Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ίκαρη Βιολέτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ίκαρη Βιολέτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

06 Νοεμβρίου 2022

Βασίλης Παπακωνσταντίνου & Βιολέτα Ίκαρη: «Βράδυ Σαββάτου» - ανταπόκριση (2019)


Το φετινό άλμπουμ της Βιολέτας Ίκαρη «Πορτοκάλι» (σε μουσική-στίχους Νίκου Ξύδη) μου θύμισε την είσοδό της στη δισκογραφία το 2018. Τότε που το ραδιοφωνικό σουξέ "Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου" έκανε πολλούς φίλους του έντεχνου ήχου να στραφούν προς το μέρος της, βρίσκοντας στη φωνή της έναν καινούριο Μεσσία που ίσως ξεβάλτωνε το αγαπημένο τους είδος τραγουδιού. 

Κατά τη γνώμη μου, βέβαια, αυτός ο ρόλος δεν άρμοζε στη νεαρή ερμηνεύτρια, η οποία πράγματι δημιούργησε αίσθηση με κάποια χρώματα της φωνής της, όμως δεν κατόρθωσε να καταθέσει ένα στιβαρό δισκογραφικό ντεμπούτο (δείτε κι εδώ). 

Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι είχε δημιουργηθεί ίντριγκα από όλα τούτα. Αρκετή ώστε τον Νοέμβριο του 2019 να αποφασίσω να πάω να τη δω και ζωντανά, σε μια σύμπραξη-έκπληξη με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στην Άνοδο, ονόματι «Βράδυ Σαββάτου». Άλλωστε είχα πολλά χρόνια να παραβρεθώ σε δική του συναυλία, οπότε υπήρχε και η περιέργεια για το τι κάνει πλέον. Συνειδητοποίησα βέβαια ότι μπορεί εγώ να τον είχα χάσει από το ραντάρ, όμως το παλιό σύνθημα «Βασίλη ζούμε για να σ' ακούμε» καλά κρατούσε και στην εκπνοή μίας ακόμα δεκαετίας.

Οι εντυπώσεις μου από τη βραδιά δημοσιεύτηκαν τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύονται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στην Άνοδο και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Έστω και δανεισμένο από τον Χρήστο Κυριαζή, ο οποίος το έγραψε και το πρωτοτραγούδησε (1991), το "Βράδυ Σαββάτου" είναι για τους περισσότερους συνυφασμένο με τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Πολλά χρόνια μετά, λοιπόν, συνεχίζει να τον συνοδεύει, προσφέροντας ταιριαστό τίτλο στις παραστάσεις που έστησε φέτος στο Anodos Live Stage της Πειραιώς, παρέα με τη Βιολέτα Ίκαρη.

Παρότι είχαμε πίσω μας πια την πρεμιέρα, το Anodos ήταν κατάμεστο το περασμένο Σάββατο –σε σημείο που είδαμε να τοποθετούνται σκέτες καρέκλες κοντά στο τραπέζι μας, ώστε να εξυπηρετηθούν κάποιοι αργοπορημένοι. Και ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακό να ήταν ότι λίγοι έφυγαν πριν το φινάλε του προγράμματος, το οποίο διαρκεί 3,5 γεμάτες ώρες, δίχως διάλειμμα. Αντιθέτως, οι περισσότεροι θέλαν «κι άλλο, κι άλλο». Ήταν επίσης μια βραδιά που είχε και τις διάσημες παρουσίες της ανάμεσα στο πλήθος: ακόμα κι όσοι δεν έπιασαν την από μικροφώνου αναφορά του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στην Αγγελική Νικολούλη, την είδαν μια χαρά λίγο αργότερα να χορεύει ζεϊμπέκικο στο "Στα Είπα Όλα" του Σωκράτη Μάλαμα.

Μια τέτοια χρονική διάρκεια δεν θα στεκόταν βέβαια δίχως μια άξια ορχήστρα στα μετόπισθεν. Παρότι κανείς δεν υστέρησε στον ρόλο του, αξίζει νομίζω μια ιδιαίτερη μνεία στις ωραίες μπασογραμμές του Βαγγέλη Πατεράκη, καθώς και στους Αντρέα Αποστόλου (πιάνο, πλήκτρα) και Μαίρη Μπρόζη (βιολί), οι οποίοι όχι μόνο στάθηκαν άψογα σε εκτελεστικό επίπεδο, μα διακρίθηκαν και σε ορισμένες ωραίες ενορχηστρωτικές «πινελιές», που φρέσκαραν κάποια χιλιοακουσμένα πλέον κομμάτια. Το γκρουπ συμπλήρωσαν ο Στέφανος Δημητρίου (τύμπανα), ο Γιάννης Αυγέρης (ηλεκτρική κιθάρα), ο Απόστολος Μόσιος (ακουστική κιθάρα, μπάσο) και ο Χρήστος Σκόνδρας (μπουζούκι). 


