27 Ιουλίου 2021

Manilla Road - συνέντευξη (2017)


Μια φήμη που έχει αρχίσει να εξαπλώνεται στους μουσικόφιλους της ελληνικής social media κουλτούρας λέει ότι «όλα άρχισαν όταν πέθανε ο David Bowie» –όπου «όλα», βλέπε διαφόρων ειδών συμφορές. 

Άλλοι, πάλι, θεωρούν ότι είναι η ίδια η λειτουργία της social media κουλτούρας που κάνει κάποιες απώλειες (όχι μόνο καλλιτεχνικές) να αποκτούν ιδιαίτερο, εντούτοις πρόσκαιρο βάρος. Σε κάποια παλιότερη ανάρτησή του στο Facebook, ο Βαγγέλης Χαλικιάς είχε περιγράψει ωραία το φαινόμενο γράφοντας «Γιατί κάνεις έτσι για τον Lemmy, γιατί κάνεις έτσι για τον Bowie, γιατί κάνεις έτσι για τον Lou Reed, γιατί κάνεις έτσι για τον Μαραντόνα». 

Χωρίς τώρα να θέλω να μπω σε ζητήματα social media κουλτούρας –η οποία πράγματι βασίζεται σε μια γοργή εναλλαγή μεγάλων μπαμ, που αφήνονται γρήγορα πίσω χάριν των επόμενων βροντερών ειδήσεων– νομίζω ότι η συζήτηση αυτή δεν εξαντλείται στα πλαίσιά της. Τέτοιες αντιδράσεις, δηλαδή, έχουν να κάνουν και με το γεγονός ότι φεύγουν φιγούρες οι οποίες πέτυχαν να αφήσουν έντονο συλλογικό αποτύπωμα σε παγκόσμια διάσταση. 

Υπάρχουν επομένως και χαρακτηριστικά «γενιάς» (για όσους συμπορεύτηκαν δηλαδή σε κρίσιμα χρόνια με τους εκλιπόντες, ο θάνατός τους γίνεται κάτι πιο υπαρξιακό από ακόμα μία δυσάρεστη είδηση), αλλά και μια αντιδιαστολή με τη νυν εποχή. Η οποία (δείχνει να) δυσκολεύεται να παράγει μεγέθη με ανάλογο εκτόπισμα καθώς αντανακλά τις όλο και πιο ατομικές μας διαδρομές στην υποτιθέμενη Εποχή της Επικοινωνίας.

Από εκεί και πέρα, ο Lemmy και ο David Bowie υπήρξαν και για μένα ανάμεσα στις πιο στενάχωρες μουσικές απώλειες. Αλλά το μεγαλύτερο ξάφνιασμα το έφαγα το πρωινό της 27ης Ιουλίου 2018 –τότε που με είχε πάρει ο ύπνος περισσότερο από το συνηθισμένο και με το που άνοιξε το ένα μάτι η Χριστίνα με κοίταξε και μου είπε ότι κάτι έχει γίνει με τους Manilla Road. Ο Mark "The Shark" Shelton, η «ψυχή» αυτής της μπάντας, ήταν απροσδόκητα νεκρός. Δύο μήνες αφότου τον είχαμε δει ζωντανά στην Αθήνα, στα πλαίσια του Up Τhe Hammers XIII. Μόλις στα 60 του, από καρδιακή προσβολή.

Όσοι τώρα με ξέρουν, γνωρίζουν και την αγάπη που τρέφω για τους Manilla Road, με μπλουζάκι των οποίων κι επιμένω να κυκλοφορώ, γνωρίζοντας ότι δείχνω –λόγω ηλικίας και βάρους– σαν τους μπαρμπάδες που έβλεπα μικρός με κοντομάνικα Saxon, όταν πήγαινα για μπύρες στις μπάρες του Texas (στην Ιπποκράτους, όχι στην Αμερική). Έκανα λοιπόν μέρες να ξεπεράσω τον θάνατο του Shelton. 

Δεν ισχυρίζομαι, ασφαλώς, ότι ο Shelton έγινε Lemmy, David Bowie ή Lou Reed: είναι ξεκάθαρο ότι έμεινε πάντοτε μια underground φιγούρα (με την παλιά έννοια, όχι με τη 1990s κι έπειτα). Πίνοντας λ.χ. κάποτε μπύρα με τον εμβριθή μουσικόφιλο και ιδιοκτήτη της Puzzlemusik, Χρήστο Αλεξόπουλο, συνειδητοποίησα ότι δεν γνώριζε τους Manilla Road ούτε καν σαν όνομα. 

Ωστόσο, για κάποιους από μας, ο Shelton υπήρξε ένας παραμυθένιος ήρωας: γέμισε τη φαντασία μας με τραγούδια που αντανακλούσαν κάτι από τη γοητεία των βιβλίων τσέπης Ωρόρα ή των σελίδων του Τόλκιν. Κι έστεκε πάντοτε σαν βγαλμένος κι ο ίδιος από αυτές, χάρη στην ακεραιότητά του, την ευγένειά του και την πλήρη του αδιαφορία για ό,τι συνιστούσε «κινήσεις καριέρας».

Λίγα πράγματα έχω λοιπόν χαρεί στην επαγγελματική μου διαδρομή ως κριτικός και μουσικοδημοσιογράφος (η εφορία αναγνωρίζει μόνο τη δεύτερη ιδιότητα, εγώ επιμένω στην πρώτη), όσο την ευκαιρία που μου δόθηκε το 2017 να μιλήσω με τον Shelton. Αφορμή ήταν η επικείμενη έλευση των Manilla Road στην Αθήνα για τα 40 τους χρόνια, η οποία θα οδηγούσε στην καλύτερη (κατά τη γνώμη μου) συναυλία τους σε ελληνικό έδαφος. Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κάτωθι είναι λεπτομέρεια από το οπισθόφυλλο του δίσκου Crystal Logic (1983)


Επιστρέφετε στην Ελλάδα για μια σπέσιαλ βραδιά, εορταστική των 40 χρόνων σας σαν συγκρότημα. Τι να περιμένουμε από τη setlist; Μήπως κάποια ξεχασμένα τραγούδια, τα οποία δεν έχετε παίξει εδώ και πολύ καιρό;

Πράγματι, έχουμε αναστήσει κάποια κομμάτια από το παρελθόν, για να γιορτάσουμε τα 40 χρόνια του γκρουπ, αλλά και τη 30ετία του Mystification (1987). Θα παίξουμε όμως και μερικά τραγούδια από το νέο μας άλμπουμ To Kill A King, το οποίο θα βγει μέσα στο 2017 –και φυσικά θα εξαπολύσουμε και τα γνωστά κι αγαπημένα. Αυτή θα είναι επίσης η πρώτη μας περιοδεία με τον νέο μας μπασίστα, τον εξαιρετικό Phil Ross. Ο Δρόμος μας είναι πλέον πιο δυνατός από ποτέ.

Ο οποίος δρόμος σας είναι και μακρύς, όπως δείχνουν αυτά τα 40 χρόνια. Τι θυμάσαι αλήθεια πιο ζωντανά από την περίοδο 1977-1980; Πόσο εύκολο ήταν τότε για ένα γκρουπ με τον δικό σας ήχο να δώσει συναυλίες στο Κάνσας;

Ήταν μια πρόκληση, έτσι θα το περιέγραφα. Έπρεπε να μάθουμε μονάχοι μας τους τρόπους αυτής της δουλειάς, οπότε κάθε βήμα φαινόταν σαν σκαρφάλωμα σε λόφο. Ήμασταν όμως πραγματικά αποφασισμένοι να συνεχίσουμε, έτσι για τη μουσική. Το Κάνσας, ασφαλώς, δεν ήταν και το καλύτερο μέρος για να ξεκινήσεις μια metal μπάντα. Ο κόσμος άκουγε κυρίως country, μερικοί και κλασική μουσική –ακόμα και το προοδευτικό jazz rock εκείνων των χρόνων φαινόταν περίεργο! (γελάει) Οπότε φαντάζεσαι πώς αντιδρούσαν απέναντι σε βαριούς, επικούς, doom metal ήχους.

Από την άλλη, εμείς ήμασταν από τα λίγα γκρουπ τα οποία διέθεταν δικά τους τραγούδια. Κι έτσι σιγά-σιγά αποκτήσαμε κάμποσο κοινό στα τοπικά clubs και φτάσαμε να ανοίξουμε συναυλίες του Ted Nugent και των Krokus. Αυτό μας βοήθησε πολύ και εν τέλει κερδίσαμε τη μεγάλη μάχη των συγκροτημάτων που διοργάνωναν στη Wichita οι ραδιοσταθμοί. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, γίναμε κάτι σαν τους σκληρούς ροκ αστέρες της τοπικής σκηνής. 

Παίζουμε κάθε χρόνο live στη Wichita. Συχνά, μάλιστα, προτιμάμε τα μικρά clubs από όπου ξεκινήσαμε, έτσι σαν υποστήριξη προς τη metal κοινότητα της πόλης. Η σκηνή παραμένει και σήμερα μικρή, όμως οι μεταλλάδες της Witchita είναι πραγματικά Αδέρφια του Σφυριού.

Πόσο εύκολο ήταν να διανείμετε μονάχοι το ντεμπούτο σας Invasion, πίσω στο 1980; Είναι κάτι δηλαδή που παραμένει δύσκολο, ακόμα και τώρα, που έχουμε και ίντερνετ...

Προμηθεύσαμε κόπιες σε όλα τα μικρά δισκοπωλεία του Κάνσας, κάτι όμως που ήταν αγγαρεία, καθώς έπρεπε να πείσουμε τους μαγαζάτορες. Μερικές φορές, λοιπόν, καταφεύγαμε σε μεσοβέζικες λύσεις –τύπου να δώσουμε μεν κόπιες, μα να συμφωνήσουμε ότι θα πληρωθούμε μόνο σε περίπτωση που πράγματι θα πωλούνταν. Ευτυχώς συνήθως τα πουλούσαν, οπότε από ένα σημείο και μετά τα δισκάδικα άρχισαν να αγοράζουν στοκ. Ασχολούμασταν πολλοί τότε με τη Roadster Records, οπότε η προσπάθειά μας ήταν συλλογική.

