23 Σεπτεμβρίου 2020

Συζητώντας με τον Σωκράτη Παπαχατζή και τη Μαρίνα Καναβάκη, μέρος 1 (2007)



Όσοι έχουν ενδιαφερθεί σε βάθος για το ελληνικής κοπής ροκ που εκφράστηκε αγγλόφωνα, πέφτουν οπωσδήποτε –νωρίτερα ή αργότερα, εξαρτάται και από την ηλικία– πάνω στους Blue Light του Σωκράτη Παπαχατζή. Οι οποίοι μπορεί να άφησαν μόλις ένα άλμπουμ (το ομώνυμο του 1988), είναι ωστόσο δουλειά που ακόμα αποτελεί σημείο αναφοράς, όπως έχω παρατηρήσει κατά καιρούς σε συζητήσεις μουσικόφιλων στο Facebook. Παρά μάλιστα την «παγερή αδιαφορία του mainstream κοινού», όπως έχει σχολιάσει ο ίδιος ο Παπαχατζής.

Πίσω στις αρχές του 2007, ωστόσο, όταν μιλήσαμε πρώτη φορά ώστε να μου δώσει οδηγίες για το πώς να πάω σπίτι του, είχε πλέον δραστηριοποιηθεί με ένα καινούριο συγκρότημα: τους έλεγαν MK-O, με τα αρχικά να παραπέμπουν στη σύζυγό του, τη συνθέτρια και ζωγράφο Μαρίνα Καναβάκη, καθώς και στο δικό του καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Oannes. Με αυτό είχε ήδη δράσει δισκογραφικά το 2003 (βγάζοντας το Inverted A), ενώ το 2004 είχε συν-επιληθεί της επανηχογράφησης του σόλο άλμπουμ της Καναβάκη Ποτέ Και Τίποτα (2000). Χαριτολογώντας, μάλιστα, έχει δηλώσει ότι το Inverted A κυκλοφόρησε «επί σκοπώ εντυπωσιασμού της μέλλουσας συζύγου»!

Αφορμή για τη συνάντησή μας στάθηκε το ντεμπούτο των MK-O Ovation (Hitch-Hyke, 2006). Δουλειά σε ηλεκτρονικό ροκ ύφος, που μπορεί να μην έκανε τον κρότο που έκαναν άλλα εγχώρια πράγματα σε εκείνα τα χρόνια, μα είχε περισσότερα να πει. Κάτι που φαίνεται νομίζω ακόμα πιο καθαρά τώρα, που έχουμε την άνεση να κοιτάμε την αγγλόφωνη παραγωγή των '00s χωρίς τον βραχνά του όποιου indie hype. 

Από τότε τα λέγαμε συχνά με τον Σωκράτη Παπαχατζή, επί σειρά ετών –τόσο «επίσημα», όσο και σε φιλικό επίπεδο. Κι αν κάπου χαθήκαμε στους μετασεισμικούς κλυδωνισμούς που έφερε η Κρίση, δεν παύω να τον ευγνωμονώ για την πρόταση που μου έκανε να γίνω συντάκτης στον Ήχο, όπου ήταν αρχισυντάκτης του μουσικού/πολιτιστικού τμήματος. Το ιστορικό δηλαδή για την εγχώρια μουσικοφιλία και κριτική περιοδικό, με το οποίο και συνεργάστηκα σε μηνιαία βάση από το 2009 ως την παραίτησή μου το 2017, που οφειλόταν σε οικονομικούς λόγους και όχι στη συνεργασία μας, αφού ο Παπαχατζής υπήρξε άψογος, κύριος και υπόδειγμα επαγγελματία. 

