Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ruins Of Beverast (The). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ruins Of Beverast (The). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

28 Μαρτίου 2023

The Ruins Of Beverast - ανταπόκριση (2018)


Μερικές συναυλίες, τελικά, απλά σβήνονται από τη μνήμη σχεδόν ολότελα.

Για κάτι άλλο μίλαγα πρόσφατα στο Facebook με τον φίλο και κουμπάρο Πέτρο Μάμαλη, δηλαδή, μέχρι που μου ανέφερε τους Ruins Of Beverast. Και –φλας!– θυμήθηκα ξαφνικά ότι είχα πάει να τους δω σε συναυλία αυτούς τους Γερμανούς.

Σκαλίζοντας στα αρχεία, λοιπόν, βρήκα ότι αυτό συνέβη τον Ιανουάριο του 2018, στο «Temple». Μάλιστα, ήταν και sold out βραδιά, γεγονός που δείχνει νομίζω τη δυναμική που αναπτύσσουν τέτοια συγκροτήματα του heavy metal επέκεινα.

Εγώ, πάντως, δεν πέρασα και πολύ καλά. Έχω ενστάσεις, όπως κατέγραψα και σε μια ανταπόκριση, η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τα social media των συγκροτημάτων της βραδιάς


Λίγο ο αθόρυβος τρόπος με τον οποίον κινήθηκε διοργανωτικά το Bowel Of Noise της Θεμιστοκλέους (χωρίς promo, εν μέρει στόμα-με-στόμα και εν μέρει Facebook, φτηνό εισιτήριο), λίγο οι μοιρασμένες εντυπώσεις σχετικά με το άλμπουμ Exuvia (2017), δεν ήμουν βέβαιος τι προσέλευση θα είχε η πρώτη συναυλία των Ruins Of Beverast στην Ελλάδα. Στο «Temple», όμως, έγινε από νωρίς φανερό ότι θα ερχόταν κάμποσος κόσμος. 

Κάπως έτσι, οι Αθηναίοι Nox Formulae ευτύχησαν να παρουσιάσουν το support τους ενώπιον ενός χώρου σχεδόν γεμάτου, κάτι που έδωσε από νωρίς έναν κάποιον παλμό στη βραδιά, μιας και δεν δυσκολεύτηκαν να κερδίσουν χειροκροτήματα και να κεντρίσουν το ενδιαφέρον. Εμφανίστηκαν δε ενώπιόν μας ως κουκουλοφόροι «εξτρεμιστές», χαμένοι μέσα σε σκούρα, υποβλητικά φώτα· και εξαπέλυσαν με το καλημέρα τη μυστηριακή «μαυρίλα» που διακατείχε το μοναδικό ως σήμερα άλμπουμ τους The Hidden Paths To Black Ecstasy (2016). 

Όμως, ενώ όλα έδειχναν ότι θα παρέδιδαν μια ψυχωμένη μα μάλλον ευπρόβλεπτη εισαγωγή στους Ruins Of Beverast, μια αναπάντεχη μελωδία στην κιθάρα μας θύμισε ότι η μπάντα γράφει ενίοτε τα τραγούδια της με μια ευρύτητα (ροκ) πνεύματος. Λίγο παρακάτω, δε, ένα άλλο κομμάτι θα μπορούσε να είναι –σε ένα πολύ διαφορετικό σύμπαν– το αποτέλεσμα μιας black metal στροφής των Joy Division, αν υποθέσουμε ότι το ιστορικό σχήμα είχε επιβιώσει στον χρόνο και είχε εκδηλώσει τέτοιες ανησυχίες. Υπηρετήθηκε λοιπόν και ο παράγοντας έκπληξη, σε ένα set που κράτησε όσο ακριβώς έπρεπε. 

Έτσι, όταν βγήκε πια στη σκηνή ο Alexander von Meilenwald με τους νυν συνοδοιπόρους του, βρήκαν από κάτω το κοινό ήδη φτιαγμένο, να τους υποδέχεται με προσμονή και θέρμη. «Συστατικό» απαραίτητο για να λειτουργήσει μια Ruins Of Beverast συναυλία, καθώς –και σε πλήρη συνάφεια με το είδος του metal που παίζουν– η όλη εμπειρία στήνεται και λειτουργεί ως τελετουργία: ως ένας απόκοσμος, (ενίοτε) απάνθρωπος χορός πάνω στα ερείπια του Beverast/Bifröst, που επί νορδικών, μυθολογικών χρόνων ένωνε την επικράτεια των θεών με τον κόσμο των θνητών. 