Απόστολος Μόσιος & Μαίρη Μπρόζη, επίσης, ανέλαβαν το άνοιγμα του προγράμματος και τις ανάσες πριν το άτυπο δεύτερο μέρος. Ο Μόσιος, εντούτοις, που είχε τη μεγαλύτερη «μερίδα» αυτών των βοηθητικών τμημάτων, αποδείχθηκε κατά τη γνώμη μου άστοχος στα χρώματα και στην ένταση των ερμηνειών του. Σε αντίθεση με τη Μπρόζη, η οποία τραγούδησε εκφραστικά, στεκόμενη ωραιότατα ακόμα και σε μια δύσκολη επιλογή σαν το "Canção Do Mar" της Amália Rodrigues –έστω κι αν έγινε φανερό από την προσέγγισή της ότι το έχει μάθει από τη Dulce Pontes.

Όσον αφορά τώρα το «ψητό», είναι κατά βάση ένα πρόγραμμα βασισμένο σε παλιά συνταγή: το αστέρι που ανατέλλει ενώνει δυνάμεις με το δοκιμασμένο όνομα, το καινούριο βαπτίζεται στο παλιό και το παλιό αναβαπτίζεται στο καινούριο. Στην ιδανική μορφή αυτής της συλλογιστικής, τέλος πάντων, γιατί στο Anodos η ισορροπία μάλλον ντελαπάρει. Και όχι επειδή υπάρχει κάποια διάθεση καπελώματος από τον «παλιό» ή γιατί κάτι έχει στηθεί λάθος στη ροή. Όχι, δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο. Όμως φεύγεις με την εντύπωση ότι είδες τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος είχε μαζί του και τη Βιολέτα Ίκαρη –και όχι ότι βρέθηκες σε ένα κοινό πρόγραμμα. 

Η Ίκαρη διαθέτει όμορφη φωνή, με πολύ χαρακτηριστική χροιά. Ήρθε λοιπόν στα μουσικά μας πράγματα με ένα σπάνιο δώρο, το οποίο την καθιστά άμεσα αναγνωρίσιμη με το που θα την ακούσεις. Δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι θα πάει χαμένο ένα τέτοιο προσόν, στο μέλλον. Στο παρόν, εντούτοις, δεν καθίσταται σαφές ποια είναι. Στο Anodos, δηλαδή, διέκρινα προσωπικά τρεις διαφορετικές Βιολέτες Ίκαρη· και μόνο εικασίες μπορώ να κάνω για το ποια είναι η πιο Ίκαρη.


Είδα δηλαδή τη βαριά έντεχνη ερμηνεύτρια πίσω από τα μεγαλίστικα και θολοκουλτουρέ "Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου" και "Το Μαύρο", η οποία έχει δρόμο ακόμα για να πιάσει τις αγωνιώδεις γωνιές των στίχων του Νίκου Καββαδία, παρά το εντυπωσιακό φωνητικό ρεσάλτο με το οποίο τελείωσε το "Καραντί". Είδα μια τραγουδίστρια που αισθάνεται άνετα στις νησιώτικες ενορχηστρώσεις της "Παλιοτρεχαντήρας", να τις εκπροσωπεί επί σκηνής με ένα στυλ που φανερώνει σπουδή στην Ελευθερία Αρβανιτάκη. Είδα επίσης μια κοπέλα που νομίζω βρισκόταν στο στοιχείο της τραγουδώντας Νίκο Παπάζογλου και Χάρις Αλεξίου. Όσο όμως πιο «σπίτι της» την αισθανόσουν, τόσο θάμπωνε το σήμα κατατεθέν της χροιάς: άδοντας ψηλά, τείνει να τη χάνει. 

