31 Οκτωβρίου 2021

Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης & Μαρία Παπαγεωργίου: μια κοινή συνέντευξη από το 2010, για πρώτη φορά στο ίντερνετ


Μυστήριο πράγμα η μνήμη. Μπορεί να μην έχεις σκεφτεί κάτι για χρόνια ολάκερα και να ανασυρθεί ξαφνικά από τα έγκατά της, λόγω μιας άσχετης αφορμής. 

Κάτι τέτοιο μου συνέβη την Παρασκευή το βράδυ, στο ΙΛΙΟΝ plus. Βέβαια, η αποστολή που είχα αναλάβει έγραφε «Αλκμάν» (αυτά θα τα διαβάσετε στο Αθηνόραμα). Όμως σε ένα από τα μπροστινά τραπεζάκια είδα να κάθονται δίπλα-δίπλα ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης και η Μαρία Παπαγεωργίου, αμφότεροι καλεσμένοι της μπάντας για κάποια νέα τραγούδια του δίσκου Ξανά Και Ξανά, στα οποία συμμετέχουν με τα φωνητικά τους.

Θυμήθηκα λοιπόν ότι έτσι πλάι ο ένας στον άλλον κάθονταν και 11 χρόνια πριν, στη συνάντησή μας στην πλατεία Μαβίλη, ένα καλοκαιρινό μεσημέρι του Ιουνίου του 2010. Σε μια (σχεδόν) άλλη Ελλάδα, όπου αισθάνονταν Όμορφοι & Ηττημένοι –έτσι λεγόταν ο πρώτος τους κοινός δίσκος για το label Μικρός Ήρως, με τον οποίον συστήθηκε το ταλέντο της Παπαγεωργίου– και τραγουδούσαν για τη γενιά των "700 Ευρώ Το Μήνα". Πού να ξέραμε ότι έρχονταν και χειρότερα...

Η τότε κουβέντα μας δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ήχος και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ –για πρώτη φορά στο ίντερνετ– με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δινόταν τότε στον Τύπο ως promo για την κυκλοφορία του Όμορφοι & Ηττημένοι


Σε πείσμα των καιρών, οι οποίοι προκρίνουν τους μοναχικούς τραγουδοποιούς, εσείς κάνετε ένα βήμα μαζί κυκλοφορώντας τον δίσκο Όμορφοι Και Ηττημένοι. Προτάσσετε έτσι μια άποψη περί δημιουργίας, που έχει λείψει από τα εγχώρια δισκογραφικά πράγματα...

Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης: Δεν είμαστε οι μόνοι, κάτι ανάλογο κάνει και η Νατάσσα Μποφίλιου με τον Θέμη Καραμουρατίδη και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο –αν κι εκεί υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ συνθέτη και στιχουργού, δεν υπάρχει κάποιος τραγουδοποιός. Πρέπει να πούμε ότι υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, ο Παρασκευάς ο Καρασούλος και οι ακροάσεις που διοργάνωσε μέσω της Μικρής Άρκτου. Είναι κάτι που προσωπικά με συγκίνησε πολύ, δίνοντάς μου παράλληλα τη δυνατότητα να αναπτύξω το συνθετικό μου σκέλος με βάση μια φωνή με διαφορετικές δυνατότητες από τη δική μου. Στο Όμορφοι Και Ηττημένοι τα περισσότερα τραγούδια είναι γραμμένα πάνω στη φωνή της Μαρίας.  

Μαρία Παπαγεωργίου: Πέρα πάντως από τον Καρασούλο, είναι πιστεύω θέμα και του χαρακτήρα του Αλέξανδρου. Είναι πολύ ανιδιοτελής άνθρωπος. Τον ενδιαφέρει πρώτα το τραγούδι κι έπειτα να εξυπηρετήσει την προσωπική του φιλοδοξία. 

Τελικά δηλαδή αυτή η άποψη του «μαζί» αποτελεί πιστεύετε χαρακτηριστικό της γενιάς σας; Ή έχει περισσότερο να κάνει με τη λογική των ακροάσεων της Μικρής Άρκτου; 

Α.Ε.: Χωρίς τη Μικρή Άρκτο δεν ξέρω αν θα υπήρχε το έναυσμα. Θα μου άρεσε η διαδικασία, όπως κι αν είχε προκύψει, όμως δεν ξέρω αν θα το σκεφτόμουν από μόνος μου. 

