Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πορτοκάλογλου Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πορτοκάλογλου Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13 Νοεμβρίου 2022

Ελευθερία Αρβανιτάκη - ανταπόκριση (2015)


Έγινε λοιπόν η πρεμιέρα του νέου προγράμματος της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, η οποία συμπράττει φέτος με την Ελεωνόρα Ζουγανέλη στο «Vox», για μια παράσταση φιλόδοξη, με δυναμική που απευθύνεται και στο έντεχνο κοινό, αλλά και στον κόσμο που συνήθως διασκεδάζει στις μεγάλες λαϊκές πίστες –ειδικά αυτές που έχουν ένα νεανικότερο προφίλ.

Δεν αποκλείεται να πάω να τη δω την παράσταση για λογαριασμό του Αθηνοράματος. Τη φοβάμαι λίγο, ωστόσο την παρακολουθώ πολλά χρόνια την Αρβανιτάκη. Κι έχω ενδιαφέρον να βλέπω τι κάνει, έστω κι αν τελευταία δεν έχω ενθουσιαστεί. 

Άλλωστε έχω καιρό να τη δω ζωντανά: από τον Σεπτέμβρη του 2015, όταν έδωσε μια ωραία συναυλία στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», το οποίο βούλιαξε από κόσμο για χάρη της. Επί σκηνής, μάλιστα, παρέλασαν και διάφοροι επιφανείς καλεσμένοι.

Ένα κείμενο για εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis κι αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, δοθείσης της αφορμής του νέου προγράμματος, με μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Αφροδίτη Χουλάκη


Μου άρεσε η Ελευθερία Αρβανιτάκη στον Βύρωνα. Περισσότερο, όμως, μου άρεσε η νοοτροπία την οποία επέδειξε στήνοντας τη συγκεκριμένη συναυλία: κράτησε μεν κάποια στάνταρ πολύ αναγνωρίσιμα στα έντεχνα προγράμματα, μα τα πείραξε ώστε να «χωρέσουν» στη ροή που εκείνη είχε προαποφασίσει –και στήριξαν ο καλός ήχος και οι πέντε θαυμάσιοι μουσικοί της. 

Με λίγα λόγια, έβαλε λιγάκι δύσκολα στο κοινό που βούλιαξε για χάρη της το θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη». Άσχετα τώρα αν αυτό είχε έρθει ως εκεί με έκδηλο ενθουσιασμό: δημιουργήθηκε τέτοιο κλίμα με το που εμφανίστηκε η ερμηνεύτρια στη σκηνή, ώστε πιστεύω ότι και τα πιο άγνωστά της τραγούδια αν ήθελε να παίξει, πάλι χαμός θα γινόταν.

Όχι ότι η Αρβανιτάκη έπαιξε υλικό για τους μυημένους, δεν εννοώ κάτι τέτοιο. Η συναυλία απευθυνόταν στους πολλούς, που την έχουν αγαπήσει από τις επιτυχίες των ραδιοφώνων: και σε όσους είχαν έρθει ως το Βράχων στη δεκαετία του 1990, όταν ηχογραφήθηκε ένας live δίσκος ιστορικός για τα εγχώρια πράγματα, μα και στα κορίτσια που στέκονταν μπροστά μου βρίσκοντας ότι ο τάδε που άρεσε σε μία από την παρέα ήταν «πολύ μεγάλος» στα ...25 του! Αναμενόμενα, λοιπόν, ήταν μια συναυλία στην οποία θα παίζονταν και τα νέα τραγούδια του πρόσφατου άλμπουμ 9+1 Ιστορίες, ενώ –εξίσου αναμενόμενα– θα βλέπαμε και καλεσμένους πάνω στη σκηνή, πιάνοντας (περίπου) τρίωρο σε διάρκεια.

Κι ακούσαμε πράγματι κάμποσα από τα καινούρια κομμάτια, μοιρασμένα σοφά στη setlist. Απλώθηκαν ομαλά, με φειδώ, υπακούοντας στις δυναμικές που έπρεπε να έχει η ροή και όχι δημιουργώντας τις. Ο πολύς κόσμος δεν ήξερε βέβαια τα λόγια και σιώπησε κατά τη διάρκειά τους, τα άκουσε όμως με σεβασμό και προσοχή και πιστεύω ότι η Αρβανιτάκη κέρδισε κάποιους πόντους υπέρ τους, ειδικά με το πώς στάθηκε ερμηνευτικά –χάρηκα δε που άκουσα και το δικό μου αγαπημένο από αυτά, το "Άτομα".  


