Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στανίση Κατερίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στανίση Κατερίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Νοεμβρίου 2022

Γιώργος Μαζωνάκης - ανταπόκριση (2013)


Πήρε λέει το μετρό αυτές τις μέρες ο Γιώργος Μαζωνάκης, για κάποια μετακίνησή του. Κι έγινε χαμός, καθώς πολύς κόσμος τον αναγνώρισε και δεν δίστασε να του δείξει την αγάπη του, με διάφορους τρόπους. Η κορυφαία ατάκα, βέβαια, μάλλον ανήκει σε εκείνη την κοπέλα που του είπε ότι πήρε γούνα μόνο και μόνο για να του μοιάζει –αναφερόμενη ασφαλώς στο θρυλικό βιντεοκλίπ για το "Gucci Φόρεμα".

Τον γουστάρω τον Μαζωνάκη και τον παρακολουθώ εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ο αγαπημένος μου από τους νεότερους λαϊκούς αστέρες, της πιο pop δηλαδή εποχής των «μπουζουκιών», αυτής που ξεκίνησε από τα 1990s κι έπειτα. Πριν αρκετό καιρό, μάλιστα, ευτυχήσαμε να κάνουμε και μια κουβέντα (δείτε εδώ), ενώ πρόσφατα με εντυπωσίασε ξανά με την παράσταση «Η Αθήνα τη Νύχτα», που τώρα τρέχει για δεύτερη σεζόν (δείτε εδώ).

Κάπως έτσι, σκέφτηκα ότι έλειπε από τα παλιά μου κείμενα που μαζεύω σε αυτό το blog η ανταπόκριση από τη μεγάλη συναυλία που είχε κάνει τον Ιούνιο του 2013 στο «Κατράκειο» της Νίκαιας, γιορτάζοντας τα 20 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι. Μια λαμπερή βραδιά, με τις δικές της εκπλήξεις (την εμφάνιση της Κατερίνας Στανίση, πρώτα και κύρια), σε χρόνια δύσκολα και βαριά για τον τόπο μας. Το αρχικό κείμενο είχε δημοσιευτεί για λογαριασμό του Avopolis, εδώ αναδημοσιεύεται τώρα με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διέθεσε τότε η παραγωγή της συναυλίας προς τον Τύπο


Και τις επιφυλάξεις μου είχα και τις δεύτερες σκέψεις μου. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάω στη γιορτή για τα 20 δισκογραφικά χρόνια του Γιώργου Μαζωνάκη στο Κατράκειο. «Το πολύ-πολύ να μη σου αρέσει», σκέφτηκα. Γιατί τέτοιοι αστέρες λειτουργούν με διαφορετικούς κώδικες: δεν τους πάει συνήθως το υπαίθριο, το ανοιχτό, ό,τι λέμε στα δικά μας λημέρια «λάιβ». Χάνονται, το χάνουν, το μπερδεύουν με το κλειστό (το κέντρο διασκέδασης). Έχουν αντικρίσει πολλά τα μάτια μας σε καλοκαιρινές συναυλίες, τέλος πάντων. 

Βλέποντας ωστόσο το Σάββατο τον «Μαζώ» να κάνει α-λα-Σαρλό μπάσιμο, με μουστάκι Φύρερ και καπέλο που θα ζήλευε κι ο Neil Tennant, κατάλαβα ότι θα περνάγαμε καλά. Δεν είχε σημασία που δεν μου άρεσε το εναρκτήριο τραγούδι με την αδιάβροχη καρδιά ("Καλώς Σας Βρήκα"), έτσι κι αλλιώς δεν μου αρέσουν τα τελευταία του. Σημασία είχε ότι εμφανίστηκε φορτσάτος, ορεξάτος και ότι ο κόσμος άρχισε να τραγουδά ήδη από την έναρξη. Α, και όταν λέμε κόσμος, εννοούμε κόσμος. Πολύς κόσμος. Για τουλάχιστον 6.000 τους έκοψα εγώ, 9.000 διαβάζω στα επίσημα ανακοινωθέντα. 

Ο «Μαζώ», τώρα, ήθελε τα πιο βραδύκαυστα κομμάτια στην αρχή και δεν με χαλούσε κάτι τέτοιο. Απεναντίας, έτσι μου αρέσουν κι εμένα τα προγράμματα. Στεναχωρήθηκα όμως που είπε τόσο νωρίς το "Παιδί Της Νύχτας", γιατί δεν το είπε καλά. Δεν είχε ζεσταθεί, η ορχήστρα έπαιξε πολύ δυνατά –της πήρε λίγη ώρα να κουμαντάρει τους γηπεδικούς τόνους– θάφτηκε έτσι ένα από τα σπουδαία τραγούδια του. Άρμοζε πιστεύω να μπει κάπου κοντά στο κραουνακικό "Ξημερώνει Πάλι", προς το τέλος του πρώτου μέρους. Το οποίο, παρεμπιπτόντως, ο Μαζωνάκης το έσκισε. Αν θες να δεις δηλαδή Μαζωνάκη σε πλήρη γκάμα εκφραστικών δυνατοτήτων, βρες τον να το λέει στο YouTube: μόνος, στο μπροστινό ταφ της σκηνής του θεάτρου, καθισμένος σε ένα σκαμπό, σε πλήρη εναρμόνιση με τα λόγια, μα και με τις μέρες αυτές όπου σπάει ο τσαμπουκάς κι όλα μετριούνται cash. Φοβερός. 

