Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ψαραντώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ψαραντώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

12 Ιουλίου 2023

Γιάννης Αγγελάκας, Νίκος Βελιώτης & Ψαραντώνης - ανταπόκριση (2008)


Δεν μου ήταν εύκολο, πάντα, να ακολουθήσω τις περιπέτειες του Γιάννη Αγγελάκα μετά τη διάλυση των Τρύπες –ενός συγκροτήματος που αγάπησα πολύ. Στη δεκαετία του 2000, πάντως, ήμουν πιο πρόθυμος και ψημένος, συγκριτικά με τη δεκαετία του 2010. 

Κάπως έτσι, λοιπόν, βρέθηκα και στο θέατρο του Λυκαβηττού τον Σεπτέμβριο του 2008, για μια ιδιαίτερη συναυλία, στην οποία ο Αγγελάκας, παρέα με τον στενό συνεργάτη Νίκο Βελιώτη, θα έπαιζε μαζί με τον Ψαραντώνη. 

Οι εντυπώσεις συγκρότησαν μια ανταπόκριση, που δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Σήμερα ίσως να ήμουν περισσότερο επικριτικός για τον λίγο, επί του πρακτέου, κοινό χρόνο των δύο πρωταγωνιστών επί σκηνής, ωστόσο δέχομαι ότι το κείμενο καταγράφει κι ένα συγκεκριμένο στάδιο της δικής μου εξέλιξης ως κριτικού, μα και μια εποχή στην οποία αρκούσε να δεις αυτά τα ονόματα το ένα πλάι στο άλλο, δίχως να υπάρχουν περαιτέρω απαιτήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Αρετή Σταυροπούλου. 


Μια ιδιαίτερη ζωντανή συνεύρεση είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν όσοι αποφάσισαν να ανέβουν προς τον Λυκαβηττό την όμορφη φθινοπωρινή βραδιά της 18ης του Σεπτέμβρη –και δεν ήταν και λίγοι. Ακόμα και ο ίδιος ο Γιάννης Αγγελάκας το παρατήρησε, λέγοντας σε κάποιο σημείο «σας ευχαριστούμε που ήρθατε, δεν σας περιμέναμε τόσους». 

Φτηνό το εισιτήριο, μπόλικος ο κόσμος στο θέατρο, τίγκα (ως συνήθως) και τα βραχάκια και μια σκηνή τοποθετημένη δίπλα στο κοινό της αρένας: πράγματα απλά και άμεσα, δίχως κάγκελα, σεκιουριτάδες ή υπερυψωμένα μέρη, που από την αρχή δημιούργησαν ένα όμορφο αίσθημα. 

Το σκηνικό που διάλεξαν οι Γιάννης Αγγελάκας & Νίκος Βελιώτης για την παρουσίαση των τραγουδιών από τις δύο ως τώρα δισκογραφικές συνευρέσεις τους θύμιζε ένα παράξενο, μεταμοντέρνο γραφείο: εκεί τουλάχιστον παρέπεμπαν τα πορτατίφ τα οποία έδιναν το φως στη σκηνή. Πλάι της, μια μεγάλη βιντεο-οθόνη πρόβαλλε διαρκώς υλικό, ως οπτικό ερέθισμα συνοδευτικό των κομματιών. 

Ο Αγγελάκας, στο μέσον όλων τούτων, ήταν πολύ χαμογελαστός και σεμνός όταν δεν τραγουδούσε. Όταν βρισκόταν στο μικρόφωνο, όμως, λικνιζόταν στον ρυθμό της ορχήστρας σαν σαμάνος κάποιας μυστηριώδους φυλής, χαμένος στη δική του έκσταση: μπορεί και να νόμιζες ότι σε κοίταζε, αν βρισκόσουν πολύ κοντά, αλλά ήταν φανερό ότι έβλεπε κάπου πολύ μακριά. Οι δε αποδώσεις του στα τραγούδια από τις Ανάσες Των Λύκων και το Πότε Θα Φτάσουμε Εδώ; ήταν το λιγότερο υποδειγματικές. 

