Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πλάτωνος Λένα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πλάτωνος Λένα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

08 Νοεμβρίου 2022

Λένα Πλάτωνος - ανταπόκριση (2018)


Το περασμένο Σάββατο βρέθηκα στο «Closer», μπαρ εμβληματικό για τα alternative rock πράγματα της Αθήνας των δικών μου (και όχι μόνο) χρόνων. Πήγα στοχευμένα, βέβαια, για το πάρτυ του fanzine «Lung» –το οποίο έφτασε αισίως στα 15 τεύχη, κρατώντας με τον τρόπο του ζωντανό το τύπωμα σε χαρτί, σε μια κατά τα λοιπά αδηφάγα ιντερνετική εποχή. Πατώντας εδώ, μπορείτε να διαβάσετε και όσα έγραψε ο φίλτατος Φώντας Τρούσας γι' αυτό, στο καλύτερο μουσικό blog του δικού μας τόπου.

Φυσικά, πέρα από κίνηση αλληλεγγύης σε ένα έντυπο που με έχει φιλοξενήσει στις σελίδες του, πήγα και για το κορίτσι, καθώς η Χριστίνα Κουτρουλού θα έπαιζε ένα back-to-back DJ set με την έτερη Χριστίνα του «Lung», τη Δραγγανά. Η οποία στο τεύχος #15 πήρε μια ωραία συνέντευξη από τη Λένα Πλάτωνος. 

Η μνήμη έπαιξε λοιπόν το παιχνίδι της, με την αφορμή αυτή, κι ανέτρεξε στην τελευταία φορά που είδα ζωντανά την Πλάτωνος –τον Μάιο του 2018, στο Six d.o.g.s., όπου έπαιξε με τη Σαβίνα Γιαννάτου και τον Γιάννη Παλαμίδα, θυμίζοντας επικές ημέρες της εγχώριας δισκογραφίας. Σύντομα, δε, ανασύρθηκε και η σχετική ανταπόκριση από τη βραδιά. Πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis, αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά κι ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


Τα σπουδαία τραγούδια που έγραψε η Λένα Πλάτωνος στη δεκαετία του 1980 ευτύχησαν να αγαπηθούν και από μια γενιά που δεν έζησε την κοσμογονία του Σαμποτάζ (1981), ούτε και φόρεσε Μάσκες Ηλίου (1984). Έτσι, το γεμάτο Six d.o.g.s. παρουσίαζε ένα ασυνήθιστο θέαμα, αφού κύριοι με τις ρυτίδες της μέσης ηλικίας και κυρίες με γκρίζα πια τα μαλλιά συγχρωτίζονταν με 20άρηδες χίπστερ και κορίτσια σε φλοράλ φορέματα. Διάσπαρτοι δε εδώ κι εκεί ήταν και κάποιοι τουρίστες, που προφανώς δεν καταλάβαιναν γρι από τα λόγια, μα έδειξαν αρκετή αφοσίωση σε ό,τι έβλεπαν και κατά διαστήματα χόρεψαν κιόλας. 

Η Πλάτωνος έκατσε στο πιάνο αριστερά όπως κοιτούσαμε τη σκηνή, παρέα με τη βοηθό της, η οποία αναλάμβανε να της δίνει τις σελίδες που χρειαζόταν σε κάθε περίσταση. Ήταν σοβαρή, όπως πάντα· δεν είπε πολλά στην έναρξη, μα είχε οπωσδήποτε κέφια. Έπαιξε ωραία και τραγούδησε συγκινητικά, με αποκορύφωμα τους "Εμιγκρέδες Της Ρουμανίας" (όπου έπεσε και το πιο ηχηρό χειροκρότημα της βραδιάς) και τη "Θάλασσα", ένα από τα ύστερα κομμάτια της που πολύ αγαπώ, στο οποίο συνεισέφερε απόκοσμα φωνητικά και η Σαβίνα Γιαννάτου. 

Μάλιστα, στο τέλος της κανονικής διάρκειας, όταν κατάλαβε πως δεν επιθυμούσαμε να λήξει η βραδιά, είπε λίγο έκπληκτη «θέλετε κι άλλο; Και γιατί δεν το λέτε; Ντρέπεστε;», κάνοντας το Six d.o.g.s. να γελάσει με την καρδιά του. Στο δε φινάλε αφιέρωσε το live σε έναν παλιό της φίλο από την Αυστρία που ήταν παρών, με τον οποίον (όπως μας είπε) έγραψε κάποτε τα πρώτα της τραγούδια, στο διάστημα που έζησε στη Βιέννη. 

Απέναντί της, στο Korg του, ο αφανής ήρωας της συναυλίας Στέλιος Τσιρλιάγκος, επί χρόνια συνεργάτης της. Ήταν ο άνθρωπος που συν-επιμελήθηκε τις μελετημένες ενορχηστρώσεις της βραδιάς, κάνοντας τα παλιά τραγούδια να μην ακούγονται ξένα προς τα ηλεκτρονικά ακούσματα της εποχής· αλλά κι ένας μουσικός θαυμάσιος, μια σταθερά για την όλη παράσταση. Το μέσον της σκηνής, τώρα, μοιράστηκαν η Σαβίνα Γιαννάτου με τον Γιάννη Παλαμίδα: πότε μόνοι, πότε μαζί, σε κάθε περίπτωση καταπληκτικοί. Δυο φωνές ζυμωμένες με το υλικό της Πλάτωνος, οι οποίες μπορούσαν να αναδείξουν και τις πτυχές του, μα κι εκείνη τη λοξή ματιά που το έκανε (και το κάνει) τόσο ξεχωριστό. 

