30 Ιουνίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 28 Ιουνίου 2020


Η Συχνοτική Συμπεριφορά της Κυριακής πήγε στη Σκάλα του Μιλάνου, τίμησε τον Μπέντριχ Σμέτανα, θυμήθηκε το Αυτός, Αυτή και τα Μυστήρια, έπαιξε Lana Del Rey και ήπιε "Τσάι Με Λεμόνι" παρέα με τον Δάκη.

Κάπου στο μεταξύ όλων αυτών, συζήτησε φευγαλέα και για τα λουκάνικα με πράσο.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ANOUAR BRAHEM: Leila Au Pays Du Carrousel
2. SYMPHONY-ORCHESTRA OF SÜWESTFUNK BADEN-BADEN σε διεύθυνση ΖDENEK MACAL: Bedřich Smetana's Vyserhrad
3. ZBIGNIEW PREISNER & ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΙΔΑΚΗΣ: Κοσμοπλάστρα Μουσική
4. GIUSEPPE DI STEFANO, MELCHIORRE LUISE & ORCHESTRA DEL TEATRO ALLA SCALE σε διεύθυνση VICTOR DE SABATA: Giacomo Puccini's Dammi I Colori! Recondita Armonia
5. LANA DEL REY: Love
6. MATERIAL: Metal Test
7. RABIH ABOU-KHALIL & GAVINO MURGIA: Is There Wine?
8. O.P.A.: O.P.A. Power
9. ΣΠΑΧΑΝΗΣ: Τα Δίστιχα Του Μάγκα
10. ΔΑΚΗΣ: Τσάι Με Λεμόνι
11. RINGO STARR: Beaucoups De Blues
12. AL JARREAU: Moonlighting
13. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ: Ανοιξιάτικη Βροχούλα
14. SIMPLE MINDS: The Boys From Brazil
15. ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ: Τώρα Κι Εγώ Θα Ζήσω


29 Ιουνίου 2020

Όμμα - συνέντευξη (2008)


Με έτος ίδρυσης το 1982, το Κεφάλαιο 24 αποτελεί ...κεφάλαιο για τα εγχώρια πράγματα, στα οποία έχει παραδώσει μια μικρή μεν, εκλεκτή δε δισκογραφία, με λίαν εξερευνητικές διαθέσεις. 

Παράπλευρα, ωστόσο, ο Βαγγέλης με τον Περικλή Μπουλουχτσή (δύο δηλαδή από τα βασικά μέλη τους) έχουν δράσει και σαν Όμμα. Πάντα με έδρα τα Γιάννενα –τον τόπο τους· μια πόλη που αγαπώ κι εγώ ιδιαιτέρως, καθώς έχω δεσμούς μαζί της ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια. 

Η πρώτη μου συνάντηση με τους Όμμα ήταν καθαρά ιντερνετική και έγινε με αφορμή τον δεύτερό τους δίσκο Ιδίοις Όμμασι (2007), στις αρχές του 2008. Τη θυμήθηκα με αφορμή ένα post που έκανε τώρα ο Βαγγέλης Μπουλουχτσής, αναφερόμενος στην παράσταση Όμμα - Αφήνουν Ίχνη οι Εποχές (Απρίλης 2018, στο Politheatro των Ιωαννίνων). Τότε, λοιπόν, έγινε και η παρακάτω συνέντευξη για λογαριασμό του Avopolis, η οποία αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης προσαρμογές.

Αν και παραμένουν ενεργοί σε συναυλιακό επίπεδο, οι Όμμα δεν έχουν επιστρέψει έκτοτε στη δισκογραφία. Όμως το Ιδίοις Όμμασι παραμένει άλμπουμ με μια πολυσυλλεκτική, ενορχηστρωτικώς πλούσια και συχνά ονειρική προσέγγιση στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, η οποία θα ήταν καλό να (εισ)ακουστεί περισσότερο, από κοινό και καλλιτέχνες.

Αργότερα, όταν βρέθηκα στα Γιάννενα για την παρουσίαση του βιβλίου μου Oi! Η Μουσική των Skinheads, συνάντησα και από κοντά τους αδερφούς Μπουλουχτσή. Έχουν περάσει πια πολλά χρόνια από τότε, αλλά ακόμα θυμάμαι πόσο ωραία περάσαμε μετά την εκδήλωση σε κάποιο μπαράκι στο κέντρο της πόλης, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει.



Έξι χρόνια πέρασαν από το ντεμπούτο σας, Ιχνογραφία (2001). Γιατί σας πήρε τόσο πολύ για να ξαναφανείτε δισκογραφικά;

Ο κύκλος του Ιδίοις Όμμασι ουσιαστικά ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2003 και συνεχίστηκε με χαλαρούς ρυθμούς δεδομένου του ότι ναι μεν βιοποριζόμαστε από τη μουσική, όχι όμως από τη δική μας μουσική. Τελειώσαμε τον Νοέμβρη του 2006, έχοντας ενδιαμέσως στηρίξει και ολοκληρώσει έναν κύκλο με συναυλίες, καθώς και την παραγωγή του Drop Ιn / Drop Οut: του νέου μας άλμπουμ ως Κεφάλαιο 24, με τον Αντώνη Λιβιεράτο. 

Κατά καιρούς, παρ' ότι είμαστε αρκετά γρήγοροι στη σύνθεση και στις ηχογραφήσεις, μας συμβαίνει να αφηνόμαστε σε μία κατάσταση χαλαρότητας, μέχρι να υπάρξει κάτι που να μας κινητοποιήσει πραγματικά· κι αυτό το κάτι έρχεται συνήθως μέσα από προσωπικές ανάγκες και αναζητήσεις, παρά από εξωτερικές πιέσεις, όπως συμβόλαια, υποχρεώσεις για live κλπ. Πρόκειται για το όραμα του επόμενου project, όπου καλούμαστε να δώσουμε μορφή σε μία άμορφη μάζα ιδεών και κατευθύνσεων, όπως περίπου αποκτά μορφή ένα ακανόνιστο κομμάτι πέτρας στη γλυπτική. Μία διαδικασία που θέλει τον χρόνο της.        

Με τι σκεπτικό θελήσατε το Ιδίοις Όμμασι να περιέχει και φωνητικά, σε αντίθεση με την Ιχνογραφία;
 
Αν και έχουμε ένα γεμάτο συρτάρι με τραγούδια από πολύ παλιά, παραδόξως, όλες μας σχεδόν οι δουλειές ως Όμμα ή ως Κεφάλαιο 24, είναι οργανικές. Έτσι, όταν σχεδιάζαμε το Ιδίοις Όμμασι, νιώσαμε πως, αν κάναμε ακόμη μία καθαρά οργανική ενότητα, κινδυνεύαμε να αποκοπούμε από την άλλη μας δραστηριότητα, αξιοποιώντας μόνο τη μία μας πλευρά. Έπειτα οδηγηθήκαμε σε μία μίξη λόγου και ατμόσφαιρας και η spoken word υπήρξε μία πολύ γοητευτική λύση ενότητας και των δύο κόσμων, αφού μας επιτρέπει να δημιουργούμε ένα περιβάλλον γύρω και μέσα από τα λόγια, παρά μία ρηχή συνοδεία της φωνής. Μετά ήρθαν και τα τραγούδια, οπότε το Ιδίοις Όμμασι περιέχει και τις τρεις μας αυτές τάσεις, σε μία ενότητα. 

Από την άλλη, αισθανθήκαμε ότι, χρησιμοποιώντας φωνή, η μουσική αποκτάει οντότητα και ταυτότητα. Μιλάει στον διπλανό σου ή στον απέναντι, ο οποίος νιώθει πλέον τη μουσική σου να τον αφορά και η αντίδρασή του να αφορά εσένα. Πράγμα που επίσης μας γοητεύει.
        
Γιατί έχετε ονομάσει το σχήμα σας Όμμα; Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από αυτό;

Κάποια ιδιαίτερη ιστορία, όχι. Απλώς κάποτε χρειάστηκε να αποκτήσουμε ένα όνομα. Βέβαια η λέξη Όμμα μας αντιπροσωπεύει, αφού η μουσική μας, κυρίως στην Ιχνογραφία, έχει μεγάλη σχέση με την εικόνα. Έπειτα το συγκεκριμένο όνομα δεν το εννοούμε μόνο σαν «μάτι» –ένα ψυχρό όργανο, όπως είναι μία κάμερα που απλά καταγράφει ή μεταφέρει εικόνα. Θέλουμε να φέρει και την έννοια  της  προσωπικής ματιάς, κάτι που είναι αρκετά διαφορετικό.