Με σύμμαχο τον καλό ήχο και με άριστη εκμετάλλευση των φωτισμών του «Temple», οι Γερμανοί ενίσχυσαν αποτελεσματικά αυτόν τον χαρακτήρα του σόου τους. Δίνοντας μια πυκνή συναυλία, η οποία άρεσε ιδιαιτέρως στην πλειονότητα του κόσμου, κρίνοντας από τις επί τόπου αντιδράσεις και τα σχόλια που άκουσα. Πλην εμού, καθώς φαίνεται.

Όταν βγήκε το Exuvia δεν συμμερίστηκα τους υπερ-ενθουσιασμούς που διάβασα δώθε και κείθε, είχα όμως βρει και τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη αυστηρό στην κριτική αποτίμησή του. Τον σκέφτηκα ωστόσο πολλές φορές προσπαθώντας να εντοπίσω τι με εμπόδιζε να ενθουσιαστώ σε μια συναυλία όπου «κανονικά» έπρεπε να πετάω τη σκούφια μου. Εν τέλει –με τα πράγματα εδώ να γίνονται σαφώς υποκειμενικά– συμμερίστηκα τη θέση του ότι οι Ruins Of Beverast έχουν πάρει την κατιούσα. 

Είδαμε πράγματι ένα σημαντικό γκρουπ του ακραίου metal και των εξελίξεων που πηγάζουν από αυτό, για πρώτη φορά στην Αθήνα· το είδαμε όμως 9 χρόνια μετά το Foulest Semen For A Sheltered Elite, να βρίσκεται στον αστερισμό όσων αναζητήσεων εγκαινίασε το Blood Vaults: The Blazing Gospel Of Heinrich Kramer (2013). Ανά σημεία, όταν η setlist απηχούσε το παρελθόν, αισθανόσουν πράγματι στο πετσί σου το αψύ μέταλλο των Γερμανών και τα κοφτερά τους riffs, με τα φωνητικά του von Meilenwald να πηγάζουν ρωμαλέα και με το δυναμικό headbanging των Arioch & G.ST στο πλάι του να αφήνει «γεύση» από διαχρονικές μακρυμάλλικες δόξες. Κυρίαρχη όμως αναδείχθηκε μια ροπή προς ατμόσφαιρες και αχρείαστα μακροσκελή μέρη, τα οποία μου έφεραν κατά νου τον post-rock ήχο που ανέκαθεν σιχαινόμουν (πέρα από τις δύο μπάντες που όλοι ξέρουμε και αν μη τι άλλο σεβόμαστε), ωθώντας την όλη εμπειρία προς ό,τι εύστοχα ο Χρυσόστομος έχει χαρακτηρίσει ως «σπηλαιώδη ψυχεδέλεια».

Κατανοώ ασφαλώς ότι αυτή ακριβώς η «σπηλαιώδης ψυχεδέλεια» πέτυχε την όποια διεύρυνση του κοινού (άρα και το σχεδόν γεμάτο Temple). Και κατανοώ ότι ακούγεται εξαιρετικά επίκαιρη σε χρόνους όπου το πιο ανήσυχο και ευρεία σκεπτόμενο κομμάτι του παλαιού extreme metal έχει αναλάβει να εκφράσει το σκοτάδι που εξαπλώνεται ξανά στον Δυτικό μας κόσμο, πιο πειστικά από το μεγαλύτερο κομμάτι του υπόλοιπου ροκ. Δεκτά όλα τούτα και πράγματι παρόντα σε όσα είδα live. Επιτρέψτε μου ωστόσο να πω ότι, αν έχεις γκρεμοτσακιστεί στα σκοτάδια των Primordial, οι σημερινοί Ruins Of Beverast ακούγονται ως μπάντα προσφέρουσα μεταλλικές συγκινήσεις σε όσους αγάπησαν «τα σκληρά» με τους Isis και τους Neurosis. Με ό,τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο για εκείνους ή για εμένα, που υπογράφω την παρούσα ανταπόκριση.