Το πρόγραμμα ξεκίνησε με Γκάλοπ ("Τι Νέα Ψιψίνα") και έληξε με Λιλιπούπολη (μια υπέροχη "Ρόζα Ροζαλία"), τιμώντας στη διαδρομή όλη την πορεία της Πλάτωνος. Η θλίψη του Καρυωτάκη απόκτησε κρυστάλλινους απόηχους όταν η Γιαννάτου είπε το "Βράδυ", ο Καβάφης ντύθηκε τα ηλεκτρονικά του όταν ο Παλαμίδας στάθηκε "Περιμένοντας Τους Βαρβάρους", ενώ ακούσαμε και δύο μελοποιήσεις σε Emily Dickinson από έναν κύκλο που η Πλάτωνος έχει δουλέψει εδώ και κάποιον καιρό, χωρίς ακόμα να έχει παρουσιάσει τη στούντιο εκδοχή του. Κατά τα λοιπά δεν έλειψαν βέβαια ούτε το "Κοπερτί", ούτε η "Πτήση 201" –σε ένα άψογο ντουέτο μεταξύ Γιαννάτου και Παλαμίδα. Το "Ραντεβού Στην Όαση", πάλι, κέρασε σε όλους μας φρέσκο ανανά από τα χεράκια της Μαριανίνας Κριεζή, ενώ το "Σαμποτάζ" έβαλε φωτιά στο encore.

Με χαροποιούν αυτά τα τακτικά ραντεβού της Λένας Πλάτωνος στο Six d.o.g.s. Έστω κι αν ορισμένοι παρίστανται απλά «για τη φάση», διατηρείται ένας ζωτικός δίαυλος επικοινωνίας με μια νεότερη γενιά μουσικόφιλων, που δεν αδιαφορεί για την εγχώρια κληρονομιά. Παράλληλα, τιμάται μια κορυφαία δημιουργός, η οποία στην εποχή της βρήκε λιγότερη απήχηση από εκείνη που θέλει ο σχετικός μύθος, μα σήμερα ευτυχεί να εκδίδουν τα έργα της αμερικάνικα label. Έχει και την άλλη Κυριακή συναυλία και, αν δεν δώσατε ήδη το παρών, θα σας πρότεινα να μην το σκεφτείτε ούτε στιγμή. 



25 Οκτωβρίου 2020

Λένα Πλάτωνος - συνέντευξη (2014)


Η Λένα Πλάτωνος γιόρτασε φέτος τα γενέθλιά της δίνοντας στη δημοσιότητα ένα νέο τραγούδι, που ήδη πέτυχε να κάνει τον δικό του ντόρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με τη Μυρτώ Κοντοβά στους στίχους και την Κατερίνα Στανίση να κάνει την έκπληξη, ερχόμενη να ερμηνεύσει, οι "Ανθρωποφάγοι" προκάλεσαν διάφορα σχόλια: άλλοι αντέδρασαν με μεγάλο ενθουσιασμό, σε άλλους δεν άρεσε καθόλου. 

Η δική μου θέση (όπως περίπου την έγραψα και στο Facebook) είναι ότι, πρωτίστως, πρόκειται για μια ιστορική συνεργασία· ιδιαίτερα για όσους από εμάς δεν σκεφτήκαμε ποτέ το ελληνικό τραγούδι με «όχθες» και άλλου τύπου «φράχτες», οπότε διασκεδάζουμε τώρα πολύ αυτήν τη δίχως τείχη εποχή (όταν δεν τη βαριόμαστε, δηλαδή) και την αμηχανία που προκαλεί σε όσους επί χρόνια ευαγγελίζονταν ότι αν ακούς το τάδε, δεν μπορείς να ακούς το δείνα. Από εκεί και πέρα, το πώς μας φαίνεται σαν τραγούδι μπορεί σαφώς να συζητηθεί με πολλούς τρόπους –προσωπικά, ας πούμε, δεν βρήκα λόγους ούτε για μεγάλο ενθουσιασμό, ούτε για απαξίωση. 

Όπως πάντως κι αν έχει το πράγμα, ίσως η συνεργασία αυτή είχε περισσότερο νόημα να γίνει κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με στίχους της Μαριανίνας Κριεζή, όταν Πλάτωνος και Στανίση μεσουρανούσαν (κάθε μία στη δική της κλίμακα)· χωρίς κάτι τέτοιο να το λέω ως έμμεση μομφή για τη Μυρτώ Κοντοβά, της οποίας το σουξέ "Στην Πυρά" σιγομουρμουράω συχνά (2008, για την Άννα Βίσση). 

