31 Μαΐου 2021

Στην Ταράτσα του Φοίβου Δεληβοριά - ανταπόκριση (2018)


Μία ακόμα Ταράτσα στήνει ο Φοίβος Δεληβοριάς για τη σταδιακή μας επιστροφή στις συναυλίες, «με ασφάλεια, αποστάσεις και όλα τα απαραίτητα μέτρα» όπως διευκρινίζεται στα σχετικά δελτία Τύπου. 

Πρεμιέρα Πέμπτη 10 Ιουνίου, στο Άλσος πλέον, όπου και θα λαμβάνει χώρα κάθε Πέμπτη στη συνέχεια. Ήδη μάλιστα έχουν ανακοινωθεί και οι καλεσμένοι του καλοκαιριού, ανάμεσα στους οποίους ξεχώρισα προσωπικά τον Χρήστο Νικολόπουλο (24 Ιουνίου), την Καίτη Γαρμπή (8 Ιουλίου) και τον Γιώργο Μαργαρίτη με τον Δημήτρη Μεντζέλο (αμφότεροι στις 22 Ιουλίου).

Είχαμε περάσει θαυμάσια στην Ταράτσα του Φοίβου, όταν την επισκεφτήκαμε με τη Χριστίνα τον Ιούνιο του 2018 –στην Ιερά Οδό, τότε. Ήταν πρεμιέρα εκείνης της σαιζόν και η βραδιά περιλάμβανε κι ένα αφιέρωμα στον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Και, για έναν τύπο σαν κι εμένα, που βρίσκει ξεχειλωμένες τις συνήθεις διάρκειες των ζωντανών προγραμμάτων, ήταν απροσδόκητο να μην κοιτάξω το ρολόι μου στις 3 ώρες του σόου. Είδαμε βαριετέ υψηλών προδιαγραφών και φύγαμε με πλήρη κατανόηση του γιατί είχε αποκτήσει δυναμική ορόσημου για τη βραδινή διασκέδαση της σύγχρονής μας Αθήνας.

Μια ανταπόκριση γράφτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με την αφορμή της νέας πρεμιέρας, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Δημήτρη Μακρή και προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο


Επί 3 ώρες, δεν κοίταξα ούτε στιγμή το ρολόι. Και ας ίσχυαν για την πρεμιέρα της φετινής Ταράτσας του Φοίβου όλες οι γνωστές παράμετροι που συναντάτε στις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις των συναυλιών –ναι, ήταν καθημερινή, ναι ήταν και εργάσιμη, άρα είχα κι εγώ κάμποση δουλειά πριν και δεν προσήλθα «φρέσκος»· ναι, δεν άρχισε 21.00 αλλά περίπου 21.20. 

Μικροπράγματα, ίσως πείτε. Αντί να μας γράψεις για τη δράση, τα σκετς, τα κοστούμια, τα σκηνικά, το πρόγραμμα, για τον Φοίβο Δεληβοριά, για το άστρο του Θανάση Αλευρά, εσύ μας λες για το ρολόι σου. Μικροπράγματα, μπορεί... Αλλά ξέρετε τι λένε για τις λεπτομέρειες και τον Διάβολο. Και απ' όλες τις λεπτομέρειες, αυτή είναι η πιο κρίσιμη. 

Γιατί; Επειδή πιστοποιεί αμέσως-αμέσως δύο βασικά συμπεράσματα για την Ταράτσα του Φοίβου, τα οποία έχουν να κάνουν με τη βαθύτερη υπόστασή της. Με την αιτία δηλαδή που δεν είναι απλά άλλο ένα ωραίο πρόγραμμα σε μία ιδιότυπη μουσική σκηνή, μα μία πρόταση διασκέδασης στην οποία, πέρα από τη σκέψη, τη φροντίδα και τον επαγγελματισμό, θα διακρίνεις και τη ζωντανή της σχέση με τις ρίζες της. 

Θέλω να πω ότι η Ταράτσα του Φοίβου έχει μεγάλη επίγνωση του τι είναι –να το ένα συμπέρασμα, το πιο άμεσο. Το είπε ο ίδιος ο Δεληβοριάς, στο τμήμα της πρεμιέρας που ήταν αφιερωμένο στον Λουκιανό Κηλαηδόνη: πρόκειται για ένα εγγόνι του. Εκεί στα ψηλά της Ιεράς Οδού έχει φτιάξει δηλαδή έναν μακρινό απόγονο της Μάντρας, των Πεύκων, της Όασης, του Αλκαζάρ, του Άλσους, της Κεφάλας του Αρία· ένα σύγχρονο βαριετέ, το οποίο εμπεριέχει τα λαϊκά αναψυκτήρια, τον Κηλαηδόνη της Βουλιαγμένης, όλα όσα διαμόρφωσαν τον ίδιο τον τραγουδοποιό από την εγχώρια εμπειρία και τις διεθνείς περιπλανήσεις των αυτιών του. Και βαριετέ σημαίνει –πάνω απ' όλα– ότι ο θεατής δεν πρέπει να στρέφει το βλέμμα μακριά από τη σκηνή, άσχετα αν εκεί έχει τραγούδι, πρόζα, ομαδικά σκετς, ζογκλέρ ή χορευτικά. Άσχετα αν ακούει μια ηλεκτρισμένη, rock εκτέλεση στο "Η Κική Κάθε Βράδυ" ή βλέπει τον Αλευρά να διηγείται στο κοινό τι γινόταν σε μια άλλη δεκαετία, όταν ο κόσμος πάρκαρε στη Συγγρού και πήγαινε γονατιστός όχι στην Παναγιά της Τήνου, αλλά στην Άντζελα Δημητρίου. 

Το δεύτερο συμπέρασμα (το πιο έμμεσο, ας το πούμε), έχει να κάνει με την ικανότητα του Δεληβοριά να ανακατεύει την τράπουλα, ανανεώνοντας την πίστη των παλιών και κερδίζοντας την εκτίμηση της νεότερης γενιάς. Το απέδειξε το ηλικιακά μεικτό κοινό το οποίο κατέκλυσε την Ταράτσα στη φετινή της πρεμιέρα: μόνο το δικό μου τραπέζι να κοίταγα, καθόμουν μαζί με άτομα καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερά μου και καμιά εικοσαριά μικρότερά μου. Ποτέ βέβαια δεν του έλειπε η ευφυΐα του Δεληβοριά. Αλλά εδώ μιλάμε κυρίως για αντανακλαστικά: για ένα καλλιτεχνικό ένστικτο που του επιτρέπει να παραμένει σχετικός, διατηρώντας συνάμα ό,τι τον κάνει «οικείο». Ίσως το καταφέρνει επειδή στίβει το μυαλό του για το πώς θα βάλει καινούρια ρούχα σε όσα τον καίνε διαχρονικά, αντί να τρέχει να καβαλήσει το τάδε χιπ τρένο ή να κάνει τα καραγκιοζιλίκια του Jean Luc Godard στα ύστερα 1960s. 

Επιπλέον, ο Δεληβοριάς δεν είναι μοναχικός ταξιδιώτης. Μπορεί η Ταράτσα να φέρει το δικό του μικρό όνομα, μπορεί να λάμπει ως αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής κάνοντας μιμήσεις του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Νίκου Πορτοκάλογλου, τραγουδώντας τον "Καθρέφτη" ή κρατώντας τον ρόλο του κονφερασιέ, μα δίπλα του έχει μια πολυάριθμη ομάδα συντελεστών. Και είναι όλοι τους ένας κι ένας. Η ορχήστρα, πρώτα-πρώτα: Θοδωρής Κότσυφας στις κιθάρες, Yoel Soto στο μπάσο, Σωτήρης Ντούβας στα τύμπανα και Κωστής Χριστοδούλου στα τύμπανα. Μουσικοί εκλεκτοί, ικανοί να δώσουν στην παράσταση ό,τι ακριβώς πρέπει, είτε «πειράζουν» την ενορχήστρωση στη "Μπόσα Νόβα Του Ησαΐα", είτε παίζουν το "Fuego" της Ελένης Φουρέιρα. 

Μετά είναι ο βασικός θίασος. Ο θαυμάσιος μίμος Alex De Paris (κατά κόσμον Αλέξανδρος Χωματιανός) δεν χρειάζεται να πει κουβέντα για να σε κρατήσει στα σκετς του. Η La Dandizette κλέβει την παράσταση ακόμα και από τον Δεληβοριά όταν εμφανίζεται ως Μεσογειακή Αφροδίτη με φόντο ένα τεράστιο, πολύχρωμο κοχύλι, πετυχαίνοντας να γεφυρώσει τα μπουρλέσκ της Belle Époque με μια ρετρό αισθητική που διαθέτει και κάτι από τα αμερικάνικα 1950s. Και η Νεφέλη Φασούλη φέρνει επί σκηνής τη δροσιά της, αν και θα πρέπει νομίζω –στα δεδομένα πλαίσια του ρόλου της– να βρει τον απαραίτητο χώρο έκφρασης και για κάτι λιγότερο «νιάου νιάου». 


Άφησα τον Θανάση Αλευρά για ξεχωριστή μνεία, γιατί γίνεται βαρύ πυροβολικό σε πολλά σημεία, παίρνοντας την παράσταση στους ώμους του. Η εξέλιξή του μέσα στα χρόνια είναι ραγδαία και φέτος νομίζω βρίσκεται στα καλύτερά του: και στα αέρινα χορευτικά –πρέπει να τον δείτε στο "Single Ladies (Put Α Ring Οn It)" της Beyoncé– και στις πρόζες και στις περιστάσεις όπου γίνεται δίδυμο με τον Δεληβοριά. Έχοντας ενσωματώσει τον θυελλώδη Γιώργο Μαρίνο της Μέδουσας, στέκεται ως σύγχρονος κωμικός/πολυεργαλείο. Το γεγονός επίσης ότι απέναντι σε μια τέτοια performance δεν έσβησε από τη μνήμη μας η guest παρουσία της ομάδας Κωμικό Μπουμ νωρίς στην παράσταση (Δημήτρης Μακαλιάς, Ζήσης Ρούμπος, Γιάννης Σαρακατσάνης & Γιώργος Αγγελόπουλος), σημαίνει ότι τα πήγαν κι εκείνοι μια χαρά. 

Η πρεμιέρα, όμως, επεφύλασσε κι ένα αφιέρωμα στον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον «δικό μας βασιλιά της Αθήνας», όπως τον χαρακτήρισε ο Δεληβοριάς. Και ήταν ένα ωραίο και φροντισμένο αφιέρωμα, στο οποίο ζωντάνεψαν ξανά τραγούδια σαν τον "Ύμνο Των Μαύρων Σκυλιών", το "Είμαι Ένας Φτωχός Και Μόνος Καουμπόι", το "Κάπου Την Έχουμε Πατήσει", το "Είδα Τη Ρίτα" ή το "Πού Βαδίζουμε Κύριοι;", δίνοντάς μας την ευκαιρία να στοχαστούμε ξανά στο πόσο αβίαστα έβρισκε ο δημιουργός τους μαγικούς σχεδόν κωδικούς διασύνδεσης μιας άμεσα αναγνωρίσιμης μικροαστικής καθημερινότητας με την οπτική και τα αιτήματα μιας νεολαίας που σκεφτόταν έξω από τα καλούπια της. Ως συγγενής τραγουδοποιός, ο Φοίβος Δεληβοριάς δεν θα μπορούσε παρά να τον τιμήσει επάξια. 


Χώρια που το αφιέρωμα επεφύλασσε και Αφροδίτη Μάνου, να γίνεται αληθώς συγκλονιστική Μαίρη Παναγιωταρά καθώς ερμήνευε το "Μια Μέρα Μιας Μαίρης", αλλά και Μαρία Κηλαηδόνη: τη μικρότερη κόρη του εκλιπόντος τραγουδοποιού, η οποία κέρδισε εντυπώσεις και χειροκροτήματα με το τρακ της, την κρυφή συγκίνησή της καθώς παίζονταν τα τραγούδια του πατέρα της, αλλά και με το δικό της "Ηράκλειο". Ένα ωραίο άσμα με δεληβοριο-κηλαηδονική συνταγή και ελαφριούς country απόηχους. 

Οπωσδήποτε, μία παράσταση που αλλάζει πρόσωπα στην τρίμηνη διάρκειά της θα κριθεί εν τέλει συνολικά. Ασφαλή συμπεράσματα μπορεί λοιπόν να βγάλει μόνο όποιος πάει σε όλες ή έστω στις περισσότερες ημερομηνίες. Με βάση πάντως τα όσα είδα στην πρεμιέρα, ίσως κάποτε έρθουν καιροί στους οποίους η Ταράτσα θα μνημονεύεται ως ορόσημο της αθηναϊκής βραδινής διασκέδασης. Ακόμα κι αν μιλάμε για μια εποχή κατακερματισμένη σαν τη σημερινή, η οποία τείνει σε μικρές, προσωπικές αφηγήσεις με (εξ ορισμού) περιορισμένο ορίζοντα, έχοντας εν πολλοίς πάψει να παράγει κοινά σημεία αναφοράς με ευρεία απήχηση.



