29 Σεπτεμβρίου 2023

Τρίο Τεκκέ - συνέντευξη (2011)


«Ανασκαφών» συνέχεια για συνεντεύξεις τις οποίες έκανα στο διάστημα που δούλευα για το περιοδικό Ήχος.

Σήμερα, συναντάμε τους Τρίο Τεκκέ (Trio Tekke, διεθνώς): αυτό το ξεχωριστό και κομβικό για τα κυπριακά πράγματα γκρουπ που συνίδρυσαν στο Λονδίνο ο Αντώνης Αντωνίου (που δρα και με τους Monsieur Doumani), ο πολυπράγμων Λευτέρης Μουμτζής –ο οποίος έχει έντονη δημιουργική παρουσία και στην indie pop/rock σκηνή– και ο Colin Somervell. 

Η συνέντευξή μας έγινε τον Νοέμβριο του 2011, έχοντας ως αφορμή τον δεύτερο και ίσως καλύτερό τους δίσκο «Σαμάς» –εκείνον με τον ήλιο και τον γάιδαρο. Πρωτοδημοσιεύτηκε, φυσικά, στις σελίδες του εντύπου και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Είναι η πρώτη φορά που διατίθεται στο ίντερνετ.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από το ίδιο το γκρουπ, για τις ανάγκες της δημοσίευσης


Μια λέξη/τίτλος («Σαμάς») με ασαφή σημασία –τουλάχιστον για μας στην Ελλάδα– ένας γάιδαρος κι ένας ήλιος σε ελαφρύ μουσταρδί φόντο. Διαφωτίστε μας, για αρχή, στα σχετικά με τη σημειολογία του δεύτερου δίσκου σας...

To όνομα πηγάζει από ένα εσωτερικό αστείο της τριάδας, το οποίο δεν θα θέλαμε να αποκαλύψουμε, ούτε και έχει ιδιαίτερο νόημα. Αυτό που μπορούμε να πούμε, όμως, είναι ότι αργότερα μάθαμε κι εμείς οι ίδιοι ότι η λέξη σαμάς έχει διάφορες ερμηνείες: για παράδειγμα, σε κάποια χωριά της Κύπρου σάμα λένε το σαμάρι του γαϊδάρου και σε κάποια άλλα σαμμάς (με δύο μ), είναι ο ίδιος ο γάιδαρος –ή γάρος στα Κυπριακά. Η Βικιπαίδεια λέει πως Σαμάς ήταν ο θεός του ήλιου για τους Σουμέριους και πάει λέγοντας. 

Τώρα, στο μπροστινό εξώφυλλο, απεικονίζεται ο κυπριακός γάρος. Κι αν θέλει κανείς να το δει με συμβολικό μάτι –σε σχέση δηλαδή με τη γενικότερη νοοτροπία που χαρακτηρίζει τους Κύπριους– μπορεί να το κάνει! Κάποιος μπορεί επίσης να το δει με το τουριστικό μάτι... ότι στόχος μας π.χ. με αυτήν την κυκλοφορία είναι, πάνω από όλα, η προώθηση των εξαγωγών κυπριακού γάρου στο εξωτερικό ή η επαναφορά του είδους ως βασικού μέσου συγκοινωνίας! Α, ναι... Και η προσέλκυση τουριστών στο νησί, για να θαυμάσουν από κοντά τους γάρους μας!

Στο νέο άλμπουμ, σε αντίθεση με τα «Ρεγγέτικα» (2009), η έμφαση δίνεται σε δικό σας υλικό, παρά σε διασκευές. Εντούτοις επιλέγετε και πάλι κάποια παλιά τραγούδια, όπως τον "Αντώνη Τον Βαρκάρη" ή το "Πάμε Στο Φάληρο". Τι υπαγόρευσε το πόσες διασκευές και ποιες θα περιέχει το «Σαμάς»; 

Δεν υπήρξε ιδιαίτερη σκέψη πίσω από αυτό, η αλήθεια να λέγεται. Βασικά μπήκαμε στο στούντιο και προσπαθήσαμε να γράψουμε όλο το υλικό που είχαμε (διασκευές και μη) και μετά διαλέξαμε τι πιστεύαμε ως καλύτερο. 

Το γεγονός ότι τα περισσότερα είναι «αυθεντικά» κομμάτια αποτελεί μια θετική εξέλιξη και σίγουρα δίνει και κάποιες νύξεις ως προς τα μελλοντικά σχέδια του γκρουπ. Οι διασκευές που επιλέχθηκαν βρίσκονταν ήδη στο σετ των συναυλιών μας, οπότε διαλέξαμε εκείνες που είχαν την καλύτερη ενέργεια στις ηχογραφήσεις, ώστε να μπουν στον δίσκο.

Τα «Ρεγγέτικα» βρήκαν αρκετή απήχηση στην πατρίδα σας –κατά δήλωσή σας είναι από τις πιο επιτυχημένες κυπριακές μουσικές παραγωγές των τελευταίων χρόνων. Πώς λοιπόν δεν επιδιώξατε για το «Σαμάς» μια κυκλοφορία σε δισκογραφική εταιρεία με μεγάλο δίκτυο διανομής; Αντ' αυτού κινείστε και πάλι ανεξάρτητα...

Ναι, υπήρξε όντως μια συνειδητή επιλογή αυτό. Καταρχήν, μας παίρνει αρκετό χρόνο να βρεθούμε όλοι, να γράψουμε, να προβάρουμε, να παίξουμε, να ηχογραφήσουμε. Δεν μένει και πολύς χρόνος μετά να γυρεύουμε εταιρείες. Από την άλλη, ούτε θελήσαμε. Είπαμε να βγάλουμε ανεξάρτητα το «Σαμάς» και να συνεχίσουμε με αυτόν τον κάπως ανορθόδοξο και underground τρόπο διανομής, με την ελπίδα πως σιγά-σιγά θα μαθευτεί και θα διαδοθεί, όπως έγινε και με τα «Ρεγγέτικα». 

Και, όπως φαίνεται, μάλλον καλά κάναμε! Προς το παρόν πουλάμε τον δίσκο από την ιστοσελίδα μας και, πιστέψτε μας, έχουν αγοραστεί αντίτυπα από κάθε άκρη του κόσμου. Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι μας προσέγγισε και μια εταιρεία-κολοσσός στη world δισκογραφία, με σκοπό την επανακυκλοφορία του «Σαμάς» κάτω από δικό τους label. Αλλά τελικά δεν τα βρήκαμε. 

Αξιοσημείωτη όμως ήταν και η υποδοχή του ντεμπούτο σας σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Τι πιστεύετε τράβηξε τα διεθνή ακροατήρια; Πώς πέτυχαν οι Τρίο Τεκκέ εκεί όπου έχουν αποτύχει πάμπολλα ελληνικά αγγλόφωνα γκρουπ;

Στον Δυτικό κόσμο και ειδικότερα σε χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία και φυσικά η Αμερική, παρατηρείται την τελευταία δεκαετία (ίσως και εικοσαετία) ένα τρελό ενδιαφέρον προς μουσικά είδη άλλων λαών, τα οποία έχουν διαφορετικό άκουσμα από αυτό που λέμε «τονικό σύστημα». Για ποιον ακριβώς λόγο δεν μπορούμε να ξέρουμε, ίσως όμως να είναι η «εξωτική» διάθεση που προκαλούν. 

Ένας Γερμανός ή Ιρλανδός, που δεν καταλαβαίνει λέξη ελληνικά, εκλαμβάνει τη μουσική μας (στην οποία κατά τα άλλα ο στίχος έχει καθοριστική σημασία) σε κάποιο άλλο επίπεδο, πέρα από το εννοιολογικό. Δημιουργεί δηλαδή στο μυαλό του ένα δικό του νόημα, το οποίο τον ικανοποιεί και τον ελκύει –και πολλές φορές δεν έχει καν την ανάγκη να μάθει τι πραγματεύεται ένα τραγούδι. 

Μεγάλο ρόλο στην καλή υποδοχή που είχαμε από το συγκεκριμένο κοινό έπαιξαν πιστεύουμε και οι ενορχηστρώσεις μας, καθώς περιέχουν πολλά στοιχεία –κυρίως ρυθμικά– προερχόμενα από άλλα μουσικά είδη, σίγουρα πιο οικεία στα αφτιά τους. Τέτοια στοιχεία λειτουργούν ως σημεία αναφοράς, από όπου το συγκεκριμένο κοινό μυείται σε αυτόν τον «μακρινό» για εκείνους κόσμο.

Πώς άλλαξαν οι ισορροπίες στο συγκρότημα, με δεδομένο ότι το σχηματίσατε στο Λονδίνο και ως το 2008 κινηθήκατε ευρωπαϊκά, μα πλέον δύο από τα μέλη του έχουν επιστρέψει στη γενέτειρα Κύπρο;  

Η φιλία και οι δεσμοί δεν αλλοιώθηκαν καθόλου με αυτήν την εξέλιξη, παρόλο που από το 2008 ο καθένας μας έχει δουλέψει (μουσικά) πάνω σε πάρα πολλά πράγματα από μόνος του ή έχει κάνει πολλές άλλες συνεργασίες. Όταν βρεθούμε, πάνω-κάτω η ενέργεια είναι εκεί. Ή, όταν δεν είναι, τη βρίσκουμε συνήθως μετά την πρώτη συναυλία. 

Εξακολουθούμε πάντως να παίζουμε στην Αγγλία (παίξαμε τον φετινό Φλεβάρη και Μάρτιο) και σίγουρα θα ανταποκριθούμε θετικά σε προσκλήσεις για Ευρώπη, αν αυτές προκύψουν. Απλά πλέον διαφέρει το από πού μετακινείται ο καθένας μας. Και, στον δημιουργικό τομέα, το ότι ίσως να μην υπάρχει μια συνεχής ροή, όπως προηγουμένως.

Μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε την αγάπη των Αντωνίου & Μουμτζή για τα παλιά ρεμπέτικα, όμως πώς προέκυψε κάτι τέτοιο για τον Βρετανοχιλιανό Colin Somervell, που συμπληρώνει το τρίο με το κοντραμπάσο του;

Ο Colin ήταν συμφοιτητής με τον Λευτέρη στο Μπέρμιγχαμ. Ήρθε στην Κύπρο για πρώτη φορά το 2004 και οι τρεις μας σχηματίσαμε μια μπάντα που δεν είχε σε τίποτα να κάνει με ρεμπέτικα. Ο ίδιος μας άκουγε όμως να παίζουμε ρεμπέτικα και τον συνεπήρε η πολυπλοκότητα της απλότητάς τους. Έγινε δηλαδή μια σχετικά ομαλή εισαγωγή του σε αυτόν τον μουσικό κόσμο. 

Μετά από έναν χρόνο, όταν βρεθήκαμε στο Λονδίνο και παίζαμε ρεμπέτικα με τον Λευτέρη (ο οποίος λόγω έλλειψης κιθάρας συνόδευε με μπάντζο), διαμορφώθηκε –έτσι τυχαία– ένα συναρπαστικό groove και μας κόλλησε η ιδέα να πειραματιστούμε και να το αναπτύξουμε περαιτέρω. Ο Colin με το κοντραμπάσο του υπήρξε ο καταλύτης: έφερε ακριβώς τα στοιχεία που χρειάζονταν για να πάρει το όλο πρότζεκτ μια ενθουσιώδη στροφή.