Ορθά, βέβαια, ο Άρης Καραμπεάζης –παρακινώντας με παράλληλα να δω ξανά την ταινία του Χρήστου Κυριακόπουλου Πόντιος Είμαι Ό,τι Θέλω Κάνω με Κώστα Τσάκωνα, Ντίνο Ηλιόπουλο και Μάρκο Λεζέ (1986)– παρατήρησε σε σχόλιό του ότι δεν μπορεί να δει πώς θα κόλλαγε η Στανίση που εμφανίζεται να τραγουδά εκεί "Τα Άστρα Και Τα Ζώδια" με την Πλάτωνος όπως διαμορφώθηκε μετά το άλμπουμ Λεπιδόπτερα. Ωστόσο ο Αντώνης Μποσκοΐτης καθιστά σαφές με άρθρο του στο Κουτί της Πανδώρας ότι ήταν τότε ακριβώς που η Πλάτωνος ονειρευόταν αυτήν τη σύμπραξη, δηλώνοντάς του ότι «Όταν ήμουν κι εγώ μεσ' στους έρωτες και τους χωρισμούς, μόνο μια φωνή σαν της Στανίση μπορούσε να εκφράσει απόλυτα το συναισθηματικό μου κόσμο» (περισσότερα εδώ).

Όλα αυτά επανέφεραν στη μνήμη μου το καλοκαιρινό μεσημέρι του 2014 που επισκέφτηκα τη Λένα Πλάτωνος στο σπίτι της στον Χολαργό. Μέσω του Βαγγέλη Βέκιου, είχαμε κανονίσει να γίνει μια συνέντευξη για το πρώτο «τεύχος» που θα έβγαζε η Κόκκινη Καρφίτσα –το νέο (τότε) πολιτιστικό ένθετο της εφημερίδας Αυγή, το οποίο λάμβανε βέβαια τον τίτλο του από έναν δικό της στίχο. 

Συζητήσαμε για αρκετές ώρες με την Πλάτωνος, θίγοντας πληθώρα θεμάτων: τις selfie, τον πατέρα της Γεώργιο Πλάτωνα, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Jean-Michel Jarre, την Αριστερά, το Χοντρό Μπιζέλι, ακόμα και τον τσακωμό του Νίκου Καρούζου με τον Βασίλη Διαμαντόπουλου για το γνωστό δίλημμα «ελληνικός ή αγγλικός στίχος»· μάλιστα ήταν παρούσα και η παλιά της φίλη και σπουδαία πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου, η οποία έδωσε τη δική της νότα στην κουβέντα. Φεύγοντας, είχα πολύ περισσότερο υλικό απ' ό,τι θα χωρούσε στην παραγγελία της Κόκκινης Καρφίτσας, το οποίο δημοσιεύτηκε τελικά σε δεύτερο χρόνο, για λογαριασμό του Avopolis. Παρακάτω, λοιπόν, μπορείτε να βρείτε το πλήρες, ολοκληρωμένο κείμενο, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις συγκριτικά με τις πρώτες δημοσιεύσεις.


Βλέπω κρατάτε την τηλεόρασή σας ανοιχτή. Και στο "Τι Νέα Ψιψίνα;" με τηλεόραση ξεκινάτε: «Σήμερα η τηλεόραση προέβλεψε ανέμους ασθενείς»...
 
Την ανοίγω συχνά, αλλά την αφήνω να παίζει χωρίς φωνή. Τη μεταχειρίζομαι σαν ένα οπτικό χαλί. Βάζω συνήθως κάτι όμορφο να φαίνεται –να, τώρα ας πούμε είχα κάτι ωραία τοπία και καταρράκτες. Μ' αρέσει να πέφτει το μάτι μου καθώς γράφω στίχους ή ημερολόγια. Γράφω πολύ με το χέρι και μετά τα περνάω στον υπολογιστή. Θέλω να περνάει από το σώμα μου, να φαίνεται ο γραφικός μου χαρακτήρας. Μ' αρέσει αυτό.
 
Ξέρετε τι λένε, ότι οι νέοι άνθρωποι μετά τον υπολογιστή έχασαν τον γραφικό τους χαρακτήρα...
 
Δεν έχασαν μόνο τον γραφικό τους χαρακτήρα. Έχουν χάσει και τον χαρακτήρα τους... Το Facebook, για παράδειγμα. Δεν είναι πλησίασμα του άλλου. Είναι μια πόζα, η οποία έφτασε στο όριο της αυτοφωτογράφησης, το λεγόμενο «selfie». Βρήκα καταπληκτική τη γελοιογραφία που απεικονίζει το τέλος του κόσμου να έρχεται και κάποιους να το φωτογραφίζουν. Σε τέτοιο σημείο απόστασης φτάσαμε από τα πράγματα. Δεν είναι αυτό μια τεράστια αλλοτρίωση; 
 
Όμως έχουν αλλάξει και οι σχέσεις, γενικότερα. Υπάρχει πια μια φοβία της απόρριψης και έτσι την έχουν δει όλοι με το σεξ. Φοβούνται οι άνθρωποι να αφήσουν τον πραγματικό τους εαυτό να αγγίξει τον άλλον, να φτάσουν δηλαδή στην ουσιαστική συνάντηση. Οπότε περιορίζονται στη συνεύρεση. Είναι ένα από τα πολύ σύγχρονα προβλήματα. 