Μ.Π.: Έχει να κάνει πάντως και με τη γενιά μας. Αλληλοβοηθιέται πολύ, υπάρχει μια λογική στήριξης και συνεργασιών –δισκογραφικά ή συναυλιακά. 

Εσύ, Μαρία, αν δεν είχε προκύψει κατ’ αυτόν τον τρόπο το ντεμπούτο σου στη δισκογραφία, θα ήσουν ανοιχτή ως τραγουδίστρια στο ενδεχόμενο ενός πολυσυλλεκτικού δίσκου;

Μ.Π.: Νομίζω όχι… Όχι γιατί απορρίπτω εξ’ αρχής την ιδέα –αν μου άρεσαν τα τραγούδια, ενδεχομένως να το έκανα. Το θεωρώ όμως εξαιρετικά δύσκολο να βγει ένα ομοιόμορφο αποτέλεσμα, που να με εκφράζει.

Α.Ε.: Αυτό νομίζω ότι αποτελεί, περισσότερο από κάθε τι άλλο, ένα κύριο χαρακτηριστικό της γενιάς μας –όσο βέβαια μπορώ να το κρίνω. Έχουμε βιώσει το πού έχουν οδηγήσει οι πολυσυλλεκτικοί δίσκοι ή τα άλμπουμ με τις διαρκείς συμμετοχές γνωστών τραγουδιστών. Τα έχουμε απορρίψει μέσα μας κι έχουμε ξαναγυρίσει στην ανάγκη για έναν ολοκληρωμένο δίσκο, φτιαγμένο από έναν ή από δύο δημιουργούς. 

Ακόμα κι αν η δισκογραφία περνάει κρίση και οι δίσκοι δεν πουλάνε πια, πιστεύω πως οι άνθρωποι της ηλικίας μας ενδιαφέρονται περισσότερο να κάνουν έναν καλό δίσκο και ό,τι γίνει, παρά να επιδιώξουν ένα πολυσυλλεκτικό σουξέ. Ο Γιάννης Χαρούλης, ο Απόστολος Ρίζος, η Ρίτα Αντωνοπούλου, η Νατάσσα με τα παιδιά που είπαμε και παραπάνω, όλοι κινούνται με βάση μια τέτοια λογική. Και το θεωρώ καλό. 

Αισθάνεστε επίσης ότι ανήκετε σε μια «όμορφη μα ηττημένη» γενιά;

Μ.Π.: Είμαστε μια γενιά που έχει υποστεί πολλές ήττες. Αλλά δεν πιστεύω ότι θα μας βγει σε κακό, αποτελεί έναυσμα ώστε να κάνουμε κάτι καλύτερο, τελικά. Το θέμα είναι να γυρίσουμε τα πράγματα. Κάποιοι παίρνουν ως απαισιόδοξη δήλωση το «όμορφοι και ηττημένοι», όμως δεν έχουμε τέτοια διάθεση. 

Α.Ε.: Σαν να αλλάζουμε προπονητή, ας πούμε, μετά από μια μεγάλη ήττα, ώστε να δούμε το παιχνίδι μας με διαφορετική λογική. Όλες οι γενιές είναι όμορφες –υπό την έννοια της νεότητας– και όλες έχουν υποστεί ήττες. Στη δική μας περίπτωση αλλάζουν δεδομένα 30 και βάλε χρόνων. Οπότε, αν δεν κάνουμε κάτι τώρα εμείς και οι επόμενοι, δεν ξέρω τι θα γίνει…

Αν και η Μαρία είναι η βασική ερμηνεύτρια του δίσκου, την παράσταση έχει κλέψει νομίζω το τραγούδι για τη γενιά των 700 ευρώ, με τη δική σου φωνή, Αλέξανδρε. Είναι θέμα επικαιρότητας;

Α.Ε.: Είχα την αίσθηση ότι τα ραδιόφωνα πριμοδότησαν το "Όμορφοι Και Ηττημένοι", ίσως όμως έχει να κάνει με τα «έντεχνα» ραδιόφωνα αυτό. Εντάξει, το βρίσκω λογικό. Πρόκειται για ένα τραγούδι που και επίκαιρο ηχεί και διαθέτει γρήγορο ρυθμό, με ειρωνικο-χιουμοριστικό στίχο. Είναι πάντως ένα κομμάτι γραμμένο πριν 3,5 χρόνια. 