Και είδαμε πράγματι καλεσμένους, και μάλιστα όχι λίγους. Ήρθαν εκεί ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Θέμης Καραμουρατίδης, ο Στάθης Δρογώσης και ο Θεσσαλονικιός τραγουδιστής Πάνος Ζώης. Αλλά κι αυτοί σκορπίστηκαν αρμονικά, συμμετέχοντας σε 2 τραγούδια ο καθένας, ώστε να μας γλιτώσουν από τη γνωστή –και υπέρ το δέον κουραστική– «παρέλαση ηχηρών ονομάτων». Πάνω από όλα, όπως είπαμε, η ροή του προγράμματος· την οποία η Αρβανιτάκη έδειχνε  αποφασισμένη να διατηρήσει. 

Μόνο ο Παπαδημητρίου εξαιρέθηκε, λίγο γιατί υπήρξε λαϊκή απαίτηση να μείνει και για ένα τρίτο κομμάτι, λίγο γιατί το δικαιούταν εδώ που τα λέμε, λόγω της πορείας του με την τραγουδίστρια. Η στιβαρή του παρουσία την οδήγησε άλλωστε σε ένα από τα ωραιότερα στιγμιότυπα της βραδιάς: την απέριττη, ρομαντική απόδοση στο "Όλα Τα Πήρε Το Καλοκαίρι".  

Από τους υπόλοιπους, ο Πορτοκάλογλου έφερε τον ορεξάτο έτσι πιο ροκ εαυτό του, ο Ξυδάκης το ιδιόμορφο, χαμηλών τόνων στυλ του και την αλεξανδρινή του αβρότητα, ο Καραμουρατίδης κόμισε κέφι ανάκατο με δεξιοτεχνία –μόνο τον Στάθη Δρογώση θα ψέξω, ο οποίος μπήκε με τρακ και δεν μπόρεσε να σταθεί δίπλα στην Αρβανιτάκη, στο ντουέτο που επιχείρησαν στο νέο κομμάτι "Τώρα Ή Τώρα". Ο Πάνος Ζώης αντιθέτως, τον οποίον η Αρβανιτάκη συστήνει από όσο κατάλαβα ως αξιόλογη φρέσκια παρουσία, δεν κέρδιζε καθόλου ως σκηνική φιγούρα. Στάθηκε όμως ανέλπιστα καλά δίπλα της στην εκτέλεση του "Πριν Το Τέλος", ενώ της έδωσε και μερικές πολύτιμες ανάσες με μια δυναμική διασκευή στις "Μέλισσες" της Φωτεινής Βελεσιώτου. 


Πράγματι, επίσης, γύρω στο τρίωρο κράτησε η συναυλία. Μόνο που δεν το κατάλαβα παρά μόνο εκεί πια προς το φινάλε, όταν η ορθοστασία άρχισε να έχει το τίμημά της. Γιατί κύλησαν όλα αρμονικά, από τη χαλαρή, μαζεμένη αρχή ως την ανάταση της μέσης και το ρολερκόστερ ενέργειας το οποίο μας πήγε κατόπιν ως το θριαμβικό φινάλε του "Δυνατά"· ένα τραγούδι για «τους καιρούς που έρχονται», όπως τόνισε η Αρβανιτάκη. 

Δεν ήταν λίγα τα όσα άλλα αγαπημένα παίχτηκαν στην πορεία, βέβαια. Η μνήμη μου κράτησε την "Αναστασία", όπου ξεσπάθωσαν οι μεγαλύτερες ηλικίες σε κερκίδες και πλατεία (όσες θα θυμούνταν και το πολύκροτο σίριαλ), το "Του Πόθου Τ' Αγρίμι", εκείνο το περίφημο "Κόκκινο Φουστάνι", το "Παράπονο" –ίσως η πιο μεστή στιγμή της βραδιάς για την ερμηνεύτρια– το "Μηδέν" στην έναρξη του encore, μα και το "Τον Έρωτα Ρωτάω" από τα νεότερα σουξέ. Παράπονα θα εκφράσω μονάχα για την αχρείαστη εκτέλεση στο "Άγγελος Εξάγγελος", που δεν πήγε καθόλου στην πρωταγωνίστρια της βραδιάς, και για τη βιαστική εκτέλεση της "Βάρκας", όπου ο κατά τα λοιπά εξαιρετικός ντράμερ εκτέθηκε με ένα εκτός τόπου και χρόνου για το συγκεκριμένο άσμα drum solo. 

