26 Ιουλίου 2022

Βασίλης Κορακάκης - Από Μηχανής ...Τραγούδια [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική από το πρώτο μισό του 2019, σε έναν ωραίο και μάλλον απρόσμενο δίσκο εκ μέρους του γιου του γνωστού λαϊκού συνθέτη Βαγγέλη Κορακάκη.

Εκείνη την εποχή, μάλιστα, είχαμε ακόμα Συχνοτική Συμπεριφορά στο Κόκκινο, οπότε με τον Στυλιανό Τζιρίτα κανονίσαμε να τον φέρουμε στο στούντιο για μια ραδιοφωνική συνέντευξη. Στην οποία ο Βασίλης Κορακάκης ήρθε με το μπουζούκι του, τραγούδησε ζωντανά και μας εντυπωσίασε.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Ήταν λογικό ότι, κάποια στιγμή, ο Βασίλης Κορακάκης θα έβγαινε στο προσκήνιο αυτονομημένος από το πλαίσιο που έχει υπηρετήσει ο πατέρας του, στο οποίο και τον πρωτογνωρίσαμε, πρώτα ως φωνή/μπουζούκι/μπαγλαμά στη Μαγιοπούλα (2007), έπειτα και ως συνθέτη στον δίσκο του Γιάννη Ντουνιά Ο Σεβντάς (2010). Και ήταν ευχής έργον που μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο έχοντας ως συν-ενορχηστρωτή και παραγωγό του πρώτου του προσωπικού άλμπουμ τον Αλέξη Βάκη, ο οποίος υπήρξε συμπαραγωγός στο Λαύριο. Τον δίσκο δηλαδή που πίσω στο 1993 «έφτιαξε» το όνομα του Βαγγέλη Κορακάκη, ανοίγοντάς του τον δρόμο για την επιτυχία με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο και τη συνεργασία με τον Δημήτρη Μητροπάνο. 

Ο Βασίλης Κορακάκης έχει κάτσει με καλούς δασκάλους, οπότε έχει μάθει τα ανάλογα «γράμματα». Φέρνει στον πατέρα του, αλλά δεν τον αντιγράφει. Κάτι διακρίνεις εδώ κι εκεί στους τρόπους ερμηνείας από Γιώργο Νταλάρα ή από Γρηγόρη Μπιθικώτση, χωρίς όμως να μοιάζει. Και οπωσδήποτε έχει ακούσει καντάρια λαϊκού ρεπερτορίου από το χρυσό παρελθόν, μα τα έχει επαρκώς αφομοιώσει, με αποτέλεσμα να μην τα αναπαράγει στείρα. 

Από την άλλη, έχεις εδώ ένα άλμπουμ «κορακακικό». Με την έννοια δηλαδή ότι δεν υπάρχει πρόταση για το πού μπορεί (αν μπορεί) να πάει ο λαϊκός ήχος, παρά μια λογική η οποία κοιτάει με θαυμασμό το σπουδαίο παρελθόν ("Φουρτουνιασμένος Μάγκας", "Φάρος Σβηστός", "Κάποια Λυπητερή Πενιά"), προσπαθώντας να του μοιάσει. Είναι ένας ορίζοντας που ποτέ δεν ξεπέρασε ο Βαγγέλης Κορακάκης και που δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τον Βασίλη Κορακάκη, παρά το γεγονός ότι στις ενορχηστρώσεις χρησιμοποιούνται και όργανα ικανά να κάνουν την έκπληξη, αν τους δινόταν περισσότερος χώρος. Η ηλεκτρική κιθάρα του Αντώνη Απέργη στο "Μια Αλλιώτικη Ζωή", λ.χ., τσιγκλάει ωραία το αυτί. Το ίδιο και το μπαγιάν στο "Της Ερημιάς Η Βρύση" ή το κοντραμπάσο στα διάφορα στιγμιότυπα όπου χρησιμοποιείται. 

Δεν αντιλέγω, βέβαια: έτσι δημιουργείται μια ζώνη ασφαλείας πολύτιμη για ένα δισκογραφικό ντεμπούτο, ρίχνοντας συνάμα άγκυρα σε έναν ήχο που και εξακολουθεί να μετρά θερμούς φίλους σε συγκεκριμένες γενιές και οφείλει τη διαχρονική του στόφα στη χρήση του μπουζουκιού ως κεντρικού άξονα. Όμως οι νεότεροι ακροατές, όσοι έχουν πλέον ζυμώσει το αυτί τους και με διάφορα διεθνή ακούσματα, δεν θα βρουν εδώ τα σημεία επαφής που ίσως αναζητούν –κι αυτό είναι κάτι που οφείλει να προβληματίσει τον Βασίλη Κορακάκη, εφόσον φαντάζεται το Από Μηχανής ...Τραγούδια ως αφετηρία μιας διαδρομής. 

Παρά τις ενστάσεις, πάντως, δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις ότι το παρόν υλικό ακούγεται ως όαση σε μια δεκαετία όπου το λαϊκό τραγούδι χάνεται ολοταχώς σε συμβατικές Δυτικές ενορχηστρώσεις με ποπ χροιά, διαρκώς αλαφραίνοντας τόσο σε αίσθηση, όσο και σε ουσία. 

Κόντρα σε τέτοιους καιρούς και τέτοια ήθη, ο Βασίλης Κορακάκης μπορεί να μην διαθέτει την αντιπρόταση ως δημιουργός και να μην κατέχει τη μεγάλη, εντυπωσιακή φωνή, αλλά τουλάχιστον θυμίζει ότι το είδος δεν γίνεται να προχωρήσει αληθώς εάν διακυβεύει τη στιβαρότητα και την ταυτότητά του χάριν αποβουτυρωμένων, τάχα μου μοντέρνων δοκιμών. Τα δικά του κομμάτια διατηρούν αν μη τι άλλο τέτοια πολύτιμα συστατικά ("Το Ανικανοποίητο", "Μια Αλλιώτικη Ζωή", "Της Ερημιάς Η Βρύση", "Γλυκό Καλοκαιράκι"), όπως και το πολύ ωραίο χρώμα του κλασικού λαϊκού άσματος –τομέας όπου αποδεικνύεται καίρια η συμμετοχή των ικανότατων οργανοπαιχτών, αλλά και η παρουσία του γνώστη Αλέξη Βάκη στην κονσόλα. Ακούμε επίσης ένα σημαντικό φάσμα ρυθμών, κάτι που επίσης σπανίζει (κοινώς, μην περιμένετε μονάχα ζεϊμπέκικα). 

Το Από Μηχανής ...Τραγούδια δεν είναι λοιπόν δίσκος με μεγάλες κορυφές και με κομμάτια που θα σηκώσουν συζητήσεις, αποδεικνύεται όμως αξιοπρόσεχτο ντεμπούτο, χτισμένο στην πηγαιότητα και στο μεράκι. Δεν είναι πολλά τα όσα κομίζει, δεν είναι όμως και λίγα. Ειδικά για χρόνια σαν κι αυτά, όπου το λαϊκό τραγούδι κινδυνεύει να απομείνει ως απλή ερμηνευτική συνιστώσα σε έναν διεθνοποιημένο μουσικό καμβά.



20 Ιουλίου 2022

Blind Guardian - Beyond The Red Mirror [δισκοκριτική, 2015]


Η σχέση μου με τους Blind Guardian ποτέ δεν αποσαφηνίστηκε στα κάμποσα χρόνια ύπαρξης που συμπληρώνουν πλέον –από το 1984, για την ακρίβεια, όταν πρωτοστήθηκαν στο Krefeld της Γερμανίας ως Lucifer's Heritage. 

Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που αποφάσισα να πάω να τους δω φέτος στο Release Athens, όπου, άκουσον-άκουσον, θα παίξουν δεύτερο όνομα, κάτω από τους Sabaton. Το λες και «τα ύστερα του κόσμου», φαίνεται όμως πως έχουμε δρασκελίσει πια σε εποχή νέων δυνάμεων στη σκακιέρα του ευρωπαϊκού power metal. 

Με την αφορμή αυτή, επιστροφή σε μια προγενέστερη απόπειρα επαφής με το σύμπαν της παρέας του Hansi Kürsch: αρχές 2015, τότε που είχαν βγάλει το άλμπουμ Beyond The Red Mirror, επιχειρώντας ένα μετά 20 έτη (άτυπο) sequel στο πολυσυζητημένο τους Imaginations From The Other Side (1995). 

Η κριτική μου δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Τα του Release Athens (Πέμπτη 21 Ιουλίου, Πλατεία Νερού) θα δημοσιευτούν στο Αθηνόραμα, καλώς εχόντων των πραγμάτων.


Το Beyond The Red Mirror έρχεται ως κάτι σαν sequel για την παρέα του Hansi Kürsch, πιάνοντας το νήμα από εκεί όπου το είχε αφήσει το Imaginations From The Other Side –ο δίσκος που μπράτσωσε τη μπάντα από το Krefeld πριν 20 χρόνια, βοηθώντας τη να αναγνωριστεί ως μεταλλική δύναμη. Αλλά αν νομίζετε ότι πάνε απλά να αναβαπτιστούν στα νάματα των χρυσών τους χρόνων με πιο σημερινή παραγωγή, σας έχουν γελάσει. 

Πρώτα-πρώτα, τα «χρυσά χρόνια» είναι τώρα: οι Blind Guardian μετρούν 4 συνεχόμενα top-5 στα album charts της πατρίδας Γερμανίας, έχουν γίνει επιτέλους ευδιάκριτοι στην αμερικανική αγορά, πλέον μπήκαν και στη βρετανική, αφού ο φετινός δίσκος έφτασε ως το #54. Δεύτερον, μιλάμε για σχήμα που, σε σύγκριση με τη μπάντα που έβγαλε το Imaginations From The Other Side το 1995, ψάχνει έναν διαφορετικό ήχο: τα pop στοιχεία της power metal συνταγής ξεθαρρεύουν σε γέφυρες και ρεφρέν και το όλο οικοδόμημα αναζητά τη σύμπλευση με τις μεγάλες κλίμακες της κλασικής μουσικής.  

Η αναζήτηση νέων εδαφών τιμά τη μπάντα, γιατί όλοι ξέρουμε πως θα μπορούσαν να ξαναπαίξουν τα ίδια Παντελάκη μου και να ξεμπερδεύουν αναίμακτα με τη μεγαλύτερη μερίδα των συντηρητικών(-ότατων) οπαδών τους, που θα αποφαίνονταν απλά πως «γαμάει το καινούργιο Guardian» και θα τελείωνε η συζήτηση –αυτοί τη ζωή τους, μετά, κι εμείς τη δικιά μας. Κι αν το φλερτ με τα κλασικά είναι λιγάκι πονηρό, από την άποψη πως φοριέται πολύ, η ενίσχυση των pop αναφορών είναι μια πιο γενναία πράξη, καθώς φέρνει στην εμπροσθοφυλακή πράγματα που οι παραδοσιακοί μεταλλάδες ίσως δεν πολυχωνέψουν: τους Electric Light Orchestra λ.χ., οι οποίοι και «πρωταγωνιστούν» στο single "Twilight Of The Gods"· ή τους Queen, που έχουν ποτίσει το μποστάνι του "Grand Parade".

