Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξυλούρη Νίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξυλούρη Νίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

12 Ιουλίου 2023

Γιάννης Αγγελάκας, Νίκος Βελιώτης & Ψαραντώνης - ανταπόκριση (2008)


Δεν μου ήταν εύκολο, πάντα, να ακολουθήσω τις περιπέτειες του Γιάννη Αγγελάκα μετά τη διάλυση των Τρύπες –ενός συγκροτήματος που αγάπησα πολύ. Στη δεκαετία του 2000, πάντως, ήμουν πιο πρόθυμος και ψημένος, συγκριτικά με τη δεκαετία του 2010. 

Κάπως έτσι, λοιπόν, βρέθηκα και στο θέατρο του Λυκαβηττού τον Σεπτέμβριο του 2008, για μια ιδιαίτερη συναυλία, στην οποία ο Αγγελάκας, παρέα με τον στενό συνεργάτη Νίκο Βελιώτη, θα έπαιζε μαζί με τον Ψαραντώνη. 

Οι εντυπώσεις συγκρότησαν μια ανταπόκριση, που δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Σήμερα ίσως να ήμουν περισσότερο επικριτικός για τον λίγο, επί του πρακτέου, κοινό χρόνο των δύο πρωταγωνιστών επί σκηνής, ωστόσο δέχομαι ότι το κείμενο καταγράφει κι ένα συγκεκριμένο στάδιο της δικής μου εξέλιξης ως κριτικού, μα και μια εποχή στην οποία αρκούσε να δεις αυτά τα ονόματα το ένα πλάι στο άλλο, δίχως να υπάρχουν περαιτέρω απαιτήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Αρετή Σταυροπούλου. 


Μια ιδιαίτερη ζωντανή συνεύρεση είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν όσοι αποφάσισαν να ανέβουν προς τον Λυκαβηττό την όμορφη φθινοπωρινή βραδιά της 18ης του Σεπτέμβρη –και δεν ήταν και λίγοι. Ακόμα και ο ίδιος ο Γιάννης Αγγελάκας το παρατήρησε, λέγοντας σε κάποιο σημείο «σας ευχαριστούμε που ήρθατε, δεν σας περιμέναμε τόσους». 

Φτηνό το εισιτήριο, μπόλικος ο κόσμος στο θέατρο, τίγκα (ως συνήθως) και τα βραχάκια και μια σκηνή τοποθετημένη δίπλα στο κοινό της αρένας: πράγματα απλά και άμεσα, δίχως κάγκελα, σεκιουριτάδες ή υπερυψωμένα μέρη, που από την αρχή δημιούργησαν ένα όμορφο αίσθημα. 

Το σκηνικό που διάλεξαν οι Γιάννης Αγγελάκας & Νίκος Βελιώτης για την παρουσίαση των τραγουδιών από τις δύο ως τώρα δισκογραφικές συνευρέσεις τους θύμιζε ένα παράξενο, μεταμοντέρνο γραφείο: εκεί τουλάχιστον παρέπεμπαν τα πορτατίφ τα οποία έδιναν το φως στη σκηνή. Πλάι της, μια μεγάλη βιντεο-οθόνη πρόβαλλε διαρκώς υλικό, ως οπτικό ερέθισμα συνοδευτικό των κομματιών. 

Ο Αγγελάκας, στο μέσον όλων τούτων, ήταν πολύ χαμογελαστός και σεμνός όταν δεν τραγουδούσε. Όταν βρισκόταν στο μικρόφωνο, όμως, λικνιζόταν στον ρυθμό της ορχήστρας σαν σαμάνος κάποιας μυστηριώδους φυλής, χαμένος στη δική του έκσταση: μπορεί και να νόμιζες ότι σε κοίταζε, αν βρισκόσουν πολύ κοντά, αλλά ήταν φανερό ότι έβλεπε κάπου πολύ μακριά. Οι δε αποδώσεις του στα τραγούδια από τις Ανάσες Των Λύκων και το Πότε Θα Φτάσουμε Εδώ; ήταν το λιγότερο υποδειγματικές. 