Περάσαμε πολύ όμορφα στον Βύρωνα. Και δεν μπορείς να μην το πιστώσεις αυτό στην Αρβανιτάκη, η οποία διατηρεί τη φωνή της σε καλό επίπεδο και εξερευνά περαιτέρω την εκφραστική της ωριμότητα, παραμένοντας δύναμη στην επαφή της και στην επικοινωνία με το κοινό. 



30 Δεκεμβρίου 2021

Νίκος Πορτοκάλογλου - συνέντευξη (2012)


Μέσα στο 2021 ξαναβρεθήκαμε με τον Νίκο Πορτοκάλογλου για μια πλούσια κουβέντα, για λογαριασμό του Αθηνοράματος. Και σκέφτηκα ότι πάλι μέσα σε δύσκολες συνθήκες έλαχε να τα πούμε.

Τώρα, δηλαδή, ήταν η όλη αναζωπύρωση της αβεβαιότητας γύρω από τον κορωνοϊό –η οποία είχε τίμημα και για τον ίδιο, υποχρεώνοντάς τον να σταματήσει τις νέες του παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Το 2012, από την άλλη, ήταν η μαυρίλα της οικονομικής Κρίσης και των μνημονίων. Τότε είχαμε συναντηθεί στο σπίτι του, τώρα μιλήσαμε αναγκαστικά μέσω Skype. 

Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αλλάζει το βασικό: ο Νίκος Πορτοκάλογλου είναι καλός συζητητής, ένας άνθρωπος που πάντα έχει να σου πει πολλά και ενδιαφέροντα. 

Η νέα συνέντευξη έδωσε βέβαια και την αφορμή για μια αναδρομή στην παλιότερη συζήτηση. Η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Τριάντα χρόνια πριν κυκλοφόρησε ένας μαύρος δίσκος, στο εξώφυλλο του οποίου απεικονιζόταν ένα κορίτσι με φερετζέ. Πολλά γράφτηκαν έκτοτε για το ντεμπούτο των Φατμέ. Με ποια λόγια θα τον συστήνατε εσείς σήμερα, σε έναν νεότερο ακροατή που δεν έζησε εκείνα τα χρόνια;

Ήταν ο πρώτος δίσκος ενός γκρουπ εικοσάρηδων από τη Νέα Σμύρνη. Τέσσερις συμμαθητές από την Ευαγγελική Σχολή, οι οποίοι αισθανόντουσαν πως το πιο φυσικό πράγμα που μπορούσαν να κάνουν στην Αθήνα των 1980s ήταν να παίξουν ...ανατολίτικο πανκ! 

Προσπαθούσαμε να συνθέσουμε τον ηλεκτρισμό της Δύσης με τη μυστηριώδη και λάγνα Ανατολή. Την εκρηκτική new wave σκηνή της εποχής με τη μαγκιά και την ευγένεια του λαϊκού τραγουδιού. Όπως όλες οι τολμηρές συνθέσεις, όσες βγάζουν τη γλώσσα στα στερεότυπα, η δουλειά μας συνάντησε πολλή καχυποψία: και από τους ροκάδες και από τους λαϊκούς. Αλλά βρήκε και πολλή αγάπη και υποστήριξη. 

Εκτός δηλαδή από το αγγλοσαξονικό ρεπερτόριο, εσείς ακούγατε και λαϊκά. Μάλλον παραμένει κάτι παρεξηγήσιμο από όσους αγαπούν το ροκ, ακόμα και σήμερα...

Είναι ένα κόστος που πληρώνει όποιος θέλει πάνω απ' όλα να μένει πιστός στον εαυτό του και όχι στον κάθε στενοκέφαλο οπαδό. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, πάντως, δεν έχω πια καμιά αμφιβολία πως αξίζει τον κόπο.

Γιατί πιστεύετε ο λαός μας έχει τόση δυσκολία στο να κρατάει το παρελθόν του και ταυτόχρονα να γίνεται μοντέρνος;

Γιατί είναι τρομερά δύσκολο. Αυτό συνήθως το καταφέρνουν κάποιοι καλλιτέχνες-ιδιοφυΐες και παρασύρουν μετά και τους υπόλοιπους. Το έκανε ο Βασίλης Τσιτσάνης, το έκανε ο Μάνος Χατζιδάκις, το έκανε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Για μας τους νεότερους θα μιλήσουν οι επόμενοι...
 