Από εκεί και πέρα, για τους Blind Guardian μιλάμε, είναι πραγματικά εύκολο να τους κάνεις σάκο του μποξ. Αν κοιτάω λ.χ. τις διάρκειες των τραγουδιών και βρίσκω με τη μία ποια είναι η μπαλάντα, ή εγώ προσεγγίζω στον Σέρλοκ Χολμς ή εκείνοι παραμένουν αθεράπευτοι φορμαλιστές. Και να πήγαινε στα κομμάτια αν η γαμωμπαλάντα ήταν καλή· όμως το "Miracle Machine" είναι βλακωδώς γλυκερό και σπάει αδικαιολόγητα τη συνοχή του νέου δίσκου. 

Μετά είναι οι στίχοι: μπερδεμένοι, άτσαλοι, ασαφείς. Ένα concept που δείχνει φαντασμαγορικό, μα δεν είναι παρά φτωχός συγγενής των λογοτεχνικών sword & sorcery προτύπων από τα οποία εμπνέεται. Γιατί να κάτσω ν' ακούσω για θεούς, ήρωες, βασιλιάδες, θρόνους και δισκοπότηρα, αν τους επικαλούμαστε μόνο για να αναπαράγουμε τελικά τα κλισέ; Χώρια το ότι οι Blind Guardian παραμένουν σταθερά φλύαροι στον συνθετικό τομέα, με μια  λατρεία για το πομπώδες που υπερίπταται συχνά στα όρια του κιτς, δίχως να διαθέτει οργανικούς αρμούς με τον θεατρικό τόνο του δίσκου. Κάτι σαν τον Κεντροευρωπαίο τουρίστα με το καλτσοπέδιλο, δηλαδή, απλά προσθέστε  μακρύ μαλλί και μαύρο t-shirt με στάμπα συγκροτήματος...

Όμως το Beyond The Red Mirror δεν είναι καθόλου κακός δίσκος, κατά τα λοιπά. 

Οι Γερμανοί έχουν δουλέψει πολύ τις κιθάρες και τα χορωδιακά φωνητικά και αποδεικνύονται ικανοί να παίξουν με την κλασική μουσική αποφεύγοντας τη σαχλαμάρα που χαρακτηρίζει συνήθως το symphonic metal. Βέβαια ο παραγωγός Charlie Bauerfeind –με τη σημαντική εμπειρία στο ευθύβολο power metal– μάλλον τα έχασε μπροστά στις δύο ορχήστρες και τις τρεις χορωδίες που του κουβάλησαν και του βγήκε κάπως πλαστικός ο ήχος, τη στιγμή που όφειλε να είναι κριτσανιστός. Δεν χάνεται ωστόσο το γεγονός ότι οι Blind Guardian μπόρεσαν τελικά να γράψουν τα περίπλοκα τραγούδια που οραματίστηκαν, με τις συμφωνικές διαστάσεις, τις μεγάλες χρονικές διάρκειες και τα επικολυρικά (χαζορομαντικά;) κρεσέντο που λατρεύουν οι ακροατές του power metal ιδιώματος, σαν π.χ. το "The Throne", το "Prophecies" ή το "Ninth Wave".  



16 Ιουλίου 2022

Θοδωρής Βουτσικάκης - Αισθηματική Ηλικία [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική από τα τέλη του 2014, σε έναν ωραίο εγχώριο δίσκο της δεκαετίας των 2010s. 

Ο οποίος σηματοδότησε τη δημιουργική ωριμότητα του συνθέτη Δημήτρη Μαραμή –που 5 χρόνια αργότερα θα μας έδινε την εκπληκτική παράσταση «Οι Στοιχειωμένοι» (πατήστε εδώ)– αλλά και την καλύτερη στιγμή του Θοδωρή Βουτσικάκη στη δισκογραφία της ίδιας εποχής. Ενός καλλίφωνου τραγουδιστή, που όμως κατά τη γνώμη μου δεν βαδίζει όσο σωστά θα μπορούσε στο ομολογουμένως δύσκολο τερέν του σύγχρονου έντεχνου ήχου.

Όπως κι άλλα κείμενά μου της ίδιας περιόδου, η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Εδώ αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αλλά και με τις ευχαριστίες μου στον φίλο και συνάδελφο στα μουσικογραφικά Μιχάλη Τσαντίλα, για έναν σύντομο μα εξαιρετικά αποκαλυπτικό διάλογο, σχετικό με το άλμπουμ.


Άγρια βάθη βασανισμένων ψυχών, συναισθήματα καταγκρεμισμένα, άνθρωποι που φυλλοροούν. Είναι βαρύ το πέπλο της Αισθηματικής Ηλικίας –μιας εποχής όπου όλα τα σκεπάζει η μελαγχολία, όσο η δύναμη του έρωτα ζυγίζεται κόντρα στην απώλειά του. Και αντίστοιχα βαρύς, έντεχνος, με Δυτικοευρωπαϊκές ρίζες στην κλασική μουσική μπολιασμένες με το εγχώριο, κατά Μάνο Χατζιδάκι ευαγγέλιο της μελοποιημένης ποίησης, είναι και ο δίσκος που της αφιερώνει ο Δημήτρης Μαραμής.

Διαθέτει σφρίγος ως συνθέτης ο Μαραμής, ματιά στο ελληνικό τραγούδι. Μπορεί τα μέχρι τώρα άλμπουμ του να μην ευτύχησαν να βρουν σε κάθε περίπτωση τους κατάλληλους αρμούς σύνδεσης μουσικής, στίχων και ερμηνειών, πάντως η δική του δουλειά δεν υπήρξε ποτέ αδύναμος κρίκος στο όλο τρίπτυχο. Στη δε Αισθηματική Ηλικία πραγματοποιεί ένα ορατό άλμα εις ύψος, φέρνοντας τα εκφραστικά του μέσα στο προσκήνιο με μια ενάργεια πρωτοφανέρωτη. 

Το παίξιμό του στο πιάνο, οι απέριττες ενορχηστρώσεις, η μελοποιητική/δημιουργική του φαντασία βρίσκονται εδώ στα καλύτερά τους· συναρπάζουν. Οι διάλογοι του πιάνου και του βιολιού –η όλη τους συγκατοίκηση– παίρνουν άριστα σε λυρισμό, ρομαντισμό και δραματικότητα μαζί, αντανακλώντας θαρρείς τον κόσμο της όπερας: τους ήρωες του Τζουζέπε Βέρντι και του Ρίχαρντ Βάγκνερ που ναρκώνονται από τα πάθη τους κατά τρόπους διαχρονικούς, πανανθρώπινους ("Ερημικό", "Φθινόπωρο Σ' Αγάπησα", "Η Πεντάμορφη Και Το Τέρας", "Έβρεχε Χθες"). Αξίζουν βέβαια συγχαρητήρια και στον βιολιστή Κωνσταντίνο Παυλάκο, για τις εκτελέσεις του: άσχετα με τον βαθμό στον οποίον ακολούθησε τις οδηγίες του συνθέτη, λάμπει εδώ ένας εξαίρετος μουσικός.   

Από εκεί και πέρα, γίνεται δύσκολο να μη δεις ως καταλύτη της χημείας που δένει τα επιμέρους στοιχεία του άλμπουμ τον 26άχρονο Θεσσαλονικιό τραγουδιστή που μας συστήνει εδώ ο Μαραμής. Γιατί είναι στις καθάριες και ηχηρές σε συναίσθημα ερμηνείες του Θοδωρή Βουτσικάκη όπου δείχνει να ισορροπεί η μουσική με την ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, από τη μια, και με τους στίχους των Σωτήρη Τριβιζά & Μιχάλη Γκανά από την άλλη. 

Κατά περίπτωση, ο Βουτσικάκης αντηχεί αισθαντικός, δραματικός, τσακισμένος ή απλά νοσταλγός, πάντοτε όμως πειστικός. Επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστο μέτρο ακόμα και στις στιγμές όπου εύκολα θα μπορούσε να ξεστρατίσει σε λιγωτικές υπερβολές. Στο "Ερημικό", λ.χ. κουβαλάει κάτι από το πνεύμα της Μαργαρίτας Ζορμπαλά των "Γερανών". Στο "Φθινόπωρο Σ' Αγάπησα" υπάρχουν απόηχοι από το ιταλικό τραγούδι των δεκαετιών του 1950 και 1960, στην "Παραλογή" και στην "Ωραία Κοιμωμένη" ανιχνεύεις τον Χατζιδάκι, ενώ το "Όπου Ν' Αγγίξεις Το Κορμί" (με το υπέροχο τζαζ σαξόφωνο του Χάρη Καπετανάκη) θα έπρεπε ίσως να τεθεί ως πρότυπο προς μίμηση σε στρατιές λυγμόλαλων έντεχνων ερμηνευτών.

Και το σημαντικότερο; Παρά το βάρος, παρά την τόση θλίψη που εμπεριέχεται σ' αυτόν τον δίσκο, δεν θα βρείτε γκρίνια. Ακόμα κι όταν ο τόνος αλλάζει δραματικά, σε έναν στίχο π.χ. όπως το «Τα χρόνια μου κάνουν νερά κι είσαι η μόνη μου ξηρά», ακόμα και τότε δεν έχει σαραντάρικες κρίσεις ηλικίας, ούτε βολεμένες κοινωνικές αναρωτήσεις με ανέξοδα προοδευτικά πρόσημα, μηδέ την αίσθηση «μου χρωστά η ζωή και η άτιμη η κοινωνία». Από μια τέτοια άποψη, η Αισθηματική Ηλικία αποτελεί επίτευγμα. Γιατί είναι το «καλό» έντεχνο των δικών μας ημερών, εκείνο που όσοι αγαπούν το ελληνικό τραγούδι θα έπρεπε να θέσουν ως αντιπαράδειγμα ενάντια σε όσες «ποιοτικές» τοποθετήσεις πάσχουν από τις προαναφερθείσες –χρόνιες– ασθένειες. 



10 Ιουλίου 2022

Judas Priest - Redeemer Of Souls [δισκοκριτική, 2014]


Στη σχέση που ο καθένας μας διατηρεί με το σύμπαν της μουσικής, βασιλεύει το συναίσθημα. Κι έτσι πρέπει. Όταν όμως αποκτάς ένα δημόσιο βήμα κι αρχίζεις να ασχολείσαι με αποτιμήσεις και κριτικές, το να εξακολουθείς να πλέεις στο συναίσθημα μπορεί να αποβεί έως και καταστροφικό: και για τη δική σου αξιοπιστία και για το μέσο που εκπροσωπείς και για τον μουσικό Τύπο συλλήβδην.

