Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Garbarek Jan. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Garbarek Jan. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13 Ιουνίου 2022

Jan Garbarek & The Hilliard Ensemble - Remember Me, My Dear [δισκοκριτική, 2020]


Υπάρχει πάντα κάποιος λόγος για να επιστρέψεις στο δημιουργικό σύμπαν του Jan Garbarek. Πολύ απλά γιατί πρόκειται για έναν σπουδαίο μουσικό του 20ού αιώνα, ο οποίος εντόπισε έναν νέο δίαυλο που διαφαινόταν στα όρια της free jazz και τον εξερεύνησε έπειτα ενδελεχώς, πλάθοντας έναν ήχο που πλέον θεωρείται συνώνυμος της αισθητικής της ECM. Άλλωστε ηχογραφεί σταθερά εκεί από το 1970.

Η πανδημία μπορεί να ματαίωσε τον νέο του ερχομό στην Ελλάδα, αλλά το ξάνοιγμα που πρόσφερε η φετινή χρονιά έδωσε τη δυνατότητα αναπρογραμματισμού της συναυλίας. Έτσι, ο Νορβηγός σαξοφωνίστας θα παίξει την Τετάρτη 22 Ιουνίου στο Ηρώδειο, έχοντας στο πλάι του τον εκπληκτικό Ινδό ντράμερ Trilok Gurtu, τον Γερμανό πιανίστα Rainer Brüninghaus και τον Βραζιλιάνο μπασίστα Yuri Daniel.

Με την αφορμή, το blog επισκέπτεται μια παλιότερη κριτική για το άλμπουμ Remember Me, My Dear (2020), που βρήκε τον Garbarek να συναντιέται ξανά με τους Hilliard Ensemble (2014, σε μια ελβετική εκκλησία), με τους οποίους είχε ηχογραφήσει τον δίσκο αναφοράς Officium, πίσω στο 1994. Ξανά, αλλά συνάμα και για τελευταία φορά, καθώς το αγγλικό χορωδιακό γκρουπ είχε αποφασίσει να διαλυθεί, τερματίζοντας μια διακεκριμένη πορεία δεκαετιών. Η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Rolf M. Aagaard.


Η εμπειρία του Remember Me, My Dear είναι από τη φύση της μεταιχμιακή, όπως συμβαίνει με κάθε συνεργασία του Jan Garbarek και των Hilliard Ensemble: ριζώνει στη συνάντηση δύο διακριτών κόσμων, οι οποίοι συνδιαλέγονται προσπαθώντας να βρουν το (πιθανό) κοινό έδαφος. Με πολύ απλά λόγια, είναι σαν να πήγες στην εκκλησία, μα να γύρισες με την εντύπωση ότι άκουσες τα θεία να τιμούνται με κάτι-σαν-τζαζ. Απλοποιώντας βέβαια τα πράγματα τόσο πολύ, ικανοποιείς μεν όσους έχουν την ανάγκη να τους «εξηγήσεις», αλλά κινδυνεύεις να χάσεις ορισμένες κρίσιμες ποιότητες. 

«Σαν να πήγες στην εκκλησία», ας πούμε, δεν σημαίνει ότι είσαι και σε στούντιο· βρίσκεσαι όντως σε εκκλησία εδώ –συγκεκριμένα στην Chiesa della Collegiata dei SS. Pietro e Stefano, στη Bellinzona της Ελβετίας. Η όλη εμπειρία είναι μάλιστα ζωντανή, με την καταγραφή να χρονολογείται στον Οκτώβρη του 2014: αν δεν το υποψιαστείς στην αρχή, από ένα βήξιμο που ακούγεται στο φόντο, θα το καταλάβεις από το κυματιστό χειροκρότημα στο φινάλε. Ο δε Garbarek με τους Hilliard Ensemble το έχουν ήδη βρει το ζητούμενο κοινό έδαφος, ήδη από το 1994. Τότε δηλαδή που η προοπτική μιας συνεργασίας μεταξύ του διαπρεπούς Νορβηγού σαξοφωνίστα και των διακεκριμένων Άγγλων χορωδών γεννήθηκε σαν ιδέα στο κεφάλι του Manfred Eicher, για να αποτυπωθεί λαμπρά στο άλμπουμ Officium