Αλήθεια, γιατί τα ρεμπέτικα; Γιατί βλέπουμε μουσικούς όπως εσάς, τον Μπάμπη Παπαδόπουλο ή τον Γιάννη Κυριακίδη να αποπειρώνται να ανανεώσουν αυτό συγκεκριμένα το κομμάτι της μουσικής παράδοσης του Ελληνισμού –και όχι ας πούμε το δημοτικό τραγούδι ή το ελαφρό του Μεσοπολέμου; 

Αυτή είναι μια καλή ερώτηση... Λες να πρόκειται για συγκυρία ή μήπως το ρεμπέτικο έχει κάτι βαθύτερο από τα άλλα δύο που αναφέρεις; Στον Λευτέρη, πάντως, αρέσει το ελαφρό του Μεσοπολέμου: μεγάλωσε με τέτοια ακούσματα και πού και πού τα παίζει. Ίσως όμως το ρεμπέτικο να έχει μια άλλη δυναμική, η οποία επιδρά πάνω μας διαφορετικά. Είμαστε παιδιά της πόλης κι έχουμε τύχει και μετανάστες, όπως και μιας κάπως χαλαρότερης στάσης ζωής –οπότε ίσως γι' αυτό να χτυπά κάποια νεύρα, κάπου μέσα μας. 

Επίσης, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι η ενέργεια η οποία περικλείεται στην εκτέλεση ενός τραγουδιού τέτοιου ύφους και όχι απλά μία αναβίωση του ρεμπέτικου. Δεν αποκλείουμε, φυσικά, ότι μελλοντικά θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε και με άλλα κομμάτια της παράδοσής μας. Υπάρχουν, για παράδειγμα, σκέψεις για κάποιο πρότζεκτ που να έχει ως βάση την κυπριακή μουσική παράδοση.

Ως τώρα το «Σαμάς» έχει παρουσιαστεί μόνο στην Κύπρο, στις 12 Νοεμβρίου όμως θα το φέρετε και στην Αθήνα (στον «Ιανό»). Τι άλλο περιλαμβάνουν τα άμεσα σχέδιά σας;

Εκτός από τη συναυλία-παρουσίαση στον «Ιανό», θα κάνουμε ακόμη δύο παραστάσεις στην Ελλάδα: στα Ιωάννινα, στην «Αγορά Πολυχώρος» στις 10 Νοεμβρίου και στη Θεσσαλονίκη, στο «Γαία Live», στις 11 Νοεμβρίου. Ελπίζουμε ότι σύντομα θα ξαναβρεθούμε στην Ελλάδα για ένα μεγαλύτερο τουρ! Τον Δεκέμβριο έχουμε προγραμματισμένες συναυλίες στην Κύπρο και τον ερχόμενο Μάιο θα γίνει μια περιοδεία στην Αγγλία. 



28 Σεπτεμβρίου 2023

Νεκτάριος Καραντζής & Σαβίνα Γιαννάτου - συνέντευξη (2011)


Ένας τολμηρός και ωραίος εγχώριος δίσκος, που δυστυχώς πήγε χαμένος στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της αναστάτωσης των μνημονίων, ήταν το «Ομήρου Οδύσσεια» του Νεκτάριου Καραντζή, με ερμηνεύτρια τη Σαβίνα Γιαννάτου (2011).

Δύσκολο το εγχείρημα, ίσως όχι απολύτως επιτυχημένο, μα με πολλά όμορφα σημεία, που ανέδειξαν το αγαπημένο έπος της αρχαιότητας υπό ένα διαφορετικό φως. Παλιά που έκανα ραδιόφωνο, μάλιστα, έπαιζα τακτικά το "Άνδρα Μοι Έννεπε", που μπορείτε να απολαύσετε στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης.

Τότε, πάντως, τον Ιανουάριο του 2011, δόθηκε η ευκαιρία να στήσουμε μια κοινή συνέντευξη με τον Καραντζή και τη Γιαννάτου, η οποία δημοσιεύτηκε έπειτα στο περιοδικό Ήχος. Τώρα, λοιπόν, παρότι δεν με ικανοποιεί παρά σε λίγα σημεία, αναδημοσιεύεται κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν για το δημοσίευμα από τη Lyra, με αυτήν της Γιαννάτου να ανήκει στον Marco De Luca


Κύριε Καραντζή, κατάγεστε από την Ιθάκη. Εσείς είχατε την αρχική σύλληψη της μελοποίησης αποσπασμάτων από την «Οδύσσεια»; Ή σας προσέγγισαν με την ιδέα, ακριβώς λόγω αυτής της καταγωγής;

Η αρχική ιδέα ανήκει στον στιχουργό και Θιακό στην καταγωγή Μιχάλη Μπουρμπούλη και στην Αέναο Πλεύση, μία δραστήρια παρέα φίλων από το νησί. Η Αένος Πλεύσις είχε κατά νου μία δισκογραφική παραγωγή, ο Μπουρμπούλης έριξε την ιδέα για τη μελοποίηση αποσπασμάτων του ομηρικού κειμένου και ο Δήμος Ιθάκης ανέλαβε την οικονομική στήριξη του όλου εγχειρήματος.

Με τους Terra Incognita έχετε καταθέσει τρεις δίσκους που αναζητούν μια νέα μουσική έκφραση, κάπου μεταξύ τζαζ και κλασικής μουσικής. Πόσο σας βοήθησε αυτή η εμπειρία στη μελοποίηση της «Οδύσσειας»;

Κάθε μουσικός, σε κάθε νέο του βήμα, θέτει καινούριους στόχους αποφεύγοντας επαναλήψεις, εύκολες λύσεις  και μανιερισμούς. Κάθε νέο βήμα, όμως, προετοιμάζεται και στηρίζεται σε ολόκληρη την προηγούμενη εμπειρία. Πρόκειται δηλαδή για μια κλιμακωτή διαδρομή, όπου κανείς αποκτά σταδιακά τον έλεγχο του υλικού του και αφομοιώνει επιρροές. Μαθαίνεις να ακούς καλύτερα και να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου, σε μια πορεία όπου προσπαθείς να αρθρώσεις έναν προσωπικό, αλλά και απόλυτα κατανοητό μουσικό λόγο.

Εσείς, κυρία Γιαννάτου, σε ποια πλευρά της τραγουδιστικής σας εμπειρίας βασιστήκατε περισσότερο ως ερμηνεύτρια της «Οδύσσειας»; Σε εκείνη λ.χ. των Primavera ή του δίσκου «Πάω Να Πω Στο Σύννεφο» (2002); Ή σε αυτήν που εκπροσωπείται στο πιο πρόσφατο άλμπουμ «Μουσική Δωματίων» (2007);

Ο τρόπος που τραγουδάω με τους Primavera δεν έχει τόσα κοινά με το «Πάω Να Πω Στο Σύννεφο». Στα τραγούδια αυτά του Μάνου Χατζιδάκι τραγούδησα όπως έχω τραγουδήσει το υλικό της Λένας Πλάτωνος, του Μιχάλη Γρηγορίου και όσων συνθετών θεωρούμε «έντεχνους». Εκεί λοιπόν βασίστηκα και στην «Οδύσσεια»: στον έντεχνο τρόπο. Αυτό μου υπαγόρευε άλλωστε και η μελοποίηση.

Από την εμπειρία σας στη δισκογραφία, θεωρείτε ότι το όνομά σας λειτουργεί και ως ένας πρέσβης, που θα φέρει ενδεχομένως τον συγκεκριμένο δίσκο σε ένα ευρύτερο κοινό; Ή πιστεύετε ότι η δουλειά θα είχε ούτως ή άλλως μια συγκεκριμένη απήχηση;

Όσοι ακροατές ξέρουν εμένα και όχι τον Νεκτάριο, θα μπορούσαν να ακούσουν (ή να μην ακούσουν) τον δίσκο γι' αυτόν τον λόγο. Σίγουρα, όμως, υπάρχουν και ακροατές οι οποίοι έτσι κι αλλιώς θα ενδιαφερόντουσαν για τη μελοποίηση της «Οδύσσειας» –επειδή γνωρίζουν κι αγαπούν το κείμενο.

Έχετε υπόψη τα έργα που έχουν κατατεθεί πάνω στην αρχαία ελληνική μουσική –εγχώριες και διεθνείς εκδόσεις; Σας έδωσαν κάποια παραδείγματα προς αποφυγή για το συγκεκριμένο εγχείρημα;

Ν.Κ.: Από την πρώτη στιγμή ήξερα ότι δεν θα έκανα μια «πιστή» αναπαράσταση της αρχαίας ελληνικής μουσικής –ακόμα κι αν το ήθελα, δεν θα μπορούσα. Ξέρουμε πολύ λίγα για την αρχαία ελληνική μουσική και εγώ, μη  όντας εθνομουσικολόγος, ακόμα λιγότερα. Επίσης δεν ήθελα ο συνδυασμός συμφωνικών και παραδοσιακών οργάνων να μείνει σε ένα επιφανειακό, τουριστικό  επίπεδο. Σε ένα έθνικ χαμηλών λιπαρών, δηλαδή...
Σ.Γ.: Έχω υπόψη μου κάποια ελληνικά και διεθνή έργα: μερικά είναι ενδιαφέροντα, κάποια άλλα κιτς. Δεν ξέρω αν έδωσε κανείς παραδείγματα προς αποφυγήν στον Νεκτάριο, εγώ τραγούδησα πάντως ό,τι ήταν γραμμένο, με τον τρόπο που συνήθως τραγουδάω. Και νομίζω ότι η επιλογή μου από τον Νεκτάριο έγινε γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο.

Αλήθεια, τι επαφή είχατε με τον Όμηρο και το έργο του πριν τον συγκεκριμένο δίσκο; Άλλαξαν πράγματα στην αντίληψή σας για εκείνον, καθώς φτιάχνατε το άλμπουμ;

Ν.Κ.: Ως Θιακός, είχα την «Οδύσσεια» στη βιβλιοθήκη μου. Μετά την ανάθεση διάβασα αρκετά αποσπάσματα στην προσπάθεια να ξεκλειδώσω τη μελωδικότητα και τη μουσικότητα του αρχαίου κειμένου. Τότε συνειδητοποίησα ότι, σε κάποιον βαθμό, θεωρούσα το ομηρικό κείμενο σαν μέρος μιας διδακτέας ύλης –μια σχολική αντιμετώπιση δηλαδή– και όχι σαν ό,τι πραγματικά είναι: ποίηση και μάλιστα του υψηλότερου επιπέδου.
Σ.Γ.: Η επαφή μου με την «Οδύσσεια» είχε να κάνει κυρίως με το σχολείο, την έβλεπα τότε σαν ένα ωραίο παραμύθι. Στη συνέχεια, διάβασα αρκετές αναφορές στο έργο –κυρίως σε βιβλία τα οποία αναλύουν τη μυθολογία– αλλά ποτέ το ίδιο το κείμενο. Δεν μπορώ να πω ότι άλλαξε κάτι στην αντίληψή μου με τον δίσκο. Ο Νεκτάριος, μουσικά, δεν κινήθηκε σε απρόβλεπτους δρόμους.
 