Η παρατήρηση ισχύει για κάθε είδος μουσικής, αλλά στο heavy metal δεν είναι ότι τα πράγματα εκτροχιάζονται συχνά –είναι και ότι επικροτείται, γενικά, να γράφει κανείς έτσι. Τέλος πάντων, είναι σε αυτόν τον άκρατο συναισθηματισμό που αποδίδω κάτι πανηγυρικούς που διαβάζω συνήθως για το άλμπουμ των Judas Priest Angel Of Retribution (2005). Κατανοώ πολλά πράγματα, βέβαια, γιατί ήμουν κι εγώ ανάμεσα σε όσους απογοητεύτηκαν από την περίοδο του Tim "Ripper" Owens, αναθαρρώντας όταν ο Rob Halford ξαναγύρισε εκεί όπου ανήκει, θρυμματίζοντας την κυνικότητα του «ουδείς αναντικατάστατος», όπως ακριβώς είχε κάνει λίγα χρόνια πριν και ο Bruce Dickinson.

Ως πρώτο άλμπουμ ξανά-μανά με Rob Halford, λοιπόν, το Angel Of Retribution είχε μια ανάταση κι έναν ενθουσιασμό, όπως και κάποια πραγματικά ωραία τραγούδια σαν π.χ. το "Judas Rising". Αλλά οι ξανανιωμένοι Judas Priest που απολαμβάνουμε τα τελευταία χρόνια τέθηκαν σε κίνηση κατά την επόμενη δεκαετία, χάρη πρωτίστως στις ρωμαλέες συναυλίες τους, μα και στον υποτιμημένο δίσκο του 2014 Redeemer Of Souls. Εδώ βρίσκονται για εμένα τα θεμέλια του Firepower (2018) –και όχι στο Angel Of Retribution.

Με αφορμή λοιπόν την επικείμενη επιστροφή των Judas Priest στην Αθήνα, για το Release Athens Festival του φετινού καλοκαιριού (Παρασκευή 15 Ιουλίου, Πλατεία Νερού), το blog ξανακούει το Redeemer Of Souls και ξαναγυρνά σε μια κριτική της εποχής. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Η alt-metal γενιά δεν θα το πιάσει ποτέ, το γνωρίζω. Αλλά, για τους υπόλοιπους, ο κίνδυνος μιας «καυτής πατάτας» εκ μέρους των Judas Priest έμοιαζε πολύ πραγματικός, 45 χρόνια μετά το ξεκίνημά τους, με τον K.K. Downing εκτός μπάντας (αν είναι δυνατόν!) και τον Rob Halford να έχει χάσει σε αισθητό βαθμό τη φωνάρα της νεότητάς του. 
 
Ευτυχώς, όμως, όλα κύλησαν καλά. Κι ας μην έχουν κάποιον άσσο στο μανίκι οι Βρετανοί, αφού στο Redeemer Of Souls δεν παίζουν πειραματισμοί, δεν υπάρχει εκσυγχρονισμός και ανάπτυξη, δεν θα βρεθεί ούτε μισή έκπληξη. Αν ανέμενες ή απαιτούσες κάτι τέτοιο είσαι βαθιά νυχτωμένος –και θα έπρεπε να καταδικαστείς να πλένεις τις άσπρες κάλτσες του Chino Moreno στον αιώνα τον άπαντα. 
 
Στο 17ο (στούντιο) άλμπουμ τους, οι Judas Priest συμπεριφέρονται ως θεματοφύλακες: ως Αδελφότητα που παίζει στα δάχτυλα πανάρχαια μυστικά και μπορεί με δυο-τρία κόλπα να ξαναθέσει σε κίνηση έναν ολόκληρο κόσμο. Όχι γιατί τον νοσταλγεί ή γιατί έχει εγκλωβιστεί εκεί, μα επειδή επένδυσε μια ζωή προκειμένου να τον κατέχει σε όλο του το εύρος, σε όλο του το ηρωικό μεγαλείο. 

Έτσι, από τα σκληρά λευκά blues των 1960s που δίνουν τον τόνο στο "Crossfire", φτάνεις στο βαβούρικο rock 'n' roll του "Snakebit"· και από τη μπαλάντα "Beginning Of The End" στις υπέροχες new wave of british heavy metal κιθάρες ("Down In Flames"), οι οποίες παρελαύνουν περήφανα στη ραχοκοκαλιά του δίσκου, καταφέροντας συντριπτικά χτυπήματα σε όσους ανόητους κάνουν το λάθος να υποτιμήσουν τους γερο-Priest. Χώρια δηλαδή τις φανταστικές τσιρίδες και ερμηνείες του Halford, που παραμένουν ικανές και στο νυν ηλικιακό φάσμα να τραγουδήσουν τις σκληρές αξίες κατά τρόπο ανεπανάληπτο.  
 
Θα άξιζε ίσως να σταθώ πιο λεπτομερώς σε μερικά τραγούδια, μα τελικά απλά θα φλυαρούσα. Γιατί δεν έχει τόση σημασία το στιγμιαίο μυστηριακό μομέντουμ που μπορεί π.χ. να χτίζει το "Secrets Of The Dead", η κελαρυστή νεοκλασίκ επικότητα του "Redeemer Of Souls" και του "Halls Of Valhalla", η συγκρατημένη απελπισία του "Cold Blooded" ή η σβέλτη, περίτεχνη σαν ξιφομαχία δομή του "Tears Of Blood". Περισσότερη σημασία έχει η μαγιά πίσω από τα κομμάτια. Η Πρωταρχική Ύλη, η οποία μεταπλάθεται ξανά και ξανά σε αέναες παραλλαγές ρολαριστού heavy metal, με τη Judas Priest σφραγίδα ποιότητας κολλημένη σε κάθε «συσκευασία». 
 
Κατ' αυτόν τον τρόπο χτίζεται ένα μεγάλο σε διάρκεια άλμπουμ (18 τραγούδια, 84 περίπου λεπτά), το οποίο όμως δεν κουράζει ιδιαίτερα, ακόμα κι αν όλοι εντοπίσαμε στιγμές πλατειασμού που θα μπορούσαν να είχαν λείψει. Παρά ταύτα το Redeemer Of Souls λειτουργεί σαν σύνολο –κινείται σαν γροθιά. Και πολλά από τα εύσημα ανήκουν στον 34άχρονο Richie Faulkner. Ο οποίος φοράει μεν επάξια τα παπούτσια του K.K. Downing, με πλήρη σεβασμό για τον ήχο του μεγάλου κιθαρίστα, αλλά συνάμα διεκδικεί με τα σφιχτά του ριφ και με τον ενθουσιασμό του μια πιο προσωπική στάση, που τελικά προσθέτει στο αποτέλεσμα.
 
Κυρίες και κύριοι, η ιστορία γράφτηκε όταν έπρεπε να γραφτεί. Οι Priest δεν γύρισαν για να συμπληρώσουν κάποιο νέο κεφάλαιο, μα απλά για να υπάρξουν ξανά, με τους όρους τους, μέσω του μοναδικού σουλουπιού που έδωσαν κάποτε στη μουσική την οποία αγάπησαν. Ο καινούριος τους δίσκος δεν είναι λοιπόν παρά μια χειρονομία: ένα κάλεσμα σε όσους τους αγαπήσαμε να πιούμε άλλη μία γύρα κρύες μπύρες παρέα, να το γιορτάσουμε για ακόμα μία φορά, σε μία ακόμα δεκαετία. 



09 Ιουλίου 2022

Ψαραντώνης - ανταπόκριση (2019)


Τον λένε Αντώνη Ξυλούρη, είναι αδερφός του θρυλικού Νίκου Ξυλούρη, όμως είναι πολύ πιο αναγνωρίσιμος ως «Ψαραντώνης». Μάλιστα, όσοι τον ξέρουν λένε ότι είναι πολύ ετοιμόλογος άνθρωπος, με φοβερή αίσθηση του χιούμορ. Κάποιες ατάκες έχουν κατά καιρούς διαδοθεί και ευρύτερα, αν και ελέγχεται ότι είναι όντως (όλες) δικές του.

Περισσότερη σημασία, πάντως, έχει η φήμη του ανάμεσα σε όσους δεν τον γνωρίζουμε προσωπικά, μα τον μάθαμε από την πλούσια δισκογραφία του –η οποία κρατάει από το 1964, παρακαλώ– θαυμάζοντας τη φωνή, το παίξιμό του στη λύρα κι εκείνους τους θαρρείς αλαφροΐσκιωτους τρόπους με τους οποίους παραδίδει τα τραγούδια. Άλλωστε χάρη σε αυτές τις ξεχωριστές καλλιτεχνικές ποιότητες πέρασε νωρίς και τα ελληνικά σύνορα (ήδη από το 1982), εμφανιζόμενος σε μουσικά φεστιβάλ του εξωτερικού πριν ξεσπάσει ο world/ethnic «πυρετός» της δεκαετίας του 1990. 

Φέτος ο Ψαραντώνης κλείνει τα 80 και εκμεταλλεύεται κι αυτός το συναυλιακό άνοιγμα του καλοκαιριού για να στήσει μια βραδιά στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη» του Βύρωνα –την Τετάρτη 13 Ιουλίου. Αν και κοντά (σχετικά) στο σπίτι, τα δικά μου βήματα με οδηγούν αλλού εκείνο το βράδυ, ειδάλλως το πιθανότερο είναι ότι θα πήγαινα να τον ξαναδώ.

Με την αφορμή αυτή, ωστόσο, να ένα παλιότερο κείμενο, για τη συναυλία που έδωσε στο Temple τον Απρίλη του 2019. Ακόμα τον θυμάμαι πάνω στη σκηνή, να φαντάζει σαν χθόνια θεότητα πολύ αλλοτινών καιρών. Η ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες η κεντρική ανήκει στον Γιάννη Ανθούλη (από promo υλικό το οποίο στάλθηκε στον Τύπο), ενώ οι κάτωθι προέρχονται από τη βραδιά στο Temple και είναι του Νίκου Ζαραγκόπουλου.


Έχουμε δει πολλές συναυλίες στο Temple και το μάθαμε έτσι με έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πήρε λοιπόν αρκετή ώρα η εξοικείωση με τα τραπέζια που είχαν παραταχθεί έμπροσθεν της σκηνής, αφήνοντας το πίσω μέρος της «πλατείας» σε κάποια σκαμπό –και τον εξώστη για τους όρθιους. Όπως και με τις φιγούρες που έβλεπες να καταλαμβάνουν βαθμιαία τις καρέκλες: κυρίως μεσήλικες ή και πιο μεγάλες ηλικίες, για τις οποίες πρέπει να ήταν η πρώτη φορά στον «Ναό». 