27 Μαΐου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 22 Μαΐου 2021


Και τι δεν είχε το «περιβόλι» της Συχνοτικής Συμπεριφοράς για τις 22 του Μάη –για εμβολιασμένους και μη. 

Και αν έχει όντως ο Τόλης Βοσκόπουλος τη "Σωστή Απάντηση" αναρωτηθήκαμε και ...καψουρόσκονη τρίψαμε παρέα με τον Κώστα Μοναχό και τις προβλέψεις της Λίτσας Πατέρα για έλευση εξωγήινων θίξαμε. 

Αλλά και τη μουσική παράδοση των Παξών συζητήσαμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα (όπως τη σύστησε μέσω ΕΡΤ3 ο ακαταπόνητος Γιώργης Μελίκης) και ελεγείες του Λουκιανού μελοποιημένες από τους Άβατον παίξαμε και πολιτικά θρίλερ από τη Γουατεμάλα είδαμε, ενώ σταθήκαμε και στο «Καλό Μεσημεράκι» του Νίκου Μουτσινά.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Μέρος 3 - Ντο Δίεση Ελλάσσων Μέτριος Ρυθμός
2. JOURNEY: City Of The Angels
3. ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ & ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ: Η Σκακιέρα (πρόβα στο σπίτι του συνθέτη, 1986)
4. TOM WAITS: Way Down In The Hole
5. ΑΒΑΤΟΝ: Τοῖσι Μέν Εὖ
6. ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ: Πελεκιάτικος
7. GABY MORENO: La Llorona De Los Cafetales
8. CESÁRIA ÉVORA: Tudo Tem Se Limite 
9. ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ: Τι Σου Λέει Η Μάνα Σου
10. LYNYRD SKYNYRD: That Smell
11. ALICE COOPER: Love's A Loaded Gun
12. PETER FRAMPTON: Show Me The Way
13. ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΧΟΙΝΑΣ: Συγκοινωνούντα Δοχεία
14. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΦΑΣΗΣ: Καψουρόσκονη
15. MECHANIMAL & ΘΕΚΛΑ ΤΣΕΛΕΠΗ: Είναι Το Φάντασμα
16. ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΝΙΔΙΑΤΗΣ & ΒΟΥΛΑ ΓΚΙΚΑ: Ξημέρωσε Καλή Μου
17. ΤΟΛΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η Σωστή Απάντηση
18. PSYCHIC TV: The Orchids



26 Μαΐου 2021

Ta hard & heavy μπλουζάκια του Φοίβου και ένα παλιότερο κείμενο (2012)


Παρά τα ονόματα που επιστρατεύτηκαν για την παρουσίαση (Ελένη Φουρέιρα) και την κριτική επιτροπή (Γιώργος Αρσενάκος, Καίτη Γαρμπή, Γιάννης Πλούταρχος & Φοίβος), το ρεάλιτι/talent show House of Fame νομίζω ότι δεν πήγε όσο καλά ανέμεναν οι ιθύνοντές του στον ΣΚΑΪ. Φάνηκε μάλιστα εξαρχής ότι είχε πρόβλημα, γιατί οι επιλεγμένοι συμμετέχοντες ήθελαν πολλή δουλειά (για την οποία δεν υπήρχε ο χρόνος), ενώ συχνά διαγωνίζονταν με τραγούδια εκτός των όποιων δυνατοτήτων τους.

Παρά ταύτα, μέλλει πιστεύω να το θυμόμαστε χάρη στον Φοίβο, που έκλεψε την παράσταση τόσο με τα hard rock/heavy metal μπλουζάκια τα οποία φόραγε (Saxon όπως στη φωτογραφία λ.χ., αλλά και Manowar, Iron Maiden, Ratt, Metallica), όσο και με τις εύστοχες, απολαυστικά σκληρές κριτικές του, οι οποίες κάθε άλλο παρά αυτιά χάιδευαν. Ενίοτε, επίσης, διηγήθηκε και απολαυστικές ιστορίες: για το πώς π.χ. γνώρισε τον Τόλη Βοσκόπουλο ή με τον Νίκο Καρβέλα, στον οποίον τηλεφωνά και λέει «γεια σου θεέ μου», για να του απαντήσει εκείνος «γεια σου πιστέ μου». Ήδη πολύς κόσμος που βαριόταν να κάτσει να δει όλο το σόου ή δεν ενδιαφερόταν καν, αναζητά τέτοια στιγμιότυπα σε ξεχωριστά κλιπάκια στη σελίδα του ΣΚΑΪ ή/και στο YouTube.

Καλλιτεχνικά μιλώντας ο Φοίβος είναι περίπτωση δημιουργού που έχει συνδεθεί με τρομερά λαοφιλείς επιτυχίες, μα στέκει πλήρως σχεδόν απαξιωμένος στο στερέωμα της «σοβαρής» κριτικής. Κάποια στιγμή, ωστόσο, η τελευταία θα πρέπει να διεκδικήσει όντως τη σοβαρότητα που επικαλείται και να ασχοληθεί μαζί του (όπως και εν γένει με ό,τι αποκαλούμε ποπ ή mainstream). Όχι συμβιβαστικά, αλλά με το ίδιο ακριβώς πνεύμα που κι εκείνος έγινε κριτικός, μετέχοντας στο House of Fame. Αποκαλύπτοντας δηλαδή τα αισθητικά του ναδίρ, αλλά παραδεχόμενη και τα ωραία τραγούδια τα οποία έγραψε, καθώς και την ευφυΐα που συχνά επέδειξε, ακόμα κι όταν υφάρπαζε οφθαλμοφανώς διεθνείς συνθέσεις –αξέχαστο στιγμιότυπο το "Gucci Φόρεμα".

Μια τέτοια απόπειρα έκανα τον Σεπτέμβριο του 2012, έστω κι αν εκ των συνθηκών έμεινε περιορισμένη στα όρια και στα πλαίσια μιας συναυλιακής ανταπόκρισης, αφού πήγα στο Ολυμπιακό Στάδιο για να παρακολουθήσω την παράσταση 20 Χρόνια Φοίβος. Το κείμενο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και τώρα, καθώς το House of Fame φτάνει στο φινάλε αυτή την εβδομάδα, αναδημοσιεύεται κι εδώ. Με αισθητικής φύσης μικροτροποποιήσεις, αλλά και με κάποιες αναγκαίες αλλαγές/διασαφηνίσεις, καθώς ήταν ενάμιση χρόνο μετά που έμαθα κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες ως προς την προσέλευση, μιλώντας με άνθρωπο της εγχώριας συναυλιακής πραγματικότητας που γνώριζε καλά τα τι και πώς του παρασκηνίου.

Θα το γράψω επίσης εγώ κι ας σπάσουν μερικά αβγά, δεν πειράζει. Για την ανταπόκριση αυτή, οι άνθρωποι που είχαν τότε το promo της συναυλίας –οι οποίοι μου είναι και συμπαθείς, μάλιστα– έστειλαν έπειτα να με ευχαριστήσουν. Ωστόσο όταν τους ζήτησα δημοσιογραφική πρόσκληση, αρνήθηκαν να μου δώσουν: με διάφορες ευγενομανατζερίστικες προσπάθειες, με άφησαν στο περίμενε της τελευταίας στιγμής. Δεν ξέρω αν αυτά πιάνουν σε άλλους δημοσιογράφους και «δημοσιογράφους», εγώ πάντως ούτε καν τους ξανάστειλα κάτι. Πήρα εισιτήριο και πήγα.

Όσο για τα hard & heavy μπλουζάκια του Φοίβου, που έδωσαν τον τίτλο της παρούσας ανάρτησης και τόσο εξέπληξαν κάποιους, αντανακλούν μια πραγματικότητα μουσικών προτιμήσεων αρκετά γνώριμη σε όσους τον έχουμε παρακολουθήσει δίχως παρωπίδες. Μάλιστα, έχω στο αρχείο μου μια εκτενή λίστα με τους αγαπημένους του hard & heavy δίσκους, η οποία δεν έχει δημοσιευτεί πουθενά. Σκέφτηκα να τη βάλω εδώ, αλλά προτιμώ να κάνω κάτι διαφορετικό και πιο ουσιώδες. Θα την κάνω δώρο στο «νέο αίμα» της αναιμικής εγχώριας μουσικοκριτικής που θα κάνει τον κόπο να προβεί σε μια σοβαρή αποτίμηση του Φοίβου, πέρα από τους άχαρους μανιχαϊσμούς που επιμένουν να κυριαρχούν και την ξινίλα όσων αποστρέφονται ό,τι το λαϊκό και μαζικό.

* η φωτογραφία του Φοίβου προέρχεται από τη σελίδα του στο Facebook. Οι φωτογραφίες από τη συναυλία του 2012 ανήκουν στον Μανώλη Χιώτη και προέρχονται από το promo υλικό που στάλθηκε τότε στον Τύπο


Είκοσι χρόνια Φοίβος. Η συναυλία που δεν ένωσε καμία κοινότητα, μα συζητήθηκε απ' όλες, με πάθος το οποίο θύμισε αλλοτινές εποχές μουσικών διαξιφισμών. Η σημειολογία της, πέλαγος: πρώτα-πρώτα, ο Φοίβος Τασσόπουλος γιόρτασε τα 20 χρόνια του ως δημιουργός την ίδια μέρα που ο Μίκης Θεοδωράκης έστηνε ένα ακόμα Άξιον Εστί, σε ένα κατάμεστο Ηρώδειο. Ένα εμβληματικό έργο του νεότερου ελληνισμού σε αμφιλεγόμενη εκτέλεση, κόντρα στον «δημοφιλέστερο Έλληνα συνθέτη». Έτσι έγραφε στο εισιτήριό μου προς το ΟΑΚΑ. Μια έξυπνη διατύπωση. Καμία δάφνη σπουδαιότητας, μονάχα ένας δείκτης λαοφιλίας.  

Περισσότερη σημειολογία, αργότερα. Μερικά γεγονότα τώρα: η συναυλία δεν άρχισε στις 20.30, όπως έγραφε το δελτίο Τύπου. Άρχισε 21.30φεύγα. Και ήταν Δευτέρα, ήτοι επόμενη μέρα καθημερινή = εργάσιμη. Δεν ξέρω αν στη 1 παρά που βγήκε ο μεγάλος όγκος κόσμου είχε ακόμα ΗΣΑΠ, πάντως ήταν λιγάκι άσχημο να έχει βγει το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς να πει δυο λόγια (και δυο είπε, λιτά, με τις απαραίτητες ευχαριστίες και με χιούμορ) και να βλέπεις κόσμο από τις κερκίδες να αποχωρεί. Λίγη σημειολογία-σφήνα: κόσμο κυρίως από τα VIP των 60 ευρώ και από τα «ακριβά» καθίσματα των 28. Από την αρένα των χαμηλών βαλαντίων, ουδείς. Έφευγαν οι έχοντες και κατέχοντες αυτοκίνητα, έμεναν οι ίσως-μη-έχοντες-πια-ΗΣΑΠ. 


Από την άλλη, η καθυστέρηση με βοήθησε να παρατηρήσω με προσοχή τι είχε σκαρώσει ο Φωκάς Ευαγγελινός. Το ΟΑΚΑ είχε κοπεί στα δύο, με τη σκηνή να έχει τοποθετηθεί στο μέσον. Ήταν φτιαγμένη πρωτότυπα, σαν ασφαλτόδρομος διπλής κατεύθυνσης με απλή λευκή λωρίδα ως διαχωριστικό. Στο ένα της άκρο, το προς τις κερκίδες, βρίσκονταν οι ηχολήπτες. Το άλλο της άκρο ήταν ένα μεγάλο video wall. Πάνω δεξιά κι αριστερά είχε διαμορφωθεί ο χώρος για την ορχήστρα. Κάτω δεξιά κι αριστερά, τα δύο τμήματα της αρένας. Σε γενικές γραμμές, οι πρωταγωνιστές της βραδιάς έμπαιναν από video wall πλευρά, κινούνταν στο μέσον του Foivos Road, αποχωρούσαν από το άκρο των ηχοληπτών. Και είχε κι άλλες καλές ιδέες ο Ευαγγελινός, όπως θα αποκάλυπτε η εξέλιξη της βραδιάς. 

Μερικά γεγονότα ακόμα: κάπου διάβασα ότι δεν είχε καλό ήχο στου Φοίβου. Δεν αληθεύει. Ο ήχος ήταν μεν γηπεδικός, με μπαρόκ τάσεις και υπερβολικά ντεσιμπέλ, ωστόσο επέτρεπε να ακούς λεπτομέρειες στα παιξίματα, αλλά και όλους τους στίχους καθαρά. Λύσσαξαν επίσης ορισμένοι με το ότι δεν είχε κόσμο –τα άκουγα πριν τη συναυλία, τα άκουσα και μετά. Εδώ χωράει μεγάλη συζήτηση, π.χ. για το πόσο κόσμο «έπρεπε» να έχει, ώστε να «έχει» κόσμο. Πάντως η τελική εικόνα της προσέλευσης δεν ήταν αυτή που θα περίμενε κανείς. Πόσο μάλλον αν αληθεύουν τα όσα έμαθα, για 7.000 προσκλήσεις.