Στο μεταξύ, τα πράγματα είχαν πάρει φωτιά με την πρώτη έκπληξη της βραδιάς, την ας την πούμε μικρή (γιατί καραδοκούσε και η δεύτερη, η μεγάλη). Ήμουν σίγουρος ότι ο Μαζωνάκης θα έλεγε το "Θέλω Να Γυρίσω Στα Παλιά", γιατί έπαιζε έδρα, Νίκαια, στην παλιά τη γειτονιά. Καλώς ή κακώς, όμως, το συγκεκριμένο τραγούδι θέλει και τον NiVo του. Έχω γράψει πολλά κακά πράγματα στο παρελθόν για τους Goin' Through και δεν τα παίρνω πίσω, ωστόσο τα καλά τους τραγούδια διαθέτουν έναν χαρακτήρα ξεχωριστό, που δεν γίνεται να υποκατασταθεί από άλλους ράπερ. Οποία έκπληξις λοιπόν, όταν ο πανύψηλος, ντυμένος στα κόκκινα Νίκος Βουρλιώτης εμφανίστηκε ως καλεσμένος-έκπληξη και το είπαν μαζί. Γέννημα-θρέμμα δυτικής Αττικής κι εκείνος, έπαιξε προφανώς μια διασύνδεση που υπάκουε σε τοπικούς κώδικες. 

Δίκαιο το θερμό χειροκρότημα –ήταν ωραία εκτέλεση– ωχριούσε ωστόσο μπροστά στο έλα να δεις που εκτυλίχθηκε όταν ο Μαζωνάκης καλωσόρισε στη σκηνή την Κατερίνα Στανίση, υποκλίθηκε μπροστά της, τη σήκωσε με τα χέρια του στον αέρα και είπαν μαζί το "Σ' Έχω Κάνει Θεό". Πανζουρλισμός, το καταλαβαίνετε. Και συγκίνηση, εννοείται. Όλο το «Κατράκειο» ξελαρυγγιάστηκε με φωνή μία και ο Μαζώ, εμφανώς συγκινημένος κι εκείνος, αποχαιρέτησε τη Στανίση με ένα αυθόρμητο, θυελλώδες φιλί στο στόμα. 

Κατά τα άλλα, φυσικά και ακούσαμε όλα όσα θυμόμασταν και περιμέναμε: "Ζηλεύω", "Με Τα Μάτια Να Το Λες", "Ένα Κενό", "Η Φιλοσοφία Μου", "Σάββατο", "Είσαι Φοβερή", "Σαν Δυο Σταγόνες Βροχής", "Τα Ίσια Ανάποδα" (και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε στο τελευταίο ρεφρέν), "Το Gucci Φόρεμα", "Το Λάθος Μου Το Τελευταίο", "Παλιόπαιδο Θα Γίνω", "Ανήκω Σε Μένα", "Τέσσερις", "Εγώ Τη Ζωή Μου", "Εγώ Αγαπάω Αναρχικά", "Αλλάξανε Τα Πλάνα Μου", τι να πρωτοθυμηθώ... Μόνο το "Σ' Έχω Επιθυμήσει" δεν υπάρχει στα κιτάπια της μνήμης μου, αλλά οι συνοδοιπόροι επιμένουν ότι το άκουσαν μέσα σε κάποιο ποτ πουρί. Σπέσιαλ μνεία για το "Η Καρδιά Μου", τη διασκευή του δηλαδή σε O.P.A. –ανάμεσα στα κορυφαία σημεία της βραδιάς μαζί με το "Ξημερώνει Πάλι" και το "Σ' Έχω Κάνει Θεό". 


Ακούσαμε δηλαδή από τα πολύ παλιά μέχρι και τα καινούρια-καινούρια, με τον πρωταγωνιστή της βραδιάς να φαντάζει αεράτος στα κατακόκκινα σκαρπίνια του, να κλέβει ψάθινα καπέλα από το κοινό, να ευχαριστεί τους γονείς του για τα 20 χρόνια καριέρας, να κάνει πλάκες με όσους βρίσκονταν στην αρένα, αλλά και να βρίζει αβέρτα. Στέκομαι σε αυτό, καθώς είναι απολύτως συμβατό με την περσόνα του. Μια περσόνα που πραγματοποίησε ένα άλμα φαντασίας, κάνοντας καριέρα με τον δικό της τρόπο και το δικό της εκτόπισμα σε έναν χώρο που δεν αγαπά τις ιδιαιτερότητες και το διαφορετικό, μα λειτουργεί με λίγο ως πολύ παγιωμένα στεγανά. 

Έτσι, όταν ο κόσμος ξεχνιόταν και δεν έδειχνε θερμός, ο Μαζωνάκης δεν άρχιζε τα στανταρισμένα «πιο δυνατά, δεν σας ακούω», μα ξεσπούσε θυμωμένα: «φωνάξτε, γαμώ την πουτάνα μου!». Κι όταν σε κάποιο σημείο βρέθηκε στα πολύ πάνω του, μας ρώτησε χαμογελώντας πλατιά: «τι να παίξουμε τώρα για να καυλώσουμε;». Βρισκόταν μεταξύ φίλων και το ήξερε, σε μια λαϊκή γειτονιά που τον αγαπά· διάλεξε λοιπόν την ανάλογη γλώσσα. Τη σωστή γλώσσα, θα συμπληρώσω. 

Θα τα πω και τα παράπονά μου, όμως, γιατί εκτός από θεατής πήγα στο Κατράκειο κι έχοντας κατά νου να γράψω μια ανταπόκριση. Το ποτ πουρί πρέπει να το κόψουν οι λαϊκοί σταρ από τις συναυλίες. Είναι εξορισμού άχαρη αυτή η κοπτοραπτική και δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης έξω από τα μπουζουκομάγαζα. Δεν γίνεται ρε Μαζώ να μου κολλάς δύο από τα καλύτερά σου, το "Τέσσερις" και το "Παλιόπαιδο Θα Γίνω" και να μου λες ολόκληρα κάτι άλλα, πιο δεύτερα... Καταλαβαίνω ότι δεν θα σε άφηναν να τα πεις έτσι όπως θα τα τραγουδούσαν εν χορώ τόσες χιλιάδες άνθρωποι. Αλλά κάνε εσύ την κίνηση. 