Στάθηκε δύσκολο να διαβείτε το δισκογραφικό κατώφλι; 

Μ.Π.: (βαθύς αναστεναγμός, γέλια) Ναι… Ήμασταν άπειροι κι εγώ και ο Αλέξανδρος, όταν φύγαμε από τη Μικρή Άρκτο. Είχαμε στα χέρια μας ένα demo που η αλήθεια είναι πως δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Από την άλλη, μας δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι με αντίληψη της παραγωγής στην Ελλάδα, οι οποίοι να έρθουν να μας δουν σε μια συναυλία ή να μας ακούσουν με μια κιθάρα και να καταλάβουν τι έχουμε στο μυαλό μας και πώς θα μπορούσε να πραγματωθεί. 

Α.Ε.: Μέσα στην κρίση που περνάει, η δισκογραφία διακρίνεται από πανικό. Και νομίζω δεν είναι σε θέση να καταλάβει τι θα τη βοηθήσει, ίσως, σε βάθος πέντε χρόνων. Οι πόρτες πλέον είναι ερμητικά κλειστές για καινούρια πράγματα. Εκτός και έχεις τρόπο να εισχωρήσεις, με το να σε συστήσει ας πούμε κάποιος ως το νέο προϊόν το οποίο μπορεί να πουλήσει. 

Εμείς δεν είχαμε κάτι τέτοιο. Χτυπήσαμε αρκετές πόρτες, μετά κάναμε την παραγωγή μόνοι μας και τότε δόθηκε κάποια προσοχή. Στην αρχή βέβαια μας λέγανε ότι ο δίσκος θα βγει σχεδόν χαριστικά, καθώς δεν έβλεπαν κάτι ικανό να «τραβήξει». Έχουν βλέπεις μάθει να πουλάνε σουξέ, δεν ξέρουν πια πώς να πουλήσουν έναν ολοκληρωμένο δίσκο. 

Ποια είναι η άποψή σας, ως νέων δημιουργών, για το downloading;

Α.Ε.: Πιστεύω ότι ειδικά τα νεότερα παιδιά έχουν τόσο πολύ συνηθίσει στο να κατεβάζουν τζάμπα μουσική, ώστε δεν μπορούν να κατανοήσουν την κάψα των καλλιτεχνών για τη νόμιμη χρήση του διαδικτύου. Θεωρούν ότι διαμαρτυρόμαστε «ξαφνικά».

Μ.Π.: Έχω τσακωθεί με φίλους μου, επειδή δήλωσα τη διαφωνία μου με το να διατίθεται ένας ολόκληρος δίσκος στο ίντερνετ. Και άκουσα ότι δεν είμαι σωστή, γιατί η τέχνη πρέπει να παρέχεται δωρεάν. Κάπου δηλαδή έχει πάψει να υπάρχει λογική. 

Α.Ε.: Στη μουσική είμαστε όλοι αναρχικοί, σε καμία όμως άλλη έκφανση της καθημερινής ζωής. Δεν πάει κανείς, ας πούμε, με την ίδια λογική να ψωνίσει στο μανάβικο. 

Δεν ξέρω ποια είναι η λύση, γιατί ενδεχομένως μια ρύθμιση προς αυτή την πλευρά να ανοίξει μια πόρτα κατάργησης γενικότερων ελευθεριών στο διαδίκτυο. Φοβάμαι δηλαδή ότι ο έλεγχος δεν θα περιοριστεί στα της τέχνης. Ωστόσο θεωρώ πως, ούτως ή άλλως, το διαδίκτυο δεν θα παραμείνει για καιρό ακόμα ελεύθερο. 



30 Οκτωβρίου 2021

Μάρκελλος Χρυσικόπουλος - συνέντευξη (2015)


Από τις τελευταίες εγχώριες δεκαετίες, δύο είναι τα μουσικά μπλουζάκια που μου έχουν μείνει αξέχαστα: το Μόνο Θρας και το Μπαρόκ Ρε Μουνιά.