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, από την άλλη, άρχισε και τελείωσε το πρόγραμμα με «αέρα» σταθεράς και πλήρη αυτοπεποίθηση. Μπροστά σε ένα κοινό που δεν έπαψε να δείχνει αγάπη, αφοσίωση, μα και να τραγουδά κάθε στίχο με το που γύρναγε το μικρόφωνο προς την πλατεία, δεν φοβήθηκε ούτε τη φωνητική φθορά που έχει επέλθει, ούτε τα γνωστά άγαρμπα τινάγματα χεριών και ποδιών ή την κίνηση εκείνη που είναι πια τόσο δική του, μα πάντα θυμίζει τον Mr. Miyagi  να προσπαθεί να μάθει στον Daniel LaRusso να κάνει τον πελαργό, στο Karate Kid. Το μόνο που δεν μπόρεσε να «εκπροσωπήσει», ήταν οι ατάκες με τις οποίες προλόγιζε τα τραγούδια: το χιούμορ έφερνε σε θείο που κάθεται στα οικογενειακά τραπέζια με τη νεολαία (και όλοι ξέρουμε πώς καταλήγει κάτι τέτοιο), ενώ τα πιο de profundis βγήκαν γλυκουλίνικα. 

Ο Παπακωνσταντίνου, βέβαια, είπε (κι έκανε) κι άλλα, ακόμα σημαντικότερα όσον αφορά τη σημειολογία της βραδιάς και τον τόνο που θέλησε να δώσει. Αρχή ήταν ακόμα, μετά το φουλ ζέσταμα –το οποίο πέτυχε με το καλημέρα, μπαίνοντας φορτσάτα με το "Χαιρετίσματα"– όταν ξεστόμισε τη λέξη «Νεοφιλελευθερισμός» αντικρίζοντας το γεμάτο μαγαζί. Και μετά, στο δεύτερο μέρος, εκεί που ετοιμαζόταν για το "Στέλλα", ζήτησε κι άναψε τσιγάρο, ενώ όλη εκείνη την ώρα όποιος ήθελε να καπνίσει έβγαινε έξω, καθώς ο χώρος τηρεί κατά γράμμα την αντικαπνιστική νομοθεσία. «Δεν υπάρχουν παθητικοί καπνιστές», δήλωσε στη συνέχεια, «μόνο αντιπαθητικοί αντικαπνιστές». Στην πρώτη περίπτωση, βουβαμάρα· στη δεύτερη, έπεσε χειροκρότημα.


Κύριος οίδε, ασφαλώς, αν ο κόσμος κατανοεί τι σημαίνει «Νεοφιλελευθερισμός». Μη βλέπετε που η Αριστερά ζει με τη χρόνια ψευδαίσθηση ότι οι κοινοί της τόποι αποτελούν και κοινό κτήμα ανάμεσα στο πλήθος. Κύριος οίδε, όμως, και τι είχαν ψηφίσει οι κύριοι και οι κυρίες που γέμισαν ένα μέρος όπου ναι μεν «τιμαί λογικαί» για το είδος διασκέδασης που προσφέρεται, αλλά τιμαί = 160 και ανηφόρα για τις φιάλες που είχαν ήδη κατακλύσει πολλά από τα τραπέζια. Ως εκ τούτου, ήχησε φαιδρό το χειροκρότημα για το τσιγάρο. Εκεί εξαντλεί λοιπόν την επαναστατικότητά του, ο (κάπως, όπως) ευκατάστατος Έλληνας του 2019; Όσο για τον ίδιο τον Παπακωνσταντίνου, υπήρξε λαϊκιστής. Ξέροντας πώς «να ξεχωρίζει της εποχής του τους χρησμούς, από τις οφθαλμαπάτες», είμαι σίγουρος ότι γνωρίζει καλά πως υπάρχουν και παθητικοί καπνιστές, πέρα από τους αντιπαθητικούς αντικαπνιστές. Ίσως γι' αυτό προσπάθησε έπειτα να το σώσει, μιλώντας για το πώς πάνε να επιβληθούν στον Έλληνα συνήθειες που αρμόζουν περισσότερο σε Αυστριακούς, κόντρα στην εν γένει εξωστρέφειά τους. 

