Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Cyanna. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Cyanna. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10 Ιουλίου 2020

Cyanna - συνέντευξη (2008)


Όταν ανέλαβα να συναντήσω τους Cyanna στις αρχές του 2008, ήταν για μένα μία ακόμα δημοσιογραφική αποστολή για το περιοδικό Sonik· όπου και πρωτοδημοσιεύτηκε η κάτωθι συνέντευξη, η οποία αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. 

Δεν ήξερα ωστόσο τι να περιμένω, καθώς η μπάντα είχε εκπέμψει μπερδεμένα σινιάλα. Μπήκαν δηλαδή στη δισκογραφία το 2004 με ένα ελληνόφωνο άλμπουμ που λίγοι είχαν ακούσει (άγγιξέ.το, στην Olonmusic), μετά έκαναν μια κίνηση αλλαγής προφίλ εμφανιζόμενοι στη 2η μέρα του Synch Festival 2005 στο Λαύριο, ύστερα βρέθηκαν νικητές του διαγωνισμού Coca Cola Soundwave (2007). Κάτι που μάλλον μετρούσε για τη Sony, ώστε να τους «σερβίρει» με ένα πιο φιλικό προς τους πολλούς προφίλ, μα –ας είμαστε ειλικρινείς– δεν απασχόλησε κανέναν σοβαρό μουσικόφιλο. Όταν πάντως κανονίσαμε να βρεθούμε, το γκρουπ δήλωνε έτοιμο να ξαναχτυπήσει με έναν αγγλόφωνο δίσκο (Just A Crash, 2008), καβαλώντας το κυρίως κύμα του τότε alternative. 

Από εκείνη τη συνάντησή μας, θυμάμαι σήμερα δύο πράγματα: ότι άκουσα για πρώτη φορά το όνομα των Planet Of Zeus και ότι κύριος λόγος που «ξεκλείδωσα» ήταν ο συνιδρυτής και βασικός τραγουδιστής Spyreas Sid (Σπύρος Σιδηρόπουλος). Ένας πολύ καλός συνομιλητής, ο οποίος διέθετε μουσικό μα και γνωστικό υπόβαθρο που υπερέβαινε τον ορίζοντα όσων αποτυπώνονταν στο Just A Crash. Κάτι που νομίζω αποδείχθηκε και στη συνέχεια, ίσως περισσότερο μετά τη διάλυση των αρχικών Cyanna και την αναδραστηριοποίησή τους υπό το όνομα Cyanna Mercury: «Πατερημά και αρχαιολατρείες, ηλεκτρικές κιθάρες, μπουζούκια και σαντούρια, οι Doors και οι Aphrodite's Child, σε ένα εγχώριο ντεμπούτο με τόλμη, όραμα και ρίσκο», έγραψε το 2016 στο Avopolis ο Μιχάλης Τσαντίλας για το άλμπουμ Archetypes, πιάνοντας εύστοχα όσα συνέβαιναν εκεί. 

Στα μετέπειτα χρόνια δεν ξανασυναντηθήκαμε δημοσιογραφικά με τον Σπυρέα, αλλά μιλήσαμε συχνά σε φιλικό, προσωπικό επίπεδο, κάνοντας πάντοτε ενδιαφέρουσες και πλούσιες σε νοήματα συζητήσεις.

* και οι δύο φωτογραφίες που χρησιμοποιούνται εδώ, είναι της La Boheme

Τι τρέχει αλήθεια με το όνομά σας; Υπάρχει ένα μικρό μυστήριο γύρω από το νόημα του Cyanna…