Νομίζω ότι φταίνε κυρίως οι σχέσεις των σημερινών παιδιών με τις μητέρες τους. Οι μαμάδες δηλαδή, ενώ έκαναν πιο εύκολα και πιο ελεύθερα σχέσεις με τους μπαμπάδες –συγκριτικά πάντα με παλιότερα χρόνια– κάπως με τα παιδιά τους δεν τα κατάφεραν καλά σε αυτό το θέμα. Για διάφορους λόγους, τα παιδιά την έχουν χάσει τη μάνα· ίσως γιατί πια έγινε κι εκείνη εργαζόμενη; Κι έτσι τους δημιουργείται μια φοβία απέναντι στις σχέσεις. Ισχύει και για τα αγόρια και για τα κορίτσια το ίδιο, γιατί τη σχέση τη μαθαίνεις από τη μάνα.   

Είστε βλέπω πλήρως ενημερωμένη! Κι έχετε και Facebook, που το τρέχετε η ίδια...
 
Και Facebook έχω και ίντερνετ και μ' αρέσει να κάνω διαδρομές μέσα σε αυτό. Η δουλειά μου δεν θα είχε καμία αξία, εάν δεν ήμουν ενημερωμένη. Και δεν εννοώ μόνο τη μουσική με κάτι τέτοιο, εννοώ και τους στίχους τους οποίους γράφω. 
 
Οι δικοί σας έρωτες, οι δικές σας σχέσεις, έχουν υποθέτω παίξει ρόλο στη δισκογραφία σας...
 
Ναι, έχουν παίξει. Αλλά δεν είναι πάντα εμφανές. Το "Μπλε" ας πούμε, από τις Μάσκες Ηλίου, είναι γραμμένο για κάποιον έρωτα, ενώ και το "Lego" μιλάει ανοιχτά για το θέμα. Ο "Μάρκος" του Γκάλοπ είναι όμως μια «υπόγεια» υπόθεση: γράφτηκε μεν πράγματι για ένα σκυλί που το λέγανε Μάρκο –είναι πράγματι η ιστορία του· όμως την εποχή που το έφτιαξα είχα απορριφθεί κι από έναν έρωτα κι έκανα και μια ταύτιση του εαυτού μου με τον Μάρκο. Διάλεξα να το περάσω έτσι.  
 
Παρά την αλλοτρίωση που καταγράφετε, θα έχετε φαντάζομαι παρατηρήσει ότι υπάρχει πολύς νέος κόσμος που σας ακούει. Παιδιά που ανακάλυψαν τους δίσκους σας, χωρίς να τους έχουν ζήσει στην εποχή κατά την οποία εκδόθηκαν... 
 
Το έχω παρατηρήσει, ασφαλώς. Συμβαίνει γιατί δεν απευθύνθηκα μόνο στην εποχή μου. Υπάρχει και μία διαίσθηση ξέρεις στα γραπτά μου· συχνά μου λένε ότι προείπα πράγματα, τα οποία έγιναν 30 χρόνια μετά. Μ' αρέσει βέβαια κι εμένα πολύ να μελλοντολογώ. Στάλθηκε λοιπόν ένα μήνυμα προς τις επόμενες γενιές, το οποίο φαίνεται ελήφθη. Τους «μιλάει» η μουσική μου.  
 
Στα δικά σας νιάτα ζήσατε στη Βιέννη, ζήσατε στο Βερολίνο, κι όμως αποφασίσατε να επιστρέψετε στην Ελλάδα –και μάλιστα σε δύσκολες εποχές, μία επί Χούντας και τελικά επί Μεταπολίτευσης. Γιατί; 
 
Γιατί λατρεύω την Ελλάδα. Τη λάτρευα τότε και τη λατρεύω και τώρα, στα χειρότερά της. Δεν την αλλάζω. Επίσης, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω μόνιμα σε γερμανόφωνα κράτη. Μην ξεχνάς ότι το Βερολίνο της δεκαετίας του 1970 δεν είναι το σημερινό, ενιαίο και κοσμοπολίτικο Βερολίνο. Τότε ήταν Δυτικό και Ανατολικό Βερολίνο, μια πολύ διαφορετική κατάσταση.
 
Ο πατέρας σας, ο Γεώργιος Πλάτων, ήταν επίσης συνθέτης κι έμεινε στη μουσική μας ιστορία ως ο πρώτος πιανίστας της Λυρικής Σκηνής. Τι αποτύπωμα νιώθετε πως σας άφησε, σε καλλιτεχνικό επίπεδο μιλώντας;
 
Χάρη στον πατέρα μου, μεγάλωσα μέσα στη μουσική. Μεγάλωσα εντελώς ελεύθερη και ελεύθερα. Βαριόμουν τις νότες και δεν με πίεσε προς αυτήν την κατεύθυνση, με άφηνε να παίζω με το αυτί. Με έβαζε δίπλα του στο πιάνο, από όταν ήμουν πολύ μικρή, και έπαιζε ενώ παράλληλα έφτιαχνε διάφορες φανταστικές ιστορίες –εντελώς αυτοσχεδιαστικά κι ανάλογα με τη συναισθηματική ένταση της στιγμής. Χρειαζόταν καλύτερο σχολείο; Αργότερα, παρακολουθούσα τα μαθήματα πιάνου που παρέδιδε και διόρθωνα τις μαθήτριές του: «λάθος Μαρίνα! Παίξε εκείνη τη νότα!». Είναι μια πολύ έντονη ανάμνηση. 
 