Πάμε όμως λίγη σημειολογία ακόμα. Το μεγάλο στοίχημα βρισκόταν στο αν τα γενέθλια του Φοίβου θα έπειθαν το κοινό που συνήθως απολαμβάνει τα τραγούδια του σε μεγάλα ξενυχτάδικα (καθισμένο ή εν χορώ, με τα ουίσκι και τα ξηροκάρπια παραδίπλα), ώστε να μετάσχει σε ένα event με διαφορετικό κώδικα. Έναν κώδικα πιο συναυλιακό. Έπεισε κάποιους ο Φοίβος να έρθουν ως το ΟΑΚΑ, αλλά τους περισσότερους όχι. Επίσης, όπως υποψιαζόμουν, έβαλε κι εκείνος νερό στο κρασί του, για να εξασφαλίσει ότι δεν θα τους ξενίσει το πράγμα. 

Έτσι, λίγα τραγούδια τα ακούσαμε ολόκληρα. Πολλά από αυτά παίχτηκαν δυστυχώς με τη λογική του ποτ πουρί: ένα κουπλέ + ένα ρεφρέν και πάμε στο επόμενο. Σαν να βρισκόσουν σε κέντρο. Κατανοητό, έτσι όμως αποδυναμώθηκε το υλικό και έλαβε σάρκα και οστά μία από τις μεγαλύτερες κατηγορίες εναντίον του Φοίβου, ότι το έργο του απαρτίζεται από «τραγούδια-συνθήματα», φτιαγμένα με τη σέσουλα, τα οποία ποντάρουν σε ένα-δυο στιχουργικά πυροτεχνήματα προς ρεφρέν μεριά.   


Την πρώτη ώρα βαρέθηκα. Το πομπώδες μπάσιμο με το παιδάκι, τους χορευτές και μια απαστράπτουσα, ούμπερ σέξι Δέσποινα Βανδή να μας καλωσορίζει με το "Γεια" διέθετε μομέντουμ, αλλά τα μικρά ονόματα που ανέλαβαν τη συνέχεια δεν κατάφεραν να το διατηρήσουν. 

Οι περισσότεροι, δηλαδή. Γιατί ο Θάνος Καλλίρης μπορεί να βγήκε πρώτος και να ξεχάστηκε κατόπιν, υπήρξε όμως συγκινητικός και είπε θαυμάσια το "Κάποιο Καλοκαίρι" και το "Αγάπη Καλοκαιρινή", δύο δηλαδή από τα ωραιότερα τραγούδια του Φοίβου. Γιατί η Άντζελα Δημητρίου μπορεί να υποφέρει από φωνητικές φθορές και να μην κατάλαβε τον κώδικα «στάδιο» –δίνοντας συχνά στο κοινό τα τραγούδια, σαν να βρισκόταν στην Εμπατή North– αλλά το έχει. Η Λαίδη ξέρει επίσης να κάνει είσοδο επί σκηνής και ο Ευαγγελινός της έφτιαξε μια ταιριαστή εξτραβαγκάνζα: έστρωσε κόκκινο χαλί κι έντυσε το μπαλέτο δημοσιογράφους, να την κυνηγούν για μια δήλωση όσο εκείνη μάδαγε μαργαρίτες και μας διηγούταν για κάτι χαρακτήρες τελειωμένους αναπτήρες (κρίμα που δεν χώρεσε στο σετ και το "Ακατοίκητες Οι Νύχτες", που τόσο μου αρέσει). Ο κόσμος την καταχειροκρότησε. 

Κατά τα λοιπά, ο Διονύσης Σχοινάς έμεινε όσο λίγο έπρεπε (θυμίζοντας και το φλώρικο μα συμπαθές χιτάκι με τα συγκοινωνούντα δοχεία), ο Tus δεν μπόρεσε να σταθεί ούτε καν στο εκρηκτικό σουξέ "Χόρεψε Μωρό Μου" –κι ας είχε την Ελεάννα Αζούκη μαζί– και ο Δημήτρης Κόκοτας εκτέθηκε βγαίνοντας μετά τη Μαντώ, γιατί όσο δονούσε εκείνη το στάδιο με τις κορώνες της, τόσο απαρατήρητη πέρασε η δική του φωνή. Η Μαντώ, ωστόσο, «φάνηκε» μόνο στο δεύτερο μισό, όταν πραγματοποίησε guest εμφάνιση στο πλευρό του Αντώνη Ρέμου για το "Εμείς". Η Έλλη Κοκκίνου στα πράσινα υπήρξε μία από τις ομορφότερες παρουσίες της βραδιάς, όμως ούτε το "Ήταν Ψέμα", ούτε οι ιδέες του Ευαγγελινού με τα πολύχρωμα μπαλόνια (στο πρώτο μέρος) και την επέλαση των ΜΑΤ (στο δεύτερο μέρος) δεν καμουφλάρανε επαρκώς την ανικανότητά της να πατήσει ερμηνευτικά έξω από τον ορίζοντα Βανδή-Βίσση. 


Βλέποντας επίσης τον Θάνο Πετρέλη να είναι τόσο απλός μεν, τόσο λίγος δε στο μικρόφωνο, έπαψα να αναρωτιέμαι γιατί χάθηκε, παρότι στο δεύτερο μισό του live το "Χτύπα Κι Άλλο" ανέσυρε μνήμες στους 30+. Τον Πάνο Καλλίδη δεν τον θυμάμαι στο πρόγραμμα, πάντως, εφόσον μπήκε, θα μπορούσε ίσως να προσπαθήσει να μην τραγουδά σαν ανθυπο-Αντύπας, παίρνοντας π.χ. μερικά μαθήματα από τον Νίνο. Ο οποίος στάθηκε πολύ μετρημένα, κομψά ντυμένος και με τη δέουσα σοβαρότητα, δείχνοντας ότι έχει μεγάλο γκελ στο πιο νεανικό κοινό. Να διέθετε και καμιά φωνή της προκοπής... Τα μισά της συναυλίας χωρίστηκαν από το «special DJ σετ» του Μιχάλη Τσαουσόπουλου. Το οποίο δεν είχε τίποτα το σπέσιαλ. Μόνο φτηνή, pseudo-εντυπωσιακή electronica και τον ίδιο να καμώνεται τον superstar DJ.

Σημειολογίας ξαφνική επέλαση: το δελτίο Τύπου της Spicy, αλλά και το εισιτήριό μου, σημείωναν εμφατικά ότι τον Φοίβο θα συνόδευαν «όλοι οι σπουδαίοι Έλληνες ερμηνευτές της τελευταίας 20ετίας». Βλέποντας λοιπόν τον υιό Κόκοτα, τον Σχοινά, τον Νίνο, τον Καλλίδη και τον Tus, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι όποιος το έγραψε αυτό α) είναι θρασύτατος ψεύτης β) είναι επικίνδυνα ανόητος. 


Όσο βαρέθηκα στο πρώτο μέρος, άλλο τόσο διασκέδασα στο δεύτερο. Η Δέσποινα Βανδή είχε δικαιωματικά οριστεί ως βασίλισσα της βραδιάς και επιτέλεσε τον ρόλο της άψογα. Εμφάνιση, κίνηση, σόου, επικοινωνία με το κοινό, ερμηνείες, σε όλα τα πήγε περίφημα. Εντάξει, κατά σημεία τσίριζε· όμως η υπερβολή και το δράμα μοιάζουν συνυφασμένα με πολλά τραγούδια της. Κοίταξε να δεις, δεν γίνεται όταν φωνάζει η Νατάσσα Μποφίλιου να είναι πάντα ωραίο, αλλά όταν το κάνει το «Δεσποινάκι» να είναι εξ ορισμού κακό... Θέλει π.χ. υπερβολή το "Στα 'Δωσα Όλα", δεν βγαίνει διαφορετικά. Και θέλουν δράμα τα "Γυρίσματα" (ένα από τα ωραία ελληνικά τραγούδια του 2012). 

Έλα όμως που τελικά της πήρε τα σκήπτρα μέσα από τα χέρια η Καίτη Γαρμπή! Σείστηκε το Ολυμπιακό Στάδιο όταν είπε τα "Χαμένα" και το "Θα Μελαγχολήσω", χτυπώντας μια νότα συγκίνησης που έλειπε από την ατσαλάκωτη εμφάνιση της Βανδή. Μάλιστα, πέταξα κι εγώ τη σκούφια μου όταν άκουσα το "Επιτέλους" κι ας έλειπε η Νατάσσα Θεοδωρίδου. Η δύναμη του χειροκροτήματος και συνθήματα τύπου «Καίτη θεά, στον θρόνο σου ξανά» δεν άφησαν αμφιβολία: Δέσποινα-Καίτη, σημειώσατε 2.

Από τους άντρες ερμηνευτές, το ξέρω ότι συμμετείχε και ο Αντώνης Ρέμος, το ξέρει όμως κι εκείνος πιστεύω ότι δεν θα στεφόταν βασιλιάς της Δευτέρας. Ό,τι πάντως του έλειπε σε εκτόπισμα, το αναπλήρωσε σε αξιοπρέπεια· μου θύμισε δε πόσο μεγάλο ζεϊμπεκοσουξέ υπήρξε κάποτε το "Τι Ήμουνα Για Σένα". Προσωπικά περίμενα τον Γιώργο Μαζωνάκη να κερδίσει τον τίτλο με άνεση, εκείνος όμως είχε άλλα κατά νου: έκανε την πιο εντυπωσιακή εμφάνιση της βραδιάς μπουκάροντας στη σκηνή με αυτοκίνητο εποχής Ποτοαπαγόρευσης και τραγουδώντας με κατακόκκινη φόρμα εν μέσω των μαυροντυμένων γκάνγκστερ του, είπε όμως λίγα τραγούδια και έφυγε. Ασφαλώς ήταν και το "Gucci Φόρεμα" και το "Τέσσερις" ανάμεσά τους. Κι όποιος δεν έχει πιάσει πόσο κλάσικ λαϊκό θεωρείται πια το τελευταίο, φοβάμαι ότι δύσκολα θα καταλάβει βασικά πράγματα για τον λαϊκό μας πολιτισμό. 

Κάπως έτσι, λοιπόν, ως αδιαφιλονίκητος νικητής έμεινε ο King Bill ή «Μπίλαρος», όπως τον αποκαλούσε ένας πίσω μου. Ο Βασίλης Καρράς μπορεί να μην έχει πια τη φωνή των νιάτων του, οδήγησε όμως το ΟΑΚΑ σε δεύτερο σεισμό χειροκροτημάτων και ιαχών με το "Τι Αισθάνεσαι Για Μένα", το "Γι’ Αυτό Στάσου" και το "Απορώ Αν Αισθάνεσαι Τύψεις", ενώ εξέπληξε άπαντες όταν υποδέχτηκε επί σκηνής την Κωνσταντίνα (που δεν είχε ανακοινωθεί) για να πουν μαζί το "Δηλητήριο". 


Σημειολογίας ρελάνς & φινάλε: ο Φοίβος είχε κάθε δικαίωμα να γιορτάσει την εικοσαετία του. Έχει γράψει περισσότερα ωραία πράγματα από έναν σωρό κακών μίμων του Μάνου Χατζιδάκι, τραγουδοποιών της συμφοράς και αγγλόφωνων απομιμήσεων, που διαρκώς λανσάρονται ως ποιοτικοί. Μαζί με τον Νίκο Καρβέλα γύρισε τη βαριά σελίδα του λαϊκού μας τραγουδιού, γράφοντας το τελευταίο μέχρι σήμερα κεφάλαιό του: η λαϊκοπόπ έχει συμβεί σε όλους τους λαούς με γηγενή πολιτισμό που βρέθηκαν εμπρός στη λαίλαπα μιας γοργής Παγκοσμιοποίησης. Δεν χρειάζεται να αξιολογηθεί ως σημαντικό αυτό το κεφάλαιο για να του αναγνωριστεί  υπόσταση. Τέτοιος λαός γίναμε, άτσαλα μπερδεμένος μεταξύ μπουζουκιού και beat/ποπ/ηλεκτρικής κιθάρας, μόνο ένα τέτοιο λαϊκό τραγούδι μπορούσαμε να έχουμε μετά τη δεκαετία του 1990. 


Το τραγούδι αυτό, ωστόσο, είχε –όχι πάντα, αλλά συχνά– κάτι περισσότερο να πει για τις ζωές μας από πολλά «ποιοτικά», τα οποία απλά μπουρδολογούσαν. Κι αν ξεπατικώθηκε και κάτι από Coldplay, 50 Cent, Him και Faithless στην πορεία, δεν λέμε να μην επισημανθεί. Αρκεί να θυμόμαστε να διαμαρτυρηθούμε το ίδιο έντονα και όταν ξεπατικώνονται οι Αγγλοσάξονες από ατάλαντους αγγλόφωνους, όταν θυμόμαστε τον Απόστολο Καλδάρα και το Μπόλιγουντ ή τους πρώτους λαϊκούς δημιουργούς με την πρότερή τους δημοτική παράδοση. 