Τριάντα χρόνια μετά, γιορτάζετε την επέτειο του ξεκινήματός σας με την κυκλοφορία ενός διπλού δίσκου. Αλλά γιατί λέγεται Ίσως; Γιατί αυτό το επίρρημα αμφιβολίας;

Αισθάνομαι πως ζούμε σε μια αβέβαιη και μεταβατική εποχή, όπου όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Πιστεύω ότι είναι μια πολύ σκληρή αλλά και πολύ δημιουργική φάση, αν δεν κολλήσουμε βέβαια στην κλάψα και στην αδράνεια. Είναι στο χέρι μας: «Ίσως μια μέρα να πάμε πιο πέρα/πιο πέρα απ' τη νύχτα/μέχρι την αυγή...».

Με ποια λογική επιλέξατε τους συμμετέχοντες στο δεύτερο CD, όσους ανέλαβαν τις διασκευές στο παλιότερο υλικό; Τους γνωρίζατε προσωπικά ως συνεργάτες ή θέλατε να συγκεντρώσετε την αφρόκρεμα από τους πιο προβεβλημένους εκπροσώπους της νεότερης γενιάς;

Δεν ανέλαβαν οι καλεσμένοι τις διασκευές: οι περισσότερες έγιναν από μένα και τη μπάντα μου και κάποιες σε συνεργασία με τον κάθε καλεσμένο. Η ιδέα ήταν ότι γιορτάζω τα 30 μου χρόνια στο τραγούδι ηχογραφώντας 10 καινούρια και 10 παλιότερα τραγούδια σε νέες εκτελέσεις. 

Τα γενέθλια αυτά τα είδα σαν μια αφορμή για να γνωρίσω τους νέους συναδέλφους μου, τραγουδοποιούς και τραγουδιστές. Να τους γνωρίσω όχι μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, αλλά με τον πιο ουσιαστικό τρόπο που μπορούν να γνωριστούν δυο μουσικοί: παίζοντας, αυτοσχεδιάζοντας και (τελικά) ηχογραφώντας μαζί.

Παρατηρώ ότι οι προσκεκλημένοι σας ανήκουν όλοι στους ελληνόφωνους ερμηνευτές ή τραγουδοποιούς. Καλέσατε και αγγλόφωνους ή θεωρείτε ότι δεν έχετε κοινές ανησυχίες με τέτοιους δημιουργούς; Αν θυμάμαι καλά, σε παλιότερη συνέντευξή σας είχατε δηλώσει ότι αυτό με το αγγλόφωνο τραγούδι «δεν πάει πουθενά, είναι σαν να προσπαθείς να κρύψεις ότι είσαι από χωριό»...

Ένα από τα οφέλη της τραγουδοποιίας (και της τέχνης γενικότερα) είναι ότι σε βοηθά να συμφιλιωθείς με την καταγωγή σου, με τους προγόνους σου. Και τελικά, αν τα καταφέρεις, με τον εαυτό σου. Να φτάσεις δηλαδή να είσαι περήφανος για το χωριό σου, που είναι νομίζω ο μόνος δρόμος για να γίνεις γνήσιος κοσμοπολίτης, πολίτης του κόσμου. Αλλιώς, όσες γλώσσες και να μιλάς, παραμένεις επαρχιώτης.

Παίξατε ζωντανά στο στούντιο, με όλη τη μπάντα και τους καλεσμένους μαζί –όπως ηχογραφήθηκαν και οι αγαπημένοι σας δίσκοι της δεκαετίας του 1960. Ποιοι έχουν αυτή την ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας;

Όλοι οι Beatles και οι Rolling Stones, όλος ο Bob Dylan, ο Leonard Cohen, ο Neil Young και τόσοι άλλοι από τη ροκ σκηνή. Τα άπαντα του Βασίλη Τσιτσάνη και του Άκη Πάνου. Ο Miles Davies, o Antônio Carlos Jobim, o Morricone, o Caetano Veloso. Υπέροχες, φευγάτες μουσικές από διάφορα πλάτη και μήκη του πλανήτη.

Στο σημείωμά σας για το Ίσως, γράφετε για την αρχή και το φινάλε του μεγάλου πάρτι (έχετε κι ένα νέο τραγούδι ονόματι "Το Πάρτι Τελειώνει"). Για τη διάψευση και το κενό, αλλά και για την «ανομολόγητη χαρά» για το τέλος της φούσκας. Για εσάς πότε ακριβώς ξεκινά η διάψευση; Βρεθήκατε ποτέ να παρασύρεστε από αυτήν;

Τι να πεις τώρα για ένα τέτοιο θέμα, χωρίς να περιαυτολογήσεις; Πως ήσουνα με τους καλούς και όχι με τους κακούς; Ότι δούλευες σκληρά και πλήρωνες φόρους; Και ποιος να σε πιστέψει, μέσα σ' αυτό το κλίμα καχυποψίας και διχασμού; 

Γι' αυτό το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι όλοι ζήσαμε μέσα στη φούσκα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Τώρα, όμως, άλλοι θρηνούν για το τέλος του πάρτυ και άλλοι βλέπουν σ' αυτό το τέλος τη μόνη ελπίδα για μια νέα αρχή. Εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία.