Βέβαια, η παρουσία του Officium, αλλά και των δύο μετέπειτα συνεργασιών του Garbarek με τους Hilliard Ensemble (Mnemosyne, 1999 και Officium Novum, 2010), σημαίνει ότι το Remember Me, My Dear δεν έχει σύμμαχό του τον παράγοντα «έκπληξη». Ίσως μάλιστα να καταδεικνύει ότι ο κάποτε πρωτοποριακός διάλογος έχει πλέον εξαντλήσει τις βασικές δυνατότητές του, γενόμενος μια ήδη «δεδομένη» αισθητική πρόταση –ασχέτως αν το επίπεδο κρατιέται σε ένα άλφα ύψος. Στόχος ωστόσο της εκ νέου συνεύρεσης των δύο μερών στη Bellinzona δεν ήταν να γραφτεί ένα ακόμα κεφάλαιο. Αντιθέτως, εδώ έχουμε το κλείσιμο του κύκλου που άνοιξε στα μέσα των 1990s, λόγω της απόφασης των Hilliard Ensemble να διαλυθούν, ύστερα από 40+ έτη πορείας. 

Έτσι μπορούμε κι εμείς να απολαύσουμε το άλμπουμ ως ό,τι πραγματικά είναι, δίχως διερωτήσεις για τα καλλιτεχνικά του όρια ή για την επικαιρότητά του. Δηλαδή ως την αποχαιρετιστήρια συναυλία μιας συνεργασίας που έγραψε τη δική της ιστορία –τουλάχιστον για όσους δεν κρύβουν την ένδεια των ακουσμάτων τους και την άγνοιά τους για τα πέρατα της μουσικής τέχνης αναμασώντας την «pop culture» τσίχλα. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα είναι καλοδεχούμενες και οι εκ νέου επισκέψεις σε υλικό που έχει ήδη παρουσιαστεί στα προαναφερόμενα άλμπουμ, αφού η προσέγγιση διαφοροποιείται, αντανακλώντας τόσο τη στιγμή (ιδίως στο αυτοσχεδιαστικό των κινήσεων του Garbarek), όσο και την εμπειρία που έχει κερδηθεί στο μεταξύ. 

Η γοητεία του Remember Me, My Dear δεν πηγάζει επομένως από το ποιες εκλογές αναδείχθηκαν πιο πετυχημένες ή το ποιες εκτελέσεις ξετύλιξαν πιο ευκρινώς το κρυστάλλινο φωνητικό τάλαντο των Hilliard Ensemble και την ευελιξία του σοπράνο σαξοφώνου του Garbarek. Μπορείς ασφαλώς να σταθείς και σε τέτοια σημεία· και η αλήθεια είναι ότι μόνο λίγα δεν τα λες. 

Η ανατολικοευρωπαϊκή κατάνυξη του κατά Komitas "Ov Zarmanali" και της "Litany" του Nikolai N. Kedrov, το ανώνυμου δημιουργού "Sanctus", οι πτυχώσεις του "Most Holy Mother Of God" του Arvo Pärt, η παιγνιώδης μεσαιωνική διάθεση του Pérotin στο "Alleluia Nativitas" και η υπερβατικότητα του "O Ignis Spiritus" της Hildegard Von Bingen, είναι όλα τους εξαιρετικά κομμάτια. Στιγμιότυπα στα οποία μπορείς να θαυμάσεις πόσο στιβαρά συγκεκριμένοι αποτυπώνονται οι Hilliard Ensemble ή πόσο ωραία ταιριάζει ο κόσμος που εκπροσωπούν με την  αυτοσχεδιαστική φαντασία ενός σπουδαίου τζαζίστα· ικανού να «ξεφυτρώνει» πάνω, κάτω, πλαγίως και υπογείως, προσφέροντας αντιστίξεις, συμπληρώσεις, βάθος ή λειτουργώντας ως μία ακόμα «φωνή» δίπλα στους χορωδούς. Ανά περιστάσεις, μάλιστα, κάνει το σαξόφωνό του να ηχεί σαν ζουρνάς, με την ακροαστική εμπειρία να φτάνει κοντά σε ό,τι ξέρουμε στη Δύση για την ethio jazz της Αιθιοπίας.  