Όποιοι λοιπόν φρίττουν με τη θέση του Φοίβου στο εγχώριο τραγούδι, καλό θα ήταν αν πρώτα είχαν το σθένος να τα βάλουν με ό,τι πετάει ένα «Χατζιδάκις» και καθαρίζει, με ό,τι καβαλάει κίτρινα ροκ ποδήλατα στις παρυφές της Αριστερής διαμαρτυρίας, με ό,τι υποκλίνεται όψιμα και πονηρά στο θέρεμιν και βαφτίζεται ιμάμ, ιλεγκάλ ή δεν ξέρω τι άλλο. Ας καθαρίσει πρώτα αυτή η κόπρος του Αυγεία κι ας πάψει να λαμβάνει στήριξη από εναλλακτικά μεν, ημιμαθή δε ραδιόφωνα/έντυπα/sites και μετά να πιάσουμε αν θέλετε και τον Φοίβο. Γιατί είναι ορισμένα άλλα πράγματα που υπονομεύουν τη σύγχρονη ελληνική μουσική, περισσότερο από όλα τα σουξεδάκια του μαζί.  







25 Μαΐου 2021

Παύλος Παυλίδης - συνέντευξη 2 (2019)


Στο Ηρώδειο αυτό το καλοκαίρι δεν αναμένεται μόνο ο Brian Eno με τον αδερφό του, αλλά και κάποιες εγχώριες συμπράξεις παλαιότερων και νεότερων, που σε πρώτο επίπεδο δημιουργούν μια κάποια ίντριγκα: Λένα Πλάτωνος & Nalyssa Green, ας πούμε (Τετάρτη 14 Ιουλίου)· ή Παύλος Παυλίδης & The Boy (Δευτέρα 12 Ιουλίου).

Κοιτώντας βέβαια πιο διεξοδικά τι ακριβώς εννοείται υπό αυτούς τους τίτλους, η όποια ίντριγκα μάλλον εξανεμίζεται: ουσιαστικά, τα ονόματα που προέρχονται από την ας την πούμε indie έκφραση καλούνται να λειτουργήσουν με τη λογική του «support». Αναλαμβάνουν δηλαδή το «μέρος Α΄» των εν λόγω συναυλιών, με το πρόγραμμα να μην προβλέπει κάποια επί σκηνής συγκατοίκησή τους –αν το κάνουν, θα είναι ως έκπληξη. Πρόκειται για στόχευση που αφορά κυρίως την προπώληση, νομίζω. Για μένα τουλάχιστον, θα είχε περισσότερο νόημα αν οι καλλιτέχνες αυτοί προσπαθούσαν να συμπράξουν.

Nalyssa Green και The Boy θα πορευτούν με τα περσινά τους κεκτημένα, αλλά η Λένα Πλάτωνος έχει φρέσκο δίσκο, ενώ και ο Παύλος Παυλίδης δημοσιοποίησε δύο καινούρια τραγούδια ("Άνοιξη", "Στο Μάτι Του Κυκλώνα"), τα οποία οπτικοποίηθηκαν από τον Βασίλη Κεκάτο σε μια μικρού μήκους ταινία διάρκειας 9 λεπτών: μπορείτε να τη δείτε στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης. Και τα δύο κομμάτια είναι προάγγελος ενός νέου άλμπουμ, που αναμένεται να βγει από τη United We Fly.

Η κινητικότητα αυτή μου έφερε κατά νου τα όσα συνέβησαν όταν ο Παυλίδης έβγαλε το "Ένα Αλλιώτικο Παιδάκι" (2018), με τις παραπομπές στον Ζακ Κωστόπουλο και μία ακόμα ιδιαίτερη οπτικοποίηση (με drag αισθητική), δια χειρός Μαρίνας Δανέζη. Λίγο αργότερα, μάλιστα, δόθηκε και η αφορμή για μια εκ νέου συζήτηση με τον τραγουδοποιό, 11 χρόνια μετά την πρώτη μας κουβέντα (δείτε εδώ). 

Σε αυτή (μεταξύ άλλων) είχαμε την ευκαιρία να θίξουμε και τις αντιδράσεις για την performance κάποιων κοριτσιών από τη Νέα Φιλαδέλφεια στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου 2019, αλλά και τον ντόρο που προξένησε η ταινία Joker του Τοντ Φίλιπς. Το αποτέλεσμα της συνομιλίας μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική προέρχεται από το προαναφερθέν ταινιάκι του Κεκάτου, ενώ η κάτωθι ανήκει στον Θάνο Λαΐνα


Υπάρχει ένα ωραίο, ιντριγκαδόρικο εικαστικό. Το οποίο σε μπλε φόντο αποτελεί εξώφυλλο για το single Η Νέα Βαρβαρότητα/Δεσποινίς (2018) και σε κόκκινο γίνεται αφίσα για τις επικείμενες συναυλίες στο Gagarin. Τι ακριβώς βλέπουμε; 

Η κόκκινη εικόνα που έγινε αφίσα για τη συναυλία στο Gagarin είναι στην ουσία το εξώφυλλο για άλλο ένα single, με δύο καινούρια κομμάτια μας. Θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από την Inner Ear.

Το "Δεσποινίς" ορίστηκε ως προάγγελος ενός νέου δίσκου με τους B-Movies, αλλά μπαίνουμε σιγά-σιγά στο 2020 και δεν έχουμε ακούσει νεότερα. Ανέτρεψε κάτι τα αρχικά σχέδια; Θα είναι το single στο οποίο αναφέρεσαι μια επιπλέον «γεύση» από αυτόν;

Δεν είναι προάγγελος καινούριου δίσκου το single, ούτε θα συμπεριλαμβάνεται στο επόμενο άλμπουμ· το οποίο επρόκειτο όντως να κυκλοφορήσει φέτος, αλλά η κυκλοφορία του αναβάλλεται για το 2021. 

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι θα βγάλουμε την άνοιξη έναν δίσκο με διασκευές από το έργο του Γιάννη Μαρκόπουλου. Η ιδέα ήταν της κόρης του Λέγκας Μαρκοπούλου, λόγω και του ότι ο συνθέτης έγινε φέτος 80 ετών –οπότε έχει και έναν κάπως επετειακό χαρακτήρα. Είμαι πολύ χαρούμενος για όλο αυτό, καθώς είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα με τα οποία έχω ασχοληθεί ποτέ.

Η συνεργασία με τον Γιάννη Αγγελάκα για τη "Νέα Βαρβαρότητα", αλλά και η φετινή με τον ΓΙΑΝ ΒΑΝ για το ΕΡ Κακό Ποίημα, πόσο κρίνεις ότι ενημέρωσαν την οπτική σου πάνω στην τραγουδοποιία; 

Στη "Νέα Βαρβαρότητα" ο Γιάννης δεν είχε κάποια συμμετοχή στη σύνθεση της μουσικής και των στίχων. Του πρότεινα να το πει επειδή αισθάνθηκα ότι ταιριάζει. Περιοδεύαμε εκείνη την εποχή και μαζί, οπότε μας φάνηκε καλή ιδέα. Αντιστοίχως, στον δίσκο του ΓΙΑΝ ΒΑΝ, όταν πήγα να τραγουδήσω, ήταν όλα έτοιμα· οπότε ούτε εγώ συμμετείχα στην κατασκευή των κομματιών. 

Όταν γράφεις τραγούδια, η οπτική σου για την τραγουδοποιία μπορεί να ενημερώνεται από το κάθε άκουσμα. Όπως και η στιχουργική μπορεί να επηρεαστεί από τα πιο παράξενα και άσχετα βιώματα. Τα τραγούδια είναι διάφανοι μηχανισμοί. Ο καθένας μπορεί να κοιτάξει μέσα τους. Τα ωραία τραγούδια είναι συνήθως απλά. Σου δείχνουν ταυτόχρονα και το αίνιγμα και τη λύση.

Την ίδια περίοδο που έγινε το μπαμ με τα Ξύλινα Σπαθιά, στη δεκαετία του 1990, έγινε κι ένα μπαμ με το ελληνικό χιπ χοπ. Και τώρα ζούμε πάλι σε μια περίοδο που το τελευταίο συζητιέται και ακούγεται πολύ, ιδίως από το νεότερο ακροατήριο. Σε ενδιαφέρουν καθόλου αυτές οι ζυμώσεις; Έχεις σκεφτεί να αναζητήσεις κάποια συνεργασία προς τα εκεί; 

Η φόρμα του χιπ χοπ μου είναι οικεία, από την εκκίνηση κιόλας των Ξύλινων Σπαθιών. Έχω λειτουργήσει σαν τραγουδιστής σε αρκετά τραγούδια έτσι, με βάση αυτή τη φόρμα, σε όλους τους δίσκους.

Οι μουσικές ζυμώσεις είναι πάντα ενδιαφέρουσες, όταν γεννούν μια νέα διάσταση· και σίγουρα μπορούν να ανοίγουν καινούριους δρόμους. Χαίρομαι που το χιπ χοπ στην Ελλάδα μεγαλώνει το κοινό του. Κάποια παιδιά λένε την αλήθεια τους μ' έναν αυθεντικό τρόπο και τους επιστρέφεται αγάπη κι εμπιστοσύνη.

Σκουπιδότοποι υπάρχουν σε όλα τα είδη της μουσικής και κυρίως στις λαϊκές φόρμες, όπως είναι το χιπ χοπ –ακριβώς επειδή είναι απλή η φόρμα τους. Όμως η αυθεντική έκφραση πάντα ξεχωρίζει. Και, αργά ή γρήγορα, φαίνεται ποιοι πιάνουν το μικρόφωνο απλά για να πουλήσουν μαγκιά και ποιοι θέλουν να κάνουν τον κόσμο γύρω τους καλύτερο. Ποιοι μας ταξιδεύουν στο βάθος της πραγματικότητας και ποιοι χαλάνε τον κόσμο πλατσουρίζοντας και σκούζοντας στα ρηχά.

Τόσο το "Δεσποινίς", όσο και το "Ένα Αλλιώτικο Παιδάκι", είναι τραγούδια που μπορούμε να τα πούμε «πολιτικά». Όχι όμως με την έννοια που υπήρχε στη Μεταπολίτευση, καθώς νομίζω ότι αφετηρία τους είναι το πώς βιώνεις εσύ προσωπικά διάφορα πράγματα που συμβαίνουν στους δρόμους της σύγχρονής μας Αθήνας. Είναι έτσι; 

Δεν υπάρχει τραγούδι που να μην είναι πολιτικό. Ο τρόπος με τον οποίον κάνουμε ένα κομμάτι, το ύφος μας, η στάση μας απέναντι στον εαυτό μας και τους γύρω μας –ακόμη κι όταν τραγουδάμε τον έρωτά μας ή οποιοδήποτε ταξίδι και πάθος της ψυχής μας– είναι πολιτική πράξη. Αλίμονο αν πρέπει κάποιος να γράψει ένα τραγούδι που να θίγει τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, για να μη θεωρηθεί απολιτίκ ή αδιάφορος. 

Όποτε πληγώνομαι από κάτι που συμβαίνει γύρω μου ή μέσα μου, αντί να μουγκρίσω, προσπαθώ να γράψω ένα τραγούδι. Δεν υποτιμώ τα μουγκρητά. Απλά έτσι λειτουργώ από παιδί, έτσι μου βγαίνει. Ακόμη και η σιωπή πρέπει να είναι σεβαστή ως πολιτική πράξη. Απλά η σιωπή δεν είναι ο τρόπος που επιλέγω. 

Η Μεταπολίτευση ήταν γεμάτη από πολιτικά εμβατήρια, που τα πήρε ο αέρας. Δεν 'κάναν καλύτερο τον κόσμο. Όσα τραγούδια όμως εκείνης της εποχής –είτε «πολιτικά», είτε «ερωτικά»– είχαν μέσα τους αληθινή ποίηση, ταξιδεύουν ακόμη, προστατευμένα από το ίδιο τους το βάρος.

Καθώς γράφω αυτές τις ερωτήσεις, τα social media συζητούν όσα έγιναν στην πρόσφατη παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στη Νέα Φιλαδέλφεια –με τα κορίτσια που διάλεξαν μια διαφορετική κινησιολογία, το κείμενο που δημοσίευσαν και τον βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Μπογδάνο που θέλει να τους κάνει μήνυση, γιατί «υπάρχουν και νόμοι σε αυτήν τη χώρα». Έρχεται λοιπόν στο μυαλό μου μια δήλωσή σου από πρόσφατη συνέντευξη (στη Μαρίτα Αλημίση, για το Luben): «Χρειαζόμαστε μία νεολαία απείθαρχη και ανήσυχη»... 

Αυτά τα κορίτσια τους τρομάζουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο «εχθρό». Έχω γελάσει με την ψυχή μου, κυρίως με τις αναλύσεις περί της «διακηρύξεώς» τους. Αυτόκλητοι δικαστές, που πιστεύουν ότι το υψηλό IQ είναι η ανώτατη αρετή του ανθρώπου, τις κοιτάζουν έντρομοι ακριβώς επειδή η κίνησή τους ήταν απίστευτα έξυπνη. 

Αυτά τα κορίτσια έρχονται από τον ορίζοντα τρεκλίζοντας και σαρκάζουν έναν κόσμο που τρίζει σάπιος. Δεν το έκαναν για να χειροκροτηθούν, ούτε για να ανταμειφθούν. Μου θύμισαν τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη που λέει «ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια, ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα. Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα».

