Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σιώτας Φώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σιώτας Φώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

05 Απριλίου 2021

Φώτης Σιώτας: Τα Δεύτερα - Γιατί Κουράστηκαν Τα Πρώτα [δισκοκριτική, 2019]


Έγραψα και τις προάλλες για το live streaming του Παύλου Παυλίδη από το Principal της Θεσσαλονίκης, το οποίο απασχόλησε κάμποσους μουσικόφιλους και σχολιάστηκε θετικά και στα social media –και μάλιστα από ακροατές που συνήθως δεν πολυσυγκλίνουν στις προτιμήσεις τους.

Στο Principal, λοιπόν, δόθηκε ακόμα μία ευκαιρία να θαυμάσουμε τον Φώτη Σιώτα, καθώς μόνο εκείνος και ο Δημήτρης Τσεκούρας πλαισίωσαν τον Παυλίδη. Ο Σιώτας είναι ένας από τους καλύτερους μουσικούς που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα, ενώ έχει ενδιαφέρουσα δράση και ως δημιουργός. Και μάλιστα σε ποικίλες κατευθύνσεις, όπως δείχνουν οι δουλειές του με τους Sancho 003 ή τους Σωτήρες, στις οποίες ξετυλίγεται ένα διαφορετικό πρόσωπο εν συγκρίσει με το ρεπερτόριο του Σωκράτη Μάλαμα ή του Θανάση Παπακωνσταντίνου, που έχει καταστήσει τον Σιώτα οικείο όνομα στον χώρο του έντεχνου.

Στην τελευταία του μέχρι στιγμής σόλο στάση στη δισκογραφία, ο Σιώτας επιχείρησε να γράψει λαϊκά τραγούδια. Και το έκανε με έναν τρόπο που κατόρθωσε και υπερέβη την απλώς αξιοπρεπή αναβίωση ενός λαμπρού παρελθόντος, χάρη σε διάφορες εδώ κι εκεί λοξοδρομήσεις. Ο λόγος για το άλμπουμ με τον ευφάνταστο τίτλο Τα Δεύτερα: Γιατί Κουράστηκαν Τα Πρώτα (2019), που είχε ένα εξίσου ευφάνταστο εξώφυλλο, ξεφεύγοντας από τα όσα «συνηθίζονται» στον έντεχνο και λαϊκό ήχο.

Με αφορμή λοιπόν τα του Principal, αναδημοσιεύεται εδώ η κριτική για εκείνον τον δίσκο. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 2019 στο Avopolis και παρατίθεται τώρα με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Άνθρωποι με διαφορετικά σημεία εκκίνησης στη μεγάλη περιπέτεια της μουσικής, μα με κοινή συνισταμένη την (ενημερωμένη) αγάπη για το λαϊκό τραγούδι, στάθηκαν –καθένας με τον τρόπο του– στα Δεύτερα. Κι αυτό οφείλεται στον ίδιο τον δίσκο και όχι στην τυχόν αναγνωρισιμότητα που έχει αποκτήσει ο Φώτης Σιώτας στο πλευρό του Σωκράτη Μάλαμα ή/και του Θανάση Παπακωνσταντίνου: αν ήταν έτσι, θα είχε γίνει κάτι ανάλογο και με το άλμπουμ που έκανε με τους Σωτήρες (2016), μπορεί και με τη δράση του στους Sancho 003.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, η απήχηση προξενεί απορία· ιδίως εφόσον έχεις να κάνεις με ενημερωμένους, όπως είπαμε, ακροατές. Τι μπορεί δηλαδή να ακούει κανείς εδώ, που δεν το έχει ξανακούσει σε ένα σαφώς πιο «ένδοξο» παρελθόν; Είναι άραγε η ανοιχτή αγκαλιά προς τα Δεύτερα μία ακόμα έκφανση νοσταλγίας, περιορισμένη σε ένα κοινό γύρω στα 40 (και προς τα πάνω), το οποίο βρήκε αφορμή να επαν-επισκεφθεί κάποιες μεγάλες αγάπες μέσω των «αρωμάτων» του δίσκου; Μία πράξη αντίστασης, ίσως; Ενός κόσμου που ακόμα κρατάει ζωντανή μια πλευρά της εγχώριας δημιουργίας στηρίζοντας όσους το κάνουν α-λα-παλαιά, σε ένα τοπίο όπου το λαϊκό τείνει να καταντήσει συνισταμένη ενός κατά βάση ποπ καμβά; 

Στον βαθμό που τα Δεύτερα παίρνουν όντως το αναβιωτικό μονοπάτι, φοβάμαι ότι κάπως έτσι έχουν τα πράγματα. Αλλά, όσο και να φοριέται διεθνώς η αναβίωση, όση στήριξη κι αν βρίσκει χρόνια τώρα από τον Τύπο, δεν παύει να είναι μια προσέγγιση με συγκεκριμένο ορίζοντα και με δεδομένο «ταβάνι». Επικροτούμενη σε συναισθηματικές κυρίως βάσεις, απαγορευτικές και στο να θέσει κανείς ερωτήσεις και στο να λάβει απαντήσεις, εφόσον τις θέσει. Εντούτοις, κάποιος τελικά πρέπει να γίνει «κακός» και να πει πως δεν γίνεται να έχουμε ως μέτρα και σταθμά ότι ένα τραγούδι του 2016 θα μπορούσε να λογιζόταν ως «κλασικό», αν είχε βγει το 1966. Οι καιροί μπορεί να αλλάζουν, όμως μένει διαχρονικό το νόημα της παλιάς εκείνης ρήσης για τη γιαγιά, τα ρουλεμάν και το πατίνι, που κάποτε ονομάτισε κι έναν δίσκο των Μουσικών Ταξιαρχιών.