Αν και είστε καλλιτέχνης της Universal, σε λίγες μέρες θα εμφανιστείτε στα πλαίσια του φετινού Ark. Τι σημαίνει για εσάς το συγκεκριμένο φεστιβάλ;

Η δισκογραφική εταιρεία δεν έχει καμία σχέση με τις συναυλίες μου. Το  Ark Festival –όπως και το River Party στο Νεστόριο– είναι ένα είδος γιορτής όπου συναντιόμαστε μεταξύ μας, η οικογένεια των μουσικών. Και ο κόσμος το απολαμβάνει. 

Στην εποχή μας τα φεστιβάλ είναι μια δυναμική λύση για να ενισχυθεί η μουσική σκηνή και να δει ο κόσμος πολλούς καλλιτέχνες μαζί, με χαμηλό εισιτήριο. Ελπίζω να πολλαπλασιαστούν σε όλη την Ελλάδα.

Σε περίπου έναν μήνα από τώρα, ο Φοίβος γιορτάζει στο Ο.Α.Κ.Α. 20 χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσιάζει το Άξιον Εστί στο Ηρώδειο. Υφίσταται για εσάς ξεκάθαρη επιλογή για το πού θα έπρεπε να πάει κανείς;

Κοιτάξτε, το ένα είναι το σάουντρακ της μεγάλης φούσκας που λέγαμε προηγουμένως. Και το άλλο, φοβάμαι, ένα ακόμα μνημόσυνο για τη δεκαετία του 1960. Να αναπολήσουμε τα περασμένα μεγαλεία δηλαδή, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Σ' αυτή τη φάση, είναι το τελευταίο πράγμα που μου χρειάζεται.



29 Δεκεμβρίου 2021

Νίκος Πορτοκάλογλου & Λαυρέντης Μαχαιρίτσας: «Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά» - ανταπόκριση (2018)


Θυμάμαι ότι ήμουν πολύ κουρασμένος στις μέρες γύρω από την 1η Δεκέμβρη του 2018, που είχα κανονίσει να πάω στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο να δω την παράσταση Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά την οποία παρουσίαζαν εκεί ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Πέρασε δηλαδή από το μυαλό μου να το ακυρώσω, αλλά ευτυχώς τέτοια πράγματα δεν είναι της ιδιοσυγκρασίας μου.

Τρεις Δεκέμβρηδες μετά, καθώς γράφω αυτά τα εισαγωγικά, στέκομαι ανακουφισμένος στη λέξη «ευτυχώς». Γιατί εκείνη η περίσταση έμελλε να είναι και η τελευταία φορά που θα έβλεπα τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα πάνω στη σκηνή. Σε μια απροσδόκητη μα επιτυχημένη συνεργασία με τον Πορτοκάλογλου, αλλά και σε μια βραδιά που είχε το επιπλέον έξτρα της Αφροδίτης Μάνου, η οποία έδωσε το παρών ως Επισκέπτρια. Έχει απογοητεύσει με πολλά τελευταία, το γνωρίζω. Όμως το καλλιτεχνικό της έργο είναι σημαντικό.

Όχι πως δεν είχα τις ενστάσεις μου για όσα είδα. Κάποιες αφορούν μάλιστα και τη Μάνου, όπως και τις Μιρέλα Πάχου & Αγάπη Διαγγελάκη, οι οποίες είχαν μεγαλύτερο ρόλο στο πρόγραμμα. Όμως, αν μου έμεινε κάτι σαν «απόσταγμα», ήταν ότι το βρήκαν το «μαζί» τους ο Πορτοκάλογλου με τον Μαχαιρίτσα –και ήταν και ουσιαστικό.

