Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Gatti Daniele. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Gatti Daniele. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23 Μαρτίου 2021

Royal Concertgebouw Orchestra - ανταπόκριση (2016)


Στρογγυλά 30 χρόνια έκλεισε αυτές τις μέρες το Μέγαρο Μουσικής, από όταν άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στο κοινό (Μάρτιος του 1991). Το οικείο (πλέον) κτήριο άρχισε να κατασκευάζεται το 1976, ύστερα από μια ιδέα της Αλεξάνδρας Τριάντη, η οποία ήταν ιδρύτρια του συλλόγου Φίλοι της Μουσικής. 

Πρόκειται για έναν οργανισμό που δεν μπόρεσε να ζήσει απαλλαγμένος από ...περιπέτειες οικείες δυστυχώς στη χώρα μας: δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια άλλωστε από τότε που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των δημοσιευμάτων, λόγω των χρεών του στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (δάνειο 2003) και στην Εθνική Τράπεζα (δάνειο 2007). Τα οποία δεν μπορούσε να αποπληρώσει, με αποτέλεσμα να κρατικοποιηθεί το 2016.

Πρόκειται όμως και για έναν οργανισμό που έχει προσφέρει σημαντικές συναυλιακές συγκινήσεις στο μουσικόφιλο κοινό. Έστω κι αν εντύπωσε και μια αίσθηση απόστασης –με πρόσημο τόσο ηλικιακό, όσο και ταξικό– η οποία επιμένει φοβάμαι, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες να γεφυρωθεί. 

Με τα συν και τα πλην, πάντως, το Μέγαρο Μουσικής έχει λόγους να γιορτάζει και έχει ήδη ξεκινήσει, παρουσιάζοντας την Καμεράτα στην περίφημη 9η Συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν με όργανα εποχής –κάτι που γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η συναυλία αυτή θα επαναληφθεί και το Σάββατο 27 Μαρτίου, σε διαδραστική προβολή 360°. Ενδιάμεσα, βέβαια, θα τιμηθεί και η επέτειος της 25ης Μαρτίου με τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν σε πλήρη ανάπτυξη, από το ανδρικό φωνητικό σύνολο ΜΕΙΖΟΝ. 

Όσο για μας, τιμούμε τα γενέθλια αυτά με μια επαν-επίσκεψη σε ένα αξέχαστο στιγμιότυπο, το οποίο αποτελεί συνάμα και χαρακτηριστικότατο παράδειγμα συναυλίας που χωρίς το Μέγαρο Μουσικής δύσκολα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ο λόγος για τη βραδιά της 26ης Οκτωβρίου 2016, όπου στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» πρωταγωνίστησε η Royal Concertgebouw Orchestra της Ολλανδίας, σε διεύθυνση Daniele Gatti. Η οποία έκανε πραγματική επίδειξη δύναμης, επιβεβαιώνοντας ότι είναι (όπως λέγεται) μία από τις καλύτερες ορχήστρες στον κόσμο. Παράλληλα, έθεσε νομίζω και το μέτρο με το οποίο πρέπει να κρίνονται ανάλογα θεάματα, πόσο μάλλον από δικά μας σύνολα που προσπαθούν να διευρύνουν το καλλιτεχνικό τους αποτύπωμα. 

Η κάτωθι ανταπόκριση πρωτοδημοσιεύτηκε το 2016 στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Ως «δεύτερη καλύτερη» ορχήστρα του κόσμου πίσω από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου λογίζεται η Βασιλική Ορχήστρα Κονσέρτχεμπαου (όπως προφέρεται) του Άμστερνταμ, σύμφωνα με πρόσφατο διεθνές πάνελ διακεκριμένων κριτικών κλασικής μουσικής. Και δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης αυτής της παγκόσμιας κλάσης της στο γεμάτο (μα όχι sold-out) Μέγαρο Μουσικής, όπου χειροκροτήθηκε με δικαιολογημένο ενθουσιασμό, αριστεύοντας σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό πρόγραμμα, υπό την εκφραστικότατη διεύθυνση του νέου της καλλιτεχνικού διευθυντή Daniele Gatti. 

Η έναρξη της βραδιάς είχε μάλιστα και ελληνικό χρώμα, αφού θέσεις της ορχήστρας δόθηκαν σε μέλη της νεότευκτης (2015) MOYSA, της Συμφωνικής δηλαδή Νέων του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Μαζί, οι διακεκριμένοι διεθνείς σταρ και τα καινούρια ταλέντα του τόπου μας παρουσίασαν το Πρελούδιο της όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ Οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης (1862): ένα φανταχτερό δείγμα από τα μουσικά θέματα της τελευταίας, που όμως απαιτεί προσοχή σε ορισμένες συναισθηματικές απολήξεις της παρτιτούρας, ιδίως όσες σχετίζονται με τον ρόλο των πνευστών και με τον λυρισμό των βιολιών. Το αποτέλεσμα της συνύπαρξης υπήρξε αρμονικότατο και το κοινό καμάρωσε εμφανώς τα παιδιά από τη MOYSA, ενώ και ο Gatti έδειξε θερμός, πέρα νομίζω από τυπικότητες.