Στα 11 πια, το 1963, όταν πήρα το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό Καίτης Παπαϊωάννου, μου έμαθε το πρόγραμμα απ' έξω: μου το έπαιζε δηλαδή στο πιάνο κι εγώ μιμόμουν τις φράσεις τις οποίες άκουγα και τις κολλούσα. Κι έβγαινε ολόκληρη φούγκα του Μπαχ, ας πούμε! Τι βρίσιμο έφαγε τότε από τον Μενέλαο τον Παλλάντιο –με το γάντι, βέβαια: «η Πλάτωνος, που ήρθε εδώ και δεν ξέρει νότες!». Ήταν ένα θέμα τα θεωρητικά. Μπήκα να καταλάβεις στο Ωδείο Αθηνών κατευθείαν στους προχωρημένους, αλλά για να παρακολουθήσω χρειαζόμουν και τα θεωρητικά. Έκατσε ο πατέρας μου λοιπόν ένα καλοκαίρι και μου έμαθε τα πάντα. Κουράστηκα πολύ τότε, έπαθα υπερκόπωση. Αλλά εντάξει...
 
(παρούσα στη συνέντευξη, ως επισκέπτρια, η σπουδαία πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου, παλιά φίλη της Πλάτωνος, συμπληρώνει την ιστορία για τον Παλλάντιο): η Λένα έφτιαχνε πολύ ελεύθερα τα θέματα της αρμονίας και της έλεγε ο Παλλάντιος: «Πλάαατωνος, πού τα πήγες εκεί ψηλά τα θέματά σου; Για τα πουλάκια γράφεις, για τα πουλάκια;» (γέλια)
 
Τώρα που είπατε για τον πατέρα σας και τις ιστορίες που κατασκεύαζε, σκέφτηκα ότι σας έχουν ρωτήσει πολλές φορές για τους σπουδαίους σας δίσκους, αλλά ελάχιστες για τα άλμπουμ με τα παιδικά τραγούδια: την Ηχώ Και Τα Λάθη Της (1985) και το Αηδόνι Του Αυτοκράτορα (1989)...
 
Δεν έγιναν ευρέως γνωστοί αυτοί οι δίσκοι... Το Αηδόνι Του Αυτοκράτορα ειδικά είναι θαύμα και τραγουδούν και σπουδαίοι τραγουδιστές εκεί. Ο συγχωρεμένος ο Φραγκίσκος Βουτσίνος, για παράδειγμα, που κάνει τον Θάνατο. Πω πω, τι συνεργασία ήταν κι εκείνη... Αλλά κι ο Σπύρος ο Σακκάς, ο Άρης ο Χριστοφέλλης. Ήταν μάλιστα ιδέα του Άρη, μου είχε πει θέλω να κάνεις το Αηδόνι Του Αυτοκράτορα του Χανς-Κρίστιαν Άντερσεν και να κάνω εγώ το Αηδόνι. Είχαμε συζητήσει τότε και με μερικούς σκηνοθέτες να το ανεβάζαμε, δεν θυμάμαι πια γιατί δεν το κάναμε. 
 
Η Ηχώ Και Τα Λάθη Της, πάλι, ήταν μια εργασία με την Άννα τη Μαργαριτοπούλου, η οποία μου έφερε τις μεταφράσεις της στα ποιήματα του Τζιάνι Ροντάρι, από τα ιταλικά στα ελληνικά. Είχε κάνει πολύ ωραία διασκευή, εγώ επίσης είχα δουλέψει ήδη Ροντάρι, καθώς έβαζα μουσικές επενδύσεις στα Παραμύθια Απ' Το Τηλέφωνο στο ραδιόφωνο. Οπότε προχωρήσαμε σε δίσκο με πολύ κέφι, και βγήκε από τον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος ήταν πάντα ανοιχτός προς εμένα: «θα κάνω δίσκο κύριε Χατζιδάκι», του έλεγα απλά, και ήταν πάντα πρόθυμος.
 
«Κύριε Χατζιδάκι» λέγατε εσείς, που τον γνωρίζατε καλά και τόσο σας εκτιμούσε. Σήμερα όμως παρατηρείται το φαινόμενο άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση μαζί του να γράφουν με ευκολία «ο Μάνος» και «ο Μάνος»...
 
Ε, διαφθορά... Παραφθορά... Και ό,τι έχει να κάνει με τη φθορά. Για να πάρουν από τη δόξα του. Μια λογική ότι, αν μιλάω για τον Χατζιδάκι, λίγος Χατζιδάκις είμαι κι εγώ. Εμένα που με ονόμασε μουσικό απόγονό του, τη συνέχειά του –και μάλιστα δημόσια, ενώπιον της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών– και τον ένιωθα δεύτερο πατέρα μου, δεν διανοήθηκα ποτέ να τον πω «Μάνο». 
 