Θα μπορούσες δηλαδή και να θεωρήσεις πως είναι γνήσια τρελός έτσι αλαφροΐσκιωτα που είπε τις "Ανάσες Των Λύκων". Καταχειροκροτήθηκε, επίσης, για τον άκρως θεατρικό τρόπο του στο "Πάνω Στο Σχοινί", ενώ κάτι από τις παλιές Τρύπες έλαμψε μέσα στη θαυμάσια, α-λα-Βελιώτης, νέα ενορχήστρωση του "Χωρίς Εμένα" (από εκείνο το αξέχαστο ντεμπούτο). Ίσως όμως η ψυχή της συναυλίας του να κρυβόταν τελικά σε στιγμές όπως το "Μέσα Στη Θάλασσα" ή στην άγρια ομορφιά του "Ωκεανός", όταν, προς το τέλος του σετ, οι ερμηνείες του και το παίξιμο της ορχήστρας συντονίστηκαν σε μια απόλυτη κάθοδο-κάθαρση στην εσωτερικότητα. 

Το πέρασμα από τους Αγγελάκα/Βελιώτη στον Ψαραντώνη, τώρα, έγινε –σημαδιακά, ίσως;– μέσω του Μάρκου Βαμβακάρη. Ήταν πάντως η δική του "Πλημμύρα", σε μια φανταστική ενορχήστρωση με λάπτοπ, τσέλο και κρητική λύρα, η οποία σηματοδότησε την είσοδο προς έναν κόσμο πιο παραδοσιακά ελληνικό, όπως και το "Να 'Χεν Η Θάλασσα Βουνά", από τον τελευταίο δίσκο του Ψαραντώνη, που το τραγούδησε ντουέτο με τον Αγγελάκα (ήταν άλλωστε και παραγωγός του άλμπουμ). 

Κατόπιν ο Αγγελάκας αποσύρθηκε και τη σκηνή κατέλαβε η ορχήστρα του Ψαραντώνη, σφραγίζοντας το οριστικό μας πέρασμα στον τοπίο της δημοτικής παράδοσης. Ο Ψαραντώνης και η καλλίφωνη κόρη του Νίκη Ξυλούρη κράτησαν τα ηνία σε αυτό το ταξίδι, χαρίζοντάς μας στιγμές μεγάλης ομορφιάς, καθώς και την εμπειρία από έναν κόσμο μακρινό, που όμως δεν παύει να είναι και σημερινός. Δοσμένος απόλυτα στη μουσική και στους στίχους του, ο Ψαραντώνης συχνά θύμιζε φιγούρα βγαλμένη από παλιό παραμύθι: ήταν τόσο δύσκολο σε κάποιες στιγμές να ξεδιαλύνεις αν έλεγε τραγούδια ή αν σε μάγευε με ξόρκια, η δύναμη των οποίων χανόταν στα πανάρχαια χρόνια. 

Χάρηκα που ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του κόσμου χειροκρότησε θερμά τον Ψαραντώνη και γνώριζε, έστω κι αν δεν ήξερε να πει τους στίχους, τραγούδια του σαν το "Έσβησε Αέρας Το Κερί", τον "Ψηλορείτη", την "Τίγρη" ή το απόσπασμα από τον Ερωτόκριτο («Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν»). Δεν μπορώ όμως να μη σημειώσω πως μια αρκετά ευάριθμη μερίδα του κοινού, που κάθονταν Παναγίτσες όσο έπαιζε ο Αγγελάκας, άρχισε να μετακινείται πάνω-κάτω, να σχηματίζει πηγαδάκια και να προξενεί συχνά αφόρητη βαβούρα όταν έπαιξε ο Ψαραντώνης. 

Μάλιστα, είχα και ο ίδιος κάτι βασιβουζούκους πίσω μου, στο μπροστινό κομμάτι της αρένας, οι οποίοι θεώρησαν πως εκείνη ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συζητήσουν τα μεταπτυχιακά τους και το πότε μπορεί κανείς να εξαγοράσει τη στρατιωτική του θητεία... Ιδού, κυρίες και κύριοι, το πραγματικό επίπεδο μιας μερίδας (ευτυχώς) ενός κοινού, το οποίο, κατά τα άλλα, αρέσκεται να το παίζει rock, διαφορετικό και προχωρημένο. 



11 Σεπτεμβρίου 2022

Η Κρήτη Τραγουδάει - ανταπόκριση (2015)


7 Σεπτέμβρηδες πριν, καθώς επέστρεφα στην Αθήνα μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, το πρώτο (μου) συναυλιακό ραντεβού με τη σεζόν 2015-2016 με καλούσε στον Βύρωνα, σε μια μεγάλη γιορτή του κρητικού τραγουδιού. «Ψυχή» της ήταν ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης: ο γιος του Νίκου Ξυλούρη, ο οποίος σταδιοδρομούσε ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Τότε, μάλιστα, ήμασταν και συνάδελφοι στα μουσικά του 105,5 Στο Κόκκινο. 