Επίσης, η βραδιά τράβηξε πολύ: σχεδόν 3 ώρες, με δύο encore. Κι εμένα δεν με πείραζε, όμως ο Μαζωνάκης κουράστηκε. Δεν είναι ο τραγουδισταράς με τη φωνάρα, άλλωστε. Κουράστηκε λοιπόν κι άρχισε να φωνάζει, χαλώντας τις ερμηνείες του, με αποτέλεσμα το πρόγραμμα να κάνει σκεμπέ εκεί προς το φινάλε. Θα μου πεις, γιορτή ήταν, ας μην ήταν όλα προβλεπέ βρε αδερφέ –κάπου έδωσε το κάτι παραπάνω το τιμώμενο πρόσωπο, κάπου δεν έκανε οικονομία δυνάμεων και το πλήρωσε μετά αλλού. Συμφωνώ. Και κανέναν δεν πείραξε, όλοι στις θέσεις μας μείναμε όταν μας αποχαιρέτησε και φωνάζαμε «κι άλλο!». Όμως οφείλω να το σημειώσω. 

Φεύγοντας πάντως από το «Κατράκειο», δεν υπήρχαν γκρίνιες. Ανάταση και ενθουσιασμό νιώθαμε, που κράτησε μάλιστα και τις υπόλοιπες μέρες. Περάσαμε πολύ ωραία, αυτό μένει ως απόσταγμα. Να 'σαι καλά ρε Μαζώ, κι άλλα τόσα χρόνια να γιορτάσεις στο τραγούδι σου εύχομαι.




25 Οκτωβρίου 2020

Λένα Πλάτωνος - συνέντευξη (2014)


Η Λένα Πλάτωνος γιόρτασε φέτος τα γενέθλιά της δίνοντας στη δημοσιότητα ένα νέο τραγούδι, που ήδη πέτυχε να κάνει τον δικό του ντόρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με τη Μυρτώ Κοντοβά στους στίχους και την Κατερίνα Στανίση να κάνει την έκπληξη, ερχόμενη να ερμηνεύσει, οι "Ανθρωποφάγοι" προκάλεσαν διάφορα σχόλια: άλλοι αντέδρασαν με μεγάλο ενθουσιασμό, σε άλλους δεν άρεσε καθόλου. 

Η δική μου θέση (όπως περίπου την έγραψα και στο Facebook) είναι ότι, πρωτίστως, πρόκειται για μια ιστορική συνεργασία· ιδιαίτερα για όσους από εμάς δεν σκεφτήκαμε ποτέ το ελληνικό τραγούδι με «όχθες» και άλλου τύπου «φράχτες», οπότε διασκεδάζουμε τώρα πολύ αυτήν τη δίχως τείχη εποχή (όταν δεν τη βαριόμαστε, δηλαδή) και την αμηχανία που προκαλεί σε όσους επί χρόνια ευαγγελίζονταν ότι αν ακούς το τάδε, δεν μπορείς να ακούς το δείνα. Από εκεί και πέρα, το πώς μας φαίνεται σαν τραγούδι μπορεί σαφώς να συζητηθεί με πολλούς τρόπους –προσωπικά, ας πούμε, δεν βρήκα λόγους ούτε για μεγάλο ενθουσιασμό, ούτε για απαξίωση. 

Όπως πάντως κι αν έχει το πράγμα, ίσως η συνεργασία αυτή είχε περισσότερο νόημα να γίνει κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με στίχους της Μαριανίνας Κριεζή, όταν Πλάτωνος και Στανίση μεσουρανούσαν (κάθε μία στη δική της κλίμακα)· χωρίς κάτι τέτοιο να το λέω ως έμμεση μομφή για τη Μυρτώ Κοντοβά, της οποίας το σουξέ "Στην Πυρά" σιγομουρμουράω συχνά (2008, για την Άννα Βίσση). 

Ορθά, βέβαια, ο Άρης Καραμπεάζης –παρακινώντας με παράλληλα να δω ξανά την ταινία του Χρήστου Κυριακόπουλου Πόντιος Είμαι Ό,τι Θέλω Κάνω με Κώστα Τσάκωνα, Ντίνο Ηλιόπουλο και Μάρκο Λεζέ (1986)– παρατήρησε σε σχόλιό του ότι δεν μπορεί να δει πώς θα κόλλαγε η Στανίση που εμφανίζεται να τραγουδά εκεί "Τα Άστρα Και Τα Ζώδια" με την Πλάτωνος όπως διαμορφώθηκε μετά το άλμπουμ Λεπιδόπτερα. Ωστόσο ο Αντώνης Μποσκοΐτης καθιστά σαφές με άρθρο του στο Κουτί της Πανδώρας ότι ήταν τότε ακριβώς που η Πλάτωνος ονειρευόταν αυτήν τη σύμπραξη, δηλώνοντάς του ότι «Όταν ήμουν κι εγώ μεσ' στους έρωτες και τους χωρισμούς, μόνο μια φωνή σαν της Στανίση μπορούσε να εκφράσει απόλυτα το συναισθηματικό μου κόσμο» (περισσότερα εδώ).

Όλα αυτά επανέφεραν στη μνήμη μου το καλοκαιρινό μεσημέρι του 2014 που επισκέφτηκα τη Λένα Πλάτωνος στο σπίτι της στον Χολαργό. Μέσω του Βαγγέλη Βέκιου, είχαμε κανονίσει να γίνει μια συνέντευξη για το πρώτο «τεύχος» που θα έβγαζε η Κόκκινη Καρφίτσα –το νέο (τότε) πολιτιστικό ένθετο της εφημερίδας Αυγή, το οποίο λάμβανε βέβαια τον τίτλο του από έναν δικό της στίχο. 