Κύριε Καραντζή, αντιλαμβάνομαι το έργο που καταθέσατε ως μια επιτυχημένη διάδραση μεταξύ της Δυτικής λόγιας παράδοσης και μιας ευρύτερης ελληνικότητας. Εμπνευστήκατε από το δημοτικό τραγούδι ως προς αυτήν την προσέγγιση;

Ήταν επιλογή μου η «Οδύσσεια» να έχει σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό, μεσογειακό και ελληνικό. Ο προφανής –αλλά όχι και μοναδικός, βέβαια– τρόπος ήταν ενορχηστρωτικά, με τη χρήση παραδοσιακών οργάνων όπως καβάλ, σαντούρι και ούτι και με τη χρήση επίσης των τρόπων (αφού η παραδοσιακή μουσική είναι τροπική). 

Οι τρόποι, όμως, χρησιμοποιούνται κι αλλού, με διαφορετική ματιά. Τρόπους συναντάμε π.χ. και στην πολυφωνία της Αναγέννησης, στη σύγχρονη κλασική (Ολιβιέ Μεσσιάν), όπως επίσης και στην τζαζ. Έτσι υπάρχει ένας κοινός τόπος όπου η παραδοσιακή μουσική μπορεί να συνδιαλλαγεί με άλλα είδη. 

Όποιος αναρωτιέται για το τι σημαίνει ελληνική μουσική, πού θα πρέπει να ανατρέξει; 

Ν.Κ.: Το τι σημαίνει ελληνική μουσική (με την ευρεία και όχι με τη στενή γεωγραφική έννοια) είναι μια μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση, στην οποία πρέπει να υπάρχουν ενστάσεις, διαφοροποιήσεις και αντιρρήσεις. Σίγουρα η πληθώρα των παραδοσιακών ιδιωμάτων αποτελεί έναν αστείρευτο πλούτο ομορφιάς. 

Ίσως, όμως, για να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει ελληνική μουσική θα πρέπει να δούμε και πέρα από αυτήν. Υπάρχει η  Λογοτεχνία και η Ποίηση, η Αρχιτεκτονική και η Ζωγραφική, η Φιλοσοφία και η Ιστορία, που μπορούν να μας διαφωτίσουν το ίδιο ή και περισσότερο. Σε κάθε μουσικό, τα ερεθίσματα αυτά θα αποτελέσουν τη βάση ή τον καταλύτη εκείνον από όπου θα προκύψει το νέο υλικό, οι καινούριες τάσεις, τα νέα χρώματα. Εκεί νομίζω ότι βρίσκεται και το μεγάλο στοίχημα: στο πώς η γνώση του παρελθόντος θα μας δώσει ώθηση για νέα δημιουργία.

Σ.Γ.: Έχουν διασωθεί αποσπάσματα από μελωδίες αρχαίων ύμνων, όμως αμφισβητείται η ορθότητα της καταγραφής τους ή ο τρόπος με τον οποίον θα έπρεπε να ερμηνεύονται. Δεν έχω ασχοληθεί με αυτό το είδος για να ξέρω πού είναι σωστό να ανατρέξει κανείς: όπως μελετάμε την αρχαία γλώσσα ή την ιστορία, έτσι θα πρέπει να ψάχνουμε και την αρχαία μουσική, μόνο αυτό μπορώ να πω. 

Τώρα, αν μιλάμε για την ελληνική μουσική γενικά, σίγουρα στο παραδοσιακό και στο ρεμπέτικο τραγούδι, στη βυζαντινή μουσική και στο πώς τέτοια είδη επηρέασαν και επηρεάζουν όλη τη μουσική δημιουργικότητα στην Ελλάδα.



27 Σεπτεμβρίου 2023

Sigmatropic - συνέντευξη (2014)


Με τους Sigmatropic του Άκη Μπογιατζή είχαμε συναντηθεί το 2007, με αφορμή την έκδοση του άλμπουμ «Dark Outside», για μια εκτενή συζήτηση που κατέληξε στις σελίδες του περιοδικού Sonik (δείτε εδώ). Νομίζω ότι αργότερα πέρασε και στο Avopolis, τεμαχισμένη όμως σε δύο μέρη, απόφαση που δεν ήταν δική μου, καθώς τότε δεν είχα αναλάβει, ακόμα, την αρχισυνταξία του site.

Μιας και γίναμε φίλοι με τον Άκη Μπογιατζή στο Facebook αυτές τις μέρες, όμως, σκάλισα λίγο στο αρχείο και είδα ότι εκείνη η συνέντευξη δεν ήταν και η μοναδική που είχαμε κάνει. 7 χρόνια αργότερα, δηλαδή, τον Δεκέμβριο του 2014, ξαναβρεθήκαμε με αφορμή την έκδοση του δίσκου «Dead Computer Blues», αυτή τη φορά για λογαριασμό του περιοδικού Ήχος.

Η κουβέντα που κάναμε, λοιπόν, βρήκε τον δρόμο της δημοσίευσης στις σελίδες αυτού και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* η χρησιμοποιούμενη κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο


Για σας που το δημιουργήσατε, σε τι διαφοροποιείται το «Dead Computer Blues» από τις μέχρι τώρα δουλειές των Sigmatropic; Και ως προς τι αποτελεί φυσική συνέχεια εκείνων;

Στο τελευταίο μας άλμπουμ έχουμε προσεγγίσει την παραγωγή μέσα από μια «παραδοσιακή» οδό· οι βασικές ιδέες, δηλαδή, δουλεύτηκαν και ενορχηστρώθηκαν από όλα τα μέλη μαζί. Γι' αυτό, πιστεύω, η μουσική αποδίδεται με μια εσωτερική δύναμη, που –εγώ τουλάχιστον– είχα να τη βιώσω από την εποχή των Libido Blume. 

Κατά συνέπεια, ο ήχος μας έχει και περισσότερη ομοιογένεια. Τώρα, από την πλευρά των ιδεών, το Dead Computer Blues αγκαλιάζει ένα ευρύτερο (σε σχέση με τα παλιότερα άλμπουμ μας) υποσύνολο της μουσικής, συνεχίζοντας και ενισχύοντας την τάση που διαφαινόταν ήδη από το «Dark Outside» (2007).

Μα είναι νεκρός ο υπολογιστής; Ίσα-ίσα, θα έλεγε κανείς ότι από τότε που του είπαν εκείνο το περίφημο "ΟΚ" οι Radiohead, όχι μόνο ζει, μα βασιλεύει κιόλας –διαφεντεύοντας τις ζωές μας με τρόπους που δεν φανταζόμασταν...

Ακριβώς! Αποτελεί περίπου μια ιστορία επιστημονικο-πολιτικής φαντασίας. Φανταστείτε λοιπόν τα δακρύβρεχτα μπλουζ (τις «μαύρες μας», θα λέγαμε στα ελληνικά) αν ξαφνικά ο υπολογιστής πέθαινε, εξαφανιζόταν, αν ξαφνικά ο συλλογικός εθισμός της Ανθρωπότητας γινόταν καπνός. 

Μια τέτοια αλληγορία προτάσσει αυτό το κομμάτι, που από μια άποψη υιοθετείται και από το ίδιο το συγκρότημα στη μουσική καθημερινότητά του: εκεί που ο υπολογιστής είχε γίνει η ραχοκοκαλιά του ήχου μας στην ηχογραφημένη και στη ζωντανή μας εκδοχή, τώρα πρωταγωνιστεί ο ηλεκτρισμός, οι φωνές, ο «ανθρώπινος» ρυθμός. Ο υπολογιστής, βλέπεις, είχε την εξ υποθέσεως θέση του στους Sigmatropic από το 1997, ελλείψει ανθρώπινης επαφής. 

Το άλμπουμ θίγει την προσωπική κρίση που όλοι βιώνουμε αυτήν την εποχή. Θα οδηγηθούμε, κατά τη γνώμη σας, σε μια νέα κοινωνία; Και πώς τη βλέπετε αυτήν, ως καλύτερη της σημερινής ή χειρότερη;

Δεν είμαι προφήτης (περί προφητών, στην επόμενη ερώτηση). Ξέρω μόνο ότι οι «νέες» δυνατότητες, με τις υποτιθέμενες ελευθερίες που υπόσχονται (το ίντερνετ, ο υπολογιστής, για άλλη μια φορά), με κάποιον αδιαφανή τρόπο εξύφαναν το ακριβώς αντίθετο σκηνικό: τον μεσαίωνα που ακριβώς βιώνουμε τώρα, με τη βάναυση στέρηση των ελευθεριών, με το φίμωμα όσων φωνών έχουν κάτι διαφορετικό να πουν, με την κατευθυνόμενη οικονομική κρίση κλπ. Σε τέτοιον μάλιστα βαθμό, ώστε να διερωτάται κανείς μήπως η απόλυτη δημοκρατία του ίντερνετ ήρθε λίγο πρώιμα, σε μια στιγμή που δεν ήμαστε ακόμα έτοιμοι;

Τι βρήκε αλήθεια ο Ιησούς, όταν περπάτησε στους Δρόμους της Αθήνας μας; 

Στην πόλη της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας, ο Χριστός έκανε ένα φανταστικό ταξίδι και συνάντησε λυσσαλέο ανταγωνισμό. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε αν πράγματι ο Χριστός επισκέφτηκε την Αθήνα. Υπάρχουν βλέπεις αυτά τα μυστηριώδη χρόνια, από τότε που ήταν 12 χρονών μέχρι το σημείο που τον παρακολουθούν τα Ευαγγέλια. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η τότε Αθήνα ήταν ένας φάρος του πολιτισμού σε παρακμή: θυμόταν τα περασμένα μεγαλεία της και «διηγώντας τα, έκλαιγε».

Στο παραμύθι λοιπόν που εξιστορείται στο "When Jesus Walked The Streets Of Athens", πολλοί τον αντιμετώπισαν σαν ξενόφερτο, ο οποίος ήρθε να κλέψει τις καρδιές εκείνων που μέχρι τότε ήταν δοσμένοι αλλού. Σε όλα τα συστήματα υπάρχει άλλωστε μια «αντίδραση - σοκ» προς το καινούριο, που μπορεί να φτάσει μέχρι και τη σταύρωση. Μέχρι που η πιο ψύχραιμη ματιά θα αποφασίσει, κάποτε, εάν πράγματι πρόκειται για κάτι σημαντικό ή όχι. 

Γιατί νιώσατε την ανάγκη να επανεκτελεστεί το "Off Hand" των Libido Blume;

Είναι απλά το αγαπημένο μου κομμάτι από τη δισκογραφία των Libido, σύνθεση του Δημήτρη Στεργίου. Ήθελα έτσι να υπάρχει μια σύγχρονη μορφή κάποιου κομματιού των Libido Blume στο συγκεκριμένο άλμπουμ, και κατέληξα σε αυτό. 

Ανήκετε στα συγκροτήματα τα οποία όρισαν για πολλούς μουσικόφιλους το τι σήμαινε εγχώριος alternative ήχος (ασχέτως ροκ ή ηλεκτρονικών κατευθύνσεων). Τώρα που οι καιροί έχουν αλλάξει και το alternative βρίσκεται περισσότερο στον αφρό –έχοντας γίνει ακόμα και μόδα– νιώθετε πως ανήκετε ακόμα στην ευρύτερη οικογένειά του;

Πράγματι, ο ήχος των περισσότερων συγκροτημάτων και μουσικών έχει αγκαλιάσει τα χαρακτηριστικά αυτού που χαρακτηρίζεται ως alternative. Ο ήχος, όμως, είναι απλά μια συνιστώσα της μουσικής. Όπως και να έχει, θεωρώ πως το alternative είναι μια δυναμική κατάσταση σε σχέση με τη μουσική που επικρατεί. 