Σε ένα βαθύτερο κοίταγμα, όμως, βλέπεις ότι το «κλειδί» της επιτυχίας βρίσκεται σε πράγματα που ίσως σε πρώτη ματιά φαντάζουν αφηρημένα. Στις πέτρινες λ.χ. επιφάνειες της ελβετικής εκκλησίας και στον μπόλικο αέρα τον οποίον φιλοξενούν (για να θυμηθούμε μια παλιότερη φράση του ίδιου του Garbarek), που γίνονται αναπόσπαστα τμήματα πρώτα της συναυλίας, ύστερα της ακροαστικής εμπειρίας, «περνώντας» τέλος και στην ηχογράφηση. Με έναν τρόπο ίσως όχι τόσο απτό, μα εν τέλει σημαντικό. Γιατί, όπως ύμνοι θρησκευτικής φύσης από τον Μεσαίωνα συναντούν ένα κοσμικό όργανο πολύ μεταγενέστερο του χρονικού τους φάσματος, έτσι χώρος, άνθρωποι και υλικό τροφοδοτούν ένα δικό τους όλον. Mε γήινες, μα και με υπερκόσμιες ποιότητες. 



31 Δεκεμβρίου 2021

Jan Garbarek - συνέντευξη (2011)


Μεγάλος μάστορας εκείνου του ήχου μεταξύ τζαζ και σύγχρονης λόγιας έκφρασης, που εν καιρώ ταυτίσαμε με τις παραγωγές της ECM.

Μέσα στο 2021, ο Νορβηγός σαξοφωνίστας ήταν να εκμεταλλευτεί τη δειλή επανέναρξη των συναυλιών για να έρθει για μία ακόμα φορά στην Ελλάδα –το Σάββατο 3 Ιουλίου, στο Ηρώδειο. Όπου και θα έπαιζε πλαισιωμένος από πιάνο (Rainer Brüninghaus), μπάσο (Yuri Daniel) και κρουστά (Trilok Gurtu). Ωστόσο το live δεν μπόρεσε τελικά να γίνει και μετρήθηκε στις ακυρώσεις της χρονιάς, η οποία παρέμεινε δύσκολη σε επίπεδο κορωνοϊού, μέχρι και το φινάλε της.

Με αυτή την αφορμή, πάντως, θυμήθηκα ότι πριν 10 χρόνια είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω μαζί του. Ετοίμαζε και τότε βαλίτσες για Αθήνα, καθώς περιόδευε για τον δίσκο Officium Novum (2010), ο οποίος αποτελούσε συνέχεια του εμβληματικού Officium με τους Hilliard Ensemble (1994).

Στη συζήτηση αυτή ο Jan Garbarek έκανε σαφές ότι δεν θεωρεί πως παίζει τζαζ, αλλά κάτι διαφορετικό, το οποίο ξεκίνησε χρονικά μετά το τελευταίο επεισόδιο αυτής, τη free jazz. Υπήρξαν όμως και πιο ...αναπάντεχα σημεία, στα οποία θυμήθηκε π.χ. την αγάπη που είχε προς τον Elvis Presley πριν κολλήσει με τον John Coltrane και το σαξόφωνο.

Το κείμενο που προέκυψε από εκείνη τη συνομιλία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Περίπου 15 χρόνια χωρίζουν το Officium και το πρόσφατό σας Officium Novum. Διαφοροποιήθηκε σε κάτι ο τρόπος με τον οποίον στήσατε την ηχογράφηση με τους Hilliard Ensemble, με δεδομένο ότι το σκηνικό παρέμεινε το ίδιο –το μοναστήρι του St. Gerold στην Αυστρία;

Διαφοροποιήθηκε, κάτι που έχει να κάνει κυρίως με τις αλλαγές στα μηχανήματα. Παλιά χρειαζόσουν ένα τεράστιο λεωφορείο για να κουβαλήσεις όλα όσα απαιτούσε μια τέτοια ηχογράφηση. Πλέον όλα είναι μικρότερα σε μέγεθος και πιο βολικά στη μετακίνηση. 

Αλλά μια τέτοια μεταβολή δεν έχει να κάνει μόνο με ζητήματα ευκολίας ή μεγέθους. Τότε ήξερες ότι μπορείς να έχεις μία μόνο ηχογράφηση. Κι αυτό δημιουργούσε πίεση στους μουσικούς, η οποία μπορεί να ήταν για καλό, μπορεί όμως και όχι. Τώρα ηχογραφήσαμε με την ησυχία μας πέντε κονσέρτα στο St. Gerold και μετά διαλέξαμε εκείνο που θεωρούσαμε καλύτερο για να δισκογραφηθεί.