Ο ήχος σας είναι πολυσυλλεκτικός. Πώς θα περιγράφατε τη μουσική σας σε κάποιον ο οποίος δεν σας έχει ξανακούσει ποτέ; Υπάρχει κάποια «ταμπέλα» με την οποία θα αισθανόσασταν άνετα;

Δεν αισθανθήκαμε ποτέ βολικά με το να περιγράφουμε τη μουσική μας με μία ταμπέλα. Κι' αυτό γιατί εμείς οι ίδιοι «υπονομεύουμε» συστηματικά την καθαρότητα του ήχου μας, αδυνατώντας να αντισταθούμε στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουμε π.χ. ηλεκτρονικά στοιχεία σε μία μπαλάντα ή κάποια υποψία συμφωνικής αισθητικής σε ένα κατά τα άλλα ηλεκτρονικό κομμάτι ή μία έθνικ πινελιά σε ένα πιο παραδοσιακά ροκ πέρασμα κλπ. 

Αντιμετωπίζουμε ...ολιστικά τη μουσική και κυρίως την ενορχήστρωση. Την οποία αισθανόμαστε σαν ένα μεγάλο, περιπετειώδες ταξίδι, ίσως επειδή είμαστε  ανήσυχοι και ως ακροατές. Ακούμε από sixties μέχρι Gustav Mahler και από John Cage μέχρι ...ρεμπέτικα· κατά συνέπεια, η μαγειρική μας είναι λίγο ...βαριά. Συνήθως, υπάρχουν οι παραγωγοί, δουλειά των οποίων είναι να γνωρίζουν τη συνταγή της δημιουργίας καθαρού ήχου, που επιδέχεται μία σαφή ταμπέλα και αφορά σε μία συγκεκριμένη αγορά· την οποία αγορά συντηρεί ένα συγκεκριμένο κοινό, που με τη σειρά του, σε πολλές περιπτώσεις, διατελεί υπό ομηρία. Αν υπάρχει βέβαια κάτι που θα θέλαμε να προσδιορίζει τον ήχο μας, αυτό θα ήταν, έτσι ...απλά, η ποιητικότητα.      

Τι σας δίνουν οι Όμμα, που δεν το βρίσκετε μετέχοντας στο Κεφάλαιο 24; 

Είναι δύο διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας μουσικής εμπειρίας. Το Κεφάλαιο 24, είναι γκρουπ. Λειτουργούμε σαν σύνολο, έχοντας καταφέρει να ενοποιήσουμε τις διαδικασίες του στούντιο με εκείνες της σκηνής, αλλά και να είμαστε δημιουργικοί και παραγωγικοί μέσα από μια σχεδόν ανεξήγητη επικοινωνία, η οποία αναπτύσσεται μεταξύ μας κατά τον αυτοσχεδιασμό. Όσο και να ακούγεται παράξενο, το Κεφάλαιο 24 είναι ένα σύνολο πολύ «εξωστρεφές»: λειτουργεί στα όρια, σχεδόν, ενός παιχνιδιού. 

Οι Όμμα, από την άλλη, είναι το ...ερημητήριό μας. Ικανοποιούν την ανάγκη μας για απομόνωση, ενδοσκόπηση και συγκρότηση. Κάτι που αποτυπώθηκε αρκετά καλά στο Ιδίοις Όμμασι. Βέβαια, τόσο η μουσική των Όμμα, όσο κι εκείνη των Dr. Atomik, (το side project του Αντώνη Λιβιεράτου), υπήρχε πάντα σε λανθάνουσα κατάσταση (και όχι μόνο) στη μουσική ή στις τάσεις του Κεφαλαίου 24. Θα μπορούσαμε συνεπώς να τα κάνουμε όλα υπό την ίδια στέγη, μόνο που το αποτέλεσμα θα ήταν τόσο πολυκατευθυντικό, ώστε μοιραία θα έχανε σε ενότητα και χαρακτήρα. Και η ταυτότητα στη μουσική είναι κάτι που συνήθως μας απασχολεί αρκετά. 



Έχετε ποτέ δοκιμάσει να προωθήσετε τη μουσική σας στο εξωτερικό;

Κάποια καλά σχόλια είχαμε στο εξωτερικό –και σαν Όμμα και σαν Κεφάλαιο 24. Το να προωθήσουμε όμως τη μουσική μας έξω, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός μηχανισμού ...προώθησης. Κάτι που βεβαίως δεν υπάρχει εδώ ούτε καν για το κύριο ρεύμα, πόσο μάλλον για μουσικούς σαν εμάς, των οποίων η ενασχόληση με τη μουσική έχει υποπέσει προ πολλού στο επίπεδο της κατηγορίας ενός ακριβού χόμπυ. Ας αφήσουμε όμως για λίγο τις διεθνείς καριέρες για κάποιους άλλους και ας μιλήσουμε, καλύτερα, για ευσεβείς ...πόθους.. Όσον αφορά τους Όμμα ειδικότερα, θα λέγαμε ότι θα είμαστε ευτυχείς αν μπορέσουμε να έχουμε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε με ένα υγιές ελληνικό κοινό, ικανό σε αριθμό και ποιότητα, ώστε να μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που αγαπάμε περισσότερο. Απλά μουσική.    

Σε δύο συγκεκριμένα τραγούδια, στις “Οθόνες” και στο “Karaoke Culture”, επιτίθεστε κατά μιας ολόκληρης κουλτούρας τηλεοπτικού καταναλωτισμού. Πιστεύετε ότι γίνεται να αντιστραφεί το κακό που έχει κάνει η τηλεόραση, τόσο στη μουσική που ακούει ο πολύς κόσμος, όσο και στη γενικότερη αντίληψή του για τον κόσμο;

Η αντίληψη που έχει ο πολύς κόσμος για τον κόσμο, είναι ήδη δημιούργημα της τηλεόρασης. Έχει ήδη σκηνοθετηθεί και προβληθεί στον κοινό νου προ πολλού. Τώρα απλώς γίνονται συνέχειες και επαναλήψεις με συχνά διαλείμματα για ...διαφημίσεις. Τα τηλεοπτικά προϊόντα είναι βέβαια πάντα με ημερομηνία λήξεως και διαδέχονται το ένα το άλλο, διαμορφώνοντας συνεχώς τη μαζική κουλτούρα –νουθετώντας, μα και υπαγορεύοντας τις ίδιες ανάγκες για όλους μας. Ο πολύς κόσμος θα συνεχίσει λοιπόν να βλέπει πολύ τηλεόραση, αναζητώντας μάλιστα όλο και μεγαλύτερη δόση. 

Μπορούμε να πούμε πολλά, όμως ας είμαστε αισιόδοξοι, όπως πάντα. Δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που, αφού πιάσουμε πάτο, θα αρχίσουμε να αναδυόμαστε ξανά. Και η ελληνική τουλάχιστον τηλεόραση μάλλον βρίσκεται ακριβώς εκεί: στον πάτο.  

Για το ίντερνετ, τι γνώμη έχετε; Δίνει διεξόδους για να προωθεί κανείς τη μουσική του ή καταλήγεις τελικά να χάνεσαι σε έναν ωκεανό πληροφορίας;

Οπωσδήποτε το MySpace είναι μία κοινωνία μουσικών κι έχουμε ακούσει πολύ καλή μουσική εκεί, έχοντας κατά καιρούς επικοινωνήσει με πολλά ενδιαφέροντα γκρουπ. Πιστεύουμε όμως ότι στη χαώδη αυτή κατάσταση, όλα είναι μία ψευδαίσθηση προώθησης. Μία εικονική πραγματικότητα δίχως ουσιαστική διάθεση για επικοινωνία, αλλά απλώς μία τάση των μελών να κάνουν νούμερα σε hits και friends. Συνήθως μετά την αποδοχή της ...φιλίας, οι δεσμοί αυτομάτως κόβονται· πολλές φορές δίχως καν ακρόαση και σχόλια: ένα εικονίδιο μεταξύ εκατοντάδων και χιλιάδων άλλων εικονιδίων, είναι ό,τι έχει απομείνει στο προφίλ από την όλη διαδικασία. Σε sites βέβαια καλλιτεχνών εκτός MySpace, τα πράγματα είναι καλύτερα και πολύ ελπιδοφόρα. 

Είναι άβολο επίσης για ανθρώπους που έχουν ένα όραμα για τη μουσική και αναζητούν σε αυτήν μία συνολική και συναρπαστική εμπειρία, να αποδεχτούν τη μετατροπή της σε μικρές, άυλες, αγοραίες, άχρωμες, άοσμες και άγευστες μπουκίτσες. Οι οποίες λέγονται «tracks» και πωλούνται με το κιλό για άμεση και μίας χρήσεως κατανάλωση, από τους χαμηλής ποιότητας mp3 players.    

Πόσο εύκολο είναι να κάνετε τη μουσική που κάνετε εδρεύοντας στα Γιάννενα; Υπάρχει ενδιαφέρον στην επαρχία για τους Όμμα;

Σε ό,τι αφορά το καθαρά δημιουργικό μέρος της ιστορίας, είμαστε OK που ...δραπετεύσαμε από την Αθήνα, έχοντας επιλέξει συνειδητά να ζήσουμε στα Ιωάννινα. Δημιουργήσαμε τον χώρο που μας επιτρέπει να κάνουμε μουσική με τους δικούς μας ρυθμούς και όρους. 