Η κάτωθι ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αφορμή στάθηκαν οι φετινές εμφανίσεις του Νίκου Πορτοκάλογλου στο Γυάλινο με την παράσταση Ένα Φως Αναμμένο, οι οποίες τερματίστηκαν άδοξα πριν λίγες μέρες, λόγω της υγειονομικής συνθήκης που επέβαλλε η μεγάλη διάδοση της μετάλλαξης Όμικρον του covid-19. Μια γνώμη γι' αυτές πρόλαβε πάντως να δημοσιευτεί στα πλαίσια της συνεργασίας μου με το Αθηνόραμα (εδώ).

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Είναι εύστοχος ο τρόπος με τον οποίον συστήνουν αυτές τις κοινές τους παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα: Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά

Μια φράση με κυριολεκτική διάσταση, αλλά και μεταφορική διάθεση. Βεβαίως, πρόκειται για τραγούδι του Πορτοκάλογλου, από το Παιχνίδια Με Τον Διάβολο του 1999 –ένα από τα (λίγα) σπουδαία άλμπουμ του κινήματος που οι θιασώτες είπαν «ελληνικό ροκ» και οι αντίπερα ονόμασαν «ελληνόφωνο ροκ» (συχνά για να το ξεχωρίζουν από το δικό τους, το αγγλόφωνο, που το θεωρούσαν κάτι σαν το θείο βρέφος). Την ίδια όμως στιγμή μοιάζει σαν να ψάχνουν οι δύο συντελεστές και για έναν απολογισμό του τι έγινε και τι έμεινε σε περίπου 40 χρόνια καριέρας, στα οποία κινήθηκαν σε βίους παράλληλους. 

Ασφαλώς, όταν ψάχνεις «Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά», υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μη βρεις παρά κάρβουνα ή να πρέπει να τρέξεις με ένα σίδερο να τη σκαλίσεις αυτή τη φωτιά, ώστε να μη σου σβήσει. Είναι μια παράμετρος που πιστεύω δεν έχει ξεφύγει από τους κακεντρεχείς επικριτές του Νίκου Πορτοκάλογλου και του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Όσους εδώ και χρόνια τους φορτώνουν το προπατορικό αμάρτημα της σύμπλευσης ροκ και έντεχνου, που μετέτρεψε το πρώτο σε συνιστώσα του δεύτερου –μια υπόθεση που αξίζει ίσως να τη συζητήσουμε, αν και όχι με τέτοιους όρους. Είμαι πάντως εξίσου σίγουρος ότι, τόσο ο Πορτοκάλογλου, όσο και ο Μαχαιρίτσας, γνωρίζουν καλά την «προίκα» τους. Διαφορετικά δεν θα έστηναν ένα τόσο πλούσιο και συμπαγές πρόγραμμα. 


Γιατί αυτή ακριβώς είναι η κυρίαρχη αίσθηση, όταν φτάνει η ώρα της καληνύχτας στο Γυάλινο. Ότι είδες ένα σφιχτό, επιμελώς φιλοτεχνημένο πρόγραμμα. Το οποίο λειτουργεί συνολικά και όχι αποσπασματικά, έχοντας μεν τα πιο πάνω και τα λίγο πιο κάτω του, μα χωρίς ποτέ να εντοπίζεται σημαίνουσα «κοιλιά». Και δεν είναι τόσο εύκολο όσο ίσως υποθέτει κανείς, γιατί Πορτοκάλογλου και Μαχαιρίτσας ανεβαίνουν στη σκηνή γύρω στις 23.00 και το λήγουν περίπου 3 παρά το πρωί. Η διάρκεια λοιπόν, είναι μεγάλη. Και, πέραν του θεσμού του Επισκέπτη που έχουν ορίσει –οι χειμερινές σκηνές της Αθήνας βρίσκονται μάλλον στον αστερισμό της Ταράτσας του Φοίβου– δεν υπάρχει άλλο τρικ, ούτε κάποιο ξόρκι. Παρά μόνο τα τραγούδια τους.  

Και είναι πραγματικά πολλά τα ωραία τραγούδια που έχουν γράψει και ο ένας και ο άλλος· και με τα συγκροτήματά τους –Τερμίτες ο Μαχαιρίτσας (PLJ Band στο ξεκίνημα), Φατμέ ο Πορτοκάλογλου– και μόνοι τους. Παρά τις τόσες ώρες διάρκεια, αν το σκεφτόσουν στο φινάλε, όλο και κάτι εντόπιζες που έλειψε. Ως εκ τούτου, δεν ξέρω τι νόημα μπορεί στ' αλήθεια να έχει για μια ανταπόκριση η εκτενής αναφορά του «τι παίχτηκε». Κάποια πιο μαζικά hits κρατήθηκαν για την τελική ευθεία της βραδιάς ("Ένας Τούρκος Στο Παρίσι", ας πούμε, ή το "Θάλασσά Μου Σκοτεινή"), μερικά άλλα έγιναν «πακέτο» σε ένα πιο λαϊκό τμήμα του προγράμματος ("Ο Παλιός Στρατιώτης", "Κλείσε Τα Μάτια Σου", "Πεθαίνω Για Σένα", "Πότε Θα Σε Βαρεθώ"), ωστόσο κάθε σχεδόν στιγμή άκουγες κι ένα γνωστό τραγούδι. Ήδη μάλιστα από την έναρξη, η οποία άρχισε με αυτοπεποίθηση, ρίχνοντας νωρίς ακόμα και το υπερατού "Διδυμότειχο Blues".