Το παρατηρείν κάλυψε την αρκετή ώρα που πήρε στη βραδιά για να ξεκινήσει, κάτι πάντως που δεν φάνηκε να απασχολεί όσους ήρθαν, παρά το ότι ήταν καθημερινή. Και να το πούμε και το μπράβο στους ανθρώπους της 3 Shades Of Black, γιατί το ότι έβαλαν τραπέζια δεν σημαίνει ότι μας στρίμωξαν, όπως συμβαίνει σε άλλους χώρους με πρόβλεψη για καθήμενους. Το Temple, επίσης, ταίριαξε εν τέλει γάντι στον Ψαραντώνη, γιατί του πρόσφερε εκείνα τα φώτα με τους σκοτεινοκόκκινους, μωβιούς ή/και πράσινους χρωματισμούς. Τα έχουμε δει και σε άλλες συναυλίες να φτιάχνουν κατάλληλη ατμόσφαιρα, τα είδαμε και σε αυτήν την περίπτωση, να συδαυλίζουν τον απόκοσμο χαρακτήρα που λάμβανε συχνά η παράστασή του.  

Η ξεχωριστή φιγούρα του διαπρεπούς Κρητικού πήρε θέση στο κέντρο της σκηνής, με τη λύρα στο χέρι, έχοντας –ως συνήθως– την κόρη του Νίκη Ξυλούρη στο πλάι, συν 3 ακόμα μουσικούς: τον Λάμπη Ξυλούρη, τον Γιάννη Παπατζανή και τον Νεκτάριο Κοντογιάννη. Ένα άψογο σύνολο, που γνώριζε σε βάθος τόσο το ρεπερτόριο, όσο και τους τρόπους του Ψαραντώνη. Του πρόσφερε έτσι ιδανική οργανική υποστήριξη, η οποία αντήχησε και σε μας σωστά, χάρη στον καλό ήχο του Temple.

Η συναυλία δεν χρειάστηκε κανένα ζέσταμα και τίποτα το ενισχυτικό, καθώς ο Ψαραντώνης μπήκε με "Παλιό Κρασί Είν' Η Σκέψη Μου", δημιουργώντας δέος και ενθουσιασμό ταυτόχρονα. Ο κόσμος στήλωσε μεμιάς το βλέμμα στη σκηνή –και ήταν κοινό καλό, από την άποψη ότι επρόκειτο για «διαβασμένους» ακροατές, που πρόσφεραν την αναγκαία σιγή σε όσα σημεία χρειαζόταν, αλλά και τον αναμενόμενο πανζουρλισμό όταν έφτασε η ώρα για κοσμαγάπητες επιλογές σαν την "Τίγρη" ή το "Να Κάμω Θέλω Ταραχή". Το οποίο χρειάστηκε βέβαια να φτάσουμε στο encore για να ακούσουμε. Σε ένα από τα πολλαπλά encore, για την ακρίβεια, καθώς ο Ψαραντώνης έλεγε στο φινάλε ότι θα παίξει «ένα τελευταίο», προσθέτοντας ωστόσο ένα ακόμα κάθε φορά, ανταποκρινόμενος στις ιαχές και στα χειροκροτήματα. 


Η συναυλία είχε και διάλειμμα, στο οποίο μπορέσαμε να αστειευτούμε με τον διευθυντή του περιοδικού Metal Hammer Κώστα Χρονόπουλο για το ότι δεν έχει πιο metal από τον Ψαραντώνη στην Ελλάδα –«φιλοξενούμενοι είμαστε», ήταν η χαρακτηριστική του ατάκα. Το διάλειμμα αποδείχθηκε καλοδεχούμενο και για μας και για τον πρωταγωνιστή της βραδιάς, δυστυχώς όμως δεν συνέβη το ίδιο και με τις ανάσες που ανέλαβαν να του δώσουν οι επί σκηνής συνεργάτες, σε διάφορα σημεία του πρώτου και δεύτερου μέρους. 

Κάθε φορά δηλαδή που αναλάμβανε άλλος το μικρόφωνο, ο πήχης της συναυλίας χαμήλωνε· ειδικά στο δεύτερο μισό, το οποίο από ένα σημείο κι έπειτα μετατράπηκε σε συναυλία της Νίκης Ξυλούρη. Ασφαλώς, είναι κατανοητό ότι ο Ψαραντώνης χρειάζεται αυτήν την άπλα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει φτάσει κοντά 80 ετών, ο δε τρόπος με τον οποίον παίζει και τραγουδά, απαιτεί δυνάμεις. 

Όμως το αναιμικό έντεχνο στυλ της κόρης του, που κατά τα λοιπά είναι δεινή και πολύτιμη στο μπεντίρ της, δεν λειτουργεί συμπληρωματικά, όπως επιδιώκεται. Εξαρτάται βέβαια και σε τι κοινό απευθύνεσαι, γιατί ζούμε σε μια εποχή όπου τα κρητοέντεχνα φοριούνται πολύ –και γύρω μου σίγουρα δεν είδα αντιδράσεις ανάλογες με τη δική μου. Αντιθέτως, η Ξυλούρη χειροκροτήθηκε ακόμα και στο νανούρισμα που είπε προς το φινάλε, που για μένα υπήρξε ναδίρ της όλης εμπειρίας.

Αλλά στο τμήμα της συναυλίας όπου τα πάντα γύριζαν γύρω από τον Ψαραντώνη ο ίδιος αποδείχθηκε απαράμιλλος, πορευόμενος με εκείνο το βαθιά προσωπικό στίγμα, που του επιτρέπει να βουτάει στα βαθιά της κρητικής παράδοσης, μα ταυτόχρονα να ίπταται και εκτός αυτής. Με έναν τρόπο που έχει αποδειχθεί θελκτικός και σε διεθνή ακροατήρια και που «προσωποποιείται» σε σωματικό επίπεδο με το καταπληκτικό τίναγμα των άκρων με το οποίο τονίζει σημεία όσων ερμηνεύει. Κάτω δε από τους υποβλητικούς φωτισμούς του Temple, έμοιαζε όσο ποτέ άλλοτε με χθόνια θεότητα πολύ αλλοτινών καιρών, τότε που διαφέντευαν ο Ερεχθέας και οι πρόγονοι του Μίνωα. 



08 Ιουλίου 2022

Laurie Anderson & Kronos Quartet - Landfall [δισκοκριτική, 2018]


Μετράμε αντίστροφα αυτές τις μέρες για μια νέα συναυλία της Laurie Anderson στην Αθήνα (Κυριακή 10 Ιουλίου, Ηρώδειο). 

Κι ασφαλώς, δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε πόσο σημαντική καλλιτέχνιδα έχει υπάρξει –και παραμένει– η 75άχρονη (πλέον) Αμερικανίδα. Το έργο της, άλλωστε, δεν περιορίζεται μόνο στα μουσικά κι ας είναι αυτά που θα μας απασχολήσουν εδώ. 

Με αφορμή τη συναυλία, λοιπόν, μια επιστροφή σε μια κριτική του 2018 για το Landfall: έναν δίσκο-σύμπραξη με τους περίφημους Kronos Quartet. 

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


«All the things I'd carefully saved all my life, becoming nothing but junk
And I thought: how beautiful. How magic. And how catastrophic»

Εν έτει 2018, η Laurie Anderson είναι 71 χρονών. O David Harrington –ηγέτης και πρώτο βιολί των Kronos Quartet– το ψιλοκρύβει, όμως έφτασε αισίως στα 68. Τα όσα έχουν πετύχει αποτελούν ήδη κομμάτι της σύγχρονης μουσικής ιστορίας, οπότε περιττεύει η απαρίθμησή τους· αν σας έχουν διαφύγει για τον έναν ή τον άλλον λόγο, πρόκειται για κενό που κάποτε θα χαρείτε αν το καλύψετε. Μπορεί να πει κανείς ότι το μόνο που δεν είχαν κάνει ως τώρα ήταν να συνεργαστούν. 

Συνεργάστηκαν, λοιπόν. Κι αν αναγράφονται οι ηλικίες τους είναι για να τονιστεί ότι στο Landfall έχουμε δύο καλλιτέχνες οι οποίοι επιμένουν να ατενίζουν το υπό διαμόρφωση μέλλον, σε μια εποχή όπου πολλοί 20άρηδες στην pop/rock δισκογραφία προσπαθούν να μας πείσουν ότι το νέο cool είναι να (ψιλο-χοντρο)μιμείσαι ονόματα του παρελθόντος τα οποία ποτέ δεν θα πλησιάσεις, παριστάνοντας ότι συντηρείς στο σήμερα έναν διαχρονικό ήχο. Στα μέρη μας, βέβαια, αυτό το λέμε «όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια». 

Αλλά το Landfall δεν ενδιαφέρεται ούτε για αλεπούδες, ούτε για κρεμαστάρια. 

Θέτει τον πήχη του κάπως μοναχικά, εκτός δηλαδή της ψευδεπίγραφης πολυσυλλεκτικότητας του Metacritic και σε απόσταση από έναν μουσικό Τύπο που ψάχνει να κρατηθεί από τον αντίκτυπο του τυφώνα Sandy για να «επικοινωνήσει» με το έργο –χάνοντας το συνταρακτικό γεγονός ότι ο δίσκος επικοινωνεί μια χαρά χωρίς να χρειάζεται κανένα στόρι. Πάρτε για παράδειγμα την αλληλουχία των "We Blame Each Other For Losing The Way" και "Another Long Evening": μέσα σε (αντίστοιχα) 42 δευτερόλεπτα και σε 1 λεπτό + 57 δεύτερα, απηχούν τον μετρημένα ελεγειακό χαρακτήρα του Landfall απλά και μόνο με τις «δοξαριές» των Kronos Quartet, δίχως καν να χρειάζεται κάποια κατατοπιστική απαγγελία εκ μέρους της Anderson. 

Τώρα, αν πρέπει να επιμείνουμε και στο στόρι πίσω από την ελεγεία, στόρι όντως υπάρχει. Αλλά σχετίζεται μόνο μερικώς με τη σούπερ τροπική καταιγίδα Sandy (2012) και τον αντίκτυπό της σε μια οργανωμένη παγκόσμια μητρόπολη του 21ου αιώνα σαν τη Νέα Υόρκη. Όποιος βάλει δηλαδή σε μια τάξη το χρονικό των ηχογραφήσεων του Landfall, θα δει ότι η Sandy ξέσπασε περίπου στο μέσον τους, άσχετα αν στον δίσκο τη βρίσκουμε σε πρώτο πλάνο, αφού όλα αρχίζουν με το "CNN Predicts A Monster Storm". Επομένως, όταν ακούμε τη Laurie Anderson να λέει «And after the storm I went down to the basement and everything was floating», καλό είναι να έχουμε υπόψη πως η καταιγίδα ίσως έδωσε ένα κατάλληλο έναυσμα ώστε να μιλήσει (και) για τα όσα βίωνε στο πλάι του βαριά άρρωστου Lou Reed. Τα οποία πρέπει με τη σειρά τους να τοποθετηθούν στην αφετηρία του Landfall, περιέχοντας στην πορεία και τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 2013. 