Όμως τα πράγματα γίνονται αφόρητα όταν πρόκειται για ζητήματα προώθησης και live δραστηριότητας αφού η (συγκεκριμένη τουλάχιστον) επαρχία είναι ερμητικά κλειστή για τους δημιουργικούς μουσικούς, εφόσον αναφερόμαστε σε ραδιόφωνα, Τύπο, φορείς και μαγαζιά, τα οποία είναι προσανατολισμένα προς τη γνωστή φιλοσοφία «μουσική είναι μόνον αυτό που ξέρουμε όλοι από την τηλεόραση και μας κάνει να ξεσαλώνουμε». Από την άλλη μεριά υπάρχουν πολλά και καλά γκρουπ, μερικά εκ των οποίων με καλή δισκογραφική παρουσία· καθώς κι ένα ή δύο μαγαζιά που, προς τιμήν τους, αντιστέκονται, στηρίζοντας τα εναλλακτικά πράγματα της περιοχής.       

Πώς βλέπετε την ελληνική μουσική της τρέχουσας δεκαετίας; Συμβαίνουν πράγματα ή έχουμε πέσει σε τέλμα;

Η άποψή μας είναι ότι έγιναν και γίνονται πολύ όμορφα και ενδιαφέροντα πράγματα, σε όλους τους χώρους της μοντέρνας μουσικής. Είναι μία εποχή παρήγορης εξωστρέφειας για το αγγλόφωνο και το ελληνόφωνο κύκλωμα, ενώ αισθητή έχουν κάνει την παρουσία τους τόσο το ηλεκτρονικό, όσο και το experimental στοιχείο. Φυσικά, οι αρκετές live σκηνές ανά την Ελλάδα, το ίντερνετ, διάφορα ανεξάρτητα ραδιόφωνα και labels, αλλά και ο εναλλακτικός Τύπος, είναι επίσης φορείς αυτής της διεξόδου. 

Σε τέλμα έχει πέσει μία βιομηχανία αγοραίας μουσικής, η οποία κυνηγάει τις εξελίξεις για εποχιακά κέρδη, έχοντας ξεχάσει από καιρό πως το προϊόν που εμπορεύεται είναι μουσική –δηλαδή πολιτισμός. Βέβαια, μέσα από τη διαπλοκή τους με τις εταιρίες κινητής τηλεφωνίας διαβάζουμε ότι κάπως ...ανέπνευσαν. Πάντα όμως θα υπάρχει η αντίπερα όχθη και κάποιοι ανυπότακτοι εκεί, που πάντα θα αντιστέκονται.


28 Ιουνίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 27 Ιουνίου 2020


Η χθεσινή Συχνοτική Συμπεριφορά μίλησε (μεταξύ άλλων) για τον ...καρπισμό και έπαιξε (μεταξύ άλλων) και το "Κυπελλάκι" το μπλε με τη μπιγκόνια, της Τερέζας βεβαίως.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. NICK CAVE, MICK HARVEY, BLIXA BARGELD & ANITA LANE: (Ghosts... of the Civil Dead) Outro - The Free World
2. EMERSON, LAKE & PALMER: The Endless Enigma pt. 1
3. BUDDY GUY: Born To Play Guitar
4. ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ: Τα Χεράκια Μου Δεμένα
5. ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ: Πρέπει Να Ξέρεις Μηχανή
6. HAWKWIND: Hassan I Sahba
7. HAWKWIND: The Forge Of Vulcan
8. STEELY DAN: Hey Nineteen
9. ΤΕΡΕΖΑ: Το Κυπελλάκι
10. ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ: Αμφιβολίες
11. THE DOORS: Break On Through (To The Other Side)
12. LEONARD COHEN: Hallelujah
13. BRIAN ENO: Flint March
14. ΑΡΛΕΤΑ: Ημέρα Έκτη
15. ALVARO PIERRI: Alberto Ginastera's Sonata For Guitar (Final)
16. ΧΑΡΗΣ & ΠΑΝΟΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ, ΧΟΡΩΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΑΜΟΥΛΗ: Αμοργιανό Μου Πέραμα

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Επόμενο, ζωντανό ραντεβού, σήμερα το μεσημέρι, αμέσως μετά τις ειδήσεις των 16.00.


26 Ιουνίου 2020

Modrec - συνέντευξη (2008)


Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1990 κατέληγες στο περιθώριο των εναλλακτικών ποπ/ροκ εξελίξεων έτσι και τραγουδούσες στα αγγλικά. Στα '00s, πάλι, βρισκόσουν εύκολα «εκτός» εάν επέμενες στα ελληνικά, με την εποχή μας να κλείνει τώρα τον κύκλο, καθώς ο χώρος (δείχνει να) επενδύει ξανά στην αξία της μητρικής γλώσσας. 

Ορισμένοι πιστεύουν ότι το πράγμα το γύρισε στα '00s η επιτυχία των Raining Pleasure με το "Capricorn" (2001), αλλά τα αίτια είναι βαθύτερα –όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Άλλωστε διαφορετικοί ήταν οι 18άρηδες των 1990s που ακολούθησαν την έκρηξη του ελληνικού ροκ και διαφορετικοί οι 18άρηδες των μέσων των '00s, οι οποίοι περνούσαν τα αθηναϊκά τους καλοκαίρια στον πεζόδρομο της Κλειτίου, έξω από το Pop: «διψούσαν» για άλλα πράγματα, κι ας υπήρχαν και κοινά στοιχεία. 

Όλα τούτα νομίζω ότι θα αποτιμηθούν καθαρότερα πιο μετά: όταν κατακάτσουν δηλαδή οριστικά σε εκείνους που τα έζησαν, όταν και αν έρθουν οι επόμενοι, όσοι κατορθώσουν να ενώσουν τις ψηφίδες της μεγάλης εικόνας, την οποία (σχεδόν) πάντα χάνουν αυτοί που διατηρούν βιωματική σύνδεση με μια κατάσταση.

Σε κάθε περίπτωση, η εναλλακτική όψη των εγχώριων '00s ήταν κυρίως αγγλόφωνη και πολλοί από όσους στελεχώσαμε τα μουσικά περιοδικά και sites της περιόδου πιστέψαμε –ειλικρινώς, αφελώς ή ...συντεχνιακώς, όλα συνέβησαν– σε διάφορα γκρουπ ή αυτόνομους τραγουδοποιούς, θεωρώντας ότι θα χτιστεί μια κάποια σκηνή. Για τη μερίδα του Τύπου που επιμένει να στηρίζει την εγχώρια indie έκφραση, είναι αντιδημοφιλής η δική μου άποψη ότι σκηνή εν τέλει δεν υπήρξε ποτέ και ότι από νωρίς φάνηκαν τα οικονομικά μα και πληθυσμιακά όρια μιας ιστορίας που πιο συχνά έμοιαζε με φάση, παρά ως κάτι μεγαλύτερο.

Ένα πάντως από τα συγκροτήματα που απασχόλησε για λίγο με τη δράση του μα σήμερα έχει μάλλον ξεχαστεί, ήταν και οι Modrec. Το πάλεψαν υπόγεια και ανεξάρτητα (αρχικά με το όνομα No Pulse), συζητήθηκαν για τη διασκευή στο "Eleanor Rigby" των Beatles που έπαιζαν στις συναυλίες και το 2008 έφτασαν στη δισκογραφία, ντεμπουτάροντας με το Art Naïve (Bantha & Spinalonga Records, σε συμπαραγωγή δική τους με τον Νίκο "Ottomo" Αγγλούπα).

Ήταν ένας φιλόδοξος δίσκος, με διεθνείς προδιαγραφές στη μίξη, όπου φιγουράρει το όνομα του Βρετανού Alex Newport, γνωστού για τις συνεργασίες με τους Sepultura, τους At The Drive-In κ.ά. Στο Mic.gr, μάλιστα, ο Πάνος Πανότας επαίνεσε τη συνεισφορά του γράφοντας ότι «Έχω να ακούσω τόσο καλή μίξη σε drumming ελληνικού σχήματος χρόνια. Ο άνθρωπος κατέχει, δεν ψάχνει πώς να βάλει τα overhead μικρόφωνα, δεν φοβάται την ισχυρή ακουστική και τις εκτεταμένες δυναμικές περιοχές, γεμάτες και πεντακάθαρες τις βγάζει, με –επιτέλους!– ισορροπημένα πιατίνια».

Σε εκείνη λοιπόν τη συγκυρία, έγινε και η παρακάτω συνέντευξη με τους Δημήτρη Αρώνη (κιθάρα/φωνή), Λάμπη Κουντουρόγιαννη (κιθάρα/φωνή), Γιώργο Μπουλντή (μπάσο) & Κώστα Χαλιώτη (ντραμς) για λογαριασμό του περιοδικού Sonik, όπου και πρωτοδημοσιεύτηκε. Η αναδημοσίευση περιλαμβάνει μικρές, αισθητικής φύσης αναπροσαρμογές.

Για την ιστορία, οι Modrec έβγαλαν έναν ακόμα δίσκο το 2010 (Mascaraddiction, στην Inner Ear), με τον Σεραφείμ Γιαννακόπουλο να αντικαθιστά τον Χαλιώτη. Κατόπιν έπαψαν αθόρυβα τη συλλογική τους δράση, αν και «επίσημη» διάλυση δεν ανακοινώθηκε ποτέ...