Το δεύτερο σλόγκαν άνηκε σε έναν πανεπιστημιακό της Κοινωνιολογίας, αλλά το σχετικό μπλουζάκι λάνσαρε ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος: η πιο διακεκριμένη φιγούρα στα καθ' ημάς που έχει σχετιστεί με το τσέμπαλο. 

Σε λίγες μέρες, μάλιστα, θα τον ξαναδούμε στα συναυλιακά δρώμενα της πρωτεύουσας, αλλά ως μαέστρο αυτή τη φορά, καθώς θα διευθύνει την Καμεράτα στη βραδιά της Marlis Petersen στο Μέγαρο (Σάββατο 6 Νοεμβρίου), η οποία είναι ειδικά αφιερωμένη στη μνήμη του Χρήστου Λαμπράκη. Άλλωστε, μην ξεχνάμε, ήταν με πρωτοβουλία του τελευταίου που ιδρύθηκε η Καμεράτα - Ορχήστρα Φίλων της Μουσικής, πίσω στο 1991.

Δοθείσης της αφορμής, το blog επιστρέφει σήμερα σε μια παλιότερη συζήτηση με τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο. Στην οποία δεν γινόταν βέβαια να μην αναφέρουμε το Μπαρόκ Ρε Μουνιά μπλουζάκι, μιλήσαμε πάντως και για το ίδιο το μπαρόκ, για το τσέμπαλο, αλλά και για τον ...αλεξιπτωτισμό!

Η τότε κουβέντα μας (2015) πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Η απόσταση μεταξύ της Chapelle Royale του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και των ρεμπέτικων τεκέδων του προπολεμικού Πειραιά δείχνει –και από πολλές απόψεις είναι– τεράστια. Τι είδους «γέφυρες» θα αξιοποιήσεις λοιπόν στη θεματική συναυλία ...Αφού Σε Λίγο Θα Πλαγιάζω Μες Στο Χώμα, με την οποία ξαναγυρνάς φέτος στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, παρέα με τους Latinistas Nostra; 
 
Δεν ξεκινάμε αυτήν την αναζήτηση αξιοποιώντας κάποιες δεδομένες γέφυρες. Τουναντίον, θελήσαμε –αποφεύγoντας τη λογική του cross over– να αρχίσουμε  χρησιμοποιώντας  ως αφετηρία το ελάχιστο. Μία αναπνοή, μια χειρονομία, μία κοινή, τελικά, επιθυμία για την αναζήτηση του ήχου μας. 

Κατά μία έννοια, ο μόνος λόγος για τον οποίον πιστεύουμε πως η σύγκλιση μπαρόκ και ρεμπέτικου θα προκύψει, είναι διότι μας έχει ξανασυμβεί. Κανένα άλλο εχέγγυο δεν έχουμε πέραν αυτού.
 
Πώς θα περιέγραφες τα Αναγνώσματα του Σκότους, τα οποία κατέχουν κεντρικό ρόλο στην εν λόγω συναυλία, σε κάποιον που δεν έχει ακούσει ποτέ ξανά γι' αυτά; 
 
Ως μία σύνθεση λόγου και μουσικής όπου η τρομακτική βιαιότητα των Θρήνων του Ιερεμία εκφέρεται με την πλέον αφαιρετική και κομψή μουσική της Μπαρόκ εποχής.
 
Στη χώρα μας –νομίζω ωστόσο και διεθνώς– μπαρόκ μουσική μπορείς να απολαύσεις σε χώρους όπως η Στέγη ή το Μέγαρο. Χώρους δηλαδή με έναν ισχυρό και συγκεκριμένο κώδικα, όπου κάθεσαι και παρακολουθείς σιωπηρός και προσηλωμένος τα επί σκηνής δρώμενα. Αν μπορούσαμε όμως να μεταφέρουμε με μια χρονομηχανή τον Φρανσουά Κουπρέν (François Couperin) στη Στέγη τον Απρίλιο, δεν θα την έβρισκε στρεβλή και παράξενη αυτή τη συνθήκη ακρόασης; 
 
Είναι μόνο εικασία, αλλά φαντάζομαι πώς αυτό που κυρίως θα ξένιζε έναν μπαρόκ συνθέτη όπως τον Κουπρέν, είναι ο τρόπος που ακούμε και όχι ο τρόπος με τον οποίον καθόμαστε. Για να το πω διαφορετικά, φταίνε τα αυτιά και όχι ο κώλος μας. 