Η κουβέντα μας του 2007 έγινε συνοδεία ουίσκι και των σκέρτσων της σκυλίτσας τους Λορέτας και πρωτοδημοσιεύθηκε στο τότε Avopolis Greek. Εδώ αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

Ακολούθησαν δύο ακόμα συνεντεύξεις (2008, 2011) για λογαριασμό του περιοδικού Sonik, οι οποίες θα δημοσιευτούν σε ξεχωριστά μέρη. Υπάρχει επίσης και μια ραδιοφωνική συνέντευξη του ζεύγους, στη Συχνοτική Συμπεριφορά που διατηρώ με τον Στυλιανό Τζιρίτα στους 105,5 Στο Κόκκινο: είχαν έρθει στα παλιά μας στούντιο, στην οδό Σαρρή, στις 19 Σεπτεμβρίου του 2009. Αντίτυπό της για να ανέβει στο Mixcloud μάλλον δεν έχω (θα χρειαστεί ψάξιμο σε παλιούς σκληρούς δίσκους), αλλά, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα μπορείτε να τη βρείτε στο άμεσο μέλλον, όταν γίνει δημόσια προσβάσιμο το αρχείο του σταθμού. 

* η πρώτη φωτογραφία δόθηκε ως promo για το Ovation από τη Hitch-Hyke, ενώ η ακόλουθη προέρχεται από τη Facebook σελίδα της μπάντας


Έχετε ξανασυνεργαστεί δισκογραφικά στο παρελθόν, αλλά όχι ως συνδημιουργοί. Ήταν το Ovation που σας έδωσε την ευκαιρία;
Σ.Π.: Κατά βάση, καθόμαστε συνέχεια και παίζουμε μαζί· και μέσω ενός οργανωμένου αυτοσχεδιασμού, βγαίνουνε κομμάτια. Οπότε κάποια στιγμή είπαμε γιατί να μην το κάνουμε και έτσι πιο «επίσημα»;

Μ.Κ.: Έτσι κι αλλιώς το κάναμε, χωρίς κάποιο πρόγραμμα.

Σ.Π.: Σίγουρα είναι καλύτερα που δουλεύουμε μαζί, απ' όταν δούλευα μόνος μου.

Μ.Κ.: Ναι, και για μένα.

Σ.Π.: Για μένα είναι καλύτερα διότι, έτσι πολύ απλά, θέλω να εντυπωσιάσω τη Μαρίνα! (γέλια)

Το Ovation δεν κατατάσσεται εύκολα στις ταμπέλες που χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι. Εσείς πώς θα το περιγράφατε σε έναν «μέσο» ακροατή, ο οποίος θα αναρωτιόταν τι μουσική παίζετε;

Σ.Π.: Νομίζω ότι είναι rock, κυρίως. Αν ντε και καλά πρέπει να το εντάξεις κάπου, νομίζω ότι είναι rock.

Μ.Κ.: Αλλά και ηλεκτρονική μουσική.

Σ.Π.: Τα ηλεκτρονικά, εν πάση περιπτώσει, τα χρησιμοποιεί ως μέσον περισσότερο. Εξαρτάται, τόσο το rock, όσο και η electronica, είναι χώροι γεμάτοι παρακλάδια.

Μ.Κ.: Μία κατηγορία πάντως όπου δεν θα θέλαμε να μπούμε, είναι η experimental.

Σ.Π.: Είναι ένας όρος παρεξηγημένος, αλλά και προβληματικός. Ο πειραματισμός πολλές φορές αφορά ανθρώπους ανίκανους να γράψουν μια στοιχειώδη μελωδία ή να φτιάξουν ένα κομμάτι εύληπτο· οι οποίοι μάλιστα είναι είρωνες και σνομπ με όσους μπορούν να το κάνουν. Εγώ θα έλεγα πως το Ovation είναι ένα άλμπουμ που θα ήταν ωφέλιμο για τα ελληνικά πράγματα να ακουστεί –και εννοώ από τους μουσικούς, όχι τους ακροατές.

Πού θα εντοπίζατε αλήθεια τις μουσικές σας αναφορές;

Σ.Π.: Είμαι άρρωστος με τον Peter Hammill, σε βαθμό παράνοιας, άσχετα αν δεν το διαδηλώνω όπως κάποιοι άλλοι. Λατρεύω επίσης τον Tony Banks, τον οργανίστα των Genesis· ένα γκρουπ που τοποθετώ στα θεμελιώδη βιώματά μου. Όταν κάποτε του πήρα συνέντευξη ήμουν εκτός εαυτού, μετά το πέρας της μάλιστα έβαλα τα κλάματα. Άλλο μεγάλο κόλλημα είναι οι Ministry. Η Μαρίνα ως επί το πλείστον ακούει κλασική μουσική, αλλά και ηλεκτρονικά.