Το Art Naïve κυκλοφορεί επιτέλους, μετά από ένα διάστημα αναμονής που σε πολλούς θαυμαστές σας φάνηκε μακρύ. Υπήρξαν δυσκολίες; Ή τα θέλατε όλα όσο πιο τέλεια γίνονταν;

Σίγουρα δυσκολίες υπήρξαν αρκετές, από τη στιγμή που αποφασίσαμε να αναλάβουμε μόνοι μας την παραγωγή του δίσκου. Ούτως η άλλως, πάντα η πρώτη φορά είναι και η πιο δύσκολη. Όσο για το αποτέλεσμα, δεν θα μπαίναμε στη διαδικασία να κυκλοφορήσουμε κάτι που δεν θα είχε φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο, όσον αφορά τις προσδοκίες μας.  

Γιατί Art Naïve, τελικά; Υπάρχει κάποιο concept πίσω από την απόφασή σας να ονομάσετε έτσι το ντεμπούτο σας;

Τα θεμέλια για αρκετά από τα κομμάτια του δίσκου μπήκανε από τα πρώτα χρόνια που παίζουμε μαζί ως Modrec. Εκείνη την περίοδο ο τρόπος με τον οποίον δουλεύαμε ως προς τη σύνθεση, βασιζόταν στην ελεύθερη έκφραση του καθενός μας· θα μπορούσε λοιπόν να χαρακτηριστεί αυθόρμητος και κατά κάποιον τρόπο «αφελής». Το ομότιτλο κομμάτι “Art Naive” είναι αυτό που εκφράζει, περισσότερο από όλα, την κατάσταση και τα συναισθήματα εκείνης της πρώτης περιόδου. 

Η αλήθεια είναι ότι συνεχίζουμε να γράφουμε και να παίζουμε με το ίδιο σκεπτικό. Μόνο που, με την πάροδο των χρόνων –λόγω της τριβής και της απόκτησης μιας σχετικής εμπειρίας– η διαδικασία γίνεται πιο μεθοδική και άμεση.

Πέτυχε θεωρείτε η συνεργασία σας με τον Alex Newport; Βγήκε αυτό που είχατε κατά νου;

Προφανώς, διαλέξαμε τον Newport γιατί μας άρεσε η ηχητική προσέγγισή του στα περισσότερα άλμπουμ όπου έχει αναμιχθεί είτε ως παραγωγός, είτε ως υπεύθυνος μίξης. Αν και τα κομμάτια του Art Naïve έχουν αρκετούς ήχους και κάπως περίεργες δομές, βρήκε γρήγορα τον τρόπο ώστε να «δαμάσει» το υλικό και να καταλήξει σε ένα ελκυστικό, για μας, αποτέλεσμα. Mας κόστισε βέβαια κάποια οnline ξενύχτια η όλη διαδικασία...

Το άλμπουμ σας κυκλοφορεί με 9 διαφορετικά εξώφυλλα. Ποιος είναι ο καλλιτέχνης και γιατί πήρατε μια τέτοια απόφαση;

Το artwork είναι ουσιαστικά ένας μεγάλος πίνακας χωρισμένος νοητά σε 9 μέρη, τα οποία αντιστοιχούν στα 9 βασικά τραγούδια του δίσκου. Κάθε κομμάτι το αντιλαμβανόμασταν δηλαδή ως μια ξεχωριστή ιστορία: μια διαφορετική εμπειρία, η οποία μπορεί να αποτυπωθεί σε μία αντίστοιχη εικόνα, αλλά και όλες οι εικόνες μαζί να συνθέτουν έναν ενιαίο, πολυμορφικό πίνακα.

Ο Ανδρέας Μητρόπουλος ανέλαβε να τον ζωγραφίσει ακούγοντας το υλικό και αποκωδικοποιώντας στίχους και κείμενα που αφορούσαν τα τραγούδια. Τον αφήσαμε να δουλέψει εντελώς μόνος του, διότι πιστεύαμε πολύ στην αισθητική του και δεν θέλαμε να αναμιχθούμε περαιτέρω. Μετά από έναν μήνα, απλά μας έδειξε τα σπουδαία κατορθώματά του... Ο πίνακας θα εκτίθεται στο πάρτυ κυκλοφορίας του άλμπουμ στο Vinyl Microstore στις 27 Μαρτίου, όπως και σε άλλα events και venues στο μέλλον. Αξίζει να τον δείτε από κοντά! 

Πολλοί φίλοι σας περίμεναν να ακούσουν και τη διασκευή στο “Eleanor Rigby” των Beatles στο ντεμπούτο σας στη δισκογραφία –μιας και είναι από τα highlights των ζωντανών σας εμφανίσεων. Πώς και δεν το συμπεριλάβατε;

Το “Eleanor Rigby” δεν το συμπεριλάβαμε στον δίσκο σε πρώτη φάση, αλλά επειδή η ανταπόκριση του κόσμου σε αυτό το κομμάτι είναι ιδιαίτερα θερμή –τόσο στα live, όσο και στην ηχογράφηση (ναι, υπάρχουν κάποιοι τυχεροί που το έχουν ακούσει!)– δεν αποκλείεται να σκαρώσουμε μια ευχάριστη έκπληξη στο μέλλον!

Μέσα σε 3 σχεδόν χρόνια, από το 2000 που ξεκινήσατε ως το 2003, αλλάξατε τρεις φορές όνομα. Τι είναι αυτό που σας έκανε τελικά να μείνετε στο Modrec;

To Modrec προφανώς είναι πιο εύηχο και σύντομο από τα ονόματα που είχαμε πιο πριν. Προέρχεται από τις λέξεις modified recovery –έτσι λεγόμασταν πιο πριν– αλλά επειδή κανένας δεν το έγραφε σωστά, αποφασίσαμε να το κάνουμε Modrec. Όταν πρωτοξεκινήσαμε βέβαια να παίζουμε παρέα, πριν 8 χρόνια, λεγόμασταν No Pulse. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός και το μουσικό ύφος της μπάντας διαμορφωνόταν, μπήκαμε στη διαδικασία να πειράξουμε και το όνομα.  

Πιστεύετε ότι έχει δημιουργηθεί μια αγγλόφωνη rock σκηνή στην Ελλάδα; Ή ακόμα απέχουμε από κάτι τέτοιο;

Η αγγλόφωνη σκηνή στην Ελλάδα υπάρχει από τη στιγμή που υπάρχουν μπάντες οι οποίες παίζουν αγγλόφωνες μουσικές· είτε είναι rock, pop, jazz, metal κτλ. Τώρα, αν με τον όρο σκηνή εννοούμε κάτι αντίστοιχο με αυτήν του Σιάτλ ή του Μπρίστολ, τότε τέτοια σκηνή δεν έχουμε –όμως πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο ούτε και παγκοσμίως!

Διότι, πολύ απλά, για να υπάρξει μια σκηνή με τέτοια δυναμική, πρέπει οι μπάντες να δημιουργήσουν έναν ενιαίο, ομοιογενή και συνάμα ανανεωτικό ήχο. Και, κατ' επέκταση, ένα κοινό πλαίσιο δράσης· είτε μουσικής, είτε πολιτιστικής, είτε πολιτικής, είτε κοινωνικής με την έννοια της επικοινωνίας και της συναναστροφής. Ο όρος πλαίσιο, εκτός από τη θεωρητική του υπόσταση, περιλαμβάνει και μουσικά στέκια, στούντιο, ψυχαγωγικούς χώρους και πάει λέγοντας...    

Ποια είναι η κύρια αιτία που εμποδίζει τα ελληνικά σχήματα να κάνουν επιτυχία στο εξωτερικό, τη στιγμή που βλέπουμε να το καταφέρνουν μπάντες σαν τους Sigur Rós ή τους Rammstein –οι οποίες, σημειωτέον, δεν μπαίνουν καν στη λογική του αγγλικού στίχου;

Οι Rammstein έκαναν μάλλον μεγάλη επιτυχία πρώτα στη Γερμανία, όπου τέτοιος ήχος (όπως και πολλοί άλλοι ήχοι) είναι αρκετά δημοφιλής. Και οι Sigur Rós έχουν ιδιαίτερα όμορφη μουσική. 

Όπως και να το κάνουμε, και οι δύο αυτές μπάντες, εκτός του ότι είναι εξαιρετικά καλές, ζούνε σε χώρες οι οποίες ενδιαφέρονται να εξάγουν τα μουσικά τους «προϊόντα», ακόμη κι αν δεν  είναι «παραδοσιακά». 

Όσο εμείς δεν μπαίνουμε σε αυτήν τη διαδικασία, τόσο θα οσμιζόμαστε και λιγότερο από παγκόσμια ή έστω «ξενόφερτη» μουσική. Όχι με την έννοια της ακρόασης, αλλά με την έννοια της σύνθεσης, παραγωγής, άρα κι εμπειρίας.   

Είχατε μια δυσάρεστη περιπέτεια με τη διοργανώτρια εταιρεία της συναυλίας των Manic Street Preachers, όπου επρόκειτο να παίξετε support. Πολλοί θεωρούν μάλιστα ότι αυτή απέδειξε αρκετά πράγματα για το ποιοι είστε. Εσάς, όμως, τι γεύση σας άφησε; Βγήκε τελικά και κάτι καλό;

Μας άφησε τελικά μια μετέωρη αλλά γλυκιά γεύση, αν αναλογιστούμε ότι η συναυλία στο Μικρό Μουσικό Θέατρο μια μέρα πριν ήταν άκρως επιτυχημένη –όχι μόνο από την άποψη της προσέλευσης, μα και από τη διάθεση και την ενέργεια που υπήρχε στον κόσμο και σε εμάς. Ελπίζουμε λοιπόν να βγήκε κάτι καλό για τους Modrec, καθώς και για άλλες μπάντες, όσον αφορά τις επιλογές μας. Θα το δούμε στην πορεία, μετρώντας πόσα «όχι» θα έχει πει ο καθένας μας απέναντι σε όποιους κατά καιρούς έχουν την πρόθεση να μας εκμεταλλευτούν. 

Πιστεύετε πως ό,τι έτυχε σε σας με τους Manic Street Preachers αποτελεί γενικό κανόνα για τα νέα συγκροτήματα στην Ελλάδα; Ή πέσατε στην περίπτωση;

Παγκοσμίως, ο γενικός κανόνας για το support σχήμα είναι ότι συνήθως δεν παίρνει δεκάρα από τη διοργανώτρια εταιρία. Πλην εξαιρέσεων, όπως για παράδειγμα αν «σαπορτάρεις» μια μπάντα για μια ολόκληρη περιοδεία· εκεί η συμφωνία αλλάζει. 

Το να βάλεις το backline από την τσέπη σου είναι μια πολύ ευχάριστη διαδικασία, αν οργανώνεις μόνος σου κάποιο live κι έχεις προσδοκίες για μια επιτυχημένη βραδιά από όλες τις απόψεις... Το να βάλεις όμως το backline από την τσέπη σου για να παίξεις σε διοργάνωση της εκάστοτε συναυλιακής εταιρίας που τζιράρει τρελά λεφτά στα φεστιβάλ της, είναι μεγάλη κοροϊδία και δυστυχώς πολύ ανέντιμο να στο ζητάνε. Μάλλον πέσαμε στην περίπτωση...

* οι φωτογραφίες της μπάντας φέρουν το credit Patakuas, αγνώστων λοιπών στοιχείων, και προέρχονται από το δημοσιογραφικό promo για το Art Naïve.



24 Ιουνίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Η Συχνοτική Συμπεριφορά της Κυριακής 21 Ιουνίου ξεκίνησε με ένα έργο του Μιχάλη Αδάμη για μαγνητοταινία από το μακρινό 1964 ("Piece Two") και τέλειωσε με το "Είναι Κρίμα" του Γιώργου Μητσάκη, διασκευασμένο από την Τούλα Μοντέζ και τη Σούλα Φαράχ στην Αμερική (1962), σε ενορχήστρωση Μιχάλη Θεοδώρου.

Ενδιάμεσα, συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΔΑΜΗΣ: Piece Two
2. ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΣΑΣ: Shake Στον Καθρέφτη
3. MINA: Ecco Il Domani
4. MIKE BLOOMFIELD & AL COOPER: Stop
5. KEVIN COYNE: Having A Party
6. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΤΗΤΑΣ: Η Εξαφάνισής Του
7. ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΡΑΒΑΣ: Ο Σαμ, Ο Τζόνι Και Ο Ιβάν
8. ORCHESTRAL MANOEUVRES IN THE DARK: Enola Gay
9. PET SHOP BOYS: So Hard (extended dance remix)
10. ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΣΑΣ: Ξυπόλητος Πρίγκηψ Shake
11. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΑΛΕΖΑΣ: Ο Φασόλας
12. URIAH HEEP: Easy Livin' – live in Athens 2011
13. ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ: Ξύπνησε Η Πόλη
14. ΤΟΥΛΑ ΜΟΝΤΕΖ & ΣΟΥΛΑ ΦΑΡΑΧ: Είναι Κρίμα

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Επόμενο, ζωντανό ραντεβού, μεθαύριο Σάββατο 27 του μήνα, αμέσως μετά τις ειδήσεις των 16.00.


23 Ιουνίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 20 Ιουνίου 2020


Όπως ήδη ανακοινώθηκε από χθες, η ραδιοφωνική εκπομπή Συχνοτική Συμπεριφορά που έχω με τον Στυλιανό Τζιρίτα στους 105,5 Στο Κόκκινο θα γίνεται πλέον διαθέσιμη και εδώ, μέσω Mixcloud. Ώστε να μπορεί να υπάρχει κάπου σε μόνιμη βάση για όσους ενδιαφέρονται ή/και δεν καταφέρνουν να μας ακούσουν ζωντανά, κάθε Σάββατο και Κυριακή 16.00-18.00, στους 105,5 Στο Κόκκινο (και εκτός Αττικής μέσω του stokokkino.gr).

Με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς λαμβάνονται από το αρχείο του σταθμού– συμπεριέχουν και τα δελτία ειδήσεων των 16.00 και 17.00.

Πατώντας λοιπόν στον σύνδεσμο εδώ θα βρείτε το σόου του Σαββάτου 20 Ιουνίου, στο οποίο συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. DAVID SYLVIAN: Small Metal Gods
2. ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ: Τζεμιλέ
3. SISSI RADA: Σουσουράδα
4. ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΡΒΑΝΗΣ & ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΑΝΔΕΛΑΣ: Μπαϊντούσκα (Ζευγαρωτή)
5. BRIAN ENO: The Paw Paw Negro Blow Torch
6. ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ ΚΗΛΑΗΔΟΝΗΣ: Το Πέτρινο Τραπέζι
7. ΣΤΑΘΗΣ ΓΚΙΖΑΣ: Καραγκούνα Παλαμιώτικη
8. ΚΡΙΣΤΗ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ & ΣΤΑΘΗΣ ΚΑΛΥΒΙΩΤΗΣ: Αλλαξοκαιριά
9. MARK OLSON & THE CREEKDIPPERS: How Can I Send Tonight (There To Tell You)
10. GAMMA RAY: Space Eater
11. STYX: Miss America
12. THE COCKNEY REJECTS: Oi! Oi! Oi!
13. THE SOFT MACHINE: A Certain Kind
14. NICO: Facing The Wind


22 Ιουνίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 14 Ιουνίου 2020


Πολλοί φίλοι της Συχνοτικής Συμπεριφοράς που δεν καταφέρνουν να μας ακούσουν ζωντανά (κάθε Σάββατο και Κυριακή 16.00-18.00, στους 105,5 Στο Κόκκινο), ξέρουν ότι οι περιπέτειές μου στα FM με τον Στυλιανό Τζιρίτα «ζουν» για ένα διάστημα και στο αρχείο του ραδιοφώνου μας.

Πλέον θα φιλοξενούνται και εδώ μέσω Mixcloud, ώστε να υπάρχουν κάπου σε ακόμα πιο μόνιμη βάση για όσους τυχόν τις αναζητούν. Με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς λαμβάνονται από το αρχείο του σταθμού– συμπεριέχουν και τα δελτία ειδήσεων των 16.00 και 17.00.

Αρχή λοιπόν με την εκπομπή της Κυριακής 14 Ιουνίου, η οποία δεν βρίσκεται πλέον στο αρχείο.

Σε αυτήν συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. LÜÜP: Roots Growth
2. THE HOLY MODAL ROUNDERS: Sweet Apple Cider
3. ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΡΜΑΓΟΣ: Kaleidoscope
4. ΣΟΦΙΑ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ & ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΕΤΕΝΤΖΟΓΛΟΥ: Τσακιτζής
5. THE FIVE BLIND BOYS OF ALABAMA: Deep River pt. 2
6. LITTLE FEAT: Old Folks Boogie
7. VAN MORRISON: Scandinavia
8. EMERSON, LAKE & PALMER: Karn Evil 9 (First Impression pt. 2)
9. SCORPIONS: We'll Burn The Sky – live in Tokyo 1978
10. LIA HIDE: The Art Of Falling Is Hard To Master
11. ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ: Στερεότυπα
12. THE BYRDS: Reason Why
13. ΔΑΝΑΗ: Έλα Γι' Απόψε
14. MERLE HAGGARD: Honky Tonkin'
15. ΛΙΤΣΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ: Δεν Υπάρχει Ευτυχία

20 Ιουνίου 2020

Αρλέτα - συνέντευξη (2010)


Στον διεθνή απόηχο των διαδηλώσεων που πυροδότησε η δολοφονία του George Floyd στη Μινεάπολη, είδαμε διάφορα αγάλματα να γκρεμίζονται ή να αφαιρούνται με τη συγκατάθεση των επίσημων αρχών. Ο κάποτε ευεργέτης του Μπρίστολ Edward Colston, ας πούμε, κατέληξε στον ...βυθό του βρετανικού λιμανιού, καθώς κρίνεται πλέον με διαφορετικό μάτι το πώς κέρδισε τον πλούτο με τον οποίον έκανε έπειτα αγαθοεργίες. Στο Χάμιλτον της Νέας Ζηλανδίας, πάλι –όπως με ενημέρωσε κάτοικος της πόλης που ακούει τη Συχνοτική Συμπεριφορά– απομακρύνθηκε χωρίς μα και μου ο ανδριάντας του κάπτεν John F.C. Hamilton (από τον οποίον έχει ονομαστεί η πόλη), ύστερα από αίτημα των Μαορί της περιοχής. 