Δυστυχώς ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης δεν έμελλε να ζήσει πολύ –περίπου 2 μήνες αργότερα σκοτώθηκε σε τροχαίο. Τον θυμάμαι πάντα ως έναν από τους αξιολογότερους και συμπαθέστερους συναδέλφους, που κοσμούσε τα ερτζιανά με τις εκπομπές του. Η δε εκδήλωση «Η Κρήτη Τραγουδάει» ήταν ένα από τα ελάχιστα πολιτισμικά δρώμενα στα οποία ενεπλάκη ο ραδιοσταθμός 105,5 Στο Κόκκινο και άξιζε όντως τον κόπο. Προσπάθειες έγιναν κι άλλες, κατά καιρούς, ιδέες υπήρξαν. Στο διά ταύτα, όμως, δεν συνέβησαν πολλά πράγματα. Ούτε και διαβάστηκε σωστά το πολύπτυχο της εποχής, είναι η γνώμη μου, πέρα από την κουρασμένη ζώνη ασφαλείας του έντεχνου και των αναιμικών alternative προσπαθειών.

Τώρα, καθώς μετράμε αντίστροφα για το μεγάλο αφιέρωμα στον Νίκο Ξυλούρη, το οποίο στήνει ο Σταύρος Ξαρχάκος για τις 21/9 (κι έχει γίνει ήδη sold-out, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές), ο νους ξαναγυρνά στη βραδιά της Κρήτης στον Βύρωνα. Η επιτυχία της, η απήχησή της σε έναν νεαρόκοσμο που δεν έχει ρίζες στην Κρήτη, αλλά και η γενικότερη διάδοση της ιδιαίτερης παράδοσης του νησιού κατά τα τελευταία χρόνια (ακόμα και με τις αναπόφευκτα δυσάρεστες προσμίξεις), όλα δείχνουν πίσω στον Νίκο Ξυλούρη. Ο οποίος μπορεί να έφυγε νεότατος, μόλις στα 43 (1980), πρόλαβε όμως να καταχωρηθεί στις μυθικές φιγούρες του εγχώριου τραγουδιού. Η παρουσία του και η δισκογραφική του σταδιοδρομία άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο για τη μουσική του τόπου του, σφυρηλατώντας κι έναν σύνδεσμο με το ευρύτερο κοινό που ακόμα κρατά και στις δικές μας ημέρες.

Με τη φετινή αφορμή, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ μια ανταπόκριση από τη συναυλία «Η Κρήτη Τραγουδάει» –με μικρές, αισθητικής φύσης μετατροπές συγκριτικά με το κείμενο που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 στο Avopolis. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη, με την κεντρική να απαθανατίζει τη σύμπραξη του Ross Daly με τον Βασίλη Σταυρακάκη.


Δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο της βραδιάς έριξα μια καλή ματιά στο θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», για να τσεκάρω την προσέλευση. Θυμάμαι όμως ότι είδα κόσμο κυριολεκτικά παντού: οι εξέδρες κατάμεστες, η πλατεία γεμάτη, κάμποσοι όρθιοι στα πλάγια. Ένα κοινό ενθουσιώδες, με πολλά νέα παιδιά να πλαισιώνουν τις αναμενόμενα μεγαλύτερες ηλικίες, το οποίο πήρε μέρος ενεργά στη μεγάλη γιορτή που έστησε ο ραδιοφωνικός σταθμός 105,5 Στο Κόκκινο, χειροκροτώντας με ζέση, τραγουδώντας και σέρνοντας κυκλικούς χορούς μπροστά από τη σκηνή. 

Το γενικό πρόσταγμα, την επιλογή των 32 Κρητών καλλιτεχνών που ήρθαν ως τα βράχια του Βύρωνα, αλλά και τον ρόλο του παρουσιαστή της βραδιάς, είχε ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης –παραγωγός στο Κόκκινο και γιος (για όσους δεν γνωρίζουν) του Νίκου Ξυλούρη. Του αξίζουν συγχαρητήρια, γιατί έκανε εξαιρετική δουλειά: μέσα σε 200 λεπτά παρέλασε μπροστά μας ένα πανόραμα της ζώσας κρητικής παράδοσης, μακριά από φτηνά ανακατώματα μα και από μαραμένα έντεχνα, που ψάχνουν την ανά(σ)ταση μέσω Κρήτης.