Μ.Κ.: Εντάξει, εγώ μεγάλωσα με κλασική μουσική και με …avant-garde! Νομίζω ότι πρέπει να ήμασταν από τα πρώτα σπίτια που πήραμε Karlheinz Stockhausen. Μετά βέβαια και αρκετή electronica. Αν μπορούσα να πάρω συνέντευξη από κάποιον θα διάλεγα μάλλον τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Από πιο σύγχρονους, ίσως διάλεγα τον Arvo Pärt.

Σ.Π.: Γουστάρουμε όμως πολύ και τα blues, τον Son House για παράδειγμα. Την τζαζ όχι και τόσο. Η Μαρίνα επίσης γούσταρε ανέκαθεν και τη gothic σκηνή.

Σχεδιάζετε να παρουσιάσετε κάπως το Ovation συναυλιακά;

Σ.Π.: Ναι, θα υπάρχει βέβαια αρκετό sequence από πίσω. Δεν μπορείς να βρεις μια μπάντα ολόκληρη κάνοντας αραιές συναυλίες, παρά μόνο αν μπεις σε φάση περιοδείας. Σκεφτόμαστε όμως να κάνουμε κάτι με κανα-δυο μουσικούς παραπάνω: εμείς να παίζουμε τα ηλεκτρονικά μας και να υπάρχει κι ένας κιθαρίστας, ίσως και ένας ντράμερ. Ότι ενδιαφερόμαστε πάντως να παρουσιάσουμε το άλμπουμ συναυλιακά, ενδιαφερόμαστε.

Αληθεύει ότι σκοπεύετε να κυκλοφορήσετε μαζί μια σειρά δίσκων;

Σ.Π.: Υπάρχει υλικό τουλάχιστον ίσης διάρκειας με το Ovation. Μεγάλο μέρος του βέβαια είναι σε άλλο ύφος, πιο επιθετικό. Εμείς γράφουμε συνεχώς, για να πω την αλήθεια. Εξαρτάται λοιπόν από το τι concept θα θέλουμε να δώσουμε σε ένα επόμενο άλμπουμ, ώστε να έχει μια στοιχειώδη συνοχή. Μπορεί να έχουμε διάθεση να κάνουμε κάτι εντελώς dance ή ακόμα και industrial. Σίγουρα πάντως δεν θα είναι έντεχνο ελληνικό τραγούδι –ξέρεις ακορντεόν, βιολάκια και τέτοια.

Αναζητώντας κανείς πράγματα στο ίντερνετ βρίσκει περισσότερα για τον Oannes και λιγότερα για τη Μαρίνα Καναβάκη. Είναι τυχαίο ή σχετίζεται με κάποια συνειδητή αποφυγή της δημοσιότητας εκ μέρους της Μαρίνας;

Μ.Κ.: Έχουν υπάρξει κάποιες συνεντεύξεις, που ενδεχομένως δεν βγαίνουν με ένα search στο ίντερνετ. Δεν την αποφεύγω τη δημοσιότητα, αλλά γενικά δεν είμαι και πολύ ομιλητική. Και επειδή ακριβώς δεν μιλάω πολύ… Η πλάκα είναι εντωμεταξύ ότι η δική μου δουλειά θεωρείται επικοινωνιακή: γραφίστας είμαι, κατά τα άλλα, και υποτίθεται πως είμαι άνθρωπος της επικοινωνίας!

Σ.Π.: Κάποιοι ενδεχομένως να τη θεωρούν σνομπ. Αλλά είναι θέμα επιλογής, δεν θα πω ντροπαλότητας, δεν είναι θέμα ντροπαλότητας. Εγώ πάλι πιστεύω για τον εαυτό μου ότι είμαι παρά φύση ομιλητικός. Εκ φύσης δηλαδή, δεν είμαι τόσο. Απλώς, επειδή σε κρίσιμες περιόδους χρειάστηκε να μιλήσω πολύ για να αμυνθώ απέναντι σε ανθρώπους και καταστάσεις, θεωρώ πως μου έμεινε επίκτητο. Σαν να είσαι ειρηνικός άνθρωπος και να το φέρουν έτσι οι περιστάσεις ώστε να χρειαστεί να πολεμήσεις. Η Μαρίνα, πάλι, είναι αυτάρκης: μπορεί να κατεβάσει τα ρολά και να τον κλείσει τον άλλον απέξω.