Έτσι είναι. Η ιστορία ρέει, ξαναγράφεται, (πρέπει να) την ξανασκεφτόμαστε· οι συσχετισμοί και οι αποτιμήσεις μεταβάλλονται. Συχνά βίαια. Στην Αθήνα, πάντως, στα πολυσυζητημένα Εξάρχεια, ετοιμαζόμαστε να στήσουμε και όχι να γκρεμίσουμε ένα άγαλμα. Ένα ασυνήθιστο άγαλμα (όχι ενός πολιτικού ή κάποιου αρχαίου στρατηλάτη), του σπάνιου εκείνου είδους που ενώνει αντί να χωρίζει, άρα δεν πρόκειται να υποστεί τη μοίρα του «αμφιλεγόμενου». Το άγαλμα της Αρλέτας. 

Αύριο Κυριακή 21 Ιουνίου, λοιπόν, στις 12 το μεσημέρι, θα γίνουν τα αποκαλυπτήρια στη μικρή πλατεία στη συμβολή Καλλιδρομίου & Ιουστινιανού. Ο Δήμος Αθηναίων έδωσε την έγκρισή του, όχι όμως και χρήματα, σε μια συγκυρία διόλου ευνοϊκή για τη νυν αρχή: λίγο-πολύ όλοι πέσαμε πάνω στα κάμποσα ευρώ τα οποία περίσσεψαν για δαπάνες που προκαλούν περίσκεψη και δυσφορία, ακόμα και σε θετικά διακείμενους («5 περιμετρικά παγκάκια για κυκλικές ζαρντινιέρες με ενδεικτικό κόστος 5.700 ευρώ ανά τεμάχιο», διαβάζω στο Έθνος). Τα έξοδα ανέλαβε λοιπόν η στενή φίλη της τραγουδοποιού Άννα Σταματοπούλου, το άγαλμα σμίλεψε ο Κυριάκος Ρόκος –συμφοιτητής κάποτε της Αρλέτας στην Καλών Τεχνών– ενώ στην εκδήλωση θα μιλήσει ο Γιώργος Τσάμπρας· συνάδελφος μουσικοκριτικός και ραδιοφωνικός παραγωγός, για τον οποίον έχω μεγάλη εκτίμηση. 

Με αυτήν την ωραία αφορμή, αναρτώ σήμερα (με μικρές, αισθητικής φύσης προσαρμογές) την κουβέντα που κάναμε με την Αρλέτα στο σπίτι της στην Κυψέλη, τον χειμώνα του 2010. Είχε μόλις βγάλει το Demo, ένα «χαμένο άλμπουμ» με αγγλόφωνα τραγούδια από τη δεκαετία του 1970, και ενδιαφερόταν να μιλήσει. Στη δε Lyra βρισκόταν τότε η Μαίρη Μπρατάκου –από τις πιο θαυμάσιες κυρίες που έχουν περάσει από τη δισκογραφία– η οποία και κανόνισε να την επισκεφθώ, για λογαριασμό του περιοδικού Ήχος + Εικόνα (όπου και πρωτοδημοσιεύτηκε η συνέντευξη, στο τεύχος Ιανουαρίου 2011).

Συχνά, όταν γνωρίζουμε από κοντά τους καλλιτέχνες που εκτιμούμε, απογοητευόμαστε: περιμένουμε να βρούμε τον μύθο και συναντάμε τον άνθρωπο. Αλλά η Αρλέτα ανήκει στις εξαιρέσεις αυτού του άτυπου  δημοσιογραφικού «κανόνα». Μια δεκαετία αργότερα, τη χαίρομαι ακόμα εκείνη τη στιγμή, έστω κι αν έχω μετανοιώσει στην πορεία για διάφορα που δεν ρώτησα. Όμως με την Αρλέτα δεν γινόταν να έχεις «ατζέντα». Ξεκινούσες απλά από κάπου και σε πήγαινε κατόπιν η συζήτηση.



Μας εκπλήξατε με το Demo

Κι εγώ εξεπλάγην. Είχα ξεχάσει την ύπαρξη αυτού του δίσκου, τον είχα απωθήσει. 

Είναι ένας δίσκος αρκετά συγγενής με το Ταξιδεύοντας, που κυκλοφορήσατε το 1976…

Οι μουσικές του Ανέστου Τριανταφύλλου για το Demo είναι ίδιες μ’ αυτές του Ταξιδεύοντας. Αλλά όχι οι στίχοι, οι στίχοι γράφτηκαν στα αγγλικά από τη Sasha Brewis. Μια Αγγλίδα ύψους 1.90, η οποία μένει στην Ελλάδα εδώ και 35 χρόνια. Με τη Sasha γνωριστήκαμε κάποτε σ’ ένα νησί και ακόμα είμαστε φίλες. Το Demo δέχτηκα να βγει επειδή το επιθυμούσε ο παραγωγός μου, ο Γιώργος Μακράκης· αλλά και ως μια χειρονομία αβροφροσύνης απέναντί της, που είχε κάνει όλη αυτή τη δουλειά και ποτέ δεν εκδόθηκε. 

Τι πιθανότητες θα είχε τότε να κάνει κάτι στο εξωτερικό; 

Είχαν έρθει να με υπογράψουν από εταιρεία του εξωτερικού. Και τους σταμάτησε ο Αλέκος Πατσιφάς, όντας ενάντια στο να φεύγουν Έλληνες έξω. Και ήταν ευκαιρία τότε να ανοιχτεί η ελληνική μουσική, μετά την επιτυχία της ταινίας Zorba The Greek (1964) και το βραβείο Όσκαρ του Μάνου Χατζιδάκι (1961). Και βέβαια την καριέρα της Νάνας Μούσχουρη. Απλά η Μούσχουρη έφυγε στο εξωτερικό για να την κάνει. Ο σκοπός ήταν να μπορέσει να το κάνει κάποιος χωρίς να χρειαστεί να εκπατριστεί. 

Τον εκτιμούσα πάντως τον Πατσιφά κι ακόμα τον σκέφτομαι με αγάπη και σεβασμό. Έφτιαξε μια ελληνική εταιρεία μόνος του, όταν άλλοι τότε συνεργάζονταν με τις δισκογραφικές του εξωτερικού· και σε χρόνο-ρεκόρ έφτιαξε κι ένα σημαντικό ρεπερτόριο. Αυτός, ο γέρος ο Μάτσας και ο Λαμπρόπουλος της Columbia πιστεύω ότι ήταν οι σημαντικότεροι άνθρωποι στη δισκογραφία. Από τους τρεις τους, ο Πατσιφάς ήταν ο πιο καλλιεργημένος, μα και ο πιο ιδιόρρυθμος. 

Λένε ότι ζούμε μέρες άνθισης της αγγλόφωνης δημιουργίας στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία…

Το θεωρώ λογικό. Τα ελληνικά είναι μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει κανείς. Και τα αγγλικά μια εύκολη γλώσσα για να την τραγουδήσεις. Όμως, σκεφτείτε πόσοι συνεχίζουν να τραγουδούν στη γλώσσα τους, κάνοντας διεθνείς επιτυχίες. Ζούμε σε μια χώρα η οποία, μαζί με την Ιταλία και τη Γαλλία, έχει δικιά της μουσική. Και πλέον το πυροβολούμε αυτό από παντού, επειδή κουτσομάθαμε τρία αγγλικά. 

Το θέμα δεν είναι αν τα νέα παιδιά τραγουδάνε στα αγγλικά, αλλά αν μπορούν να τραγουδήσουν στα ελληνικά. Γιατί αν δεν ξέρεις τη γλώσσα σου, δεν μπορείς τελικά να μάθεις καμία άλλη. Έχουμε ξεχάσει την περίφημη δήλωση της Άννας Διαμαντοπούλου, που πριν μερικά χρόνια είχε ζητήσει να γίνουν τα αγγλικά επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Και αυτήν την κυρία την κάναμε Υπουργό Παιδείας…


Οι ηχογραφήσεις για το Demo συμπίπτουν περίπου με τις ηχογραφήσεις για την Τρίτη Ανθολογία του Γιάννη Σπανού και για το Ταξιδεύοντας. Τι είχε όμως μεσολαβήσει και είχατε εγκαταλείψει το τραγούδι, για αρκετό μάλιστα διάστημα; 


Ο πρώτος μου δίσκος εκδόθηκε το 1966. Έναν χρόνο μετά πιστεύω ότι όλοι ξέρουν τι συνέβη –ακόμα κι εσύ που είσαι μικρός. Είχα λοιπόν τότε ένα κυνηγητό από τη Χούντα, που δεν με άφηνε να τραγουδήσω. Τους λόγους τους κατάλαβα πολύ αργότερα, η αιτία μάλιστα εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι και σήμερα: απλώς δεν μπορούν να με κατατάξουν πουθενά. Είναι το πρόβλημα που είχα σε όλη μου την πορεία. Δεν λέω καριέρα, γιατί δεν θεωρώ ότι έχω κάνει καριέρα. 

