Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Hammill Peter. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Hammill Peter. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15 Ιανουαρίου 2023

Peter Hammill - From The Trees [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από τα τέλη του 2017 στο άλμπουμ του Peter Hammill «From The Trees». 

Αγαπημένος δημιουργός ο Hammill, είτε με τους Van Der Graaf Generator, είτε σόλο. Περίπου 2 χρόνια αργότερα, μάλιστα, ευτυχήσαμε να κάνουμε και μια ωραία συζήτηση (δείτε εδώ).

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο και ανήκει στον James Sharrock


Αθόρυβα, όπως του αρέσει, ο Peter Hammill έβγαλε το 35ο του άλμπουμ έξω από το πλαίσιο των Van Der Graaf Generator, ενώ η μεγάλη μερίδα του μουσικού Τύπου έτρεχε για τις λίστες της χρονιάς. Δεν επρόκειτο άλλωστε να είναι μέσα, έτσι όπως παίζεται το συγκεκριμένο σπορ: ο progressive rock ήχος που διαχρονικά υπηρέτησε δεν αρέσει στη «χούντα» του cool και ο δίσκος του δεν θα έβρισκε προσοχή (όπως δεν βρήκε και ο ωραίος δίσκος του Van Morrison, λ.χ.) μέσα στην αγωνία των νεότερων γραφιάδων μη και δεν στέψουν «σύγχρονα» ινδάλματα και στο άγχος πολλών παλιότερων να ακολουθήσουν, από φόβο μήπως περιθωριοποιηθούν  ως «μη σχετικοί». 

Ούτε καν για τα προσχήματα δεν παίζει άλλωστε το From The Trees παίγνια επικαιρότητας και διόλου δεν απασχολεί τον Hammill η «διεύρυνση» του κοινού και άλλα τέτοια. Όχι γιατί η δουλειά του είναι δυσνόητη ή μέρος κάποιας πρωτοπορίας, του είδους που δύσκολα κάθονται να ακούσουν οι περισσότεροι: λίγο αν κούναγε το δαχτυλάκι του, θα γράφονταν για πάρτη του κριτικές που θα τον έβαζαν δίπλα-δίπλα με τους τραγουδοποιούς πρώτης γραμμής του σήμερα ή θα τον αναγνώριζαν ως αληθώς εναλλακτικό άρχοντα, ο οποίος επιλέγει τρόπους επικοινωνίας εκλεκτικούς και όχι αγοραίους. Κι αυτό γιατί το From The Trees, δίχως να πρόκειται για αριστούργημα, είναι δουλειά γεμάτη χαρακτήρα, με την αυτόφωτη εκείνη ταυτότητα που σήμερα πολλοί αναζητούν, μα λίγοι βρίσκουν.

Στα βασικά του, είναι ένα πολύ απλό άλμπουμ χτισμένο πάνω στη φωνή του Hammill, στο πιάνο και στην κιθάρα του –όλα τα λοιπά στοιχεία αποτυπώνονται ως δευτερεύοντα (ένα μπάσο π.χ. εδώ, κάποια synths παραπέρα). Η λιτή αυτή ενορχήστρωση είναι συνειδητά διαλεγμένη: αφενός, δημιουργεί την αίσθηση που ο μουσικός Τύπος αγαπά να αποκαλεί «σπιτική», βάζοντάς σε νοερά στον ίδιο «χώρο» με τον 69χρονο Άγγλο δημιουργό· αφετέρου, συνηγορεί ώστε να δώσεις βάση στους στίχους, οι οποίοι διαθέτουν ποιητικότητα κι έρχονται να κοινωνήσουν ένα λεπτό μήνυμα, χωρίς όμως να χάνονται σε δυσνόητες λέξεις και σε επιτηδευμένες ασάφειες. 

