Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Cooper Mike. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Cooper Mike. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

24 Φεβρουαρίου 2024

Mike Cooper - ανταπόκριση (2013)


Μετά το τέλος του «Μικρού Μουσικού Θεάτρου», ήταν η «Knot Gallery» στους Αμπελόκηπους η οποία ανέλαβε να στεγάσει το μικρό κοινό της Αθήνας που ενδιαφέρεται για τους πιο πειραματικούς ήχους του μουσικού φάσματος –φιλοξενώντας, ασφαλώς, και τις σχετικές συναυλίες, προτού υποκύψει (μάλλον) στις οικονομικές δυσχέρειες μιας πραγματικά δύσκολης, μεταμνημονιακής δεκαετίας, που εν πολλοίς άφησε τον χώρο είτε σε νέες μικρές προσπάθειες (τις «Χίμαιρες», λ.χ., ή το «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, το οποίο ακόμα υφίσταται), είτε, κατά κύριο λόγο, σε οργανισμούς σαν τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση.

Μία από τις πιο ξεχωριστές συναυλίες που θυμάμαι να απόλαυσα στον χώρο αυτόν, ήταν εκείνη του τραγουδοποιού και βιρτουόζου της lap steel κιθάρας Mike Cooper, τον Ιούνιο του 2013. Ο οποίος είναι Άγγλος, μα πολλοί επιμένουν να θεωρούν Αμερικάνο, λόγω των χαβανέζικων πουκάμισων που αγαπά να φορά. 

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι ερασιτεχνικά τραβηγμένες κατά τη βραδιά στην «Knot Gallery»


Πηγαίνοντας στους Αμπελόκηπους, αναρωτιόμουν αν η πρόσφατη Rembetronica την οποία συνυπόγραψε ο Mike Cooper με τον Viv Corringham του είχε χαρίσει πρόσθετο κοινό. Η απάντηση που έδωσα στον εαυτό μου λίγο αργότερα ήταν αρνητική: παρότι βρισκόμουν σε μια γεμάτη «Knot Gallery», είδα γύρω μου πρόσωπα γνώριμα και από άλλες βραδιές στον χώρο. Είχαν, λοιπόν, κινητοποιηθεί κυρίως οι φίλοι του πειραματικού ήχου, όσοι θα έρχονταν σε μια τέτοια συναυλία και χωρίς να είχε μεσολαβήσει η Rembetronica. 

Δεν μου άρεσαν καθόλου οι σκέψεις που συνόδευσαν αυτή τη διαπίστωση (σχετικές με τον διάλογο τον οποίον θα έπρεπε να αναπτύσσουν οι Έλληνες ακροατές, μα και μουσικοί, με τις ρίζες του τόπου τους), ωστόσο ο Mike Cooper, παίρνοντας θέση επί σκηνής, δεν μου άφησε περιθώρια να τις συνεχίσω. Πιο ξερακιανός από όσο τον περίμενα, φορώντας ένα ψάθινο καβουράκι με κόκκινη λουλουδέξ κορδέλα κι ένα πουκάμισο αποκαρδιωτικό για τον άνθρωπο που –σύμφωνα με τον θρύλο– συλλέγει μανιωδώς χαβανέζικα πουκάμισα, έκατσε στην καρέκλα έχοντας τους μίκτες του απλωμένους μπροστά σε ένα τραπέζι, τη lap steel κιθάρα του ξαπλωμένη στα γόνατα κι ένα μεγάλο τενεκεδάκι μπύρας στα αριστερά του. Και από την πρώτη στιγμή κέντρισε αρκούντως την προσοχή μας: είχε τον τρόπο του και πάνω σ' αυτόν ακριβώς θα έχτιζε όλη τη συναυλία.

