Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσαμπρόπουλος Βασίλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσαμπρόπουλος Βασίλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

04 Νοεμβρίου 2023

Βασίλης Τσαμπρόπουλος & Νεκταρία Καραντζή - συνέντευξη (2013)


Μερικούς μήνες μετά την πασχαλινή παράσταση «Ώρες» (δείτε εδώ), ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος και η Νεκταρία Καραντζή αναπροσάρμοσαν την ίδια κεντρική ιδέα στη χριστουγεννιάτικη εποχή, παρουσιάζοντας τη συναυλία «Γένεσις» στο Gazarte, τον Δεκέμβριο του 2013.

Με αυτή την αφορμή, κάναμε τότε μια κουβέντα, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis –και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό για την τότε συναυλία


Τι περιεχόμενο θα έχουν οι συναυλίες που θα δώσετε στο Gazarte υπό τον τίτλο Γένεσις; Να τις φανταστούμε ως ένα χριστουγεννιάτικο ανάλογο του προγράμματος Ώρες, που είχατε παρουσιάσει κατά την πασχαλινή περίοδο;

Βασίλης Τσαμπρόπουλος: Η Γένεσις βασίζεται ασφαλώς στην κεντρική ιδέα των Ωρών, προσαρμοσμένη στο μουσικό περιεχόμενο των Χριστουγέννων. Θα υπάρξουν οι στιγμές που η Δύση διακριτά θα σταθεί απέναντι στην Ανατολή, αλλά και οι στιγμές που οι δύο κόσμοι θα ενώνονται στο ίδιο μέλος. 

Το πρόγραμμα θα κινηθεί από κλασικό ρεπερτόριο –κυρίως με Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ– έως βυζαντινούς ύμνους των Χριστουγέννων, με μια διαφορετική προσέγγιση. Θα περιέχει και στιγμές Γρηγοριανού μέλους και ελληνικών παραδοσιακών καλάντων και τραγουδιών, υπό τον ίδιο τρόπο προσέγγισης μέσα από το πιάνο, που αναδεικνύει μια εντελώς διαφορετική πτυχή τους. Επίσης, οι ψαλμοί του Δαυίδ, δικής μου σύνθεσης, οι οποίοι αποτελούν τη βάση και την ταυτότητα του συνδυασμού μας, θα έχουν την τιμητική τους.

Η συνεργασία σας θα αποκτήσει σύντομα και δισκογραφική υπόσταση, μέσω της ECM. Σε ποιον βαθμό το κοινό σας άλμπουμ θα απηχεί όσα θα έχουμε δει επί σκηνής το 2013; Και σε τι θα διαφοροποιείται από τις συναυλίες;

Β.Τ.: Με την ECM συνεργάζομαι από το 2000, έχοντας ήδη 6 επιτυχημένα άλμπουμ. Πρώτη φορά, ωστόσο, αισθάνομαι αυτό το «κάτι ιδιαίτερο» για το μέλλον του δίσκου μας που έρχεται. Όταν ηχογραφήσαμε το υλικό με τη Νεκταρία ήμουν σίγουρος για την απάντηση της ECM –και δεν διαψεύσθηκα... 

Ως προς το περιεχόμενο, έχουν διαφοροποιηθεί κάποιες ερμηνευτικές προσεγγίσεις μου σε κομμάτια που παρουσιάσαμε στις Ώρες, τα οποία και θα εμπεριέχονται. Μάλλον θα έλεγα ότι τηρήσαμε ένα γενικό ύφος μυστηρίου και κατάνυξης. Περιέχονται επίσης και μέλη που δεν περιλήφθησαν στις Ώρες του Μεγάρου. Ο δίσκος, λοιπόν, θα κυκλοφορήσει –πρώτα ο Θεός– λίγο πριν το Πάσχα του 2014. Θα έχει τον τίτλο Ores και θα παρουσιαστεί με μια μεγάλη συναυλία στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής, την ίδια περίοδο.

Είχα παρακολουθήσει τις Ώρες, έτυχε μάλιστα να κάθομαι δίπλα-δίπλα με τον Δημήτρη Βερύκιο, έναν από τους δασκάλους της Νεκταρίας Καραντζή. Στο διάλειμμα, μια κυρία ήρθε να τον χαιρετίσει και δειλά-δειλά τον ρώτησε «πώς σας φαίνεται»; «Είναι καλό», της απάντησε εκείνος, για να ανταπαντήσει αυτή «για να το λέτε εσείς... γιατί εμάς, να, μας φαίνεται λιγάκι παράξενο...». Έχετε συναντήσει κι εσείς τέτοιες αντιδράσεις; Και πώς τις χειρίζεστε;

Νεκταρία Καραντζή: Τώρα μάλλον θα σας εκπλήξω... Παρότι επί της ουσίας τον χαρακτηρισμό «παράξενο» τον θεωρώ καλή κριτική –γιατί, πράγματι, το άκουσμα αυτού του συνδυασμού είναι ανοίκειο, απρόβλεπτο και μη γνώριμο– οφείλω να σας αποκαλύψω κάτι. Περιγράφοντας το περιστατικό αυτό, το οποίο θυμάμαι πως προτάξατε και στην κριτική σας για το Avopolis, τότε μετά τη συναυλία μας (για την οποία σας ευχαριστούμε), μου είχατε θυμίσει έντονα έναν τύπο διαλόγου που έχω ξανακούσει...