Στον πατέρα σας, αλήθεια, άρεσαν τα ηλεκτρονικά σας; 
 
Α, ναι! Μέσω εμού, ξεπέρασε ένα εμπόδιο που είχε σαν άνθρωπος απέναντι στις νεωτεριστικές αντιμετωπίσεις. «Μα, εσένα είναι μουσικά!» μου έλεγε. Βέβαια μουσικά είναι πατέρα μου, του απαντούσα. Και τα πόδια σου να χτυπάς στο πάτωμα και ξύλα να χτυπάς και ντενεκέδες να κοπανάς, εάν είναι ενταγμένα στην αρμονία και τα φτιάξεις και ωραία, είναι μουσική.
 
Jean-Michel Jarre ή Mike Oldfield; Ποιον αγαπούσατε πιο πολύ όταν ξεκινούσατε τη δική σας πορεία; 
 
Τον Jean-Michel Jarre. Αγαπούσα όμως πολύ και πιο ροκ καλλιτέχνες. Τους Led Zeppelin, τους Jethro Tull, τους Pink Floyd, αργότερα τον Sting και τη Laurie Anderson... Και πιο μετά τους Massive Attack –αυτοί μου αρέσουν πάρα πολύ, τους έχω νάμπερ ουάν– τους Portishead, αλλά και τους Madrugada. 
 
Και σήμερα, τι ακούτε;
 
Μου αρέσει η Jocelyn Pook, η Imogen Heap, η Angie Garbarek: είναι του Jan Garbarek η κόρη, αλλά βρίσκεται στο είδος το δικό μου· ηλεκτρονική τροβαδούρος, τα λέει η ίδια και γράφει και τους στίχους. Από δικούς μας, βρίσκω καλούς τους Universal Trilogy, την Έλσα Μωϋσιάδου –καταπληκτικό αρμονικό αυτί, τραγουδάει κιόλας, φτιάχνει μια δική της τζαζ– τη Σίσσυ Μακροπούλου που ζει στο Βερολίνο κι έχει τους Sissi Rada, τη Σοφία Πίχα από τη Θεσσαλονίκη.
 
Μ' αρέσουν πολύ ορισμένα «δίπολα» που σχηματίζονται στη δισκογραφία σας. Ένα, ας πούμε, είναι η τρέλα και η ανεμελιά του Σαμποτάζ με τη θλίψη του Καρυωτάκη...
 
Είμαι πολυ-πολική. Τα εμπεριέχω και τα δύο. Βαριέμαι να στέκομαι σε ένα είδος. Ευτυχώς, από ό,τι λένε οι απέξω, υπάρχει η διακριτή μου προσωπικότητα σε όσα κάνω. 
 
Ένα άλλο, οι Μάσκες Ηλίου και το Γκάλοπ: ένα δύσκολο άλμπουμ κι ένα ας το πούμε «λαϊκό»...
 
Τα έκανα εν γνώσει μου και τα δύο, έτσι ακριβώς. Στις Μάσκες Ηλίου πραγματοποίησα ένα βήμα προς το πέλαγο: βούτηξα στα βαθιά, κρύα νερά. Με βοήθησε πολύ ο Julio Cortázar τον οποίον διάβαζα τότε, ένας καταπληκτικός Αργεντινός συγγραφέας. Αλλά και το The Wall των Pink Floyd, την ταινία εννοώ του Alan Parker. Είχα εντυπωσιαστεί από τα σουρεαλιστικά κινούμενα σχέδια, ειδικά από εκείνο το συνειρμικό σημείο όπου από το ένα σκίτσο βγαίνουν άλλα σκίτσα. 

Με την ίδια λογική δούλευα τότε κι εγώ τους στίχους στις Μάσκες Ηλίου, ειδικά το "Lego" ή το "Διάλειμμα Το Σάββατο", οπότε είπα «να, κι άλλοι το κάνουν, άρα δεν είμαι τρελή». Ο Αλέκος ο Πατσιφάς –τον οποίον θεωρούσα τρίτο πατέρα μου και ήταν πολύ κοντά μου σε όλα τα άλμπουμ που έκανα στη Lyra– το φοβόταν: φοβόταν αυτούς τους στίχους. Πέθανε όμως λίγο πριν ετοιμαστεί το άλμπουμ και ίσως μάλιστα έτσι να μπόρεσα και τελικά να το βγάλω. Πήγα δηλαδή τότε στους μεταβατικούς ιδιοκτήτες της Lyra, είπα θέλω να γράψω τον συγκεκριμένο δίσκο, είναι μέσα στο συμβόλαιό μου. Γράψ' τον λοιπόν, μου είπαν! 
 
Ωστόσο, οι πωλήσεις έπεσαν αισθητά –τότε, αργότερα συνέχισε να πουλάει σταθερά. Καλά, είπα κι εγώ: το έκανα το μεράκι μου, ας συνεχίσω λοιπόν στον ίδιο δρόμο μεν, μα με λίγο νερό στο κρασί μου δε. Και πέτυχε η συνταγή, το Γκάλοπ φάνηκε πιο προσιτό στο κοινό.
 