Στη νέα του δουλειά, ο Peter Hammill τραγουδά για τους ανθρώπους που γέρνουν ή τείνουν προς το λυκόφως. Η οπτική γωνία καθίσταται συναρπαστική γιατί πρώτα οι στίχοι και ύστερα οι ερμηνείες αποτυπώνουν με ακρίβεια αυτήν την ενίοτε ελαφριά, ενίοτε ευκρινέστερη κλίση προς το τέλος της βιολογικής ύπαρξης, διατηρώντας ατόφιο τον βαθιά ανθρώπινο, συναισθηματικό καμβά μιας τέτοιας συνειδητοποίησης, αλλά και την αναπόφευκτη φιλοσοφική της υπόσταση. Προφανώς στοιχειωμένος από τη δική του ηλικία και την περιπέτεια με την καρδιά του (που πέρασε στο ξεκίνημα των zeros), ο Hammill φαίνεται να ατενίζει εδώ τον θάνατο. Στην πραγματικότητα, όμως, εστιάζει στη γεύση που αφήνει η επίγνωσή της θνητότητάς μας, από ένα μετερίζι όπου η πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο είναι πια μεγαλύτερη από το αντίθετο. 

Το γεγονός ότι ο Hammill δεν επιδιώκει να εκπέμψει παρηγοριά μέσα σε όλα αυτά δίνει στο From The Trees μια γκριζάδα, που έρχεται σε αντίθεση με την ευκολία με την οποία κάθεται στο αυτί –και ίσως κρατήσει μακριά του μερικούς ακροατές. Ωστόσο δεν είναι μίζερος δίσκος, βουτηγμένος στα σκοτάδια. Εντοπίζεται βέβαια μια κάποια θλίψη καθώς π.χ. αναλογίζεται το πέρασμα της νιότης και τις δικές της ανησυχίες, που συνήθως κέντραραν στην εύρεση ή στην απώλεια της αγάπης. Δεν υπάρχει όμως «θέλω να γυρίσω στα παλιά» νοσταλγία καθώς ο Hammill παίζει και τραγουδά με πάθος. Μόνο η ήρεμη, φιλοσοφική ενατένιση ενός παρατηρητή της ζωής, ο οποίος επιλέγει να φλέγεται για όλα τούτα με έναν πιο υπόγειο και σίγουρα δικό του τρόπο. 



05 Νοεμβρίου 2021

Peter Hammill - συνέντευξη (2019)


Ασχέτως των διαφόρων που θα δείτε σε λίγο καιρό, όταν αρχίσουν να βγαίνουν οι λεγόμενες «λίστες της χρονιάς», ένας από τους ιδιαίτερους δίσκους του 2021 μάλλον δεν θα βρίσκεται στις περισσότερες από αυτές. Θα γκώσουμε να διαβάζουμε για τον συμπαθώς μέτριο δίσκο του Floating Points με τον Pharoah Sanders, ο οποίος θα παρουσιάζεται ως σύγχρονο κλάσικ, εάν ασφαλώς τον θυμούνται ακόμα όσοι τον αποθέωσαν εκεί προς Μάρτη/Απρίλη.

Βεβαίως, τα έχουμε ξαναπεί –με ποικίλες αφορμές– για το πόσο προβληματικές είναι αυτές οι «λίστες της χρονιάς», οι οποίες εν τέλει αντανακλούν απλά το περιορισμένο γούστο μιας συγκεκριμένης κοινότητας ακροατών, που κάνει εδώ και χρόνια κουμάντο στον διεθνή (μα και στον εγχώριο) μουσικό Τύπο. Έτσι εξηγούνται άλλωστε και οι συγκλίσεις, οι οποίες δίνουν την πλαστή εντύπωση της «συναίνεσης», ενημερώνοντας με τη σειρά τους το προβληματικό στάτους ψευδο-δημοκρατιών του ίντερνετ τύπου Metacritic.

Ο δίσκος τώρα στον οποίον αναφέρομαι, είναι το In Translation του Peter Hammill. Ή, αλλιώς, η πρώτη δουλειά της μακράς καριέρας του όπου ασχολείται με ...διασκευές! Κι ασφαλώς, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς, αντλεί υλικό από πολλές κατευθύνσεις: από κλασική μουσική, από το παλιό (καλό) American Songbook, ακόμα και από την ιταλική pop. 

Πίσω στον Οκτώβριο του 2010, εντωμεταξύ, κάναμε μια μικρή αλλά ωραία ραδιοφωνική κουβέντα με τον Peter Hammill για το Κόκκινο, μαζί βέβαια με τον Στυλιανό Τζιρίτα, για την παλιά εκδοχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς. Μάλιστα, ο τότε διευθυντής των μουσικών, ο Βαγγέλης ο Βέκιος, ήθελε να μεταφραστεί στα ελληνικά, ώστε να κρατηθεί στο αρχείο του σταθμού. Δυστυχώς δεν προνόησε κανείς μας να κρατήσει αντίγραφο και αγνοώ αν το Κόκκινο έχει όντως κάπου τη συνέντευξη. 