Αλλά αυτή δεν είναι όλη η αλήθεια για τα Δεύτερα. Όπως συνήθως συμβαίνει, ο «διάβολος» κρύβεται στις λεπτομέρειες. Συχνά, δηλαδή, το άλμπουμ λειτουργεί ως πρίσμα, μέσω του οποίου ο Σιώτας περισσότερο αντικρίζει το λαϊκό παρελθόν, παρά το μιμείται. Κι έτσι, ενώ οπωσδήποτε δεν επιδιώκει να φέρει τούμπα τα δεδομένα με «μοντερνιές», ούτε και αμφισβητεί γενικά τους κανόνες (το κάνει μόνο στο εξώφυλλο, βασικά, ξεφεύγοντας από τη συντηρητική βαρεμάρα της κυρίαρχης στο έντεχνο και στο λαϊκό λογικής), καταλήγει φύσει και θέσει να παρεκκλίνει. 

Φύσει, γιατί αναπόφευκτα ο Σιώτας είναι ένας σύγχρονος άνθρωπος. Όσο επομένως κι αν έχει αγαπήσει ορισμένα ακούσματα, κάπου θέλει να πει και τη δική του ιστορία. Κι έτσι κουβαλάει εδώ εφόδια από έναν κόσμο που συγγενεύει άμεσα με τη γλώσσα των στίχων του Θοδωρή Γκόνη, εκπροσωπώντας ό,τι σχηματικά έχουμε μάθει να λέμε «έντεχνο». Εν προκειμένω, μάλιστα, είναι σαν να μας προειδοποιεί για τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, με τον κάθε άλλο παρά λαϊκό χαρακτήρα της οργανικής εισαγωγής. Το «θέσει», τώρα, αφορά τον Σιώτα ως μουσικό. Όντας πρωτίστως βιολιστής –εξαιρετικός βιολιστής, για την ακρίβεια– επικεντρώνει φυσικά στα έγχορδα. Όμως το κάνει εμπλουτίζοντας τις ενορχηστρώσεις με τέτοια όργανα, σε βαθμό μη συνηθισμένο για το στάνταρ λαϊκό ρεπερτόριο. Με αποτέλεσμα μικρές λοξοδρομήσεις προς ένα περιβάλλον πιο Δυτικό, σε υφή και σε λογική.

Όλα αυτά θα αρκούσαν νομίζω για να στοιχειοθετηθεί η άποψη ότι παίρνεις κάτι παραπάνω από μια άριστα οργανωμένη και διαρθρωμένη αναπαλαίωση καθώς απολαμβάνεις τον Γιάννη Διονυσίου στο "Ο Περιττός Ο Άνθρωπος", τη Δήμητρα Γαλάνη στην "Προσευχή" ή την Ιουλία Καραπατάκη στο "Τα Λόγια Είναι Γράμματα". Στέκει ανοιχτός ο δρόμος, μάλιστα, για έναν ακόμα δίσκο σε ανάλογη κατεύθυνση, που ίσως να τολμήσει περισσότερο στις ενορχηστρώσεις, να δείξει βαθύτερη εξοικείωση με τα δημοτικά χρώματα με τα οποία επιθυμεί να παίξει (γιατί εδώ μάλλον μένουμε στην επιφάνεια) και να αποφύγει κάτι κουρασμένες εντεχνίλες σαν το "Στην Καρδίτσα", το οποίο ηχεί ακόμα πιο κουρασμένο εκφραζόμενο από τη «χαβαλεδιάρικη» μανιέρα του Σωκράτη Μάλαμα.

Τελικά, πάντως, δεν είναι χάρη στις μικρές πινελιές διαφορετικότητας που σε κερδίζουν τα Δεύτερα ή στις όποιες νέες γωνίες θέασης. Πάνω απ' όλα, είναι η ευστοχία που διακρίνει τα περισσότερα τραγούδια τα οποία καταθέτουν εδώ ο Σιώτας με τον Γκόνη, το πώς δηλαδή κομίζουν τη στρογγυλάδα του κλασικού λαϊκού ήχου ενόσω βρίσκονται να ισορροπούν κάπου μεταξύ Βασίλη Τσιτσάνη και Νίκου Ξυδάκη, με πιθανό «καταλύτη» τον Νίκο Παπάζογλου. Γιατί, εν τέλει, πέρα από όσους νοσταλγούν τα περασμένα, πέρα από όσους υπομένουν τους «δεύτερους» επιγόνους των Μεγάλων Παλαιών ώστε να διατηρηθεί τουλάχιστον ένα παρόν και να μη γίνουν όλα στυλ Αντώνης Ρέμος, υπάρχει μια ζωντανή ανάγκη να ακούσουμε ωραία τραγούδια στη γλώσσα μας, δοσμένα στο κάπου ανατολικοδυτικά όπου διέπρεψε η εγχώρια δισκογραφία, ήδη από τις μέρες των 78 στροφών.