Συγχαρητήρια όμως αξίζει και συνολικά η διοργάνωση. Και δεν το γράφω αυτό με τη συναδελφική ευκολία ενός από το Κόκκινο, μα με βάση μετρήσιμους δείκτες, οι οποίοι τόσο μας έχουν απογοητεύσει σε άλλες ζωντανές περιστάσεις. Ακούσαμε λ.χ. εξαιρετικό ήχο στο θέατρο Βράχων, είδαμε σωστά φώτα και, παρά την πολυκοσμία, η συναυλία άρχισε με αμελητέα καθυστέρηση, με το χρονοδιάγραμμά της να τηρείται χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση.  

Το πρόγραμμα δεν ξεκίνησε από την «επισημότητα» της εξέδρας, μα κάπου ανάμεσα στο πλήθος της πλατείας, όταν ξαφνικά ακούστηκε η ασκομπαντούρα του Θανάση Σταυρακάκη και τον είδαμε κατόπιν να κατευθύνεται προς τη σκηνή, παρέα με τον Αστρινό Ζαχαρουδιάκη (λύρα), τον γιο του Αντώνη Ζαχαριουδάκη (λαούτο) και τον τραγουδιστή Δημήτρη Σκουλά


Αυτή η, ως επί το πλείστον, «παλιά φρουρά» έχει μεγάλη και ξεχωριστή ιστορία, ειδικά ο Σταυρακάκης –κύριος αναβιωτής της ασκομπαντούρας κατά τη δεκαετία του 1970 και σπουδαίος μοχλός στη μεταφορά της κρητικής παράδοσης στην Αθήνα, τόσο ως μουσικός, όσο και ως μαγαζάτορας: δικό του ήταν, μάθαμε, το Κρητικό Κονάκι, πρώτο στέκι του είδους του στην πρωτεύουσα. Οι Ζαχαριουδάκηδες και ο γλυκόλαλος Σκουλάς στάθηκαν εξίσου θαυμάσια, ξεκινώντας με απόσπασμα του «Ερωτόκριτου» και ξεσηκώνοντας το πρώτο ρεύμα κεφιού με τα συρτά του Θανάση Σκορδαλού, του Νίκου Ξυλούρη και του Κώστα Μουντάκη.

Σκυτάλη κατόπιν πήρε μια νέα όψη της κρητικής παράδοσης ή, έστω, ένας καινούριος τρόπος για να δεις τα παραδεδομένα. Τον εκπροσώπησαν η Ειρήνη Δερέμπεη (τραγούδι, θιαμπόλι), ο Κάρολος Κουκλάκης (μπουλγκαρί) και ο Βασίλης Τζορτζίνης (κοντραμπάσο). Μια ωραία γυναικεία φωνή, δηλαδή, και δύο άξιοι σολίστες, οι οποίοι ήχησαν όμως παράταιρα. Γιατί σε άλλο κλίμα σε είχε βάλει το προηγούμενο σχήμα και, μέσα σε μόλις 20 λεπτά, «αναγκάστηκες» να προσπαθείς να επικοινωνήσεις με μία πολύ πιο λόγια εκδοχή της Κρήτης. Για μένα τουλάχιστον, δεν στάθηκε δυνατόν· κάτι χάθηκε.


Η ροή των πραγμάτων αποκαταστάθηκε στη συνέχεια με μια εξαιρετική ιδέα, στόχος της οποίας ήταν η παρουσίαση της βιολιστικής παρακαταθήκης της Κρήτης, που είναι μεγαλύτερη από όσο συνήθως νομίζεται: η λύρα άρχισε να κυριαρχεί στα γλέντια από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα. Ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης παρέταξε λοιπόν τις δύο κύριες παραδόσεις μαζί επί σκηνής, να παίζουν εναλλάξ. 