Τι χρειάζεται πρωτίστως το σαξόφωνό σας, ως ηχητικό περιβάλλον, ώστε να λειτουργήσει σωστά;

Χρειάζεται ρυθμό, συγχορδίες και μελωδία. Μου αρέσει να αφήνω τις συγχορδίες στο πιάνο και τον ρυθμό στο μπάσο και στα τύμπανα και να αναλαμβάνω τη μελωδία. Για μένα είναι ένας κλασικός συνδυασμός. Βέβαια, για χρόνια είχα κιθάρα στα συγκροτήματά μου αντί για πιάνο, καθώς ένιωθα ότι μου άφηνε ένα πιο ανοιχτό πεδίο και ότι είναι ένα πιο ευέλικτο μουσικό όργανο. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι, κάθε φορά που καθόμουν να φτιάξω κάτι καινούριο, ξεκινούσα καθισμένος σε ένα πιάνο.

Ως προς τα τύμπανα, μιας και τα αναφέρατε: στην Αθήνα θα σας δούμε με τον Trilok Gurtu, αντί για τον συνεργάτη σας τα τελευταία χρόνια Manu Katché, έτσι δεν είναι;

Υπήρξα πολύ τυχερός με τον Manu, γιατί εμφανίστηκε σε ένα σημείο που είχα μείνει δίχως ντράμερ. Είναι όμως διαφορετική υπόθεση η ηχογράφηση από μια περιοδεία. Ζήτησα ασφαλώς από τον Manu να συμμετάσχει και στις συναυλίες, όμως μπορούσε σε κάποιες και σε κάποιες όχι –και έτσι ήρθε ο Trilok να καλύψει αυτά τα κενά. 

Νομίζω ότι οι δυο τους έχουν μοιραστεί τις συναυλίες των τελευταίων 2 χρόνων σε ένα ποσοστό 50-50. Πρόκειται για δύο αρκετά διαφορετικούς μουσικούς. Προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες, έχουν ο καθένας άλλη προσέγγιση στα τύμπανα, άλλη αυτοπειθαρχία και βέβαια διαφορετική προσωπικότητα. Με θεωρώ τυχερό που τους έχω συνεργάτες. Έχω αντλήσει πολλά μαθήματα εναλλάσσοντάς τους στις περιοδείες.

Μου δίνετε την εντύπωση ότι ο ρυθμός παίζει για σας κυρίαρχο ρόλο...

Ο ρυθμός πυροδοτεί τη δημιουργικότητά μου. Στις συναυλίες μπορώ να βγάζω μελωδίες για ώρες, αν κάποιος μου δώσει κατάλληλο ρυθμό. Για μένα αυτοσχεδιασμός σημαίνει παραγωγή μελωδιών, πιστεύω όμως ότι κάθε μελωδία πρέπει να σχηματοποιείται από τον ρυθμό. Αν έχω λοιπόν έναν καλό ρυθμό –με το «καλό» εννοώ κάτι που να το βρίσκω ενδιαφέρον και να αισθάνομαι άνετα μαζί του– αισθάνομαι ότι μπορώ πολύ εύκολα να φτάσω κατόπιν σε μια όμορφη μελωδία.

Όταν όμως μετέχετε σε ένα πλαίσιο όπου γύρω από το κομμάτι του αυτοσχεδιασμού σας ορθώνονται δεδομένες ενορχηστρώσεις και συνθετικές οδηγίες, αισθάνεστε να καταπιέζεστε;

Το αντίθετο! Κάτι τέτοιο μπορεί να σου δώσει τελικά ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία. Θυμάμαι ότι πρώτη φορά το συνειδητοποίησα παίζοντας με τον George Russell, ο οποίος μου έδωσε μονάχα δύο νότες και μου είπε ότι, για 5 λεπτά, πρέπει να παίζω μονάχα αυτές. Δεν το περίμενα, αλλά αποδείχθηκε τρομακτική απελευθέρωση. Με δίδαξε ότι οι περιορισμοί μπορούν να δώσουν απροσδόκητη ώθηση στη δημιουργικότητα ενός μουσικού.