Δικαίωμά τους λοιπόν να παρελάσουν τρεκλίζοντας και χορεύοντας, να σπάσουν την αφύσικη τετραγωνίλα μιας παρέλασης που θυμίζει χούντες και μυρίζει αίμα.

Τι έθνος είναι αυτό, του οποίου τα ιερά και τα όσια κινδυνεύουν από δέκα κορίτσια που χορεύουν; Δεν ξέρω ποια νεολαία έχω κατά νου, όπως λες, αλλά σίγουρα αυτά τα κορίτσια μ' έκαναν λίγο πιο αισιόδοξο και χαρούμενο.

Έχεις πει κατά καιρούς, σε διάφορες συνεντεύξεις, για το πόσο σου αρέσει ο κινηματογράφος. Είδες αλήθεια το Joker του Τοντ Φίλιπς; Έχεις άποψη για τους μύδρους που εξαπέλυσαν ονόματα σαν τον Μάρτιν Σκορσέζε και τον Φράνσις Φορντ Κόπολα; 

Τον είδα τον Joker. Δεν ανήκει στο σινεμά που με συναρπάζει, ούτε και ο ντόρος που προκλήθηκε μου φαίνεται και τόσο ουσιαστικός –αν και είναι σίγουρα εύλογος και αναπόφευκτος για την εποχή στην οποία ζούμε. Συγκλονιστικός βέβαια, όπως πάντα, ο Joaquin Phoenix. Όσο για τις κατηγορίες των συγκεκριμένων σκηνοθετών, αφορούσαν νομίζω τις ταινίες με υπερήρωες γενικότερα, αν δεν κάνω λάθος.

Τέλος, υπάρχει κι ένα βιβλίο στα σκαριά, έτσι δεν είναι; Θα το δούμε να κυκλοφορεί σύντομα ή είναι κάτι σαν εκείνο το Πλοίο Που Όλο Φτάνει;

Ναι, έχεις δίκιο. Είναι σαν «το πλοίο που όλο φτάνει», αλλά τώρα πια είναι πολύ κοντά.



24 Μαΐου 2021

Fide Köksal - συνέντευξη (2012)


Κατά καιρούς στην Ελλάδα ήρθαν, εγκαταστάθηκαν και δισκογράφησαν διάφοροι διεθνείς τραγουδιστές, τους οποίους με έναν τρόπο «υιοθετήσαμε». Έτσι με έναν πρόχειρο αναστοχασμό, λ.χ., θυμάμαι τον Ιταλό Φεφέ Αλιμπέρτι –ο οποίος απαθανατίστηκε στο soundtrack της ταινίας Κορίτσια Στον Ήλιο (1968)– τον Αϊτινό Ζαν Ρομπέρ, τη Ζανέτ Καπούγια από την Ουρουγουάη (ο άντρας της έχει μαγαζί στη γειτονιά μου, μάλιστα) ή τον Daniel Armando Jusid από την Αργεντινή, που ανήκει στους συνιδρυτές του συγκροτήματος Apurimac.

Τέτοια περίπτωση είναι και η Fide Köksal από την Τουρκία, η οποία βρέθηκε στη χώρα μας το 2006 για το Fame Story 4 του ANT1. Ως γνωστόν, βέβαια, το talent show το κέρδισε τότε ο Λεωνίδας Μπαλάφας, εντούτοις μέσω αυτού η Σμυρνιά τραγουδίστρια απόκτησε αρκετή δημοσιότητα. Κι έμεινε έκτοτε στην Αθήνα, βγάζοντας μέχρι και δίσκο με τον Μίμη Πλέσσα (Bridges, 2010).

Τα ίχνη της τα είχα χάσει τα τελευταία χρόνια, όμως τώρα, λόγω μιας ιντερνετικής «καραμπόλας» –ήτοι, κάτι άλλο έψαχνα, κάπου αλλού κατέληξα– ανακάλυψα ότι επέστρεψε πρόσφατα με το τραγούδι "Umut" (που προσφέρεται και σε ελληνική εκδοχή, ως "Ελπίδα"), σε μουσική Νάσου Σωπύλη και στίχους δικούς της. Παρεμπιπτόντως, οι δυο τους είναι αντρόγυνο και, αν δεν κάνω λάθος, έχουν κι ένα κοριτσάκι.

Έχει ωραία φωνή η Fide Köksal και είναι επίσης ένας ευγενέστατος, συμπαθής άνθρωπος. Το "Umut" με έκανε δηλαδή να θυμηθώ ότι είχαμε συναντηθεί στον Κεραμεικό για μια συνέντευξη τον Μάρτιο του 2012, με αφορμή κάποια συναυλία της στο (τότε) PassPort. Σκαλίζοντας λίγο στα αρχεία μου, την εντόπισα: είχε δημοσιευτεί τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Πώς έμαθες να μιλάς τόσο καλά ελληνικά; 

Δεν ήξερα καθόλου ελληνικά το 2006 που ήρθα. Αλλά, από τη στιγμή που πάτησα εδώ, ρωτάω τα πάντα! Μαθαίνω εύκολα τις ξένες γλώσσες και μου αρέσουν. Θεωρώ επίσης ένδειξη σεβασμού το να μπορείς να μιλήσεις τη γλώσσα του τόπου όπου αποφασίζεις να ζήσεις και να δουλέψεις. Θα ντρεπόμουν να μη μπορώ να συνεννοηθώ στα βασικά της καθημερινότητάς μου. 

Τι άλλες γλώσσες μιλάς; 

Αγγλικά, από πολύ μικρή. Έκανα επίσης γαλλικά και γερμανικά. Τα γαλλικά μου αρέσουν περισσότερο από τα γερμανικά, αλλά η αλήθεια είναι ότι όσες γλώσσες δεν χρησιμοποιείς τις ξεχνάς σιγά-σιγά. Όμως η ελληνική γλώσσα, είναι κάτι άλλο: τη βρίσκω ενδιαφέρουσα και πολύ πλούσια. Βοηθάει βέβαια και η καλή μνήμη, γιατί έμαθα τα ελληνικά μόνη μου, δεν έκανα μαθήματα. 

Βρέθηκες από τη Σμύρνη στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί στην Αθήνα...

Στη Σμύρνη γεννήθηκα και μεγάλωσα. Είναι ο τόπος που σχετίζω με φιλίες, βόλτες, πρώτους έρωτες, αλλά και με τα φαγητά της μαμάς και της γιαγιάς! Μοιάζει πολύ με τη Θεσσαλονίκη, πάρα πολύ. Προσπαθώ να πηγαίνω μια εβδομάδα ή δέκα μέρες κάθε καλοκαίρι. 

Έζησα μέχρι τα 18 εκεί και μετά πήγα στην Κωνσταντινούπολη για σπουδές: σπούδασα Διεθνείς Σχέσεις & Πολιτικές Επιστήμες (στην αγγλική γλώσσα) και παράλληλα Musical Theatre στο Istanbul Conservatory. Εκεί με βρήκε ο ΑΝΤ1, όταν ήρθαν οι άνθρωποί του για να κάνουν οντισιόν για το Fame Story και είπα γιατί να μην το δοκιμάσω; Ήθελα να ζήσω την εμπειρία και ήταν και μια ευκαιρία να μάθω καλύτερα τους Έλληνες. Στη χώρα μου, άλλωστε, μάλλον δεν θα συμμετείχα σε κάποιο ανάλογο σόου. 

Αφού ήρθα, γνώρισα πολλούς καλούς μουσικούς και είχα διάφορες ευκαιρίες να δουλέψω, οπότε αποφάσισα να μείνω στην Αθήνα. 

Γιατί δεν θα συμμετείχες σε κάποιο ανάλογο σόου στην Τουρκία;

Ίσως γιατί εκεί θα βρισκόταν πολύ κοντά στην προσωπική μου ζωή. Και δεν θα μου άρεσε να βλέπουν τι κάνω επί 24 ώρες. Χρειαζόμουν επίσης μια αλλαγή τότε, ήμουν και 23 χρονών. Στην Αθήνα βρήκα σιγά-σιγά τον δρόμο μου και κατάλαβα τι θέλω να κάνω. Και κυρίως τι δεν θέλω να κάνω, που είναι και πιο σημαντικό. 

Τι έμαθες λοιπόν ότι δεν θέλεις να κάνεις;

Πράγματα που δεν σχετίζονται με την ποιότητα και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Μου αρέσει να κάνω συναυλίες, ας πούμε, αλλά όχι να δουλεύω σε κάποιο πρόγραμμα και να πρέπει να τραγουδάω κάθε Παρασκευοσάββατο. Να μην είναι συνήθεια η δουλειά μου, μα να μου λείπει και λίγο. 

Και ως προς τη μουσική μου, επίσης: ήθελα να χρησιμοποιούμε πολλά όργανα, γι' αυτό κι έχουμε π.χ. και κανονάκι και βιόλα και ακορντεόν, πιάνο, κρουστά στην ενορχήστρωση. Ο στόχος ήταν να μην βρισκόμαστε ματιά από τον σύγχρονο ήχο, αλλά ταυτόχρονα να υπάρχει μια γερή βάση στην παραδοσιακή ελληνική και τούρκικη μουσική.    

Από το Fame Story 4, τι αναμνήσεις έχεις; Ξέρεις, αρκετοί βλέπουν με καχυποψία τους τραγουδιστές που βγαίνουν από τα talent shows...

Έμεινα περίπου δύο μήνες στο σόου, ωραία ήταν, τη θυμάμαι με χαμόγελο την εμπειρία. Είναι κάτι που έχει και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα για κάποιον που θέλει να ξεκινήσει την καριέρα του έτσι. Εξαρτάται από τον άνθρωπο και από το πώς θα παρουσιάσει τον εαυτό του. 

Ένα τέτοιο σόου, κατά την προσωπική μου γνώμη, δεν σου δίνει μεγάλες ευκαιρίες να εκφραστείς όπως είσαι, γιατί η κατεύθυνσή του είναι πιο εμπορική. Χρειάζεται να βρεις λοιπόν έναν τρόπο πιο δικό σου. Εμένα πάντως βοήθησε να με μάθει ο κόσμος. Γνώρισα έτσι τον Κώστα τον Κουτσομύτη, που έκανε μετά το σίριαλ Ματωμένα Χώματα (2008), στο οποίο έπαιξα και συμμετείχα και στο soundtrack. 

Κι αν δεν είχε τύχει αυτό, τι θα είχες κάνει; Θα γινόσουν ας πούμε διπλωμάτης;

Διπλωμάτης όχι, δεν θα γινόμουν κάτι τέτοιο. Ίσως όμως έκανα κάτι σχετικό με τον πολιτισμό. 

Και θα γύριζες στη Σμύρνη ή θα προτιμούσες να μείνεις στην Κωνσταντινούπολη; 

Θα έμενα στην Κωνσταντινούπολη, είναι μεγάλος έρωτας... Λένε ότι η Σμύρνη είναι η γυναίκα σου και η Πόλη η ερωμένη. Και είναι έτσι, σαν μια γυναίκα από την οποία δεν μπορείς να ξεκολλήσεις: όπου και να πας, κάτι θα σου τη θυμίζει. 

Δεν έχω πάει ποτέ...

Α, θα πάθεις πλάκα! Ειδικά αν σου αρέσει το περπάτημα, η θάλασσα, το καλό φαγητό και τα γλυκά. Έλληνες και Τούρκοι είμαστε πολύ του τραπεζιού. Μας αρέσει να κάνουμε μεγάλα τραπέζια, με πολύ κόσμο και πολύ φαγητό. Δεν αγαπάμε τις μικρές ποσότητες, τα θέλουμε όλα μπόλικα! (γέλια εκατέρωθεν)

Αλήθεια, πώς έμαθες να χορεύεις τόσο ωραία; 

Δεν είναι κάτι που το σπούδασα... Στην Τουρκία οι κοπέλες χορεύουν, ήταν φυσικό να μάθω τσιφτετέλι. Άλλωστε την κίνηση μου λέγανε από μικρή ότι την έχω! Αυτό που σπούδασα είναι το τάνγκο, για πέντε χρόνια. Ήμουνα μάλιστα και δασκάλα, αλλά το παράτησα γιατί με ενδιέφερε περισσότερο το τραγούδι.  

Σε ενοχλεί που σε ρωτούν συνέχεια στις συνεντεύξεις για τις πολιτικές σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία;

Όχι, δεν με ενοχλεί. Φυσικά και θα με ρωτήσουν, νομίζω άλλωστε ότι ο καθένας θα πρέπει να έχει θέση για τέτοια πράγματα, τι πιστεύει ή δεν πιστεύει, τι υποστηρίζει και τι όχι. Δεν είναι κακό. Όποιος έχει επίσης κακές αναμνήσεις, είναι λογικό να έχει μείνει στο παρελθόν. Αν βάλουμε τους εαυτούς μας στη θέση όσων έχουν πολεμήσει κι έχουν χάσει ανθρώπους ή και τα σπίτια τους, τον τόπο τους, θα το καταλάβουμε. Αυτό το έχουμε ζήσει και οι δύο λαοί, όχι μόνο εσείς, όχι μόνο εμείς. 