Όμως περισσότερη σημασία στο Landfall έχει η μουσική –άλλωστε και η ίδια η Anderson κρατάει την αφηγηματική της παρουσία μετρημένη, χρησιμοποιώντας την εδώ κι εκεί ως «συγκολλητική» ουσία (π.χ. "Dreams", "Nothing Left But Their Names"), με έναν τρόπο που θυμίζει όσα είδαμε live  στην Αθήνα το 2016. To άλμπουμ χρησιμοποιεί εύστοχα τα σύντομα οργανικά ως σπαράγματα που απηχούν μια αναποδογυρισμένη ίσως και θρυμματισμένη εμπειρία, που κορυφώνεται με στιγμές στις οποίες τα βιολιά των Kronos παίρνουν το πάνω χέρι ώστε να εκφραστεί πιο έντονα (με τη μορφή της προαναφερόμενης ελεγείας) η θλίψη για ό,τι καταστράφηκε, χάθηκε, αλλοιώθηκε. 

Υφολογικά βρισκόμαστε σε έναν χώρο όπου συμπλέκονται και συμπλέουν η προωθημένη λόγια σύνθεση του 20ού αιώνα όπως την όρισαν ο Krzysztof Penderecki με τη Θρηνωδία για τα Θύματα της Χιροσίμα (1960) και ο Henryk Górecki με την 3η του Συμφωνία (1976), η πιο πειραματική όψη των ηλεκτρονικών (π.χ. στο "Never What You Think It Will Be"), το Different Trains του Steve Reich (1988), ακόμα και η λοξή pop ματιά που έστειλε κάποτε το "O Superman" στις πρώτες θέσεις των βρετανικών charts (1981), διαθλασμένη πλέον από την εμπειρία του έργου The End of the Moon που η Anderson έφτιαξε για λογαριασμό της NASA (2004). Απηχώντας εντυπώσεις από τη μελέτη της νανοτεχνολογίας και της συμπεριφορικής των gay πιγκουίνων –ναι, καλά διαβάσατε. 

Αν μπορεί να ειπωθεί κάτι επικριτικό, είναι ότι ούτε η Anderson, ούτε οι Kronos πραγματοποιούν κάποια υπέρβαση με βάση τα όσα μάθαμε να περιμένουμε από τη δισκογραφημένη τους δράση. Αν όμως αυτό θέτει «ταβάνι» στην αισθητική αποτίμηση του δίσκου, μην κάνετε το λάθος να πιστέψετε ότι δεν είναι ψηλό. Γιατί, πέρα από το να αποδεικνύει κάτι για το οποίο ήμασταν ήδη βέβαιοι –ότι οι κόσμοι της Anderson και των Kronos τέμνονται– το Landfall έρχεται να προσφέρει μια ματιά που λείπει χαρακτηριστικά από τα όσα συνήθως προβάλλει ο μουσικός Τύπος. Η οποία μένει μάλιστα διαρκώς προσβάσιμη για τον ακροατή, ακόμα κι αν απομακρύνεται από όσες δομές συνηθίσαμε ως «γνώριμες». 



07 Ιουλίου 2022

Ross Daly - συνέντευξη (2008)


Αν και Ιρλανδός (τυπικά, τουλάχιστον) και σίγουρα «ξένος» προς τον μουσικό πολιτισμό της Ελλάδας, ο Ross Daly κατέληξε να θεωρείται «δικός μας» –άνθρωπος, μα και καλλιτέχνης. 

Η μαθητεία του στη λύρα δίπλα στον Κώστα Μουντάκη άνοιξε έναν δρόμο στον οποίον κι επέμεινε. Και αποδείχθηκε μια περιπέτεια που καθόρισε τελικά και τη ζωή του, αλλά και την κρητική παράδοση: χάρη στους δίσκους του, η τελευταία γνώρισε έναν από τους σημαντικότερους μετασχηματισμούς στην ιστορία της. Γράφοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο, σε ένα χρονικό σημείο σημαντικό, που μπόρεσε (εν καιρώ) να τη φέρει σε επαφή με τη world/ethnic έκρηξη της δεκαετίας του 1990.

Φέτος το καλοκαίρι, λοιπόν, ο Ross Daly γιορτάζει τα 40 χρόνια του μουσικού εργαστηρίου «Λαβύρινθος» που έστησε το 1982 στο χωριό Χούδετσι της Κρήτης –με μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο (Δευτέρα 11 Ιουλίου), η οποία εντάχθηκε στον προγραμματισμό του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Παρεμπιμπτόντως, είναι και τα δικά του 40 χρόνια στην εγχώρια δισκογραφία.

Η εορταστική αφορμή έδωσε πάσα στη μνήμη για να θυμηθώ έναν γρήγορο καφέ που ήπιαμε μαζί στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 2008, κουβεντιάζοντας για την πορεία του και για την «ιερότητα» της παράδοσης. Η συζήτηση έβγαλε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Τρύφωνα Τσάτσαρο, ενώ η κάτωθι είναι του Bastian Parschau.


Έρχεσαι για κάποιες συναυλίες στην Αθήνα, ενώ πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και μια καινούρια δουλειά σου...

Οι πρώτες εμφανίσεις θα γίνουν στο θέατρο «Δίπυλο», θα είμαστε κουαρτέτο. Με τους συγκεκριμένους ανθρώπους συνεργαζόμαστε εδώ και πολλά χρόνια, ενώ παίζουμε μαζί και σε φεστιβάλ του εξωτερικού. Είναι το πιο ευέλικτο από τα σχήματα που διαθέτω. Ίσως οφείλεται στην πολύχρονη γνωριμία μας: ξέρουμε πια ο ένας τον άλλον τόσο καλά, ώστε, πριν κάποιος σκεφτεί κάτι, ένας από τους υπόλοιπους έχει ανταποκριθεί. Κι αυτό δίνει μια ελαστικότητα. Πέρα από τις συναυλίες στην Αθήνα έχουμε προγραμματίσει να πάμε και στο Αμπού Ντάμπι (στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), στη Γαλλία και σε άλλα μέρη. 

Το νέο CD, τώρα, λέγεται White Dragon και καταγράφει τη ζωντανή μου σύμπραξη με τους Huun Huur Tu από την Τούβα, όταν είχαν έρθει στο Χούδετσι της Κρήτης τον Σεπτέμβριο του 2003, ως προσκεκλημένοι του Μουσικού Εργαστηρίου «Λαβύρινθος». Κατά τα άλλα, κρατιέμαι απασχολημένος και με μια σειρά σεμιναρίων που είναι να γίνουν τον επόμενο μήνα στην Κέρκυρα και στη Λευκάδα.

Ήταν δύσκολη η σύμπραξη με τους Huun Huur Tu, με δεδομένο ότι προέρχονται από μια τόσο διαφορετική μουσική κουλτούρα; 

Πράγματι, έχουν μια πολύ διαφορετική προσέγγιση στη μουσική οι Huun Huur Tu, αλλά αυτό ακριβώς έκανε την πρόκληση ενδιαφέρουσα, για εμένα. Ήθελα δηλαδή να δουλέψω με ανθρώπους οι οποίοι κάνουν κάτι, που, εξωτερικά τουλάχιστον, δεν μοιάζει σε τίποτα με ό,τι κάνουμε εμείς. 

Εσωτερικά, πάντως, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο μακρινά όσο φαίνονταν, ενώ υπήρξε μεγάλη διάθεση και προθυμία από κάθε μεριά. Όλοι όσοι δουλέψαμε για το White Dragon είμαστε λοιπόν πολύ ευχαριστημένοι. Όχι τόσο για το ίδιο το άλμπουμ, όσο για μια εμπειρία που για εμάς καταγράφηκε ως ξεχωριστής σημασίας.

Έχεις ταξιδέψει σε πολλές χώρες, ερχόμενος σε επαφή με μουσικούς πολιτισμούς τους οποίους μάλλον αγνοούμε στην Ελλάδα. Από την εμπειρία αυτή, πόσο εύκολο είναι για έναν άνθρωπο που ζει σε ένα μακρινό και διαφορετικό μέρος, π.χ. στην Τούβα, να συγκινηθεί από την ελληνική παράδοση; 

Πιστεύω ότι οποιαδήποτε μουσική, από όπου και αν προέρχεται, είναι δυνατόν να ενδιαφέρει έναν πραγματικό φιλόμουσο, ανεξάρτητα από τη γωνιά του κόσμου στην οποία μένει. Από εκεί και πέρα, βέβαια, είναι άλλο θέμα το αν θα αποδειχθεί και του γούστου του. Πάντως την αξία της θα μπορεί να την αναγνωρίσει, εφόσον η μουσική αυτή είναι διαχρονική και παρουσιάζεται με σοβαρότητα και μεράκι. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση δηλαδή να πρόκειται για πολιτισμικό και όχι για εμπορικό προϊόν. 

Στις μέρες μας, όμως, έχουμε πέσει θύματα μιας μεγάλης σύγχυσης, με αποτέλεσμα λέξεις όπως «παράδοση» και «πολιτισμός» να μην έχουν πλέον κανένα αντίκρισμα. Το γιαούρτι π.χ. βαφτίζεται ως «παραδοσιακό» –και ας παράγεται από γάλα σε σκόνη. 

Αλλά η μεγαλύτερη σύγχυση βρίσκεται νομίζω στη λέξη «τέχνη», ειδικά όταν χρησιμοποιείται μαζί με τη λέξη πολιτισμός. Πολλοί νομίζουν δηλαδή ότι, αν έχουν κατανοήσει τον πολιτισμό, έχουν καταλάβει και την τέχνη. Και το αντίθετο. Συναντάω καθημερινά τον χλευασμό της τέχνης εκεί όπου μένω, συχνά από τους ίδιους ανθρώπους οι οποίοι κατά τα λοιπά μετέχουν άμεσα στη διατήρηση του τοπικού πολιτισμού.

Πιστεύεις στην «ιερότητα» της παράδοσης;

Όχι. Για εμένα η παράδοση δεν είναι ούτε ιερή, ούτε όσια. Μάλιστα, μπορώ να πω ότι προσωπικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου η παράδοση. Εμένα με ενδιαφέρει η διαχρονική αξία. Και κάθε τι «παραδοσιακό» δεν σημαίνει πως διαθέτει αυτόματα και μια τέτοια αξία. Πολλά «παραδοσιακά» πράγματα είναι απλώς συνήθειες, οι οποίες μπορεί να διαιωνίζονται και δίχως σκέψη ή συνείδηση. 

Παράδοση είναι π.χ. να σε κερνάνε μια ρακή όταν κάθεσαι σε ένα καφενείο στην Κρήτη, παράδοση είναι όμως σε κάποια μέρη και το να δέρνουν τις γυναίκες τους. Άρα, επειδή αποτελεί παράδοση, δεν πρέπει να το αλλάξουμε και πρέπει να το σεβαστούμε; 

Ας τελειώνουμε επιτέλους με αυτή την άποψη που θέλει την παράδοση ως μια διαδικασία συντήρησης και διατήρησης. Η παράδοση χρειάζεται συνεχώς ανανέωση, πρωτίστως απαιτείται να είναι μια διαδικασία δημιουργίας. Πάνω βέβαια σε μια στέρεα βάση, να ξέρεις ας πούμε τι έχουν καταθέσει οι αξιόλογοι δημιουργοί του παρελθόντος. Ό,τι μένει δίχως αλλοίωση στον χρόνο, είναι νεκρό. 