Πετύχαμε έτσι να τραβήξουμε αρκετή προσοχή στο Invasion κι έπειτα το πράγμα άρχισε να διαδίδεται στόμα με στόμα. Από την πλευρά μας, το κάναμε να δουλέψει γιατί πιστεύαμε πραγματικά στον σκοπό μας, πιστεύαμε δηλαδή ότι είχαμε κάτι σημαντικό να εκφράσουμε μέσω της μουσικής. Αυτή μας η πίστη, σε συνδυασμό με την αύξηση των fans, έκανε πιο εύκολη την όλη πρόκληση που ξανοιγόταν εμπρός μας.

Και τελικά ήταν το Crystal Logic (1983) που ...αποκρυστάλλωσε τον ήχο-υπογραφή σας. Τι σας έκανε να αφήσετε το σκληρό prog rock και να στραφείτε προς ένα ξεκάθαρα metal μονοπάτι;

Νομίζω πως κατευθυνόμουν σε όλο και πιο σκληρές κατευθύνσεις τότε. Το όλο πράγμα εξελίχθηκε βέβαια βαθμιαία, όμως είχα σταθερά κατά νου το πώς θα πετύχαινα μια διαφορετική προσέγγιση στους heavy metal ήχους που έφταναν στα αυτιά μου, έτσι ώστε να μη γίνουμε μία ακόμα metal μπάντα ανάμεσα στις τόσες. Πάσχιζα ειλικρινώς για έναν ήχο που θα διέθετε μια κάποια πρωτοτυπία, για ένα στυλ που θα μπορούσα να αποκαλώ «δικό μου». Από την άλλη, ακόμα διατηρώ εκείνη τη heavy prog προσέγγιση σε κάμποσα τραγούδια. Όμως το ενδιαφέρον μου ήταν σταθερά στραμμένο στις βαρύτερες εκφάνσεις του σκληρού φάσματος.

Είναι αλήθεια ότι ο παραγωγός και αφεντικό της Shrapnell, Mike Varney, μισούσε το Crystal Logic; Γιατί; Το ξανασυζητήσατε ποτέ, σε πιο πρόσφατα χρόνια;

Είναι αλήθεια. Το άκουσε ολόκληρο και μου είπε ότι το μόνο πράγμα που του άρεσε ήταν το ...intro! Δεν το ξανασυζητήσαμε, γιατί δεν τον ξανασυνάντησα ποτέ μετά από εκείνες τις μέρες στο Σαν Φρανσίσκο, πίσω στο 1982 ή στο 1983. Το βρίσκω πάντως αρκετά διασκεδαστικό που το άλμπουμ μας που προσπέρασε με τόση αδιαφορία, έγινε τελικά η πιο διάσημη κυκλοφορία μας. Ήταν η δική του ...ελληνική τραγωδία! (γέλια)

Ανάμεσα στα πολλά σας ωραία τραγούδια, αγαπώ ιδιαιτέρως το "The Veils Of Negative Existence". Στους στίχους αναφέρεις το Εξκάλιμπερ, να υποθέσω επομένως ότι η γενικότερη έμπνευση είχε να κάνει με τη sword & sorcery λογοτεχνία;

Ω, ναι. Είμαι μεγάλος fan της συγκεκριμένης λογοτεχνίας, αλλά και των σχετικών ταινιών. Αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Robert E. Howard, ο οποίος δεν έγραψε μόνο όλες τις ιστορίες του Κόναν, αλλά και πολλές ακόμα σπουδαίες ιστορίες τρόμου και φανταστικών περιπετειών. Και ο Poe με τον Lovecraft μου αρέσουν πολύ, όπως και ο Sir Arthur Conan Doyle, ο Edgar Rice Burroughs και πολλοί ακόμα. Κάτι επιπλέον που γουστάρω πολύ, είναι η ιστορική λογοτεχνία. Το ενδιαφέρον μου είναι μεγάλο για τη μυθολογία, οι αρχαίοι πολιτισμοί μου ασκούν ιδιαίτερη σαγήνη.

Παρά τα κάμποσα επιτεύγματά σας μετά το Crystal Logic, στα μουσικά περιοδικά δεν σας εκτιμούσαν πάντα. Το αμερικάνικο Kerrang, για παράδειγμα, έχει γράψει μερικά πολύ κακά πράγματα για σας. Ήταν πιο υποστηρικτική για σας η Ευρώπη;

Ορισμένα μέρη στην Ευρώπη υπήρξαν πολύ υποστηρικτικά και μάλιστα από την αρχή κιόλας της πορείας –άλλα όχι και τόσο. Θυμάμαι ότι και στα γερμανικά περιοδικά δεν αρέσαμε καθόλου, ενώ παίρναμε στάνταρ καλές κριτικές στη Γαλλία και στην Ολλανδία. Ποιος ξέρει πώς το σκέφτονταν όσοι μας αντιπαθούσαν; Από την πλευρά μου είμαι απλά χαρούμενος που πλέον το στυλ μας χαίρει θερμότερης αντιμετώπισης.

Τι έφερε το τέλος των Manilla Road το 1990, λίγο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ The Courts Of Chaos –που εσύ ο ίδιος το έχεις αποκαλέσει ως «το πρώτο σας αληθινό αριστούργημα»;

Πρέπει να τα είχα πιει όταν έκανα τη συγκεκριμένη δήλωση! (γελάει) Στην πραγματικότητα, θεωρώ ότι το πρώτο μας αληθινό αριστούργημα ήταν το The Deluge του 1986 –αυτό εκτιμώ και τώρα περισσότερο από τους δίσκους που φτιάξαμε στις δεκαετίες του 1980 και 1990. 

Για να σου απαντήσω όμως στο ερώτημά σου, διαλυθήκαμε γιατί τότε δεν υπήρχε αρκετή υποστήριξη από τις εταιρείες. Οι πωλήσεις έπεφταν, η όλη metal φάση φαινόταν να τελειώνει. Τα πράγματα επίσης δεν πήγαιναν καλά στο εσωτερικό της μπάντας μεταξύ του Randy Foxe (ντραμς/πλήκτρα) και του Scott Park (μπάσο). Το σκέφτηκα λοιπόν αρκετά και αποφάσισα να μπει μια τελεία.

Και άρχισες όντως να δουλεύεις τότε σε ένα γήπεδο του γκολφ;

Ναι, δούλεψα πράγματι σε ένα γήπεδο γκολφ, για 4 χρόνια. Μου αρέσει πολύ αυτό το σπορ. Παίζω και ο ίδιος, έχω κερδίσει μάλιστα πολλά ερασιτεχνικά τουρνουά εδώ στο Κάνσας, αν και κυρίως παλιότερα! Πλέον δεν παίζω παρά σπάνια, πού και πού όμως ξαναμπαίνω στο γήπεδο και το διασκεδάζω πάντα πολύ.

Και τι κράτησε τη φλόγα ζωντανή; Τι σε έπεισε να επαναφέρεις το συγκρότημα για το Atlantis Rising το 2001;

Ο Bryan "Hellroadie" Patrick. Σε εκείνον οφείλονται όλα. Είχα ξεκινήσει βασικά το Atlantis Rising σαν ένα σόλο άλμπουμ, μα στο τέλος της διαδικασίας, όταν πια το δειγματίζαμε σε δισκογραφικές, έγινε πια φανερό ότι είχαμε νεκραναστήσει το γκρουπ. Η φλόγα λοιπόν δεν πέθανε. Και όχι μόνο αυτό, μα έγινε κι ένας δυνατός φάρος για την επόμενη διετία. Γιατί για μένα υπήρχε πάντα κάτι το μαγικό στη μουσική που έφτιαχνα με τους Manilla Road. Δεν είναι εύκολο να στο εξηγήσω, μα μου δίνεται ένα αίσθημα πληρότητας όταν περιβάλλομαι από αυτή τη μουσική. Τέτοια ανόητα πράγματα με κρατούν ακόμα στον όλο ανεμοστρόβιλο.

Αισθάνεσαι όμως ότι οι Manilla Road είναι μπάντα που κάπου χάθηκε στα χρυσά χρόνια της heavy metal ιστορίας;

Το πιστεύω αυτό. Δεν μπορέσαμε ποτέ να γίνουμε mainstream, αλλά και ούτε το δοκιμάσαμε. Μας αρκούσε που οι οπαδοί μας πλήθαιναν χρόνο με τον χρόνο, μας αρκούσε να βλέπουμε νέα πρόσωπα ανάμεσα στους παλιούς fans όταν δίναμε συναυλίες. Τώρα είναι πολύ πιο εύκολο να συνεχίσουμε την πορεία μας, σε σύγκριση με τότε. Το χρωστάμε στους φίλους που έχουμε αποκτήσει σε όλον τον κόσμο, αυτοί είναι οι τροφοδότες μας.

Τι σχεδιάζεις λοιπόν μετά το πέρας αυτής της παγκόσμιας περιοδείας; Πότε ακριβώς έρχεται το καινούριο σας άλμπουμ;

Το νέο μας άλμπουμ αναμένεται το καλοκαίρι, τον Ιούνιο, ενώ μέσα στη χρονιά θα βγει και το καινούριο των Hellwell –τιτλοφορείται Behind Τhe Demon's Eyes και έχει τον Randy Foxe στα ντραμς. Παράλληλα, μπαίνουν οι τελευταίες πινελιές σε έναν προσωπικό δίσκο που ετοιμάζω εδώ και κάποιον καιρό με τον Rick Fisher και τον E.C. Hellwell. Το 2017, επομένως, είναι μια πολυάσχολη χρονιά για μένα. Πάντα όμως ονειρεύομαι να ξαναγυρίσω στις περιοδείες. Μετά λοιπόν από το ευρωπαϊκό σκέλος της νυν τουρνέ, θα ξαναγυρίσουμε στις Η.Π.Α., για μία μεγάλη περιοδεία που θα ξεκινήσει το φθινόπωρο.