Όμως το παρελθόν δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Και για μένα έχει σημασία να ζήσουμε το τώρα. Το παρελθόν πέρασε, το μέλλον δεν ξέρουμε αν θα έρθει. Στο τώρα, λοιπόν, βλέπω ότι οι περισσότεροι –και εδώ και στην Τουρκία– έχουν αρχίσει να αφήνουν πίσω αυτή την πικρία. Άλλωστε, υπάρχουν πλέον και περισσότερα πηγαινέλα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Το καταλαβαίνεις επίσης από το πόσο αγαπητές έχουν γίνει εδώ κάποιες τούρκικες τηλεοπτικές σειρές.   

Δεν συνάντησες δηλαδή ποτέ δυσκολίες στην Ελλάδα, λόγω του ότι προερχόσουν από την Τουρκία;

Όχι, δεν συνάντησα δυσκολίες. Μόνο με τη γραφειοκρατία των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά αυτό ξέρω ότι δυσκολεύει ακόμα και τους Έλληνες! (γέλια) 

Ίσως μάλιστα το γεγονός ότι ήμουν από την Τουρκία δημιούργησε και μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί ο κόσμος ήθελε να μάθει περισσότερα πράγματα για μένα ή να ακούσει τούρκικα τραγούδια. Έτσι χτίστηκε μια βάση και τώρα προσπαθώ να τη μεγαλώσω –και στην Ελλάδα, μα και στο εξωτερικό. 

Και έκανες κι ένα σημαντικό πρώτο δισκογραφικό βήμα, με τον Μίμη Πλέσσα...

Είχα ακούσει πολλά τραγούδια από τον Μίμη Πλέσσα, μερικά μάλιστα τα ήξερα χωρίς να γνωρίζω ότι ήταν δικά του. Πήγα λοιπόν σε μια συναυλία του και μετά το τέλος της αποφάσισα να του κάνω μια πρόταση, να κάναμε μερικά τραγούδια μαζί. Χτύπησα στο καμαρίνι του, συστήθηκα, του είπα ότι ζω εδώ, τραγουδάω και γράφω μουσική και στίχους. Και μου απάντησε «Πολύ ωραία! Γιατί δεν έρχεσαι στο στούντιο να σε ακούσω;». 

Εκεί μου έκανε ο ίδιος μια πρόταση, να κάναμε έναν ολόκληρο δίσκο. Χάρηκα πάρα πολύ, ήταν μεγάλη τιμή για μένα, παρότι υπήρχε κι ένα ρίσκο να βάλω τούρκικους στίχους σε τραγούδια που κάποιος έχει συνηθίσει να ακούει στα ελληνικά. Όμως άρεσαν στον κόσμο, όπως διαπίστωσα στις συναυλίες. Ό,τι κάνεις με την καρδιά σου, το αισθάνονται κι οι άλλοι ως αληθινό. 

Και τώρα έφτασε η ώρα για έναν νέο δίσκο. Άκουσα ήδη ένα τραγούδι, το "Basit". Τι θα πει αλήθεια basit;

Basit θα πει «απλά». Έχω γράψει και ελληνικούς στίχους γι' αυτή τη μελωδία του Νάσου Σωπύλη, οπότε θα το τραγουδήσουμε και στα ελληνικά στη συναυλία στο PassPort. Υπάρχουν επίσης τραγούδια του Μίμη Πλέσσα, του Γιώτη Κιουρτσόγλου, του Νίκου Κυπουργού και της Ζωής Τηγανούρια, συν άλλα δύο κομμάτια τα οποία έγραψα με τον Νάσο Σωπύλη. Όλα τα λόγια θα είναι δικά μου. Ο δίσκος αναμένεται να βγει περίπου σε έναν μήνα.    

Τι έχεις κλείσει για συναυλίες, για μετά το PassPort; Φαντάζομαι ήδη κάνεις τα πλάνα του καλοκαιριού... 

Ναι, έχουμε ήδη πει π.χ. με τον Παντελή Θαλασσινό να κάνουμε μια συναυλία το καλοκαίρι στη Χίο. Θέλω να κάνω κι ένα promo tour για το άλμπουμ κι έτσι έχουμε κλείσει αρκετές ακόμα εμφανίσεις και σε Ελλάδα, Τουρκία (Σμύρνη, Ίμβρος, Πόλη, Αϊβαλί), αλλά και στο εξωτερικό –Λονδίνο, Ισπανία, Πορτογαλία. Θα προσπαθήσουμε να τραγουδήσουμε παντού! 



20 Μαΐου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 15 Μαΐου 2021


Μασκοφόρος μα οπωσδήποτε κεφάτος προσήλθε στη Συχνοτική Συμπεριφορά της 15ης Μάη ο Στυλιανός Τζιρίτας, καθώς έκανε την πρώτη δόση Astra Zeneca, ξεπερνώντας τις όποιες Άστρα + Όραμα παρενέργειες. 

Κατά έναν τρόπο, μάλιστα, είχε και την τιμητική του στη συγκεκριμένη εκπομπή, καθώς –όπως είχαμε υποσχεθεί στο ακροατήριο– παίξαμε κομμάτια και από τις δύο νέες κυκλοφορίες του, ήτοι το δεύτερο άλμπουμ των ΜΑΣ Θύρα και το προσωπικό του σόλο πόνημα Πτώση Βελόνας (Σε Ταραγμένη Λίμνη).

Στα υπόλοιπα, τώρα, είχαμε Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, είχαμε Brion Eno (φυσικά), είχαμε μνήμες από τις συναυλίες των Wipers στην Αθήνα της δεκαετίας του 1980, αλλά και Μηχανολόγους και διπλό χτύπημα Styx. 

Συζητήσαμε επίσης για τα φρούτα της εποχής λόγω φρέσκων Bicep –λαμβάνοντας σαφείς θέσεις στο δίλημμα βερίκοκα ή ροδάκινα– ενώ δεν παραλείψαμε να δηλώσουμε και προτιμήσεις για τη Γιουροβίζιον, μιας και μετράμε πλέον αντίστροφα για τον φετινό διαγωνισμό. 

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. PHILHARMONIA ORCHESTRA (σε διευθ. OTTO CLEMPERER), WILHELM PITZ & BOYS OF HAMPSTEAD PARISH CHURCH CHOIR (σε διευθ. MARTINDALE SIDWELL): Johann Sebastian Bach's Kommt, Ihr Töchter, Helft Mir Klagen
2. BRIAN ENO & THE COCKPIT ENSEMBLE (σε διευθ. GAVIN BRYARS): Johann Pachelbel's Canon in D Major - Fullness Of Wind
3. ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΟΙ: Έτσι Ι
4. SCOTT WALKER: Track Three (Delayed)
5. BICEP: Apricots
6. ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ & ΧΑΡΟΥΛΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ: Απόψε Στις Ακρογιαλιές
7. DUB INC: Chaque Nouvelle Page
8. STYX: A.D. 1928 + Rockin' The Paradise
9. HERZEL: L' Ultime Combat
10. WIPERS: Return Of The Rat
11. DOTTIE WEST: Route 65 To Nashille
12. ΜΑΣ: Τάρκους Ελιζέ
13. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΤΖΙΡΙΤΑΣ: Λεύκανση Οπής
14. ΕΛΕΝΑ ΤΣΑΓΚΡΙΝΟΥ: El Diablo
15. THE ROLLING STONES: Street Fighting Man
16. ΤΖΙΜΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ: Νεοέλληνας



19 Μαΐου 2021

Λίνα Νικολακοπούλου - συνέντευξη (2018)


Εσύ με βρώμικο μαντήλι
να καθαρίζεις το γυαλί
κι εγώ με σκουριασμένα χείλη
να σου λερώνω το φιλί

Όπως μου θύμισε πριν λίγο καιρό μια ραδιοφωνική εκπομπή του Γιώργου Τσάμπρα, συμπληρώθηκαν φέτος στρογγυλά 40 χρόνια από τότε που μπήκε στη δισκογραφία η Λίνα Νικολακοπούλου. Πράγματι, ήταν 1981 που ακούστηκε το πρώτο δείγμα της στιχουργικής της, στο τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη "Να Σου Λερώνω Το Φιλί", το οποίο ερμήνευσε η Βίκυ Μοσχολιού στον δίσκο Σκουριασμένα Χείλια. Έναν από τους ωραίους δίσκους εκείνης της δεκαετίας.

Η συνέχεια υπήρξε όχι μόνο καταιγιστική, αλλά και λιγότερο, περισσότερο ή πολύ περισσότερο γνωστή. Η Χριστιάνα του Σαριμπιντάμ (1982), ο Γιώργος Μαρίνος του Μόνον Άντρες (1983), η Άλκηστις Πρωτοψάλτη του Κυκλοφορώ Κι Οπλοφορώ (1985), η Δήμητρα Γαλάνη του Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω (1985), η Τάνια Τσανακλίδου του Μαμά Γερνάω (1988), η Ελένη Δήμου του Προσωπικά (1988) και η Χάρις Αλεξίου του Κρατάει Χρόνια Αυτή Η Κολώνια (1990), ανέδειξαν τη Λίνα Νικολακοπούλου σε μεγάλη δημιουργική δύναμη, αλλά και σε παράγοντα ανανέωσης του ελληνικού τραγουδιού: εσκεμμένα ελλειπτικός ή και υπαινικτικός, ο λόγος της άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην εγχώρια στιχουργική. Και η ιδιαιτερότητά του φάνηκε αργότερα, όταν διάφοροι προσπάθησαν να τον μεταχειριστούν ως πρότυπο για ίδρυση «σχολής», αποτυγχάνοντας βεβαίως παταγωδώς όσο βασάνιζαν τα αυτιά μας με τα τάχα μου «ποιοτικά» τους.

Ασφαλώς, υπήρξε συνέχεια και μετά το πέρας της δεκαετίας του 1980. Το 1995, για παράδειγμα, σπούδαζα στα Γιάννενα. Κι ένας από τους δίσκους που αγόρασα εκεί ήταν και το Όταν Έρχονται Οι Φίλοι Μου του Σταμάτη Κραουνάκη. Μια δουλειά που έλιωσα (σχεδόν κυριολεκτικά) στο παίξιμο, συνήθως βέβαια σε στιγμές που δεν έρχονταν οι φίλοι μου να με δουν στο 28 της Εκτελεσθέντων Τσιάρα Φίλιου Τάτση, στη (μακρινή για εκείνους, τότε) Λεμονιά. 

Η φωνή της Λίνας Νικολακοπούλου βρισκόταν λοιπόν ανέλπιστα σε μία από τις καινούριες στιγμές του υλικού: στα "Καντήλια", για τα οποία ήδη από τότε είχα αντίληψη ότι πρόκειται για πολύ ωραίο τραγούδι, από εκείνα που επρόκειτο να μείνουν. Αλλά ο Ανδρέας Ιωαννίδης –καθηγητής μας στην Ιστορία της Τέχνης και ένας από τους σπουδαιότερους ανθρώπους στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων– με προειδοποίησε ότι ήμουν ακόμα μικρός: θα ένιωθα το μήνυμά του καλύτερα, μετά τα 40. Πόσο δίκιο είχε. 

Με την αφορμή λοιπόν αυτής της «επετείου» 40 δισκογραφικών ετών, το blog επιστρέφει στον Δεκέμβριο του 2018, όταν ήπιαμε πρωϊνό καφέ με τη Λίνα Νικολακοπούλου στην αυλή ενός ήσυχου χώρου στον Κεραμεικό και κάναμε μια συζήτηση από εκείνες που οι δημοσιογράφοι αποκαλούν «εφ' όλης της ύλης». Το κείμενο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Τις συμβουλές της για λίγο κάρδαμο στον χειμερινό, ζεστό καφέ για εξτρά τόνωση δεν τις έχω βάλει, αλλά πάντοτε τις θυμάμαι.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το αρχείο της Λίνας Νικολακοπούλου και παραχωρήθηκε γι' αυτή τη συνέντευξη. 


Τα «Πιο Ωραία Λαϊκά», λοιπόν, κάθε Παρασκευή στο Άλσος. Τίτλος αγαπημένου τραγουδιού, που έγινε τώρα τίτλος παράστασης...

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο. Aπό ένα τραγούδι που έγραψα βέβαια πολλά χρόνια πριν, ως ένα όμως κομμάτι της αλήθειας μου. Δεν είναι λοιπόν ένας σκέτος τίτλος. Γιατί και το 1993, όταν βγήκαν τα "Λαϊκά", είχαν ενωθεί διαφορετικές γενιές με εκείνα που περιέγραφα. Νεότερα παιδιά ρωτούσαν τότε στα ραδιόφωνα, θέλοντας να μάθουν για όσα δεν είχαν ζήσει. Δημιούργησε έτσι μια μυθολογία για το πώς βιώναμε το λαϊκό τραγούδι στα σπίτια. Τα μωσαϊκά, οι σπιτικές λεμονάδες, το να τραβάς τα χαλιά για να χορέψεις... Ήταν ίσως χαριτωμένο ότι μια γυναίκα έγραψε για αυτές τις κυριακάτικες χαρές, βάζοντας μέσα και τους ποδοσφαιρικούς ήρωες εκείνων των χρόνων –τον Δομάζο, τον Σιδέρη. 