Στα αριστερά όπως κοιτούσαμε τοποθέτησε τον Ιεραπετριώτη Βαγγέλη Βαρδάκη, πλαισιωμένο από τον Μανώλη Λιαπάκη (φωνή, λαούτο) και τον Γιάννη Γενειατάκη (φωνή, κιθάρα)· και στα δεξιά έβαλε τον νέο σούπερ σταρ της Κρήτης, τον Κισσαμιώτη Αντώνη Μαρτσάκη, ο οποίος ήρθε ντυμένος με παραδοσιακή στολή, όπως έπραξε και το σχήμα του: ο Νίκος Μαρεντάκης, γνώστης των χανιώτικων τρόπων του λαούτου, ο Κανάκης Κοζονάκης (επίσης λαούτο) και ο Φραγκέσκος Μπαλτζάκης (νταουλάκι). Ανατολική και Δυτική Κρήτη εκπροσωπήθηκαν έτσι επάξια, με τον Μαρτσάκη ειδικά να γίνεται δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τη νεολαία, «πυροδοτώντας» τους πρώτους μαζικούς κύκλιους χορούς στην πλατεία. Αλλά και οι Λασηθιώτες έκλεισαν το δικό τους σετ με τον καλύτερο ίσως πηδηχτό τον οποίον ακούσαμε μέσα στη βραδιά.


Σειρά κατόπιν πήρε ο Ross Daly –ο Ιρλανδός που πολιτογραφήθηκε Κρητικός κι έδωσε στην παράδοση του νησιού τεράστια ώθηση, σπρώχνοντάς τη στον μοντέρνο κόσμο– ο οποίος δεν ήρθε παρέα μόνο με εκλεκτούς οργανοπαίχτες (Γιώργος "Κεχρής" Σαλούστρος, Κέλλυ Θωμά, Γιώργης Μανωλάκης & Γιάννης Παπατζανής), μα και με τον εκπληκτικό Βασίλη Σταυρακάκη, μάλλον την καλύτερη φωνή των ημερών μας στην Κρήτη, όπως έχει σημειωθεί ξανά στον εγχώριο Τύπο, από τον φίλο και συνάδελφο Μιχάλη Τσαντίλα. 

Και παρότι αναμφισβήτητος επικεφαλής της εκδήλωσης ήταν ο Ψαραντώνης, αν πρέπει να ορίσουμε το αφάλι της συναυλίας, το σημείο δηλαδή όπου η εμπειρία της Κρήτης απογειώθηκε σε μια άλλη τροχιά, ήταν η συγκεκριμένη εμφάνιση. Αρχικά επιβλήθηκε ένας χαρακτήρας πιο κατανυκτικός: οι χοροί έπαψαν, οι λύρες κυριάρχησαν, το κοινό σώπασε για να ακούσει. Αλλά στη συνέχεια ο Daly έπιασε έναν διαφορετικό δρόμο, από τα σπλάχνα του οποίου βγήκε η φωνή του Σταυρακάκη να δώσει καινούρια τροπή. Το "Πάρε Με Νύχτα" έκανε τις κερκίδες να πιάσουν πυρκαγιά, ενώ η διασκευή στο "Κάμε Μια Βόλτα Στο Χωριό" έδωσε το σύνθημα για να ξαναπιαστούν οι χοροί. 

Ακολούθως, ήχησαν φωνές και σκοποί από την αριστερή πλευρά του θεάτρου και είδαμε μια παρέα μαυροπουκαμισάδων να προσεγγίζει αργά τη σκηνή, παίζοντας και τραγουδώντας. Ήταν ένα πολύ ωραίο θέαμα, που στόχο είχε να μας παρουσιάσει τη λεγόμενη «ανωγειανή παρέα»: μη επαγγελματίες, οι οποίοι κάνουν το μεράκι τους με τη μουσική σαν τελειώσουν οι υποχρεώσεις της μέρας ή συναπαντηθούν στο καφενείο. 


Στον Βύρωνα η άτυπη αυτή παράδοση της ερασιτεχνικής, αυτοσχέδιας μαντινάδας εκπροσωπήθηκε από τους Γιώργη "Κάτη" Βρέντζο, Βασίλη Δραμουντάνη, Λευτέρη Μπέρκη, Γιώργο Νταγιαντά, Μανώλη Σκουμπάκη & Χαράλαμπο "Βούρια" Χαιρέτη. Μόνο που όσο ωραίοι ήταν καθώς έπαιζαν στα όρθια και περπατούσαν, άλλο τόσο βαρετοί δείχτηκαν σαν κάθησαν στη σκηνή, ζαλίζοντάς μας με ένα μακρόσυρτο, ατελείωτο κομμάτι για παλιούς Ανωγειανούς –όλοι φημισμένοι μουσικάνθρωποι– που συνεχίζουν, υποτίθεται, το γλέντι στον Άδη. Κάτι σαν τη «μεγάλη μπάντα του ουρανού», δηλαδή, σε Ανώγεια edition. 