Ο χρόνος, ωστόσο, έφερε ξανά την ευκαιρία να τα πω με τον Peter Hammill. Ήταν αρχές του 2019 κι ετοιμαζόταν να έρθει για δύο συναυλίες στην Αθήνα, οπότε πιάσαμε την κουβέντα από εκεί –άλλωστε απολαμβάνει, όπως μου είπε, τα ταξίδια του στην Ελλάδα. Στη συνέχεια μιλήσαμε βέβαια και για άλλα πράγματα, π.χ. για τον μουσικό μας κόσμο, ο οποίος κατά τη γνώμη του έχει μετατραπεί σε ΙΚΕΑ, μα και για το τέλος των πραγμάτων, το οποίο αναπόφευκτα το σκέφτεται πια, έχοντας διαβεί την έβδομη δεκαετία της ζωής του.

Το κείμενο που προέκυψε από εκείνη τη συζήτηση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον James Sharrock και παραχωρήθηκαν για τους σκοπούς της συνέντευξης


Ένα βράδυ αποδείχθηκε πολύ λίγο για το ελληνικό κοινό, το οποίο έχει αρκετά χρόνια να σας δει ζωντανά στην Αθήνα. Ήταν ευχάριστη έκπληξη το sold-out και το επακόλουθο αίτημα για δεύτερη συναυλία;

Ήταν πράγματι μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, δηλώνω ενθουσιασμένος που θα εμφανιστώ για δύο συναυλίες στην Αθήνα. Άλλωστε κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα μπορώ να παίξω πολλά διαφορετικά τραγούδια κάθε βραδιά!

Ποιες είναι οι πιο ζωντανές σας αναμνήσεις από τους προηγούμενους ερχομούς σας στην Ελλάδα;

Πάντα μου άρεσε να παίζω στην Ελλάδα, συχνά μάλιστα ερχόμασταν μαζί με τον Stuart Gordon. Αν θυμάμαι κάτι ως ιδιαίτερη στιγμή, είναι η πρώτη-πρώτη έλευση, με τους The K Group. Μια αξιομνημόνευτη, μα και συναισθηματική περίσταση για μένα. 

Στο πιο πρόσφατο άλμπουμ σας From The Trees (2017), υπάρχει ένα τραγούδι με τίτλο μια ελληνική λέξη, το "Anagnorisis". Μιλάει για την ισορροπία μεταξύ προσωπικής και δημόσιας σφαίρας, μέσα από τη ματιά ενός περφόρμερ;

Μια ελληνική λέξη, αλλά κι ένας αγγλικός θεατρικός όρος. Αν και είμαι σίγουρος, τώρα που το συζητάμε, ότι έχει προέλθει από την ελληνική θεατρική παράδοση. Μιλάει για τη στιγμή εκείνη όπου όλα πια αποκαλύπτονται στον αντι-ήρωα ή στον τραγικό ήρωα, στο φινάλε ενός έργου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Βασιλιάς Ληρ.

Ο δίσκος σε αφήνει να σκεφτείς αρκετά για τη θνητότητα, ίσως για το πεπρωμένο, μπορεί και για στιγμές που υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες. Σε τι βαθμό αντικατοπτρίζουν όλα αυτά τις δικές σας συνειδητοποιήσεις για τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος;

Θα έλεγα σε μεγάλο βαθμό. Γιατί, προφανώς, βρίσκομαι πλησιέστερα πλέον στο τέλος των πραγμάτων, παρά στην αρχή τους. Γίνεται έτσι αναπόφευκτη για τη σκέψη σου η στροφή προς τη θνητότητα –τόσο στη ζωή, όσο και στη δημιουργία τραγουδιών. Σε απασχολεί δηλαδή ο τρόπος με τον οποίον εξελίσσεται η ζωή κάποιου μα και οι ζωές των άλλων, συχνά μέσα από μυστηριώδεις διαδρομές. 

«Τα τραγούδια είναι ασκήσεις στη μοναξιά», μας είπατε στο Over, πίσω στο 1977. Ισχύει ακόμα κάτι τέτοιο;

Ναι, ισχύει. Η στιγμή που γράφεις ένα τραγούδι παραμένει, σχεδόν πάντα, η στιγμή μιας απόλυτα μοναχικής ενατένισης. Αλλά το ωραίο με τα τραγούδια είναι ότι μετά μπορείς να τα μοιραστείς, παίζοντάς τα ζωντανά!