Δεν αισθάνεστε ότι έχετε κάνει καριέρα; 

Όχι. Καριέρα κάνει κάποιος που το κυνηγάει, που ζητάει να ανέβει σκαλιά τα οποία έχει είτε θέσει η κοινωνία, είτε ο ίδιος· και που, βέβαια, κάνει πολύ σωστές δημόσιες σχέσεις. 

Το ξέρετε όμως ότι υπάρχει κοινό και ότι σας αγαπάει…

Τώρα το ξέρω. Και μάλιστα βλέπω ότι υπάρχει και φανατικό κοινό. Το περίεργο δε, το ωραίο, είναι που με αγαπούν και πολλοί νέοι. Μια καινούργια φουρνιά, που δείχνει να το ψάχνει. 

Στο μεσοδιάστημα που απείχατε από τη μουσική, πώς βρεθήκατε να τραγουδάτε στο Παρίσι; Ζήσατε εκεί κάποιο διάστημα; 

Όχι, δεν είχα φύγει για το Παρίσι. Δύο χρόνια αφού είχα σταματήσει να τραγουδάω και έλεγα ότι είχε τελειώσει το αστείο, ο Georges Moustaki αναζητούσε έναν συνεργάτη από Ελλάδα. Άκουσε κατά τύχη έναν δίσκο μου και με πήρε τηλέφωνο. Κι έτσι βρέθηκα στο Παρίσι και στο Bobino –το πιο χαριτωμένο θέατρο που έχω δει ποτέ, ένα κουκλί. Ήταν κι η πρώτη φορά που τραγουδούσα σε θέατρο. Ως τότε εμφανιζόμουν μονάχα σε εκείνες τις μικρές τρυπίτσες, τις μπουάτ. Τις οποίες αποδείχθηκε ότι ο κόσμος αγάπησε πολύ. 

Θεωρείτε ότι σας κόλλησαν την ταμπέλα «Νέο Κύμα», ενώ δεν ανήκατε ουσιαστικά σε αυτό; 

Από τον πρώτο δίσκο κιόλας, θέλανε να βάλουν μια ταμπελίτσα που να λέει «Νέο Κύμα». Την έβγαλαν με δική μου επιμονή, όμως φαίνεται πως έμεινε. Αν σου κολλήσουν οι δημοσιογράφοι μια ετικέτα, σε κυνηγάει μια ζωή. Ενώ εσύ μπορεί να θες να προχωρήσεις και σε άλλα πράγματα. Εγώ, ας πούμε, όταν ξεκίνησα, ήμουν πολύ μικρή. Ήταν φυσικό λοιπόν να προχωρήσω: 3 δίσκους έκανα εντός Νέου Κύματος και άλλους 20 εκτός. 


Μιας και ζήσατε από κοντά εκείνα τα χρόνια, συμφωνείτε ότι το Νέο Κύμα αδικήθηκε στη Μεταπολίτευση;


Όχι απλώς αδικήθηκε, δυσφημίστηκε. Ενώ από εκεί ξεκίνησε τόσο το ελαφρολαϊκό, όσο και το πιο σύγχρονο λαϊκό –από συνθέτες του ελαφρού, που κατά κάποιον τρόπο γνώριζαν και το λαϊκό τραγούδι. Άνθρωποι σαν τον Μίμη Πλέσσα, ας πούμε. Και η στιχουργική όμως του Νέου Κύματος οδήγησε αλλού. Και για λίγο επηρέασε και την αισθητική ορισμένων πραγμάτων. Αλλά για λίγο. Γιατί μετά η αισθητική το έβαλε στα πόδια και άρχισε να τρέχει.  

Στη Μεταπολίτευση;

Εκεί. Εκεί κι αν έπαθε τη μεγάλη ζημιά… Παντρεύτηκε τον βλάχο και από τότε τρώει τυρόγαλο. Μην παρεξηγηθώ, κι εγώ Βλάχα είμαι, έχω μια ρίζα από εκεί. Μεταφορικά το εννοώ. Είχα πει και παλιότερα, ότι στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήταν βλάχοι με άποψη. Κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο.

Το σημερινό ΠΑ.ΣΟ.Κ., έχει διαφορές από εκείνο; 

Εκείνο ήταν γνήσια χειρότερο. Το σημερινό είναι δήθεν καλύτερο.

Είναι μια ευκαιρία η νυν Κρίση να επιστρέψουμε σε ουσιώδη πράγματα; 

Ευκαιρία είναι, αλλά δεν ξέρω αν θα την αξιοποιήσουμε. Το υπάρχον σύστημα, μερικώς, πιστεύω ότι είναι πολύ σωστό. Εκεί που κυρίως χάνει είναι ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι να επιλέγουν, κατ’ αρχήν. Δηλαδή, αν θες να μαγειρεύεις, πρέπει πρώτα να ξέρεις να ψωνίζεις. Αλλιώς πώς θα μαγειρέψεις; Με σάπιες ντομάτες και σάπιες πιπεριές, δεν γίνεται. 

Δεν υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι αυτή τη στιγμή να ξεχωρίζουν τις ποιότητες των υλικών. Έχω πάντως εμπιστοσύνη στη νεότερη γενιά, γιατί βλέπω ότι υπάρχουν εξαιρετικές μονάδες –καλύτερες από το παρελθόν. Δεν ξέρω όμως πόσοι βγαίνουν σε αριθμό, αν είναι αρκετοί. Γιατί το παιχνίδι παίζεται στον μέσο όρο: ούτε στους πολύ πάνω, ούτε στους πολύ κάτω. Και δεν ξέρω αν υπάρχει καλός μέσος όρος.  

Μπορούμε να κάνουμε κάτι σήμερα;

Σήμερα φοβούμαι ότι λίγα πια μπορούμε να κάνουμε. Δεν υπάρχει χώρα νομίζω που να έχει ληστευτεί περισσότερο από όσους την κυβέρνησαν. Της συμπεριφέρθηκαν σαν να μην ήταν τόπος τους, μα κατακτημένη χώρα. 

Πάντως δεν πρέπει να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά. Κι αυτό κάνουμε, δυστυχώς. Ακόμα και διεκδικώντας πράγματα που πια δεν υπάρχουν. Μπορώ εγώ να διεκδικήσω το σώμα που είχα στα 15, κάτι δηλαδή που δεν υπάρχει περίπτωση να έχω; Είναι τρέλα… Αν υπάρχει κάτι να διεκδικήσουμε, είναι να μην ξαναγίνουν όσα γίνανε. Αλλά κι αυτό το διεκδικούμε αναποτελεσματικά. 


16 Ιουνίου 2020

Μιχάλης Δέλτα - συνέντευξη (2010)


Περιττεύουν νομίζω οι συστάσεις για τον Μιχάλη Δέλτα, αφού πίσω του υπάρχει ως μόνιμη σταθερά η παρακαταθήκη των Στέρεο Νόβα. Δεν θα ισχυριστώ ότι έχω ακούσει κάθε προσωπικό δίσκο που έφτιαξε μετά τη διάλυσή τους, ούτε ότι με αφορά η κοσμοθεωρία την οποία συχνά εκθέτει δημόσια· ωστόσο παραμένει καλλιτέχνης τον οποίον εκτιμώ, τόσο για τα εκφραστικά του μέσα, όσο και για τη διαχείρισή τους. Το τελευταίο του σόλο ΕΡ Higher Frequencies βγήκε τον Απρίλη (από την Inner Ear), οπότε η κουτσουρεμένη λόγω κορωνοϊού επικαιρότητα προσφέρει αφορμή για την αναδημοσίευση μιας παλιότερης κουβέντας που έκανα μαζί του –πριν 10 χρόνια, τότε που έβγαλε το άλμπουμ Tech Me Away στην Klik Records. Η συνέντευξη έγινε για λογαριασμό του περιοδικού Ήχος + Εικόνα (τεύχος Ιουνίου 2010) και δημοσιεύεται στο ίντερνετ για πρώτη φορά, με μικρές, αισθητικής φύσης, προσαρμογές...