Την ανωγειανή παρέα διαδέχθηκαν οι λαουτιέρηδες Αντώνης & Μιχάλης Φραγκιαδάκης, οι οποίοι όρισαν το πιο αδιάφορο και κουραστικό σημείο της όλης εκδήλωσης. Προικισμένοι μεν οργανοπαίχτες οι Φραγκιαδάκηδες, όμως δεν είναι τραγουδιστές –και «χτύπησε» αυτό σαν διασκεύασαν το "Πάντα Θλιμμένη Χαραυγή", που είχαν πρωτοπεί ντουέτο ο Θανάσης Σκορδαλός με τον Γιώργη Παπαδάκη· δεν μπόρεσαν επίσης να αποφύγουν ούτε την αναίτια πάρλα, ούτε και κάποιους ακαλαίσθητους μικροφωνισμούς. Ως μόνη τους αξιόλογη συνεισφορά καταγράφεται έτσι η διασκευή στο "Έσβησε Αέρας Το Κερί", στις πρώτες νότες του οποίου εμφανίστηκε ο Ψαραντώνης, που έκατσε να το πει μαζί τους.


Ακολούθως, ο Ψαραντώνης πήρε θέση με τη λύρα του στο κέντρο και γύρω παρατάχθηκε μια μπάντα-οικογενειακή υπόθεση: η κόρη του Νίκη Ξυλούρη με το πάντα επιβλητικό μπεντίρ της, ο γιος της Γιώργος Στιβακτάκης κι ένας ακόμα Ξυλούρης, ο Λάμπης, στο λαούτο. Κι ακολούθησε ένα σετ 40 λεπτών, γνώριμο σε όσους έχουν ξαναδεί τον Ψαραντώνη και αγαπητό (καθώς αποδείχθηκε) σε μεγάλη μερίδα του συγκεντρωμένου κόσμου, που σιώπησε για να αφουγκραστει με προσοχή αυτόν τον έξω από οτιδήποτε συνηθισμένο –ακόμα και με μέτρο την όποια κρητική ιδιαιτερότητα– καλλιτέχνη. Κι εκείνος, ανταπέδωσε. 

Σκέφτηκα καθώς τον κοίταζα ότι έμοιαζε περισσότερο με κάποιο δαιμονικό της βλάστησης, το οποίο κατείχε το μυστικό για να γεφυρώσει το αρχέγονο με το σημερινό. Γιατί είναι πραγματικά μοναδικός ο Ψαραντώνης: μια αναντίρρητα μοντέρνα ψηφίδα ως προς την ελευθερία έκφρασης και κομμάτι συνάμα ενός κοσμοπολίτικου μουσικοπολιτισμού, που διαρκώς σου δίνει την εντύπωση πως η τέχνη του έρχεται από τα πολύ περασμένα. 

Έκλεισε έτσι ιδανικά μια εκδήλωση που φιλοδόξησε μεν να πάει βαθιά στις ρίζες, μα θέλησε παράλληλα να δείξει και τη σημαίνουσα θέση αυτής της παράδοσης στο μουσικό μας σήμερα, πέρα από τα χυδαία κρητοσκυλάδικα και την αλητεία των κρητοέντεχνων. 





09 Ιουλίου 2022

Ψαραντώνης - ανταπόκριση (2019)


Τον λένε Αντώνη Ξυλούρη, είναι αδερφός του θρυλικού Νίκου Ξυλούρη, όμως είναι πολύ πιο αναγνωρίσιμος ως «Ψαραντώνης». Μάλιστα, όσοι τον ξέρουν λένε ότι είναι πολύ ετοιμόλογος άνθρωπος, με φοβερή αίσθηση του χιούμορ. Κάποιες ατάκες έχουν κατά καιρούς διαδοθεί και ευρύτερα, αν και ελέγχεται ότι είναι όντως (όλες) δικές του.