Εάν δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής παραγωγής σήμερα ακούγεται ως alternative, τότε το πραγματικό alternative θα πρέπει να μετακινηθεί κάπου αλλού (γιατί το αντιλαμβάνομαι ως «εναλλακτικό σε σχέση με την επικρατούσα τάση»). Από την πλευρά του ακροατή, τα πράγματα εξελίσσονται αντίστοιχα: τα πρώτα δείγματα του alternative μπορεί να ακούγονται «ξένα» στον μέσο ακροατή. Εάν όμως τύχει να έχουν οι μουσικές αυτές ικανοποιητική έκθεση στα media, το αφτί του κάποτε εξοικειώνεται. Οπότε το πραγματικό alternative θα πρέπει –και από αυτήν τη σκοπιά– να είναι κάτι «άλλο». 

Η δική μας μουσική, ιδιαίτερα στο «Dead Computer Blues», πιστεύω ότι κινείται μεταξύ των διαφόρων μονοπατιών (ειδών, τάσεων κλπ.). Εδώ έχουμε βγάλει στην επιφάνεια περισσότερο τις μπλουζ καταβολές μας, και εν γένει υπενθυμίζουμε ότι τελικά είμαστε ένα ροκ εν ρολ συγκρότημα.

Το "Spaceface" δανείζεται έναν στίχο από τον David Bowie. Ποιες είναι, για εσάς, οι καλλιτεχνικές του κορυφές και γιατί;

Το «Ziggy Stardust» είναι από τα πιο εμβληματικά άλμπουμ της ροκ/ποπ μουσικής. Με είχε συναρπάσει από την αρχή μέχρι το τέλος. Μου είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τα μάτια εξωγήινου που έβλεπα στις φωτογραφίες να κάνει ο Bowie στο "Moonage Daydream", τοποθετώντας τα χέρια του ανάποδα επάνω στα μάτια του. Μου είχε κάνει εντύπωση και η όλη ατμόσφαιρα, η οποία αντλούσε από αξίες της επιστημονικής φαντασίας –πάντα με σαγήνευε αυτό το είδος. Και η μουσική όμως ήταν «λαμπερή», με τονισμένα όλα τα στοιχεία που περίμενα να ακούσω. Στα αφτιά μου ηχούσε λοιπόν σαν ό,τι πιο τέλειο υπήρχε, για πολλά χρόνια.

Δημιούργησε ευκαιρίες το «Sixteen Haiku And Other Stories», 11 χρόνια πριν, για να βρείτε διέξοδο για το εξωτερικό; Και αν ναι, τι σας σταμάτησε; 

Η τωρινή μου εκτίμηση είναι, ναι. Δημιούργησε μια ανεπανάληπτη ευκαιρία, να βρει απήχηση η δουλειά αυτή έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Από καλλιτεχνικής πλευράς το έδαφος ήταν, πιστεύω, πρόσφορο. Απλά υπήρξε μια ατολμία στις αποφάσεις και στο οργανωτικό επίπεδο. 

Τι σχέδια περιλαμβάνει το άμεσο μέλλον σας; Θα εμφανιστείτε συναυλιακά; 

Το άλμπουμ αυτό είναι ίσως το πιο «έτοιμο» για τη συναυλιακή του εκφορά, ακριβώς επειδή η επεξεργασία του έγινε συλλογικά, από τους ίδιους ανθρώπους που στελεχώνουν και το live σχήμα. Μέχρι λοιπόν το τέλος της χρονιάς θα έχουμε εμφανιστεί 2 φορές, ενώ με το νέο έτος έπονται και άλλες εμφανίσεις –τόσο στην Αθήνα, όσο και εκτός Αθήνας.



26 Σεπτεμβρίου 2023

Misuse - συνέντευξη (2011)


Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, δίναμε μεγάλη βάση στα εγχώρια alternative pop/rock συγκροτήματα οι του Τύπου. Δυσανάλογη της αξίας τους, εκ των υστέρων κρίνοντας –τότε, όμως, υπήρχε μια γενικευμένη αίσθηση ότι κάπου εκεί γεννιόταν κάτι φρέσκο, έτοιμο να ξεσπάσει. 

Από τα γκρουπ αυτού του χώρου που είχαν διακριθεί για τη σφιχτοδεμένη τους δουλειά σε στούντιο και συναυλιακές εμφανίσεις, οι Misuse συζητήθηκαν αρκετά για ένα διάστημα, δίχως όμως να μπορέσουν, τελικά, να το εξαργυρώσουν, σε βάθος χρόνου.

Τον Δεκέμβριο του 2011 στήσαμε μια κουβέντα με αφορμή το δεύτερό τους άλμπουμ «April», που θα ήταν και το τελευταίο τους, η οποία κατέληξε έπειτα στις σελίδες του περιοδικού Ήχος + Εικόνα. Τώρα, λοιπόν, αναδημοσιεύεται κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που παραχωρήθηκε στον Τύπο της εποχής για το promo του δίσκου 


Απρίλης εν μέσω φθινοπώρου, οριστικά προς χειμώνα; Τι σηματοδοτεί ο τίτλος του νέου σας άλμπουμ;

Όπως και η μουσική μας, για τον καθένα ένας τίτλος, εν προκειμένω το April, μπορεί να νοηματοδοτεί διαφορετικά πράγματα. Η συγκεκριμένη λέξη-χρονική περίοδος, ενώ παραπέμπει συνεκδοχικά σε μια κατάσταση αναγέννησης και ελπίδας, πολλές φορές κρύβει εκπλήξεις μέσω των αντιθέσεων που μπορεί να παρουσιαστούν: ο Απρίλιος είναι, εξάλλου, ο μήνας ο οποίος συνδέει τις δύο «αντίθετες» εποχές του χρόνου. Πάνω από όλα, όμως, συνάδει, στα αφτιά μας τουλάχιστον, με την αίσθηση που αφήνει η μουσική του άλμπουμ.

Το ντεμπούτο σας κέρδισε σύσσωμη εκτίμηση κοινού και κριτικών. Σας έκανε αυτή η αντιμετώπιση να βάλετε τον πήχη ψηλά για το April; Ή πορεύεστε δίχως να σας επηρεάζουν τέτοιοι παράγοντες; 

Προσπαθούμε πάντα για το καλύτερο σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν λαμβάνουμε υπόψη μας κριτικές ή και γνώμες φίλων. Εμείς οι ίδιοι, πάντως, είμαστε, χωρίς αμφιβολία, οι πιο αυστηροί κριτές της δουλειάς μας. Κι έχουμε μεγαλύτερες απαιτήσεις από τους εαυτούς μας απ' ό,τι οποιαδήποτε κριτική έχουμε ακούσει ή διαβάσει ως σήμερα. 
        
Πέντε οργανικά κομμάτια, το κάθε ένα χωρισμένο σε δύο μέρη. Τι υπαγόρευσε αυτό το διμερές της δομής; 
     
Τα δύο μέρη δεν ήταν προμελετημένα, προέκυψαν στην πορεία. Παρατηρήσαμε ότι όντως τα κομμάτια χωρίζονται νοητά σε δύο μέρη το καθένα και χωρίσαμε έτσι τα tracks για λόγους προσβασιμότητας, παρά για οτιδήποτε άλλο.

Κάποιες από αυτές τις συνθέσεις τις έχετε παρουσιάσει στα live σας. Έπαιξαν ρόλο οι αντιδράσεις των fans για το αν θα έμπαιναν τελικά ή όχι σε δίσκο; 
     
Τα κομμάτια παίρνουν τόσο καιρό και πρόβες ώσπου να καταλήξουν στην μορφή που βρίσκονται στον δίσκο, ώστε, εν τέλει, δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήσουμε κάποιο εκτός. Στα live, πάντως, δοκιμάζουμε τα κομμάτια και αναλόγως κάνουμε αλλαγές, ούτως ώστε όλα να φτάσουν στο επιθυμητό επίπεδο και να έχουν λόγο ύπαρξης στο άλμπουμ –σε σχέση και με τα υπόλοιπα. Το ίδιο συμβαίνει ακόμα και τώρα με τα κομμάτια του ντεμπούτου μας σε ό,τι αφορά στις συναυλίες: είναι μονίμως σε μια διαδικασία αλλαγών, ώστε το συνολικό αποτέλεσμα μιας ζωντανής εμφάνισης να προκύπτει πιο συμπαγές και ομοιόμορφο.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του April είναι η αισθητή απομάκρυνσή σας από το post-rock. Είναι ένα ιδίωμα εξαντλημένο καλλιτεχνικά ή εσάς δεν σας ενδιαφέρει πια, όσο άλλες κατευθύνσεις; 

Για να πούμε την αλήθεια, ποτέ δεν μπήκαμε στο στούντιο με σκοπό να παίξουμε κάποιο συγκεκριμένο ιδίωμα.  Όταν παίζεις απλά μουσική, δεν έχεις στο μυαλό σου τέτοιες κατηγοριοποιήσεις. Εμείς προτιμούμε λοιπόν να αντιμετωπίζουμε τη μουσική μας απλά σαν instrumental, χωρίς την ανάγκη να την κατηγοριοποιήσουμε κάπου. Σίγουρα, όμως, κάποια στοιχεία του τυπικού post-rock ήχου (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) θελήσαμε συνειδητά να τα αποφύγουμε, κυρίως γιατί δεν μας συγκινούν αισθητικά όσο παλιότερα.

Οι κιθάρες σας κάνουν πλέον παρέα με ηλεκτρονικούς ήχους, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να μιλήσουμε για electronica αποτέλεσμα. Πώς χτίστηκαν αυτές οι ισορροπίες; Υπήρξε «φύλλο πορείας» για τον ήχο του δίσκου ή είναι αποτέλεσμα καθαρά δημιουργικών διαδικασιών;

Χωρίς να έχει συζητηθεί ποτέ, δεν νομίζουμε ότι κάποιος από μας είχε στο μυαλό του έναν αμιγώς ηλεκτρονικό δίσκο. Σεβόμαστε τον ήχο της μπάντας και δεν θέλαμε να απομακρυνθούμε από αυτόν δραστικά. Η χρήση των διάφορων samplers, drum machines, iOs apps κλπ. έγινε, έτσι, με γνώμονα το εκάστοτε κομμάτι και όχι επί τούτου. Έχουν πλέον, εξάλλου, τόσες δυνατότητες –ιδίως στο live παίξιμο– ώστε ο καθένας μπορεί να τα χρησιμοποιήσει με διαφορετικό τρόπο στη μουσική του και να εμπλουτίσει τον ήχο του με μόνο όριο την ίδια του τη φαντασία.
 
Όσον αφορά στις εσωτερικές ισορροπίες των Misuse, υπήρξαν αναταράξεις από την περσινή αποχώρηση του Τίτου Μοσχάκη;
     
Καμία αναταραχή δεν υπήρξε, καθώς δεν είναι κάτι που έγινε ξαφνικά ή με άσχημο τρόπο. Δοκιμάσαμε να δούμε πώς θα ήταν αν παραμείνουμε 4 –κάναμε και συναυλίες ως κουαρτέτο– καταλήξαμε όμως ότι λείπει στον ήχο το 5ο μέλος. Έτσι ήρθε ο Λευτέρης Βολάνης όταν ξεκινούσαμε πρόβες αποκλειστικά για τον δίσκο, κάποια στιγμή τον περασμένο Δεκέμβρη, προκειμένου να προλάβει να δώσει κι αυτός το δικό του στίγμα στον ήχο της μπάντας.

Πίσω από την έκδοση του April δεν κρύβεται μία, μα δύο εταιρείες –η Puzzlemusic και η Spinalonga. Να το δούμε ως σημάδι δύσκολων καιρών ή είναι άλλοι οι λόγοι για αυτήν την από κοινού κυκλοφορία;

Το ίδιο ίσχυε και στο πρώτο άλμπουμ, οπότε σε καμία περίπτωση δεν έχει να κάνει με τους, αναμφισβήτητα, δύσκολους καιρούς τους οποίους διανύουμε. Είναι απλά η συνέχεια μιας αγαστής συνεργασίας χρόνων.

Σκοπεύετε να εμφανιστείτε συχνότερα ζωντανά από ότι στο παρελθόν; Υπάρχουν ανακοινώσιμα σχέδια για μετά το πρώτο σας live-παρουσίαση του April, το Σάββατο 17 Δεκεμβρίου στο Bios; 

Ανακοινώσιμες ημερομηνίες αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχουν, υπάρχει όμως η θέληση να κάνουμε αρκετά συχνότερα live, σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη, εντός και εκτός λεκανοπεδίου. Και, ει δυνατόν, εντός και εκτός επικράτειας.



25 Σεπτεμβρίου 2023

Michael Schenker Fest: Resurrection [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Resurrection» του Michael Shenker. Του δοξασμένου, μα και αμφιλεγόμενου Γερμανού κιθαρίστα, ο οποίος βρήκε εδώ μια αίσθηση ανανέωσης στηριγμένη στη μάζωξη κάμποσων τραγουδιστών του hard rock που τον είχαν συντρέξει στις κατά καιρούς περιπέτειές του στη δισκογραφία.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο 


Ο Michael Schenker υπήρξε ταλέντο διεθνούς εμβέλειας στην ηλεκτρική κιθάρα και μόνο τυχαίο δεν είναι ότι πίνουν νερό στο όνομά του o Slash, ο Kirk Hammett των Metallica (ο οποίος συμμετέχει μάλιστα εδώ, στο "Heart And Soul"), ο Kerry King των Slayer ή ο Dave Mustaine των Megadeth. 

Στα νιάτα του έχτισε μεγάλο μέρος της χαρντ ροκ φήμης των UFO (το "Doctor Doctor" είναι δικό του τραγούδι), έβαλε αποφασιστικές πινελιές στο πώς οι Scorpions κατέκτησαν την Αμερική επί Lovedrive (1979) και συνέχισε να έχει δημιουργικές ημέρες ακόμα και όταν κινήθηκε σόλο στην έναρξη της δεκαετίας του 1980, φτιάχνοντας το δικό του γκρουπ. Παράλληλη με όλα αυτά τα αξιοθαύμαστα, όμως, ήταν και μια πορεία καταχρήσεων και κωλοπαιδισμού, η οποία τον έκανε αντιπαθή και τον έφτασε να αποξενωθεί ακόμα και από τον αδερφό του, οδηγώντας τον σε συχνά καλλιτεχνικά ναδίρ. 

Κι όμως, ο Michael Schenker εξακολουθεί να είναι παρών στα πράγματα. Kαι, εν έτει 2018, είδε και το ανήκουστο εδώ και πολλά χρόνια, να υπάρχει δηλαδή πραγματική ανυπομονησία για το νέο του άλμπουμ –το πρώτο που χρεώνεται στους Michael Schenker Fest, οι οποίοι δεν είναι βέβαια παρά οι γνωστοί M.S.G., απλά σε μια πιο πλήρη εκδοχή τους, με πολλούς από τους τραγουδιστές που ιστορικά έχουν αποτελέσει μέλη της σύνθεσής τους. 

Το «Resurrection», λοιπόν, αποδεικνύεται όνομα και πράγμα, έστω κι αν επί της ουσίας μιλάμε περισσότερο για ένα έξυπνο άλμπουμ, παρά για μια δουλειά στηριγμένη στις ατόφιες μουσικές της ιδέες. Αν κάτσεις να το δεις με ψυχρή λογική, δηλαδή, ο Schenker έχει κάνει εδώ ένα προσεγμένο μοντάζ από 1970s και 1980s χαρντ ροκ χαρακτηριστικά: τα ταίριαξε ωραία, τα ανακάτεψε πετυχημένα και προς τιμήν του δεν τα φόρτωσε με σολαρίσματα (όπως θα στοιχημάτιζε κανείς), ώστε οι δομές των κομματιών να παραμένουν βαρυκόκαλες και να μην κλυδωνίζονται από τη φλυαρία. Ωστόσο δεν έχει απομακρυνθεί σπιθαμή από τους κοινούς τόπους του μουσικού αυτού είδους και από όσα γενικά το κατέστησαν, κάποτε, αναγνωρίσιμο και εμπορικά επιτυχημένο.

Έτσι, υπάρχει μια αγορίστικη μπρουταλιά ξεχασμένη σε ζόρικες μακρυμάλλικες εποχές στον τρόπο π.χ. με τον οποίον σκάει ένα τραγούδι σαν το "Warrior" στα πιο εκλεπτυσμένα αφτιά των σημερινών hard & heavy αγοριών, όσων περηφανεύονται λ.χ. για τις post-rock και τις alt-rock αναζητήσεις τους δίπλα στις metal αγάπες τους. Δεν σας κρύβω ότι το κατευχαριστιέμαι το τυχόν σοκ από το όλο σερβίρισμα, καθώς για μένα τέτοιου είδους ανακατώματα (συν τα πολλά μούσια) τους έχουν φλωρέψει τους σκληρούς ήχους του σήμερα, βάζοντας τις μπάντες που τους εκπροσωπούν να ψάχνουν ένα κατά βάση indie κοινό, το οποίο δεν πρόκειται να βρουν παρά κατά περιπτώσεις. Περισσότερη σημασία, πάντως, έχει ότι η εν λόγω αγορίστικη μπρουταλιά πληροφορεί γενικά το «Resurrection», κάνοντάς το μεν παλαιάς κοπής, αλλά με την έμφαση να δίνεται στο κοπής. 

Ομολογουμένως, μια τέτοια προσέγγιση σημαίνει ότι θα έχεις και τα αναμενόμενα γραφικά αδιέξοδα και υπάρχουν τραγούδια που πιστοποιούν ότι, πράγματι, τα έχεις. Στις καλές στιγμές, όμως, ο Michael Schenker συνεισφέρει εκπληκτική κιθάρα, ενώ λειτουργεί και ως άτυπος μαέστρος, εκμεταλλευόμενος την κρατσανιστή παραγωγή του έμπειρου Michael Voss-Schoen ώστε να «εξοπλίσει» το άλμπουμ με τις μελωδίες και τα μεγάλα εκείνα ρεφρέν που (ξέρει ότι) αποτελούν ταμάμ για τα λαρύγγια των Gary Barden, Graham Bonnet, Robin McAuley & Doogie White. Έτσι, οι «θείοι» αισθάνονται πολύ στα νερά τους, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και μεταδίδουν και σε σένα κάτι από τον ενθουσιασμό τους, ειδικά όταν λειτουργούν ως παρέα, όπως στο απίθανο "Warrior" ή στο "Last Supper". 

Ο Schenker, τώρα, είναι πράγματι ο δικός τους Ιησούς εδώ, ακριβώς όπως το θέτει το εξώφυλλο –και όλοι ξέρουμε ότι είναι τόσο ξιπασμένος, ώστε να το 'φχαριστιέται. Στο «Resurrection», όμως, δεν αμέλησε να λειτουργήσει (και) ως ομαδικός παίκτης, θυμίζοντας σε φίλους και εχθρούς τι γίνεται όταν πιάνει την ηλεκτρική κι έχει όρεξη. 



22 Σεπτεμβρίου 2023

Alex C, Πρόκνη & Φιλομήλα, Nanah Palm: Μουσική + Φύλο (2015)


Μουσική και ήχος, διερωτήσεις γύρω από τα όρια της σύγχρονης performance, ματιές πάνω στο φύλο και στην οικοδόμηση της ταυτότητας, υπό ένα σταθερά queer πρίσμα. 

Τον Απρίλιο του 2015, λίγο πριν γίνει «της μόδας» να συζητάμε για τέτοια πράγματα στον εγχώριο lifestyle Τύπο –όταν ακόμα αναζητήσεις σαν κι αυτές κινούνταν στο πλαίσιο του αθηναϊκού underground της δεκαετίας του 2010– καταπιάστηκα με τη συγκρότηση και την επιμέλεια ενός σχετικού άρθρου. 

Δεν το έγραψα, εντούτοις: θα ήταν πέρα από τις δυνάμεις μου. Το περιεχόμενο, λοιπόν, το ανέλαβαν ο Alex C, το δίδυμο Πρόκνη & Φιλομήλα και η Nanah Palm, ενόψει της συμμετοχής τους στο τριήμερο «Sound Acts» που διοργανώθηκε στα τέλη εκείνου του Απρίλη στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.

Κινητήριος δύναμη πίσω από το «Sound Acts» ήταν βέβαια η ΦΥΤΙΝΗ ή, αλλιώς, το πρώτο ελληνικό queer μουσικό label, καθώς και το καλλιτεχνικό ντουέτο ΦΥΤΑ. Κάποια στιγμή, ασφαλώς, πρέπει να τα πούμε διεξοδικότερα για τη σημαντική τους δράση.

Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αν και δεν μου ανήκει, όπως είπαμε, παρά μόνο η συγκρότηση, ενοποίηση και επιμέλεια. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν για τους σκοπούς της δημοσίευσης. Στην κεντρική φωτό απεικονίζεται ο Alex C


Alex C

Το σώμα μου είναι μια μηχανή από άνθρακα και το design του γένους μου είναι «Αγόρι». Τούτου λεχθέντος, όπως και κατά την performance των μουσικών μου προπαγανδιστικών προσπαθειών προσπαθώ να επανα-νοηματοδοτήσω κομμάτια της μηχανής αυτής, έτσι και στην καθημερινότητά μου προσπαθώ να «λικνίζομαι», αποφεύγοντας την παγίωση ενός ορισμένου φύλου. 

Ομολογώ ότι, κατά τα γούστα μου, αρέσκομαι στο να στολίζω το σώμα-μηχανή μου με στοιχεία που η κοινωνία νοηματοδοτεί ως «θηλυκά», πρωτίστως διότι έτσι νιώθω ελεύθερος και ηδονίζομαι. Δεν με χαλάει, μολαταύτα, ότι, πολύ βολικά για την πολιτικότητά μου, ο στολισμός αυτός με στέλνει στη σφαίρα του αντικανονικού, όσον αφορά στην ύπαρξή μου μέσα στα πλαίσια της ετεροκανονικότητας. 

Με κίνδυνο να μυστικοποιήσω τη μουσική και τον αντίκτυπό της στην κοινωνία, νιώθω ότι η φόδρα και η φύση της είναι θηλυκή, καθότι προσφέρει στην κοινωνία τον σαμάνο-ιατρό που χρειάζεται. Και τον χρειάζεται καθημερινά και αιώνια, διότι έχει τμήσει και αφήσει σε «ειδικούς» την πιθανότητα θεραπείας της. Σε ειδικούς και πτυχιούχους τεχνών και επιστημών, που το μόνο το οποίο κάνουν είναι να αναπαράγουν τη συνεχή ομφαλοσκόπηση μιας κοινωνίας που τολμά να χορέψει μόνο στον ρυθμό του συνειρμού της λογικής. Οτιδήποτε έξω από αυτό εξοστρακίζεται σε σφαίρες όπως «αδιανόητο», «ανύπαρκτο», «απαράδεκτο». Κάπου εκεί θα με βρείτε.

Πρόκνη & Φιλομήλα

Η μουσική έχει φύλο όσο έχουν όλα τα πράγματα στον κόσμο αυτό. Όπως έχει φύλο το μπλε και το ροζ. Οι συμβάσεις μέσα στις οποίες ζούμε και δημιουργούμε. Η συνήθεια είναι τα αντρικά πράγματα να θεωρείται ότι αφορούν τους πάντες και τα γυναικεία τις γυναίκες. Αυτό είναι το θλιβερό κομμάτι της ιστορίας. 

Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να «καταφέρουν» οι γυναίκες να κάνουν κι εκείνες αυτό που κάνουν οι άντρες. Και οι γυναίκες μπορούν να κάνουν noise, και οι γυναίκες μπορούν να κάνουν πειραματική μουσική, και οι γυναίκες μπορούν να παίζουν με τους υπολογιστές και τους παραμορφωτές. Όχι. Το ζήτημα είναι η διαφορετική παραγωγή ήχου που κάνουν γυναίκες (διαφορετική γιατί έχουν ζήσει και δημιουργήσει μέσα σε έναν κόσμο οι συμβάσεις του οποίου τις επισκέπτονται από συγκεκριμένη κατεύθυνση) να αφορά τους πάντες.


Οι Π και Φ εμπνέονται από τις παρακάτω συλλογικότητες:

H Flo6x8 είναι μια ομάδα που, μέσα από τη μουσική και τους στίχους, παρεμβαίνει σε τράπεζες, αλλά και στη Βουλή με όπλο το φλαμένκο και θέμα της την οικονομική κρίση. «That's not Crisis/It's called capitalism!» τραγουδούν, εξισώνοντας τις καλλιτεχνικές παρεμβάσεις με οποιαδήποτε άλλη μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας.

Ο megafonchor είναι ένα ακόμη εγχείρημα που επιχειρεί παρεμβάσεις μέσω του ήχου και της δράσης στον δημόσιο χώρο. Το βίντεο στο τέλος του δημοσιεύματος είναι μία διαμαρτυρία ενάντια στο gentrification και στην κερδοσκοπία που απειλεί τον κοινωνικό ιστό της πόλης του Aμβούργου, διαμέσω των εξώσεων.

Θεωρούμε οικογένεια τις Laurie  Anderson και Delia Derbyshire

Ακολουθούμε επίσης και υποστηρίζουμε οποιονδήποτε ήχο ή τεχνολογία βγει από τις pechblenda lab: ένα τρανσφεμινιστικό εργαστήρι, κομμάτι της οικοβιομηχανικής μετα-καπιταλιστικής αποικίας Καλαφου.


Nanah Palm

H Nanah Palm προσεγγίζει την έννοια του φύλου μέσα από τον πειραματισμό με τον ήχο και το spoken word, όχι τόσο με γνώμονα τη χειραφέτηση της έκφρασης, όσο με βάση την αλλοίωση διαχωρισμών και κατηγοριών. 

Ο γυναικείος ψυχισμός ξεφεύγει από τα στεγανά της αγνότητας, της «κλασικής» ομορφιάς και της αθωότητας. Και βυθίζεται απροκάλυπτα σε πειραματισμούς με αταίριαστα παντρέματα απόηχων τηλεοπτικών σειρών σε αποσύνθεση, ντίβων του λαϊκού πενταγράμμου και σκοτεινών συνθετριών/κολεκτίβων από τα βάθη της πειραματικής μουσικής. Ταυτόχρονα, η Nanah Palm παίζει με τις προσδοκίες ενός εναλλακτικού κοινού, το οποίο διψάει για σκοτεινές και μυστικοπαθείς περσόνες, χτίζοντας μία αφήγηση που ενσωματώνει στερεοτυπικές αναπαραστάσεις της «γυναικείας» εναλλακτικής έκφρασης.



21 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Στα Υπόγεια του BBC» - ανταπόκριση (2014)


Τελευταία αλίευση αρχείου σε κριτικές για τη δουλειά της Violet Louise η κάτωθι, για την αφιερωμένη στη Delia Derbyshire παράσταση «Στα Υπόγεια του BBC», την οποία είδα και θαύμασα στην αίθουσα Black Box του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, τον Μάρτιο του 2014.

Πολύ απλά, μία από τις καλύτερες και πιο ουσιαστικά δοσμένες μουσικοθεατρικές παραστάσεις που παρακολουθήσαμε στα καθ' ημάς, κατά τη διάρκεια του (έως τώρα) 21ού αιώνα. 

Μια κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης και ανήκουν στη Μυρτώ Στείρου 


Η ισόγεια αίθουσα «Black Box» του Ιδρύματος Κακογιάννη είχε γεμίσει μαγνητοταινίες και απίθανες ηχητικές συσκευές, του τύπου που, ένα καλοκαίρι πριν, χάζευα στο ιστορικό Studio für Elektronische Musik της Κολονίας. Εν μέσω αυτών, δύο μόλις άνθρωποι –η Λουΐζα Κωστούλα (Violet Louise) και ο Παναγιώτης Γαρμπής– ζωντάνεψαν έναν ολόκληρο κόσμο, αναπλάθοντας για χάρη μας την ιστορία της Delia Derbyshire. Μιας πρωτοπόρου της ηλεκτρονικής/πειραματικής έκφρασης, η οποία πάλεψε να καθιερώσει ως μουσική τους Όμορφους Ηλεκτρονικούς Ήχους της, σε πείσμα των συγχρόνων της, που της αρνήθηκαν το δημιουργικό credit ακόμα και για την πιο διάσημη σύνθεσή της: το βασικό θέμα της σειράς επιστημονικής φαντασίας Dr. Who.

Μου είναι πραγματικά δύσκολο να αναπλάσω όλες τις μικρές λεπτομέρειες που έκαναν την παράσταση «Στα Υπόγεια του BBC» τόσο φανταστική. Οι καλειδοσκοπικοί φωτισμοί του Θωμά Οικονομάκου, τα πρωτόλεια ηλεκτρονικά, τα πρωτότυπα τραγούδια που έγραψε για τις ανάγκες της η Violet Louise, η εικόνα όλων εκείνων των μηχανημάτων πάνω στο μεγάλο τραπέζι, το μικρό τραπέζι αντίκρυ με το κρασί που δεν τελείωνε ποτέ, η παράλληλη προβολή ενός ειδώλου της Derbyshire με τη δική του ζωή και κίνηση στον τοίχο αριστερά όπως κοιτάγαμε –μέσω του οποίου δόθηκε, καταπληκτικά, το απότομο φινάλε της ζωής της– όλα υπήρξαν ψηφίδες ενός απίθανου μωσαϊκού. Μέσω του οποίου δεν αποτυπώθηκε απλά ένα κομμάτι της ζωής και της σκέψης της Delia Derbyshire, μα κυριολεκτικά κοινωνήθηκε. Έτσι, ακόμα και κάποιος εντελώς άσχετος με την πειραματική μουσική και τα ηλεκτρακουστικά μπορούσε άνετα να παρακολουθήσει την παράσταση, μα και να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές.

Η ίδια η δημιουργός ενσάρκωσε άψογα τη Derbyshire, κινούμενη σε ένα διαρκές μπρος-πίσω στον χρόνο: η Ντέλια στα υπόγεια του BBC, νέα, δυναμική, με τα φορεματάκια της, να τσιγκλάει τον κομφορμιστή μουσικό/ηχολήπτη Μπράιαν (Brian Hodgson) και να πνέει τα μένεα κατά του στενόμυαλου διευθυντή του BBC Radiophonic Workshop Ντέσμοντ (Desmond Briscoe). Και η Ντέλια στο σπίτι της, μεγάλη πια, αποτραβηγμένη από τον κόσμο, να ακούει ραδιόφωνο τυλιγμένη σε μια ρόμπα, πνίγοντας στο κρασί το ότι δεν μπόρεσε κατά τις πιο δημιουργικές της μέρες να κερδίσει ούτε την καλλιτεχνική αναγνώριση, ούτε και την οικονομική ανεξαρτησία. Παρά τα διαρκή πήγαινε-έλα, δεν χαθήκαμε ποτέ: τα νέα του BBC έμπαιναν ως μικροί ημερολογιακοί δείκτες κάθε φορά που τα χρειαζόμασταν, βοηθώντας στο ταξίδι μας στον χρόνο, μα προσφέροντας κι ένα μικρό πλαίσιο εποχής.

Δίπλα στη Λουΐζα Κωστούλα στάθηκε άξια ο Παναγιώτης Γαρμπής, πότε ως τρισδιάστατος Dr. Who/επισκέπτης από το Διάστημα, πότε ως ο ντροπαλός και κρυφά ερωτευμένος με τη Ντέλια, Μπράιαν, που τα έχασε όλα τη μέρα που της εκμυστηρεύτηκε τα συναισθήματά του, πότε ως ο αρχετυπικός γραφειοκράτης Ντέσμοντ, πότε ως ο Peter Kember των Spacemen 3 –ο άνθρωπος που προσπάθησε να βγάλει τη Ντέλια από την αφάνεια κατά τη δεκαετία του 1990, δείχνοντάς της ότι το έργο της εκτιμήθηκε τελικά ως μουσική επιπέδου από μια ολότελα νέα γενιά Βρετανών δημιουργών.

Μικρά παράπονα (τα μόνα), ότι το κείμενο ανέφερε δύο φορές τον Aphex Twin στον πληθυντικό, λες και επρόκειτο για συγκρότημα, και ότι το πορτραίτο του Πήτερ πλάστηκε πολύ κοντά σε εκείνο του Μπράιαν: έχω την αίσθηση, δηλαδή, ότι ο Kember ήταν ένας άνθρωπος με αυτοπεποίθηση, ο οποίος ήξερε καλά πού πατούσε όταν γνώρισε τη Derbyshire –και όχι αυτός ο αμήχανος, σχεδόν δουλοπρεπής νέος που είδαμε στο Black Box.

Δεν θέλω ωστόσο να επιμείνω σε σημεία τα οποία πραγματικά θεωρώ λεπτομέρειες. Γιατί η Violet Louise μας έδωσε μια φρέσκια παράσταση, μακριά από τα ίδια και τα συνηθισμένα, καταφέρνοντας να διηγηθεί την ιστορία μιας φοβερής γυναίκας δίχως στιγμή να χάσει την ανθρώπινη διάστασή της, είτε ως δημιουργός του όλου εγχειρήματος, είτε ως πρωταγωνίστριά του. Θα τη θυμόμαστε ανεξίτηλα την εμπειρία, όσοι τυχεροί χωθήκαμε στα Υπόγεια του BBC μαζί της.