Πώς φαντάζεστε αλήθεια το κοινό σας σε μια χώρα όπου η νεολαία της ρέπει ολοένα και περισσότερο προς μια σπονσοραρισμένη από τα ΜΜΕ μπουζουκοκουλτούρα;

Μ.Κ.: Ένα μάτι, ένα χέρι, μισό φρύδι (γέλια)

Σ.Π.: Το αν υπάρχει κοινό θα φανεί, ένας θεός ξέρει αν υπάρχει κοινό. Να είναι άραγε το κοινό που ακούει Raining Pleasure και Κωνσταντίνο Βήτα; Άνθρωποι δηλαδή που ακούνε ήδη πράγματα από την ηλεκτρονική σκηνή και την ξενόγλωσση pop και rock. Αν μπορούμε να πούμε ότι ταυτιζόμαστε με κάποιους, είναι οπωσδήποτε με αυτούς που έχουμε ορισμένους κοινούς κώδικες.

Τι γνώμη έχετε για τη μουσική βιομηχανία;

Σ.Π.: Η μουσική βιομηχανία είναι ένα μπουρδέλο. Αυτό μπορείς να το γράψεις αυτούσιο. Στην Ελλάδα ειδικά, διακονείται από ανθρώπους που στη συντριπτική τους πλειονότητα ξεκινήσανε από κλητήρες –από τα χθαμαλά, που λέμε– και σήμερα λύνουν και δένουν. Αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να ξέρουμε όλοι ότι δεν πρόκειται να τους ξεκολλήσεις με τίποτα από εκεί πέρα.

Δεν πιστεύετε ότι το ίντερνετ θα φέρει τα πάνω-κάτω στα πράγματα όπως τα έχουμε συνηθίσει;

Σ.Π.: Οι μεγάλες εταιρείες θα το λυμανθούν κι αυτό, αργά ή γρήγορα. Το ίντερνετ άλλωστε δεν είναι τελικά παρά άλλο ένα μέσο. Ήδη έχουν προχωρήσει στην πλήρη εκμετάλλευση του back catalogue τους μέσω των sites. Το πρόβλημα είναι περισσότερο στο πώς δουλεύει η βιομηχανία, στο ότι δηλαδή εκμεταλλεύεται έναν ήχο στη γέννησή του, που μπορεί να είναι συμπαγής και να έχει λόγο ύπαρξης και στη συνέχεια εξαπολύει ένα κύμα από απατεώνες, παγιδεύοντας το κοινό εκεί.

Μ.Κ.: Επίσης στο ίντερνετ επικρατεί πια …υπερπληθυσμός. Δημιουργείται έτσι ένα χάος, βομβαρδίζεσαι από έναν κατακλυσμό πληροφορίας. Πόσο θετικό είναι άραγε αυτό;

Τι θα συστήνατε σε κάποιον να ακούσει από δίσκους πρόσφατης σοδειάς;

Σ.Π.: Θα σύστηνα έναν Έλληνα πιανίστα, τον Γιώργο Εμμανουήλ Λαζαρίδη, που έβγαλε φέτος ένα άλμπουμ με το οποίο ξεσαλώσανε τα ξένα μουσικά έντυπα. Από ηλεκτρονικής άποψης ωραίο ήταν και το άλμπουμ των Mass Mobile και συμπαθητικό αυτό του DJ Shadow. Από rock, το άλμπουμ της Joanna Newsom, άντε και το τελευταίο των Ministry, μιας και είμαστε οπαδοί. Ξέρεις επίσης ποιος ήταν ανέλπιστα ωραίος δίσκος; Αυτός του Sting, τον οποίον γενικά μισώ. Ο John Dowland πάλι είναι από τους αγαπημένους μου συνθέτες, είναι θεός. Κι όμως το άλμπουμ που έκανε ο Sting με τα τραγούδια του, είναι καλό.

Μ.Κ.: Εμένα μου άρεσε και το τελευταίο του Gary Numan.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου