30 Απριλίου 2023

Elisabeth Leonskaja - ανταπόκριση (2018)


«Λέαινα των πλήκτρων» την είχαν αποκαλέσει στην ακμή της τη Γεωργιανή πιανίστρια Elisabeth Leonskaja. Και τον Οκτώβριο του 2018, παρότι τα χρόνια πια έχουν περάσει και τη θεωρούμε «παλιάς κοπής», απέδειξε ότι διατηρεί το βροντερό της σφρίγος. Σε ένα κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής, όπου μας έπαιξε τις Σονάτες του Φραντς Σούμπερτ.

Μια ανταπόκρισή μου από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook της καλλιτέχνιδας


Πέρασαν αρκετά χρόνια για να γίνει «όνομα» η Γεωργιανή Elisabeth Leonskaja και ίσως χρειάστηκε γι' αυτό μια κεντροευρωπαϊκή «μεσολάβηση». Δηλαδή, η μετοίκησή της από την κάποτε Ε.Σ.Σ.Δ. στη Βιέννη, η συνακόλουθη ορατότητα στα εκεί φεστιβάλ, μαζί με ένα κάποιο «άπλωμα» στο πάντα κραταιό αυστριακό ρεπερτόριο –ιδιαίτερα στον Φραντς Σούμπερτ (Franz Schubert). Σήμερα, πάντως, λογίζεται στις μεγάλες κυρίες του πιάνου και ήρθε στην Αθήνα τυλιγμένη με αυτήν ακριβώς την αίγλη, για το πρώτο μέρος μιας σειράς κονσέρτων, στα οποία θα παίξει όλες τις Σονάτες του Σούμπερτ. 

Στα 72 της, πλέον, η Leonskaja θεωρείται πιανίστρια παλιάς κοπής. Δεν τη βλέπεις συχνά στα μέσα ενημέρωσης, λ.χ., ούτε και σε φωτογραφήσεις με ποπ διάσταση. Ήδη δε από όταν βγήκε καταχειροκροτούμενη στην κατάμεστη αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής (η συναυλία πρέπει να ήταν sold out) κατέστησε σαφές ότι τηρεί την απόσταση σκηνής και κοινού: χαμογέλασε ευγενικά με ελαφρά κλίση της κεφαλής και πήρε θέση στο πιάνο χωρίς περαιτέρω επικοινωνία με τον κόσμο, ενώ αργότερα δεν θα έκρυβε τη δυσαρέσκειά της για το κακό τάιμινγκ ενός βήχα, πάνω που ήταν έτοιμη να ξεκινήσει μια νέα σονάτα. Ό,τι είχε λοιπόν να πει, θα το έλεγε εκεί. 

Το πρόγραμμα είχε τη Σονάτα σε λα ελάσσονα (D. 537), τη λεγόμενη Σονάτα του Οδοιπόρου (Φαντασία σε ντο μείζονα, D. 760), σύντομο διάλειμμα και έπειτα τη Σονάτα σε σολ μείζονα (D. 894). Και, ήδη από το πρώτο έργο, δικαιώθηκε πλήρως ο γαλλικός Τύπος, που κάποτε τη βάφτισε ως «Λέαινα των Πλήκτρων». Γιατί η Leonskaja κυριολεκτικά εφορμά στο κλαβιέ: νιώθεις λες και το πιάνει από τον σβέρκο, με μια ήρεμη αυστηρότητα που στους σινεφίλ μπορεί να φέρει κατά νου τη Charlotte Andergast –τη διάσημη πιανίστρια που ενσάρκωσε η Ingrid Bergman στο κινηματογραφικό αριστούργημα του Ingmar Bergman Φθινοπωρινή Σονάτα (1978). 

Η στιβαρότητα αυτή, που αντανακλά κατά βάθος τη μαθητεία της δίπλα στον Sviatoslav Richter, αποδείχθηκε ταμάμ για κάθε σημείο στο οποίο ο Σούμπερτ ζητούσε ενάργεια, ενέργεια και γρήγορο, καθηλωτικό τέμπο. Εκφράστηκε μάλιστα και με ανάλογη σωματικότητα εκ μέρους της πιανίστριας, καθώς δεν δίστασε ανά σημεία να τραντάξει τον κορμό της. Δίχως όμως αυτό να λογιστεί εκ μέρους μας ως σόου, του είδους ας πούμε που προτιμά ο Alain Lefèvre, για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα οικείο και αγαπητό στο ελληνικό κοινό. 

Φυσικά, αυτές οι σονάτες έχουν και πιο αργά μέρη, στα οποία δεσπόζει ο λυρισμός που συνδέθηκε με το όνομα του Σούμπερτ. Ειδικότερα η μακροσκελής 3η σονάτα του προγράμματος απαιτεί μια έκδηλη στοχαστικότητα, την οποία η Leonskaja έφερε σε πέρας με θαυμαστό τρόπο. Αναλόγως κινήθηκε όμως και σε κάθε σχετικό σημείο, δείχνοντάς μας την παλέτα της έκφρασής της και την ευκολία που τη διακρίνει στις εναλλαγές από το βροντερό τέμπο στο πιο συναισθηματικό παίξιμο. 

Στο τέλος, παρότι δεν μας μίλησε καθόλου κι έμεινε οχυρωμένη πίσω από το κάπως αινιγματικό της χαμόγελο καθώς η αίθουσα την καταχειροκροτούσε, έκατσε για χάρη μας άλλες δύο φορές στο πιάνο για ισάριθμα encore, πράγμα που δεν κρύβω ότι με εξέπληξε. Έκλεισε έτσι τη βραδιά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κάνοντας πολλούς να ψάχνουν στο πρόγραμμα τις επόμενες ημερομηνίες, προφανώς για να κλείσουν από νωρίς εισιτήρια ώστε να μη βρεθούν προ εκπλήξεως. 



25 Απριλίου 2023

Michelle Gurevich/Chinawoman - ανταπόκριση (2015)


Έρχεται και ξανάρχεται η Καναδέζα τραγουδοποιός Michelle Gurevich στην Ελλάδα, όπου εμείς εξακολουθούμε να τη λέμε Chinawoman –έτσι τη μάθαμε, έτσι την αγαπήσαμε, ως την καλλιτέχνιδα του "Party Girl" (2007), σχεδόν 15 χρόνια πίσω, πια. 

Σκαλίζοντας τα αρχεία μου, τώρα, είδα ότι έχω να τη δω πάνω στη σκηνή από τον Νοέμβριο του 2015, όταν έπαιξε στο «Fuzz», με support τη δική μας Σtella. Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Δάφνη Ανέστη


Η Michelle Gurevich, που βεβαίως δεν είναι Κινέζα μα Καναδέζα, είναι μυστήριο κάρο. Ακόμα κι αν δεν την έχεις δει ξανά επί (ελληνικής) σκηνής, πρόκειται για κάτι που αποκλείεται να ξεφύγει της αντίληψής σου. Δείχνει άνθρωπος με πολλά –και μεγάλα;– ζητήματα, που έχει βρει δικλείδα ασφαλείας στη μουσική και στην τραγουδοποιία. Κι αυτό κάνει τη σχέση της με τη δημιουργία υπόθεση προσωπική, η οποία, με τη σειρά της, γίνεται ο άσσος που κερδίζει μια δύσκολη παρτίδα. 

Πριν την Chinawoman, όμως, το πρόγραμμα είχε Σtella. Μία ακόμα συνάντηση με τη Στέλλα Χρονοπούλου, δηλαδή, μία ακόμα φορά που πέτυχε να βγει ασπροπρόσωπη, αποδεικνύοντας ότι είναι από τα πιο ενδιαφέροντα φρέσκα πρόσωπα στο εγχώριο γίγνεσθαι. Με πολλή διάθεση, με άριστο ήχο που έφτανε πεντακάθαρος ως και τον εξώστη του «Fuzz», με ένα δεμένο τρίο να τη συνοδεύει σε πλήκτρα (Danai Eco), μπάσο (Βελισσάριος Πράσσας) και ντραμς (Ηλίας Αρωνίδης), η Σtella (που είχε ζωστεί την κιθάρα) παρουσίασε ένα support set χτισμένο γύρω από το φετινό της άλμπουμ. Έπαιξε όμως και τουλάχιστον ένα καινούριο κομμάτι –εκείνο δηλαδή που προλόγισε ως τέτοιο– το οποίο ακούστηκε καταπληκτικό, σε επίπεδα "Made To Attack". 


Υπήρξαν πάντως δύο, ίσως τρία, στιγμιότυπα στα οποία η προσωπική της ενέργεια έδειξε κατώτερη των προσδοκιών και των υπόλοιπων ζωντανών εμπειριών· τα παλάντζαρε, όμως, με μερικές εκρηκτικές αποδόσεις σε άλλα σημεία. Τις τελευταίες υποβοήθησε βέβαια και το κοινό, που έδειξε ότι γνώριζε τα τραγούδια και της έστησε έτσι μια ιδιαίτερα «θερμή» κερκίδα, με το αποκορύφωμα να σημειώνεται στο "Picking Words".

Η Chinawoman, τώρα, είχε ακόμα πιο λιτό σχήμα μαζί της: μόλις έναν Σκωτσέζο ντράμερ κι έναν Ιταλό σαν δεύτερο πληκτρά, καθώς κύρια ήταν η ίδια. Αλλά δεν χρειαζόταν περισσότερους, αφού η αφεντιά της τα κατάφερνε και στην κιθάρα όταν χρειαζόταν, ο ντράμερ έπαιζε και πλήκτρα, ο Ιταλός αποδείχθηκε αστέρι και στο μπάσο. Η Gurevich, επίσης, ανήκει στη σπάνια εκείνη κατηγορία καλλιτεχνών που μπορούν να κερδίσουν μια συναυλία με το «καλημέρα»: χωρίς καπνούς, χωρίς εφέ, με σκανδαλώδη απουσία του οποιουδήποτε σόου. Βγήκε απλά μέσα σε ένα μπλε ημίφως, έκατσε πίσω από το συνθεσάιζερ της, άνοιξε το στόμα της να πει το "Lovers Are Strangers" –κι αυτό ήταν.

Δεν γνωρίζω γιατί η Chinawoman αρέσει στην Ελλάδα σε περισσότερο κόσμο από τη Zola Jesus (το «Fuzz» είχε, ξανά, πολύ κόσμο το Σάββατο) ή γιατί «τραβάει» νεαρότερες ηλικίες από όσες (περιέργως) προσέλκυσε η τελευταία στον ίδιο χώρο. Είναι βέβαια γνωστή η ροπή του Έλληνα προς ό,τι το σκοτεινό, μελαγχολικό, τύπου «και κλαίμε». Όμως αυτό εξηγεί το γενικό πλαίσιο, όχι τέτοιες διαβαθμίσεις. Ξέρω πάντως να σας πω –με βεβαιότητα– ότι η Gurevich μπορεί να έχει βγάλει μόλις 3 δίσκους και όλα να μοιάζουν λίγο/πολύ μεταξύ τους, ωστόσο έχει ιστορίες να πει και διαθέτει τον τρόπο να σε κάτσει κάτω για να τις ακούσεις. Η μουσική, η ομολογουμένως «φτωχή» μουσική με τους Depeche Mode απόηχους των εισαγωγών, είναι απλά ένα λειτουργικό όχημα, στο οποίο πατά ένα βαθιά στιχοκεντρικό στυλ τραγουδιού και μια σαγηνευτική φωνή, που ξέρει πώς να «χρωματίσει» κάθε αφήγηση. Κι ας μην έχει (τεχνικά) δυνατότητες για εντυπωσιακούς ελιγμούς. 

Με λίγα λόγια, μπορεί να φαίνονται όλα ίδια, αλλά δεν είναι. Κάποιες φορές η Chinawoman αρκούσε να μπει με στίχους στυλ «My phone is off, I'm morning drunk, the place is a mess» ("Vacation From Love") για να απαιτήσει την προσοχή σου. Άλλες την κέρδιζε συνδυάζοντας τους ρυθμούς του "Aviva" με κατανυκτικά, κατακόκκινα φώτα, άλλες πόνταρε στο έξοχο μπλέξιμο των παγωμένων synths με κάποιο τσακισμένο ρομάντζο ("Good Times Don't Carry Over"). Το έξοχο "Party Girl", επίσης, το απογύμνωσε αφοπλιστικά, τραγουδώντας το μόνη με την κιθάρα της, ενώ στο encore έπαιξε ατόφιο rock 'n' roll, αποχαιρετώντας μας με ένα ηλεκτρισμένο "Russian Ballerina". 

Είχε λοιπόν πάντα τον τρόπο η Chinawoman στη σκηνή του «Fuzz», όπου φάνηκε να περνά εξίσου καλά με τον κόσμο, που δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του για ό,τι άκουγε. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση του set, εντόπιζες χαρακτήρα και προσωπικότητα. Έτσι, ακόμα κι αν σε τελική αποτίμηση τέτοια στοιχεία δείχνουν πολυτιμότερα από τα ίδια τα κομμάτια της Καναδέζας τραγουδοποιού, λείπουν τόσο πολύ «εκεί έξω», ώστε φτάνουν και περισσεύουν για να στηρίξουν την απήχηση των ευρωρομαντζάδων της. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις υπόλοιπες χώρες όπου έχει γίνει δημοφιλής.  



20 Απριλίου 2023

Κόρε. Ύδρο. - ανταπόκριση (2013)


Δεν κοιτάξαμε πάντα με τον ίδιο τρόπο τη μουσική, τη ζωή και γενικότερα «τα πράγματα» με τους Κόρε. Ύδρο. Όμως μας συγκλόνισαν στα '00s όσο λίγες ελληνικές μπάντες των δικών μας καιρών και συνέχισαν να το κάνουν και στα μουδιασμένα, ανατιναγμένα '10s. Τουλάχιστον μέχρι τη διάλυσή τους (2014) και την άτυπη συνέχεια που δόθηκε από τον Παντελή Δημητριάδη με το νέο σχήμα Τα Παιδιά Της Παλαιότητας.

Τελικά, πάντως, μένει νομίζω η εκτίμηση και οι πολύτιμες οι μνήμες. Όπως, ας πούμε, εκείνη η θυελλώδης συναυλία του Ιανουαρίου 2013 σε ένα κατάμεστο «six d.o.g.s», λίγο πριν την κυκλοφορία των «Απλών Ασκήσεων Στον Υπαρξισμό» (δείτε εδώ) και το τέλος των Κόρε. Ύδρο. Η οποία θα μείνει νομίζω χαραγμένη με χρυσά γράμματα στη μνήμη και στην καρδιά όσων παραβρεθήκαμε.

Για εμένα, ας πούμε, είναι σίγουρα η βραδιά όπου η μοντέρνα δηθενιά των κωλο-χίπστερ της πόλης κεραυνοβολήθηκε δίχως προειδοποίηση από την αειθαλή αρχοντιά του Τόλη Βοσκόπουλου. Αλλά και η συναυλία όπου συμφιλιώθηκα με τον Νίκο Τριανταφυλλίδη, ύστερα από χρόνια στα οποία είχαμε πάψει να μιλάμε, όταν σηκώθηκε και χόρεψε ζεϊμπέκικο (ναι, στο «six d.o.g.s») στο "Χωρίς Επίκληση" κι εγώ του τα συγχώρησα αυτόματα όλα κι έσπευσα για τα απαραίτητα παλαμάκια. Με δεδομένο πια τον θάνατό του 3 χρόνια αργότερα, χαίρομαι που συνέβη αυτό, ανοίγοντας τον δρόμο για να κάνουμε και μια ωραία, από καρδιάς συνέντευξη το 2014 (δείτε εδώ). 

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη. Σε μία, μάλιστα, εικονίζομαι κι εγώ πλάτη, με μπλε καρό πουκάμισο, να υποβαστάζω τον Π.Ε. Δημητριάδη στο crowd surfing του.


Το κοινό που παραμέρισε πιο πρόθυμα κι από τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας ενώπιον του Μωυσή, όταν κατέβηκε ο Π.Ε. Δημητριάδης από τη σκηνή κατά τη διάρκεια της "Πρωινής Διερώτησης"· το μπλουζάκι Motörhead που κακώς δεν έβαλα, γιατί δική τους συναυλία θύμιζε η φρενίτιδα της πρώτης σειράς κατά τη διασκευή στο "Lithium" των Nirvana· η ντισκομπάλα του «six d.o.g.s», η οποία απόκτησε (ίσως για πρώτη φορά) άλλο νόημα όσο χορεύαμε εκστασιασμένοι στους ρυθμούς του ελληνοποιημένου "I Will Survive", που ήρθε και κόλλησε αναπάντεχα –μα τόσο ταιριαστά– στο "Τραγούδι Με Ανάστροφο Μήνυμα"· η Πηνελόπη Γερασίμου να κάνει ένα απίστευτο σάλτο, να με ποδοπατά και να σωριάζεται ανάσκελα στο πάτωμα μπροστά μου για χατίρι ενός ακόμα σούπερ ντούπερ ροκ (φωτογραφικού) στιγμιότυπου· το μπουζούκι του Στέφανου Μπόγδου να μετατρέπει σε ατόφιο ζεϊμπέκικο το "Χωρίς Επίκληση"· οι χίπστερ που έμειναν κάγκελο όταν παίχτηκε το "Είναι Το Κάτι Που Μένει" του Τόλη Βοσκόπουλου. 

Όλα αυτά γυρίζουν ανάκατα στο κεφάλι μου καθώς προσπαθώ να αποτιμήσω μια πολύτιμη συναυλιακή εμπειρία, ένα λάιβ για το οποίο μάλλον θα ζαλίζουμε τους οικείους μας για πολλά, πολλά χρόνια. Χωράνε νομίζετε τέτοιες στιγμές σε ένα Microsoft Word; Χωράει όλος εκείνος ο πανικός, όταν ένα τιγκαρισμένο «six d.o.g.s» ξελαρυγγιαζόταν και σχιζοφρενιαζόταν τραγουδώντας το "Άλλη Μια Νύχτα Σύγχυσης Και Γέλιου", ενόσω ο Π.Ε. Δημητριάδης βρισκόταν σε ένα ακόμα εκστατικό stage diving; 


Έχω δει κι άλλες φορές ζωντανά τους Κόρε.Ύδρο. (εξαιρετικές οι μνήμες από το 2010 στο «Gagarin», ας πούμε), όμως η παρέα από την Κέρκυρα βρέθηκε νομίζω σε μια απίστευτη στιγμή εδώ. Απόδειξη, ότι παρασύρθηκε και η ίδια: από ένα σημείο και μετά δεν είχε καμία σημασία πότε θα τελείωνε αυτό το λάιβ –θα τελείωνε όταν– ενώ χάθηκε και η ανακοινωμένη διάκριση για δύο μέρες στην Αθήνα με διαφορετικές setlist, καθώς η μία έμπαινε στην άλλη.  

Ωστόσο, μέσα στην παραζάλη του ενθουσιασμού, οφείλω να δώσω τα εύσημα σε αυτήν την κάπως νέα εκδοχή των Κόρε.Ύδρο. Ναι, έλειψε η απόμακρη φιγούρα του Αλέξανδρου Μακρή στη γνώριμη θέση πίσω από το πιάνο, μα στη θέση του βρισκόταν ένας αληθινά ενθουσιώδης αντικαταστάτης, ο Δημήτρης Πασαλός, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα προετοιμασμένος στην εντέλεια, συμβάλλοντας –με το παίξιμο μα και τα τατουάζ του– στο πιο ροκ από ποτέ προφίλ των Κερκυραίων. Το ίδιο έκαναν και τα ντραμς του Άγγελου Σερσεμή: ήξερε πότε ήταν η στιγμή για κοπάνημα και πότε όφειλε να αποσυρθεί σε πιο διακριτικό ρόλο. Παντελής Πέτρου στο μπάσο και Κυριάκος Πέτρου στο βιολί στάθηκαν επίσης θαυμάσια, ενώ ειδική μνεία αξίζει στα παθιασμένα βολτ που εξαπέλυσε από την ηλεκτρική του κιθάρα ο Μάριος Πλασκασοβίτης. Χωρίς αυτήν τη σθεναρή ραχοκοκαλιά πίσω του, ο χαρισματικός Π.Ε. Δημητριάδης θα είχε βρεθεί μετέωρος, ειδικά στις πιο αυθόρμητες στιγμές της βραδιάς. 


Προσπαθώντας να θυμηθώ κι άλλα στιγμιότυπα, ανασύρω το χαρακτηριστικό κωλοδάχτυλο του Δημητριάδη στα "Βράδια Της Κρίσης", εκεί στο «μαζί τα φάγαμε απ' τον κώλο μωρό μου», την καταπληκτική εκτέλεση του "Τώρα Που Δεν Έχω Κανέναν" –που ήρθε κατόπιν της παραγγελιάς ενός κυρίου από το κοινό– τη συγκίνηση με την οποία τραγουδήσαμε με στόμα ένα το "Όχι Πια Έρωτες" και το "Μη Με Ρωτάς" (από τον πρώτο δίσκο τους, Αν Όλα Τέλειωναν Εδώ). Στα λίγα αρνητικά σημεία, από την άλλη, θα σημειώσω ότι το "Όταν Είμαι Μαζί Σου/Όταν Είσαι Μαζί Μου" –με γυναικεία φωνητικά από μια κοπέλα από το κοινό– παραήταν υποτονικό και χλιαρό φινάλε για ένα τέτοιο λάιβ. Κι επίσης, ότι θεσπέσια η έκπληξη με το "Είναι Το Κάτι Που Μένει" του Βοσκόπουλου (για όσους τέλος πάντων δεν βάζουμε τη μαρμελάδα στ' αυτιά), όμως o Δημητριάδης δεν το ερμήνευσε καλά. Στάθηκε περισσότερο ως δήλωση λοιπόν, παρά ως αποτέλεσμα. 

To λάιβ άνοιξε ο Παν(αγιώτης) Παν(ταζής), παρέα με έναν μπασίστα, έναν ντράμερ και τη Nefeli Walking Undercover (Νεφέλη Λιούτα) στο βιολί. Δεν ξέρω –δεν νομίζω, για να είμαι ακριβής– ότι ήταν η πιο ταιριαστή support επιλογή για τους Κερκυραίους, καθώς ο ήχος του είναι έκδηλα ηλεκτρονικός. Προσωπικά, πάντως, με κέρδισε σχεδόν από την αρχή και τον παρακολούθησα με μεγάλο ενδιαφέρον. 


Γιατί είχε την αύρα του αθηναϊκού αστικού τοπίου η μουσική που έβγαινε από τα σίνθια, τα πετάλια και τους σαμπλαριστές του Pan Pan, ενώ τα φυσικά όργανα (μπάσο και βιολί, τα ντραμς ήταν ηλεκτρονικά) έμπαιναν μελετημένα στο όλο μείγμα, κομίζοντας ζεστασιά και λυρισμό. Κι ενώ όταν πρωτάκουσα τη φωνή του σκέφτηκα ότι έχει κάμποσες φυσικές αδυναμίες ώστε να υποστηρίξει με τον πρέποντα τρόπο το εγχείρημα, βρήκα ότι διέθετε μεγάλη ερμηνευτική πειθώ –κυρίως όταν αφηγούταν ή όταν ράπαρε. Σημείωσα επίσης ότι γράφει καλό ελληνικό στίχο, με κάτι από την κληρονομιά των τριών πρώτων Στέρεο Νόβα δίσκων να πλανάται στο τοπίο. Θα σύστηνα λοιπόν να την ακολουθήσει πιο γενναία τη συγκεκριμένη διαδρομή, καθώς επιτυγχάνει πιο καίρια τον στόχο, σε σύγκριση με τα αγγλόφωνα κομμάτια. 

Ακόμα κι αν η καταιγιστική εμφάνιση των Κόρε.Ύδρο. δεν βοήθησε ώστε να μείνει ιδιαίτερα στη μνήμη το σετ του Pan Pan, γεγονός παραμένει πως έκανε το support για μια συναυλία που ενδέχεται να μείνει ως σημείο αναφοράς για μια γενιά μουσικόφιλων. Μπορεί οι 40άρηδες να μην το πιάνουν καθόλου και οι 30άρηδες να επιδεικνύουν έναν μάλλον δυσκοίλιο ενθουσιασμό, μα σημαντική μερίδα των 20άρηδων που ασχολούνται με τα μουσικά πράγματα απέδειξαν για ακόμα μία φορά ότι ακολουθούν φανατικά το γκρουπ και ξέρουν απέξω κι ανακατωτά τους στίχους των τραγουδιών του. Κι αυτή η φορά είχε κάτι που δεν το είχε καμία άλλη.




19 Απριλίου 2023

Josh T. Pearson - συνέντευξη (2011)


Θα την πω την αμαρτία μου: συνδυάζοντας φωτογραφίες σαν την παρακάτω, με την καταγωγή του από το Τέξας και την έκδηλη πρόσδεσή του στη χριστιανική πίστη, τον είχα για πιο ενδιαφέροντα δημιουργό τον Josh T. Pearson. Όχι ότι δεν έχει ενδιαφέρον, βέβαια. Μου βγήκε όμως πιο indie από όσο περίμενα/άντεχα, παρά την ταμπέλα «alternative country». 

Πίσω στον Δεκέμβρη του 2011, ωστόσο, εν μέσω πολιτικής κρίσης στην Αθήνα, τον περιμέναμε να έρθει για συναυλία (στο «Bios»), καθώς περιόδευε για το αρκετά συζητημένο άλμπουμ «Last Of The Country Gentlemen». Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα ερχόταν στην Ελλάδα, την προηγούμενη, όμως (2005, στο «Μικρό Μουσικό Θέατρο»), είχε παίξει μπροστά σε μόλις 15 άτομα. Έκτοτε νομίζω ότι ξανάρθε το 2018 για το Saristra Festival της Κεφαλονιάς, ωστόσο έχω χάσει πια τα ίχνη του.

Τέλος πάντων, ήταν χρόνια Avopolis εκείνα, είχαμε κλείσει τηλεφωνική συνέντευξη, αλλά η συντάκτρια που θα την έκανε –η Κάλλια Κακαλέτρη– έχασε το ραντεβού (εξαιτίας του Pearson και μιας άλλης συνέντευξης που είχε με τη βρετανική Guardian) και δεν μπορούσε για τα επόμενα διαθέσιμα. Πήρα λοιπόν μερικές από τις ερωτήσεις της, σκέφτηκα και μερικές δικές μου και σήκωσα το ακουστικό μου, όταν έφτασε η ώρα.

Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο


Καλησπέρα από Αθήνα, Josh…

Καλησπέρα! Εσάς χαζεύω στην τηλεόραση καθώς περιμένω το τηλέφωνο να χτυπήσει για συνεντεύξεις. Τι γίνεται εκεί; Δεν έχω καταλάβει αν ο Πρωθυπουργός σας παραιτείται και αν θα γίνει δημοψήφισμα…

Είναι πολύ αβέβαιη και ρευστή η κατάσταση, όλη μέρα ακούς διάφορα πιθανά σενάρια. Εσύ πώς τα βλέπεις τα πράγματα;

Νομίζω ότι είστε στα πρόθυρα επανάστασης. Ελπίζω να βρίσκεται ακόμα εκεί η Αθήνα τον Δεκέμβριο που θα έρθω να παίξω…

Α, γι' αυτό μην ανησυχείς! Πες μου όμως για το «Last Of The Country Gentlemen»… Τι σημαίνει για εσένα ο εν λόγω δίσκος; 

Έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Βασικά, όλος ο δίσκος αποτελεί ένα γράμμα προς την πρώην κοπέλα μου, με την οποία είχαμε μια δυνατή ερωτική σχέση που τελείωσε με πολύ άσχημο (για εμένα) τρόπο. Χρειάστηκα κάποιο διάστημα να συνέλθω και να μπορέσω να έχω την αυτοκυριαρχία ώστε να βάλω σε μια τάξη σκέψεις, αναμνήσεις και συναισθήματα. Κάποιοι ίσως θεωρούν μονότονο το άλμπουμ, αντικατοπτρίζει όμως το πόσο ξαφνικά και απότομα γκρίζαρε η ζωή μου. Με δυσκολεύει ξέρεις να το ακούω, ακόμα και σήμερα. 

Γιατί όμως σου πήρε τόσο καιρό να βγάλεις έναν σόλο δίσκο;

Γιατί δεν το έκανα πριν 10 χρόνια, για παράδειγμα, ε; Δεν ξέρω… Υποθέτω ότι μπορούσα και τότε, αλλά οι ανάγκες μου ήταν διαφορετικές. Δεν είναι ότι δεν έγραφα, ένιωθα όμως ότι ήθελα να ταξιδέψω, να δω τον κόσμο, να μαζέψω νέες εμπειρίες. Η μουσική είναι κάτι πολύ σημαντικό για εμένα. Δεν μπορώ να κάτσω να ασχοληθώ, αν δεν νιώθω ολότελα δοσμένος σε αυτήν. 

Ποια μέρη σου άρεσαν από όσα είδες;

Δεν ταξίδεψα πολύ, παρέμεινα στην Ευρώπη και ειδικά στο δυτικό της τμήμα. Ανατολικά να φανταστείς δεν ξεπέρασα την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία και στον νότο έφτασα ως Ελλάδα. Μου άρεσε πολύ το Βερολίνο. Ξέρω, μοιάζει κλισέ, πολλοί μιλάνε γι' αυτό… Όμως δεν το λέω με την τουριστική έννοια. 

Μιλάω για το Βερολίνο εκείνο που πρέπει να κάτσεις αρκετά ώστε να το «ζήσεις». Αν και είναι μια πολύ κρύα πόλη από άποψη κλίματος, μου άρεσε γιατί οι άνθρωποί του είναι δυνατές προσωπικότητες και γιατί στα περίχωρα ακόμα ανθούν οι κοινότητες καλλιτεχνών. Υπάρχουν φτηνά μέρη για να μείνεις, δωρεάν φαγητό και άτομα πρόθυμα να ανταλλάξετε ιδέες. Έζησα 2 χρόνια και θα συμβούλευα τον οποιονδήποτε να ζήσει για λίγο εκεί, αν τον ενδιαφέρει η Ευρώπη. 

Οπότε στην Αθήνα δεν έρχεσαι για πρώτη φορά…

Όχι, θα είναι η τρίτη! Έχω ξαναέρθει το 2005 και το 1998 και είχα την ευκαιρία να δω πόσο άλλαξε η πόλη σας μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Την πρώτη φορά ήρθα γιατί ήθελα πολύ να αντικρίσω την Ακρόπολη. Τη θεωρώ ως το μέρος όπου γεννήθηκε η Λογική, η Φιλοσοφία και πολλά από όσα ακόμα καθορίζουν τη ζωή μας –στη Δύση τουλάχιστον. Δεν γινόταν να ταξιδέψω και να μην τη δω. 

Αλλά η Αθήνα με σόκαρε, τότε... Δεν αισθάνθηκα καθόλου ανασφάλεια ή απειλή, αλλά με σόκαρε το πόσο πορνό υπήρχε στα περίπτερα του κέντρου… Έβλεπα μανάδες να σπρώχνουν καροτσάκια με μωρά και να περνούν δίπλα από γυμνούς κώλους νεαρών κοριτσιών… Ήταν «βρώμικο» πράγμα, αισχρό. 

Το 2005 μου άρεσε πολύ περισσότερο: το μετρό σας είναι καταπληκτικό, η Ακρόπολη φαινόταν πιο φροντισμένη, υπήρχε μια διαφορετική κοσμιότητα. Άσε που συχνά άκουγα τραγούδια των Interpol! Αυτό το βρήκα ως μοναδική εμπειρία: να κοιτάς την Ακρόπολη και από κάποια ηχεία να ακούγονται Interpol. 

Μιας και ανατρέχεις στο παρελθόν, γιατί οι Lift To Experience κράτησαν τόσο λίγο;

Ήμασταν νέοι και όλοι είχαμε πολύ ισχυρές προσωπικότητες. Παρότι κάναμε υπέροχα πράγματα μαζί, υπήρχαν διαρκώς ζητήματα μεταξύ μας, στα οποία κανείς δεν υποχωρούσε εύκολα. Καταφέραμε και βάλαμε κάτω αρκετά από αυτά, αλλά τελικά υπερίσχυσαν τα δυνατά μας εγώ και διαλύσαμε το συγκρότημα σε κακό κλίμα. Τα τελευταία χρόνια ξαναμιλάμε, πάντως. Με κάποιον τρόπο τα αφήσαμε πίσω όλα εκείνα και είμαστε ξανά φίλοι. 

Το «Texas-Jerusalem Crossroads» είχε και τότε θεωρηθεί ένα πολύ καλό άλμπουμ, κάποιοι όμως το αντιμετωπίζουν πλέον ως ένα σύγχρονο αριστούργημα. Πώς το εξηγείς; 

Είναι ένας καταπληκτικός δίσκος, έτσι τον θεωρώ. Φτιάχτηκε ως σύνολο, για να τον ακούς από το πρώτο ως το τελευταίο κομμάτι. Αλλά είναι από εκείνους τους δίσκους που τους αγαπάς με τον καιρό, δεν λειτουργεί τόσο άμεσα –έχει έναν υπόγειο ας πούμε τρόπο. Υποθέτω λοιπόν ότι αρκετοί κατάλαβαν τότε την αξία του, μα με τον χρόνο τον «έπιασαν» περισσότερο και τους άγγιξε βαθύτερα. 

Παίρνοντας λαβή από τη φράση «haircut bands» στο "These Are The Days", μπορείς να μου πεις μερικές καλές και μερικές κακές τέτοιες μπάντες;

(γελάει) Όχι, δεν πρόκειται να το κάνω αυτό δημόσια! Θέλεις να μπλέξω; Έλα να με βρεις μετά τη συναυλία στην Αθήνα και θα σου πω ό,τι θέλεις –αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια, δεν είμαι σίγουρος πως θυμάμαι. 

Εντάξει, πάμε τότε πίσω στο τώρα. Πες μου, πώς ορίζεται για εσένα ένας «country gentleman»;

Οπωσδήποτε έχει καλούς τρόπους… Κυκλοφορεί με μπότες, μα και με έναν αέρα εντιμότητας, όχι με καουμπόικη έπαρση. Προσπαθεί να είναι καλός ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνει πάντα και αποφεύγει να κάνει κακό στους γύρω του. 

Υπάρχει ένας χριστιανικός αέρας σε αυτά σου τα λεγόμενα. Ποια είναι σήμερα η σχέση σου με τον Χριστιανισμό; 

Δεν έχουν αλλάξει πολλά από τις μέρες των Lift To Experience… Εξακολουθώ να βρίσκομαι ακριβώς στο κέντρο. Παραμένω ένας αιχμάλωτος του Κυρίου, ακόμα κι αν πιστεύω ότι τελικά δεν θα γλιτώσω το κάψιμο στην κόλαση… 

Πώς είναι αλήθεια τα πράγματα στο Τέξας;

Καυτά! Έχουμε διαρκώς 40άρια, σαν και τα δικά σας το καλοκαίρι. Ο κόσμος παραμένει διχασμένος σε δύο μοντέλα ζωής, ένα επαρχιακό κι ένα αστικό. Σκέψου ότι μιλάμε για πολλή γη, στο μέγεθος της Γαλλίας, όπου όμως υπάρχουν μόνο 4-5 μεγάλες πόλεις. 

Μας θεωρούν πολύ συντηρητικούς, αλλά δεν είμαστε και τόσο, ίσως 5-10% περισσότερο από την υπόλοιπη Αμερική. Άλλωστε παραδοσιακά ανήκουμε στη συντηρητική ζώνη του Νότου, τη «ζώνη της Βίβλου» όπως τη λέμε, όπου η θρησκευτική Δεξιά ήταν πάντα ζωντανή. Αλλά σκέψου ότι πριν τον Bush είχαμε για Κυβερνήτη μια γυναίκα Δημοκρατικό. Πάντως τα πράγματα σήμερα είναι όπως και στην υπόλοιπη Αμερική: μας επηρεάζει το ίδιο κλίμα, όσον αφορά στην οικονομία. 

Τελειώνει ο χρόνος μου… Τελευταία ερώτηση: τι μας περιμένει στη συναυλία σου;

Πολλά κακά αστεία… Μου αρέσει να λέω αστεία, ξέρω όμως ότι είναι αληθινά κακά. Να προσέχετε ως τότε. Μαζέψτε καμιά κονσέρβα και κανά μακαρόνι, δεν βλάπτει να υπάρχουν προμήθειες σε μια άκρη, ούτε και κοστίζουν ιδιαίτερα τέτοια φαγητά. Ζούμε σε επικίνδυνους καιρούς κι εσείς ειδικά είστε πολύ μέσα στον κυκλώνα. 

Σε ευχαριστώ Josh, ελπίζω όλα να πάνε καλά μέχρι να έρθεις…

Ο Θεός να σε φυλάει, αδερφέ…



18 Απριλίου 2023

Ζωντανοί Νεκροί - ανταπόκριση (2019)


Η γλυκόπικρη γεύση που μου άφησε τις προάλλες η συναυλία για τα 30 χρόνια δισκογραφίας του B.D. Foxmoor (λεπτομέρειες στο Αθηνόραμα, εδώ) με ώθησε να θυμηθώ άλλη μία, ακόμα πιο αμφιλεγόμενη, χιπ χοπ βραδιά των πρόσφατων χρόνων: Σεπτέμβριος 2019, Ζωντανοί Νεκροί, κάπου στους εξωτερικούς χώρους του Ολυμπιακού Σταδίου («Ρωμαϊκή Γωνιά», λέει), στο πλαίσιο ενός Dreamland Festival που παρέμεινε θολό. 

Λίγα λεπτά πριν την έναρξη, λοιπόν, εκεί που βρισκόμουν, είδα τον ήδη παρόντα Τάκι Τσαν να αρπάζεται με τον ερχόμενο Υποχθόνιο. Κι αυτό ήταν: ο τελευταίος αποχώρησε και το γκρουπ έπαιξε δίχως το πιο επίκαιρο μέλος του (ελέω της επιτυχίας του Sin Boy με το "Mama?", όπου συμμετείχε), μπροστά σε απογοητευτική προσέλευση κόσμου.

Μια λεπτομερής ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis κι αναδημοσιεύεται με την ευκαιρία κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία, αντλήθηκαν από το Facebook της μπάντας


Ο ΖΝ μύθος είναι από τους πλέον κραταιούς στον χώρο του ελληνικού χιπ χοπ, όμως υπέστη σοβαρό κλονισμό στη Ρωμαϊκή Γωνιά του Ολυμπιακού Σταδίου. Δείχνοντας, έτσι, πέρα από τα νέα επεισόδια στο εσωτερικό της μπάντας, ότι η δυσαρέσκεια που εκφράστηκε ανοιχτά στο Facebook event της συναυλίας όσο διαρκούσε η προπώληση, δεν ήταν υπόθεση ορισμένων πικραμένων «παλιών».

Ας βάλουμε όμως τα πράγματα σε μια χρονική σειρά. Όχι γιατί είναι δημοσιογραφικώς βολικό, αλλά γιατί το κουβάρι κρατά από το καλοκαίρι και έχει (ποικιλοτρόπως) τη σημασία του για όσους ενδιαφέρονται να κάνουν μια ψύχραιμη αποτίμηση της βραδιάς –και όχι να πετάξουν πέτρες υπέρ ή κατά των Ζωντανών Νεκρών. 

Είναι γνωστό ότι Τάκι Τσαν, Μηδενιστής, Υποχθόνιος, Καταχθόνιος & Χαρμάνης δεν κατάφεραν να τα βρουν μετά την ανασυγκρότηση του 2014/2015, με αποτέλεσμα το γκρουπ να οδηγηθεί σε δεύτερη διάλυση. Ύστερα όμως από πρόταση της διοργάνωσης που τρέχει το Dreamland στην αρχαία Ολυμπία, η πεντάδα ανασυγκροτήθηκε κι έκλεισε εμφάνιση στην έδρα του φεστιβάλ για τις 28 Ιουλίου. Παρά το θερμό συναυλιακό καλοκαίρι, το νέο reunion υπήρξε είδηση στις τάξεις των εγχώριων φίλων του χιπ χοπ και δημιούργησε τζέρτζελο, πείθοντας το Dreamland να αφήσει το αρχικό πλάνο για μεταφορά κοινού μέσω ΚΤΕΛ και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στην Αθήνα, ουσιαστικά ξαναστήνοντας όλο το event με νέο ορίζοντα το διήμερο 21 & 22 Σεπτεμβρίου. 

Τελικά η πρώτη μέρα δεν διεξήχθη, ενώ το διάστημα της προπώλησης δεν κύλησε ήσυχα: ήταν συχνά τα οργισμένα οπαδικά σχόλια στο Facebook event, συχνές οι ειρωνείες («τότε ραπάρατε γιατί γουστάρατε να ραπάρετε, ενώ τώρα γουστάρετε λεφτά», έγραψε ένας), αλλά και συχνές οι επισκέψεις των ίδιων των ΖΝ στην κουβέντα, πότε για να διαβεβαιώσουν ότι δεν πρόκειται για αρπαχτή, πότε με τον Χαρμάνη να δηλώνει «σας περιμένω να τα γαμήσουμε, όποιος δεν έρθει αυτός θα χάσει, τέλος».

Το φεστιβάλ τήρησε αρκετά από όσα υποσχέθηκε (π.χ. μπύρες/νερό, χημικές τουαλέτες) και οφείλουμε να πούμε ένα μπράβο για την κίνηση να δώσει δωρεάν πρόσβαση σε άτομα ΑμεΑ και τον/τη συνοδό τους, στην οποία προέβη ύστερα από συνεννόηση με τους ίδιους τους Ζωντανούς Νεκρούς (διπλό το μπράβο). Και πράγματι, έδωσαν το παρών ΑμεΑ την Κυριακή, έχοντας την ευκαιρία να τοποθετηθούν πολύ κοντά στη σκηνή, σε ασφαλές περιβάλλον. Ο ήχος, επίσης, αποδείχθηκε καλός: κάποια προβλήματα που αντιμετώπισαν οι ΖΝ επί σκηνής ήταν παροδικά και είχαν να κάνουν με το τι άκουγαν εκείνοι, όχι το τι έφτανε στον κόσμο. 

Ωστόσο σε θέματα χρονοδιαγράμματος και οργάνωσης, το Dreamland έχει πολλά να διορθώσει εάν αποτολμήσει νέα εμφάνιση στην Αθήνα. Ενώ δηλαδή οι ΖΝ ήταν να βγουν αυστηρά 20.00, λίγο πριν επί σκηνής βρίσκονταν οι Deejay Nic The Band. Οι οποίοι «ζέσταιναν» μεν επαρκώς τους συγκεντρωμένους με ένα αρκετά στάνταρ μίγμα ηλεκτρονικών και rock βγαλμένο από τα 1990s, όμως υποτίθεται θα έπαιζαν στις 16.00. Πράγμα που πήρε μπάλα πολλά, με αποτέλεσμα π.χ. η εμφάνιση των συντελεστών της διαδικτυακής χιπ χοπ εκπομπής Gold School Podcast (Βαγγέλης Εμ, DJ Kas & Εστέλ Αμέτη) να πετσοκοπεί σε διάρκεια, στερώντας τους και τον προτζέκτορα στον οποίον είχαν ποντάρει.  

Αλλά το υπέρτατο διοργανωτικό ζήτημα ήταν ότι, έτσι ως είχε διαμορφωθεί ο χώρος στη μέχρι πρότινος άγνωστη στα καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης Ρωμαϊκή Γωνιά, ουδείς χρειαζόταν τελικά εισιτήριο. Δεν υπήρχαν δηλαδή ούτε διαχωριστικά, ούτε προσωπικό να τσεκάρει. Οι λιγοστοί σεκιούριτι εμπόδιζαν απλά την είσοδο δεξιά, αριστερά και πίσω από τη σκηνή, η οποία επιτράπηκε μόνο στους κατόχους των VIP πάσων –που, με τη σειρά τους, ποτέ δεν είδαν το «υπερυψωμένο stage μόνο για 100 άτομα» το οποίο έταζε η προπώληση. Είδαν όμως μπροστά τους το υπέρτατο συναυλιακό ζήτημα, όσοι τουλάχιστον ήρθαν νωρίς: τον Τάκι Τσαν και τον Υποχθόνιο να πιάνονται στα χέρια. 

Έτσι, όταν ξεκίνησε επιτέλους η συναυλία γύρω στις 20.45, οι δύο μερίδες θεατών βρέθηκαν σε εκ διαμέτρου αντίθετη ψυχοσύνθεση. Στις πρώτες σειρές βγήκαν μπλούζες, άναψαν καπνογόνα και τραγουδήθηκαν με πάθος οι ρίμες από τη "Νύχτα Των Ζωντανών Νεκρών". Στους VIP, όμως, μουδιασμένοι μετρούσαν τις ΖΝ φιγούρες μέσα στους κοκκινωπούς καπνούς και τους έβγαζαν 4, αντί για 5. Αμέσως μετά ήρθε και η επίσημη διαβεβαίωση: το live θα γινόταν χωρίς τον Υποχθόνιο, ο οποίος με ανάρτηση στο προσωπικό του Instagram θα ζητούσε αργότερα συγγνώμη από τους fans, εξηγώντας ότι δέχτηκε «πισώπλατη επίθεση» από τον Τάκι Τσαν και ότι «μετά από αυτό δεν θα μπορούσα να συμμετάσχω».

Ας είμαστε ξεκάθαροι, η μη συμμετοχή του Υποχθόνιου υπήρξε γερό πλήγμα στη βραδιά. Μπορεί να είχαν τα δίκια τους οι ΖN στις εξηγήσεις τους κατόπιν, ότι αυτή είναι η φάση της συγκεκριμένης μπάντας, ότι πράγματι «παίζουν μπουνιές για ασήμαντες αφορμές». Όμως υφίστανται και έχουν νόημα ως πεντάδα, ενώ είχαν πει πολλά πριν τη συγκεκριμένη συναυλία. Και τα γραπτά πάντα μένουν, ως θέλαν οι Λατίνοι, για να υπογραμμίζουν την άχαρη διάσταση μεταξύ όλων αυτών των «είναι η αρχή μιας προσπάθειας ώστε να έχουμε ίσως πολύ ωραία πράγματα στο μέλλον» διακηρύξεων και των όσων έγιναν στους εξωτερικούς χώρους του Ολυμπιακού Σταδίου, λίγα μόλις λεπτά πριν τη συναυλία. 

Πάντως, αυτό που κλόνισε συθέμελα τον μύθο των Ζωντανών Νεκρών δεν ήταν ένας ακόμα εσωτερικός καυγάς. Αλίμονο. Ήταν η απογοητευτική προσέλευση, η οποία βρέθηκε στον αντίποδα της μεγάλης reunion βραδιάς του 2015, που έφερε μια «ανθρώπινη πλημμύρα» ως τον Βοτανικό, όπως έγραφε τότε ο (νυν κουμπάρος!) Τάσος Μαγιόπουλος. Τώρα, λιγοστοί οι μεγαλύτεροι σε ηλικία fans –όσοι έζησαν τον Πρώτο Τόμο 20+ χρόνια πριν και συντήρησαν τη φλόγα της αλάνικης, battle αλητείας του για μια επόμενη χιπ χοπ γενιά– σκόρπιοι ανάμεσα σε ένα μικρό πλήθος από πιτσιρίκια, στο οποίο φανατικοί αποδείχθηκαν μόνο κάποιοι μπροστά στα κάγκελα και μερικοί ακόμα προς τη μέση. Οι υπόλοιποι ήταν μεν εκεί, παρακολούθησαν με ενδιαφέρον, όμως πήραν φωτιά μόνο σε συγκεκριμένα τραγούδια. 

Οι λεπτομέρειες του λάιβ, από εκεί και πέρα, νομίζω ότι δεν έχουν καμία ιδιαίτερη σημασία. Έχουν άλλωστε ήδη χαθεί σε μία νέα κόντρα στα social media, για το αν «ήταν καταπληκτικοί, τα γάμησαν όλα», αν η φάση κρίνεται «dope» ή «ρεζίλια», αν κατάντησαν «μεσήλικες που ούρλιαζαν», αν «έπαιξαν playback». Ίσως αξίζει να σημειωθεί, πάντως, το από σκηνής respect που έδωσε η τετράδα στον (απόντα) DJ ALX και στην Ηχοκρατορία και –κυρίως– το φοβερό γκελ που εξακολουθούν να κάνουν τραγούδια σαν το "Άσ' Το Να Γνωστοποιηθεί", το "Σούζη" ή το "Στη Χώρα Των Καλύτερων MC's" σε ένα ηλικιακό φάσμα που κυμαίνεται από τα 12 ως τα 40. 

Κοινώς, η φάση ήταν Ζήτα-Νι. Μόνο που το γνωστό σλόγκαν λαμβάνει πλέον όλο και περισσότερο τη χροιά μιας κλισέ ατάκας που «περιγράφει υποτιμητικά την κατάντια του εγχώριου χιπ χοπ», όπως εύστοχα έγραψε κάποτε ο Γιάννης Ιωάννου. Οι ΖΝ χρωστάνε πλέον στους fans τους και οφείλουν να βρουν πώς θα τους το ξεπληρώσουν.



17 Απριλίου 2023

Sébastien Tellier - ανταπόκριση (2012)


Σεπτέμβριος 2012. Αιτήθηκα δημοσιογραφική πρόσκληση για τη συναυλία του Sébastien Tellier που διοργάνωνε τότε στο «Bios» –για να γράψω μια ανταπόκριση. Πήρα την απάντηση ότι «δεν υπήρχε περιθώριο για προσκλήσεις», μαζί με παράπονα ότι ο Tellier δεν υπήρχε στα νέα της ημέρας (είχε γίνει δημοσίευση σε προγενέστερο χρόνο). 

Ήταν η απόληξη μιας μακράς, ανάλογης γκρίνιας: ο ιδιοκτήτης του χώρου δεν πλήρωνε τίποτα για καταχωρήσεις, όμως είχε απαίτηση να γίνονται επαναληπτικές αναρτήσεις ειδήσεων για τις συναυλίες του, κάτι για το οποίο άλλες διοργανώσεις πλήρωναν (τότε) στο Avopolis. Τα είχαμε πει μια, δυο, αυτή ήταν η κατάληξη.

Αποφάσισα λοιπόν να πάω μόνος μου στον Tellier, με εισιτήριο από την τσέπη μου. Είχε κόσμο, αλλά φυσικά και υπήρχαν «περιθώρια προσκλήσεων» –άπλετα. Μετά έκατσα, ξενύχτησα, έγραψα την ανταπόκριση και δημοσιεύτηκε πριν από εκείνες λοιπών μέσων, που, όπως ανακάλυψα, είχαν λάβει προσκλήσεις δίχως μα και μου. 

Επίσης, μιας και ήταν ουσιαστικά έναρξη νέας σεζόν, αποφάσισα να μην ξαναμιλήσω στον ιδιοκτήτη του χώρου και να μην του ξαναζητήσω τίποτα. Κι αν μετά από χρόνια κάναμε κι ένα μεγάλο Avopolis πάρτυ στο «Ρομάντσο», ανέλαβε ο Δημήτρης Λιλής με τον Βασίλη τον Σεβδαλή όλα τα διαδικαστικά, εγώ δεν ανακατεύτηκα πουθενά.

Η ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook του καλλιτέχνη


Αρχές του μήνα μιλάγαμε με συνάδελφο στα μουσικοδημοσιογραφικά για τον συναυλιακό Σεπτέμβρη και μου είπε ότι το σημαντικότερο live του μήνα ήταν ο Sébastien Tellier. Ούτε οι Red Hot Chili Peppers, ούτε οι Dead Can Dance –ο Tellier. 

Σκέφτηκα ότι μάλλον εννοούμε αρκετά διαφορετικά το επίθετο «σημαντικός», έβαλα και το δικό του εναλλακτικό μετερίζι στη ζυγαριά και δεν είπα τίποτα. Τελικά, όμως, δεν διαφωνούσαμε επί της ουσίας. Για εκείνον το σημαντικότερο, για εμένα το πιο ξεχωριστό, πάντως η ανακοίνωση πως έρχεται ο Tellier προξενούσε αυτό το «κάτι» στους διαφορετικούς μας κόσμους.   

Ότι ο Tellier θα ερχόταν στην Αθήνα για τα δέκατα γενέθλια του Bios ήταν επίσης κάτι με αρκετή σημειολογία. Δέκα χρόνια Bios, έντεκα χρόνια Tellier –τόσα πέρασαν από το L’ Incroyable Verité (2001)– ο πολυχώρος της Πειραιώς και ο μυστήριος Γάλλος είχαν, κατά μία έννοια, βίους παράλληλους. Αμφότεροι κατάφεραν κι έπλασαν αυθύπαρκτες υπάρξεις με στέρεο μοντέρνο στίγμα, αρκετές φορές κόντρα σε ένα γενικότερο ρεύμα όχι πάντα πρόθυμο να συμμεριστεί τις ανησυχίες τους ή, αν θέλετε, τις εμμονές τους. Και αμφότεροι, εν έτει 2012, απολαμβάνουν της λατρείας των indie/χίπστερ, κοινότητας μικρής μα ηχηρής στα μουσικά πράγματα της πρωτεύουσας. 

Αν νομίζετε πάντως ότι το live ήταν η χαρά του χίπστερ, κάνετε μεγάλο λάθος. Το κοινό που ήρθε ως το Bios αποδείχθηκε ετερόκλητο, με τους χίπστερ να αποτελούν ευδιάκριτη μειονότητα σε ένα πλήθος αρκετό μεν για να πεις ότι πήγε καλά η βραδιά, τόσο δε ώστε όλοι να βλέπουμε και κανείς να μην αισθάνεται στριμωγμένος. Όσο για τον Sébastien Tellier, εκείνος έδειξε με τον πλέον απόλυτο τρόπο το «υπερκομματικό» που τον συνοδεύει: εν μέσω των πιο εντυπωσιακών φώτων που έχω παρακολουθήσει σε εγχώρια συναυλία, ο Γάλλος –με ψαρωτικό γυαλί ηλίου και με τα ιδρωμένα μούσια του να έχουν γίνει σχεδόν ένα με την κόμη του– στάθηκε στη σκηνή του Bios ως ένας Ιησούς του μεταμοντέρνου ρομαντισμού, στο μεταίχμιο electronica και ποπ, μα και με έναν απόηχο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ στα (εξαίσια) πλήκτρα. 

Δεν υπήρξαν κορυφαίες στιγμές της βραδιάς. Έντεκα και τέταρτο ο ανυπόμονος κόσμος άρχισε τα σφυρίγματα και τις ιαχές, δέκα λεπτά αργότερα ο Tellier διέθετε σάρκα και οστά, σχεδόν με το καλημέρα κέρδισε τη συναυλία. Ως το τέλος της (κάπου μιάμιση ώρα αργότερα) μας είχε μετατρέψει από μεμονωμένα άτομα σε μεθυσμένη κοινότητα, κάνοντάς μας να λικνιζόμαστε και να χορεύουμε. 

Τα γυαλιά του τα έβγαλε πρώτη φορά λίγο πριν το "Russian Attractions" –όταν και άρχισε να μας μιλά σε σπασμένα αγγλικά, παραμένοντας έκτοτε ιδιαίτερα επικοινωνιακός και προσιτός, μέχρι τέλους– ενώ αν θεωρούσατε ως gig legend το γεγονός ότι τα κορίτσια πετάνε τα κιλοτάκια τους στις συναυλίες του δεν είχατε παρά να δείτε το πρώτο από αυτά να εκσφενδονίζεται προς σκηνή λίγο πριν το "Kilometer". Φυσικά ο Tellier το τίμησε δεόντως, φορώντας το στραβά στο κεφάλι του κατά την εκτέλεση του τραγουδιού... 

Γύρω στη μία παρά, το "L' Amour Et La Violence" υπήρξε πολυπόθητο encore μα και αψίδα θριάμβου, σούμα μιας βραδιάς όπου performer, κοινό, μουσικοί και light show ενώθηκαν εις σώμα ένα. Ο Sébastien Tellier έφυγε αφήνοντας πίσω του μία από τις ωραιότερες συναυλίες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.



15 Απριλίου 2023

King Dude - ανταπόκριση (2017)


Συναυλίες που έχεις ξεχάσει και στις θυμίζουν άλλες συναυλίες. Μεγάλη Πέμπτη βράδυ πήγαμε με τη Χριστίνα Κουτρουλού για κατάνυξη στο «Temple», για να δούμε τους MMMD (Mohammad). Συζητώντας, λοιπόν, λέγαμε ότι είχαμε καιρό να πάμε εκεί και μετά άρχισα να σκέφτομαι πότε άνοιξε το «Temple» και μπουμ! Θυμήθηκα ότι είχα πάει στο grand opening, τον Νοέμβριο του 2017, για να δω τον King Dude. 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται με την ευκαιρία κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά κι ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


Με τον καλύτερο τρόπο «συστήθηκε» στο αθηναϊκό κοινό το Temple, ο νέος συναυλιακός χώρος στο Γκάζι, ο οποίος –ύστερα από το διακριτικό του ντεμπούτο στα οpening rites του Fraternity of Sound Festival– έκανε επίσημο grand opening με King Dude και μαζική προσέλευση κόσμου. 

Πράγμα που έδωσε την ευκαιρία στο μαγαζί να κάνει ένα πλήρες τεστ, το οποίο και πέρασε νομίζω με άριστα σε όλους τους βασικούς τομείς: στον χαρακτήρα (που ταιριάζει στα events της 3 Shades of Black, η οποία και το άνοιξε), στην ποιότητα του ήχου, στην κατανομή των θεατών (ο εξώστης βοηθάει πολύ), αλλά και στην εξυπηρέτηση, με το δεύτερο μπαρ κοντά στην είσοδο να κάνει τη διαφορά. 


Πρώτος ανέβηκε στη σκηνή, με 20άλεπτη απόκλιση από το ανακοινωμένο χρονοδιάγραμμα, ο Tosten Larson, τον οποίον ξέρουμε ως κιθαρίστα του King Dude. Μόνος με την κιθάρα του, κάτω από υποβλητικό κόκκινο φως και ενίοτε τυλιγμένος στον καπνό, παρουσίασε ένα σύντομο set βασισμένο στην προσωπική του δισκογραφία με τους The Dark Red Seed. Αν και δίχως το έτερο ήμισυ Shawn Fleming, ο Larson «ζέστανε» ικανοποιητικά την ατμόσφαιρα και επιβλήθηκε με τη φωνή του, δημιουργώντας έτσι ένα αρκούντως σκοτεινό πρελούδιο για ό,τι φανταζόμασταν πως θα ακολουθούσε. 

Αυτά τουλάχιστον για όσους τον πρόσεξαν, καθώς η παραμονή του στη σκηνή συνέπεσε με την πύκνωση του κοινού στο Temple, οπότε όσοι δεν βρέθηκαν μπροστά είτε αδιαφόρησαν, είτε δεν μπόρεσαν να συντονιστούν τη δεδομένη στιγμή με την προσήλωση που χρειαζόταν το συγκεκριμένο set. 


Οι Skull & Dawn άργησαν ακόμα περισσότερο να βγουν, παρά την ανακοίνωση της διοργάνωσης στο Facebook ότι «το πρόγραμμα θα τηρηθεί όσο το δυνατόν πιστότερα». Καθυστέρηση που έριξε έξω όλο το ωράριο της βραδιάς, αφού ο King Dude έμελλε να παίξει με 50 λεπτά απόκλιση. Ως συνιδρυτής της 3 Shades of Black μαζί με τον Στάθη Ταμβίσκο και τον μπασίστα της μπάντας Στάμο Αμπάτη, ο frontman Μάνος 6 μας καλωσόρισε στο Temple, προτού ριχτεί με τους συνοδοιπόρους του σε κομμάτια που απηχούν τις σκοτεινές όψεις της ζωής και το βάρος του θανάτου στην αμερικανική ενδοχώρα. 

Ο κόσμος είχε πλέον γεμίσει εντελώς τον χώρο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κάμποσοι fans, οι οποίοι δημιούργησαν κλίμα και καλοδέχτηκαν τα αρκετά καινούρια τραγούδια, που έδωσαν μια γέρη πρώτη γεύση από τον επερχόμενο δίσκο του γκρουπ –που περιγράφηκε ως μια βόλτα στην Αθήνα με τον GG Allin. Αν και το ύφος των Skull & Dawn ακολουθεί κατά πόδας και δίχως εκπλήξεις τα παγιωμένα διεθνή κελεύσματα των 16 Horsepower, των Willard Grant Conspiracy και των 1990s ηχογραφήσεων του Nick Cave με τους Bad Seeds, είναι μπάντα που έχει πραγματικά βουτήξει στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο και διαθέτει τόσο τους μουσικούς, όσο και την κατάλληλη φωνή για να υποστηρίξει τα όσα κάνει με τη δέουσα συγκινησιακή φόρτιση. Είχαν μάλιστα κι ένα τραγούδι προς τιμήν του King Dude, το "Hail The King", που έστρωσε το χαλί με τον καλύτερο τρόπο για τον πρωταγωνιστή της βραδιάς.

Ο King Dude, τώρα, έχει παρελθόν με τη 3 Shades of Black και η νέα αυτή μετάκλησή του στην Αθήνα διέθετε την ξεχωριστή της σημειολογία: ήταν το πρώτο live της διοργάνωσης στην πόλη, ήταν λοιπόν πρέπον και σωστό να είναι εκείνος που θα αναλάμβανε τα ηνία στο Temple opening. 

Πάντως, ενώ είχε ανακοινωθεί ότι ο TJ Cowgill θα κατέφτανε με πλήρη μπάντα για μια παρουσίαση του περσινού άλμπουμ Sex, μερίδα των συγκεντρωμένων θεατών δεν φάνηκε να το έχει χωνέψει. Και προφανώς δεν μιλάω για όσους συγκεντρώθηκαν από τη μέση προς τα πίσω, προς το μπαρ της εισόδου, οι οποίοι ήταν απασχολημένοι με το να λένε τα νέα τους, δημιουργώντας μια οχλοβοή που γινόταν διακριτή κάθε που έπεφταν λίγο οι τόνοι –αυτοί δεν έχουν σωτηρία, ούτε κι εμείς οι υπόλοιποι από εκείνους. Μιλάω για όσους έσπευσαν μπροστά και παρακολουθούσαν με προσοχή το live, μα χωρίς εμφανή ενθουσιασμό στις αντιδράσεις τους. Το αντιλήφθηκε και ο King Dude, ο οποίος και ζήτησε επιτακτικά σε κάποιο σημείο να τραγουδήσουμε μαζί του.

Κατά τα λοιπά, η παρουσίαση του Sex στάθηκε θαυμάσια, με τους μουσικούς να καλιμπράρουν με μαεστρία τις απαιτούμενες εντάσεις, δίνοντας μπόλικη αβάντα στον Cowgill ώστε να ξεδιπλώσει τη γνώριμη ερμηνευτική του περσόνα, η οποία και έλαμψε σε ούτως ή άλλως δυνατές στιγμές σαν το "I Wanna Die At 69" ή το "Swedish Boys". Λουσμένος στα κόκκινα φώτα, ο King Dude πόνταρε σε μια δύσθυμη, ιδιοσυγκρασιακή ροκιά, αντί για το τραπέζι με τα λευκά κεριά, τα λιβάνια και τη νεκροκεφαλή που είχε τόσο συναρπάσει σε προηγούμενο ερχομό του στην Αθήνα, το 2015· αν κάτι έμεινε ίδιο, ήταν το ουίσκι που έβρεχε τα χείλια του. 

Είναι γεγονός ότι η ροκιά αυτή, όσο κι αν καλύπτεται πίσω από dark folk ανησυχίες, αποτελεί αντανάκλαση μιας goth συνισταμένης αρκετά ευδιάκριτης. Ωστόσο ο Cowgill διαθέτει το απαραίτητο προσωπικό εκτόπισμα ώστε να μη χάνεται ανάμεσα στις σύγχρονες διαθλάσεις εκείνης της παλιάς γοτθικής αισθητικής. Και είναι νομίζω επί σκηνής όπου μπορεί να το διαπιστώσει κανείς πιο καθαρά, παρά στη δισκογραφία.

Εν τέλει, King Dude και κοινό συντονίστηκαν απόλυτα στο encore, όταν οι συνοδοί του αποσύρθηκαν στα παρασκήνια κι εκείνος ξεπρόβαλλε μόνος με την κιθάρα του, πάντα κάτω από φώτα κόκκινα, ευχαριστώντας μας και δηλώνοντας ταπεινός μας υπηρέτης: θα έπαιζε ό,τι ζητούσαμε ή, τέλος πάντων, ό,τι παραγγέλναμε και μπορούσε να δοθεί με μία κιθάρα. Έτσι, το Temple τον συνόδευσε σύσσωμο σε ένα υποδειγματικό call-and-response στο "Lucifer’s The Light Of The World", ενώ λίγο μετά κάποια Βίκυ στις μπροστινές σειρές πρέπει να έμεινε απείρως κολακευμένη που της αφιερώθηκε προσωπικά το "Spiders In Her Hair". Το Temple δεν θα μπορούσε να ευχηθεί για καλύτερο grand opening. 



13 Απριλίου 2023

Motorama - ανταπόκριση (2013)


Έχουμε δει και κακές συναυλίες, φυσικά. Σπανίζει βέβαια το φαινόμενο, αλλά είναι υπαρκτό. 

Και να μην τα ρίχνουμε όλα σε περιπτώσεις τύπου Lara Fabian (δείτε εδώ). Και στα πολυδιαφημισμένα του alternative underground βρίσκεις τέτοια δείγματα. Όπως λ.χ. ήταν για εμένα οι προβεβλημένοι στα 2010s Motorama από τη Ρωσία, που νομίζω ότι καλά κρατούν καθώς γράφω αυτές τις γραμμές.

Βέβαια, με έβρισαν διάφοροι για όσα έγραψα στο Avopolis τον Οκτώβρη του 2013, όταν πήγα να τους δω στο «six d.o.g.s». Αλλά έτσι είναι το συγκεκριμένο επάγγελμα –και ο γραφιάς οφείλει μονάχα την αλήθεια του.

Αναδημοσίευση εδώ, τώρα, (περίπου) 10 χρόνια μετά, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


Καρφίτσα δεν έπεφτε στο «six d.o.g.s», με τον κόσμο να στριμώχνεται ακόμα και στο μπαρ στην είσοδο του συναυλιακού χώρου προκειμένου να βρει γωνία θέασης προς τη σκηνή και τους Motorama. Πράγμα που από τη μία κατέδειξε με τον πλέον αναμφίβολο τρόπο ότι οι Ρώσοι ήρωες της post-punk αναβίωσης κέρδισαν κοινό με την προηγούμενη εμφάνισή τους στην Ελλάδα (2011) κι από την άλλη μεγιστοποίησε την περιέργειά μου για το τι στο διάολο κάνουν τέλος πάντων κι έχουν αποκτήσει τέτοια δημοτικότητα. 

Πριν από όλα αυτά, όμως, είχαμε ζέσταμα με εγχώριους «προπονητές». Οι Those Hidden Places γεννήθηκαν από τις στάχτες μιας προγενέστερης μπάντας, των Gloire Carton, τους οποίους οι επιμένοντες indie μάλλον θα θυμούνται από το Stop Poking My Balloon (2010). Ο τότε αχταρμάς από Radiohead, Portishead και Cat Power-με-ολίγον-θέρεμιν έχει σαφώς υποχωρήσει (δεν έχει εξαφανιστεί, πάντως) και στη θέση του πρωταγωνιστεί μια σύνοψη των βασικών shoegaze και dream pop ηρώων: κιθαριστικές παραμορφώσεις και ενεργητικά σίνθια από τη μια, «ονειρικοί» βοκαλισμοί εκ μέρους Δήμητρας Μάνθου από την άλλη. 


Η μπάντα είχε την ευκαιρία να παίξει σε ένα κατάμεστο «six d.o.g.s» και η αλήθεια είναι πως οι παρευρισκόμενοι και τους πρόσεξαν και (αρκετοί) τους χειροκρότησαν στο φινάλε του support set. Προσωπικά, πάντως, βρήκα πως λείπουν μερικά καθοριστικά χιλιόμετρα ώστε να στρωθούν όλα τα επίπεδα του ήχου που επιθυμούν να εκφράσουν. Νομίζω, επίσης, ότι και η Μάνθου χρειάζεται να οριοθετήσει καλύτερα το ατμοσφαιρικό από το άτονο/μονότονο στα πλαίσια μιας λάιβ συνθήκης.

Για τους Motorama, τώρα, δεν υπήρχε πια μόνο το Alps και τα EP, αλλά και το Calendar –στο οποίο και βασίστηκε η βραδιά– καθώς και το "Eyes" (από τα highlights της βραδιάς). Ο frontman Vladislav Parshin εμφανίστηκε με τα γυαλάκια του, με ένα Fred Perry κοντομάνικο και με κεφάλι κοντογουλί ξυρισμένο, στα βασικά ωστόσο δεν είχαμε διαφοροποιήσεις από όσα συνέβησαν το 2011. 

Πάλι δηλαδή κάτι παραπάνω από μία ώρα έπαιξαν (μαζί με το encore, όπου ακατανόητα τους συντρόφευσε επί σκηνής μια ευμεγέθης γλάστρα με πλαστικό φυτό), πάλι προσέλκυσαν ένα κοινό ανάμεσα στο οποίο δεν διέκρινες μόνο τους γνωστούς μουσάτους με τα καρό, αλλά και αγόρια με μπλουζάκια Iron Maiden(!) και τα μαυροντυμένα κορίτσια που κάποτε έπιναν τις μπύρες τους στο «Dada», πάλι ο κιμπορντίστας χανόταν στο δικό του σύμπαν κάθε που έσκυβε στα πλήκτρα, πάλι η Irene Parshina στάθηκε η αγέρωχη μπασίστρια η οποία δεν έριξε ούτε ματιά σε όσα indie boys τη θαύμαζαν κάτω από τη σκηνή. 

Γύρω στα μισά της συναυλίας, είχα κι εγώ τις απαντήσεις μου για το ερώτημα της εισαγωγής. Οι Motorama είναι ήρωες για μια μικρή κοινότητα ανάμεσα στην αθηναϊκή νεολαία, η οποία ψοφάει για όλα όσα αποτελούν σήμα κατατεθέν στον post-punk ήχο: δεν είχε λοιπόν την παραμικρή σημασία αν τα κομμάτια έμοιαζαν μεταξύ τους ή αν δεν καταλάβαινες τι έλεγε ο Vladislav Parshin, έτσι όπως τα τραγουδούσε όλα από μέσα του. 

Με κάθε συγκεκριμένη μπασογραμμή, με κάθε συγκεκριμένο συνδυασμό της rhythm section, το κοινό χόρευε και επευφημούσε σαν παλαβό. Πιστεύω δε ότι θα το έκαναν για οποιαδήποτε μπάντα πετύχαινε μια τόσο πιστή φωτοτυπία των Joy Division και των Interpol (στα ξεσπάσματα οι Ρώσοι είναι εμφανώς επηρεασμένοι από τους τελευταίους). Με την αναγκαστική παραδοχή, βέβαια, ότι η Irene δεν θα φτάσει ποτέ τον Peter Hook και πως ο «Vlad» –όσο και να ιδρώσει, όσα σπασίματα κι αν κάνει στους γοφούς– δεν θα ξεφορτωθεί μια κάπως ρώσικη εκφορά των αγγλικών, ούτε τη χαμηλής ζωτικότητας φωνή του. 

Δεν έχει νόημα να πιάσουμε συζήτηση για τα γιατί και τα πώς της post-punk αναβίωσης ή για τις αιτίες που μια μουσική η οποία αγγλοσαξωνικώς ανήκει στο ποπ/ροκ mainstream περνιέται και φοριέται στα μέρη μας ως «εναλλακτική» κουλτούρα. Όχι στα πλαίσια μιας ανταπόκρισης συναυλίας, τέλος πάντων. Οι Motorama έλαμψαν στο «six d.o.g.s» ως τα «περιφερειακά» (για να μην πω «τριτοκοσμικά» και με κυνηγάτε) τέκνα της εν λόγω παγκόσμιας αναβίωσης, ως τα Ρωσάκια που μπορούν να αναπαράγουν πειστικά και με γνήσιο πάθος την παλιά μαγεία της συγκεκριμένης μουσικής. 

Με αυτό το κάτι-παραπάνω-από-tribute-band πνεύμα και με την κάτι-παραπάνω-από-post-punk-πάρτυ προσέγγιση, λοιπόν, ευχαρίστησαν πασιφανώς όσους ήρθαν να τους δουν. Και είμαι σίγουρος ότι θα ξανάρθουν στην Ελλάδα και θα ξανάχουν κόσμο. Μια χαρά, απλά μετά οι θιασώτες να μην κοροϊδεύετε όσους ακόμα ασχολούνται με τους Black Sabbath.



12 Απριλίου 2023

Κόρε. Ύδρο. - Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό [δισκοκριτική, 2013]


Μια κριτική μου από τον Απρίλιο του 2013, 10 χρόνια πριν, στο άλμπουμ των Κερκυραίων Κόρε. Ύδρο. «Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό», που έμελλε να τερματίσει την πορεία τους, λόγω της ολικής κατάρρευσης στις σχέσεις του βασικού συνθετικού διδύμου (Παντελής Δημητριάδης & Αλέξανδρος Μακρής).

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και με ορισμένες καίριες προσθαφαιρέσεις. Ως τελικό κείμενο αναγνωρίζω, πλέον, το κάτωθι.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο ως promo


Τζάμια τρίζουν, κουρτίνες σκίζονται, τα φώτα τρέμουν, οι σοβάδες πέφτουν στο κεφάλι σου και τα αστεία κόβονται μαχαίρι, "Όταν Έρχονται Οι Τέκτονες". 

Αυτό δεν είναι μπάσιμο δίσκου, μα κανονική επέλαση της Κερκυραϊκής Ταξιαρχίας. Ό,τι ακριβώς περίμενα, δηλαδή, από την επιστροφή των Κόρε.Ύδρο. Του μακράν σπουδαιότερου ροκ, ποπ, ποπ/ροκ, ροκοπόπ –πείτε το όπως αγαπάτε– συγκροτήματος το οποίο αναδύθηκε στο αμήχανο μεσοδιάστημα μεταξύ της κατάρρευσης της ελληνόφωνης σκηνής των 1990s και της αναιμικής, ανολοκλήρωτης προσπάθειας να συγκροτηθεί μια αντίστοιχη αγγλόφωνη. 

Στο άλλο άκρο, στην έξοδο αυτών των Απλών Ασκήσεων Στον Υπαρξισμό, κυριαρχεί η περισυλλογή. «Να εξατμιστούν στο χάος τα λουλούδια απ' τα μαλλιά σου, για πάντα να χωρίσουνε τα χέρια μας, για πάντα να ξεχάσω τ' όνομά σου». Πώς διάολο τέτοιοι στίχοι δεν οδήγησαν σε γκραν φινάλε;  Εντάξει, είναι στιχοκεντρική η παράδοση του ελληνικού τραγουδιού, αλλά δεν παύεις να αναζητάς τη μελωδία. Σε ενοχλεί λοιπόν τούτος ο δυισμός, να παθαίνεις τραλαλά διαβάζοντας τα λόγια στο συνοδευτικό βιβλιαράκι και να βάζεις μετά το "Τραγούδι Μ' Ανάστροφο Μήνυμα" να παίξει, απλά για να το βρεις με μια μελωδία που λες και βγήκε από δίσκο του Lucio Dalla ή από εγχώριο πιάνο μπαρ. Σαν άλλο πράγμα να φαντάστηκε ο συνθέτης κι άλλο ο στιχουργός. 

Τι γίνεται, όμως, στο μεταξύ Τεκτόνων και Ανάστροφων Μηνυμάτων;  

Θα έχετε ακούσει, βέβαια, την καραμέλα της εποχής μας, ότι η Κρίση «θα βγάλει ξανά σπουδαία καλλιτεχνικά έργα» κτλ. Οι Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό είναι το πρώτο μουσικό έργο που αναφέρεται άμεσα ή έμμεσα στο πώς άλλαξε η ζωή μας –και έχει κάτι να πει. Ακριβώς γιατί προέρχεται από ανθρώπους οι οποίοι είχαν κάτι να πουν και χωρίς να περιμένουν μια κρίση να τους τσουρουφλήσει τον πισινό. 

Το CD κόβεται λοιπόν στο μοντέλο του κέρματος της μίας δραχμής (το θυμάστε, με το καραβάκι)· στο βιβλιαράκι ο Ιωάννης Καποδίστριας μας κλείνει με νόημα το μάτι· στο "Ποτέ Δεν Ήμουν Μόνος Τελικά" η λέξη «συνιστώσες» δεν εκτείνονται τυχαία από το υπερπέραν ως τα σκατά. Αφήστε δε τα "Βράδια Της Κρίσης". Με την αναφορά στον καπηλευτικό πασοκισμό των μπαξέδων και τον βαθιά, βαθύτατα πολιτικό στίχο «μαζί τα φάγαμε απ' τον κώλο, μωρό μου». Είναι αλλιώς να σου λέει ένας Κερκυραίος ότι δεν θα κλάψει τις αξίες της Δύσης, έχε το υπόψη. Δεν έγραψε το ίδιο η νεοελληνική ιστορία για τα Επτάνησα, όπως έγραψε για τη Ρούμελη, τον Μωριά ή τον θεσσαλικό κάμπο. 