Φαντάστηκα, έτσι, αμέσως για ποια κυρία επρόκειτο. Πρέπει λοιπόν να σας πληροφορήσω, επειδή το διασταύρωσα, ότι η κυρία αυτή ήταν η μητέρα μου! Η οποία, από τότε που ήμουν σε μικρή ηλικία, σεβόμενη πάντοτε τη γνώμη του κυρίου Βερύκιου, όχι μόνο τον ρωτούσε, αλλά τον «προκαλούσε» να απαντήσει σε ενδεχόμενες επιφυλάξεις για τις μουσικές επιλογές μου... 

Παρόμοιος διάλογος μεταξύ τους υπήρξε άλλωστε και την εποχή που ξεκίνησα να εμφανίζομαι πλάι στον Χρόνη Αηδονίδη, ρωτώντας μήπως είναι παράξενο από τις ψαλμωδίες να βρίσκομαι τώρα στη σκηνή και να λέω παραδοσιακά... Οπότε θα έλεγα μάλλον ότι πέσατε στην περίπτωση. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν τη μητέρα μου, η οποία, παρότι έχει ταχθεί υπέρ όλων των επιλογών μου, συνηθίζει πάντα να «εξετάζει ενδεχόμενα», ο αντίκτυπος που έχω εισπράξει εγώ προσωπικά από αυτήν τη συνεργασία είναι αντιδράσεις θερμής αποδοχής.

Πρόσφατα, μετά την παρόμοιου ύφους με τις Ώρες συναυλία μας μπροστά στον Ναό της Παναγίας της Τήνου, ενώπιον κατά κύριο λόγο εκκλησιαστικού κοινού –την οποία πραγματοποιήσαμε τον Αύγουστο, εγκαινιάζοντας το 1ο Φεστιβάλ Θρησκευτικής Μουσικής του Ρ\Σ της Εκκλησίας της Ελλάδος– συναντήσαμε τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Σύρου κ.κ. Δωρόθεο, ο οποίος μας είπε ότι έως σήμερα λαμβάνει ενθουσιώδη μηνύματα για τη συναυλία. Και αναφέρω ενδεικτικά το εν λόγω παράδειγμα, γιατί προέρχεται από τον επίσημο χώρο της Εκκλησίας, από τον οποίο ίσως θα ανέμενε κάποιος πιθανές επιφυλάξεις ή «ξάφνιασμα».

Από την άλλη, μπορώ να φανταστώ ότι πιθανώς έχουν υπάρξει ή θα υπάρξουν και οι γνώμες επιφύλαξης ή αντίθεσης σε αυτό που επιχειρήσαμε με τον Βασίλη. Αλίμονο αν γινόταν αποδεκτό από όλους. Κοινή αποδοχή δεν υπάρχει σε τίποτα. Μπορώ να λάβω υπόψη μου κάθε ενδεχόμενη επιφύλαξη. Η αφετηρία μου, όμως, θα παραμένει η πίστη μου στη δυναμική που αναγνωρίζω στο συγκεκριμένο μουσικό αποτέλεσμα και κυρίως στην αλήθεια του. Εδώ δεν παρατάσσουμε απλώς δύο κόσμους: δεν βάλαμε απλώς από τη μια τον Μπαχ και από την άλλη τον Ύμνο, κάτι που θα ήταν όχι απλώς προβλέψιμο, μα και το πλέον εύκολο. Εδώ ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος –γιατί στη μουσική ευφυΐα του αποδίδω το τελικό αποτέλεσμα– συνδυάζοντας τη βαθιά του γνώση στον χώρο της Δυτικής κλασικής μουσικής και της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής, δημιούργησε νέες συνθέσεις, οι οποίες εμπερικλείουν τα στοιχεία των δύο κόσμων.

Ο σύνδεσμος έτσι αυτών των κόσμων, για εμάς, δεν εξαντλήθηκε στη συνοδεία του "Η Απεγνωσμένη Δια Τον Βίον" ή των εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής από το πιάνο –έστω κι αν η λέξη «συνοδεία» ηχεί προσβλητική για τον τρόπο προσέγγισης του Τσαμπρόπουλου που, ενώ βασίζεται στη μελωδική γραμμή του κειμένου, εκτείνεται πέρα και πάνω από αυτήν, με την ανάσα νέας σύνθεσης. Για εμάς, το βασικότερο παράδειγμα του συνδυασμού είναι κυρίως οι συνθέσεις του Βασίλη στους Ψαλμούς του Δαυίδ. Εκεί είναι που συναντώ προσωπικά την αρμονία συνύπαρξης των μουσικών χρωμάτων. Εκεί που το βυζαντινό χρώμα προδίδεται ως ατμόσφαιρα χωρίς να αποτυπώνεται με κλασικό μοτίβο βυζαντινής γραφής και ταυτόχρονα το πιάνο αγγίζει την ιερότητα του ύμνου, με τα δικά του «Δυτικά» υλικά δείχνοντας τον «σεβασμό» του μέσα από απρόβλεπτες αρμονικές. Τα λοιπά, επί το έργον!

Β.Τ.: Να συμπληρώσω, επίσης, σε όσα πολύ εύστοχα είπε η Νεκταρία, ότι προσωπικά εξακολουθώ έως σήμερα να λαμβάνω μηνύματα με πραγματικά ιδιαίτερα θερμά λόγια για το αποτέλεσμα, ενώ μέσω αποσπασμάτων βίντεο που έχουμε αναρτήσει στο YouTube μας ρωτούν συχνά πότε θα υπάρξει ο δίσκος. Κάτι τέτοιο είναι για μένα η μεγαλύτερη ικανοποίηση: να τολμάς κάτι εντελώς νέο, να το πιστεύεις και στην πορεία να βρίσκεις συμμάχους και ανθρώπους οι οποίοι να αγαπούν και να πιστεύουν τις επιλογές σου, σχεδόν όπως εσύ ο ίδιος.