20 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Γράμματα στα Κοριτσάκια» - ανταπόκριση (2014)


Γοητευτική αποδείχθηκε η παράσταση «Γράμματα στα Κοριτσάκια» της Violet Louise (Λουίζα Κωστούλα), την οποία παρακολούθησα τον Νοέμβριο του 2014 στο Από Μηχανής Θέατρο –όπου ανέβαινε για 2η σεζόν. Με άριστη οικονομία χρόνου, με τις γνωστές ισορροπίες μεταξύ θεάτρου και πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης (όλα δια χειρός της δημιουργού και πρωταγωνίστριας), αλλά και με ιντριγκαδόρικα, αμείλικτα ερωτήματα, τα οποία δεν δίστασαν να φλερτάρουν και με το δυνητικό σκοτάδι. 

Όλα για χάρη του Lewis Carroll, του περίφημου Βρετανού συγγραφέα, ο οποίος μας χάρισε τις Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων (1865). Σε ένα πολυσύνθετο μήνυμα δίχως εύκολα συμπεράσματα, που, προκειμένου να αποκωδικοποιηθεί, θα πρέπει ίσως να συνδυαστεί με  ανάγνωση σε μια συνέντευξη της Violet Louise (δείτε εδώ), όπου μίλησε εκτενώς για το θέμα και για το πώς το προσέγγισε, καθώς έφτιαχνε τα «Γράμματα στα Κοριτσάκια». 

Μια κριτική για την παράσταση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης και ανήκουν στους Στέφανο Κναππ & Περικλή Πραβήτα


Από την αθωότητα στο έρεβος μας πήγε η Λουΐζα Κωστούλα (Violet Louise), μέσα σε μόλις 1 ώρα. Σε μια performance με άριστη οικονομία χρόνου, η οποία αξιοποίησε κάθε ένα από τα 60 λεπτά της για να προσφέρει μια πυκνή μουσική/θεατρική αφήγηση, που κύλησε όμως σαν νεράκι. Αφήνοντάς μας γοητευμένους και συνάμα προβληματισμένους στο φινάλε, να χειροκροτούμε ενόσω στα μυαλά μας επαναλαμβανόταν αδυσώπητο το ερώτημα: ήταν; δεν ήταν;

Μία από τις μεγάλες αρετές της παράστασης ξετυλίγεται τόσο ανεπαίσθητα, ώστε την παίρνεις χαμπάρι μόνο στο τέλος. Γιατί, παρά τη λιτότητα του σκηνικού, μπαίνεις αμέσως στο κλίμα και αντιμετωπίζεις το μικρό τραπέζι με τον προτζέκτορα σαν το γραφείο του Lewis Carroll Dodgson και τη Λουΐζα Κωστούλα σαν τον ίδιο τον συγγραφέα των «Περιπετειών της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων». Νιώθεις να μπαίνεις στο κεφάλι του, διασκεδάζεις με την ευρηματικότητα και τον ενθουσιασμό της αλληλογραφίας που ανταλλάσσει με τις μικρές του θαυμάστριες κι εγώ τουλάχιστον συμμερίστηκα το αίτημά του για 48ωρη μέρα, αλλά και το φλογερό του κήρυγμα υπέρ της διατήρησης μιας διανοητικής, έστω, νεότητας. Εκείνη την ανάγκη, δηλαδή, να μπορείς να συναναστρέφεσαι τους νέους ακόμα κι όταν εσύ δεν ανήκεις πια στο ηλικιακό τους γκρουπ. 

Έτσι, όταν η Violet Louise βάζει τη μάσκα του λαγού, το παίρνεις λίγο προσωπικά που ο κόσμος τούτος θολώνει και αποκτά μια εν δυνάμει ζοφερή πτυχή. Μήπως, τελικά, ο συγγραφέας καλύπτει κάτω από όλα αυτά «ένα τέρας, τέρας!», όπως αναφωνεί ο λαγός σε κάποιο σημείο; Πού τέμνεται, αλήθεια, ο ανύπαντρος γιος του κληρικού με τις απόψεις τις οποίες καταγράφει στο ημερολόγιό του για το παιδί ως εικόνα του Θεού; Πού βρίσκεται το όριο μεταξύ των στάνταρ της εποχής/της συγκεκριμένης κοινωνίας και της παρέκκλισης; Πού μπαίνει το σύνορο, στην προσωπική ιστορία του Carroll, ανάμεσα στις γενικές του απόψεις για το παιδί και στο ενδιαφέρον του για την 11άχρονη Alice Liddell (το πρότυπο, ίσως, για την Αλίκη της Χώρας των Θαυμάτων); 

Από εκείνο το σημείο και πέρα, ο τόνος της παράστασης αλλάζει· προσέχεις περισσσότερο το σκοτάδι στη σκηνή (σε απορροφά), ενώ και το sound design γίνεται σκληρό –σαν να ουρλιάζει μερικές φορές, παρέα με τις μύχιες σκέψεις του συγγραφέα. Υπάρχει δε μια εκπληκτική σκηνή, όπου η Violet Louise ρίχνει κραυγάζοντας ό,τι βρίσκει πάνω στο «γραφείο» προς την κατεύθυνση μιας φωτογραφίας εποχής, όπου απεικονίζεται ένα παιδικό γυμνό. Βέβαια, όπως πληροφορούμαστε, στη βικτωριανή περίοδο κάτι τέτοιο (υποτίθεται ότι) δεν περιείχε σεξουαλικές αποχρώσεις. Άρα, ποιος βάζει τους κανόνες; Είναι δικαιολογημένο το διαβόητο παιδοφιλικό κόμμα της Ολλανδίας, το PNVD, να θεωρεί σήμερα τον Lewis Carroll «δικό του», όπως δηλώνεται μέσω διαφάνειας, σε μια ανατριχιαστική διασύνδεση με το δικό μας σήμερα; 

Όλα αυτά αποδίδονται εξαιρετικά, οδηγώντας σε ένα φινάλε δίχως απαντήσεις –ο θεατής αφήνεται, πολύ ορθώς, στα δικά του συμπεράσματα. Μαζί με τα ερωτήματα, πάντως, μένει και η εντύπωση μίας ακόμα θαυμάσιας παράστασης από τη Λουΐζα Κωστούλα: μια performer με λαμπρές, πρωτότυπες ιδέες, οι οποίες σταθερά τέμνουν τη σκηνική δράση με μουσική γραμμένη ειδικά για κάθε περίσταση. Αν και η τελευταία δεν είχε στα Γράμματα στα Κοριτσάκια τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διέθετε στα Υπόγεια του BBC, ακούσαμε μερικά ενδιαφέροντα, βρετανοπρεπή τραγούδια σε εναλλακτικές ποπ κατευθύνσεις. Με καλύτερο το πρώτο στη σειρά, που θύμιζε (ίσως λίγο υπερβολικά;) Dresden Dolls και η Κωστούλα ερμήνευσε με άριστη άρθρωση καθισμένη σε μια καρέκλα στο δεξί άκρο της σκηνής, απέναντι από το σκίτσο ενός κοριτσιού. Ωραίο βρήκα πάντως και το αμέσως επόμενο, το οποίο απηχούσε την ιδιότυπη γραφή των XTC. 

Τα Γράμματα στα Κοριτσάκια ανεβαίνουν φέτος για δεύτερη σεζόν, έχουν κάνει πρεμιέρα ήδη από τον Οκτώβριο και τα παρακολούθησα Κυριακή, όχι Σάββατο. Με αυτούς λοιπόν τους δείκτες κατά νου, το ότι βρήκα το Από Μηχανής Θέατρο σχεδόν γεμάτο μαρτυρεί νομίζω ένα έργο επιτυχημένο (έστω και σε μικρή κλίμακα), που δεν ευτύχησε μόνο στις κριτικές. Κι αν λάβουμε συμπληρωματικά υπόψη τη λεπτομέρεια που μας αποκάλυψε η Violet Louise όταν πήγαμε να της πούμε τα μπράβο από κοντά, ότι έπαιξε δηλαδή με 38.5 πυρετό, η επιτυχία που καταγράφει το παρόν κείμενο αποκτά και μία ακόμα διάσταση, που αφορά την ίδια τη δημιουργό του: δεν μας πέρασε από το μυαλό ούτε στιγμή ότι δεν βρισκόταν στα καλύτερά της, καθώς η απόδοσή της ήταν σταθερή, χωρίς ίχνος κόπωσης –βάλτε δε στον λογαριασμό πως υπήρχε κι ένα σημείο που απαιτούσε πολύ έντονες κινήσεις από μέρους της. 



18 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise - συνέντευξη (2014)


Συνεχίζοντας τις εξερευνήσεις στο αρχείο για κείμενα σχετιζόμενα με τη Violet Louise, βρήκα και τη συνέντευξη που κάναμε τον Οκτώβριο του 2014, λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης «Γράμματα στα Κοριτσάκια», που θα έκανε τότε τη δεύτερή της σεζόν. 

Το αρχικό κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό


Η Delia Derbyshire στα Υπόγεια του BBC, ο Λιούις Κάρολ και οι επιστολές του: τυχαίες οι επιλογές ή υπάρχει κάτι που σε τραβάει προς Βρετανία μεριά;

Αυτή σου ερώτηση δεν είναι καθόλου τυχαία. Και εκτός από έναν πολύ καλό μου φίλο, είσαι ο δεύτερος που κάνει μια τέτοια διαπίστωση. Ούτε εγώ δεν έχω συνειδητοποιήσει το γιατί. Νομίζω ότι η γραφή των συγκεκριμένων κειμένων βασίζεται κατά κάποιον τρόπο σε δομές και φόρμες πιο δωρικές και κάπως πιο κλασικές: υπάρχει δομή, ιστορία, ο λόγος είναι καθαρός, λιτός. 

Όταν υπάρχει λοιπόν μία στέρεα βάση, μία ιστορία, αισθάνομαι ότι έχω μεγαλύτερη ελευθερία να πειραματιστώ και να σπάσω αυτές τις κλασικές δομές, προσθέτοντας καινούρια στοιχεία, που αντικαθιστούν κομμάτια της αφήγησης. Υπάρχει δηλαδή περισσότερος χώρος για να εμπλακούν τα νέα μέσα –βίντεο, ήχος, performance, όπως και η μουσική.

Τα Γράμματα Στα Κοριτσάκια παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 2013, βρίσκοντας θερμή ανταπόκριση από την κριτική. Ήταν αντίστοιχα θερμή η υποδοχή από το κοινό; 

Η αλήθεια είναι ότι τα Γράμματα Στα Κοριτσάκια είναι παράσταση που έχει προκαλέσει. Θίγονται πολύ λεπτά ζητήματα. Ο κόσμος του παιδιού είναι ιερός και υπάρχει μεγάλη ευαισθησία όταν ασχολείται κάποιος μαζί του, σε φιλοσοφικό ή δημιουργικό επίπεδο. Τα Γράμματα Στα Κοριτσάκια είναι μια παράσταση για τη ζωή ενός μεγάλου συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας, του Λιούις Κάρολ, που έγραψε τις Περιπέτειες Της Αλίκης Στη Χώρα Των Θαυμάτων (1865). Ο οποίος κατηγορήθηκε μετά θάνατον –κι ενώ δεν υπήρχαν σχετικές αποδείξεις– ότι χρησιμοποιούσε την τέχνη του για να γοητεύει παιδιά, με αμφίβολες προθέσεις.