Ας μην θεωρηθεί, ωστόσο, εξαιτίας των παραπάνω παρατηρήσεων, ότι ο Παπακωνσταντίνου έχασε την κλάση του ως performer. Κοντοζυγώνοντας πια τα 70, έχει κλείσει κάθε κύκλο στον οποίον κινήθηκε, περνώντας από τα Αριστερά εμβατήρια της Μεταπολίτευσης σε ένα γηπεδικό ροκ με Chris De Burgh αναφορές (και όχι Bruce Springsteen, που γράφουν κάποιοι) κι από εκεί σε ένα ηλεκτρισμένο κατά το δοκούν έντεχνο. Στο οποίο φαίνεται ότι, αν δεν πάει ο όποιος rocker μεγαλώνοντας, τον τρώει η μαρμάγκα όσον αφορά το δεινό της «προσέλευσης» –που, ψέματα τώρα ας μη λέμε, τη φέρνουν οι "Να Κοιμηθούμε Αγκαλιά" του κόσμου τούτου. Έτσι, ο Παπακωνσταντίνου διαθέτει πια την εμπειρία να μετέρχεται όλων αυτών των προσώπων σε ένα πρόγραμμα σαν και το εν λόγω, γενόμενος στο τέλος ακόμα και λαϊκός τραγουδιστής.

Είναι ίσως η μεγαλύτερη παραχώρηση που κάνει η παράσταση, ότι μετατρέπεται δηλαδή από ένα σημείο και πέρα σε κάτι σαν μπουζούκια με άποψη. Κατά τη γνώμη μου, τραβάει πολύ σε διάρκεια το συγκεκριμένο τμήμα, ιδίοις όμμασι πάντως είδα ότι αυτό κορυφώνει το κέφι ανάμεσα στο κοινό. Ακόμα κι έτσι, δίνεται η ευκαιρία να χαρείς μια στεντόρεια και αναπάντεχα εύστοχη εκτέλεση του Παπακωνσταντίνου στο "Βρέχει Στη Φτωχογειτονιά", χωρίς να σου λείψει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Αυτό άλλωστε που στηρίζει τελικά το όλο πρόγραμμα, είναι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Κουβαλάει μαζί του την ιστορία μεγάλων live ορόσημων –το Φάληρο, το Αττικόν, ο Βύρωνας των πρώτων 1990s– στα οποία σφυρηλατήθηκε το «Βασίλη ζούμε για να σ' ακούμε», που αποδείχθηκε ότι καλά κρατεί και εν έτει 2019, αφού αντήχησε (και) στο Anodos. Αποδείχθηκε επίσης ότι, με τα όποια συν και πλην, με τους όποιους έντεχνους συμβιβασμούς, παραμένει αξία να τον ακούς στα ωραία του τραγούδια. Είτε όρθιο με την κιθάρα του, να βρυχάται λεοντόκαρδα στο «ξέρεις καλά πως πια δεν έχω περιθώρια» του "Βικτώρια", είτε καθιστό σε καρέκλα, στοχαστικό, με ένα ποτήρι ουίσκι αντίκρυ, σε "Βράδυ Σαββάτου" διάθεση.



04 Νοεμβρίου 2022

Βιολέτα Ίκαρη - Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου [δισκοκριτική, 2018]


Μια κριτική μου από τo 2018 στο άλμπουμ «Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου» της Βιολέτας Ίκαρη, η οποία είχε κατακτήσει τότε τα έντεχνα ραδιόφωνα με το ομώνυμο τραγούδι, ανατέλλουσα ως πιθανή νέα δύναμη στον χώρο.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* H χρησιμοποιούμενη φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που είχε δοθεί τότε στον Τύπο, ως promo


Από τα μικρά μαγαζιά της Ικαρίας (της ιδιαίτερης πατρίδας της), η Βιολέτα Ίκαρη έφτασε να γίνει η πιο συζητημένη νέα φωνή στο ελληνικό πεντάγραμμο. Πολύ απλά, γιατί δεν βρέθηκε κανείς ασχολούμενος να μην ρωτήσει «ποια είναι αυτή;» ακούγοντας το "Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου"· είτε του άρεσε το τραγούδι, είτε όχι.

Δικαιωματικά, λοιπόν, το τραγούδι αυτό δίνει τώρα και τον τίτλο του πρώτου της δίσκου. Ο οποίος μας επιτρέπει να τη γνωρίσουμε καλύτερα και να βγάλουμε ορισμένα –αρχικά, τουλάχιστον– συμπεράσματα για το πώς βλέπει τα πράγματα και τι θέλει (ή τι μπορεί) να κομίσει στο σκηνικό του εγχώριου «έντεχνου» ήχου. 