Για τους Ολλανδούς, βέβαια, αυτό δεν ήταν παρά ένα χαλαρό προοίμιο. Γιατί, μόλις παρατάχθηκαν σε πλήρη σύνθεση, βούτηξαν αμέσως στα βαθιά, αφήνοντάς μας αποσβολωμένους στις θέσεις μας με τις επιδόσεις που έπιασαν στα αποσπάσματα από το "Λυκόφως των Θεών", τελευταίο μέρος του περίφημου βαγκνερικού έπους Το Δαχτυλίδι των Νίμπελουνγκ. Διακριτική όταν χρειάστηκε, με παύσεις γεμάτες αναμονή και με εξάρσεις τρομερές, πλήρως εναρμονισμένες με το μεγαλεπήβολο και θεαματικό στυλ του Γερμανού συνθέτη, η Βασιλική Ορχήστρα Κονσέρτχεμπαου ακολούθησε τον Ζήγκφριντ στο ταξίδι του στον Ρήνο και τον αποχαιρέτησε με ενάργεια και με την πρέπουσα «δόξα» όταν πέθανε, θανάσιμα τραυματισμένος από τον Χάγκεν, με τις τελευταίες του σκέψεις να στρέφονται στη Μπρουνχίλντε. Ήταν μια εκτέλεση συναρπαστική. 

Το δεύτερο μέρος άνοιξε με Γκούσταβ Μάλερ, με το adagio από την περιπετειώδη 10η Συμφωνία (1910), τελευταίο έργο της ζωής του, που έμελλε βασικά να συμπληρωθεί και ολοκληρωθεί σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατό του. Εδώ ο Gatti υπήρξε μοναδικός, φτάνοντας την κινησιολογία του επί του πόντιουμ στο απόγειο της εκφραστικότητάς της, οδηγώντας τους μουσικούς του στο συναισθηματικό βένθος ενός έργου που –απηχώντας την υπαρξιακή κρίση του δημιουργού του– φτάνει στα σύνορα του ατονικού, μοντέρνου κόσμου και χρειάζεται έτσι λεπτές αποχρώσεις σε πολλά σημεία. Τόσο συνεπήρε το κοινό η καταπληκτική απόδοση όλων των παραπάνω, ώστε ορισμένοι έσπευσαν να χειροκροτήσουν και να φωνάξουν λίγα (κρίσιμα) δευτερόλεπτα πριν το σωστό σβήσιμο, αναγκάζοντας τον Gatti να τεντώσει το δεξί του χέρι με νόημα προς την πλατεία, σταματώντας τους. 

Και κλείσαμε με Alban Berg, με τα "Τρία Κομμάτια για Ορχήστρα, Έργο 6", σε μία ακόμα διαφήμιση των ικανοτήτων της Κονσέρτχεμπαου, με βιολιά, φαγκότα και κρουστά να φτάνουν σε δυσθεώρητα κρεσέντο και με το σύνολο των μουσικών της να μοιάζει συχνά με κύμα, έτσι όπως συντονιζόταν σύσσωμο με μία από τις πλέον περίπλοκες παρτιτούρες στην ιστορία της λόγιας σύνθεσης. Η οποία προστάζει συχνές αλλαγές στο τέμπο και ζητεί ιδιαίτερη προσοχή από το ακροατήριο, ώστε να γίνουν διακριτές όλες οι μικρές μα φοβερές λεπτομέρειες, όπου κάπου απηχείται και ο Μάλερ –πράγμα που ένωσε με μια νοητή γραμμή όλες τις στάσεις του ρεπερτορίου. 

Ο τελικός, εκκωφαντικός και οριστικός χτύπος του γιγάντιου σφυριού οδήγησε την πλατεία του Μεγάρου σε πανζουρλισμό ιαχών και χειροκροτημάτων. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει διαφορετικό φινάλε, άλλωστε, μετά από μια τέτοια βραδιά. Μας χρειάζονται τέτοιες συναυλίες στην Ελλάδα, γιατί κοινό και κριτικοί έχουμε χάσει το αληθινό μέτρο των πραγμάτων, γενόμενοι υπέρ το δέον επιεικείς (ή, έστω, ενθουσιώδεις) με εγχώριες και μη ορχήστρες που απέχουν στην πραγματικότητα πολύ από όσα λέγονται/γράφονται για εκείνες –οπότε ο πήχης ξαναμπαίνει στη θέση του και ίσως ορισμένοι τουλάχιστον να το ξανασκεφτούμε. Σε κάθε περίπτωση, χρωστάμε ανυπολόγιστες ευχαριστίες στον ανώνυμο (κατ' επιθυμία του) συμπατριώτη μας του εξωτερικού, ο οποίος χορηγεί ευγενώς την έλευση τέτοιων δρώμενων στην Αθήνα των καιρών μας.