Βλέπετε, ο Mike Cooper είναι γενικά ένας τύπος που κάνει ό,τι κάνει με τον τρόπο του: ούτε κλασικός singer/songwriter υπήρξε στη δεκαετία του 1970 (στις Trout Steel εποχές), ούτε κλασικός αυτοσχεδιαστής στη συνέχεια. Στο 2013, όλες οι τάσεις του παρελθόντος έχουν πια αδελφοποιηθεί σε μία ταυτότητα, με τον Cooper να ενυπάρχει στη μουσική πραγματικότητα ταυτόχρονα ως πειραματιστής, ως τραγουδοποιός, ως folk τροβαδούρος και ως εραστής των ηλεκτρονικών. Ενδεχομένως, θέλει ένα κλικ βίδας πιο πέρα από τα συνήθη για να λειτουργήσει κάτι τέτοιο, όμως ο 71χρονος Άγγλος το έχει πετύχει. Σημειώστε, επίσης, πως πρόκειται για δεινό κιθαρίστα: παίζει φοβερά τη lap steel κιθάρα, είτε ορθόδοξα, είτε ανορθόδοξα, π.χ. επιστρατεύοντας δοξάρια ή ανεμιστηράκια κόντρα στις χορδές της. Στην «Knot Gallery» τον θαυμάσαμε και στους δύο ρόλους.

Το σετ του διέθετε ένα σταθερό υπόβαθρο από προηχογραφημένα ηλεκτρονικά και λογής-λογής θορύβους, το οποίο εμπλούτιζε παίζοντας ζωντανά με ό,τι κουμπί βρισκόταν στη διάθεσή του. Υπήρχε, δηλαδή, ένα μόνιμο «χαλί» κατά το μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισής του, ευθέως αναφερόμενο στον αυτοσχεδιασμό και στον πειραματισμό, πάνω στο οποίο τοποθετούσε κατά το δοκούν τόσο την κιθάρα, όσο και τα φωνητικά του. Έτσι, τα όποια τραγούδια ακούσαμε αναδύθηκαν (κυριολεκτικά) μέσα από αυτό το σύμπαν ήχων, πράγμα που τους χάρισε μια εξτρά σαγήνη, μα συνεισέφερε κι ένα ρηξικέλευθο στοιχείο στη συναυλία: ο Cooper στάθηκε μεσάζοντας μεταξύ φόρμας και αταξίας, πότε ανατρέποντας με τους πειραματισμούς τον συμβατικό singer/songwriter εαυτό του και πότε υποχρεώνοντας την αυτοσχεδιαστική του περσόνα να λειτουργήσει στα πλαίσια ενός κώδικα οικείου στο ευρύ κοινό. Τάξη και χάος, πιασμένα χέρι με χέρι.  

Όσον αφορά στα τραγούδια της εμφάνισης, θα ήθελα να σταθώ σε ορισμένες εκπληκτικές διασκευές, τις οποίες κατατάσσω στις πιο ευρηματικές που έχω ακούσει. Το πρώτο-πρώτο τραγούδι που μας είπε ο Cooper ήταν το "Movies And Magic" των Brian Wilson & Van Dyke Parks (ψαγμένη επιλογή, από τον αδικημένο δίσκο Orange Crate Art του 1995), έκλεισε δε τη συναυλία με το "Surfer Girl" των Beach Boys, παρουσιάζοντας μια σύγχρονη, ανατρεπτική ποπ, η οποία πιστεύω πολύ θα ευχαριστούσε την ανήσυχη πλευρά του Brian Wilson. Αυτό, όμως, που κατευχαριστήθηκα μέχρι συγκίνησης ήταν το "Only Love Can Break Your Heart" του Neil Young, σε μια εκτέλεση που μου θύμισε εκείνη των Saint Etienne, αλλά στο πολύ πιο «σπασμένο». 

Στη δύση, λοιπόν, μιας αληθινά ξεχωριστής καριέρας, ο Mike Cooper απέδειξε ότι παραμένει ανήσυχο πνεύμα: ένας δημιουργός που δεν καταλαβαίνει από εποχές, γενιές και φράγματα μεταξύ των μουσικών ειδών. Στη δική του περίπτωση, ο εβδομηντάρης είναι ένας νέος της εποχής –επιτρέψτε μου μάλιστα να προσθέσω ότι βάζει κάτω πολλούς νέους της εποχής...