Συζητήσαμε για αρκετές ώρες με την Πλάτωνος, θίγοντας πληθώρα θεμάτων: τις selfie, τον πατέρα της Γεώργιο Πλάτωνα, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Jean-Michel Jarre, την Αριστερά, το Χοντρό Μπιζέλι, ακόμα και τον τσακωμό του Νίκου Καρούζου με τον Βασίλη Διαμαντόπουλου για το γνωστό δίλημμα «ελληνικός ή αγγλικός στίχος»· μάλιστα ήταν παρούσα και η παλιά της φίλη και σπουδαία πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου, η οποία έδωσε τη δική της νότα στην κουβέντα. Φεύγοντας, είχα πολύ περισσότερο υλικό απ' ό,τι θα χωρούσε στην παραγγελία της Κόκκινης Καρφίτσας, το οποίο δημοσιεύτηκε τελικά σε δεύτερο χρόνο, για λογαριασμό του Avopolis. Παρακάτω, λοιπόν, μπορείτε να βρείτε το πλήρες, ολοκληρωμένο κείμενο, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις συγκριτικά με τις πρώτες δημοσιεύσεις.


Βλέπω κρατάτε την τηλεόρασή σας ανοιχτή. Και στο "Τι Νέα Ψιψίνα;" με τηλεόραση ξεκινάτε: «Σήμερα η τηλεόραση προέβλεψε ανέμους ασθενείς»...
 
Την ανοίγω συχνά, αλλά την αφήνω να παίζει χωρίς φωνή. Τη μεταχειρίζομαι σαν ένα οπτικό χαλί. Βάζω συνήθως κάτι όμορφο να φαίνεται –να, τώρα ας πούμε είχα κάτι ωραία τοπία και καταρράκτες. Μ' αρέσει να πέφτει το μάτι μου καθώς γράφω στίχους ή ημερολόγια. Γράφω πολύ με το χέρι και μετά τα περνάω στον υπολογιστή. Θέλω να περνάει από το σώμα μου, να φαίνεται ο γραφικός μου χαρακτήρας. Μ' αρέσει αυτό.
 
Ξέρετε τι λένε, ότι οι νέοι άνθρωποι μετά τον υπολογιστή έχασαν τον γραφικό τους χαρακτήρα...
 
Δεν έχασαν μόνο τον γραφικό τους χαρακτήρα. Έχουν χάσει και τον χαρακτήρα τους... Το Facebook, για παράδειγμα. Δεν είναι πλησίασμα του άλλου. Είναι μια πόζα, η οποία έφτασε στο όριο της αυτοφωτογράφησης, το λεγόμενο «selfie». Βρήκα καταπληκτική τη γελοιογραφία που απεικονίζει το τέλος του κόσμου να έρχεται και κάποιους να το φωτογραφίζουν. Σε τέτοιο σημείο απόστασης φτάσαμε από τα πράγματα. Δεν είναι αυτό μια τεράστια αλλοτρίωση; 
 
Όμως έχουν αλλάξει και οι σχέσεις, γενικότερα. Υπάρχει πια μια φοβία της απόρριψης και έτσι την έχουν δει όλοι με το σεξ. Φοβούνται οι άνθρωποι να αφήσουν τον πραγματικό τους εαυτό να αγγίξει τον άλλον, να φτάσουν δηλαδή στην ουσιαστική συνάντηση. Οπότε περιορίζονται στη συνεύρεση. Είναι ένα από τα πολύ σύγχρονα προβλήματα. 

Νομίζω ότι φταίνε κυρίως οι σχέσεις των σημερινών παιδιών με τις μητέρες τους. Οι μαμάδες δηλαδή, ενώ έκαναν πιο εύκολα και πιο ελεύθερα σχέσεις με τους μπαμπάδες –συγκριτικά πάντα με παλιότερα χρόνια– κάπως με τα παιδιά τους δεν τα κατάφεραν καλά σε αυτό το θέμα. Για διάφορους λόγους, τα παιδιά την έχουν χάσει τη μάνα· ίσως γιατί πια έγινε κι εκείνη εργαζόμενη; Κι έτσι τους δημιουργείται μια φοβία απέναντι στις σχέσεις. Ισχύει και για τα αγόρια και για τα κορίτσια το ίδιο, γιατί τη σχέση τη μαθαίνεις από τη μάνα.   

Είστε βλέπω πλήρως ενημερωμένη! Κι έχετε και Facebook, που το τρέχετε η ίδια...
 
Και Facebook έχω και ίντερνετ και μ' αρέσει να κάνω διαδρομές μέσα σε αυτό. Η δουλειά μου δεν θα είχε καμία αξία, εάν δεν ήμουν ενημερωμένη. Και δεν εννοώ μόνο τη μουσική με κάτι τέτοιο, εννοώ και τους στίχους τους οποίους γράφω. 
 
Οι δικοί σας έρωτες, οι δικές σας σχέσεις, έχουν υποθέτω παίξει ρόλο στη δισκογραφία σας...
 
Ναι, έχουν παίξει. Αλλά δεν είναι πάντα εμφανές. Το "Μπλε" ας πούμε, από τις Μάσκες Ηλίου, είναι γραμμένο για κάποιον έρωτα, ενώ και το "Lego" μιλάει ανοιχτά για το θέμα. Ο "Μάρκος" του Γκάλοπ είναι όμως μια «υπόγεια» υπόθεση: γράφτηκε μεν πράγματι για ένα σκυλί που το λέγανε Μάρκο –είναι πράγματι η ιστορία του· όμως την εποχή που το έφτιαξα είχα απορριφθεί κι από έναν έρωτα κι έκανα και μια ταύτιση του εαυτού μου με τον Μάρκο. Διάλεξα να το περάσω έτσι.  
 
Παρά την αλλοτρίωση που καταγράφετε, θα έχετε φαντάζομαι παρατηρήσει ότι υπάρχει πολύς νέος κόσμος που σας ακούει. Παιδιά που ανακάλυψαν τους δίσκους σας, χωρίς να τους έχουν ζήσει στην εποχή κατά την οποία εκδόθηκαν... 
 