Κυρία Καραντζή, σας φάνηκε μεγάλη η απόσταση που χρειάστηκε να διανύσετε για να συναντηθείτε με τον Τσαμπρόπουλο, με δεδομένο ότι έχουμε συνηθίσει το πιάνο να συνοδεύει φωνές σπουδαγμένες στο κλασικό τραγούδι; Ή τελικά η απόσταση φαντάζει μεγάλη λόγω του ότι κατασκευάζουμε στη συνείδησή μας τη Δύση ως αντιθετικό στοιχείο της Ανατολής (όπου συνήθως συμπεριλαμβάνουμε και τη χώρα μας);

Ν.Κ.: Δεν αισθάνθηκα απόσταση, ούτε δυσκολία, αλλά νομίζω ότι αυτό το οφείλω στον Βασίλη Τσαμπρόπουλο. Ο οποίος είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Είναι μια μουσική ιδιοφυΐα. Παραγνωρισμένος στον τόπο που τον γέννησε και εμφανώς παραγκωνισμένος από τους κατέχοντες κομβικές θέσεις πολιτισμού –κανονικά, αν κάποιος στην Ελλάδα έπρεπε σίγουρα να βρίσκεται σε θέση αρμοδιοτήτων για τα μουσικά πράγματα, αυτός έπρεπε να είναι ο Τσαμπρόπουλος– αλλά αναγνωρισμένος στη διεθνή μουσική σκηνή, όπου δραστηριοποιείται συστηματικά τα περισσότερα χρόνια της καριέρας του.

Έχει την ικανότητα να κινείται με απίστευτη άνεση σε διαφορετικά είδη και να τα παρουσιάζει στο υψηλότατο επίπεδο. Έχοντας τη βαθιά γνώση της Βυζαντινής μουσικής, ήξερε όχι μόνο πώς να υπερβεί τις εγγενείς δυσκολίες συνάντησης των δύο κόσμων, αλλά και πώς να με βοηθήσει να σταθώ φωνητικά πλάι σε ένα πιάνο, κάτι το οποίο δεν είχα επιχειρήσει ποτέ μου. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν στάθηκα ποτέ απλώς πλάι σε ένα πιάνο, αλλά σε έναν οικείο μου κόσμο.

Στην προσέγγιση του Τσαμπρόπουλου, Δύση και Ανατολή δεν συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται απλώς αρμονικά, μα συνταιριάζουν και συμβιώνουν σαν δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, οι φύσεις των οποίων ζυμώνονται και συγχρωτίζονται μετά από χρόνια συμβίωσης.

Η απόσταση Δύσης και Ανατολής ασφαλώς και υπάρχει μουσικά. Όπως άλλωστε και ο κανόνας ότι τα ετερώνυμα έλκονται. Γι' αυτό, όταν η Δύση συναντά επί της ουσίας την Ανατολή, η χημεία είναι απρόβλεπτη.

Έχω ακούσει, κύριε Τσαμπρόπουλε, ότι το πιάνο αδυνατεί να αποδώσει τα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής, εσείς όμως το πετύχατε και έχετε μάλιστα και στο παρελθόν καταθέσει έναν δίσκο (Akroasis, 2003) που σημείωσε αν δεν κάνω λάθος σημαντική επιτυχία διεθνώς. Σας βοήθησε αυτή η εμπειρία, όταν ξεκινήσατε να συνεργάζεστε με τη Νεκταρία Καραντζή;

Β.Τ.: Το πιάνο, από τη φύση του, ως συγκερασμένο όργανο, δεν μπορεί να αποδώσει τα ασυγκέραστα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής. Αυτό ήταν μια δυσκολία που αναμφισβήτητα κλήθηκα να υπερβώ όταν ξεκίνησα το εγχείρημα. Ωστόσο δεν χρειάστηκε κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, γιατί ο ήχος του Akroasis προέκυψε εντελώς αβίαστα. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηχογράφηση που ακούτε έγινε μία κι έξω, χωρίς ούτε μια διόρθωση και μέσα σε μία μέρα. Προσπάθησα να μην μεταφέρω απλώς τη μελωδική γραμμή των ύμνων στο πιάνο, αλλά κυρίως να αποδώσω την ατμόσφαιρά τους. Καθώς δεν στάθηκε δυνατόν να αποδώσω στα πλήκτρα τα μικροδιαστήματα των βυζαντινών ήχων, επιχείρησα να δημιουργήσω τον χώρο ώστε να αναδειχθεί και να ανασάνει το ηχόχρωμά τους με έναν διαφορετικό τρόπο.

Ασφαλώς το Akroasis, το οποίο έγινε πράγματι αποδέκτης διθυραμβικών κριτικών διεθνώς, αποτέλεσε την πρώτη φάση αυτού του εγχειρήματος που πιστεύω ότι τώρα κορυφώνεται και ολοκληρώνεται ιδανικά με τη φωνή της Νεκταρίας.