Τι έχεις να πεις για αυτή την αλλοίωση των τελευταίων χρόνων, όπου, με αφορμή παραδοσιακά όργανα και τραγούδια, καταλήγουμε τελικά σε ένα είδος μουσικής που οι κριτικοί ονομάζουν «σκυλοδημοτικό»; 

Πρόκειται για κανονική «σκυλοποίηση», δίχως με αυτό να θέλω να προσβάλλω τους πολυαγαπημένους μου σκύλους –έχω τρεις, ξέρεις! Δυστυχώς είναι φαινόμενο που δεν περιορίζεται μονάχα στην παραδοσιακή μουσική, μακάρι να ήταν αυτή το μόνο του θύμα. Ζούμε σε μια εποχή όπου βασιλεύουν άνθρωποι αδίστακτοι, διψασμένοι για καριέρα κι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε εργαλείο βρεθεί στον δρόμο τους, αδιαφορώντας για το αν μπορεί να το σπάσουν. 

Στα τηλεοπτικά παράθυρα ανακυκλώνονται κάθε μέρα οι ίδιοι αστοιχείωτοι, ατάλαντοι και ασήμαντοι άνθρωποι· κι εμείς τους βάζουμε κάθε βράδυ στα σαλόνια μας. Και βλέπεις ή διαβάζεις αστέρες του σκυλάδικου να σου μιλάνε για τις αγωνίες π.χ. του καλλιτέχνη. Αστεία πράγματα είναι αυτά. Μια κωμωδία. 

Ειδικά για τη μουσική, άνθρωποι οι οποίοι κάνουν σοβαρή δουλειά δεν έχουν πια πού να παίξουν. Γιατί είναι έτσι το σύστημα, ώστε καλούνται να επιβιώσουν στο περιβάλλον ενός μαγαζιού. Ένα μαγαζί, όμως, δεν είναι ο σωστός χώρος: είναι ένας χώρος διασκέδασης. Και είναι ωραίο πράγμα η διασκέδαση, αλλά, όταν καλείσαι να γίνεις διασκεδαστής, αφήνεις υποχρεωτικά εκτός το στοιχείο της ψυχαγωγίας. Και δεν μπορούμε να ζούμε μονάχα με αυτή την πλευρά, της διασκέδασης. 




06 Ιουλίου 2022

Scorpions - συνεντεύξεις (2011 + 2015)


Αγαπώ ιδιαίτερα το hard rock. Κι έτσι, αν και οι μεγάλες αδυναμίες είναι οι Led Zeppelin και οι Rainbow, δεν γινόταν να μην πέσω πάνω στους Scorpions. Στην πορεία, μάλιστα, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν εύκολο να ξεκόψει κανείς από αυτούς τους Γερμανούς.

Είχαν ωραίους δίσκους και με τον Uli Jon Roth ως κιθαρίστα, είχαν και όταν άλλαξαν ήχο και όρμησαν να κατακτήσουν τις αμερικάνικες αρένες της δεκαετίας του 1980, με τον Matthias Jabs και τον Herman "Ze German" Rarebell. Κι εκεί που φάνηκε ότι θα χάνονταν ολότελα, σαρωμένοι από τις εναλλακτικές εξελίξεις των 1990s, ξανάζησαν. Και από τα μέσα των '00s ως και το φετινό, απρόσμενα γερό, άλμπουμ Rock Believer, έχουν πάντα κάτι να δώσουν –άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο.

Η μοίρα το έφερε να γράψω κι ένα βιβλίο για τους Scorpions, το οποίο έμεινε όμως αδημοσίευτο (για διάφορους και διαφορετικούς λόγους), καταντώντας βραχνάς. Τώρα, καθώς ετοιμάζομαι να πάω να τους δω για μία ακόμα φορά live, θυμήθηκα τις τηλεφωνικές κουβέντες που κάναμε την τελευταία δεκαετία με τον Klaus Meine: μία τον Νοέμβριο του 2011 και μία τον Φεβρουάριο του 2015. Στις οποίες συζητήσαμε για πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές του παρελθόντος τους, θίγοντας μεταξύ άλλων και ορισμένες όχι και τόσο γνωστές ιστορίες.

Με την αφορμή λοιπόν αυτού του νέου τους ερχομού στην Αθήνα (απόψε στο Ολυμπιακό Στάδιο), τις παραθέτω εδώ, ως 2 σε 1 πακέτο. Στην αρχική τους μορφή δημοσιεύτηκαν στο Avopolis, τώρα αναδημοσιεύονται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Klaus 1 - Νοέμβριος 2011

Καλησπέρα Klaus! Πώς και σε βρίσκω στη Γερμανία; Περνάτε κάποιες μέρες στην πατρίδα;

Καλησπέρα! Ναι, ήρθαμε να προετοιμαστούμε για τις επόμενες υποχρεώσεις της παγκόσμιας περιοδείας, που μας ξαναβρίσκουν εδώ στην Ευρώπη. Αλλά όσες μέρες ξεκούρασης είχαμε, τελειώσανε. Φεύγουμε για Γενεύη, έπειτα πάμε στο Λονδίνο να παραλάβουμε ένα τιμητικό βραβείο από το περιοδικό Classic Rock και μετά μας περιμένει η Λισσαβόνα και η Γαλλία.

Και μέσα σε όλα αυτά, βρήκατε χρόνο και για μια δισκογραφική επιστροφή. Όχι όμως comeback, αλλά ...Comeblack! Υπάρχει μια αυτο-παρωδία εδώ, έτσι δεν είναι;

Ακριβώς! Ξέρεις, όταν τελικά αποφασίσαμε να γίνει αυτό το άλμπουμ, άρχισε ένα ασταμάτητο παιχνίδι με τις λέξεις για να βρούμε τον κατάλληλο τίτλο. Για αρκετό καιρό λέγαμε να το πούμε Diamonds And Pearls, καθώς σκεφτόμασταν με όρους βινυλίου: πώς στις παλιές μέρες θα έβαζες τις επανηχογραφήσεις στη μία πλευρά και τις διασκευές στην άλλη; Κάπως έτσι. Μέχρι που θυμηθήκαμε ότι έτσι λεγόταν ένα άλμπουμ του Prince στα 1990s, οπότε έπρεπε να βρούμε κάτι άλλο. Τότε μου ήρθε το Comeblack, ακριβώς σαν μια ειρωνική άποψη πάνω στο comeback. Και άρεσε τόσο στους υπόλοιπους της μπάντας, όσο και σε άτομα εκτός. Όλοι το έβρισκαν κουλ!

Πάντως πολλοί είχαμε μείνει με την εντύπωση πως δεν θα κάνατε άλλον δίσκο...

Θέλω να είμαι ειλικρινής, η κινητήριος δύναμη πίσω από το Comeblack είναι η δισκογραφική μας εταιρεία. Εμείς είχαμε αποφασίσει ότι το Sting In The Tail (2010) θα ήταν το τελευταίο μας άλμπουμ, αλλά η Sony πίστευε ότι, όσο βρισκόμασταν στον δρόμο και περιοδεύαμε, δεν υπήρχε λόγος να μη γίνει κάποιος ακόμα δίσκος. Δεν μας πίεσαν βέβαια ποτέ και για τίποτα. Αλλά ξέρεις, όταν η εταιρεία στην οποία ανήκεις για τόσα χρόνια –και σε έχει τόσο στηρίξει– πιστεύει ακόμα τόσο πολύ στη δισκογραφική σου δυναμική, το βλέπεις ως κομπλιμέντο.

Ας πιάσουμε το ένα σκέλος του άλμπουμ: δεν είναι λίγο επικίνδυνο να ξαναηχογραφήσετε μερικά από τα πιο επιτυχημένα σας τραγούδια; Δεν προκύπτει αυτόματα μια σύγκριση του χθες με το σήμερα;

Με αυτές τις ηχογραφήσεις δεν θέλουμε να υποκαταστήσουμε τίποτα από το παρελθόν. Αγαπάμε αυτά τα τραγούδια όπως τα ηχογραφήσαμε τότε και αισθανόμαστε ότι είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με το χρονικό σημείο στο οποίο γράφτηκαν, ώστε τίποτα δεν μπορεί να τα υποκαταστήσει. 

Θέλαμε απλά να κάνουμε ένα δώρο στη νεότερη γενιά των οπαδών μας, όσα παιδιά είναι σήμερα 15 ή 16 χρονών και μας ανακαλύπτουν και μας τιμούν με την παρουσία τους στις συναυλίες –είναι ίσως το πιο συγκινητικό πράγμα για εμάς αυτό. Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι θα καλοδέχονταν τις παλιές επιτυχίες μας με έναν ήχο πιο κοντά στη δική τους γενιά και στις τεχνολογικές δυνατότητες του 21ου αιώνα.

Και ως προς το άλλο σκέλος, πώς επιλέξατε τις διασκευές; Είναι φόρος τιμής στις βρετανικές μπάντες που σας ενέπνευσαν;

Είναι ακριβώς αυτό και χαίρομαι που γίνεται τόσο αντιληπτό. Λείπουν βέβαια οι Who, όμως μιας και πριν χρόνια είχαμε διασκευάσει το "Can’t Explain" (1989) είπαμε να τους αφήσουμε εκτός λίστας. Για εμάς αυτές οι μπάντες –οι Beatles, οι Kinks, οι Rolling Stones και οι Small Faces– αποτελούν αληθινούς θρύλους. Μας ενέπνευσαν, μας έδωσαν δύναμη να δοκιμάσουμε να πραγματοποιήσουμε τα δικά μας όνειρα. 

Tο "Ruby Tuesday", βέβαια, τρόμαξαν να με πείσουν οι υπόλοιποι να το κάνουμε... Γιατί είχα ετοιμάσει ένα demo με το "Across The Universe" και λέει τότε ο Matthias «αν κάνουμε ένα τραγούδι Beatles, οφείλουμε να κάνουμε κι ένα των Stones». Και πώς θα τραγουδούσα εγώ κάτι που έχει πει ο Mick Jagger;! Δεν ήθελα καν να το φανταστώ. Αλλά όλα πήγαν μια χαρά, τελικά.

Σε θυμάμαι να λες σε μια συνέντευξη το 2005 ότι «δεν προσπαθήσαμε ποτέ να είμαστε μια γερμανική μπάντα. Φυσικά και είμαστε Γερμανοί, αλλά όχι στη μουσική μας». Πώς λοιπόν βρεθήκατε το 1975 με το single Fuchs Geh’ Voran, κάτω από το ψευδώνυμο Hunters;

Τότε θα δουλεύαμε για πρώτη φορά με τον Dieter Derks ως παραγωγό. Και η εταιρεία παραγωγής του ήθελε να μας τεστάρει. Μας ζήτησαν λοιπόν να κάνουμε κάτι στα γερμανικά κι εμείς κάναμε αυτές τις διασκευές, βάζοντας γερμανικούς στίχους. Δεν προοριζόταν να κυκλοφορήσει. Οπότε, όταν τελικά είπαν να γίνει ένα single, ήταν σαφές ότι δεν θα έβγαινε με το όνομά μας. Κάτι τέτοιο μας απάλλαξε από κάθε άγχος, όπως καταλαβαίνεις.

Αλήθεια, πώς και στο Comeblack απουσιάζει κάθε αναφορά σε εκείνα σας τα χρόνια, της δεκαετίας του 1970; Έχετε κάμποσα ωραία τραγούδια και σε εκείνους τους δίσκους...

Μα, αυτό θα είναι το επόμενο πρότζεκτ! (γελάει) Αστειεύομαι, αν και ποτέ δεν ξέρεις, τώρα που πήραμε φόρα. Το ξέρω ότι ειδικά εσείς οι Έλληνες αγαπάτε πολύ εκείνα τα τραγούδια. Κι εμείς τα αγαπάμε. Αλλά αν πιάναμε και κάτι τόσο παλιό, δεν θα μιλάγαμε πια απλά για αλλαγές στον ήχο, θα έμπαιναν στη μέση και ζητήματα περφόρμανς. Δεν ξέρω, δεν αποκλείω ότι ίσως δοκιμάσουμε να ξαναηχογραφήσουμε και κάποια τραγούδια από τα 1970s...

Με τον Dieter, αλήθεια, ήρθατε τελικά σε κάποια διαφωνία όταν φτιάχνατε το Crazy World; Τι έγινε και σταμάτησε η συνεργασία σας;

Δεν αφορούσε στο Crazy Word, αυτό είχε αποφασιστεί να γίνει με τον Keith Olsen ως παραγωγό. Ξέρεις, όταν υπογράψαμε τα πρώτα μας συμβόλαια, για μας ήταν ο κόσμος όλος. Ήταν μεγάλο πράγμα τότε να αποκτήσεις συμβόλαιο, να υπάρχει μια εταιρεία που θα βγάζει τους δίσκους σου. Κι έτσι ποτέ δεν κοιτάζαμε λογιστικά, λεπτομέρειες και τέτοια πράγματα –και τελικά το πληρώσαμε, ειδικά όσον αφορά στις συμφωνίες σχετικά με το publishing των τραγουδιών μας, οι οποίες επί χρόνια υπήρξαν πολύ κακές. 

Δεν λέω ότι δεν μάθαμε πολλά και πολύτιμα πράγματα δουλεύοντας με τον Dieter. Από την άλλη, όμως, κι εκείνος έγινε διάσημος χάρη σε μας: ήμασταν μακράν ό,τι πιο επιτυχημένο είχε στο ενεργητικό του. Έφτασε λοιπόν μια στιγμή στον χρόνο όταν πια δεν μπορούσαμε άλλο. Είχαμε την ανάγκη να σπάσουμε τη φόρμουλα με την οποία δουλεύαμε επί τόσα χρόνια. Να δουλέψουμε σε άλλα στούντιο, να ακούσουμε κι άλλους ανθρώπους, να τους αφήσουμε να μας εμπνεύσουν, να δοκιμάσουμε μια διαφορετική προσέγγιση... Αυτό χάλασε τη σχέση μας με τον Dieter. Αργότερα  ξαναβρεθήκαμε, πάντως, και ξαναδουλέψαμε μαζί. Και η πόρτα μας παρέμεινε ανοιχτή ως και το Sting In The Tail.

Ξανακούγοντας το "Wind Of Change", τι ήταν αυτό που έδεσε εσάς συγκεκριμένα με εκείνα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα; Ήσασταν πιο έτοιμοι από άλλους rock καλλιτέχνες της γενιάς σας να υποδεχτείτε έναν κόσμο που άλλαζε;

Όχι, δεν το πιστεύω αυτό. Θα σου εξηγήσω τι νομίζω ότι συνέβη. Ως Γερμανοί, ζήσαμε σε μια διαιρεμένη χώρα, με ένα βαθύ τραύμα: η διάσταση Δύσης και Ανατολής και ο Ψυχρός Πόλεμος δεν ήταν ένα θεωρητικό σχήμα για το οποίο διαβάζαμε στις εφημερίδες, μα μια πραγματικότητα –την προσωποποιούσε για όλους μας το Τοίχος του Βερολίνου. Όταν πήγαμε λοιπόν στη Ρωσία για πρώτη φορά, αισθανόμασταν πως όλα όσα βλέπαμε στις ταινίες Τζέιμς Μποντ μπορεί και να ίσχυαν, καθώς είχαμε την KGB να μας ακολουθεί παντού –καταλάβαμε ότι ο κόσμος θα άλλαζε αργότερα, αφού γνωρίσαμε τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. 

Αυτό που άλλαξε τα πάντα για μας, ήταν η υποδοχή του κόσμου. Ζήσαμε στη Ρωσία τη δική μας εκδοχή της Beatlemania, μας λάτρευαν. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, αλλά εμείς δεν ήμασταν Άγγλοι ή Αμερικάνοι: είχαμε πολεμήσει ενάντια στους Ρώσους, είχαμε συγγενείς που είχαν σκοτωθεί στο Στάλινγκραντ. Θεωρητικά, λοιπόν, ένα τραγούδι σαν το "Wind Of Change" θα μπορούσαν κάλλιστα να το είχαν γράψει οι Bon Jovi ή ο Ozzy Osbourne, με τους οποίους παίξαμε μαζί στη Μόσχα το 1989. Όμως εκείνοι, ως Αμερικάνοι, δεν βίωσαν αυτό το βαθύ συναισθηματικό πράγμα που συνεπήρε εμάς. Για μας, εκείνη η λατρεία αποτέλεσε μια δήλωση ελπίδας. Κι έγραψα το "Wind Of Change" ακριβώς ως ένα τραγούδι ελπίδας. 

Αφήνοντας στην άκρη το "Wind Of Change", γιατί το τραγούδι-υπογραφή σας είναι τελικά το "Rock You Like A Hurricane" και όχι το "No One Like You";

(γελάει) Το έχω σκεφτεί το γιατί... Το "No One Like You" είναι ας πούμε πιο ποπ. Όχι ρυθμικά ή συνθετικά, δεν εννοώ αυτό: είναι ένα τραγούδι αγάπης, η «ψυχή» του είναι ερωτική. Ενώ το "Rock You Like A Hurricane" έχει να κάνει με το σεξ. Έχει λοιπόν μια διαφορετική δυναμική στην κορύφωσή του, ένα πιο άγριο και ενστικτώδες πράγμα.

Θα σας ξαναδούμε στην Ελλάδα, πριν το οριστικό σας αντίο;

Θέλω να πιστεύω πως ναι... Έχουμε μια πολύ στενή σχέση με σας τους Έλληνες. Παρ' όλο που δεν υπάρχουν αποφασισμένα σχέδια και ημερομηνίες, ίσως μας ξαναδείτε κάποια στιγμή μέσα στο 2012. Άλλωστε η περιοδεία μας έχει πολύ δρόμο ακόμα κι εμείς δεν έχουμε πάψει να το διασκεδάζουμε. Θα χαρούμε ιδιαίτερα λοιπόν αν μπορέσουμε να έρθουμε και πάλι στην Ελλάδα. 


Klaus 2 - Φεβρουάριος 2015

Γεια σου Klaus, χαιρετισμούς από την ηλιόλουστη Αθήνα! Πού σε βρίσκω;

Γεια σου Χάρη! Με βρίσκεις στο συννεφιασμένο Ανόβερο, μάλιστα έχω κρυώσει λίγο τελευταία. Είμαι στο στούντιό μας εδώ και αρκετή ώρα, είναι μέρα συνεντεύξεων σήμερα.

Τις ευχαριστιέσαι ακόμα τις συνεντεύξεις;

Ίσως μερικές φορές να γίνεται κουραστικό, όμως σε αυτήν την περίσταση σίγουρα τις ευχαριστιέμαι. Είναι η πρώτη φορά αφότου ολοκληρώθηκε ο κύκλος ηχογράφησης του πρόσφατου δίσκου μας Return To Forever που συζητάω για αυτό το υλικό εκτός μπάντας και λαμβάνω ένα πρώτο feedback, γενικότερο.  

Γιατί όμως Return To Forever; Πώς μπορεί αλήθεια να επιστρέψει κάποιος στο παντοτινό; 

Τον τίτλο αυτόν τον διαλέξαμε γιατί θέλαμε να υπάρχει μια έννοια «ανοιχτού τέλους», σε αντιδιαστολή με το οριστικό τέλος που βάλαμε πριν μερικά χρόνια στις μεγάλες παγκόσμιες περιοδείες. Αισθανόμαστε ακόμα φρέσκιοι, μας αρέσει ακόμα να μαζευόμαστε και να γράφουμε τραγούδια, υπάρχει ενέργεια μέσα μας –rock ενέργεια! 

Είναι κάτι μεγάλο, αν αναλογιστείς ότι έχουν κυλήσει 50 χρόνια από το ξεκίνημα της μπάντας. Και συνέχεια εμφανίζονται νέες προκλήσεις. Ας πούμε μας έγινε πρόταση να πάμε να παίξουμε στην Κίνα, μια χώρα στην οποία ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχαμε καταφέρει να δώσουμε συναυλίες. Νιώθουμε σαν τότε που ήμασταν πιτσιρίκια και πήγαμε στην Ιαπωνία, στις μέρες του Tokyo Tapes! Υπάρχει πάθος, δηλαδή.

Ε, μα το λέει και το τραγούδι σας: When Passion Rules The Game...

(γελάει) Ακριβώς, ακριβώς!

Πώς διάολο πέρασε μισός αιώνας, Klaus; Δεν είναι δύσκολο να το πιστέψεις;

Αν είναι λέει; Ξέρεις πόσα πράγματα μοιάζουν με χθες, αλλά βρίσκονται πια 20 και 30 χρόνια πίσω; Ταυτόχρονα, όμως, είναι και μια μεγάλη επέτειος –κάτι άξιο για εορτασμούς. Γι' αυτό θέλαμε να υπάρχει νέο άλμπουμ, μα και γενικότερη κίνηση: ξεκινήσαμε κάποιες ευρωπαϊκές εμφανίσεις ήδη από τον Μάρτιο, ενώ προβλήθηκε στο Βερολίνο και το φιλμάκι Forever And A Day που γυρίστηκε πρόσφατα για τους Scorpions.