Η κατάκτηση ενός αυθεντικού ήχου είναι εκ των πραγμάτων ουτοπική, αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε· όμως η διάθεση, η περιέργεια και η ανάγκη για αυτήν την αναζήτηση είναι που κάνουν τη μεγάλη διαφορά.
 
Εσύ, βέβαια, ξέρω ότι τρέφεις μεγάλη αγάπη στον θείο του τελευταίου, τον Λουί Κουπρέν (Louis Couperin). Τι σε τραβάει στη μουσική του; Και ποιους δίσκους θα σύστηνες για μια πρώτη επαφή μαζί του; 
 
Δεν γνωρίζω κάποια πραγματικά μέτρια ηχογράφηση του έργου του. Τελικά αυτός ο συνθέτης, ίσως εξαιτίας της ελευθερίας της γραφής του, έχει τον τρόπο να επιβάλλεται στους ερμηνευτές. Ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις συνθετών που τη μουσική τους δεν μπορείς να την προσποιηθείς.
 
Θα μοιάζει μάλλον αυτονόητο, αλλά σε διαβεβαιώ ότι για πολλούς από τους αναγνώστες μας δεν είναι: ποιες είναι οι κύριες ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τσέμπαλου και πιάνου; 
 
Οι αναγνώστες δεν χρειάζεται να ξέρουν οργανολογία για να απολαύσουν την πρότασή μας. Ως έναν βαθμό θα έλεγα πως όσα λιγότερα τεχνικά στοιχεία κατέχει το κοινό, τόσο πιο εύκολο θα είναι να επικεντρωθεί στα ουσιαστικά. Εξάλλου δεν παίζουμε για τους αδαείς, αλλά σίγουρα ούτε και για τους επαΐοντες. 

Η τεχνική κατάρτιση συχνά αναγκάζει σε κριτική ως ένα ακούσιο μέσο προάσπισης της προσωπικότητας. Εμείς όμως σε τέτοιες συναυλίες διακυβεύουμε την προσωπικότητά μας, τα πιστεύω μας, τα δεδομένα μας, τα ανακλαστικά μας –και το ίδιο χρειαζόμαστε και από το κοινό. Προσπαθώ να μην δεσμεύομαι από την κριτική του κοινού, καθώς η πορεία μας προϋποθέτει περισσότερο ενδοσκόπηση, παρά ακρόαση της λαϊκής βούλησης. 
 
Γνώρισες το τσέμπαλο κοντά στη Μαργαρίτα Δαλμάτη, στη Σχολή Βινιανέλλι Αθηνών. Ποιες είναι οι πιο έντονες μνήμες σου από αυτήν τη μαθητεία;
 
Η Μαργαρίτα Δαλμάτη ήταν ένας άνθρωπος βαθιά γενναιόδωρος, σημάδι εκείνου που είναι ειλικρινά ικανοποιημένος στη ζωή και δεν χρειάζεται να εξοικονομεί τις πεντάρες της ύπαρξής του σε κάθε συναλλαγή. Όλοι οι άλλοι υπολοιπόμαστε.
 
Σε μια συνέντευξή του, ο Jordi Savall παρατήρησε ότι μετά την επιτυχία της ταινίας Όλα Τα Πρωινά Του Κόσμου (1991) –και του σχετικού soundtrack, βεβαίως– «οι σχολές γέμισαν από παιδιά γεμάτα ενθουσιασμό για μια μουσική που πριν θεωρείτο αποκλειστικά λόγια». Θα μπορούσε να συμβεί κάτι ανάλογο και στην Ελλάδα;  
 
Αυτή η ταινία ήρθε σε μια εποχή οικονομικής ευμάρειας και κυρίως άνθισης της μπαρόκ μουσικής, προσφέροντας στους Γάλλους –πρωτίστως– τη σύγχρονη απεικόνιση της σχετικά πρόσφατης παράδοσής τους. Εμείς τώρα χρειαζόμαστε τους 300 του Λεωνίδα για να ζήσουμε τον μύθο μας.
 