Ένα καίριo συμπέρασμα (που δεν ξέρω βέβαια πόσο αφορά την Ίκαρη) είναι ότι, τελικά, η ανανέωση του «έντεχνου», η ανάγκη σύγκρισης με τα παλαιότερα ορόσημα, καθώς και η επανέναρξη του διαλόγου με τις μουσικές εξελίξεις της Δύσης, είναι όλα αιτήματα των ...απογοητευμένων με τα όσα ακούμε. Οι οποίοι τείνουμε σε σταθερές τροχιές απομάκρυνσης από το είδος, μα πασιφανώς μετριόμαστε λίγοι. Ως αποτέλεσμα, οι εξελίξεις καθορίζονται από τον πληθυντικό εκείνο που, ακόμα κι αν αντιλαμβάνεται πόσο έχει χαμηλώσει ο πήχης, προσαρμόζει τις απαιτήσεις του πάνω του. Ίσως από ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης και από μία λογική διατήρησης του ό,τι υπάρχει κόντρα στο «άλλο», μπας και ξημερώσουν ξανά ωραίες μέρες.

Ασφαλώς, είναι άδικο να επωμίζεται έναν τόσο πολύπλευρο διάλογο το ντεμπούτο μιας νέας κοπέλας, η οποία θα έχει τα άγχη της για αυτά τα πρώτα βήματα (χώρια τα γενικότερα άγχη που αντιμετωπίζουν όσοι καλλιτέχνες πρέπει να επιβιώσουν στο σημερινό σκηνικό). Είναι όμως και λυπηρό να ακούς το ντεμπούτο μιας φρέσκιας φωνής και την επόμενη μέρα να θυμάσαι μονάχα τον απόηχο των ερμηνειών της και κανένα τραγούδι –δεν μετρώ το "Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου", καθώς εδώ συντελέστηκε η πρώτη επαφή, με αποτέλεσμα να γράψει στη μνήμη για λόγους συγκυριακούς. 

Η Βιολέτα Ίκαρη διαθέτει ένα χαρακτηριστικό γρέζι στη φωνή της, που  οδηγεί στην κάπως παράδοξη αίσθηση ότι ακούς τον Νίκο Παπάζογλου σε θηλυκή έκδοση. Αναγκαστικά, μια τέτοια συνθήκη δεν θα κάνει σε όλους. Ωστόσο, άπαξ και μάθαμε το όνομά της, δεν υπάρχει πλέον περίπτωση να την πετύχουμε στο ραδιόφωνο και να τη μπερδέψουμε με άλλη τραγουδίστρια. Είναι σπάνιο δώρο μια τόσο άμεση αναγνωρισιμότητα· και η Ίκαρη τυχερή, καθότι ξεκινά με ένα μεγάλο ατού στο πλευρό της.

Όμως το ατού αυτό σπαταλιέται. 

Στις συνθέσεις κυριαρχεί το αξιοπρεπώς βαρετό και η ασαφώς σκεπτόμενη κατήφεια, ενώ οι στίχοι ονειρεύονται ποιητικές προδιαγραφές, αδιαφορώντας για την προφορικότητα που χρειάζονταν ώστε να συμβεί ό,τι κάποτε λογιζόταν ως αυτονόητο: να τραγουδηθούν, ακόμα κι αν τα νοήματά τους τείνουν στην αφαίρεση, ακόμα και στο ά-λογο. Μόνο η Τάμμυ Τσέκου πήγε κάτι να γράψει στο "Φλυτζάνι", κάτι επιτέλους απτό και αφτιασίδωτα ανθρώπινο, μα το άφησε ανολοκλήρωτο. Κυριαρχεί επίσης μια παράταιρα μεγαλίστικη αίσθηση. Κάπου δηλαδή υπάρχει λάθος αν παίζω τον πρώτο δίσκο της Ίκαρη μα νιώθω λες κι ακούω το νέο άλμπουμ της Φωτεινής Βελεσιώτου, η οποία «μιλά» συνήθως από το δικό της ηλικιακό μετερίζι. 

Κανείς μας δεν ξέρει στο δεδομένο σημείο πού θα τα πάει τα φωνητικά της χαρίσματα η Ίκαρη και τι θα μπορέσει να κάνει με αυτά. Αλλά, ως σημείο εκκίνησης, το Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου κρίνεται απογοητευτικό.