Το έζησα και την πρώτη Παρασκευή στο Άλσος: υπήρξε μια συγκίνηση από τους θαμώνες, διαφόρων μάλιστα ηλικιών· έκαναν επίσκεψη σε κάτι αγαπημένο, το οποίο δεν έχουν πολλές ευκαιρίες να συναντήσουν. Όχι φυσικά γιατί είναι σπάνια αυτά τα τραγούδια –μπορείς να τα ακούσεις παντού. Η αξία βρίσκεται στο να έχεις μια καλοδουλεμένη ορχήστρα και στο να βλέπεις νέα παιδιά να στα τραγουδάνε, με τρόπο πειστικό. Σαν να μην έχει χαθεί τίποτα, δηλαδή. 

Με εντυπωσίασε μάλιστα κι εμένα πόσο αστέρια είναι ορισμένοι σολίστες σε όργανα παραδοσιακά, κάτι μη κατευθυνόμενο, το οποίο οφείλεται σε καθαρό μεράκι. Στο μεράκι δηλαδή κάποιων δασκάλων που διάλεξαν να παραμείνουν στις επαρχίες, ίσως ματαιώνοντας δικά τους όνειρα, και είχαν την όρεξη να διδάξουν. Φέρνοντας έτσι κοντά τους όσα παιδιά είχαν καλλιτεχνικές ανησυχίες. Τέτοιοι άνθρωποι, τέτοιες μονάδες, έσπειραν έναν σπόρο. 

Πώς ακριβώς έχετε λειτουργήσει εσείς, πίσω από αυτό που εισπράττουν όσοι έρχονται στο Άλσος για να ακούσουν τη Ρία Ελληνίδου, τον Θάνο Ματζίλη και τη Νεκταρήλια Τσομπάνογλου;

Είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι πολλοί αγαπημένοι τραγουδιστές του σήμερα, μαθήτευσαν κοντά σε συνθέτες. Είναι αλλιώτικο να σε έχει εκπαιδεύσει ένας συνθέτης· είναι μια μύηση. Γιατί το να αποδώσεις το πνεύμα ενός τραγουδιού, είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από το να μην κάνεις λάθος στις νότες. Προσπάθησα λοιπόν κι εγώ, με τον τρόπο μου, να βάλω τα παιδιά του Άλσους σε μια πιο υπεύθυνη θέση: όχι μόνο να μη μου τα λένε λάθος, αλλά να με πείθουν κιόλας την ώρα που τα τραγουδούν. Να σκεφτούν τι ψάχνουν μέσα σε αυτά τα τραγούδια και πώς το ψάχνουν. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να οδηγήσεις το κοινό αίσθημα, να το λυτρώσεις επίσης, να προσφέρεις μαγεία. 

Το στοίχημα ήταν αρκετά δύσκολο και το σκεφτήκαμε αρκετά το ερώτημα: με τι θα γοήτευε η συγκεκριμένη ομάδα; Από τη μία υπήρχαν βέβαια τα σπουδαία τραγούδια, τα οποία άντεξαν στον χρόνο και ως ωραίες μελωδίες και ως στίχοι που ακόμα μπορούν και ακουμπάνε και τους νεότερους. Αλλά χρειαζόταν κάτι παραπάνω για να δείξει κανείς εμπιστοσύνη και να έρθει στο Άλσος, θεωρώντας ότι υπάρχει λόγος να δει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Αυτό το κάτι παραπάνω, αυτήν την επί σκηνής πειθώ, πιστεύω ότι την καταφέραμε. Και με έναν ωφέλιμο τρόπο, γιατί πάντα είναι ωφέλιμο να δίνεις βήμα και σε καινούρια πρόσωπα. 

Η ορχήστρα, από την άλλη, είναι έμπειρη κι αυτό είναι επίσης πολύ σημαντικό, γιατί εγώ έχω την εξής τρέλα: θέλω ο κάθε συνθέτης να γίνεται έκδηλος στο πώς παίζεται. Ο Γιάννης Σπανός, να είναι Σπανός· ο Σταύρος Κουγιουμτζής, Κουγιουμτζής και ο Γιώργος Ζαμπέτας, Ζαμπέτας. Αγαπώ τις ορχήστρες που μπορούν να υπηρετούν το χρώμα των συνθετών, γιατί είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο –σαν ας πούμε το δακτυλικό μας αποτύπωμα. Από την εισαγωγή δηλαδή, αναγνωρίζεις συνήθως τι ακούς. 

Θέλω έτσι να γίνεται φανερό και στον ρυθμό και στην ενορχήστρωση. Μπορεί βέβαια να έχεις μια φανταστική ιδέα, για μια διασκευή. Είναι κι αυτό πολύτιμο. Αλλά απαιτείται κι εδώ γνώση, πέρα από την εμπνευσμένη προσέγγιση. Τώρα πια, για να γίνει πιο σύγχρονος ο τρόπος, τα αλλοιώνουν όλα. Επειδή τα νέα παιδιά έχουν πλέον και σπουδές μουσικής, νομίζουν αρκετές φορές ότι βάζοντας μια δύσκολη αρμονία πορεύονται σωστά. Όμως δεν είναι έτσι. Χρειάζεται το θάρρος, μα χρειάζεται και το μέτρο, μέχρι πού θα αλλοιωθεί κάτι. Είναι μια παρατήρηση που μπορεί να γίνει με αγάπη, ώστε να προτρέψεις έναν νέο καλλιτέχνη να δει πέρα από τις όποιες ευκολίες του. 

Στο Άλσος τις Παρασκευές είναι ο Κώστας Νικολόπουλος στις κιθάρες και στις ενορχηστρώσεις, ο Μανώλης Πάππος στο μπουζούκι, η Αυγερινή Γάτση σε ακορντεόν και νέι, ο Ηλίας Μαντικός στο κανονάκι, ο Στράτος Σαμιώτης στα κρουστά και ο Μιχάλης Δάρμας στο μπάσο.

Πόσο το έχετε εξασκήσει το αυτί σας ως ακροάτρια, για να είστε σε θέση να πιάνετε τέτοιες πολύτιμες λεπτομέρειες;

Πολύ. Και θα σας δώσω μάλιστα και ένα μέτρο γι' αυτό που με ρωτάτε. Πριν πάω στην πρόβα, κάθομαι και μελετάω, ακούω όλα τα τραγούδια. Ώστε να μπορώ να είμαι χρήσιμη στους μουσικούς. Φρεσκάρω δηλαδή στη μνήμη μου τον τρόπο, τα χρώματα, την ορχήστρα. 

Το είχα από φυσικού, να προσέχω τα πάντα όταν άκουγα ένα τραγούδι. Αλλά, όσο μεγαλώνεις, διακρίνεις ακόμα περισσότερα πράγματα –τι παίζει ας πούμε η κιθάρα και τι το κρουστό, πότε ακριβώς βάζει ο Τσιτσάνης τον μπαγλαμά. Μοιάζει με το πώς μαγειρεύει μια νοικοκυρά. Ίσως να μη σου πει το μυστικό της συνταγής της, όμως, όσο εκπαιδεύεσαι κι εσύ, μπορείς να εντοπίσεις ότι υπάρχει π.χ. λίγο κύμινο ή ότι έχει βάλει κουρκουμά. 

Ακούω πράγματι πολλές ωραίες φωνές στη δισκογραφία, μιας και αναφερθήκατε στην αξία της μαθητείας. Αλλά και κάμποση ερμηνευτική ανωριμότητα...

Ισχύει. Το χάρισμα το έχεις, επειδή γεννήθηκες μαζί του. Αλλά αν δεν διδαχθεί κανείς, δεν θα πάει πέρα από ό,τι μπορεί να κάνει από μόνος του. Χρειάζεται λοιπόν μαθητεία. Και γι' αυτό λέμε ότι έμεινε γκρεμισμένη η κατοπινή υποδομή, η οποία μπορούσε να οδηγήσει κάπου. Ακούς ένα παιδί που τραγουδάει ωραία, που έχει να δώσει. Πώς θα έρθεις σε επαφή μαζί του; Και ποιος θα κάτσει να ασχοληθεί μαζί του; 

Κι αν ας πούμε προχωρήσει κάπως ο τραγουδιστής, ο συνθέτης ζητάει πλέον να του διαλέξει το τραγούδι, ώστε να γίνει κι εκείνος γνωστός. Πορεύονται έτσι δύο άγουρα παρέα κι αν τύχει και είναι κάτι ζωντανό, θα περάσει στον κόσμο. Όμως, από εκεί και πέρα, τι διαδρομή θα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι; Πώς ακριβώς θα προπονηθούν; Πολλοί, για παράδειγμα, έχοντας την ευκολία της φωνής, δεν πάνε καν σε μια δασκάλα ή έναν δάσκαλο φωνητικής, ώστε να εξασκήσουν ό,τι έχουν. Η επωνυμία πρώτα και μετά η γρήγορη εκταμίευση της επωνυμίας, δεν αφήνουν περιθώρια για προπόνηση. Κι έτσι γίνεται καταπόνηση. Φτάνουν τελικά σε επιλογές άσχετες με τον εαυτό τους κι ακούμε πραγματικά υπέροχες φωνές να χάνονται στο μισό της διαδρομής.

Εδώ και 20 χρόνια, δεν με φώναξε κανείς. Να μου πει, έχουμε αυτές τις νέες φωνές, επικρατούν αυτές οι τάσεις, τι μπορούμε να κάνουμε; Έπρεπε μόνη μου να κάνω τις επαφές και μόνη μου να βρω τρόπο να μπω ξανά στον αγωνιστικό χώρο. Και δεν μιλάω μόνο για τις εταιρείες, μα και για τους συνθέτες. Δεν παραπονιέμαι, βέβαια, γιατί έζησα και την εποχή των παχιών αγελάδων και ευτύχησα να δω μεγάλες χαρές, συλλογικά με τους συνεργάτες μου. Ήρθαν όμως και καιροί που δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Και νιώθω ότι πρέπει να το καταθέσω, για όποιον τον απασχολεί το ερώτημα «πώς φτάσαμε εδώ». Διαλύθηκε ευρύτερα η υπόθεση τραγούδι. Από προσωπικές αγωνίες; Επειδή πήγε τελικά ο καθένας με τους δικούς του; Πάντως χάθηκε η ροή που για δεκαετίες ήταν η φυσιολογική.

Πιστεύετε στις παρέες, όσον αφορά το τραγούδι;

Εάν είναι αληθινά ελεύθεροι άνθρωποι και αγαπούν ειλικρινά ο ένας τον άλλον, καμαρώνοντας για τις επιτυχίες του, ναι, πιστεύω. Δεν υπάρχει πιο ισχυρό πράγμα από την ομάδα. Πρέπει όμως να είναι ζωντανή η γοητεία που ασκεί ο ένας στον άλλον. Να μη γίνει κάτι συντηρητικό και να μην υφίσταται η παρέα επειδή πέτυχε κάτι και πρέπει να το διατηρήσει. Αυτό δεν πάει πουθενά. 

Επιστρέφοντας στο Άλσος, δεν θεωρείτε ότι η συνολικότερη παρουσία που φιλοδοξεί να έχει, είναι ένα ρίσκο; 

Όχι. Είναι ένα μέρος όμορφο, μέρα και νύχτα. Το βράδυ δηλαδή, όποιος μπει σε αυτήν τη συναυλιακή αίθουσα, δεν θα πιστεύει στα μάτια του. Νιώθεις οικειότητα πρώτα-πρώτα, χάρη στα παράθυρα γύρω και τη στρογγυλάδα της αρχιτεκτονικής, δεν αισθάνεσαι ότι είσαι σε τυπική μουσική σκηνή. Και βλέπεις και μια άπλα μπροστά σου. Για την Αθήνα, κάτι τέτοιο είναι φοβερό. Δεν υπάρχει αλλού να πάω να ψυχαγωγηθώ και να έχω δίπλα μου ένα πάρκο, ένα τέτοιο άνοιγμα μέσα στην καρδιά της πόλης. Με διευκολύνει επίσης ως καλλιτέχνη, γιατί δεν με αναγκάζει να μπω σε λογικές στις οποίες μπαίνουν άλλες μουσικές σκηνές, με συγκεκριμένη ρότα, στην οποία θα πρέπει να ταιριάξεις. Κι αυτό είναι απλά το πρώτο ατού.

Το δεύτερο είναι ότι προσφέρεται να κάνεις πολλά πράγματα τα καλοκαίρια. Δεν είναι τυχαίο ότι στη δική μου γενιά πηγαίναμε εκεί για δροσιά, για γρανίτες και για οικογενειακή ψυχαγωγία. Για μένα είναι ένα δώρο το ότι άνοιξε ξανά το Άλσος. Καλλιτεχνικά, λοιπόν, μπορεί να στηρίξει τάσεις που σε άλλους χώρους είναι επί του παρόντος μπλοκαρισμένες. Αν δηλαδή πάει καλά η πρώτη χρονιά και «τρέξει» ο χώρος, τα ενδεχόμενα που ανοίγονται είναι πραγματικά πάρα πολλά. Εγώ μόνο, έχω πολλές ιδέες: το Άλσος μου επιτρέπει να ονειρεύομαι –με συγκίνησε μάλιστα πολύ το τηλεφώνημα του Διονύση Σαββόπουλου, που θυμόταν τι είχα κάνει π.χ. στο Χάραμα ή στο Γκάζι. Επομένως, το όλο θέμα βρίσκεται νομίζω στην οικονομική κατάσταση των πολιτών και στο τι τους προσφέρεις, το οποίο να κάνει τη διαφορά.

