Lamar με έναν 60άρη θρύλο του υπερατλαντικού mainstream, χορτασμένο από Grammy και charts, σαν τον Michael McDonald; Στις Ηνωμένες Πολιτείες όλα γίνονται, καθώς όλα εν τέλει είναι σόου μπιζ. Αρκεί να υπάρξει ο κατάλληλος καταλύτης.

Καταλύτης, στην περίπτωσή μας, είναι ο Thundercat. Ο 32άρης Stephen Bruner, δηλαδή –μπασίστας, παραγωγός και τραγουδιστής από το Λος Άντζελες, που του ’λαχε εσχάτως να σερφάρει στο hype λόγω των συνεργασιών του με Kendrick Lamar, Flying Lotus και Kamashi Washington (προσθέστε όμως και τους Suicidal Tendencies). Κι εκείνος, πολύ σωστά, πήρε αυτήν την προβολή και τη μετουσίωσε στον πιο συγκροτημένο δίσκο που έχει βγάλει από το 2011 που δραστηριοποιείται (και) ως σόλο καλλιτέχνης. 

Το μεγάλο ενδιαφέρον του Drunk βρίσκεται στην ικανότητά του να πατάει ταυτόχρονα σε κάμποσα πράγματα και να είναι τελικά όλα αυτά, ως ένα άριστα φτιαγμένο κράμα. Μπορείτε δηλαδή να το βάλετε κάτω από την ταμπέλα του alternative R'n'B, της nu soul ή της fusion jazz που άνθισε στην Αμερική κατά τη δεκαετία του 1970. Και να είστε μέσα.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα «μαύρο» άκουσμα με ευδιάκριτες αρετές και καθαρές «επιφάνειες», που χάρη στις φινετσάτες μπασογραμμές κινείται με άνεση από τον Stanley Clarke (ίνδαλμα του Thundercat) και τις γοργόφτερες αλλαγές του George Clinton στη λεγόμενη «γαλανομάτα» soul, του είδους που επάξια υποστήριξε και ο προαναφερθείς McDonald –στη σόλο καριέρα του μετά τους Doobie Brothers– αλλά και ο (επίσης καλεσμένος εδώ) Kenny Loggins. Και το καλύτερο; Ενώ γίνεται εμφανής η υψηλή τεχνική στα παιξίματα, πουθενά το πράγμα δεν γίνεται ακαδημαϊκό ή δυσθεώρητο. Αντιθέτως, διατηρεί τη ροή ενός εθιστικού γκρουβ, εξαιρετικά «φιλικού» ακόμα και σε αυτιά που ενημερώνονται μουσικά κυρίως μέσω του ραδιοφώνου. Κομμάτια δηλαδή σαν τα "Friend Zone" και "Them Changes" μπορούν να λειτουργήσουν ως λίαν αποτελεσματικές γέφυρες. 

Από την άλλη, δεν είναι δύσκολο να γκρινιάξεις. Ο Thundercat, αν και επαρκέστατος ως τραγουδιστής, δεν είναι και η πιο συναρπαστική φωνή εκεί έξω. Με αποτέλεσμα αφενός να επικρατεί ομοιομορφία στις ερμηνείες –η οποία δημιουργεί αίσθηση πλαδαρότητας, από ένα σημείο κι έπειτα–  αφετέρου να γίνεται εύκολο για τους καλεσμένους να του κλέβουν την παράσταση. Το κάνουν όλοι, ανεξαιρέτως: και ο Kendrick Lamar με το cool ραπάρισμά του στο "Walk On By" και ο (μέτριος, εντούτοις) Pharrell Williams στο "The Turn Down" και οι McDonald & Loggins στο (θαυμάσιο) "Show You The Way", ακόμα και ο Wiz Khalifa στο "Drink Dat".

Δεν αποφεύγεται, επίσης, μια εντύπωση παρελθοντολαγνείας, η οποία διατρέχει το άλμπουμ με πιο συντηρητικό τρόπο από όσο φαίνεται σε πρώτο άκουσμα. Είναι δηλαδή η παραγωγή και η συνολική επεξεργασία του ήχου που αποπνέει «τώρα» στο Drunk, όχι οι συνθέσεις καθαυτές –εν ολίγοις, πρόκειται για τρικ, σαν εκείνο το μπλουζάκι που φοράει ο Bill Murray όταν πρωτοσυνοδεύει τη Scarlett Johansson στο νυχτερινό Τόκυο, στην ταινία Χαμένοι στη Μετάφραση, που τον δείχνει στιγμιαία νεότερο (ενώ δεν είναι). Έτσι, ένας αυστηρός κριτής μπορεί εύκολα να επισημάνει ότι όποιος έχει σκύψει με προσοχή στη δισκογραφία των Earth, Wind & Fire ή στις όψεις της δαντελωτής κληρονομιάς των Isley Brothers, θα περάσει μεν καλά εδώ, μα δύσκολα θα ενθουσιαστεί με την ατόφια τραγουδοποιία του Drunk. 

Ένας επιπλέον λόγος, μάλιστα, δίνεται και από τα συχνά αδιέξοδα των στίχων. Εκείνα δηλαδή τα μιάου-μιάου στο "A Fan's Mail (Tron Song II)", η απογοητευτικά επιφανειακή κριτική στο κόλλημά μας με τις οθόνες και τα social media στο "Bus In These Streets" ή το συζητήσιμο χιούμορ του "Captain Stupido", δεν βοηθούν τον δίσκο να φανεί όσο ευφυής θα ήθελε. Όταν μιλάει για ζητήματα αγάπης και έρωτα, πάλι, ο Thundercat αποδεικνύεται πιο εύστοχος ("Jethro", "3AM"), βγαίνει όμως προς τα έξω κάπως γλυκερός. 

Παρά τις άνωθεν αντιρρήσεις, πάντως, δεν πρέπει, στην τελική αποτίμηση, να μην υπερθεματίσουμε για το πόσο διασκεδαστικό άλμπουμ είναι το Drunk, για το πόσο εύκολα «κάθεται στο αυτί», για το πόσο αβίαστα μπορεί να ενώσει τους πιουρίστες των αμερικάνικων τζαζ ρυθμών με το κοινό του Pharrell Williams. Αυτό από μόνο του, νομίζω, λέει πολλά.