Ποιο είναι το ποσοστό ξαναδουλεμένου παλιού υλικού και νέων τραγουδιών στο Return To Forever; Και από ποια περίοδο των Scorpions προέρχεται το πρώτο;

Θα έλεγα ότι είναι περίπου 50-50... Ένας βασικός κoρμός του παλιού υλικού προέρχεται από τις μέρες μεταξύ Blackout και Love At First Sting, μιλάμε δηλαδή για το πρώτο μισό των 1980s. Το "Rock 'n' Roll Band", ας πούμε, ή το "Catch Your Luck And Play", είναι από τότε. Αλλά υπάρχουν τραγούδια από όλο το φάσμα της καριέρας μας: το "Gypsy Life", για παράδειγμα, γράφτηκε στην πρώτη του μορφή το 2001, κάπου εκεί γύρω είναι και το "House Of Cards", ενώ το "Eye Of The Storm" προέρχεται από το 1991. 

Αφού υπήρχαν τραγούδια στο «συρτάρι» σας, πώς και δεν τα είδαμε να γίνονται b-sides στα singles σας; 

Γιατί τα τραγούδια αυτά είχαν μεν γραφτεί σε κάποια μορφή, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν. Ξέραμε ότι μερικά από όσα έμειναν εκτός διέθεταν καλές ιδέες κι έπρεπε να δουλευτούν, πάντα όμως τελειοποιούσαμε εκείνα που θα έμπαιναν στην οριστική μορφή κάθε δίσκου. Κι έπειτα φεύγαμε για τεράστιες περιοδείες. Οπότε το υλικό ναι μεν υπήρχε, μα χρειαζόταν δουλειά. Στίχους π.χ. ή νέους στίχους σε ορισμένες περιπτώσεις, ρεφρέν σε μερικές άλλες κ.ο.κ.


Ξέρεις αλήθεια ότι ο Uli Jon Roth έβγαλε δίσκο τον Μάρτιο, όπου ξαναπαίζει τραγούδια των Scorpions, από τα χρόνια που ήταν μαζί σας; 

Το γνωρίζω και χαίρομαι, τον άκουσα μάλιστα τον δίσκο του. Ο Uli υπήρξε πολύ σημαντικό κομμάτι των Scorpions και το βρίσκω ωραίο που είχε τη διάθεση να ξανακαταπιαστεί με την ιστορία του και να επισκεφθεί ξανά αυτό το 1970s υλικό. Υπάρχουν ορισμένα θαυμάσια τραγούδια εκεί, πολλά με τη δική του συνθετική υπογραφή.

Έχετε σκεφτεί να κάνετε εμφανίσεις παρέα με τον Roth, επικεντρωμένες στο 1970s υλικό σας; Πιστεύω θα άρεσε πολύ στους fans κάτι τέτοιο...

Έχεις δίκιο, θα τους άρεσε. Δεν είναι όμως τόσο εύκολο στην πράξη, ξέρεις. Ενώ δηλαδή χαιρόμαστε κάθε φορά που μπορούμε να έχουμε ως καλεσμένους στη σκηνή τον Uli ή τον αδερφό του Rudolf, τον Michael Schenker, είναι δύσκολο έτσι όπως είναι συνήθως τα συναυλιακά μας προγράμματα να στήσουμε κάτι τέτοιο. Γιατί βγαίνουμε σε περιοδεία όταν υπάρχει νέος δίσκος, οπότε υπάρχει πάντα μια συνθήκη η οποία έχει να κάνει με το παρόν.

Το πρώτο single από το νέο σας άλμπουμ, το "We Built This House", είναι ουσιαστικά μια αναφορά σε όλη τη διαδρομή των 50 χρόνων σας. Ποια ήταν η πιο δυνατή καταιγίδα που χρειάστηκε ν' αντιμετωπίσει αυτό το «σπίτι»;

Ήταν σίγουρα η grunge επανάσταση στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ξέσπασε σαν πραγματική θύελλα και παρέσυρε κι εμάς κι όλο το hard rock των 1980s. Μας κλόνισε πολύ, χάσαμε το DNA μας τότε, φτάσαμε στα τέλη εκείνης της δεκαετίας και ψαχνόμασταν: ποιοι ήμασταν εμείς, πώς λειτουργούσε η μουσική βιομηχανία, πού είχε πάει το κοινό μας; 

Περάσαμε πολύ δύσκολα και χρειάστηκε να ξαναχτίσουμε το «σπίτι» μας από την αρχή. Αναπτερωθήκαμε με τη συνεργασία μας με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου κι ύστερα με το Acoustica, αλλά έπρεπε να έρθει το Unbreakable το 2004 για να σιγουρευτούμε ότι τα είχαμε καταφέρει, ότι είχαμε επιζήσει.

Αλήθεια, εσένα σου άρεσε το grunge;

Φυσικά! Και πάρα πολύ μάλιστα! Τι ενέργεια, τι απίστευτη ενέργεια είχαν οι Nirvana, οι Soundgarden, οι Alice In Chains... Υπάρχει μια παρεξήγηση εδώ: επειδή τέτοιες μπάντες μας παραγκώνισαν, δεν σημαίνει ότι ήμασταν εχθροί και δεν άκουγε ο ένας τη μουσική του άλλου. Προσωπικά βρίσκω πως η  έλευση του alternative rock, την οποία πυροδότησε η επιτυχία των Nirvana, έκανε πολύ καλό στο rock: του πρόσφερε ξανά χαρακτήρα, γιατί τον είχε χάσει σε μαζικό επίπεδο. Αλλά και πολλά ωραία τραγούδια, που ανανέωσαν τον σκληρό ήχο, άσχετα τώρα αν τον πεις hard rock ή metal. 

Μιας και μιλάμε για το παρελθόν, να σε πάω ακόμα πιο πίσω. Εσύ δεν ήσουν στους Scorpions από το 1965, ήρθες το 1969 –όταν διαλύθηκαν οι Copernicus. Θυμάσαι ποιον αντικατέστησες στο μικρόφωνο; 

Νομίζω ότι αντικατέστησα τον... Rudolf Schenker! Θυμάμαι βέβαια ότι οι Scorpions είχαν έναν άλλον τραγουδιστή όταν ξεκίνησαν, όμως δεν είχε τύχει ποτέ να τους δω εκείνα τα χρόνια στο Ανόβερο και δεν ξέρω ποιος ήταν. Όταν πήγαμε με τον Michael Schenker από τους Copernicus, δεν υπήρχε πια τραγουδιστής, ο Rudolf εκτελούσε αναγκαστικά τα χρέη.

Κι έπειτα κερδίσατε έναν διαγωνισμό νέων συγκροτημάτων και βρεθήκατε στο Osnabrück για ηχογραφήσεις. Υπάρχει μια τρελή ιστορία για σένα και για έναν σκουπιδοτενεκέ...

Α, είναι αλήθεια! Φαντάσου με τι ενθουσιασμό πήγαμε, νομίζαμε ότι θα είχαμε την ευκαιρία να δουλέψουμε επιτέλους σε κανονικό στούντιο και να ηχογραφήσουμε το υλικό που γράφαμε. Και, μπαίνοντας εκεί, πάθαμε ψυχρολουσία: βρήκαμε ένα οικιακό στούντιο, με εξοπλισμό χειρότερο και από τον δικό μας –και καταλαβαίνεις τώρα τι εξοπλισμό είχαμε εμείς τότε... 

Όταν λοιπόν πήρα θέση να τραγουδήσω το "I'm Goin' Mad", που έχει κι αυτές τις κραυγές και τις ψηλές νότες, η κονσόλα πήγε να ανατιναχτεί, όλα πήγαν στα κόκκινα. Ο υπεύθυνος μου έδωσε τότε έναν σκουπιδοτενεκέ, λέγοντάς μου να ...τραγουδήσω μέσα εκεί! Εκείνη τη στιγμή καταλάβαμε ότι χρειαζόταν να βρούμε ένα κανονικό στούντιο. 

Ευτυχώς στη συνέχεια γνωρίσαμε τον Conny Plank και μας έδωσε αυτήν την ευκαιρία, βάζοντάς μας και στη δισκογραφία. Του χρωστάμε πολλά, γιατί πίστεψε σε αυτούς τους νεαρούς που είδε μπροστά του και μας έδωσε όλη την ώθηση που χρειαζόταν τότε η καριέρα μας.

Κοιτάω εδώ το πρόγραμμα των περιοδειών σας για το 2015 και Ελλάδα δεν βλέπω! Τι συμβαίνει; 

Δεν βάλαμε την Ελλάδα ως πρώτη προτεραιότητα, γιατί για μας είναι ακόμα πολύ φρέσκια η όλη εμπειρία από τον Λυκαβηττό, το 2013. Δεν ήταν μόνο οι 3 συναυλίες τότε, μα και το άλμπουμ MTV Unplugged - Live In Athens που εκδόθηκε στη συνέχεια, μαζί με το DVD. 

Έμεινε λοιπόν πολύ έντονα στη μνήμη μας όλο αυτό, ως το μεγάλο highlight των τελευταίων μας χρόνων, μαζί με το Sting In The Tail. Και θέλαμε έτσι να δώσουμε την ευκαιρία και στους fans στην υπόλοιπη Ευρώπη να μας δουν ξανά στη σκηνή. Εννοείται βέβαια ότι θα παίξουμε και πάλι στην Ελλάδα. Απλά είναι έτσι οι προγραμματισμοί μας, που θα έρθουμε το 2016. 

Τελευταία υπάρχει μεγάλη ένταση στις ελληνο-γερμανικές σχέσεις, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Αλλά δεν φαίνεται να επηρεάζει τις δικές σας σχέσεις με το εγχώριο κοινό...

Και υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος γι' αυτό: εμείς δεν κάναμε ποτέ πολιτική, τη σχέση μας με τους fans την έχτισε η μουσική –τα τραγούδια και οι συναυλίες μας. Την Ελλάδα την έχουμε πολύ βαθιά στην καρδιά μας, γιατί είναι πια τρεις γενιές ακροατών που στηρίζουν τους Scorpions. Έχουμε εισπράξει μεγάλη αγάπη από τους Έλληνες και πιστεύουμε την έχουμε ανταποδώσει κι εμείς. 

Αυτή η βάση, λοιπόν, είναι πιο ισχυρή από οτιδήποτε κι αν βλέπουμε στις τηλεοράσεις μας ή ακούμε να λέγεται. Γιατί δημιουργεί μια βαθύτερη σύνδεση, ουσιαστική· έναν νέο κόσμο, που δεν έχει πια να κάνει με τον πραγματικό κόσμο. Άλλωστε αν τον δεις αυτόν τον πραγματικό κόσμο, δεν είναι μόνο η Ελλάδα που έχει βρεθεί σε δίνη προβλημάτων: παραμένει ένας Τρελός Κόσμος (Crazy World) κι ας πέρασαν τόσα χρόνια από το 1991... 

Απέναντι λοιπόν σε κάτι τέτοιο, εμείς αντιπροτείνουμε την αξία της μουσικής. Η οποία δημιουργεί δεσμούς, σε βοηθάει να σταθείς στα δύσκολα και –ίσως– να φέρνει μαζί της και μια ελπίδα για καλύτερες μέρες.