Η μουσική σας ανήκει σε εκείνο το λεγόμενο και «τελευταίο κεφάλαιο» της τζαζ, τη δημιουργική 
μουσική. Όμως για εσάς τι ακριβώς σημαίνει τζαζ;

Για εμένα, η τζαζ έχει ως αφετηρία τον Louis Armstrong και ο κύκλος της κλείνει κάπου στα μέσα της δεκαετίας της 1960, με τη free jazz. Τα όσα συμβαίνουν από εκεί και πέρα, είναι κατά τη γνώμη μου κάτι διαφορετικό, ακόμα κι αν κάποια στοιχεία έχουν αναντίρρητα τζαζ προέλευση. 

Για μένα, δηλαδή, τζαζ θα είναι πάντα ο Armstrong, ο Duke Ellington, ο Oscar Peterson, ο Dexter Gordon ή ο Miles Davis με τον John Coltrane στα πρώτα τους έργα. Αυτοί οι δύο, όμως, πήγαν το πράγμα πολύ πιο πέρα από ό,τι εγώ θεωρώ ως τζαζ –από ένα σημείο της καριέρας τους κι έπειτα. 

Ίσως άλλοι να έχουν διαφορετικό κριτήριο κατηγοριοποίησης και ορισμού, εγώ πάντως δεν θεωρώ ότι κάνω τζαζ, παρότι έχω ακούσει και έχω παίξει πολλή τζαζ.

Όμως, οι πιο καθοριστικές στιγμές στην ενεργοποίησή σας ως μουσικού δεν οφείλονται στην τζαζ; Και φαντάζομαι ότι δεν ήταν το πρώτο είδος μουσικής με το οποίο ήρθατε σε επαφή...

Ως πιο καθοριστική στιγμή θεωρώ την πρώτη φορά που άκουσα Coltrane στο ραδιόφωνο –ήταν το "Countdown", από το Giant Steps (1960). Ως τότε μου άρεσαν πράγματα με τα οποία μπορούσες να χορέψεις με τα κορίτσια ή κάποιοι δίσκοι του Elvis Presley, έκτοτε όμως η κατάσταση σοβάρεψε. Άκουγα το Giant Steps κάθε μέρα για 2 χρόνια πριν φύγω για το σχολείο και πίεζα τους γονείς μου να μου πάρουν ένα σαξόφωνο, πράγμα που κατάφερα μετά από περίπου 6 μήνες!

Έχει συχνά γραφτεί τι σημαίνετε για την ECM, όμως τι σημαίνει για εσάς η ECM;

Η ECM είναι ο οίκος όπου ανδρώθηκα ως μουσικός. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που γνωρίστηκα με τον Manfred Eicher, ήταν όταν περιόδευα με το σεξτέτο του George Russell στην Ιταλία. Είχα ακούσει ότι σχεδίαζε να φτιάξει μια εταιρεία και τον προσέγγισα μήπως ήθελε να κυκλοφορήσει κάποιες ηχογραφήσεις τις οποίες είχαμε κάνει τότε. Μου είπε όχι, ήθελε να κάνει τους δικούς του δίσκους. Κατάλαβα άμεσα ότι ήταν άνθρωπος που θα με καλούσε εκείνος αν ήθελε να συνεργαστούμε. Και, όντως, κάποιους μήνες μετά έλαβα γράμμα του, στο οποίο μου ζητούσε να φτιάξω ένα συγκρότημα, να βρω ένα στούντιο στο Όσλο και να έρθει να ηχογραφήσουμε έναν δίσκο. Έτσι κι έγινε.

Τι κάνει τον Eicher έναν τόσο επιτυχημένο παραγωγό, κατά την άποψή σας;

Ο Eicher είναι απόλυτα δοσμένος στη διαδικασία της ηχογράφησης. Αν ξέρει ότι κάπου υπάρχει μια δυναμική, θα τη βγάλει, δεν υπάρχει περίπτωση. Προσωπικά αισθάνομαι ότι μπορώ να βασιστώ πάνω του κι έτσι ακούω πάντα με προσοχή τη γνώμη του, ακόμα και για το μικρότερο πράγμα. Ξέρω ότι θα ακούσω κάτι συγκροτημένο, από το οποίο θα ωφεληθώ. Συχνά έχει έρθει με ιδέες που δεν έχω ακούσει ούτε από έμπειρους μουσικούς και μου έχει δώσει έμπνευση για νέα πράγματα. Ταυτόχρονα, ποτέ δεν με έκανε να νιώσω ότι είχα χάσει κάποιο τμήμα της δημιουργικής μου ελευθερίας.