Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαυροειδή Μάρθα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαυροειδή Μάρθα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17 Οκτωβρίου 2023

Στάθης Κουκουλάρης - ανταπόκριση (2013)


Σεπτέμβριος 2013, 10 χρόνια πριν να γραφτούν οι παρούσες γραμμές. Το ήξερα από 'δω κι από 'κει το όνομα του Στάθη Κουκουλάρη, όπως βέβαια και τη φήμη του, ως Ναξιώτη βιολιστή πρώτου μεγέθους για τα παραδοσιακά πράγματα των Κυκλάδων. 

Τίποτα, όμως, δεν με είχε προετοιμάσει για τα όσα θα έβλεπα και κυρίως θα άκουγα στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων «Φοίβος Ανωγειανάκης», όπου έμεινα –κυριολεκτικά– με το στόμα ανοιχτό.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε στο Avopolis, με το κείμενο να αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και παραχωρήθηκαν από τους συντελεστές για τις ανάγκες του δημοσιεύματος. Στην κεντρική, δίπλα στον Στάθη Κουκουλάρη εικονίζεται η Μάρθα Μαυροειδή


Θα σας πω την αλήθεια. Στο τρίτο κιόλας κομμάτι της βραδιάς αναζητούσα το σαγόνι μου, το οποίο είχε φύγει προς τα κάτω. Από θαυμασμό, από απόλαυση, από μέθεξη, από πώρωση –βάλτε ό,τι λέξη αγαπάτε, μέσα θα 'στε. Κι αν ήταν δύσκολο να εκφραστούν όλα αυτά από τις καρέκλες όπου ήμασταν καθισμένοι στον κατάμεστο κήπο του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων στην Πλάκα, βρήκαμε τον τρόπο να τα δείξουμε στον Στάθη Κουκουλάρη και στους υπέροχους συνοδούς του: δημιουργώντας μικρούς χαμούς, φωνάζοντας, χειροκροτώντας. 

Ο Ναξιώτης βιολιστής βγήκε στη σκηνή εν μέσω όχι μόνο επευφημιών, αλλά και ευχών για την ονομαστική του εορτή. Ψέλλισε ένα «ευχαριστώ» και ήταν η μόνη κουβέντα την οποία θα μας απηύθυνε. Ανέκφραστος, αγέλαστος και με το βλέμμα στυλωμένο κάπου ψηλά, είχε μυαλό μόνο για το βιολί του. Όχι από στριμάδα –μετά το τέλος της συναυλίας τον είδα καθισμένο να χαμογελά πλατιά. Προφανώς δεν έχει μάθει στο αλισβερίσι με το κοινό, δεν είναι αυτό που λέμε «επικοινωνιακός»: ο άνθρωπος τα λέει όλα με το όργανό του και πραγματικά δεν χρειάζεται να προσθέσει κουβέντα παραπάνω. 

Τις όποιες ανάγκες επικοινωνίας ανέλαβε λοιπόν η γλυκιά Μάρθα Μαυροειδή (φωνή/πολίτικο λαούτο), η οποία μας πληροφόρησε και για τις αλλαγές στη σύνθεση της κομπανίας: ο γιος του Κουκουλάρη, ο Βαγγέλης, δεν μπόρεσε να παραστεί, όπως ήταν προγραμματισμένο· τη θέση του στο λαούτο πήραν έτσι δύο Παριανοί, ο Σπύρος Μπάλλιος και ο Νίκος Παπαδάκης. Παριανός ήταν επίσης ο κοντραμπασίστας Γιώργος Βεντουρής, ενώ τη μπάντα συμπλήρωνε ο Βαγγέλης Καρίπης στα κρουστά. Όλοι τους θαυμάσιοι μουσικοί. 

Η συναυλία, τώρα, είχε στηθεί με τη λογική της φιλοξενίας ενός ευρύτερου ρεπερτορίου υπό τη σκέπη του κυκλαδίτικου στιλ. Δημιουργήθηκε έτσι ένας «χώρος» από τη Σκύρο ως το Αϊβαλί, με κομβικούς σταθμούς τη Νάξο και τα Δωδεκάνησα και με την παλιά Κωνσταντινούπολη να κάνει κι εκείνη τις περαντζάδες της. Η προσέγγιση αποδείχθηκε λειτουργική, κάτι αναμενόμενο αν σκεφτεί κανείς πως είναι και ιστορικά ακριβής: το κυκλαδίτικο ύφος, όπως το γνωρίζουμε, έχει ζυμωθεί με σημαντικά μικρασιατικά δάνεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από όσα ακούσαμε την Παρασκευή, το "Θα Πάρω Βόλτα Τα Βουνά". Τραγούδι που ναι μεν έχει συνυφανθεί με τις Κυκλάδες, προέρχεται όμως από ένα κοινό μικρασιατικό ρεπερτόριο, το οποίο δείχνει να πέρασε στα κυκλαδονήσια στα χρόνια του Μιχάλη Κονιτόπουλου –συμπατριώτη του Κουκουλάρη, από τον Κινίδαρο της Νάξου. 

Άλλες επιλογές οι οποίες (επ)έμειναν να ηχούν στ' αυτιά μου και αρκετά μετά το πέρας της συναυλίας ήταν ο "Σκοπός Της Νύφης", το σκυριανό τραγούδι με τους στίχους «μάθανε την αγάπη μας κι όσο μπορείς φυλάγου», το πάντα αγαπητό στο κοινό "Αμοργιανό Μου Πέραμα" και ο "Μπαρμπα-Γιαννακάκης". Η Μάρθα Μαυροειδή στάθηκε σε εξαιρετικό ύψος ερμηνευτικά, παρότι νομίζω ότι η προσέγγισή της βασίστηκε περισσότερο στο μικρασιατικό ύφος, παρά στο κυκλαδίτικο. Όπως και να έχει, πάντως, δεν υπήρξε τραγούδι που να μην το είπε ωραία. 

Από τους μουσικούς θαύμασα για ακόμα μία φορά τον Βαγγέλη Καρίπη και τη μαστοριά του στα κρουστά, ενώ απόλαυσα τον Σπύρο Μπάλλιο, που λαουτάριζε φανερά εκστασιασμένος με τα όσα ποιούσε ο Κουκουλάρης. Ο οποίος και αποτυπώθηκε, βέβαια, ως μεγάλος πρωταγωνιστής και «ψυχή» της κομπανίας: πότε με δοξαριές, πότε με δαχτυλιές, πότε συνοδεύοντας και πότε σε οργανικά σόλο, στάθηκε σε κάθε περίσταση ένας φανταστικός βιολιστής, ικανός να παρασύρει/συγκινήσει με τους χρωματισμούς του παιξίματός του. 

Ήταν, συμπερασματικά, μια ουσιωδώς παραδοσιακή συναυλία, πραγματοποιημένη σε έναν πανέμορφο χώρο: ο κήπος του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων είναι από τους ωραιότερους στην πρωτεύουσα για μικρές, ανοιχτές συναυλίες. Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν κάτι από το πνεύμα «μ' αγιόκλημα και γιασεμιά», όπως το εννοούσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, το οποίο –σε συνδυασμό με την απόδοση του Κουκουλάρη και των συνοδών του– μεγιστοποίησε την απόλαυση για όσους είχαμε την τύχη να βρεθούμε εκεί.