Αλλά να το δούμε και με βάση την πραγματικότητα της πόλης; Η είσοδος, βρίσκεται δίπλα σε έναν κεντρικό δρόμο. Δεν χρειάζεται να διασχίσεις το πάρκο για να μπεις, ενώ τυχαίνει ακριβώς στη γωνία να βρίσκεται η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Κάτι που σημαίνει και φώτα πολλά, αλλά και άνθρωποι οι οποίοι προσέχουν το σημείο. Δεν υπάρχει έτσι κανένας φόβος, είναι εύκολο να πάρεις ένα ταξί βγαίνοντας, ενώ για όσους θέλουν το αμάξι τους, σε 100 μέτρα υπάρχει πάρκινγκ με τεράστιο υπόγειο χώρο. 

Την οικονομική κατάσταση των πολιτών, μιας και τη θίξατε, πώς τη βρίσκετε; 

Νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν ακόμα την όρεξη να διαλέξουν πού θα πάνε. Παραμένει δύσκολη η κατάσταση, όμως βλέπω ότι δεν έχει πάψει η όρεξη να βγαίνουμε. Και, προσωπικά μιλώντας, δεν άφησα να με πτοήσουν όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια. Γιατί ξέρω ότι αν κολλήσω, αν αφεθώ να «μαυρίσω», τότε θα ακινητοποιηθώ. 

Έχουν γίνει βέβαια ιεραρχήσεις. Για άλλους είναι το σινεμά προτεραιότητα, για άλλους το φαγητό, για άλλους μια βόλτα με φίλους. Θέατρο πολύ, επίσης –το βλέπω αυτό, ακόμα και σε μικρές σκηνές. Ακόμα λοιπόν ο κόσμος κινείται. Πάντα επίσης υπάρχει ένα ποσοστό που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση. Οι περισσότεροι, πάντως, δεν είναι. Πρέπει επομένως να κάνεις συγκερασμούς, γιατί δεν παύει ένα πρόγραμμα να αποτελεί επιχείρηση, με έξοδα π.χ. για τα γκαρσόνια ή για τους παρκαδόρους και για τα Φ.Π.Α. 

Πάνω σε ό,τι λέμε «πρόγραμμα», είναι λοιπόν φορτωμένα πολλά πράγματα. Κι έτσι μπαίνουν διλήμματα. Όταν π.χ. έρχεται κάτι το καινούριο, τι ισορροπίες πρέπει να κρατηθούν ώστε να είναι κερδοφόρο για τον επιχειρηματία, αλλά να μην φαντάζει ληστρικό στον επισκέπτη; Πάντως μία φορά τον μήνα, πιστεύω, πρέπει να δίνεις την ευκαιρία να έρχονται να δουν κάτι με μικρότερο τίμημα· κάτι σαν τη λαϊκή απογευματινή που λέγαμε παλιότερα.

Ωστόσο δεν γεμίσαμε ξαφνικά με υπερ-πληθώρα προτάσεων; Ειδικά όσον αφορά τις συναυλίες, μιας και η καθίζηση της δισκογραφίας δεν άφησε προφανώς άλλη επιλογή στους καλλιτέχνες; 

Το βρίσκω φυσικό. Και θα πω κάτι από την καρδιά μου: πρέπει μέσα σε όλο αυτό, να κάνει ο καθένας το καλύτερό του. Ώστε όποιοι, όσοι βρεθούν ένα βράδυ κάπου, κάτι να ζήσουν, κάτι να πάρουν μαζί τους φεύγοντας. Με ενδιαφέρει πολύ να μην είναι αδιάφοροι οι καλλιτέχνες, υιοθετώντας ας πούμε ένα στυλ «θα τα πω και θα φύγω». Δεν μου αρέσει. Και μπορώ να το διακρίνω, όταν το βλέπω. Οι παλιοί, άλλωστε, δεν είχαν πιο εύκολη ζωή από τη δική μας. Όταν όμως βρίσκονταν στο πάλκο, είχαν τη συνείδηση ότι έπρεπε να παίξουν και να τραγουδήσουν τέλεια, για να μη χάσει σε κάτι η φήμη τους. Η αίγλη του τραγουδιού, κινδυνεύει μόνο από την προχειρότητα. Ό,τι κάνουμε δεν είναι απλά για να ζήσουμε εμείς, αλλά για να ζήσει το τραγούδι, με το αλισβερίσι αυτό μεταξύ κόσμου και σκηνής. 

Γιατί όμως πάσχει τόσο πολύ το ελληνικό τραγούδι τα τελευταία χρόνια;

Πάσχει γιατί δεν υπάρχουν τα αυτιά και τα μάτια που θα έπρεπε να παρακολουθούν. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τις δυο-τρεις φορές που ήμουν στην επιτροπή επιλογής, έρχονταν θυμάμαι κούτες με τραγούδια, με μουσικές, με στίχους. Έβλεπες δηλαδή μια πληθώρα παιδιών, που ήθελαν να δείξουν κάπου τι μπορούσαν να κάνουν. Όταν λοιπόν τον ρόλο αυτόν δεν μπορούν πια να τον παίξουν οι εταιρείες, τέτοια παιδιά πρέπει να προσπαθήσουν μόνα ή να ψάξουν για τον φίλο του φίλου μέσω του οποίου μπορεί να φτάσει το τραγούδι τους σε κάποιον παραγωγό. Χωρίς υποδομή, όλα τούτα λιμνάζουν. 

Ήρθε επίσης η επιθυμία στους ραδιοφωνικούς σταθμούς να αποκτήσουν μια δυναμική για συγκεκριμένο κοινό και για συγκεκριμένους διαφημιστές. Και έπρεπε να δημιουργηθεί ένα «μενού», ικανό για βιωσιμότητα στις μετρήσεις. Μαζί και η αγωνία, μη γυρίσει ο ακροατής το κουμπί. Πλέον, αν δεν άρεσες στον ιθύνοντα νου δεν θα πέρναγες, ακόμα και τον Θεό μπάρμπα να είχες. Και αν δεν σε παίζει ο τάδε σταθμός, δεν θα σε παίξει ούτε ο δείνα. Δικαίωμα γούστου έχει βέβαια ο κάθε ένας. Όμως είναι μια πολύ διαφορετική ιστορία το ότι δεν παίζω κάτι επειδή δεν μου αρέσει, από το «δεν μπορώ να σε παίξω». Έτσι, πάμε αλλού. Σε μια ελεγχόμενη κοινή ζωή. Με αποτέλεσμα ό,τι βγαίνει στον αέρα μας, να διαθέτει μια ρουτίνα: στο ταξί, στο σούπερ μάρκετ, ακούς τα ίδια. Πιστεύω πάντως ότι αυτά τα πράγματα ανατρέπονται τελικά, από το ίδιο τους το αφύσικο.

Έπαψε λοιπόν να υπάρχει το δίκτυο μέσα στο οποίο θα έτρεχε φυσιολογικά η υπόθεση τραγούδι. Και καταλήξαμε σε έναν πρωταθλητισμό: να πρέπει να γίνει κάτι σουξέ –με την καλή έννοια– ώστε να το ακούσεις κι εσύ δύο, τρεις φορές, να το προσέξεις και να το αγαπήσεις. 

Καταστρέφει κάτι τέτοιο την έννοια του δίσκου; Βλέπετε να ξαναγυρνάμε στις εποχές των singles;

Σημασία για μένα έχει τι συμβαίνει στη διαδρομή, ώστε να καταλήξεις ξανά εκεί. Γιατί και στο παρελθόν έβγαιναν ανούσια CD και έλεγε ο εταιρειάρχης στον καλλιτέχνη, αν δεν πουλήσεις χίλια για παράδειγμα κομμάτια, δεν σου δίνω τίποτα και σταματάμε εδώ. Σε αναγκάζει η αγορά να βγάλεις κάτι ανταγωνιστικό, γιατί, αν επαναπαυτείς, θα φτάσεις σε πληθωριστικό αποτέλεσμα. Και πράγματι, είχαμε φτάσει σε κάτι τέτοιο. Έβγαιναν κι έβγαιναν δίσκοι, τους οποίους δεν υπήρχε λόγος να έχεις ολόκληρους. 

Γι' αυτό παλιότερα ήταν σωτήριο το έργο που ονομαζόταν «κύκλος τραγουδιών», με έναν συνθέτη κι έναν στιχουργό να προσπαθούν να πουν κάτι με συγκεκριμένο επίκεντρο. Μετά, οι αγαπημένοι τραγουδιστές δεν είχαν τέτοια ζητήματα, γιατί ο κόσμος τους ακολουθούσε κυρίως για τη φωνή τους. Και περίπου το ίδιο πράγμα να έλεγαν, επομένως, το κοινό το έπαιρνε. Δεν ήταν εκεί το πρόβλημα, αλλά στη δημιουργία του τραγουδιού, σε εκείνο που μπορούσε να μας ενώσει όλους. Θα συνεχίσουν πάντως να γράφονται ωραία τραγούδια, το πιστεύω αυτό. Απλά τώρα έχουν όλα γίνει δύσκολα. Xρειάζεται να επανέλθει μια αίγλη στο τραγούδι, κάπως ξανά να μαγέψει. Ακόμα και στη ζωντανή επαφή. 

Όσον αφορά τον στίχο, ειδικότερα; Θα σας πω δύο δικές μου ενστάσεις, με τις οποίες μπορεί εσείς να διαφωνείτε: ακούω πολλά μεγαλίστικα πράγματα, που δεν συνάδουν με τις ηλικίες όσων τα γράφουν, αλλά και καταστάσεις οικείες να περιγράφονται με λόγια τα οποία κανείς μας δεν θα έλεγε στην καθημερινότητά του...

Τα σημερινά παιδιά, ξεκινώντας, έχουν πολλά ζητήματα να αντιμετωπίσουν. Τα λόγια τους, σε ποιον θα αρέσουν; Και τι είδους τραγούδι θα βγει, αν μελοποιηθούν; Μπορεί λ.χ. ο συνθέτης που θα βρεις να στα κάνει λαϊκό, ενώ δεν ταίριαζαν για κάτι τέτοιο. Ο αγώνας τους, σήμερα, βρίσκεται στο να γράψουν κάτι που κάποιος θα τους το πάρει. Αν τύχει να βγει κάτι ωραίο, δημιουργείται ένας καθρέφτης· όπως και μια εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, ώστε να πάνε πιο βαθιά. Αλλά, στην αρχή, μένουν σε φόρμες και σε στερεότυπα αναφορικά με το τι αρέσει τώρα. 

Για να φτάσεις ωστόσο μέσα σου και να ρισκάρεις να βγάλεις τον εαυτό σου, χρειάζεται ένα περιβάλλον με ασφάλεια. Να σου πει ο συνθέτης «δωσ' μου κι άλλα», ώστε να του δώσεις κι εκείνο που ίσως έχεις μισοέτοιμο, μα εμπεριέχει σε μεγαλύτερο βαθμό την αλήθεια σου. Κάτι τέτοιο, όμως, συνιστά πολυτέλεια· και προϋποθέτει ένα δούναι και λαβείν με τον συνεργάτη σου. Χωρίς μια συνέχεια, δεν θα μπορέσεις να γράψεις είκοσι, για να πετάξεις τα δέκα και να ξεκαθαρίσει το δικό σου αποτύπωμα. 

Κι εγώ στο ξεκίνημα, αν δεν είχα τον Γιάννη Σπανό και τον Σταμάτη Κραουνάκη να κατανοήσουν τη γλώσσα μου και να τη στηρίξουν, πώς θα έβγαινα ως ένα καινούριο ύφος; Χρειάζονται λοιπόν οι άνθρωποι που θα έχουν τη διάθεση να πάρουν ρίσκα. Όταν έγραψα λ.χ. για τη Χριστιάνα το τραγούδι "Το Καλοκαίρι Θα ΄Ρθει" (1982), μου ζήτησε να την πάω σε όλους αυτούς τους κινηματογράφους για τους οποίους έγραφα –το Βοξ, το Εκράν– ώστε να ξέρει για τι ακριβώς τραγουδάει. Ήταν υπέροχο. 

Ας τελειώσουμε όμως με το Άλσος, μιας και στάθηκε αφορμή της συνάντησής μας. Ξέρω ότι η Μαίρη Λίντα, που ήταν να έρθει ως καλεσμένη, έσπασε το πόδι της. Τι άλλες εκπλήξεις θα έχουν οι Παρασκευές; 

Είναι χαρά να έχουμε εκεί τον Ορφέα Περίδη. Για τα κατοπινά, έχω ήδη κάνει επαφή με τη Νατάσσα Θεοδωρίδου, την οποία θεωρώ πολύ καλή τραγουδίστρια. Και μου είπε ότι θα έρθει. Με τούτα και με τ' άλλα, λοιπόν, θα βγούμε στην άνοιξη.