Περισσότερη σημασία, πάντως, έχει η φήμη του ανάμεσα σε όσους δεν τον γνωρίζουμε προσωπικά, μα τον μάθαμε από την πλούσια δισκογραφία του –η οποία κρατάει από το 1964, παρακαλώ– θαυμάζοντας τη φωνή, το παίξιμό του στη λύρα κι εκείνους τους θαρρείς αλαφροΐσκιωτους τρόπους με τους οποίους παραδίδει τα τραγούδια. Άλλωστε χάρη σε αυτές τις ξεχωριστές καλλιτεχνικές ποιότητες πέρασε νωρίς και τα ελληνικά σύνορα (ήδη από το 1982), εμφανιζόμενος σε μουσικά φεστιβάλ του εξωτερικού πριν ξεσπάσει ο world/ethnic «πυρετός» της δεκαετίας του 1990. 

Φέτος ο Ψαραντώνης κλείνει τα 80 και εκμεταλλεύεται κι αυτός το συναυλιακό άνοιγμα του καλοκαιριού για να στήσει μια βραδιά στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη» του Βύρωνα –την Τετάρτη 13 Ιουλίου. Αν και κοντά (σχετικά) στο σπίτι, τα δικά μου βήματα με οδηγούν αλλού εκείνο το βράδυ, ειδάλλως το πιθανότερο είναι ότι θα πήγαινα να τον ξαναδώ.

Με την αφορμή αυτή, ωστόσο, να ένα παλιότερο κείμενο, για τη συναυλία που έδωσε στο Temple τον Απρίλη του 2019. Ακόμα τον θυμάμαι πάνω στη σκηνή, να φαντάζει σαν χθόνια θεότητα πολύ αλλοτινών καιρών. Η ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες η κεντρική ανήκει στον Γιάννη Ανθούλη (από promo υλικό το οποίο στάλθηκε στον Τύπο), ενώ οι κάτωθι προέρχονται από τη βραδιά στο Temple και είναι του Νίκου Ζαραγκόπουλου.


Έχουμε δει πολλές συναυλίες στο Temple και το μάθαμε έτσι με έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πήρε λοιπόν αρκετή ώρα η εξοικείωση με τα τραπέζια που είχαν παραταχθεί έμπροσθεν της σκηνής, αφήνοντας το πίσω μέρος της «πλατείας» σε κάποια σκαμπό –και τον εξώστη για τους όρθιους. Όπως και με τις φιγούρες που έβλεπες να καταλαμβάνουν βαθμιαία τις καρέκλες: κυρίως μεσήλικες ή και πιο μεγάλες ηλικίες, για τις οποίες πρέπει να ήταν η πρώτη φορά στον «Ναό». 

Το παρατηρείν κάλυψε την αρκετή ώρα που πήρε στη βραδιά για να ξεκινήσει, κάτι πάντως που δεν φάνηκε να απασχολεί όσους ήρθαν, παρά το ότι ήταν καθημερινή. Και να το πούμε και το μπράβο στους ανθρώπους της 3 Shades Of Black, γιατί το ότι έβαλαν τραπέζια δεν σημαίνει ότι μας στρίμωξαν, όπως συμβαίνει σε άλλους χώρους με πρόβλεψη για καθήμενους. Το Temple, επίσης, ταίριαξε εν τέλει γάντι στον Ψαραντώνη, γιατί του πρόσφερε εκείνα τα φώτα με τους σκοτεινοκόκκινους, μωβιούς ή/και πράσινους χρωματισμούς. Τα έχουμε δει και σε άλλες συναυλίες να φτιάχνουν κατάλληλη ατμόσφαιρα, τα είδαμε και σε αυτήν την περίπτωση, να συδαυλίζουν τον απόκοσμο χαρακτήρα που λάμβανε συχνά η παράστασή του.  

Η ξεχωριστή φιγούρα του διαπρεπούς Κρητικού πήρε θέση στο κέντρο της σκηνής, με τη λύρα στο χέρι, έχοντας –ως συνήθως– την κόρη του Νίκη Ξυλούρη στο πλάι, συν 3 ακόμα μουσικούς: τον Λάμπη Ξυλούρη, τον Γιάννη Παπατζανή και τον Νεκτάριο Κοντογιάννη. Ένα άψογο σύνολο, που γνώριζε σε βάθος τόσο το ρεπερτόριο, όσο και τους τρόπους του Ψαραντώνη. Του πρόσφερε έτσι ιδανική οργανική υποστήριξη, η οποία αντήχησε και σε μας σωστά, χάρη στον καλό ήχο του Temple.