Το έχω παρατηρήσει, ασφαλώς. Συμβαίνει γιατί δεν απευθύνθηκα μόνο στην εποχή μου. Υπάρχει και μία διαίσθηση ξέρεις στα γραπτά μου· συχνά μου λένε ότι προείπα πράγματα, τα οποία έγιναν 30 χρόνια μετά. Μ' αρέσει βέβαια κι εμένα πολύ να μελλοντολογώ. Στάλθηκε λοιπόν ένα μήνυμα προς τις επόμενες γενιές, το οποίο φαίνεται ελήφθη. Τους «μιλάει» η μουσική μου.  
 
Στα δικά σας νιάτα ζήσατε στη Βιέννη, ζήσατε στο Βερολίνο, κι όμως αποφασίσατε να επιστρέψετε στην Ελλάδα –και μάλιστα σε δύσκολες εποχές, μία επί Χούντας και τελικά επί Μεταπολίτευσης. Γιατί; 
 
Γιατί λατρεύω την Ελλάδα. Τη λάτρευα τότε και τη λατρεύω και τώρα, στα χειρότερά της. Δεν την αλλάζω. Επίσης, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω μόνιμα σε γερμανόφωνα κράτη. Μην ξεχνάς ότι το Βερολίνο της δεκαετίας του 1970 δεν είναι το σημερινό, ενιαίο και κοσμοπολίτικο Βερολίνο. Τότε ήταν Δυτικό και Ανατολικό Βερολίνο, μια πολύ διαφορετική κατάσταση.
 
Ο πατέρας σας, ο Γεώργιος Πλάτων, ήταν επίσης συνθέτης κι έμεινε στη μουσική μας ιστορία ως ο πρώτος πιανίστας της Λυρικής Σκηνής. Τι αποτύπωμα νιώθετε πως σας άφησε, σε καλλιτεχνικό επίπεδο μιλώντας;
 
Χάρη στον πατέρα μου, μεγάλωσα μέσα στη μουσική. Μεγάλωσα εντελώς ελεύθερη και ελεύθερα. Βαριόμουν τις νότες και δεν με πίεσε προς αυτήν την κατεύθυνση, με άφηνε να παίζω με το αυτί. Με έβαζε δίπλα του στο πιάνο, από όταν ήμουν πολύ μικρή, και έπαιζε ενώ παράλληλα έφτιαχνε διάφορες φανταστικές ιστορίες –εντελώς αυτοσχεδιαστικά κι ανάλογα με τη συναισθηματική ένταση της στιγμής. Χρειαζόταν καλύτερο σχολείο; Αργότερα, παρακολουθούσα τα μαθήματα πιάνου που παρέδιδε και διόρθωνα τις μαθήτριές του: «λάθος Μαρίνα! Παίξε εκείνη τη νότα!». Είναι μια πολύ έντονη ανάμνηση. 
 
Στα 11 πια, το 1963, όταν πήρα το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό Καίτης Παπαϊωάννου, μου έμαθε το πρόγραμμα απ' έξω: μου το έπαιζε δηλαδή στο πιάνο κι εγώ μιμόμουν τις φράσεις τις οποίες άκουγα και τις κολλούσα. Κι έβγαινε ολόκληρη φούγκα του Μπαχ, ας πούμε! Τι βρίσιμο έφαγε τότε από τον Μενέλαο τον Παλλάντιο –με το γάντι, βέβαια: «η Πλάτωνος, που ήρθε εδώ και δεν ξέρει νότες!». Ήταν ένα θέμα τα θεωρητικά. Μπήκα να καταλάβεις στο Ωδείο Αθηνών κατευθείαν στους προχωρημένους, αλλά για να παρακολουθήσω χρειαζόμουν και τα θεωρητικά. Έκατσε ο πατέρας μου λοιπόν ένα καλοκαίρι και μου έμαθε τα πάντα. Κουράστηκα πολύ τότε, έπαθα υπερκόπωση. Αλλά εντάξει...
 
(παρούσα στη συνέντευξη, ως επισκέπτρια, η σπουδαία πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου, παλιά φίλη της Πλάτωνος, συμπληρώνει την ιστορία για τον Παλλάντιο): η Λένα έφτιαχνε πολύ ελεύθερα τα θέματα της αρμονίας και της έλεγε ο Παλλάντιος: «Πλάαατωνος, πού τα πήγες εκεί ψηλά τα θέματά σου; Για τα πουλάκια γράφεις, για τα πουλάκια;» (γέλια)
 
Τώρα που είπατε για τον πατέρα σας και τις ιστορίες που κατασκεύαζε, σκέφτηκα ότι σας έχουν ρωτήσει πολλές φορές για τους σπουδαίους σας δίσκους, αλλά ελάχιστες για τα άλμπουμ με τα παιδικά τραγούδια: την Ηχώ Και Τα Λάθη Της (1985) και το Αηδόνι Του Αυτοκράτορα (1989)...
 
Δεν έγιναν ευρέως γνωστοί αυτοί οι δίσκοι... Το Αηδόνι Του Αυτοκράτορα ειδικά είναι θαύμα και τραγουδούν και σπουδαίοι τραγουδιστές εκεί. Ο συγχωρεμένος ο Φραγκίσκος Βουτσίνος, για παράδειγμα, που κάνει τον Θάνατο. Πω πω, τι συνεργασία ήταν κι εκείνη... Αλλά κι ο Σπύρος ο Σακκάς, ο Άρης ο Χριστοφέλλης. Ήταν μάλιστα ιδέα του Άρη, μου είχε πει θέλω να κάνεις το Αηδόνι Του Αυτοκράτορα του Χανς-Κρίστιαν Άντερσεν και να κάνω εγώ το Αηδόνι. Είχαμε συζητήσει τότε και με μερικούς σκηνοθέτες να το ανεβάζαμε, δεν θυμάμαι πια γιατί δεν το κάναμε. 
 