Σε μια συναυλία σας στην Ιαπωνία το 2016, όμως, δεν τα παίξατε απλά: μοιράσατε και 100 CD-r, με 5 τραγούδια από το επικείμενο From The Trees σε demo εκδοχές. Πέρα από το να δώσετε ένα πολύτιμο δώρο στους πιστούς fans, ήταν άραγε κι ένα σχόλιο για τους μουσικούς μας καιρούς, για τη σύγχυση που φέρνουν οι ατέλειωτες ψηφιακές κυκλοφορίες;

Ήταν οπωσδήποτε μια ενδιαφέρουσα στιγμή αυτή, τόσο για το ακροατήριο, όσο και για μένα. Ήθελα ωστόσο να δω πού στεκόταν εκείνη τη στιγμή το συγκεκριμένο άλμπουμ, δεν είχα κατά νου κάποιο σχόλιο για την εποχή. Μάλιστα, με βοήθησε σημαντικά έπειτα, στη φάση που άρχισα ηχογραφήσεις. 

Όσο για τις ψηφιακές κυκλοφορίες, προσωπικά εξακολουθώ να προτιμώ το φυσικό format. Αλλά, ασφαλώς, εγώ ανήκω στην παλιά σχολή. 

Πίσω στο 2004, μιλώντας στον Nick Hasted της Independent, είπατε ότι «ο κόσμος έχει μετατραπεί σε ΙΚΕΑ κι εγώ παραμένω ένας επιπλοποιός που δουλεύω βάσει παραγγελιών. Δεν πουλάω πολλά και πουλώ μόνο σε ανθρώπους που με ανακαλύπτουν». 15 χρόνια μετά, λοιπόν, πού στεκόμαστε; Κι αν ο κόσμος τότε είχε μεταβληθεί σε ΙΚΕΑ, για πού οδεύουμε πλέον;

Ο κόσμος δείχνει να οδεύει προς το μάξιμουμ χάος και μάλιστα με πολύ ανησυχητικό ρυθμό! Όσον αφορά τη μουσική, δεν παρακολουθώ βέβαια ιδιαίτερα το σημερινό mainstream, αλλά ακόμα μου φαίνεται σαν ένα ΙΚΕΑ μονοπώλιο. 

Παρά ταύτα, είχα, θεωρώ, μια τίμια πορεία και μια τίμια καριέρα. Έχω λοιπόν μόνο συμπάθεια για τους νέους μουσικούς, όσους ξεκινούν στις συνθήκες των καιρών μας, προσπαθώντας να κάνουν κάτι το ενδιαφέρον. Γιατί, σε αντίθεση με τα δικά μου νεανικά χρόνια, τώρα είναι σχεδόν αδύνατον να ζήσει κανείς όντας μόνο μουσικός...

Σε μια άλλη συνέντευξη, είχατε πει εμφατικά ότι δεν είστε ο Neil Diamond. Σας αρέσουν αλήθεια τα τραγούδια του; 

Δεν θα δήλωνα fan του Neil Diamond. Ωστόσο έχω μόνο σεβασμό για το γεγονός ότι δεν έχει σταματήσει να δουλεύει όλα αυτά τα χρόνια. 

Η φημολογία δίνει και παίρνει μετά το Do Not Disturb (2016), την ως τώρα τελευταία κατάθεσή σας με τους Van Der Graaf Generator. Δεν είναι όμως το τέλος του κύκλου σας, έτσι δεν είναι; Πώς θα περιγράφατε το παρόν στάτους της μπάντας;

Το παρόν στάτους, είναι αυτό της αναμονής! (γελάει) Πάντως ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι ακόμα. Τώρα, πόσο αργά ή γρήγορα θα γίνει, είναι αβέβαιο.

Να περιμένουμε δική σας, καινούρια μουσική στο άμεσο μέλλον; 

Για την ώρα έκανα μερικές ηχογραφήσεις με τους Isildur's Bane, ένα συγκρότημα από τη Σουηδία. Ακόμα δεν έχω ξεκινήσει να γράφω τίποτα δικό μου. Ελπίζω όμως ότι θα αρχίσω να το κάνω σύντομα!