Στον ελεύθερο χρόνο σου είσαι αλεξιπτωτιστής. Σκέφτεσαι ποτέ τη μουσική ενώ πέφτεις από τα ουράνια;
 
Η ελεύθερη πτώση ήταν ένα παιδικό όνειρο και θεωρώ πρωτεύουσας σημασίας σε αυτήν τη ρευστή πραγματικότητα που ζούμε να συντηρούμε και να προασπιζόμαστε τα παιδικά μας όνειρα.
 
Το μπλουζάκι με τη στάμπα «μπαρόκ ρε μουνιά» που φόραγες μικρότερος χτίζει ήδη έναν μικρό μύθο, ακόμα και ανάμεσα σε ακροατήρια εντελώς άσχετα με τον κόσμο της παλαιάς μουσικής. Τελικά τα πάντα είναι θέμα του πώς τα επικοινωνείς στον κόσμο; 
 
Πρόσφατα στη συνέντευξη τύπου του Φεστιβάλ Αθηνών είπα τη λέξη «πουτάνα». Κατόπιν μία, αξιόλογη ομολογώ, κυρία μού έκανε παρατήρηση, λέγοντας πως χρησιμοποιώντας τέτοιες λέξεις στιγματίζονται και θίγονται οι εκδιδόμενες γυναίκες. Βέβαια εγώ τις εκδιδόμενες γυναίκες τις αποκαλώ εκδιδόμενες γυναίκες και όχι πουτάνες… Ελπίζω να απάντησα εν μέρει.



27 Οκτωβρίου 2021

The Teenagers - συνέντευξη (2008)


Όπως έμαθα από μια φεϊσμπουκική ανάρτηση του –φίλου, κουμπάρου και παλιού συνοδοιπόρου στα μουσικοκριτικά– Τάσου Μαγιόπουλου, οι Teenagers δεν υπάρχουν πια. Τυπικά συμπλήρωσαν 15 χρόνια καριέρας, αφού ιδρύθηκαν το 2005 (για πλάκα, όπως αποκάλυψαν) και διαλύθηκαν τον Οκτώβριο του 2020. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είχαν πάψει να είναι ενεργοί εδώ και αρκετό καιρό κι απλά φρόντισαν να ανακοινώσουν τους τίτλους τέλους με ένα αποχαιρετιστήριο single ονόματι "Do You Remember"

Ο λόγος βέβαια εδώ για τους Γάλλους Teenagers που στήθηκαν στο Παρίσι από τους Michael Szpiner, Dorian Dumont & Quentin Delafon, όχι για τους παλιότερους Αμερικανούς που σχετίστηκαν με τον Frankie Lymon και το "Why Do Fools Fall In Love" (1956) –αυτοί, όσο κι αν σας κάνει εντύπωση, ζουν και βασιλεύουν! Οι εν λόγω Teenagers, πάλι, μπήκαν στη δισκογραφία το 2007 με το ΕΡ The World Is Not Fair, μα κέρδισαν κάποια δημοσιότητα το 2008 με το (μοναδικό τους, τελικά) άλμπουμ Reality Check

Δημοσιότητα, βέβαια, δεν σημαίνει και επιτυχία, αφού το #168 στα charts της Γαλλίας και το #184 στη Βρετανία είναι επί της ουσίας ως μη γενόμενα. Όμως κάποιες γερές μελωδίες και ορισμένοι σαρδόνιοι στίχοι γύρω από το σεξ έκαναν το θαύμα τους για τη μερίδα εκείνη του εναλλακτικού κοινού που δεν φοβήθηκε την ποπαρία τους και αγκάλιασε τραγούδια σαν το "Homecoming" και το "Fuck Nicole".

Πίσω στο 2008, λοιπόν, κατάφερα και βρήκα τον Dorian Dumont για μια σύντομη μα κεφάτη κουβέντα γύρω από την εφηβεία, το indie, το "Homecoming" και τη Σκάρλετ Γιόχανσον. Στον καιρό της δημοσιεύτηκε στο Avopolis, τώρα αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Παρά το όνομά σας, μόνο έφηβοι δεν είστε. Υπάρχει κάτι που σας ελκύει στην ηλικία που ενέπνευσε το όνομα της μπάντας;

Ναι, έτσι ακριβώς όπως το λες. Μας ελκύει η εφηβική ηλικία γιατί δεν θέλουμε να μεγαλώσουμε. Το να μεγαλώνεις, είναι χάλια.