Η Ηχώ Και Τα Λάθη Της, πάλι, ήταν μια εργασία με την Άννα τη Μαργαριτοπούλου, η οποία μου έφερε τις μεταφράσεις της στα ποιήματα του Τζιάνι Ροντάρι, από τα ιταλικά στα ελληνικά. Είχε κάνει πολύ ωραία διασκευή, εγώ επίσης είχα δουλέψει ήδη Ροντάρι, καθώς έβαζα μουσικές επενδύσεις στα Παραμύθια Απ' Το Τηλέφωνο στο ραδιόφωνο. Οπότε προχωρήσαμε σε δίσκο με πολύ κέφι, και βγήκε από τον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος ήταν πάντα ανοιχτός προς εμένα: «θα κάνω δίσκο κύριε Χατζιδάκι», του έλεγα απλά, και ήταν πάντα πρόθυμος.
 
«Κύριε Χατζιδάκι» λέγατε εσείς, που τον γνωρίζατε καλά και τόσο σας εκτιμούσε. Σήμερα όμως παρατηρείται το φαινόμενο άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση μαζί του να γράφουν με ευκολία «ο Μάνος» και «ο Μάνος»...
 
Ε, διαφθορά... Παραφθορά... Και ό,τι έχει να κάνει με τη φθορά. Για να πάρουν από τη δόξα του. Μια λογική ότι, αν μιλάω για τον Χατζιδάκι, λίγος Χατζιδάκις είμαι κι εγώ. Εμένα που με ονόμασε μουσικό απόγονό του, τη συνέχειά του –και μάλιστα δημόσια, ενώπιον της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών– και τον ένιωθα δεύτερο πατέρα μου, δεν διανοήθηκα ποτέ να τον πω «Μάνο». 
 
Στον πατέρα σας, αλήθεια, άρεσαν τα ηλεκτρονικά σας; 
 
Α, ναι! Μέσω εμού, ξεπέρασε ένα εμπόδιο που είχε σαν άνθρωπος απέναντι στις νεωτεριστικές αντιμετωπίσεις. «Μα, εσένα είναι μουσικά!» μου έλεγε. Βέβαια μουσικά είναι πατέρα μου, του απαντούσα. Και τα πόδια σου να χτυπάς στο πάτωμα και ξύλα να χτυπάς και ντενεκέδες να κοπανάς, εάν είναι ενταγμένα στην αρμονία και τα φτιάξεις και ωραία, είναι μουσική.
 
Jean-Michel Jarre ή Mike Oldfield; Ποιον αγαπούσατε πιο πολύ όταν ξεκινούσατε τη δική σας πορεία; 
 
Τον Jean-Michel Jarre. Αγαπούσα όμως πολύ και πιο ροκ καλλιτέχνες. Τους Led Zeppelin, τους Jethro Tull, τους Pink Floyd, αργότερα τον Sting και τη Laurie Anderson... Και πιο μετά τους Massive Attack –αυτοί μου αρέσουν πάρα πολύ, τους έχω νάμπερ ουάν– τους Portishead, αλλά και τους Madrugada. 
 
Και σήμερα, τι ακούτε;
 
Μου αρέσει η Jocelyn Pook, η Imogen Heap, η Angie Garbarek: είναι του Jan Garbarek η κόρη, αλλά βρίσκεται στο είδος το δικό μου· ηλεκτρονική τροβαδούρος, τα λέει η ίδια και γράφει και τους στίχους. Από δικούς μας, βρίσκω καλούς τους Universal Trilogy, την Έλσα Μωϋσιάδου –καταπληκτικό αρμονικό αυτί, τραγουδάει κιόλας, φτιάχνει μια δική της τζαζ– τη Σίσσυ Μακροπούλου που ζει στο Βερολίνο κι έχει τους Sissi Rada, τη Σοφία Πίχα από τη Θεσσαλονίκη.
 
Μ' αρέσουν πολύ ορισμένα «δίπολα» που σχηματίζονται στη δισκογραφία σας. Ένα, ας πούμε, είναι η τρέλα και η ανεμελιά του Σαμποτάζ με τη θλίψη του Καρυωτάκη...
 
Είμαι πολυ-πολική. Τα εμπεριέχω και τα δύο. Βαριέμαι να στέκομαι σε ένα είδος. Ευτυχώς, από ό,τι λένε οι απέξω, υπάρχει η διακριτή μου προσωπικότητα σε όσα κάνω. 
 
Ένα άλλο, οι Μάσκες Ηλίου και το Γκάλοπ: ένα δύσκολο άλμπουμ κι ένα ας το πούμε «λαϊκό»...
 
Τα έκανα εν γνώσει μου και τα δύο, έτσι ακριβώς. Στις Μάσκες Ηλίου πραγματοποίησα ένα βήμα προς το πέλαγο: βούτηξα στα βαθιά, κρύα νερά. Με βοήθησε πολύ ο Julio Cortázar τον οποίον διάβαζα τότε, ένας καταπληκτικός Αργεντινός συγγραφέας. Αλλά και το The Wall των Pink Floyd, την ταινία εννοώ του Alan Parker. Είχα εντυπωσιαστεί από τα σουρεαλιστικά κινούμενα σχέδια, ειδικά από εκείνο το συνειρμικό σημείο όπου από το ένα σκίτσο βγαίνουν άλλα σκίτσα. 