Από άποψη προσέλευσης, το Γυάλινο γέμισε το Σάββατο 1η του Δεκέμβρη (2η μέρα του προγράμματος). Με κόσμο βέβαια αισθητά μεγάλο από άποψη ηλικιών. Παράμετρος κρίσιμη για το πώς νοεί την «επιτυχία» μια μουσική σκηνή εν έτει 2018, όχι όμως ελπιδοφόρα για το πού γενικώς πάει το πράγμα –και ίσως «βόμβα» όσον αφορά τη μακροημέρευση του όποιου σχήματος, στον όποιον χώρο. Γενικώς, πάντως, ήταν κοινό που έπιανε με θέρμη ό,τι πάσα δινόταν από τη σκηνή για τραγούδισμα σε κάποιο γνωστό ρεφρέν, αν και δεν έλειψαν μερικές δύσκολες στιγμές, με τον Μαχαιρίτσα λ.χ. να διασκευάζει θεσπέσια και με λιτή ενορχήστρωση τον "Άμλετ Της Σελήνης" έχοντας δυστυχώς ως «φόντο» τη βαβούρα από τα πίσω τραπέζια.


Αν κάτι δεν πήγε καλά στο πρόγραμμα, ήταν η έναρξη. Παρότι δεν ήταν πρεμιέρα και παρότι παίχτηκαν από την αρχή ορισμένα πολύ γνωστά τραγούδια χωρίς φόβο, το πράγμα δεν φαινόταν να λειτουργεί. Η ορχήστρα έδειχνε φορτωμένη, ο ήχος έβγαινε βουητό, Μαχαιρίτσας και Πορτοκάλογλου έμπαιναν ο ένας στα χωράφια του άλλου, μα δεν συνυπήρχαν: το προαναφερθέν "Διδυμότειχο Blues" στάθηκε η χειρότερη στιγμή της βραδιάς και ήταν κρίμα για το βεληνεκές του. Ωστόσο τα πράγματα δεν άργησαν να στρώσουν. Μόνος του ο Πορτοκάλογλου παρουσίασε στη συνέχεια ένα άμεσα πιο δεμένο αποτέλεσμα, μόνος του ο Μαχαιρίτσας αποδείχθηκε κατόπιν άνετος και ουσιαστικός· όταν ξανάσμιξαν ήταν πλέον όντως «μαζί», μένοντας έτσι ως το τέλος. 


Άνθρωποι με εμπειρία στο να παίζουν με άλλους, ήταν φυσικό ότι Πορτοκάλογλου & Μαχαιρίτσας θα πρόσεχαν ιδιαιτέρως τη συνοδευτική μπάντα. Αλφαβητικά παραθέτοντάς τους, οι Άκης Αμπράζης, Αγάπη Διαγγελάκη, Δημήτρης Καλονάρος, Ηλίας Λαμπρόπουλος, Μιρέλα Πάχου, Φίλιππος Σπυρόπουλος, Steve Tesser & Βύρων Τσουράπης καταγράφηκαν ως μουσικοί ικανοί για ό,τι κλήθηκαν να υπηρετήσουν, παραδίδοντας στιβαρά παιξίματα σε διάφορα σημεία. Έλειψε ίσως από τη γενικότερη ενορχηστρωτική προσέγγιση μια κάπως πιο λοξή ματιά, αλλά κάτι τέτοιο αφορά το «γενικό πρόσταγμα». Και είναι ευθέως ανάλογο, βεβαίως, με το κατά πόσο θα άρεσε στο δεδομένο κοινό –είναι μάλλον πιο σωστό λοιπόν να πω «μου έλειψε», γιατί κατά τα λοιπά ορθώς νομίζω επιλέχθηκε αυτή η ασφαλής οδός πλεύσης.