Μετά δε κι από αυτήν, ε, θα πρέπει να ξεχειμωνιάσω λίγο στο καβούκι μου και να ανακτήσω ενέργεια. Κι έπειτα νομίζω ότι θα αρχίσω έναν καινούριο Manilla Road δίσκο. Αυτό άλλωστε δεν κάνω πάντα;





23 Ιουλίου 2021

Γιώργος Μαζωνάκης - συνέντευξη (2010)


Παρά τις καραντίνες και το όλο κλείσιμο που έφερε στον κόσμο μας ο κορωνοϊός, από το 2020 που άρχισαν όλα αυτά χρειάζεται να «τρέχεις» για να προλαβαίνεις τον Γιώργο Μαζωνάκη. 

Πρώτα δηλαδή ήρθε εκείνη η πρωτοβουλία ονόματι Μπουζούκι: Οι Ευαίσθητες Χορδές (2020), με ένα βίντεο στα social media να μας προτρέπει «να ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση» σε μια εποχή όπου το λαϊκό τραγούδι (τουλάχιστον εκείνο που απευθύνεται στις πλατιές μάζες) έχει δυτικοποιηθεί κατά μεγάλο συνθετικό μέρος, με αποτέλεσμα το αγαπημένο όργανο να έχει χάσει μέρος της παλιάς του αίγλης.

Μετά, τον Μάρτιο του 2021, βγήκε το τραγούδι "Δεν Είμαι Εγώ", η αναπάντεχη δηλαδή συνεργασία του με το ηλεκτρονικό δίδυμο των Glacial (Γιώργος Λαιμός & Ιλάν Μανουάχ) σε μουσική Κάρολου Μαυρογένη και στίχους Ελεάνας Βραχάλη. Το κομμάτι είχε πρωτοπαρουσιαστεί live κατά την εμφάνιση των Glacial στο ADD Festival του 2018, όπου ο Μαζωνάκης έκανε αναπάντεχη εμφάνιση-έκπληξη στη σκηνή Β που είχε στηθεί στο συγκρότημα κτιρίων της Πειραιώς 260. Και μη νομίζετε ότι γούσταραν όλοι από κάτω, κάθε άλλο... Ο φίλος Τάσος Μαγιόπουλος, ο οποίος είχε βρεθεί τότε εκεί ως ανταποκριτής, έχει γράψει και δημοσίως για μερίδα του κοινού που ξίνισε και μιλούσε για «παραφωνία». Το "Δεν Είμαι Εγώ" μπήκε στο άλμπουμ Hardcore Lounge που επιμελήθηκαν οι Glacial για τη γνωστή γαλλική σειρά Hôtel Costes Presents…  

Και τώρα; Τώρα όλα ξεκινούν με τη φράση «Αρίθα, φτάνει». Γνωρίζοντας δε ότι η Αρίθα (ναι, από την Aretha Franklin) είναι ο σκύλος του Γιώργου Μαζωνάκη, δύσκολα δεν κάνεις συνειρμό με εκείνο τον στίχο του Γιώργου Παυριανού «Εγώ κι ο σκύλος μου ο μόνος φίλος μου / που όλα του τα εξηγώ», από το εκπληκτικό "Παιδί Της Νύχτας" –επιτυχία για τον Μαζώ πίσω στο 1997. Μόνο που πλέον δεν μιλάμε για κάποιο νέο σουξέ, αλλά για την ηχητική συμμετοχή του Μαζωνάκη στην έκθεση You and AI για την τεχνητή νοημοσύνη. Πρόκειται για υπαίθρια έκθεση, με 25 έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών τοποθετημένα στο Πεδίον του Άρεως, υπό την αιγίδα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη και κρατάει μέχρι (και) την Κυριακή 25 Ιουλίου, ωστόσο είναι πολλοί όσοι ελπίζουν να δοθεί παράταση.

Η συμμετοχή μάλιστα του Γιώργου Μαζωνάκη στην εν λόγω έκθεση είναι διπλή. Πέρα δηλαδή από τη φωνή του στην άνωθεν ηχητική εγκατάσταση της Αφροδίτης Παναγιωτάκου (διευθύντριας Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση) και του Μανώλη Μανουσάκη, υπάρχει και η παρουσία του στη νέα ταινία της Εύης Καλογηροπούλου Ανήκω Σε Μένα. Ναι, έχει εμπνευστεί από το ομώνυμο σουξέ του (1994), το οποίο ακούγεται μάλιστα σε φρέσκο remix από την Kid Moxie (θα κυκλοφορήσει και σε επίσημο single). Στο Πεδίον του Άρεως η ταινία είναι μονταρισμένη έτσι ώστε να δίνει την εντύπωση artwork, θα διανεμηθεί όμως σύντομα και στα σινεμά, με δύο διαφορετικές βερσιόν για Ελλάδα και εξωτερικό.

Τι άλλο να ζητήσει αλήθεια κανείς από τον Μαζώ; Μπορεί να μην μου άρεσαν όσα έκανε μετά τον δίσκο Τα Ίσια Ανάποδα, ωστόσο δείχνει ότι έχει διάθεση να το ψάξει και να τολμήσει δρασκελιές έξω από τα κατ' εξοχήν νερά του. Ίσως κλείσει έτσι αυτή την αμήχανη εποχή, που ορίστηκε από συνεργασίες με τους Onirama και από τραγούδια στο στυλ των "Λείπει Πάλι Ο Θεός" και "Αγαπώ Σημαίνει" (τα οποία εμένα προσωπικά δεν μου λένε τίποτα), ανοίγοντας ένα καινούριο, λαμπρότερο κεφάλαιο στην καριέρα του. 

Όλα τα παραπάνω, στο μεταξύ, μου θύμισαν την εποχή κατά την οποία του έκανα κρούση για μια συνέντευξη. Ήταν 2010, τότε που είχε βγάλει το προαναφερθέν άλμπουμ Τα Ίσια Ανάποδα και ετοιμαζόταν να κατέβει από Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, για πρεμιέρα στον Βοτανικό. 

Οι συνεννοήσεις ήταν ευγενικές, ωστόσο διακατέχονταν από μια κάποια καχυποψία πριν τελικά πει το ναι: εκπροσωπούσα άλλωστε ένα άγνωστο σε εκείνον μέσο, με σαφώς διαφορετικό προφίλ (ίσως και εχθρικό προς τον χώρο του), το οποίο όμως είχα βαλθεί ως αρχισυντάκτης του να ανοίξω προς ό,τι μπορούσε να είναι «καλό», ανεξαρτήτως ηχητικής ταμπέλας. Από τους αναγνώστες έφαγα βέβαια κάμποσο βρίσιμο, εντούτοις τους έγραψα στ' αρχίδια μου. Και δεν λυπάμαι, γιατί δεν χωράνε ευγένειες σε τέτοια πράγματα.

Η συζήτησή μας πρωτοδημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. 

* η άνωθεν φωτογραφία προέρχεται από διάφορα πακέτα που δίδονταν ως promo στον Τύπο πίσω στο 2010. Η κάτωθι είναι πλάνο της Εύης Καλογηροπούλου από την προαναφερθείσα ταινία Ανήκω Σε Μένα (2021)


Τα Ίσια Ανάποδα λέγεται ο πρόσφατος δίσκος σου. Γιατί αυτός ο τίτλος; Είδες τα ίσια …ανάποδα φτιάχνοντάς το; Ή είναι και ένα γενικότερο σχόλιο για την πραγματικότητα που πια μας περιβάλλει; 
 
Η φράση αυτή ανήκει στη στιχουργό του τραγουδιού "Εξάρτηση - Εξάντληση (Τα Ίσια Ανάποδα)", την καλή μου φίλη Νίκη Παπαθεοχάρη. Δεν είναι μια τυχαία φράση. Εκπροσωπεί και τη δική μου ματιά στα πράγματα, κάποιες φορές. Κι άλλοτε αυτό βγαίνει σε καλό, άλλοτε όχι. Εκφράζει όμως με παραστατικό τρόπο και την εποχή στην οποία ζούμε: τις δυσκολίες, το απίστευτο αλαλούμ γύρω μας.
 
Το άλμπουμ είχε έναν ισχυρό, μα κάπως αναπάντεχο προπομπό. Τι σε ώθησε να διασκευάσεις το τραγούδι των O.P.A. "Η Καρδιά Μου" (1992); 
 
Κάτι πολύ απλό! Ήμασταν στο Λουτράκι το περασμένο καλοκαίρι, στο μπαράκι ενός φίλου μου. Και κάποια στιγμή ο DJ έπαιξε το κομμάτι των O.P.A. Με πλησιάζει ένας άλλος φίλος και μου λέει «αυτό το τραγούδι πρέπει κάποτε να το πεις...». Μου καρφώθηκε λοιπόν η ιδέα, κι έτσι, τόσο απλά, συνέβη. 

Επεδίωξες επίσης να συνεργαστείς με Τούρκους μουσικούς για ένα τμήμα του δίσκου και μάλιστα ταξίδεψες για τον σκοπό αυτόν και στην Κωνσταντινούπολη. Υπάρχει βάση σε ό,τι λέγεται, πως στην Τουρκία υπάρχει υψηλό επίπεδο μουσικής δημιουργίας, σε μεγάλο φάσμα του ήχου; 
 
Ταξίδεψα στην Κωνσταντινούπολη με προτροπή του παραγωγού μου Κώστα Καλημέρη και κάναμε κάποιες επαφές. Γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους κι ακούσαμε πολλά τραγούδια. Είμαι πολύ περήφανος που μέσα από αυτές τις επαφές προέκυψαν τρία τραγούδια γι' αυτό το CD. 

Ξεχωριστή τιμή για μένα είναι το πρώτο τραγούδι, το “Στιγμές Που Δε Σ’ Έχω”, το οποίο ανήκει στη Sezen Aksu –μια μεγάλη ερμηνεύτρια μα και σημαντική δημιουργό. Υπάρχει ένας άνθρωπος που αγαπάει πολύ τη μουσική, ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στις μουσικές των λαών, ο Φώτης Στέφος. Μας βοήθησε πάρα πολύ να φτάσουμε στην …πηγή! 