Με την ίδια λογική δούλευα τότε κι εγώ τους στίχους στις Μάσκες Ηλίου, ειδικά το "Lego" ή το "Διάλειμμα Το Σάββατο", οπότε είπα «να, κι άλλοι το κάνουν, άρα δεν είμαι τρελή». Ο Αλέκος ο Πατσιφάς –τον οποίον θεωρούσα τρίτο πατέρα μου και ήταν πολύ κοντά μου σε όλα τα άλμπουμ που έκανα στη Lyra– το φοβόταν: φοβόταν αυτούς τους στίχους. Πέθανε όμως λίγο πριν ετοιμαστεί το άλμπουμ και ίσως μάλιστα έτσι να μπόρεσα και τελικά να το βγάλω. Πήγα δηλαδή τότε στους μεταβατικούς ιδιοκτήτες της Lyra, είπα θέλω να γράψω τον συγκεκριμένο δίσκο, είναι μέσα στο συμβόλαιό μου. Γράψ' τον λοιπόν, μου είπαν! 
 
Ωστόσο, οι πωλήσεις έπεσαν αισθητά –τότε, αργότερα συνέχισε να πουλάει σταθερά. Καλά, είπα κι εγώ: το έκανα το μεράκι μου, ας συνεχίσω λοιπόν στον ίδιο δρόμο μεν, μα με λίγο νερό στο κρασί μου δε. Και πέτυχε η συνταγή, το Γκάλοπ φάνηκε πιο προσιτό στο κοινό.
 
Πώς γράφτηκε εκείνο το περίφημο Χοντρό Μπιζέλι, που χορεύει τσιφτετέλι στον "Χορό Των Μπιζελιών";
 
Α, είναι η μεγαλύτερή μου επιτυχία το "Μπιζέλι" στο YouTube, σε views! Το έγραψα ξέρεις όρθια, σε ένα εξοχικό όπου βρισκόμουν τότε. Ήταν καλοκαίρι, δούλευα εκεί για τη Λιλιπούπολη. Θυμάμαι είχα ήδη γράψει δύο τραγούδια και ήταν να φύγουμε για Αθήνα, για ηχογραφήσεις. Και καθώς πήγαινα για το αυτοκίνητο, βλέπω ένα χαρτί, γραμμένο με πράσινο χρώμα και τους τεράστιους χαρακτήρες της Μαριανίνας της Κριεζή. Ήταν ένα επιπλέον τραγούδι, το οποίο είχα ξεχάσει να το φτιάξω. Και λέω ε, θα το κάνω τώρα, άλλωστε δεν φαινόταν κάτι δύσκολο: το χοντρό μπιζέλι χορεύει τσιφτετέλι... Στέκομαι λοιπόν δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, στο χωλ, λέω στον Δημήτρη –τον Μαραγκόπουλο, τον τότε σύζυγό μου– που με περίμενε στο αμάξι «μισό λεπτό» και το φτιάχνω. Τραγούδι του ποδιού δηλαδή, κανονικά! 
 
Πιο υποτιμημένος σας δίσκος; Το Μη Μου Τους Κύκλους Τάρατε, του 1990;
 
Ναι, το πιο πολιτικό μου άλμπουμ. Μου έγινε μάλιστα και λογοκρισία τότε, στην "Υπεραγορά (Ι)", γιατί χρησιμοποίησα το ορθόδοξο "Πιστεύω" αλλοιωμένο. Γιατί στη θέση του Πατέρα Παντοκράτορα είχα «Πιστεύω εις έναν Κωδικό Πατέρα Παντοκράτορα». Γιατί έβαλα «εις έναν Κύριον Αριθμόν τον Υιόν του Κωδικού τον μονογενή», γιατί μίλησα για «Απληστίας της Παρθένου» και ήθελα τον Κωδικό «παθόντα και ταφέντα εις τους Υπολογιστάς και αναστάντα την τρίτην ημέρα κατά την Μαζικήν Πληροφόρησιν». Ήταν κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη τότε. 

Νομίζω ότι το Μη Μου Τους Κύκλους Τάρατε ακούγεται πολύ επίκαιρο στη σημερινή εποχή, τα τραγούδια του γίνονται πλέον πιο αντιληπτά. Σκέφτομαι μάλιστα μήπως κάνω μια συναυλία αφιερωμένη σ' αυτό.
 
Είναι ειρωνική αυτή η ιστορία της λογοκρισίας, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως εσείς κάθε άλλο παρά άθεη είστε, όπως έχετε δηλώσει και σε άλλες σας συνεντεύξεις...
 
Πιστεύω στον Θεό, ναι. Όχι ασφαλώς στον παππού με τα γένια... Πιστεύω όμως σε μια δύναμη, εκείνη που αισθάνομαι όταν κοιτάζω τα άστρα και τα χάνω. Αλλά και οι τελευταίες ανακαλύψεις της φυσικής, της κβαντικής φυσικής με τα πεδία και τα μικροσωματίδια, με ωθούν προς τα εκεί. Αν παρατηρήσεις, μάλιστα, οι σημερινοί φυσικοί δεν είναι οι άθεοι επιστήμονες του περασμένου αιώνα. Είναι αγνωστικιστές τουλάχιστον. Πιστεύω επίσης ότι τον Θεό τον έχουμε και μέσα μας, πως διαχέεται παντού. Όπως πιστεύω και στην ύπαρξη μιας αρνητικής δύναμης στο Σύμπαν. Βρίσκω δηλαδή αλήθεια στον δυισμό του Ταό. Δεν λέω βέβαια πως κόβω και το κεφάλι μου...
 
Είναι γνωστή η αριστερή σας πολιτική τοποθέτηση, παρότι δεν εκφράστηκε ποτέ με κομματική ένταξη. Κάποιοι ίσως βρουν ότι τέτοιες ιδέες δεν συμβαδίζουν με αυτήν σας την ταυτότητα...
 
Δεν με ενδιαφέρει. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Είμαι Aριστερή και δεν βρίσκω τίποτα αντιφατικό, δεν βρίσκω δηλαδή να κοντράρεται σε κάτι η πίστη μου με τις πολιτικές μου ιδέες. Πιστεύω επίσης και στην προσευχή, βάσει εμπειριών μάλιστα. Όχι με την αγοραία έννοια, ασφαλώς. Μια πραγματική προσευχή απαιτεί μεγάλη εσωτερική ένταση, μια ας πούμε συντέλεια του Σύμπαντος μέσα σου. Χωρίς αυτήν δεν υφίσταται.  
 