Θα μπορούσες δηλαδή και να θεωρήσεις πως είναι γνήσια τρελός έτσι αλαφροΐσκιωτα που είπε τις "Ανάσες Των Λύκων". Καταχειροκροτήθηκε, επίσης, για τον άκρως θεατρικό τρόπο του στο "Πάνω Στο Σχοινί", ενώ κάτι από τις παλιές Τρύπες έλαμψε μέσα στη θαυμάσια, α-λα-Βελιώτης, νέα ενορχήστρωση του "Χωρίς Εμένα" (από εκείνο το αξέχαστο ντεμπούτο). Ίσως όμως η ψυχή της συναυλίας του να κρυβόταν τελικά σε στιγμές όπως το "Μέσα Στη Θάλασσα" ή στην άγρια ομορφιά του "Ωκεανός", όταν, προς το τέλος του σετ, οι ερμηνείες του και το παίξιμο της ορχήστρας συντονίστηκαν σε μια απόλυτη κάθοδο-κάθαρση στην εσωτερικότητα. 

Το πέρασμα από τους Αγγελάκα/Βελιώτη στον Ψαραντώνη, τώρα, έγινε –σημαδιακά, ίσως;– μέσω του Μάρκου Βαμβακάρη. Ήταν πάντως η δική του "Πλημμύρα", σε μια φανταστική ενορχήστρωση με λάπτοπ, τσέλο και κρητική λύρα, η οποία σηματοδότησε την είσοδο προς έναν κόσμο πιο παραδοσιακά ελληνικό, όπως και το "Να 'Χεν Η Θάλασσα Βουνά", από τον τελευταίο δίσκο του Ψαραντώνη, που το τραγούδησε ντουέτο με τον Αγγελάκα (ήταν άλλωστε και παραγωγός του άλμπουμ). 

Κατόπιν ο Αγγελάκας αποσύρθηκε και τη σκηνή κατέλαβε η ορχήστρα του Ψαραντώνη, σφραγίζοντας το οριστικό μας πέρασμα στον τοπίο της δημοτικής παράδοσης. Ο Ψαραντώνης και η καλλίφωνη κόρη του Νίκη Ξυλούρη κράτησαν τα ηνία σε αυτό το ταξίδι, χαρίζοντάς μας στιγμές μεγάλης ομορφιάς, καθώς και την εμπειρία από έναν κόσμο μακρινό, που όμως δεν παύει να είναι και σημερινός. Δοσμένος απόλυτα στη μουσική και στους στίχους του, ο Ψαραντώνης συχνά θύμιζε φιγούρα βγαλμένη από παλιό παραμύθι: ήταν τόσο δύσκολο σε κάποιες στιγμές να ξεδιαλύνεις αν έλεγε τραγούδια ή αν σε μάγευε με ξόρκια, η δύναμη των οποίων χανόταν στα πανάρχαια χρόνια. 

Χάρηκα που ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του κόσμου χειροκρότησε θερμά τον Ψαραντώνη και γνώριζε, έστω κι αν δεν ήξερε να πει τους στίχους, τραγούδια του σαν το "Έσβησε Αέρας Το Κερί", τον "Ψηλορείτη", την "Τίγρη" ή το απόσπασμα από τον Ερωτόκριτο («Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν»). Δεν μπορώ όμως να μη σημειώσω πως μια αρκετά ευάριθμη μερίδα του κοινού, που κάθονταν Παναγίτσες όσο έπαιζε ο Αγγελάκας, άρχισε να μετακινείται πάνω-κάτω, να σχηματίζει πηγαδάκια και να προξενεί συχνά αφόρητη βαβούρα όταν έπαιξε ο Ψαραντώνης. 

Μάλιστα, είχα και ο ίδιος κάτι βασιβουζούκους πίσω μου, στο μπροστινό κομμάτι της αρένας, οι οποίοι θεώρησαν πως εκείνη ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συζητήσουν τα μεταπτυχιακά τους και το πότε μπορεί κανείς να εξαγοράσει τη στρατιωτική του θητεία... Ιδού, κυρίες και κύριοι, το πραγματικό επίπεδο μιας μερίδας (ευτυχώς) ενός κοινού, το οποίο, κατά τα άλλα, αρέσκεται να το παίζει rock, διαφορετικό και προχωρημένο. 



09 Ιουλίου 2022

Ψαραντώνης - ανταπόκριση (2019)


Τον λένε Αντώνη Ξυλούρη, είναι αδερφός του θρυλικού Νίκου Ξυλούρη, όμως είναι πολύ πιο αναγνωρίσιμος ως «Ψαραντώνης». Μάλιστα, όσοι τον ξέρουν λένε ότι είναι πολύ ετοιμόλογος άνθρωπος, με φοβερή αίσθηση του χιούμορ. Κάποιες ατάκες έχουν κατά καιρούς διαδοθεί και ευρύτερα, αν και ελέγχεται ότι είναι όντως (όλες) δικές του.