Η Νεκταρία Καραντζή είναι ένας εντυπωσιακά πολυτάλαντος άνθρωπος, με βαθιά γνώση της Βυζαντινής μουσικής, με ξεχωριστό κριτήριο και αισθητική και με ιδιαίτερο χρώμα και ύφος, που για εμένα την καθιστά «σχολή» στο είδος της, από μόνη της. Όταν άκουσα τους ψαλμούς που έγραψα από τη φωνή της, ένιωσα ότι το έργο το οποίο ξεκίνησα σε σχέση με τη Βυζαντινή μουσική ήρθε η ώρα να ενσαρκωθεί με τον ιδανικότερο τρόπο. Η φωνή της ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής και γνωρίζει πώς να κρατά το μέτρο στο άκουσμα.

Τη συνεργασία μου μαζί της τη νιώθω, έτσι, σαν ένα παράθυρο προς έναν νέο μουσικό κόσμο, που μόλις εγκαινιάστηκε. Και μπορώ να αισθανθώ ότι θα πάει μακριά...

Ανήκετε σε έναν χώρο, της κλασικής, που έχει συνδυαστεί –και επαγγελματικά, αλλά και στη συνείδηση μεγάλου μέρους του κοινού– με την εξειδίκευση. Ωστόσο δεν διστάζετε να επιδεικνύετε μια σαφώς πιο πολύπλευρη αντιμετώπιση της μουσικής τέχνης. Φαντάζομαι ότι δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα και ότι θα χρειάστηκε, στην πορεία, να υπερνικήσετε διάφορα διλήμματα...

Β.Τ.: Είναι αλήθεια ότι στον χώρο της κλασικής η εξειδίκευση είναι, ως έναν βαθμό, απαραίτητη. Όταν ακολουθείς έναν τέτοιον δρόμο, πάντα έρχεται η στιγμή που καλείσαι να επιλέξεις τη συνέχεια. Παρότι βρέθηκα σε αυτό το σταυροδρόμι και πολλοί πίστεψαν ότι θα επέλεγα την εξειδίκευση του κλασικού ρεπερτορίου, τελικά αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσα να αγνοήσω ό,τι δίνει χαρά στην ψυχή μου.

Καλώς ή κακώς, νιώθω πριν από όλα μουσικός και όχι αθλητής. Η εξειδίκευση, οι διαγωνισμοί και η καριέρα κλασικού ρεπερτορίου με τους όρους που τίθεται σήμερα, αλλά και εδώ και πολλά χρόνια, αποκλίνει από τη φύση μου. Παραμένω στον χώρο του κλασικού ρεπερτορίου. Δεν έχω φύγει. Αλλά με τον τρόπο μου. Προτιμώ αυτό που κάνω σήμερα, το οποίο έχει ίσως μια μεγαλύτερη και πιο ιδιάζουσα δυσκολία. Πριν λίγες εβδομάδες, για παράδειγμα, παρουσίασα ένα ρεσιτάλ με έργα Σεργκέι Ραχμάνινοφ στο Μέγαρο. Σήμερα προετοιμάζομαι για τη Γένεσι. Πρόσφατα, επίσης, κυκλοφόρησε καινούρια μουσική μου, με τον τίτλο You. Τρία εντελώς διαφορετικά γεγονότα, τα οποία ισορροπούν, ωστόσο, στην ψυχή μου.

Δεν αποσπώμαι σε άπειρο χώρο, πάντως. Προσπαθώ να κινούμαι, στον καλύτερο βαθμό που μπορώ, μεταξύ της σύνθεσης –που με αναζωογονεί– του κλασικού ρεπερτορίου (με προτίμηση στον Ραχμάνινοφ), της Βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, του αυτοσχεδιασμού και ασφαλώς της διεύθυνσης ορχήστρας. Κάποιοι, βέβαια, έχουν δημιουργήσει προσχώματα και εμπόδια για την εξακολούθηση της πορείας μου ως μαέστρου, με όποιον τρόπο μπορούν, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είχαν μεγάλη επιτυχία οι συναυλίες μας με τη Συμφωνική της ΕΡΤ, υπό τη διεύθυνσή μου. 

Ωστόσο, αν και δεν ανήκω σε κάποιο λόμπι, ούτε επικαλούμαι στημένες βραβεύσεις στο βιογραφικό μου –ούτε επίσης στηρίζομαι από κάποια εφοπλιστική ή επιχειρηματική οικογένεια– θα εξακολουθώ να είμαι εδώ και να συνεχίζω να αγωνίζομαι, όπως έκανα πάντα. Κανείς ποτέ δεν με προώθησε σε τίποτα. Ούτε καν οι γονείς μου, οι οποίοι δεν είχαν οι άνθρωποι τη δυνατότητα. Ό,τι πέτυχα έγινε με τη βοήθεια του Θεού και τις δικές μου δυνάμεις. Ως προς αυτό, νιώθω λοιπόν μακράν πιο δυνατός και ασφαλής από κάθε αλεξιπτωτιστή και κατέχοντα θέση μετά από ανταλλάγματα, προσκυνήματα και πλάτες.

Τι περιθώρια αφήνετε στη ζωή σας για το θρησκευτικό συναίσθημα; Τι μεταπτώσεις έχετε βιώσει σε αυτές σας τις αναζητήσεις και πόσο σας έχουν εμπνεύσει στη μέχρι τώρα δημιουργική σας πορεία; 

Β.Τ.: Ο Θεός υπήρχε και υπάρχει στη ζωή μου. Χωρίς μεταπτώσεις πίστης, παρά μόνο με τις μεταπτώσεις της Αγάπης... Ασφαλώς εμπνέομαι από το θρησκευτικό συναίσθημα και τον τελευταίο χρόνο, ακόμα περισσότερο.