Πώς γράφτηκε εκείνο το περίφημο Χοντρό Μπιζέλι, που χορεύει τσιφτετέλι στον "Χορό Των Μπιζελιών";
 
Α, είναι η μεγαλύτερή μου επιτυχία το "Μπιζέλι" στο YouTube, σε views! Το έγραψα ξέρεις όρθια, σε ένα εξοχικό όπου βρισκόμουν τότε. Ήταν καλοκαίρι, δούλευα εκεί για τη Λιλιπούπολη. Θυμάμαι είχα ήδη γράψει δύο τραγούδια και ήταν να φύγουμε για Αθήνα, για ηχογραφήσεις. Και καθώς πήγαινα για το αυτοκίνητο, βλέπω ένα χαρτί, γραμμένο με πράσινο χρώμα και τους τεράστιους χαρακτήρες της Μαριανίνας της Κριεζή. Ήταν ένα επιπλέον τραγούδι, το οποίο είχα ξεχάσει να το φτιάξω. Και λέω ε, θα το κάνω τώρα, άλλωστε δεν φαινόταν κάτι δύσκολο: το χοντρό μπιζέλι χορεύει τσιφτετέλι... Στέκομαι λοιπόν δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, στο χωλ, λέω στον Δημήτρη –τον Μαραγκόπουλο, τον τότε σύζυγό μου– που με περίμενε στο αμάξι «μισό λεπτό» και το φτιάχνω. Τραγούδι του ποδιού δηλαδή, κανονικά! 
 
Πιο υποτιμημένος σας δίσκος; Το Μη Μου Τους Κύκλους Τάρατε, του 1990;
 
Ναι, το πιο πολιτικό μου άλμπουμ. Μου έγινε μάλιστα και λογοκρισία τότε, στην "Υπεραγορά (Ι)", γιατί χρησιμοποίησα το ορθόδοξο "Πιστεύω" αλλοιωμένο. Γιατί στη θέση του Πατέρα Παντοκράτορα είχα «Πιστεύω εις έναν Κωδικό Πατέρα Παντοκράτορα». Γιατί έβαλα «εις έναν Κύριον Αριθμόν τον Υιόν του Κωδικού τον μονογενή», γιατί μίλησα για «Απληστίας της Παρθένου» και ήθελα τον Κωδικό «παθόντα και ταφέντα εις τους Υπολογιστάς και αναστάντα την τρίτην ημέρα κατά την Μαζικήν Πληροφόρησιν». Ήταν κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη τότε. 

Νομίζω ότι το Μη Μου Τους Κύκλους Τάρατε ακούγεται πολύ επίκαιρο στη σημερινή εποχή, τα τραγούδια του γίνονται πλέον πιο αντιληπτά. Σκέφτομαι μάλιστα μήπως κάνω μια συναυλία αφιερωμένη σ' αυτό.
 
Είναι ειρωνική αυτή η ιστορία της λογοκρισίας, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως εσείς κάθε άλλο παρά άθεη είστε, όπως έχετε δηλώσει και σε άλλες σας συνεντεύξεις...
 
Πιστεύω στον Θεό, ναι. Όχι ασφαλώς στον παππού με τα γένια... Πιστεύω όμως σε μια δύναμη, εκείνη που αισθάνομαι όταν κοιτάζω τα άστρα και τα χάνω. Αλλά και οι τελευταίες ανακαλύψεις της φυσικής, της κβαντικής φυσικής με τα πεδία και τα μικροσωματίδια, με ωθούν προς τα εκεί. Αν παρατηρήσεις, μάλιστα, οι σημερινοί φυσικοί δεν είναι οι άθεοι επιστήμονες του περασμένου αιώνα. Είναι αγνωστικιστές τουλάχιστον. Πιστεύω επίσης ότι τον Θεό τον έχουμε και μέσα μας, πως διαχέεται παντού. Όπως πιστεύω και στην ύπαρξη μιας αρνητικής δύναμης στο Σύμπαν. Βρίσκω δηλαδή αλήθεια στον δυισμό του Ταό. Δεν λέω βέβαια πως κόβω και το κεφάλι μου...
 
Είναι γνωστή η αριστερή σας πολιτική τοποθέτηση, παρότι δεν εκφράστηκε ποτέ με κομματική ένταξη. Κάποιοι ίσως βρουν ότι τέτοιες ιδέες δεν συμβαδίζουν με αυτήν σας την ταυτότητα...
 
Δεν με ενδιαφέρει. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Είμαι Aριστερή και δεν βρίσκω τίποτα αντιφατικό, δεν βρίσκω δηλαδή να κοντράρεται σε κάτι η πίστη μου με τις πολιτικές μου ιδέες. Πιστεύω επίσης και στην προσευχή, βάσει εμπειριών μάλιστα. Όχι με την αγοραία έννοια, ασφαλώς. Μια πραγματική προσευχή απαιτεί μεγάλη εσωτερική ένταση, μια ας πούμε συντέλεια του Σύμπαντος μέσα σου. Χωρίς αυτήν δεν υφίσταται.  
 
Για να γυρίσουμε όμως και στα μουσικά, υπάρχει κι ένας «χαμένος» δίσκος, έτσι δεν είναι; Οι Ερωτογραφίες...
 