Η συναυλία δεν χρειάστηκε κανένα ζέσταμα και τίποτα το ενισχυτικό, καθώς ο Ψαραντώνης μπήκε με "Παλιό Κρασί Είν' Η Σκέψη Μου", δημιουργώντας δέος και ενθουσιασμό ταυτόχρονα. Ο κόσμος στήλωσε μεμιάς το βλέμμα στη σκηνή –και ήταν κοινό καλό, από την άποψη ότι επρόκειτο για «διαβασμένους» ακροατές, που πρόσφεραν την αναγκαία σιγή σε όσα σημεία χρειαζόταν, αλλά και τον αναμενόμενο πανζουρλισμό όταν έφτασε η ώρα για κοσμαγάπητες επιλογές σαν την "Τίγρη" ή το "Να Κάμω Θέλω Ταραχή". Το οποίο χρειάστηκε βέβαια να φτάσουμε στο encore για να ακούσουμε. Σε ένα από τα πολλαπλά encore, για την ακρίβεια, καθώς ο Ψαραντώνης έλεγε στο φινάλε ότι θα παίξει «ένα τελευταίο», προσθέτοντας ωστόσο ένα ακόμα κάθε φορά, ανταποκρινόμενος στις ιαχές και στα χειροκροτήματα. 


Η συναυλία είχε και διάλειμμα, στο οποίο μπορέσαμε να αστειευτούμε με τον διευθυντή του περιοδικού Metal Hammer Κώστα Χρονόπουλο για το ότι δεν έχει πιο metal από τον Ψαραντώνη στην Ελλάδα –«φιλοξενούμενοι είμαστε», ήταν η χαρακτηριστική του ατάκα. Το διάλειμμα αποδείχθηκε καλοδεχούμενο και για μας και για τον πρωταγωνιστή της βραδιάς, δυστυχώς όμως δεν συνέβη το ίδιο και με τις ανάσες που ανέλαβαν να του δώσουν οι επί σκηνής συνεργάτες, σε διάφορα σημεία του πρώτου και δεύτερου μέρους. 

Κάθε φορά δηλαδή που αναλάμβανε άλλος το μικρόφωνο, ο πήχης της συναυλίας χαμήλωνε· ειδικά στο δεύτερο μισό, το οποίο από ένα σημείο κι έπειτα μετατράπηκε σε συναυλία της Νίκης Ξυλούρη. Ασφαλώς, είναι κατανοητό ότι ο Ψαραντώνης χρειάζεται αυτήν την άπλα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει φτάσει κοντά 80 ετών, ο δε τρόπος με τον οποίον παίζει και τραγουδά, απαιτεί δυνάμεις. 

Όμως το αναιμικό έντεχνο στυλ της κόρης του, που κατά τα λοιπά είναι δεινή και πολύτιμη στο μπεντίρ της, δεν λειτουργεί συμπληρωματικά, όπως επιδιώκεται. Εξαρτάται βέβαια και σε τι κοινό απευθύνεσαι, γιατί ζούμε σε μια εποχή όπου τα κρητοέντεχνα φοριούνται πολύ –και γύρω μου σίγουρα δεν είδα αντιδράσεις ανάλογες με τη δική μου. Αντιθέτως, η Ξυλούρη χειροκροτήθηκε ακόμα και στο νανούρισμα που είπε προς το φινάλε, που για μένα υπήρξε ναδίρ της όλης εμπειρίας.

Αλλά στο τμήμα της συναυλίας όπου τα πάντα γύριζαν γύρω από τον Ψαραντώνη ο ίδιος αποδείχθηκε απαράμιλλος, πορευόμενος με εκείνο το βαθιά προσωπικό στίγμα, που του επιτρέπει να βουτάει στα βαθιά της κρητικής παράδοσης, μα ταυτόχρονα να ίπταται και εκτός αυτής. Με έναν τρόπο που έχει αποδειχθεί θελκτικός και σε διεθνή ακροατήρια και που «προσωποποιείται» σε σωματικό επίπεδο με το καταπληκτικό τίναγμα των άκρων με το οποίο τονίζει σημεία όσων ερμηνεύει. Κάτω δε από τους υποβλητικούς φωτισμούς του Temple, έμοιαζε όσο ποτέ άλλοτε με χθόνια θεότητα πολύ αλλοτινών καιρών, τότε που διαφέντευαν ο Ερεχθέας και οι πρόγονοι του Μίνωα.