Γνωρίζω ότι έχετε διατελέσει και ψάλτης, αλλά μόλις πρόσφατα αποτολμήσατε να δημοσιεύσετε μια ηχογράφηση με τη φωνή σας ("Ιδιόμελο Μεγάλου Βασιλείου"), στο CD Ύμνοι Και Κάλαντα της Νεκταρίας Καραντζή. Ήταν κάτι που το κάνατε έτσι για μία φορά, ή θα πρέπει να το θεωρήσουμε ως αφετηρία μελλοντικών εκπλήξεων;

Β.Τ.: Η αλήθεια είναι ότι γι' αυτήν την ηχογράφηση με έπεισε η Νεκταρία... Παρότι ψάλλω από μικρός κι έχω υπάρξει σε αναλόγια εκκλησιών, δεν είχα ηχογραφήσει, μέχρι τότε, ποτέ μου ύμνο. Πολλές μελλοντικές εκπλήξεις μην περιμένετε... Κάποια στιγμή, όμως, ίσως ηχογραφήσω για μένα μια σειρά από αγαπημένους μου ύμνους, τους οποίους δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν θα τους κυκλοφορήσω...

Κυρία Καραντζή, κατά μία έννοια, θεωρώ ότι ίσως πραγματοποιείτε μεγαλύτερη υπέρβαση από τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο συνεργαζόμενη μαζί του. Γιατί είναι κυρίως στο δικό σας πεδίο δράσης όπου ανθούν απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί για «φραγκολεβαντίνικες» παραδόσεις και εντοπίζεται μια γενικότερη άρνηση για ό,τι θρησκευτικό προέρχεται από τη Δύση –κατά περιστάσεις, ακόμα και για τον Μπαχ. Είναι έτσι τα πράγματα ή πρόκειται για μια παλαιική αντίληψη, που δεν ανταποκρίνεται στη νυν πραγματικότητα;

Ν.Κ.: Νομίζω ότι περιγράφετε ένα σημαντικό κομμάτι της πραγματικότητας. Μακάρι να επρόκειτο για παλαιική αντίληψη, αλλά στον κόσμο που ασχολείται με την παράδοση δεν είναι. Το ελπιδοφόρο, τουλάχιστον, είναι το γεγονός ότι αυτές οι αντιλήψεις έχουν εγκαταλειφθεί εν πολλοίς από τη νεότερη γενιά και ειδικά από εκείνη που έχει περάσει από μουσικά σχολεία και μουσικά πανεπιστήμια.

Όταν αρχίζεις να μαθαίνεις τη μουσική ως τέχνη, με κανόνες και όρια τα οποία η ίδια θέτει και σε καλεί να τα κατακτήσεις, τότε αρχίζεις να αντιμετωπίζεις αλλιώς τα πράγματα. Τότε εκπαιδεύεσαι στην πραγματική ελευθερία της. Γιατί από τους περιορισμούς γεννιέται η Τέχνη, από τις πολλές ελευθερίες πεθαίνει. Στη Δυτική μουσική τα όρια αυτά τίθενται εξ αρχής, από την πρώτη μέρα στο ωδείο. Στην παραδοσιακή είναι επόμενο να μην τίθενται, γιατί η συγκεκριμένη μουσική δεν έγινε ποτέ χώρος αξιώσεων: λειτούργησε ως αυθόρμητη φυσική έκφραση των ανθρώπων και ως τέτοια διασώθηκε, διατηρώντας την αγνότητα, αλλά και την ανωνυμία του λαϊκού ποιητή. Σε αντίθεση με τη Δυτική μουσική, η οποία άρχισε από πολύ νωρίς να εξελίσσεται και να δομείται σε φόρμες, να θέτει όρια κατάκτησης και να αναδεικνύει συνθέτες.

Ίσως αυτή η φαινομενική «ευκολία» του χώρου της  παράδοσης τροφοδοτεί αντιδράσεις όπως εκείνες που περιγράφετε. Όταν δεν έχεις περάσει από την ασκητική της μουσικής, εύκολα υποτιμάς και απαξιώνεις ό,τι σου φαίνεται ανοίκειο.

Έχετε καταφέρει το απίθανο, πάντως: είστε σχολή από μόνη σας, όπως είπε πιο πάνω και ο κ. Τσαμπρόπουλος –μια αναγνωρισμένη και αγαπητή στο κοινό ψάλτρια, σε έναν αυστηρά ανδροκρατούμενο χώρο. Ωστόσο δεν αποτελείτε μοναδική περίπτωση, αν κάποιος δει τα πράγματα εκτός δισκογραφίας. Βρίσκουν περισσότερη ενθάρρυνση σήμερα οι γυναίκες να καταπιαστούν με την ψαλτική; Και σε τι βαθμό συνεισέφερε η δική σας επιτυχία σε αυτό;

Ν.Κ.: Ασφαλώς και δεν είμαι η μόνη, γι' αυτό άλλωστε έχει ιδρυθεί ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ψαλτριών», όπου έχω την τιμή να είμαι επίτιμη πρόεδρος, με Πρόεδρο την κα. Γλυκερία Μπεκιάρη. Ο Σύνδεσμος αριθμεί πολλές ψάλτριες, οι οποίες δραστηριοποιούνται ενεργά σε αναλογία, σε όλη την Ελλάδα.