Οι Ερωτογραφίες συνέπεσαν με μια εποχή κατά την οποία έχασα τη μητέρα μου, κάτι που με έριξε σε μια φοβερή κατάθλιψη –για έναν, ενάμιση χρόνο. Όλα λοιπόν τα σχέδια πάγωσαν. Κι όταν ξεπέρασα εκείνη τη φάση, είχα ξεπεράσει και τον συγκεκριμένο δίσκο. Μπήκα τότε στη διαδικασία που με οδήγησε στα Ημερολόγια του 2008, γιατί είχα την ανάγκη να δείξω στον κόσμο τι πέρασα. Δεν το έχω μετανιώσει. Για την ακρίβεια, δεν έχω μετανιώσει για τίποτα από όσα έκανα στη μουσική. Το συγκεκριμενοποιώ, γιατί στη ζωή φυσικά κι έχω μετανιώσει για ορισμένα πράγματα. Έχω κάνει κι εγώ βλακείες. Δεν κολλάω όμως στο παρελθόν.
 
Ας κλείσουμε επομένως με το μέλλον. Τι σχέδια έχετε για μπροστά; 
 
Το πιο μακρινό σχέδιο, το οποίο θα υλοποιηθεί το 2015 –στις 15 Ιουνίου, συγκεκριμένα– είναι μια συναυλία αφιερωμένη στον Καρυωτάκη. Θα παιχτεί ολόκληρος ο δίσκος, με ηλεκτρονικά, ηλεκτρικά όργανα και συμφωνική ορχήστρα. Μαζί θα παρουσιαστεί και μια νέα, πρωτότυπη δουλειά μου, με αγγλόφωνα τραγούδια, βασισμένα σε μελοποίηση της Emily Dickinson. 
 
Να ρωτήσω αν πρόκειται για ένα άλμπουμ που φημολογείται ότι θα βγάζατε με ερμηνευτή τον Βασιλικό;
 
Αυτό είναι ένα άλλο πρότζεκτ. Η δουλειά στην οποία αναφέρομαι αποτελεί απωθημένο μου από όταν που ήμουν πιτσιρίκα. Δεκαετία 1970 τότε, βρισκόμουν στη Βιέννη κι έφτιαξα τα πρώτα μου τραγούδια στα αγγλικά! Μάλιστα στο σπίτι της Ντόρας (σ.σ.: Μπακοπούλου) έγινε κι ένας τρικούβερτος καυγάς μεταξύ δύο μεγάλων Ελλήνων: του Νίκου Καρούζου και του Βασίλη του Διαμαντόπουλου. Ο μεν Διαμαντόπουλος –Τοξότης στο ζώδιο, γιατί παίζει ρόλο κι αυτό (γέλια εκατέρωθεν)– υπέρ των αγγλικών τραγουδιών, υπέρ του διεθνούς μηνύματος. Ο δε Καρούζος πιο συντηρητικός –Καρκίνος εκείνος– να λέει όχι, πρέπει να κάνεις τραγούδια στα ελληνικά. Είχαν σηκωθεί και οι δύο όρθιοι μέσα στο σαλόνι, σαν έτοιμοι να παλέψουν έμοιαζαν!
 
Δεν έχετε και λίγα σχέδια, λοιπόν...
 
Α, υπάρχουν κι άλλα! Τελειώνω κι έναν ακόμα δίσκο, σε ποίηση Γιώργου Χρονά, με βασικό ερμηνευτή τον Παντελή Θεοχαρίδη και συμμετοχή της Μελίνας Κανά σε δύο τραγούδια. Θα λέγεται Ιερός Πόνος και θέλουμε να βγει το φθινόπωρο (σ.σ.: όντως, ο δίσκος βγήκε το φθινόπωρο). Μ' αρέσει πολύ ο Χρονάς ως ποιητής, έχει μια ελληνικότητα, κάτι που πέρασε και στα νέα αυτά τραγούδια –υπάρχει π.χ. κι ένα ζεϊμπέκικο ανάμεσά τους, ο "Θάνατος Του Πατέρα Μου". 

Σοβαρότερο όμως θεωρώ πως ο Χρονάς είναι ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος για μένα: σε μια πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής μου, μου στάθηκε τρομερά. Σαν αδερφός. Βέβαια, αν δεν μου άρεσε ως ποιητής, δεν θα συνέβαινε μια τέτοια συνεργασία. Δεν βάζω την τέχνη πάνω από τις ανθρώπινες σχέσεις, δεν λέω αυτό. Όμως, όσον αφορά στο έργο μου, κραταιή δύναμη είναι πάντα η τέχνη, η ποιότητα. 
 
Υπάρχει επίσης μια ανοιχτή συνεργασία με τη Μαρία Φαραντούρη. Έχουμε σκεφτεί να διασκευάσουμε την Τρίτη Πόρτα του 2000 με ηλεκτρονικά και πιο σύγχρονο ήχο και να την ξαναδώσουμε στο κοινό, καθώς περιέχει ωραία τραγούδια. Τότε δεν είχα κάνει εγώ την ενορχήστρωση, για λόγους πολύ προσωπικούς. Σκεφτόμαστε όμως και μια πλατύτερη συνεργασία, να φτιάξω δηλαδή και κάτι καινούργιο για εκείνη. Την αγαπώ πολύ τη Μαρία, αποτελεί τεράστιο κεφάλαιο.