Το Cyanna είναι υπαρκτό όνομα, απαντάται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και down under, στην Αυστραλία. Το είδαμε γραμμένο στο ίντερνετ, σαν nickname. Ακουγόταν πολύ καλά και έφερνε και στο μυαλό λέξεις που μας αρέσανε. Το Άννα, ας πούμε, είναι συμβολικό όνομα –το κατ' εξοχήν γυναικείο όνομα, θα λέγαμε– ενώ υπάρχει και μια παραπομπή στις ελληνικές λέξεις κυανό και κυάνιο, ως κάτι το οποίο μπορεί να είναι και όμορφο και θανατηφόρο. Κάποτε μάλιστα λεγόμασταν Cyanna Mercury, από το κυανιούχος υδράργυρος, αλλά κόψαμε το Mercury για συντομία και ονομάσαμε τελικά έτσι το στούντιό μας. Cyanna είναι η μούσα μας, χρειάζεται και μια γυναίκα στο γκρουπ. Επειδή όμως δεν υπάρχει χώρος για κάτι τέτοιο, η γυναικεία παρουσία μπαίνει μ’ αυτόν τον τρόπο. Πάνω από όλα, πάντως, ακούγεται ωραία και είναι πρωτότυπο.

Το Just A Crush περιέχει ένα δυναμικό μείγμα από rock κιθάρες και ηλεκτρονικά στοιχεία. Θεωρείτε ότι, ως ηχητική πρόταση, καλύπτει ένα δισκογραφικό κενό στην Ελλάδα; Ή υπάρχουν κι άλλες μπάντες γύρω, με τις οποίες νιώθετε συγγενείς; 

Όχι, δεν υπάρχουν νομίζουμε άλλοι που να έχουν πάρει τέτοια στοιχεία από το rock και τέτοια στοιχεία από το electro, όπως εμείς. Γιατί πήραμε σκληρά στοιχεία από το rock και από την ηλεκτρονική πλευρά δεν κρατήσαμε καθόλου 1990s: πήγαμε κατευθείαν στις τελευταίες τάσεις. Πειραματιζόμασταν με αυτόν τον ήχο εδώ και χρόνια. Πλέον έχουν βγει κι άλλες μπάντες οι οποίες κάνουν απόπειρες παντρέματος rock και electro, ως τώρα όμως καμία που να το κάνει με τον δικό μας τρόπο. 

Εμάς μας ενδιαφέρει να πλάσουμε τον προσωπικό μας ήχο και όχι απλώς κάτι που δεν υπάρχει στην Ελλάδα –δεν μας φτάνει αυτό– μα κάτι που να μην υπάρχει πουθενά· να το ακούς δηλαδή και να λες, «α, Cyanna». Όχι που να μη θυμίζει κάτι άλλο, μα που να έχει να πει κάτι το καινούργιο, το οποίο δεν έχει ειπωθεί ξανά. Αυτό θεωρούμε ως σημαντικότερο γι’ αυτό κι έχουμε πετάξει αρκετά τραγούδια γράφοντας, ακριβώς επειδή είχαν ξαναειπωθεί. Στην Ελλάδα οι μπάντες αρκούνται πολλές φορές στο να καταφέρουν να ηχούν όπως π.χ. τα αγγλικά γκρουπ. Για μας το στοίχημα είναι να το παλέψεις ακόμα περισσότερο, ώστε να φτιάξεις το δικό σου πράγμα.

Για πείτε μου περισσότερα για τα ακούσματά σας. Ποιους καλλιτέχνες θα θεωρούσατε σημαδιακούς, γι' αυτό που παίζετε τώρα; 

Από τη rock πλευρά οπωσδήποτε τους AC/DC: είναι ένα κοινό σημείο αναφοράς. Και βέβαια μπάντες όπως οι Nine Inch Nails και τα δικά μας Ξύλινα Σπαθιά. Από την ηλεκτρονική πλευρά σίγουρα LCD Soundsystem, αλλά και Digitalism και Trentemøller. Γενικά μας αρέσουν καλλιτέχνες οι οποίοι κάνουν ηλεκτρονική μουσική σε μορφή τραγουδιών, γιατί μας ενδιαφέρει η ηλεκτρονική μουσική να υποστηρίζεται από στίχο και να περιέχει το ανθρώπινο στοιχείο της φωνής. Μας άρεσε επίσης και το μπαστάρδεμα των Klaxons· ήταν ίσως ό,τι πιο mainstream ακούσαμε τελευταία. 