Για να γυρίσουμε όμως και στα μουσικά, υπάρχει κι ένας «χαμένος» δίσκος, έτσι δεν είναι; Οι Ερωτογραφίες...
 
Οι Ερωτογραφίες συνέπεσαν με μια εποχή κατά την οποία έχασα τη μητέρα μου, κάτι που με έριξε σε μια φοβερή κατάθλιψη –για έναν, ενάμιση χρόνο. Όλα λοιπόν τα σχέδια πάγωσαν. Κι όταν ξεπέρασα εκείνη τη φάση, είχα ξεπεράσει και τον συγκεκριμένο δίσκο. Μπήκα τότε στη διαδικασία που με οδήγησε στα Ημερολόγια του 2008, γιατί είχα την ανάγκη να δείξω στον κόσμο τι πέρασα. Δεν το έχω μετανιώσει. Για την ακρίβεια, δεν έχω μετανιώσει για τίποτα από όσα έκανα στη μουσική. Το συγκεκριμενοποιώ, γιατί στη ζωή φυσικά κι έχω μετανιώσει για ορισμένα πράγματα. Έχω κάνει κι εγώ βλακείες. Δεν κολλάω όμως στο παρελθόν.
 
Ας κλείσουμε επομένως με το μέλλον. Τι σχέδια έχετε για μπροστά; 
 
Το πιο μακρινό σχέδιο, το οποίο θα υλοποιηθεί το 2015 –στις 15 Ιουνίου, συγκεκριμένα– είναι μια συναυλία αφιερωμένη στον Καρυωτάκη. Θα παιχτεί ολόκληρος ο δίσκος, με ηλεκτρονικά, ηλεκτρικά όργανα και συμφωνική ορχήστρα. Μαζί θα παρουσιαστεί και μια νέα, πρωτότυπη δουλειά μου, με αγγλόφωνα τραγούδια, βασισμένα σε μελοποίηση της Emily Dickinson. 
 
Να ρωτήσω αν πρόκειται για ένα άλμπουμ που φημολογείται ότι θα βγάζατε με ερμηνευτή τον Βασιλικό;
 
Αυτό είναι ένα άλλο πρότζεκτ. Η δουλειά στην οποία αναφέρομαι αποτελεί απωθημένο μου από όταν που ήμουν πιτσιρίκα. Δεκαετία 1970 τότε, βρισκόμουν στη Βιέννη κι έφτιαξα τα πρώτα μου τραγούδια στα αγγλικά! Μάλιστα στο σπίτι της Ντόρας (σ.σ.: Μπακοπούλου) έγινε κι ένας τρικούβερτος καυγάς μεταξύ δύο μεγάλων Ελλήνων: του Νίκου Καρούζου και του Βασίλη του Διαμαντόπουλου. Ο μεν Διαμαντόπουλος –Τοξότης στο ζώδιο, γιατί παίζει ρόλο κι αυτό (γέλια εκατέρωθεν)– υπέρ των αγγλικών τραγουδιών, υπέρ του διεθνούς μηνύματος. Ο δε Καρούζος πιο συντηρητικός –Καρκίνος εκείνος– να λέει όχι, πρέπει να κάνεις τραγούδια στα ελληνικά. Είχαν σηκωθεί και οι δύο όρθιοι μέσα στο σαλόνι, σαν έτοιμοι να παλέψουν έμοιαζαν!
 
Δεν έχετε και λίγα σχέδια, λοιπόν...
 
Α, υπάρχουν κι άλλα! Τελειώνω κι έναν ακόμα δίσκο, σε ποίηση Γιώργου Χρονά, με βασικό ερμηνευτή τον Παντελή Θεοχαρίδη και συμμετοχή της Μελίνας Κανά σε δύο τραγούδια. Θα λέγεται Ιερός Πόνος και θέλουμε να βγει το φθινόπωρο (σ.σ.: όντως, ο δίσκος βγήκε το φθινόπωρο). Μ' αρέσει πολύ ο Χρονάς ως ποιητής, έχει μια ελληνικότητα, κάτι που πέρασε και στα νέα αυτά τραγούδια –υπάρχει π.χ. κι ένα ζεϊμπέκικο ανάμεσά τους, ο "Θάνατος Του Πατέρα Μου". 

Σοβαρότερο όμως θεωρώ πως ο Χρονάς είναι ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος για μένα: σε μια πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής μου, μου στάθηκε τρομερά. Σαν αδερφός. Βέβαια, αν δεν μου άρεσε ως ποιητής, δεν θα συνέβαινε μια τέτοια συνεργασία. Δεν βάζω την τέχνη πάνω από τις ανθρώπινες σχέσεις, δεν λέω αυτό. Όμως, όσον αφορά στο έργο μου, κραταιή δύναμη είναι πάντα η τέχνη, η ποιότητα. 
 
Υπάρχει επίσης μια ανοιχτή συνεργασία με τη Μαρία Φαραντούρη. Έχουμε σκεφτεί να διασκευάσουμε την Τρίτη Πόρτα του 2000 με ηλεκτρονικά και πιο σύγχρονο ήχο και να την ξαναδώσουμε στο κοινό, καθώς περιέχει ωραία τραγούδια. Τότε δεν είχα κάνει εγώ την ενορχήστρωση, για λόγους πολύ προσωπικούς. Σκεφτόμαστε όμως και μια πλατύτερη συνεργασία, να φτιάξω δηλαδή και κάτι καινούργιο για εκείνη. Την αγαπώ πολύ τη Μαρία, αποτελεί τεράστιο κεφάλαιο.