Με ενδιαφέρει σιγά-σιγά να κάνω και πράγματα στην Τουρκία, ίσως μια μεγάλη συνεργασία. Πράγματι υπάρχουν εκεί κορυφαίοι μουσικοί και κορυφαίες μουσικές.
 
Παραμένεις σταθερά ένα από τα μεγάλα ονόματα της λαϊκής διασκέδασης. Εντούτοις, έχεις πολλές συμπάθειες και σε ακροατήρια τα οποία συνήθως επιλέγουν μια πιο εναλλακτική διασκέδαση, σχετιζόμενη με ξένα ακούσματα. Συχνά έχω ακούσει να λένε ότι «ο Γιώργος δεν είναι μπουζούκια, είναι ένας από μας στα μπουζούκια». Έχει κάποια αλήθεια, το αποδέχεσαι; 
 
Ναι, έχει. Kαι το λέω αβίαστα. Καταρχήν εγώ ποτέ δεν κλείστηκα σε τέτοιες φόρμες, ούτε καν δισκογραφικά –και το ξέρεις. Επίσης, καθώς διασκέδαζα στα club, έβαζα πάντα τέτοια στοιχεία στις εμφανίσεις μου κι ευτυχώς μου δόθηκε η δυνατότητα από πέρυσι να το κάνω αυτό πιο ολοκληρωμένα. Κι έτσι θα το συνεχίσω. Σημασία έχει να είσαι ανήσυχος στη ζωή σου, να ψάχνεσαι. Με κινητοποιεί αυτό. 
 
Πόσο λογίζεις τη βιωματικότητα ως ερμηνευτικό σου όπλο; Έχω την άποψη π.χ. ότι ένα τραγούδι σαν το "Παιδί Της Νύχτας" (1997) ή σαν το "Τέσσερις" (2003) δεν θα μπορούσε να το πει κανείς καλύτερα, ακόμα και φωνές με άλλες δυνατότητες...
 
Δεν ξέρω αν υπήρξα απλά τυχερός. Από το ξεκίνημά μου στη δισκογραφία έπαιξε ρόλο ότι ήμουν και ζιζάνιο… Αλλά οι στιχουργοί κατά κανόνα γράφανε πάνω μου: μία λεπτομέρεια της ζωής μου ή μια κουβέντα που κάναμε, τους επηρέαζε να γράψουν κάτι. 

Δεν είναι μόνο αυτά τα δύο τραγούδια βέβαια, μα πολλά ακόμα. Αν κοιτάξεις πίσω ή και στο πρόσφατο CD μου, υπάρχουν κι άλλα γραμμένα για μένα, σαν να τα έγραψα εγώ. Κι επαληθεύτηκε για μία ακόμη φορά ότι τελικά τα καλύτερα τραγούδια τα γράφουν οι παρέες.
 
Σε είπαν κατά καιρούς ψώνιο, αλητάμπουρα, χυμαδιό. Δεν θα ρωτήσω τα κλασικά, κατά πόσο αληθεύουν και τέτοια, θα ρωτήσω όμως αν θεωρείς πως σε ωφέλησε επαγγελματικά η παρουσίασή σου ως «το κακό παιδί από τη Νίκαια»...
 
Υπάρχει κόσμος ο οποίος λειτουργεί με τον λεγόμενο «μύθο» κι αρνείται να κοιτάξει πίσω από αυτόν. Όντως με συνόδευσε αυτός ο μύθος κι άλλοτε έκανε καλό κι άλλοτε κακό. Εγώ πάλι, από την πλευρά μου, κάποιες φορές που θίγονταν τα δικαιώματά μου και πνιγόμουν από το δίκιο ευχόμουν να 'μουνα όντως κακό παιδί…
 
Έχεις άποψη για το ελληνικό τραγούδι, αν κάτι του φταίει και δεν περπατάει καλά; Ή προτιμάς να ακούς ξένη μουσική; 
 
Ακούω πολύ ξένη μουσική, πάντα συνέβαινε αυτό. Αλλά δεν σημαίνει ότι δεν ξέρω τι γίνεται στη δουλειά μου... Και τώρα βγαίνουν ενδιαφέρουσες μουσικές –περισσότερες ή λιγότερες από άλλες εποχές, θέλει μεγάλη συζήτηση. Όμως πλέον έχει αλλάξει ο χάρτης. Γίνεται εύκολα κανείς τραγουδιστής, κάποιες φορές με μόνο όπλο την εικόνα του. Υπάρχει δηλαδή κι ένα κακώς εννοούμενο lifestyle, που παρασύρει σε λάθος δρόμους. Σημασία έχει πάντα, μην το ξεχνάμε, το τι θα μείνει. Τι θα δαμάσει τον χρόνο...
 
Πού θα βρούμε τον Γιώργο Μαζωνάκη φέτος στην Αθήνα; Τι καινούριο φιλοδοξεί να μας παρουσιάσει επί σκηνής;
 
Επιμένουμε κλαμπίστικα, παρέα φέτος με την Πάολα, τους Vegas και τον Νικηφόρο. Θέλουμε να φέρουμε τα ίσια ανάποδα, όπως είναι και ο τίτλος του σόου. Την Παρασκευή 29 Οκτώβρη θα κάνουμε πρεμιέρα στον Βοτανικό, τον οποίον έχουμε ανακατασκευάσει …εκ βάθρων! Θα είναι ένας πολύ ενδιαφέρων χειμώνας.




19 Ιουλίου 2021

Τόλης Βοσκόπουλος - ανταπόκριση (2017)


Ιούλιο έμελλε να φύγει ο Τόλης Βοσκόπουλος, τον μήνα των γενεθλίων του, λίγο πριν γίνει 82 ετών. Ιούλιο έτυχε να τον δω κι εγώ πάνω στη σκηνή, 4 χρόνια πριν. Η Χριστίνα Κουτρουλού έφερε δώρο τα εισιτήρια, οι δημοσιογραφικές διασυνδέσεις κανόνισαν κι ένα φωτογραφικό πάσο για τον Θάνο Λαΐνα και 11 Ιουλίου του 2017 βρεθήκαμε στη Νίκαια, στο Κατράκειο, έχοντας τον Άρχοντα Τόλη ενώπιόν μας. 

Στεναχωρήθηκα πολύ με τα νέα του θανάτου του, καθώς για μένα ήταν ένας αγαπημένος καλλιτέχνης ο Τόλης Βοσκόπουλος. Στα χρόνια μάλιστα της Συχνοτικής Συμπεριφοράς είχαμε την τύχη να μοιραστούμε πολλές φορές αυτή την αγάπη με τον Στυλιανό Τζιρίτα και στον ραδιοφωνικό αέρα –σε βαθμό που οι ακροατές είχαν μάθει να περιμένουν ανά πάσα στιγμή κάποιο ξαφνικό σχόλιο ή κάποιο τραγούδι από την (πλούσια) δισκογραφία του. Ο Τόλης ήταν παρών ακόμα και στην αυλαία της εκπομπής μας, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε μήπως στο "Είναι Το Κάτι Που Μένει" (1977) έδωσε τη «σωστή απάντηση» στα γνωστά ερωτήματα του Προυστ για τον Χρόνο.

Έβαλα αρκετά από αυτά τα τραγούδια και ξανάπαιξαν μετά τα θλιβερά μαντάτα. Αλλά ήταν εν τέλει στη συναυλία στο Κατράκειο όπου γυρνούσε διαρκώς ο νους. Κυρίως σε εκείνη την απροσδόκητη έναρξη: μόλις φάνηκε δηλαδή ο Τόλαρχος (όπως τον έλεγε ο Τζιρίτας), χιλιάδες κόσμου σηκώθηκαν όρθιοι χειροκροτώντας και φωνάζοντας «σ' αγαπάμε». Ακόμα και ο ίδιος, τα έχασε. Κι έμεινε για λίγο να κοιτάζει γύρω του έκπληκτος, μα και φανερά συγκινημένος.

Αυτός ήταν ο Τόλης Βοσκόπουλος, κυρίες και κύριοι. Ο μεγαλύτερος και πιο ανεπανάληπτος σταρ που ανέδειξε το νεότερο ελληνικό ρεπερτόριο. Ένας τραγουδιστής ικανός να μεταμορφώσει το πλέον μελό άσμα σε ερωτική ελεγεία, ο οποίος αγαπήθηκε από τον κόσμο γι' αυτό ακριβώς το συναίσθημα που έμπαζε σε κάθε «σερβίρισμα». Κι ας τον σνόμπαρε για χρόνια η αγέλαστη πλευρά της κριτικής κι εκείνη η εγχώρια διανόηση η οποία ποτέ δεν συγχωρεί τα λαϊκά παιδιά που αναζητούν διέξοδο από τα στριμώγματα της ζωής στα φώτα της σόου μπιζ και στα χρήματα των θεαμάτων.

Καλά να 'μαστε και δεν θα πάψουμε να μιλάμε για τον Τόλη ή για τη Φιλιώ Πυργάκη –μια άλλη αγαπημένη φωνή, ενός διαφορετικού χώρου, που επίσης σίγησε κάποιες μέρες πριν. Κάπως, κάπου, θα το κάνουμε· σε πείσμα συνθηκών, αναποδιών και κλειστών μυαλών. Για την ώρα, το αντίο θα ειπωθεί με την ανταπόκριση που προέκυψε από εκείνη τη βραδιά στο Κατράκειο, η οποία λογίζεται πλέον ως ανεκτίμητος θησαυρός. Δημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από την εν λόγω συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα  


Στη διεθνή ορολογία, το αποκαλούμε «standing ovation». Και στη γλώσσα της κριτικής αποτελεί αδιάψευστο δείκτη διάκρισης και ενθουσιασμού για μια ζωντανή καλλιτεχνική περίσταση –εμείς το λέμε «χειροκρότησαν όλοι όρθιοι». Το θέμα είναι ότι, συνήθως, έτσι κλείνει η όποια συναυλία ή παράσταση. Στο Κατράκειο, όμως, έγινε το αντίθετο: έτσι άρχισε το κυρίως πιάτο της βραδιάς, με χιλιάδες κόσμου να επιφυλάσσουν θριαμβευτική υποδοχή στον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος έμεινε για λίγο να κοιτάει έκπληκτος και φανερά συγκινημένος. Ακόμα κι αυτός, που τόσες δόξες έχει ζήσει, έχασε τα λόγια του απέναντι στα αυθόρμητα «σ' αγαπάμε» που ακούστηκαν ολούθε. 

Αυτή η υποδοχή έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία αν σκεφτεί κανείς ότι στο Κατράκειο δεν αρχίσαμε καλά. Δεν ξέρω δηλαδή πώς το είχε σχεδιάσει ο διακεκριμένος μπουζουξής και μαέστρος Μανώλης Καραντίνης –ο οποίος είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια της συναυλίας– θεωρώ πάντως ότι αγνοήθηκαν ορισμένες σημαντικές παράμετροι: ήταν καθημερινή, το κοινό ήρθε από νωρίς στο θέατρο για να βρει μια καλή θέση, κάμποσος κόσμος ταξίδεψε από πολύ μακρινές συνοικίες δίχως δικό του μεταφορικό μέσο. Παρεκτός λοιπόν και υπήρχε η εντύπωση ότι μόνο συνταξιούχοι από τα πέριξ της Νίκαιας θα έδιναν το παρών, δεν υπολογίστηκε ούτε η κούραση της ήδη εργάσιμης, ούτε η λογική λήξη, που θα επέτρεπε να επιστρέψουμε νωρίς για να αντιμετωπίσουμε το ξυπνητήρι της επόμενης μέρας.

Θέλω να πω με όλα αυτά ότι ο Καραντίνης έστησε το πρόγραμμα με λογική πίστας και όχι σαν συναυλία. Και έπρεπε έτσι να περιμένουμε μέχρι τις 11 για να βγει «η φίρμα» (11 λένε βέβαια ότι έβγαινε και παλιά στα κέντρα ο Βοσκόπουλος), γεμίζοντας εντωμεταξύ μία ολόκληρη ώρα συν κάτι ψιλά με την ...υποστήριξη, δηλαδή τη Μαρία Γράμψα –με την οποία ξεκίνησε το πρόγραμμα– και τη Φραντζέσκα Μιχαήλ, που το κράτησε ώσπου να έρθει η ώρα του πρωταγωνιστή. 


Η Μαρία Γράμψα, τώρα, ήταν εξαιρετική. Φωνή θαυμάσια, γυμνασμένη, με ικανότητες για λυρικό τραγούδι, μα και με έναν απόηχο από τα ζεστά «χρώματα» της Τζένης Βάνου και της Γιοβάννας. Επιπλέον, ήταν προικισμένη και με μια μπριόζα παρουσία, κερδίζοντας έτσι πόντους και με το πώς στάθηκε πάνω στη σκηνή. Μας είπε πολύ ωραία τα περισσότερα από τα τραγούδια που της αναλογούσαν (π.χ. το "Αν Θυμηθείς Τ' Όνειρό Μου" ή το "Τόσα Καλοκαίρια"), αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι πώς μια τόσο πλήρης ερμηνεύτρια δεν έχει έναν έστω προσωπικό δίσκο. Αν κάπου σκόνταψε, ήταν νομίζω στη Βίκυ Μοσχολιού: το μέταλλό της δεν ήχησε όσο λαϊκά χρειαζόταν για το "Δεν Ξέρω Πόσο Σ' Αγαπώ", άσχετα αν πρόκειται για κοσμαγάπητο άσμα, οπότε το μουρμουρίσαμε όλοι.


Η Φραντζέσκα Μιχαήλ είναι τραγουδίστρια εντελώς άλλου τύπου. Πιο εντυπωσιακή ως παρουσία, με ένα πιο επίσημο και «λαμπερό» φόρεμα, εκπροσώπησε στο Κατράκειο τον φαντεζί κόσμο των μπουζουκιών. Και ίσως εδώ βρισκόταν το πρόβλημα, γιατί κλήθηκε να πει ρεπερτόριο έξω από τα νερά αυτά. Κι έτσι, ενώ έδειξε ότι δεν στερείται ορισμένων ερμηνευτικών χαρισμάτων (την ακούσαμε ανά σημεία με ενδιαφέρον σε πιο χαμηλές νότες), εκτέθηκε ποικιλοτρόπως –πότε επειδή κάποιος αποφάσισε ότι έπρεπε να πει το "Προσωπικά" της Ελένης Δήμου (γιατί;), πότε επειδή κι εκείνη δεν έδειξε την απαιτούμενη συναίσθηση, αποδίδοντας λ.χ. τα πιο δραματικά σημεία του "Αγάπη Που 'Γινες Δίκοπο Μαχαίρι" με ένα ...πάλλευκο, μέχρι τα αυτιά χαμόγελο, σε ένα αληθώς γελοίο στιγμιότυπο. Φοβάμαι λοιπόν ότι μας εξόντωσε και μας εκνεύρισε, έστω κι αν εν τέλει ήταν τόση η χαρά όταν είδαμε μπροστά μας τον Βοσκόπουλο, ώστε τα λησμονήσαμε όλα. 

Για τον Τόλη Βοσκόπουλο, τώρα, δεν ξέραμε τι να περιμένουμε. Όχι μόνο γιατί έχουν περάσει τα χρόνια, αλλά και γιατί πρόσφατη ήταν και μια περιπέτεια υγείας που ο ίδιος μας αποκάλυψε ότι ήταν πολύ πιο σοβαρή από όσο είχε διαρρεύσει στον Τύπο. Νομίζω πάντως ότι οι περισσότεροι ήμασταν απλά χαρούμενοι που τον βλέπαμε μπροστά μας στο κομψό μπλε κοστούμι του, με τη χαρακτηριστική ποσέτ στην τσέπη: θα τον συνοδεύαμε ευχαρίστως στο ρεπερτόριο, με κάθε πάσα την οποία θα μας έδινε. Δεν είχαμε ιδέα, όπως αποδείχθηκε.


Γιατί ο Βοσκόπουλος αποτυπώθηκε τρανταχτά υπέροχος εκεί στο Κατράκειο. Ναι, ο χρόνος έχει φέρει απώλειες ευδιάκριτες στις φωνητικές του χορδές, όμως η χροιά και τα χρώματά του ήταν ακόμα εκεί, ενώ ο ίδιος παραμένει ένας μεγάλος άσσος στο «σερβίρισμα», ξεσηκώνοντάς μας έτσι απλά με μερικές κινήσεις των χεριών του, με τις συσπάσεις του προσώπου, με την έμφαση που έδινε σε μεμονωμένα φωνήεντα ή σε επιλεγμένες λέξεις. Πραγματικά, δεν ξέρω άλλον Έλληνα τραγουδιστή να έχει μετατρέψει την υπερβολή σε μια τόσο προσωπική τέχνη. Ακόμα λοιπόν και μακριά πια από το ζενίθ του, ο Βοσκόπουλος παραμένει ένας τραγουδιστής βγαλμένος από μια εποχή του ελληνικού πενταγράμμου που μοιάζει ολοένα και πιο «μαγική», όσο γεμίζουμε νεότερους δίχως αυτό το «κάτι» που έκανε ερμηνευτές σαν αυτόν να αναγορευτούν πρίγκιπες σε μια εποχή γεμάτη κολοσσούς.


Η λογική πίστας με την οποία στήθηκε η συναυλία δεν επέτρεψε δυστυχώς σε όλα τα τραγούδια να ακουστούν ολόκληρα: κάποια παίχτηκαν βέβαια έτσι, μα πολλά ακούστηκαν ως ποτ-πουρί, σε έναν απόηχο της δεκαετίας του 1980. Μερικά ήθελα προσωπικά να τα ευχαριστηθώ περισσότερο (το "Ανεπανάληπτος" π.χ. και το "Οι Άντρες Δεν Μιλούν Πολύ"), γενικά όμως δεν υπάρχει νομίζω χώρος για παράπονα. Ο Βοσκόπουλος παρέλασε από όλες του τις μεγάλες επιτυχίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και είπε όχι μόνο όσα περίμεναν οι φίλοι του ("Οι Αναμνήσεις", "Το Φεγγάρι Πάνωθέ Μου", "Εγώ Αγαπώ Μία", "Πριν Χαθεί Το Όνειρό Μας", "Θα Κόψω Για Σένα Τη Νύχτα Στα Δύο", "Είναι Το Κάτι Που Μένει", "Παρακαλώ", "Κι Έλεγες", "Αποκοιμήθηκα"), μα και ακόμα παραπάνω. Και η απροσδόκητη έλευση του Μίμη Πλέσσα στη σκηνή υπήρξε η «νοστιμιά» της βραδιάς, προσφέροντας παράλληλα και το πρώτο της highlight, όταν ο ευδιάθετος και ενεργητικός συνθέτης κάθισε στο πιάνο και ο Βοσκόπουλος έπιασε το "Γλυκά Πονούσε Το Μαχαίρι".

Ένα τελευταίο ευχαριστώ και ένα «Μακάρι να ξανασυναντηθούμε» ήταν ο τρόπος με τον οποίον διάλεξε να μας καληνυχτίσει ο Τόλης Βοσκόπουλος. Είτε πάντως ανταμώσουμε και πάλι, είτε όχι, το μόνο σίγουρο είναι ότι στο Κατράκειο σφράγισε το πόσο ανεπανάληπτος έχει μείνει για όλους εμάς που αγαπάμε το ελληνικό τραγούδι χωρίς να ασχολούμαστε με «όχθες» και λοιπές ανοησίες, εκπορευόμενες συνήθως από όσους είναι απλά χαμένοι στα μαύρα τους μεσάνυχτα.




15 Ιουλίου 2021

Gravitysays_i - The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud [δισκοκριτική, 2011]


Η γνώμη μου για τις εγχώριες αγγλόφωνες απόπειρες που φιλοδόξησαν να συγκροτήσουν κάτι σαν σκηνή κατά τα τελευταία 20 χρόνια (βάλε-βγάλε), δεν είναι ιδιαίτερα καλή. Γνωρίζω ασφαλώς ότι αποτελώ μειονότητα στον «χώρο», καθώς άλλοι συνάδελφοι (για διάφορους και διαφορετικούς λόγους) έχουν υπάρξει πολύ γαλαντόμοι κατά καιρούς, τόσο σε επίθετα, όσο και σε βαθμολογίες.

Τώρα για τους συναδέλφους δεν μπορώ να μιλήσω. Προσωπικά, πάντως, βρίσκω αυτή την ας την πούμε πιο αυστηρή οπτική να δικαιώνεται καθώς κατακάθεται η σκόνη του χρόνου και μαζί της οι ενθουσιασμοί, η υπερβολή των «γραφιάδων του συναισθήματος» και η όποια ανάγκη να φανείς καλούλης, να σπρώξεις κάποιον φίλο/γνώριμο ή να σπρώξεις τη σκηνή που ποτέ τελικά δεν δημιουργήθηκε. Ταυτόχρονα, φαίνονται νομίζω και πιο καθαρά τα σημεία υπεροχής της σχετικής παραγωγής, δηλαδή το ποιοι ήταν τελικά οι δίσκοι που πέτυχαν πραγματικά να ξεχωρίσουν πέρα από τις μαϊμουδιές, κομίζοντας κάτι στο τραπέζι άξιο να το συζητάμε και να το επισκεπτόμαστε ξανά, μετά από καιρό. 

Ένας τέτοιος δίσκος είναι λοιπόν και το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud των Gravitysays_i (2011), το οποίο έμαθα ότι γιορτάζει τα 10 του χρόνια επανακυκλοφορώντας –από τη Restless Wind, σε διανομή της Inner Ear. Είχα την τύχη να το ακούσω πριν βγει, ύστερα από ευγενική πρόσκληση του Μάνου Πατεράκη και του Νίκου Ρέτσου για μια γνώμη, όταν είχαν τελειώσει τις ηχογραφήσεις και αναζητούσαν label να το βγάλουν. 

Δεν συνηθίζω βέβαια να παρευρίσκομαι σε προακροάσεις, ούτε ιδιωτικές, ούτε από εκείνες που έστηναν παλιά οι δισκογραφικές. Αλλά για τους Gravitysays_i, το έκανα. Λίγο γιατί με είχαν εντυπωσιάσει με το ντεμπούτο The Roughest Sea το 2007 και ήθελα να δω τι είχαν σκαρώσει, λίγο γιατί ήξερα ότι δεν παίζουν συμφέροντα και πάρε-δώσε, αφού ούτε φίλοι ήμασταν, ούτε σε κοινές παρέες βρισκόμασταν. Θυμάμαι ακόμα την κατάνυξη στην οποία βούτηξα όταν το πρωτάκουσα και τη σιωπηρή μου έκπληξη όταν αναδύθηκε από τα πελάγη των ήχων ο αγαπημένος "Καϊξής" του Απόστολου Χατζηχρήστου (1948).

Περισσότερα είχα τη δυνατότητα να ξετυλίξω όταν βγήκε πια ο δίσκος και έγραψα γι' αυτόν μια κριτική. Δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, με αφορμή την εορταστική επανέκδοση των 10 χρόνων. 


Στην Ελλάδα υπάρχουν θαυμάσιες αγγλόφωνες μπάντες, στις οποίες τα φώτα της δημοσιότητας αρνούνται σταθερά να πέσουν. Θέλετε γιατί η μουσική τους δεν είναι μαζική, άρα οι προβολείς εστιάζουν σε πράγματα πιο προσβάσιμα για το περίφημο «μέσο αισθητήριο»; Θέλετε γιατί όσοι αναλαμβάνουν να μας διαφωτίσουν αυτά μόνο καταλαβαίνουν, αυτά και προτείνουν; 

Και τα δύο παίζουν. Αλλά είναι κρίμα, όπως και να έχει. Γιατί, αν κάτι σπαρταράει στις μέρες μας, είναι η μουσική των GravitySays_i και κάποιων ανάλογων περιπτώσεων, έξω από «σκηνές» και από το hype που πεισματικά προσπαθεί να δημιουργήσει μια κοινότητα με πολύ μικρό αληθινό βεληνεκές. Εδώ συμβαίνουν τα θαύματα, σε δίσκους σαν το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud

Αλλά ας εξηγηθώ. Αν σε κάτι εκπλήσσουν εδώ οι GravitySays_i, είναι στο πόσο σβέλτα έφτασαν σε ένα τέτοιο άλμπουμ: είναι μόλις το δεύτερό τους. Τα δόντια τους τα είχαν δείξει βέβαια με το Roughest Sea (2007), αλλά ο συνδυασμός έμπνευσης, υπέρβασης και πολλής ποιοτικής δουλειάς σε κάθε λεπτομέρεια της ηχογράφησης, κάνει το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud να φαίνεται μίλια μακριά. Αξίζει μάλιστα να ακούσετε τους δύο δίσκους στη χρονολογική τους σειρά, ώστε να αντιληφθείτε γιατί το συγκρότημα, ενώ παραμένει οικείο και αναγνωρίσιμο, έχει προχωρήσει τόσο γρήγορα. Δραματικά γρήγορα, σε σημείο που αναρωτιέμαι τι να επιφυλάσσει ο μελλοντικός ορίζοντας.

Το άλμπουμ αποτελείται από δύο μόλις συνθέσεις, μακράς χρονικής διάρκειας και ουσιαστικά άτιτλες –ένα μέρος 1ον και 2ον λειτουργούν ως σημεία πλοήγησης. Συνθέσεις περίπλοκες σε κατασκευές και αναφορές, με πλοκή που είθισται να περιγράφουμε ως «κινηματογραφική», οι οποίες θέτονται στην υπηρεσία μιας κεντρικής ιδέας γύρω από τον Μοντέρνο Άνθρωπο και τις σκοτεινές πτυχές αυτής της επιφανειακά θαυμαστής μοντερνικότητας. Γι' αυτό και το γκρίζο είναι πελώριο, γι' αυτό και η μπάντα κάνει λόγο για «μοτίβα εξαπάτησης». Οι Pink Floyd αναδεικνύονται ασφαλώς σε κεντρική επιρροή, αλλά δεν έχει τόση σημασία: η κληρονομιά τους έχει αντιμετωπιστεί με θάρρος και με προσωπικότητα, ούτε μιμητικά, ούτε μεταπρατικά. 

Αμφότερες οι συνθέσεις αποτελούν περιπετειώδη και πολυσχιδή παζλ, με συχνά εξαιρετική δουλειά στις κιθάρες και στα χορωδιακά φωνητικά. Τα τελευταία ξενίζουν νομίζω σε πρώτη επαφή και μάλλον θα αποτελέσουν παράγοντα δυσπροσπέλαστο για εκείνο το «μέσο αυτί» που λέγαμε παραπάνω: δεν είναι συνηθισμένος ο κόσμος στη χορωδιακή λογική, ειδικά όταν χρησιμοποιείται σε όλη τη διάρκεια ενός άλμπουμ. Ωστόσο, η επιλογή της μπάντας είναι σωστή. Όποιος σκύψει δηλαδή πάνω από την όλη κεντρική ιδέα και ασχοληθεί με τους στίχους, θα κατανοήσει γιατί έπρεπε να υπάρχει αυτή η «κοινότητα» φωνών, αντί για έναν μοναχικό «πρωταγωνιστή». 

Εκεί ωστόσο που οι GravitySays_i εκτινάσσονται και με κάνουν να μιλάω όχι απλά για έναν εξαιρετικό δίσκο, μα και για μια πρόταση για το πώς το εγχώριο μπορεί να γίνει διεθνές χωρίς να πιθηκίζει ή να στρέφει πλάτη στην ταυτότητά του, είναι η δεύτερη σύνθεση. Σ' αυτήν, μπαίνει στο παιχνίδι ένας καταπληκτικά μεταλλαγμένος "Καϊξής", κατευθείαν από τη ρεμπέτικη κληρονομιά –θυμίζω ότι η πρώτη εκτέλεση χρονολογείται στο 1948 και ανήκει στον Απόστολο Χατζηχρήστο– ενώ ακούμε κι ένα σαντούρι να χαράσσει διαδρομές ασυνήθιστες, μα συναρπαστικές. 

Ο ήχος του είναι μεν γνώριμος, αλλά η χρήση του ευρηματική, μακριά από τις παραδοσιακές, ακόμα και από τις world συμβάσεις. Καθίστε λίγο και σκεφτείτε το: πολλοί από τους Αγγλοσάξονες καλλιτέχνες που έγιναν «μεγάλοι», κάτι τέτοιο δεν έκαναν ουσιαστικά; Έναν διαρκή, γόνιμο διάλογο με την παράδοσή τους, μέσα από τα φίλτρα και τις ανάγκες της δικής τους εποχής; Να τι κάνει και τους GravitySays_i σπουδαίους, ξεχωρίζοντάς τους από στρατιές μηρυκαστικών που, μη μπορώντας να βρουν πώς αλλιώς να παίξουν το παιχνίδι, μαϊμουδίζουν τις διεθνείς τάσεις.

Κλείνω όπως ξεκίνησα: ένας τέτοιος δίσκος, βγαίνει τελικά από ένα μικρό, ανεξάρτητο label –ίσως ο καλύτερος τρόπος να τον βρείτε είναι να περάσετε από το επικείμενο live των GravitySays_i στο Αμφιθέατρο του 9.84 στην Τεχνόπολη, στις 7 Μαΐου. Επιλογή μιας καχύποπτης μπάντας που δεν εμπιστεύεται το σύστημα και πιστεύει ότι θα τα καταφέρει κινούμενη underground; Αναγκαστική επιλογή, λόγω αδιαφορίας του κατεστημένου δισκογραφικού συστήματος; Δεν ξέρω την αιτία, βλέπω πάντως στην όλη υπόθεση ένα σημάδι των καιρών μας.



13 Ιουλίου 2021

Vergessenheit - Songbook [δισκοκριτική, 2019]


Οι κατέχοντες από φιλοσοφία, θα αναγνωρίσουν στη γερμανική λέξη vergessenheit (λήθη) έναν όρο που χρησιμοποιήθηκε από τον Μάρτιν Χάιντεγκερ για να προσδιορίσει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει στο παρόν το «Ερώτημα για το Είναι».

Οι παρακολουθούντες τα εγχώρια μουσικά πράγματα, πάλι, ίσως αναγνωρίσουν το σχήμα που ξεκίνησαν το 2014 ο Αναστάσης Γρίβας με τον Κώστα Κακούρη. Τους πρωτοείδα ως (συναυλιακό) τρίο στο Six d.o.g.s. τον Μάιο του 2014, στο τότε Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής –το είχα καλύψει δημοσιογραφικά μαζί με τον φίλο Βαγγέλη Πούλιο– αλλά απόκτησα πιο ολοκληρωμένη άποψη για τις περιπέτειές τους το 2019, όταν έφτασε στα χέρια μου το ντεμπούτο τους Songbook

Παρότι δεν έφτασε νομίζω ούτε καν σε ό,τι λέμε «ευρύτερο κοινό», το Songbook είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά άλμπουμ της δεκαετίας 2010-2020. Μια δουλειά με ήχους λιτούς και νοήματα πυκνά, που επικαλείται τον πολικό λυρισμό του Desertshore της Nico (1970) για να φτάσει σε τραγούδια για τα απόκρημνα της αγάπης, πλούσια σε φιλοσοφικές ενατενίσεις και ποιητικές διαθέσεις. Ίσως το ανακαλύψουν κάποιοι μελλοντικοί σκαπανείς της εγχώριας δισκογραφίας (εάν και εφόσον υπάρξουν), αποτιμώντας το όπως του πρέπει.

Πληροφορήθηκα ότι σύντομα η Outlandish Recordings θα κυκλοφορήσει και το δεύτερο άλμπουμ των Vergessenheit, με τίτλο Silence. Είναι λοιπόν μια καλή αφορμή αυτή για μια επαν-επίσκεψη στα του Songbook: μια κριτική είχε δημοσιευτεί πίσω στο 2020 για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στην Joe Pateraki και προέρχεται από την εμφάνιση των Vergessenheit στο προαναφερόμενο Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής 2014 


Ήχοι λιτοί, νοήματα πυκνά. Τραγούδια για τα απόκρημνα της αγάπης, πλούσια σε φιλοσοφικές ενατενίσεις και ποιητικές διαθέσεις. Με το φάντασμα της Nico να αναδύεται ποικιλοτρόπως στον απόηχό τους, καλώντας σε σύναξη όσους δεν έμειναν μόνο στα πεπραγμένα της με τους Velvet Underground, μα αγάπησαν και τον πολικό λυρισμό του Desertshore (1970), σε πείσμα των Robert Christgau αυτού του κόσμου. 

Το Songbook έχει βαθιά νερά, τα οποία δεν καλύπτονται από εύκολες κατηγοριοποιήσεις. Άλλωστε το «ποτάμι» που εκβάλλει εδώ έχει μακρά διαδρομή πίσω του, ανατρέχοντας τουλάχιστον ως το 3ο Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής στο Six d.o.g.s. (2014), όταν ο Αναστάσης Γρίβας και ο Κώστας Κακούρης άρχισαν να ξετυλίγουν δημόσια το Vergessenheit νήμα. Το πιάνο του δεύτερου, συνδυασμένο με τα ηλεκτρονικά, τις λούπες και το γενικότερο sound design του πρώτου, δίνουν τους βασικούς πυλώνες στους οποίους αρθρώνεται ο δίσκος. Από εκεί και πέρα, οι ενορχηστρώσεις συμπληρώνονται (κατά το δοκούν) από τις κιθάρες και το μπάσο του Μιχάλη Καββαδία, το τσέλο του Σταύρου Παργινού και τη βιόλα da gamba της Νικολέτας Χατζοπούλου. 

Χωρισμένος σε δύο βασικές ενότητες –τραγούδια για την Αγάπη και την Απόγνωση, τραγούδια για το Τίποτα– ο δίσκος αποτελεί σταυροδρόμι. Στο οποίο κοντοστέκονται η αγγλική folk παρακαταθήκη, η αφαίρεση του μινιμαλισμού, η έντεχνη λογιότητα των Κεντροευρωπαίων συνθετών, ο John Cage, η Nico, η Nivhek έκφανση της Grouper, καθώς και η ποίηση του William Butler Yates και του William Ernest Henley. Οι ισορροπίες, ομολογουμένως λεπτές. Είναι όμως τόσο καλά πλεγμένο το συνθετικό υπόβαθρο, τόσο καίρια τα παιξίματα, τόσο επιτυχημένη η επιλογή των φωνών, ώστε δεν υπάρχουν ιδιαίτερες ρωγμές στη συνοχή, παρά τα διαστήματα που διατρέχονται. 

Το Songbook ξεκινάει με μια θαυμάσια ανάγνωση στη γνωστή μπαλάντα "Black Is The Color", με το πιάνο, τις κιθαριστικές πινελιές και την ιδιαίτερη ερμηνεία του Νίκου Σαλίγκαρου να ιχνηλατούν τις μακρινές σκωτσέζικες καταβολές της. Είναι τόσο καλή διασκευή, ώστε θα πρότεινε κανείς το CD και μόνο για την απόκτησή της. Παρά ταύτα, δεν είναι το καλύτερό του τραγούδι: ο τίτλος μάλλον ανήκει στο "Longing", με τους φοβερούς στίχους του Βασίλη Αθανασιάδη (των No Man's Land) για το βάρος των ανεκπλήρωτων πόθων και τις αυταπάτες που μπορεί να θρέψουν χρονίζοντας –πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν γράψει τόσο ουσιαστικά, στην εγχώρια αγγλόφωνη έκφραση. Για να το υπηρετήσει, η Κατερίνα Παπαχρήστου φεύγει από την indie βολή των Tango With Lions (από τους οποίους τη γνωρίζουμε), φτάνοντας σε ένα σπουδαίο στιγμιότυπο της τραγουδιστικής της καριέρας. Πολύ καλή είναι πάντως και η εκτέλεση του ίδιου του Αθανασιάδη: μια κρυφή, μη αναγραφόμενη στα περιεχόμενα προσθήκη, σε διαφορετικό κλίμα, που φέρνει σε αναγεννησιακό άσμα από την αυλή της Ελισάβετ της Α΄.

Ξεχωριστή μνεία αξίζει όμως και η παρουσία της Αυστριακής Susanne Wieser, η οποία αποτυπώνεται καταπληκτική σε ό,τι ερμηνεύει εδώ, παρότι αλλάζει αρκετά πρόσωπα. Στο "Reh Na Hoh", λ.χ., τραγουδάει σε μια ακατάληπτη, φανταστική γλώσσα, η οποία συνηγορεί στη folk ατμόσφαιρα του κομματιού. Στο "Pale Dream (For Nico)" κάνει μια άριστη επίκληση προς τη Nico, πάνω ακριβώς από τα samples που κομίζουν οι Vergessenheit από το Desertshore. Στο "Wer Wandert" γράφει η ίδια τους στίχους, οδηγώντας το σε ένα αναπάντεχα μπρεχτικό κρεσέντο. Στο δε "Invictus" αποδίδει τόσο πιστά το πνεύμα της ποίησης του Henley καθώς λέει εκείνο το «I am the captain of my fate/I am the captain of my soul», ώστε συμβάλλει καταλυτικά σε μία από τις ωραιότερες μελοποιήσεις που έχουμε ακούσει στην ελληνική δισκογραφία. 

Λέει πολλά, δυστυχώς, το γεγονός ότι διαβάσαμε λίστες και λίστες με δίσκους για το 2019, στις οποίες δεν υπήρξε πουθενά το Songbook. Τόσο για το τι ακούν, πόσο ακούν και πώς ακούν όσοι θέλουν να προσδιορίζονται ως συντάκτες και σπεσιαλίστες στον νυν Τύπο, όσο και για την ποιότητα της παρεχόμενης πληροφορίας (ακόμα και για τους «επαγγελματίες») στην υποτιθέμενη Εποχή της Πληροφορίας. Μακάρι οι επόμενοι, αν όντως υπάρξουν, να διορθώσουν τις αδικίες ημών.

βρείτε τον δίσκο στο Spotify, πατώντας εδώ

06 Ιουλίου 2021

Ελένη Δήμου - ανταπόκριση (2018 )


Η έστω και με μέτρα επανεκκίνηση των συναυλιών δεν δικαιολογεί διάφορα ηρωικά που γράφονταν στα social media επί καραντίνας. Η μέχρι στιγμής εικόνα είναι αυτή που ξέραμε και πριν την επέλαση του κορωνοϊού: ορισμένα ονόματα πάνε αναμενόμενα καλά (είπαμε και τις προάλλες π.χ. για τον Γιάννη Χαρούλη και για την Άννα Βίσση), άλλα εξακολουθούν να πασχίζουν στην προπώληση. 

Σε γενικές γραμμές, δηλαδή, ο κόσμος που παραπονιόταν για τη χαμένη του ζωή και αξίωσε (ορθά) το «support art workers», δεν έχει αναπτύξει κάποια καινούρια σχέση με τη ζωντανή διάσταση της μουσικής. Ως έναν βαθμό, βέβαια, το φαινόμενο είναι (πολλαπλώς) δικαιολογημένο. Ως έναν βαθμό, όμως, επαν-επιβεβαιώνει και γιατί δεν πρέπει να βγάζουμε ευρύτερα κοινωνικά συμπεράσματα από τα όσα βλέπουμε κατά καιρούς στο Facebook και στα trends του Twitter.