Το δεύτερό σας άλμπουμ απέχει μίλια από το πρώτο, το ελληνόφωνο άγγιξέ.το. Όμως εσείς δουλεύατε ήδη από τότε με αγγλόφωνο στίχο, έτσι δεν είναι; 

Όλη η φάση και οι συνθήκες γύρω από το πρώτο άλμπουμ ήταν λάθος, από την αρχή. Επιλέξαμε μια εταιρεία η οποία δεν το υποστήριξε και δεν το προώθησε καθόλου, παρ' όλο που τότε φαινόταν να κάνει πράγματα. Σε σημείο να μη βρίσκεται ο δίσκος στα μαγαζιά έναν μήνα μετά την κυκλοφορία του. Επιπλέον, ενώ είχαμε 20 τραγούδια τότε, τα 11 αγγλόφωνα και τα 9 με ελληνικό στίχο, επέμενε η εταιρεία να βγει ένα άλμπουμ με τα 9 ελληνικά συν 1 μόνο αγγλόφωνο. 

Μας κόστισε αυτή η ιστορία –και όχι λόγω ελληνικού στίχου. Ο αγγλικός στίχος είναι πολύ πιο δύσκολος δρόμος, ξέρουμε τι σημαίνει να βρίσκεσαι στην Ελλάδα και να τραγουδάς αγγλικά. Μας κόστισε από την άποψη ότι ο πρώτος μας δίσκος ήταν σαν να μη βγήκε ποτέ. Σχεδόν διαλυθήκαμε τότε. Κι έτσι αρχίσαμε να κάνουμε παραγωγές και remixes για άλλους· ως το Synch του 2005, οπότε ξαναπαίξαμε ζωντανά και νιώσαμε ότι υπήρχε ακόμα νόημα. Φτιάξαμε λοιπόν τα πάντα μόνοι μας: το άλμπουμ, το artwork, μια ομάδα συνεργατών, και ύστερα διαλέξαμε εταιρεία. Και νομίζουμε πως μέτρησε κι από τη δική τους πλευρά, ότι τους πήγαμε ένα προϊόν έτοιμο. 

Οπότε δεν συμμερίζεστε μια ρομαντική άποψη την οποία έχουν άλλοι συνάδελφοί σας, ότι στις μικρές εταιρείες υπάρχει μεράκι, ενώ οι μεγάλες είναι απλώς καρχαρίες…

Αν μετρήσει αυτό ως συμβουλή από κάποιους που έχουν βγάλει δίσκο προς κάποιους οι οποίοι επιθυμούν να βγάλουν, δεν υπάρχει κανόνας. Μπορεί να πας σε μια μικρή εταιρεία που την άλλη μέρα θα κλείσει και θα σε αφήσει με τον δίσκο στο χέρι ή μπορεί να βρεις μια μικρή εταιρεία η οποία θα νοιαστεί για σένα όσο κανείς. Έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία ο άνθρωπος με τον οποίον συνεννοείσαι και το πόσο επαγγελματίας είναι, παρά το αν δουλεύει για μικρή ή για μεγάλη εταιρεία.

Επιστρέψατε πάντως πολύ δυναμικά και, ως νικητές του Coca Cola Soundwave, παίξατε και στο εξωτερικό, σε φεστιβάλ στη Γερμανία και στην Ελβετία. Τι σας άφησε η όλη εμπειρία;

Είναι απίστευτος ο επαγγελματισμός, η σοβαρότητα και το επίπεδο που υπάρχει στο εξωτερικό, ακόμα και στη μικρότερη σκηνή ενός φεστιβάλ. Στο St. Gallen στην Ελβετία μαζεύτηκαν χιλιάδες κόσμου και είχαμε και πρόσβαση σε αυτό το πλήθος. Στη Γερμανία η αλήθεια είναι ότι ήταν πιο δύσκολο, αν και παίξαμε σίγουρα σε μια φοβερή σκηνή. Δεν εμφανιστήκαμε όμως σε καλή ώρα, γιατί βγήκαμε μεσημέρι σχεδόν, την ώρα που οι Γερμανοί πίνουνε τις μπύρες τους –και θα έπρεπε κι εμείς να πίνουμε μπύρες! (γέλια) 