Η δική μας η πρόθεση, ξεκινώντας από τη συγκεκριμένη ιστορία, ήταν να κάνουμε μια κοινωνιολογική ανάλυση για τους κανόνες που καθορίζουν τι είναι διαστροφή, παρεκτροπή, όπως και το ποιος καθορίζει κάθε φορά αυτούς τους κανόνες. Πάμε όμως κι ένα βήμα παραπέρα και θίγουμε την κοινωνική υποκρισία και το κατεστημένο κάθε εποχής. Στη Βικτωριανή Εποχή λ.χ., στην οποία έζησε ο Κάρολ, υπήρχαν άλλα μέτρα και σταθμά: τα κορίτσια τα πάντρευαν από τα 12. Σήμερα ισχύουν διαφορετικοί ηθικοί νόμοι και κοινωνικοί κανόνες. Το μεγάλο ερώτημα είναι, λοιπόν, ποιος και γιατί διαμορφώνει την ηθική κάθε εποχής;

Kαι για να κλείσω την ερώτησή σου, επειδή η παράσταση δεν καταλήγει σε συμπεράσματα αλλά θέτει ερωτηματικά, η υποδοχή του κάθε θεατή είναι τόσο θερμή, όσο και η διάθεσή του να εμπλακεί σε αυτούς τους προβληματισμούς και να δει πίσω από την ιστορία του Κάρολ.

Το έναυσμα λοιπόν στο έδωσαν οι επιστολές του Κάρολ προς τις ανήλικες θαυμάστριές του; Ή το ερωτηματικό που έχει δημιουργηθεί για την ερωτική του ταυτότητα;

Οι επιστολές του, σε σχέση με το ερωτηματικό για την ερωτική του ταυτότητα. Δεν μπορούσα να βρω σύνδεσμο και σχέση μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων: τις διάβαζα και τις ξαναδιάβαζα και αναρωτιόμουν από πού προέκυψε η όλη ιστορία. Υπήρχε δηλαδή μια τεράστια αντίφαση. Εγώ έβλεπα έναν άνθρωπο που αγαπά πολύ τα παιδιά κι έχει αφιερώσει τη ζωή του σ' εκείνα. Έναν άνθρωπο στην υπηρεσία του παιδιού· έναν δάσκαλο, έναν διασκεδαστή, ο οποίος θεωρούσε το παιδί ως την τέλεια εικόνα του Θεού επί της Γης.

Δεν δέχεσαι επομένως ότι ήταν παιδόφιλος ο συγγραφέας της Αλίκης Στη Χώρα Των Θαυμάτων. Ήταν λοιπόν απλά ένας παρεξηγημένος άνθρωπος;

Δεν ξέρω ποια είναι η πραγματικότητα, πάντως στη δική μου συνείδηση είναι αθώος. Ένας βαθιά παρεξηγημένος άνθρωπος, που δεν ακολούθησε ποτέ τους κανόνες και μπήκε στο στόχαστρο μιας κοινωνίας μεταγενέστερης της κοινωνίας στην οποία έζησε. Η λογική μου λέει ότι, εφόσον συναναστρεφόταν με εκατοντάδες παιδιά και δεν υπήρξε μία φήμη, μία υπόνοια, ένα σκάνδαλο στην εποχή του, είναι κάπως περίεργο. 

Κι αν εξετάσει κανείς διεξοδικά όσα γράφει, θα καταλάβει ότι πρόκειται για ένα βαθιά ηθικό στοιχείο, με πίστη στον Θεό και στη θεία τιμωρία. Ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν μήπως τη στιγμή του θανάτου η ψυχή του έχει χάσει την αθωότητά της. Έχει γράψει μάλιστα και δύο κείμενα: την Αιώνια Τιμωρία και την Αιώνια Σωτηρία. Και πολλές από τις παιδικές του φίλες –μεγάλες γυναίκες πια, με δικά τους παιδιά– έγραψαν στον τάφο του: «Λιούις Κάρολ, ο καλύτερος φίλος των παιδιών». 

Όλη η παραφιλολογία δημιουργήθηκε από τις ελάχιστες (σε σχέση με τον τεράστιο όγκο των φωτογραφιών του) γυμνές φωτογραφίες κάποιων κοριτσιών, τις οποίες τράβηξε προς το τέλος της ενασχόλησής του με το αντικείμενο. Kάτι όμως που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι, είναι ότι το παιδικό γυμνό στη Βικτωριανή Εποχή θεωρούταν ένδειξη αγνότητας και καλοτυχίας. Το παιδικό σώμα, ακόμα και χωρίς ρούχα, δεν εμπεριείχε σεξουαλική απόχρωση.

Ακούμε συχνά καλλιτέχνες να κρίνονται με βάση το αν η ζωή τους ή/και οι δημόσιες δηλώσεις τους συμβαδίζουν με κάποιο προσωπικό μας μέτρο ηθικής. Τελικά δεν είναι αυθύπαρκτη η αξία μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας; 

Φυσικά και είναι αυθύπαρκτη. Αλλά όλοι μας επηρεαζόμαστε και από την προσωπικότητα του καλλιτέχνη. Είναι ανθρώπινο και κατανοητό. Και νομίζω ότι, στο τέλος, όλοι μας διαχωρίζουμε το έργο από τον καλλιτέχνη. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα καλλιτεχνών που δεν έχουν δώσει και την καλύτερη εικόνα σε κοινωνικό, ηθικό και ανθρώπινο επίπεδο, αλλά που ο κόσμος συρρέει για να απολαύσει τα δημιουργήματά τους.

Και τι συμβαίνει, αλήθεια, κι έχουν εξαφανιστεί δύο ολόκληροι τόμοι από το ημερολόγιο του Κάρολ; Για να αναφέρεται στο δελτίο Τύπου της παράστασής σου, πρέπει να είναι μια πληροφορία με κάποια σημασία για σένα...

Το επισήμανα με μία δόση ειρωνείας. Ο συγγενικός και οικογενειακός κύκλος του δημιουργού, που συνήθως έχει συμφέροντα από την εκμετάλλευση του έργου του, φροντίζει να διατηρείται το προφίλ και η εικόνα του καλλιτέχνη αψεγάδιαστη και αρεστή στην κοινή γνώμη. Οπότε, οποιαδήποτε πληροφορία που θα χαλούσε αυτήν την εικόνα –ακόμα και κάτι που θα μπορούσε να είναι άνευ σημασίας– ενδεχομένως να αποκρύφτηκε για λόγους σκοπιμότητας. Θα μπορούσε να είναι το οτιδήποτε. Κάποιοι, όμως, συνδύασαν τις γυμνές φωτογραφίες των παιδιών με την εξαφάνιση των δύο τόμων από το ημερολόγιο του. Κι έτσι δημιουργήθηκε αυτή η θεωρία συνωμοσίας.

Υπογράφεις τόσο τη μουσική, όσο και το sound design στα Γράμματα Στα Κοριτσάκια. Διαφώτισε τους αναγνώστες που μπερδεύονται όταν ακούν για το δεύτερο, αναρωτώμενοι για το τι σχέση έχει με τη μουσική...

Για τη μουσική νομίζω ότι δεν χρειάζονται διευκρινήσεις. Ο ηχητικός σχεδιασμός (sound design), τώρα, αφορά την ύπαρξη του ήχου ως δραματουργικού στοιχείου της παράστασης, όπως και τη δημιουργία ηχητικού περιβάλλοντος. Ο ήχος βοηθά τη σκηνική δράση, την ερμηνεύει, πολλές φορές την υποκαθιστά κιόλας. Δημιουργεί συναισθήματα, συνειρμούς, τοποθετεί το κοινό σε μία κατάσταση. Επενεργεί στον νου και στο συναίσθημα. Ο ήχος έχει μαγικές ικανότητες.

Τι βρήκες πιο δύσκολο καθώς έστηνες την παράσταση; Και πώς το αντιμετώπισες;   

Αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν το υλικό που είχα στα χέρια μου. Οι επιστολές από μόνες τους έδιναν όλο το αγγλικό nonsence και την παιδικότητα της ψυχής του Κάρολ. Διαφαίνεται το χιούμορ, η φαντασία, η εφευρετικότητα, η θεατρικότητα, αλλά μέχρι εκεί. Ο Κάρολ ήταν επιπλέον ένας διανοούμενος, αντικομφορμιστής και φιλόσοφος στην εποχή του. Έπρεπε λοιπόν να κάνω μεγαλύτερη έρευνα για να συλλέξω στοιχεία από άλλα κείμενά του –φιλοσοφικά, μαθηματικά, το βιβλίο της λογικής, από επιστολές προς ενήλικες φίλους του, από μαρτυρίες τρίτων, το προσωπικό του ημερολόγιο– ώστε να χτίσω σωστά το πορτραίτο του. 

Στη συνέχεια πέρασα και σε μια πιο μεγάλη κλίμακα, μελετώντας τη Βικτωριανή Εποχή και αντιπαραβάλλοντάς την με τη δική μας. Δηλαδή συνέκρινα τα κοινωνικά δεδομένα, τους ηθικούς και θρησκευτικούς κανόνες και κατέληξα σε κάποια συμπεράσματα, τα οποία και παρουσιάζονται στην παράσταση.

Πέρα από την παράσταση, ετοιμάζεις και κάποιον δίσκο αυτόν τον καιρό, σωστά; Πώς σκοπεύεις να κινηθείς μετά τα Γράμματα Στα Κοριτσάκια;

Ναι, ετοιμάζω το επόμενο υλικό, με επιρροές από την αναλογική ηλεκτρονική μουσική. Η ιστορία με τα Υπόγεια Του BBC, σίγουρα με επηρέασε: κάθε δουλειά που κάνουμε, μου αφήνει κάτι περισσότερο. Δεν θέλω να πω κάτι παραπάνω, καθώς τώρα ολοκληρώνεται και προσπαθώ κι εγώ ακόμα να το οσμιστώ και να το αφουγκραστώ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ηχεί πολύ διαφορετικά από το προηγούμενο άλμπουμ Cardinals & Lovers, ως προς την προσωπική ερμηνεία, τις συνθέσεις, τον ήχο.

Επίσης ετοιμάζουμε μια ηλεκτρονική όπερα, μάλλον θα έλεγα πως πρόκειται για μια παράσταση με live εκτέλεση μουσικής, διανθισμένη με ηλεκτρονικά στοιχεία. Έχει σαν θέμα τον σπισιμό, μία καινούρια έννοια, η οποία υποδηλώνει τον ρατσισμό του ανθρώπου απέναντι στα ζώα. Τα ζώα βρίσκονται στην υπηρεσία του ανθρώπου, είναι πόροι και αγαθά, η ζωή τους δεν έχει καμία σημασία. Ο άνθρωπος μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του ηθικά  ανώτερο ον, ξεχνά όμως ότι όλα τα όντα πονούν και αισθάνονται. Η παράστασή μας, στην ουσία, υποστηρίζει τον αντισπισιμό, δηλαδή ότι τελικά τα ζώα έχουν δικαίωμα να ζουν μια ζωή που δεν εμπεριέχει τον πόνο και τον θάνατο.