Έχουν αλλάξει σήμερα τα πράγματα, σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια, ως προς την παρουσία των γυναικών στο ψαλτήρι. Γίνονται, ως επί το πλείστον, αποδεκτές στη θέση του ιεροψάλτη, από κλήρο και λαό, παρά τις απαγορευτικές ερμηνείες Ιερών Κανόνων, όσων προτάσσονταν τα παλαιότερα χρόνια. Παραμένουν ασφαλώς τα προβλήματα της διαφορετικής τονικότητας όταν συμψάλλουν άνδρας και γυναίκα, ωστόσο με λίγη καλή συνεννόηση όλα λύνονται...

Αναμφισβήτητα, η ύπαρξη κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι καταφέρνουν να προβάλλουν εντονότερα και σε δημόσιο επίπεδο αυτό που αγαπούν και επιλέγουν, βοηθά και επηρεάζει κι άλλους να συνομολογήσουν. Γιατί για εμένα περί ομολογίας πρόκειται. Την ευλογία για να ανέβω στο ψαλτήρι –από κοριτσάκι ακόμα– την έλαβα από τον προσφάτως αγιοποιηθέντα Όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβήτη, ο οποίος επιθυμούσε γυναικείες φωνές στα ψαλτήρια. Και για εμένα αυτή η ευλογία ενός Αγίου ισοδυναμεί επί της ουσίας με ερμηνεία Ιερού Κανόνα.

Την ίδια στιγμή, το ταλέντο σας έχει λάμψει και στον χώρο του παραδοσιακού τραγουδιού –έχετε μάλιστα τοποθετηθεί και θεωρητικά, με ένα ενδιαφέρον άρθρο σας στο Ψαλτήρι, πριν 4 περίπου χρόνια, γύρω από τις ομοιότητες και τις διαφορές βυζαντινού μέλους και δημοτικού τραγουδιού. Ενώ όμως το πρώτο έχει την ασφάλεια της εκκλησίας, το δεύτερο καλείται σήμερα να επιβιώσει σε έναν κόσμο ιδιαίτερα αφιλόξενο, ενδεχομένως και να αλλάξει, μετέχοντας σε ό,τι ονομάζεται «world music». Θα τα καταφέρει, κατά τη γνώμη σας; 

Ν.Κ.: Κατ' αρχάς, σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια! Την επαφή μου και τη γνώση μου για την παραδοσιακή μουσική την οφείλω εξ ολοκλήρου στον Χρόνη Αηδονίδη, ο οποίος συνηθίζει να λέει ότι «δύσκολα η ελληνική παράδοση μπορεί να χαθεί. Έχει ήδη περάσει κατά καιρούς δια πυρός και σιδήρου και παρέμεινε άθικτη». Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ. Η παραδοσιακή μουσική, όπως και η Βυζαντινή, διαθέτει εγγενείς άμυνες. Έχει ήδη υπερβεί τις δυσκολίες της προφορικής διάσωσης κι έχει εισέλθει στον κόσμο της τεχνολογίας, όπου μπορεί να καταγραφεί, εξασφαλίζοντας την πιστότητά της, που κάποτε υπήρξε ζητούμενο.

Ως προς το πώς μπορεί να εκφραστεί και να διαδίδεται στον σύγχρονο κόσμο, αυτό είναι σίγουρα ένα διαφορετικό και πιο ουσιώδες θέμα. Πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για βίωμα παράδοσης. Σήμερα, ακόμα και το πολύ σημαντικό έργο των πολιτιστικών παραδοσιακών συλλόγων, όσων παρουσιάζουν ζωντανά τα χορευτικά συγκροτήματα με τις παραδοσιακές στολές και με παραδοσιακές ορχήστρες, αποσκοπεί επί της ουσίας περισσότερο στο να διαδώσει την ιστορική μνήμη κι ένα πατριωτικό συναίσθημα που ασθμαίνει, παρά να αναβιώσει μια κατάσταση. Τελικά, μόνο ως τέτοιος μπορεί να σταθεί ο ρόλος της αυθεντικής παράδοσης: ως σημείο αναφοράς και συνεχούς εκκίνησης για νέους δρόμους.

Λέμε συχνά, βέβαια, ότι η παράδοση δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι μουσειακό είδος. Ωστόσο σε μια κοινωνία στην οποία τα μουσεία και η ιστορική μνήμη θα είχαν πραγματικά τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να επιτελέσουν στην ψυχή και στη συνείδηση καθενός μας προσωπικά, τότε θα ήταν ζητούμενο η παράδοση να μπορεί να λειτουργεί ως μουσειακό είδος. Να μπορεί δηλαδή να «μιλά» σιωπηλή, χωρίς προλόγους και επεξηγήσεις και να αποκτήσει κάποιον χρηστικό ρόλο στη ζωή μας χωρίς ψυχαναγκασμό: να «εκτίθεται», αποκαλύπτοντας έναν ολόκληρο δεσμό αιώνων μεταξύ των ανθρώπων και να μπορούμε ως ακροατές να προτιμάμε να την ακούμε ευλαβικά, αντί να προσπαθούμε να αναβιώσουμε πανηγύρια ή έθιμά της με τα οποία κανένα βίωμα πλέον δεν μας συνδέει. Μας συνδέει όμως η ουσία τους κι αν είναι κάπου να εμμείνουμε, θα προτιμούσα εκεί.

Όσο για τη world μουσική, δεν τη θεωρώ ως κίνδυνο ή απειλή για το μέλλον της παράδοσης. Η παράδοση είναι το παρελθόν. Έχει εξασφαλίσει λοιπόν το μέλλον της. Δεν προβάλλεται ως νέο είδος, ανταγωνιστικό. Αποτελεί την πηγή από όπου αντλούν κατά καιρούς οι μουσικοί στοιχεία για να πειραματίζονται σε νέες τάσεις. Δεν το θεωρώ καθόλου κακό, ειδικά μάλιστα αν συνοδεύεται από γνώση και αισθητική, γιατί αρκετές απόπειρες δημιουργίας ενός καινούριου ήχου βασισμένου στην παράδοση ισορροπούν μεταξύ του άκομψου και του προβλέψιμου –τουλάχιστον για τη δική μου αισθητική.

Ζούμε στον πυρετό της λίστας στα μουσικά περιοδικά, λογομαχώντας για και ψηφίζοντας (όπως και κάθε Δεκέμβρη) «τα καλύτερα άλμπουμ» της χρονιάς που φεύγει. Θα μας ενδιέφερε λοιπόν πολύ να μάθουμε για τις δικές σας προτιμήσεις από τη «σοδειά» του 2013...

Ν.Κ.: Χωρίς δεύτερη σκέψη, το You του Βασίλη Τσαμπρόπουλου, με συνθέσεις του, το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες από την Utopia. Είναι ένας δίσκος που έζησα σχεδόν από κοντά τη σύνθεσή του και τον έχω συνδυάσει με πολλά και σημαντικά γεγονότα της ζωής μου...

Β.Τ.: Σίγουρα θα ξεχώριζα το δισκογραφικό αφιέρωμα της Decca στον μέντορά μου, Vladimir Ashkenazy, το οποίο εκδόθηκε με ευκαιρία συμπλήρωσης 50 χρόνων συνεργασίας του με την εταιρεία. Πιστεύω ότι, για έναν τόσο σπουδαίο πιανίστα, αποτελεί το επισφράγισμα μιας αξιοζήλευτης, πολύχρονης, παγκόσμιας καριέρας.



17 Νοεμβρίου 2022

Βασίλης Τσαμπρόπουλος & Νεκταρία Καραντζή: «Ώρες» - ανταπόκριση (2013)


Απρίλιος 2013, Μεγάλη Εβδομάδα εκείνων των βαριών και «μαύρων» χρόνων. Στο πλαίσιο των Πασχαλινών συναυλιών της περιόδου βρέθηκα στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής. 

Παρά τρίχα sold-out η βραδιά «Ώρες» του Βασίλη Τσαμπρόπουλου και της Νεκταρίας Καραντζή. Αλλά όχι συνηθισμένο το «μενού» της. Κάπου μεταξύ Δύσης και Ανατολής, κεντροευρωπαϊσμού και Ορθοδοξίας, ξένισε ορισμένους στο κοινό, κέρδισε όμως το χειροκρότημα στο φινάλε, υπερβαίνοντας σκοπέλους και αγκυλώσεις.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν για τις ανάγκες της δημοσίευσης και ανήκουν στον Γιάννη Φαλκώνη


(κρυφακούγοντας διάλογο στο διάλειμμα της συναυλίας) 
- Πώς σας φαίνεται; 
- Είναι καλό
- Για να το λέτε εσείς... Γιατί εμάς να, μας φαίνεται λιγάκι παράξενο...

Ναι, ήταν πράγματι λιγάκι παράξενο. Και ήταν και δύσκολο ό,τι αποτόλμησαν το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος με τη Νεκταρία Καραντζή στο Μέγαρο Μουσικής. Ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη πως η αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» είχε γεμίσει από ανθρώπους που ήξεραν τι ήρθαν να παρακολουθήσουν (ήταν παρά τρίχα sold-out η συναυλία) και είχαν, έτσι, τις αμφιβολίες τους. Δίπλα μου, ας πούμε, καθόταν γνωστός καθηγητής βυζαντινής μουσικής, με συγγραφικό έργο. 

Το θεωρώ επιτυχία, λοιπόν, που στο τέλος το χειροκρότημα ήρθε σύσσωμο και ζεστό, «υποχρεώνοντας» τους δύο πρωταγωνιστές σε encore. Τους άξιζε, ακόμα κι αν προσωπικά κρίνω πως δεν τους βγήκαν όλα όσα αποτόλμησαν.  Ο Τσαμπρόπουλος και η Καραντζή διαθέτουν διακρίσεις τις οποίες δεν αντέχει συνήθως η Ελλάδα –και ακαδημαϊκές και καλλιτεχνικές. Ο ένας ριζωμένος στη Δύση, η άλλη στην Ανατολή, έβαλαν κάτω τη μέχρι τώρα εμπειρία τους και προσπάθησαν να ανιχνεύσουν διασυνδέσεις, εκκινώντας έναν διάλογο μεταξύ της κεντροευρωπαϊκής παρακαταθήκης του κλαβιέ και της φωνητικής παράδοσης της Ορθόδοξης ψαλμωδίας. Πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό.

Θα διαφωνήσω ωστόσο με την επιλογή να συμπεριληφθούν στο set έργα από την προσωπική διαδρομή του Τσαμπρόπουλου. Μπορεί να απόλαυσα το εκτελεστικό του πάθος (και βέβαια τη δεξιοτεχνία του), όμως τέτοιες στιγμές διέσπασαν τελικά –κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον– την ενότητα που έχτιζαν οι καταπληκτικές διασκευές του στο θρησκευτικό υλικό. Για παράδειγμα, δεν ταίριαξε ο κυπριακός "Θρήνος Της Παναγίας" μετά τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ενώ τα πρελούδια και οι φούγκες του τελευταίου μάλλον κατέστρεψαν το κλίμα που είχε δημιουργήσει η έναρξη της βραδιάς, όταν το πιάνο του Τσαμπρόπουλου σιγόνταρε εξαίσια την Καραντζή στην πιο πλήρη και συγκινητική απόδοση του "Τρισάγιου Ύμνου" που έχω προσωπικά ακούσει. Επίσης, σε στιγμές σαν κι αυτές η ερμηνεύτρια έπρεπε να αφήνει τη σκηνή, με αποτέλεσμα αρκετά πήγαινε-έλα, άσκοπα και αποπροσανατολιστικά. 

Θα διαφωνήσω, επίσης, με τις ενδυματολογικές επιλογές της Καραντζή –τονίζοντας ωστόσο ότι έδειχνε όμορφη στο λευκό φόρεμα του πρώτου μέρους (το μαύρο του δεύτερου, με τα λευκά τριαντάφυλλα στο ύψος των ώμων, το βρήκα μεγαλίστικο). Κατανοώ ότι ο κώδικας του Μεγάρου και το γενικότερο πνεύμα ενός καθώς πρέπει συντηρητισμού που απέπνεε η περίσταση επέβαλλαν ίσως μια λουσάτη εμφάνιση. Βρήκα όμως τα δύο φορέματα του οίκου υψηλής ραπτικής Λάσκαρη ασύμβατα, αντιφατικά με τον ρόλο της Καραντζή ως πρέσβειρας μιας έκφρασης που έλαμψε ιστορικά αποφεύγοντας το περιττό και το βερμπαλιστικό. Όπως βέβαια και με την επιδιωκόμενη κατάνυξη της Μεγάλης Δευτέρας.  

Πάντως η ουσία της βραδιάς βρισκόταν αλλού και αποτελεί λάθος να εμμείνει κανείς σε παρατηρήσεις σαν τις παραπάνω. Από την πλευρά του Τσαμπρόπουλου, εντοπιζόταν στον τρόπο που «διάβασε» τον "Τρισάγιο Ύμνο", το "Ιδού Ο Νυμφίος", τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής ή τους τρεις ψαλμούς του Δαβίδ τους οποίους ακούσαμε ("Κύριος Φωτισμός Μου", "Ο Θεός, Ο Θεός Μου Προς Σε Ορθρίζω", "Κύριος Ποιμένει Με"), γεφυρώνοντας Δύση και Ανατολή υπό την αιγίδα της ευλάβειας. Ή, επίσης, στον τρόπο που συνταίριαξε το πιάνο του με τα φωνητικά της Καραντζή, προτιμώντας τη διακριτικότητα και την καίρια λιτότητα, στέκοντας μακριά από οποιαδήποτε έννοια πληθωρικής βιρτουοζιτέ, που εύκολα θα μπορούσε να «καπελώσει» ένα τέτοιο εγχείρημα. 

Από την πλευρά της Καραντζή, πάλι, η ουσία στοιχειοθετήθηκε από το πώς στάθηκε πλάι στον συνοδό της. Ακόμα κι αν ορισμένες φορές ο τρόπος με τον οποίον τραγουδούσε πλησίαζε επικίνδυνα κοντά στην Ελευθερία Αρβανιτάκη, βρήκε ένα επιτυχές μεσοδιάστημα μεταξύ λόγιας Δύσης, ανατολικής ψαλτικής και εγχώριου εντέχνου. Τρόπο που, ας σημειωθεί, έχει ωριμάσει συγκριτικά με τα όσα ακούσαμε δισκογραφικά στο Άφραστον Θαύμα (2010), καθώς ό,τι έλειπε τότε σε τόλμη και άνεση είχε τώρα μεταφραστεί σε χάρη, ευγένεια και αδιαπραγμάτευτη θηλυκή αβρότητα. Δεν ξέρω κατά πόσο οι πιουρίστες αποδέχονται ότι κάτι τέτοιο συνιστά όντως ψαλτική τέχνη –δεν ξέρω μάλιστα αν κι εγώ το βλέπω έτσι, για να είμαι ειλικρινής. Αλλά δεν μπορώ να μη σημειώσω ότι η Καραντζή τραγούδησε όμορφα, συγκινητικά και σε πλήρη σύμπνοια με τη ματιά του Τσαμπρόπουλου. 

Έφυγα από το Μέγαρο αληθινά ικανοποιημένος. Περπατώντας προς το σπίτι, στην πρώτη αληθινά ζεστή βραδιά στην Αθήνα, σκέφτηκα ότι είναι κέρδος να υπάρχουν άνθρωποι με ταλέντο πρόθυμοι να δουν την παράδοσή μας πέρα από τις γνωστές κοντόφθαλμες λογικές· ακόμα κι αν δεν συμφωνείς απόλυτα με το πώς βλέπουν τον παράγοντα «ανανέωση». Θα ήθελα λοιπόν να δω αυτό το επί σκηνής πείραμα του Τσαμπρόπουλου και της Καραντζή να αποκτά και δισκογραφική υπόσταση, όταν το επιτρέψουν οι καιροί και οι διακριτές τους υποχρεώσεις.