Η Αγάπη Διαγγελάκη και η Μιρέλα Πάχου είχαν αισθητά μεγαλύτερο ρόλο στο πρόγραμμα, ιδίως η δεύτερη, η οποία και επισήμως μπαίνει ως συμμετέχουσα στη μαρκίζα. Θα ήταν άδικο να τις συμπεριλάβω στα «αρνητικά», γιατί και επαρκέστατες αποδείχθηκαν στα οργανοπαιχτικά τους καθήκοντα και καλές φωνές διαθέτουν. Τους χρειάζονται εντούτοις μερικά «χιλιόμετρα» εμπειρίας ακόμα, καθώς η καλλιφωνία δεν μεταφράστηκε πάντα σε ωραίες ερμηνείες, ενώ υπήρξε κι ένα γενικότερο ζήτημα εύρεσης της θέσης τους επί σκηνής: οι χορευτικές κινήσεις της Διαγγελάκη φάνηκαν κατά τη γνώμη μου άκυρες, όπως και το χαμόγελο στα χείλη της Πάχου, το οποίο έμεινε λ.χ. στη θέση του (ως ένα σημείο της διάρκειας) ακόμα και σε τραγούδια όπου ήταν εντελώς παράταιρο, λόγω του περιεχομένου τους. 

Άφησα για το τέλος την Επισκέπτρια, που σε αυτές τις πρώτες ημερομηνίες είναι η Αφροδίτη Μάνου –έπονται, αργότερα, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας με τον Βαγγέλη Γερμανό. Η Μάνου συμπορεύτηκε πολύ ωραία με τον Μαχαιρίτσα και τον Πορτοκάλογλου, ενώ έδωσε την ευκαιρία να δούμε πώς έχουν φανταστεί οι δυο τους τη λειτουργία του εκάστοτε καλεσμένου στο κοινό τους πρόγραμμα. 


Το έχουν σκεφτεί πράγματι καλά, η δε Μάνου υπήρξε εξαιρετική επιλογή, καθώς είναι τραγουδοποιός με την οποία ταιριάζουν όπως λέμε «τα χνώτα τους». Με αποτέλεσμα να λειτουργήσουν κι εκείνοι άψογα ως συνοδοί της, καθώς μας θύμιζε σπουδαίες στιγμές της δικής της πορείας, όπως τη "Νυχτερινή Εκπομπή", το κηλαηδονικό "Μια Μέρα Μιας Μαίρης" ή το θαυμάσιο (και όχι τόσο γνωστό) "Για Ποια Ελλάδα". Βρίσκεται σε μεγάλα κέφια τελευταία η Μάνου και ίσως είναι καιρός να σκεφτεί σιγά-σιγά τη δική της παράσταση. 

Μόνη ένσταση, ότι συχνά φώναζε. Όπως φώναζε και ο Μαχαιρίτσας σε σημεία των δικών του ερμηνειών, δημιουργώντας αχρείαστους τριγμούς στο ερμηνευτικό οικοδόμημα. Δεν ξέρω αν δεν άκουγαν κάτι καλά ή αν έχουμε περάσει σε μια εποχή όπου οι τραγουδιστές φωνασκούν στα live –όπως παλιότερα φωνασκούσαν οι ηθοποιοί στα τηλεοπτικά σίριαλ. Φοβάμαι ότι συμβαίνει το δεύτερο (υποψιάζομαι μάλιστα και το γιατί). Είναι καιρός να το θέσουμε επιτακτικά επί τάπητος και να το χαρακτηρίσουμε ευθαρσώς ως ακαλαίσθητο. 

Παρά τους παράλληλους βίους τους με εκείνα τα ροκ συγκροτήματα που έπιασαν το ποπ αισθητήριο της δεκαετίας του 1980 και το ξάνοιγμα των σόλο πορειών τους προς τον έντεχνο ήχο από τη δεκαετία του 1990 ως και τις ημέρες μας, είναι αλήθεια ότι Νίκος Πορτοκάλογλου & Λαυρέντης Μαχαιρίτσας δεν εγγράφονταν συνήθως μαζί στη συλλογική μουσικόφιλη συνείδηση. Ίσως να φταίνε και τα πολιτικά γι' αυτό, καθώς αμφότεροι τα συζητάνε με παρρησία από το δημόσιο βήμα τους. Το πρόγραμμα στο Γυάλινο αποδεικνύει πάντως ότι έχουν τελικά περισσότερα κοινά από όσα νομίζαμε. Ίσως και απ' όσα νόμιζαν και οι ίδιοι μέσα στον χρόνο.