Περισσότερη σημασία, πάντως, έχει η φήμη του ανάμεσα σε όσους δεν τον γνωρίζουμε προσωπικά, μα τον μάθαμε από την πλούσια δισκογραφία του –η οποία κρατάει από το 1964, παρακαλώ– θαυμάζοντας τη φωνή, το παίξιμό του στη λύρα κι εκείνους τους θαρρείς αλαφροΐσκιωτους τρόπους με τους οποίους παραδίδει τα τραγούδια. Άλλωστε χάρη σε αυτές τις ξεχωριστές καλλιτεχνικές ποιότητες πέρασε νωρίς και τα ελληνικά σύνορα (ήδη από το 1982), εμφανιζόμενος σε μουσικά φεστιβάλ του εξωτερικού πριν ξεσπάσει ο world/ethnic «πυρετός» της δεκαετίας του 1990. 

Φέτος ο Ψαραντώνης κλείνει τα 80 και εκμεταλλεύεται κι αυτός το συναυλιακό άνοιγμα του καλοκαιριού για να στήσει μια βραδιά στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη» του Βύρωνα –την Τετάρτη 13 Ιουλίου. Αν και κοντά (σχετικά) στο σπίτι, τα δικά μου βήματα με οδηγούν αλλού εκείνο το βράδυ, ειδάλλως το πιθανότερο είναι ότι θα πήγαινα να τον ξαναδώ.

Με την αφορμή αυτή, ωστόσο, να ένα παλιότερο κείμενο, για τη συναυλία που έδωσε στο Temple τον Απρίλη του 2019. Ακόμα τον θυμάμαι πάνω στη σκηνή, να φαντάζει σαν χθόνια θεότητα πολύ αλλοτινών καιρών. Η ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες η κεντρική ανήκει στον Γιάννη Ανθούλη (από promo υλικό το οποίο στάλθηκε στον Τύπο), ενώ οι κάτωθι προέρχονται από τη βραδιά στο Temple και είναι του Νίκου Ζαραγκόπουλου.


Έχουμε δει πολλές συναυλίες στο Temple και το μάθαμε έτσι με έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πήρε λοιπόν αρκετή ώρα η εξοικείωση με τα τραπέζια που είχαν παραταχθεί έμπροσθεν της σκηνής, αφήνοντας το πίσω μέρος της «πλατείας» σε κάποια σκαμπό –και τον εξώστη για τους όρθιους. Όπως και με τις φιγούρες που έβλεπες να καταλαμβάνουν βαθμιαία τις καρέκλες: κυρίως μεσήλικες ή και πιο μεγάλες ηλικίες, για τις οποίες πρέπει να ήταν η πρώτη φορά στον «Ναό». 

Το παρατηρείν κάλυψε την αρκετή ώρα που πήρε στη βραδιά για να ξεκινήσει, κάτι πάντως που δεν φάνηκε να απασχολεί όσους ήρθαν, παρά το ότι ήταν καθημερινή. Και να το πούμε και το μπράβο στους ανθρώπους της 3 Shades Of Black, γιατί το ότι έβαλαν τραπέζια δεν σημαίνει ότι μας στρίμωξαν, όπως συμβαίνει σε άλλους χώρους με πρόβλεψη για καθήμενους. Το Temple, επίσης, ταίριαξε εν τέλει γάντι στον Ψαραντώνη, γιατί του πρόσφερε εκείνα τα φώτα με τους σκοτεινοκόκκινους, μωβιούς ή/και πράσινους χρωματισμούς. Τα έχουμε δει και σε άλλες συναυλίες να φτιάχνουν κατάλληλη ατμόσφαιρα, τα είδαμε και σε αυτήν την περίπτωση, να συδαυλίζουν τον απόκοσμο χαρακτήρα που λάμβανε συχνά η παράστασή του.  

Η ξεχωριστή φιγούρα του διαπρεπούς Κρητικού πήρε θέση στο κέντρο της σκηνής, με τη λύρα στο χέρι, έχοντας –ως συνήθως– την κόρη του Νίκη Ξυλούρη στο πλάι, συν 3 ακόμα μουσικούς: τον Λάμπη Ξυλούρη, τον Γιάννη Παπατζανή και τον Νεκτάριο Κοντογιάννη. Ένα άψογο σύνολο, που γνώριζε σε βάθος τόσο το ρεπερτόριο, όσο και τους τρόπους του Ψαραντώνη. Του πρόσφερε έτσι ιδανική οργανική υποστήριξη, η οποία αντήχησε και σε μας σωστά, χάρη στον καλό ήχο του Temple.