Όμως δεν ήταν μόνο η διοργάνωση φοβερή στο εξωτερικό, αλλά και το ενδιαφέρον που έδειξε ο κόσμος. Υπήρχαν άτομα που χόρευαν με τη μουσική μας, ενώ δώσαμε και δύο αυτόγραφα στη Γερμανία. Όλες αυτές τις εμπειρίες σίγουρα τις χρωστάμε στο Soundwave. Νομίζουμε ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο το ότι η Coca Cola επέλεξε πολύ σωστούς ανθρώπους για την κριτική επιτροπή. Ανθρώπους οι οποίοι δουλέψανε, ασχολήθηκαν με τον ήχο, την παραγωγή και τη σκηνική παρουσία κάθε συμμετέχοντα, ακούσανε με προσοχή και βοηθήσανε –σαν, ας πούμε, τη Δήμητρα Γαλάνη, η οποία μας κάλεσε και παίξαμε μαζί της στην Πάτρα· ή ανθρώπους από τον Best και τον Εν Λευκώ. Έδειξαν συγκινητική στάση και τους αισθανθήκανε πραγματικά κοντά μας. 

Ως νικητές δε του Soundwave είχαμε άλλον αέρα όταν κάτσαμε να μιλήσουμε με τις δισκογραφικές εταιρείες. Γιατί πλέον τις είχαμε απέναντί μας, δεν ήμασταν μια μπάντα που δεν την ήξερε κανείς. 

Παρακολουθείτε τι γίνεται δισκογραφικά στην Ελλάδα;

Βέβαια παρακολουθούμε και ακούμε μάλιστα διαρκώς πολύ ωραία πράγματα, άσχετα με το αν ίσως πολλά από αυτά μείνουνε τελικά στην αφάνεια. Είναι ένα κομβικό σημείο για ό,τι λέμε «αγγλόφωνη σκηνή» και το κοινό αρχίζει και στηρίζει πιο ενεργά το όλο πράγμα. Και τα hype που γίνονται, μπορεί τελικά να εξαφανίζονται, θεωρούμε όμως πως η φασαρία κάνει τελικά και καλό. Κάποιος κόσμος παραμένει δηλαδή και αφού χαθεί το hype, περιμένοντας το επόμενο. 

Αλλά όσο ωραίο κι αν είναι να γράφουμε για «αγγλόφωνη σκηνή» και όσο και αν εμπνέει ίσως κάτι τέτοιο, η πραγματικότητα είναι ότι ακόμα δεν υπάρχει σκηνή –τώρα ουσιαστικά διαμορφώνεται. Από την άλλη, υποχωρεί η ελληνόφωνη rock σκηνή και είναι λυπηρό. Έχει βαλτώσει η κατάσταση και βγαίνουν διαρκώς άνθρωποι οι οποίοι μιμούνται απλώς τους προηγούμενους, δίχως να παράγουν τίποτα το καινούργιο. Και μένοντας οι ίδιοι 15 χρόνια πίσω, δεσμεύουν και τον ελληνικό στίχο: καταλήγει να ταυτίζεται μαζί τους και να αποκλείεται έτσι από κάθε εξέλιξη. 

Για το άμεσο μέλλον, τι σχέδια έχετε κάνει;

Μέσα στο επόμενο δίμηνο θα βγούνε 2 δικά μας remixes. Το ένα θα κυκλοφορήσει επίσημα, για το άλλο θα δούμε. Και τα δύο πάντως ήταν δύσκολες περιπτώσεις. Το ένα μπορούμε να το ανακοινώσουμε, είναι για μια ελληνική μπάντα που έχουμε ξεχωρίσει με stoner/southern rock ήχο, τους Planet Of Zeus, οι οποίοι υπόγραψαν μάλιστα με μια αγγλική εταιρεία. 

Πέρα από αυτά, το μόνο μας μέλημα είναι τα live. Θέλουμε να φτάσει στον κόσμο η μουσική μας. Η καλλιτεχνική δημιουργία έχει νόημα μόνο όταν φτάνει στο κοινό, άσχετα με το αν θα αρέσει ή θα απορριφθεί. Αλλιώς σε πνίγει. Ειδικά εμείς, ακριβώς λόγω των όσων περάσαμε με το προηγούμενό μας άλμπουμ, έχουμε μια παραπάνω ευαισθησία για το θέμα.