Ο Ιούλιος, πάντως, έχει κι αυτός τα δικά του ιδιαίτερα συναυλιακά ραντεβού: η Λίνα Νικολακοπούλου γιορτάζει 40 χρόνια δισκογραφία με την Τάνια Τσανακλίδου (Πέμπτη 8 Ιουλίου στο Θέατρο Πέτρας), ο Wim Mertens καταφτάνει στην Τεχνόπολη (Τετάρτη 7 Ιουλίου) και η Ελένη Δήμου ετοιμάζει μια βραδιά αφιερωμένη στο ρεπερτόριο του Γιάννη Σπανού (Τρίτη 20 Ιουλίου, στο Δημοτικό Θέατρο Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής»). 

Παραμένει μια πολύ καλή τραγουδίστρια η Ελένη Δήμου, με ξεχωριστά χρώματα και σημαίνουσες εκφραστικές δυνάμεις. Κι ας βρίσκεται, καιρό πια, μακριά από τα φώτα της «επικαιρότητας». Είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω ιδίοις όμμασι τον Μάρτιο του 2018, σε μια ωραία βραδιά στο Ρυθμός Stage της Ηλιούπολης, στο οποίο δεν χρειαζόταν πραγματικά τίποτα άλλο για να λάμψει, παρά ένα καλό πιάνο και μια άξια κιθάρα στο πλάι της.

Το ίδιο λιτό σχήμα επιστρατεύεται τώρα και για τη συναυλία-αφιέρωμα στον Γιάννη Σπανό, οπότε δίνεται μια καλή αφορμή αναδημοσίευσης της ανταπόκρισης από το Ρυθμός Stage. Το αρχικό κείμενο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis, εδώ παρουσιάζεται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα 


Στο σύγχρονο τοπίο της εγχώριας μουσικής κυκλοφορεί ένα πλήθος τραγουδιστριών. Φωνές πολλών ειδών και διαφόρων δυνατοτήτων, κάποιες με άκρες δυνατές ώστε να στήνουν παραστάσεις στο Παλλάς αφιερωμένες σε θρυλικά ονόματα (τα οποία δεν θα έπρεπε να αγγίζουν, αν είχαν στοιχειώδη σύνεση) και κάποιες που το παλεύουν όπως ξέρουν και μπορούν. Όμως η Ελένη Δήμου –μια τραγουδίστρια από εκείνες που τις ξεχωρίζεις με το που τις ακούς– είναι (σχεδόν) εξαφανισμένη δισκογραφικά, εδώ και αρκετά χρόνια. 

Ωστόσο, η εξαφανισμένη Δήμου είναι σε θέση να γεμίσει δύο Σάββατα σερί μια σκηνή σαν αυτήν του Ρυθμού, ενώ νεότερα ονόματα με «μηχανισμούς» από πίσω τους, πασχίζουν. Στα 60 της (όπως η ίδια μας αποκάλυψε), εξακολουθεί να είναι μια ερμηνεύτρια καταπληκτική, ενώ παραμένει βέβαια και το πλέον χαρακτηριστικό ...μαλλί του ελληνικού ρεπερτορίου! 

Όταν λοιπόν είσαι μια τόσο καταπληκτική τραγουδίστρια, δεν θες πολλά για να λάμψεις σε μια ζωντανή περίσταση: ένα καλό πιάνο και μια άξια κιθάρα στο πλάι σου, αρκούν. Και στον Ρυθμό η Δήμου τα είχε και τα δύο. Είχε τη Μαρία Τσοκάνη καθισμένη στο Roland της, να αποδεικνύεται θαυμάσια πιανίστρια μα να μας εκπλήσσει και ως τραγουδίστρια, από την ώρα που την ακούσαμε να διασκευάζει το "Καρδιά Μου Εγώ" της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Και είχε και τον Πάνο Νικολακόπουλο να δίνει παλμό με την κιθάρα του, να συνοδεύει επάξια με τη δική του φωνή και να μας χαρίζει μια διασκευή-έκπληξη στο "Human" του Rag 'n' Bone Man. 

Μοιάζει αυτονόητο να πούμε ότι ο Ρυθμός πήρε φωτιά όταν η Δήμου είπε το "Προσωπικά" και το "Δε Με Νοιάζει". Δεν ήταν όμως καθόλου αυτονόητο ότι τα τραγούδησαν ενθουσιωδώς όχι μόνο οι μεγαλύτερες ηλικίες, αλλά και οι κάμποσες νεαρές φάτσες που έδωσαν το παρών. Από εκεί και πέρα, δεν έλειψε καμία από τις διάσημες στιγμές της: και το "Δεν Πιστεύω" ακούσαμε και το "Πάρε Με" και το "Ετοιμάζω Ταξίδι" και το "Πάρε Πασά Μου" σε κεφάτο ντουέτο με τον Νικολακόπουλο και το "Ποτέ, Ποτέ, Ποτέ" (αξέχαστη ρομαντζάδα του 1987 με τον Γιάννη Πάριο), αλλά και τα "Μαύρα Γαρύφαλλα" και το "Στα Δύσκολα Σε Θέλω", όπου έπεσε μάλιστα ερμηνεία-υπόδειγμα. Ενδιαφέρον όμως είχαν και ορισμένα καινούρια κομμάτια με την υπογραφή του Βαγγέλη Γερμανού και του Γιάννη Μηλιώκα, από έναν νέο δίσκο που καταφτάνει. Δεν συγκράτησα τίτλους, αλλά ταίριαξαν ωραία στο πρόγραμμα, δίχως να ακούγονται παράταιρα με τις πιο οικείες επιλογές. 


Από εκεί και πέρα, η Ελένη Δήμου έκανε πέρασμα από κάποιες στιγμές άλλων συναδέλφων της που αγαπά, τιμώντας λ.χ. τον Γιάννη Μηλιώκα με μια διασκευή υψηλών ντεσιμπέλ στο "Για Το Καλό Μου", αλλά και τον Λάκη Παπαδόπουλο λέγοντας τα "Ήσυχα Βράδια" σε τόνους όμορφα χαμηλούς, ενώ μας δήλωσε παρούσα και για ό,τι της ζητούσαμε από τη δισκογραφία της. Μερικές επιλογές από όσα ακούστηκαν δια βοής είχαν προβαριστεί και παίχτηκαν σαν μέρος του προγράμματος (το "Η Ζωή Είναι Γυναίκα, π.χ.), άλλες όμως αποδείχθηκαν πιο απρόβλεπτες, με τη Δήμου να απαντά λέγοντας a cappella ένα τουλάχιστον μέρος τους (π.χ. το "Μια Αγάπη Σαν Κι Αυτή"). Μία παρέα στο πλάι, μάλιστα, ζητούσε επίμονα το "Καναρίνι". Και εν τέλει όχι μόνο δεν τους χάλασε χατίρι, μα τους χάρισε και μια πραγματικά συγκλονιστική εκτέλεση.

H Δήμου ευνοήθηκε βεβαίως από τον καλό ήχο του Ρυθμού και τους πετυχημένους φωτισμούς, όπως και από τη χημεία που ανέπτυξε με τον κόσμο: χαιρόταν και η ίδια τις αντιδράσεις του, με χαμόγελο πλατύ. Κέρδισε δε εύκολα την παρτίδα χάρη στο χιούμορ με το οποίο αντιμετώπισε το γνωστό πρόβλημα των ζωντανών εμφανίσεων στην Ελλάδα (το ατέλειωτο μπίρι-μπίρι), λέγοντας χαρακτηριστικά «ή θα μιλάτε πιο σιγά για να ακούτε τι λέω ή θα τα λέτε δυνατά για ν' ακούω κι εγώ τι λέτε». 

Όταν πάντως χρειάστηκε, επέδειξε και αυστηρότητα· αγριοκοίταξε πολλάκις μια συγκεκριμένη παρέα που μόνο στο "Προσωπικά" έβγαλε τον σκασμό όλη τη βραδιά, ενώ μόλις άρχισε το κουβεντολόι όταν το μικρόφωνο πήρε για πρώτη φορά στο πρόγραμμα ο Νικολακόπουλος, μας τόνισε ότι πρέπει να σεβόμαστε τους συνεργάτες της και όχι να τους αντιμετωπίζουμε ως διάλειμμα. Εξαιρετικές στιγμές, τέλος, ήταν η κίνησή της να τιμήσει τη μνήμη του Αντώνη Στεφανίδη (ο οποίος πέθανε αθόρυβα το 2017), αλλά και το ότι κατέβηκε από τη σκηνή κι έφτασε ως πίσω στο μπαρ, προκειμένου να τραγουδήσει με τους εκεί όρθιους fans τον "Ανθρωπάκο" της Τάνιας Τσανακλίδου.

Αξίζει εντούτοις και μία ακόμα μνεία, στην προσοχή με την οποία έστησε η Δήμου την παράστασή της. Θέλω να πω ότι, όλοι ξέρουμε πως τα προγράμματα που στήνονται σε χώρους με τραπέζια, φιάλες, φαγητό και ορισμένη εξ αρχής «ελάχιστη κατανάλωση», πρέπει να έχουν μια κάποια διάρκεια. Κι αυτή η διάρκεια θα επιτευχθεί, από ένα σημείο και μετά, με ρεπερτόριο πιο λαϊκό. Σε περιπτώσεις λοιπόν σαν της Δήμου, κάτι τέτοιο είναι επικίνδυνο, γιατί αναγκάζει τη φωνή της να ξεστρατίσει. 

Στον Ρυθμό, απεναντίας, οι τέτοιου είδους επιλογές στάθηκαν πραγματικά μία προς μία, όντας απόλυτα συμβατές και με τη φωνή, μα και με την αισθητική της πρωταγωνίστριας. Δεν το έχω ξανασυναντήσει· αντιθέτως, είναι το κομμάτι σε κάθε ανάλογο πρόγραμμα όπου συνήθως αρχίζω και κοιτάω το ρολόι μου. Στην Ελένη Δήμου, όμως, το κοίταξα πρώτη φορά όταν μας αποχαιρέτησε.