Η συναυλία δεν χρειάστηκε κανένα ζέσταμα και τίποτα το ενισχυτικό, καθώς ο Ψαραντώνης μπήκε με "Παλιό Κρασί Είν' Η Σκέψη Μου", δημιουργώντας δέος και ενθουσιασμό ταυτόχρονα. Ο κόσμος στήλωσε μεμιάς το βλέμμα στη σκηνή –και ήταν κοινό καλό, από την άποψη ότι επρόκειτο για «διαβασμένους» ακροατές, που πρόσφεραν την αναγκαία σιγή σε όσα σημεία χρειαζόταν, αλλά και τον αναμενόμενο πανζουρλισμό όταν έφτασε η ώρα για κοσμαγάπητες επιλογές σαν την "Τίγρη" ή το "Να Κάμω Θέλω Ταραχή". Το οποίο χρειάστηκε βέβαια να φτάσουμε στο encore για να ακούσουμε. Σε ένα από τα πολλαπλά encore, για την ακρίβεια, καθώς ο Ψαραντώνης έλεγε στο φινάλε ότι θα παίξει «ένα τελευταίο», προσθέτοντας ωστόσο ένα ακόμα κάθε φορά, ανταποκρινόμενος στις ιαχές και στα χειροκροτήματα. 


Η συναυλία είχε και διάλειμμα, στο οποίο μπορέσαμε να αστειευτούμε με τον διευθυντή του περιοδικού Metal Hammer Κώστα Χρονόπουλο για το ότι δεν έχει πιο metal από τον Ψαραντώνη στην Ελλάδα –«φιλοξενούμενοι είμαστε», ήταν η χαρακτηριστική του ατάκα. Το διάλειμμα αποδείχθηκε καλοδεχούμενο και για μας και για τον πρωταγωνιστή της βραδιάς, δυστυχώς όμως δεν συνέβη το ίδιο και με τις ανάσες που ανέλαβαν να του δώσουν οι επί σκηνής συνεργάτες, σε διάφορα σημεία του πρώτου και δεύτερου μέρους. 

Κάθε φορά δηλαδή που αναλάμβανε άλλος το μικρόφωνο, ο πήχης της συναυλίας χαμήλωνε· ειδικά στο δεύτερο μισό, το οποίο από ένα σημείο κι έπειτα μετατράπηκε σε συναυλία της Νίκης Ξυλούρη. Ασφαλώς, είναι κατανοητό ότι ο Ψαραντώνης χρειάζεται αυτήν την άπλα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει φτάσει κοντά 80 ετών, ο δε τρόπος με τον οποίον παίζει και τραγουδά, απαιτεί δυνάμεις. 

Όμως το αναιμικό έντεχνο στυλ της κόρης του, που κατά τα λοιπά είναι δεινή και πολύτιμη στο μπεντίρ της, δεν λειτουργεί συμπληρωματικά, όπως επιδιώκεται. Εξαρτάται βέβαια και σε τι κοινό απευθύνεσαι, γιατί ζούμε σε μια εποχή όπου τα κρητοέντεχνα φοριούνται πολύ –και γύρω μου σίγουρα δεν είδα αντιδράσεις ανάλογες με τη δική μου. Αντιθέτως, η Ξυλούρη χειροκροτήθηκε ακόμα και στο νανούρισμα που είπε προς το φινάλε, που για μένα υπήρξε ναδίρ της όλης εμπειρίας.

Αλλά στο τμήμα της συναυλίας όπου τα πάντα γύριζαν γύρω από τον Ψαραντώνη ο ίδιος αποδείχθηκε απαράμιλλος, πορευόμενος με εκείνο το βαθιά προσωπικό στίγμα, που του επιτρέπει να βουτάει στα βαθιά της κρητικής παράδοσης, μα ταυτόχρονα να ίπταται και εκτός αυτής. Με έναν τρόπο που έχει αποδειχθεί θελκτικός και σε διεθνή ακροατήρια και που «προσωποποιείται» σε σωματικό επίπεδο με το καταπληκτικό τίναγμα των άκρων με το οποίο τονίζει σημεία όσων ερμηνεύει. Κάτω δε από τους υποβλητικούς φωτισμούς του Temple, έμοιαζε όσο ποτέ άλλοτε με χθόνια θεότητα πολύ αλλοτινών καιρών, τότε που διαφέντευαν ο Ερεχθέας και οι πρόγονοι του Μίνωα.