Το νέο σου δισκογραφικό έργο Tech Me Away διαθέτει εμφανείς techno αναφορές. Είναι ο ήχος που θα έλεγες ότι σε αφορά περισσότερο, από όλο το φάσμα της dance κουλτούρας; 

Η techno ήταν μουσική επανάσταση. Βοήθησε τους νέους στις δεκαετίες 1980 και 1990 να ακουμπήσουν σε μια κουλτούρα η οποία τους ώθησε να εκφραστούν μέσα από ένα περισσότερο υπαρξιακό επίπεδο, σε σχέση με άλλες χορευτικές μουσικές. Αυτό φυσικά συνέβη ασυνείδητα. Παρ' όλα αυτά, η techno έγινε η μουσική των μεγαλουπόλεων, του αστικού τοπίου.


Δούλεψες 3 χρόνια για το Tech Me Away, χωρίς να σε απασχολούν ηχητικές μόδες ή τα συνήθη κλισέ για το πόσο συχνά πρέπει να εμφανίζεται κανείς δισκογραφικά. Είναι πράγματα τα οποία αγχώνουν τους νεότερους καλλιτέχνες, έχουν όμως κάποια έστω αληθινή βάση; 


Οι καλλιτέχνες, όταν ζούμε με την ανασφάλεια της «εικόνας» μας, μπορούμε να γίνουμε ιδιαίτερα επιπόλαιοι και αποπροσανατολισμένοι από την ουσία της τέχνης μας. Στο παρελθόν έχω υπάρξει ιδιαίτερα παραγωγικός –δύο δίσκοι σε έναν χρόνο– χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και κάτι. Επειδή δημιουργώ τα πάντα μόνος μου, υπάρχει ένα κόστος προσωπικό, πλέον και χρονικό. Το να κυκλοφορεί λοιπόν κάποιος ένα άλμπουμ τον χρόνο είναι για μένα δημιουργικό, εφόσον δεν επαναλαμβάνεται ο ίδιος ο δημιουργός. Με μια αποστασιοποιημένη ματιά, θεωρώ αναγκαίο ένα «κενό» ανάμεσα στις δουλειές, για να μπορεί κανείς να βιώνει την παρατήρηση σε ό,τι έχει προηγουμένως τελειώσει. 


Υπάρχει αληθινό περιθώριο ανάπτυξης της ηλεκτρονικής κουλτούρας στην Ελλάδα; Ή, όπως και στα ροκ πράγματα, βασιλεύει η μαϊμουδιά και τελικά ελάχιστοι εμβαθύνουν, με αποτέλεσμα ο κύκλος να παραμένει πάντοτε στενός;


Ξέρω ότι υπάρχουν νέοι ταλαντούχοι και με φιλοδοξίες, σε σχέση με την ηλεκτρονική μουσική στην Ελλάδα. Αλλά, για να αναπτυχθεί μια τέτοια κουλτούρα, χρειάζονται και δυνατοί υποστηρικτές, οι όποιοι δυστυχώς καταπιάνονται με την κακόγουστη λαϊκή διασκέδαση. Εταιρείες δισκογραφικές, σπόνσορες, τηλεοπτικά σόου, μουσικά κανάλια και όλα σχεδόν τα media. Από τη στιγμή που ο μέσος Έλληνας δεν γνωρίζει και πολλά σχετικά με την ηλεκτρονική μουσική, δεν είναι δίκαιο να τον κρίνει κάνεις αρνητικά. Εάν υπήρχε  καλή πληροφόρηση και υποστήριξη, θα άλλαζαν πολλά πράγματα στην ηλεκτρονική σκηνή της χώρας.


Με δεδομένο ότι μια ιδιαίτερη στιγμή της δισκογραφίας σου στάθηκε η συνεργασία με την Τάνια Τσανακλίδου για το Χρώμα Της Μέρας (2001), σε απασχολεί καθόλου το ελληνικό τραγούδι; Σε αφορά; 


Με αφορά η προσωπική μου σχέση με τη γλώσσα μας. Κατά καιρούς γράφω διάφορα και νιώθω μια πληρότητα όταν οι αναζητήσεις μου βρίσκουν καταφύγιο εκεί. Με συγκινεί το παλιό ελληνικό τραγούδι, τότε που οι στιχουργοί ήταν ποιητές και οι συνθέτες έμοιαζαν θρησκευτικοί ηγέτες. Σήμερα δεν με συγκινεί το κατασκευασμένο ψέμα κανενός, εκτός κάποιων ελάχιστων εξαιρέσεων, όπως η Σαβίνα Γιαννάτου, η Λένα Πλάτωνος και άλλων, μακριά από τα φώτα.


Μας κάνει η τέχνη καλύτερους; Θυμάμαι ότι σε άλλες σου συνεντεύξεις το έχεις αμφισβητήσει, θεωρώντας αυτήν την άποψη ως ελιτίστικη πλάνη...


Η σχέση μου με την τέχνη είναι ένα πολύτιμο εργαλείο με το οποίο έχω την ευκαιρία, αν θελήσω, να ανακαλύψω –ως έναν βαθμό– το ποιος είμαι. Αυτό δεν σημαίνει ότι γίνομαι απαραίτητα καλύτερος άνθρωπος. Τι σημαίνει άλλωστε καλύτερος; Ακούγεται πολύ ενοχικό/χριστιανικό. Γενικά, ο ψυχαναγκασμός του «καλύτερου», δημιουργεί αποστήματα στις ανθρώπινες σχέσεις. Και έχω διαπιστώσει ότι τις κάνει χειρότερες, διότι από μια τέτοια διαταραγμένη αντίληψη απουσιάζει το πιο σημαντικό απ’ όλα: η αποδοχή.


Έχει παγιωθεί πλέον μια σχέση ακροατή-μουσικής μέσω του ίντερνετ και του downloading, με ποικίλες επιπτώσεις. Για έναν καλλιτέχνη όπως εσύ, που επένδυσες 3 χρόνια για έναν δίσκο, είναι λόγος αγανάκτησης αυτή η ευκολία; 


Δεν αγανακτώ. Έχω εκφράσει το πώς εκλαμβάνω –ως άνθρωπος και δημιουργός– αυτήν την πραγματικότητα, η οποία βασίζεται και καλλιεργείται ατέρμονα γύρω από έναν άξονα ασυνειδησίας. Η μουσική είναι μια δωρεάν παροχή, πλέον. Σε λίγα χρόνια αυτού του είδους η «κλοπή» θα έχει δημιουργήσει τέτοιες κοινωνικές συνθήκες, από τις οποίες πιθανόν να απουσιάζει η αίσθηση της πνευματικής και μη ιδιοκτησίας. Το downloading δεν αποτελεί απλά μια παρανομία, μια κλοπή. Είναι μια συναισθηματική κλοπή. 


Γεννήθηκες στην Αθήνα, μεγάλωσες στην Αθήνα, ζεις στην Αθήνα. Σκέφτηκες ποτέ να φύγεις; Ποια είναι η σχέση σου, ως δημιουργού, με αυτήν την πόλη;


Η Αθήνα «ευθύνεται» για αυτό που είμαι μέχρι και σήμερα, θα πω χαριτολογώντας! Ζω μια καθημερινότητα με δυσκολίες και μικρές όμορφες στιγμές, όπως όλοι. Έχω ανάγκη από μια πιο ουσιαστική Αθήνα, μια περισσότερο δελεαστική πόλη. Η οποία να με εμπνέει όχι μόνο μέσα από εσωτερικές συγκρούσεις και οξύμωρα σχήματα, αλλά και από μια πνοή πολιτισμού. Από ένα είδος κυβερνητικού-πολιτικού ενδιαφέροντος. 


Σε ανησυχεί αλήθεια η νυν οικονομική κρίση και οι αλλαγές που απαίτησε πρόσφατα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο; Σε τι φάση βλέπεις να μπαίνει η ελληνική κοινωνία; 


Τώρα μας δίνεται, πολύ άκομψα, η δυνατότητα να αντιληφθούμε το πώς όλοι μας, ο καθένας προσωπικά, αναλωθήκαμε μέσα στην άγνοια και στον φόβο. Και μπορούμε να βρούμε ευέλικτους τρόπους απέναντι σε όποια δυσκολία, αρκεί να έχουμε ασκήσει με ηρεμία μια πρώτη αυτοκριτική και να μην σιχτιρίζουμε μονάχα τις κυβερνήσεις των τελευταίων 30 χρόνων. Δεν με ανησυχεί η κρίση ως προς τις βιοποριστικές μου ανάγκες, δεν με ξάφνιασε άλλωστε: εδώ και χρόνια έβλεπα ότι βαδίζουμε με απόλυτη ηλιθιότητα προς το κενό. Ο Έλληνας δεν έχει καμία ταυτότητα, δεν μπορεί να τηγανίσει μόνος του δύο επιτυχημένα αυγά. Χρειάζεται λοιπόν πάντα μια «Μητέρα» να τον απαλλάσσει από τέτοιου είδους ευθύνες.

Δείτε το επίσημο βιντεοκλίπ που σκηνοθέτησαν η Δέσποινα Σιδηροπούλου και ο Παντελής Φραντζής για το τραγούδι του Tech Me Away "She's A Boy" πατώντας εδώ. Ερμηνεύει η συμμετέχουσα στον δίσκο Etten.