Τα "Βράδια Της Κρίσης", τώρα, είναι ένα σπουδαίο τραγούδι. Εδώ ο συνθέτης και ο στιχουργός βρίσκονται σε απόλυτη σύμπνοια. Ο ένας οπλίζει κι ο άλλος πυροβολεί. Ο ένας φτιάχνει αυτό το ανέμελο κι εκμοντερνισμένα ελαφρό φόντο, πατώντας με χάρισμα τα πλήκτρα του κλαβιέ κι ενορχηστρώνοντας θαυμάσια τα συνοδευτικά πνευστά κι ο άλλος άδει για τσουχτερά πράγματα, με διάθεση αξεδιάλυτη. Αλέγκρο είναι; Λεπτά ειρωνική είναι; Δεν συμβαίνουν κάθε μέρα τέτοια πράγματα σε μια δισκογραφία γεμάτη Ονιράμα και Μέλισσες. 

Κι έχουν κι άλλες τέτοιες λαμπρές στιγμές οι Κόρε.Ύδρο. στο Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό. Ο "Χωριστός Βίος" (όπου και ο στίχος που ονοματίζει τον δίσκο) θα μπορούσε να είναι κομμάτι του Νίκου Καρβέλα (κι εγώ τα λέω για καλό κάτι τέτοια). Βάλτε επίσης στον λογαριασμό αυτόν τον άπιαστο "Σατανά Της Γειτονιάς", τον αφοπλιστικό ρομαντισμό του "Ο Δρόμος Μου Για Σένα" –γροθιά σε μια εποχή άκρατης ερωτικής κυνικότητας– το "Ποτέ Δεν Ήμουν Μόνος Τελικά", αλλά και τη "Συμφιλίωση", η οποία ξεσπά σε εκπληκτικό κρεσέντο, στο πιο ροκ, ίσως, στιγμιότυπο των καινούριων Κόρε.Ύδρο.

Κοντά στα παραπάνω, όμως, υπάρχουν και τραγούδια τα οποία δεν λειτουργούν. Όπου πάλι έχεις εκείνη την ενοχλητική αίσθηση ότι στίχοι και μουσική δεν διαθέτουν κοινό όραμα, δεν βαδίζουν μαζί. Παρότι εδώ οι Κόρε.Ύδρο. επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις και μουσικά, επιδιώκοντας έναν άλλον ήχο, λιγότερο indie και rock, περισσότερο βασισμένο στο πιάνο και σε μια πιο λόγια παρακαταθήκη (βλέπε την εντονότερη χρήση κόρνου, βιολοντσέλου, κλαρινέτου, κοντραμπάσου, βιολιού και λοιπών οργάνων). 

Πρόκειται περί μισής απάντησης, ωστόσο: ακριβώς γιατί μουσική και στίχοι δεν καταφέρνουν πάντα να συνυπάρξουν. Μαζί, Αλέξανδρος Μακρής & Παντελής Δημητριάδης φτιάχνουν τραγούδια με τεράστιο εκτόπισμα στο σήμερά μας. Χώρια, ο δεύτερος γράφει ποιήματα και ο πρώτος μένει κολλημένος σε κλισέ μελούρες και αργές αναπτύξεις· σε μια περιττή δραματικότητα. Προσωπικά, τα βάζω περισσότερο με τη μουσική. Νομίζω δηλαδή πως είναι εκείνη που πρέπει να κάνει τις υπερβάσεις. 

Οι Κόρε.Ύδρο. δεν έβγαλαν τον δίσκο που ίσως περίμενα από εκείνους. Ωστόσο, έγραψαν και πάλι τις κομματάρες που θα κάνουν τη διαφορά και θα επιτρέψουν να διατηρήσουν τα '00s κεκτημένα τους, παραμένοντας πρωταγωνιστές χωρίς ποιοτικό αντίπαλο στη δική τους φουρνιά. 



11 Απριλίου 2023

Anderson .Paak - Oxnard [δισκοκριτική, 2018]


Μια κριτική μου από το 2018 στο τέταρτο άλμπουμ του Αμερικανού Anderson .Paak, ο οποίος εκείνη την περίοδο απολάμβανε μεγάλου hype ανάμεσα στη μερίδα εκείνη του alternative κοινού που κατανάλωνε μια συγκεκριμένη εκδοχή σύγχρονης μαύρης μουσικής –αυτή, κατά βάση, που πλασάρει το Pitchfork ως «σημαντική». 

Η δική μου γνώμη, ωστόσο, παρά τις αφρώδεις μπασογραμμές του δίσκου και την ευφορία που προσωποποίησε η μικροεπιτυχία "Tints" (μια συνεργασία με τον Kendrick Lamar, που σκόραρε ένα ταπεινό #81 στα βρετανικά charts), ήταν οριακώς μόνο θετική.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από τα Wikipedia Creative Commons


Κλασικότατο παράδειγμα ειρωνείας της τύχης. Εκμεταλλευόμενο τον ντόρο που προξένησε το Malibu (2016), το Oxnard μετατρέπει τώρα τον Anderson.Paak σε ευρέως αναγνωρίσιμη φιγούρα (παραλίγο top-10 στην Αμερική, παραλίγο top-40 στη Βρετανία). Αντί όμως να τον καθιερώσει, απογοητεύει.  

Άλλωστε και οι τυμπανοκρουσίες που συνόδευσαν το Malibu δείχνουν υπερβολικές, 2 χρόνια μετά. Καλός δίσκος, ναι. Όμως η αφήγηση είχε περισσότερο να κάνει με το πολυτάλαντο της περίπτωσης Anderson.Paak, παρά με το τι ακριβώς έκανε με το ταλέντο αυτό. Αντίστοιχα, η «φασαρία» έγινε πρωτίστως γιατί η όλη αισθητική και η γενικώς εξευγενισμένη προσέγγιση του τριαντάρη Καλιφορνέζου κούμπωσε με την ανάγκη του εναλλακτικού Τύπου να συντονιστεί με το χιπ χοπ του Kendrick Lamar. Σε μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση, όμως, οι ιδέες διέθεταν μεγαλύτερη βαρύτητα από όσα άκουγες σε μουσικό επίπεδο.

Στο Oxnard ο πήχης μπαίνει ψηλά. Εκκινώντας από το σύγχρονο χιπ χοπ, ο Anderson .Paak αποπειράται να φτάσει στον μύθο του funk γεφυρώνοντας το όλο όραμα με κλασάτο R'n'B, ώστε να προκύψει ένας αστραφτερά επίκαιρος urban δίσκος. Όμως, όσο μεγαλώνει η παλέτα αναφορών, τόσο πνίγεται κι εκείνος μέσα στην ίδια του τη φιλοδοξία. Η αιτούμενη σύγκλιση δεν επιτυγχάνεται ποτέ.

Ασφαλώς ο ορίζοντας παραμένει εύφορος και ο Anderson .Paak δεν στερείται ικανοτήτων. Τον διακρίνει ας πούμε μια άνεση, η οποία συχνά μεταφράζεται σε ωραίες ενορχηστρωτικές ιδέες, με αφρώδεις μπασογραμμές και έξυπνα κρουστά. Το ξεκίνημα του άλμπουμ, μάλιστα, μοιάζει ιδανικό, με το "The Chase" να απλώνει χαλαρό κλίμα ευφορίας, στο οποίο λάμπει ερμηνευτικά η Breezy Lovejoy περσόνα του Anderson .Paak δίπλα στα ωραιότατα φωνητικά της Kadhja Bonet. Το σκηνικό επεκτείνεται στο "Headlow" και δίνει κατόπιν πάσα στο "Tints": έναν άψογο πρέσβη όσων έχει ονειρευτεί ο Αμερικανός καλλιτέχνης για το Oxnard, όπου συμμετέχει και ο Kendrick Lamar. Το "Who R U?", κατόπιν, βάζει στο παιχνίδι και τον χιπ χοπ δυναμισμό με λίγο σπρώξιμο από τον Dr. Dre και ...αυτό ήταν! Από εκεί ως το φινάλε, ο δίσκος καταρρέει θεαματικά.

Τι έχει συμβεί;

Αφενός, ο Anderson .Paak δείχνει να χάθηκε στις περιπλανήσεις του. Υπερβολικά ενθουσιώδης για την ανακατασκευή ενός παρελθόντος με ονειρικές διαστάσεις για τη δική του μουσική μνήμη, δίνει τα κουμάντα στο ρετρό και αφήνει τον δίσκο να λιμνάσει σε ένα φροντισμένο μα άβολο περίπου. 

Όσο καλή πρόθεση κι αν δείξεις, δηλαδή, δεν αποφεύγεις την ενοχλητική αίσθηση ότι κάθεσαι και ασχολείσαι με πράγματα που ο Prince έγραφε στο πόδι και κλείδωνε έπειτα (για πάντα) στα συρτάρια του. Όταν δε ο Anderson .Paak αποφασίζει να μας πει κι εκείνος για τα πολιτικά της Αμερικής, φτάνει σε Βατερλώ στιχουργικής με τις απίστευτες σαχλαμάρες του "6 Summers", όπου νομίζει ότι τα βάζει με τον Donald Trump απεικονίζοντάς τον να αποκτά μια κόρη για την οποία ευαγγελίζεται ένα λεσβιακό μέλλον («I hope she kiss señoritas and black gals»). Μα είναι δυνατόν;

Εδώ κι εκεί, βέβαια, έρχονται κι άλλοι ηχηροί προσκεκλημένοι στον δίσκο, πέραν του Kendrick Lamar: ο προαναφερόμενος Dr. Dre, ας πούμε, ο οποίος έχει και το γενικό πρόσταγμα εδώ, ο Pusha-T, ο Snoop Dogg ως επίτιμος G-Funk πρέσβης, ο Q-Tip. Κανείς, όμως, δεν σώζει τα κομμάτια στα οποία συμμετέχει από τη λουστραρισμένη πλήξη. Ο ίδιος δε ο Anderson .Paak δεν μπορεί να αποφασίσει αν ακολουθεί τον Lamar, αν μοιάζουν λίγο από φυσικού οι φωνές τους ή αν απλά τον ξεπατικώνει. Συχνά δηλαδή αναρωτιέσαι αν ακούς κάποιο ακόμα cameo του Lamar, πράγμα που επιβαρύνει το Oxnard με ένα κρίσιμο ζήτημα ταυτότητας.

Εκείνα τα τέσσερα πρώτα τραγούδια και η γενικότερη πίστη ότι στην περίπτωση του Anderson .Paak έχεις να κάνεις με έναν ταλαντούχο άνθρωπο του «μαύρου» σήμερα, βοηθούν ώστε να υπάρξει ένα μίνιμουμ, μια βάση για τον δίσκο. Υποτίθεται όμως ότι μιλούσαμε για περισσότερα. Πολλά περισσότερα.