Αν και προέρχεστε από το Παρίσι, αποφασίσατε να μετακομίσετε στο Λονδίνο. Δεν είναι μια παράξενη επιλογή αυτή για τρεις Γάλλους;

Ήταν πράγματι μια κακή ιδέα, όσον αφορά το φαγητό! Αλλά αν το σκεφτείς από την πλευρά των πάρτυ, του να δημιουργείς μουσική και του να διασκεδάζεις, ήταν μάλλον καλή επιλογή.

Το άλμπουμ Reality Check χαιρετίστηκε από κάποιους ως κάτι σαν νέος σωτήρας για την indie pop. Εσείς, όμως, πόσο indie αισθάνεστε και πόσο pop;

Αισθανόμαστε σαφώς πιο pop, απ' ότι indie. Δεν έχουμε και πολλά να μοιραστούμε με το indie πνεύμα, καθώς και δίσκους θέλουμε να πουλήσουμε και μαζικά σόου να κάνουμε. Θέλω να πω ότι ασφαλώς κι επιθυμούμε να προοδεύσουμε ως μπάντα, χωρίς όμως να φοβόμαστε τη mainstream μουσική.

Τα τραγούδια σας μιλάνε συχνά για το σεξ και τη λαγνεία, που αντιμετωπίζονται με μια χιουμοριστική διάθεση. Συμβαίνει κι αυτό λόγω των έντονων αναφορών σας στην εφηβεία; 

Ναι, γιατί, όταν είσαι έφηβος, όλος σου ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από το σεξ και τις σχέσεις. Κι ακόμα έτσι αισθάνομαι ότι είναι για μένα τα πράγματα. Αυτό άλλωστε δεν είναι που μετράει περισσότερο για τους ανθρώπους, γενικά;

«I fucked my American cunt/I loved my English romance/It was a dirty dream came true», λέει το ρεφρέν στο "Homecoming". Τι ενέπνευσε αυτούς τους στίχους; 

Βασικά κάναμε πολύ παρέα με τη Sarah Rozelle, την κοπέλα που λέει μαζί μας το "Homecoming". Η Sarah, τώρα, είναι μισή Γαλλίδα και μισή Αμερικάνα κι έτσι μπορεί να μιλάει με αυτή την έντονη αμερικάνικη προφορά. 

Μια φορά λοιπόν που ήμασταν μεθυσμένοι, μας ήρθε η ιδέα να τη βάλουμε να τραγουδήσει με τη συγκεκριμένη προφορά. Ρίξαμε πολύ γέλιο όταν κάτσαμε και γράψαμε το "Homecoming".

Και με τη Σκάρλετ Γιόχανσον, τι παίζει; Αποτελεί κάποιου είδους σύμβολο για εσάς;

Ήταν σύμβολο, όταν γράψαμε το "Starlett Johansson". Αλλά τώρα έχει γίνει πιο «φυσιολογική» και δεν τη βρίσκουμε πια τόσο κουλ. Πάντως εκείνη την εποχή, αμέσως μετά το Χαμένοι Στη Μετάφραση (2003), αποτελούσε πηγή έμπνευσης.

Τι θα απαντούσατε σε όσους κριτικούς σας συγκρίνουν με τους Pulp;

Θα τους ευχαριστούσαμε! Μεγάλωσα ακούγοντας τη μουσική των Pulp και ακόμα την αγαπώ. Ο Jarvis Cocker είναι ένας θρύλος. 

Θα είμαστε άραγε αρκετά τυχεροί ώστε να μπορέσουμε να σας δούμε live στην Ελλάδα;

Το ελπίζουμε κι εμείς!



26 Οκτωβρίου 2021

Χρήστος Νικολόπουλος, Πίτσα Παπαδοπούλου & Στέλιος Διονυσίου στο Περιβόλι Του Ουρανού (2019)


Με τον κορωνοϊό να υποχωρεί και τη συναυλιακή ζωή να ξαναρχίζει, πήραν μπροστά και τα πρώτα προγράμματα στα εγχώρια μαγαζιά. Και πολύ σύντομα θα αρχίσουν κι άλλα, είτε για τις μουσικές σκηνές μιλάμε, είτε για ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως «μπουζούκια».

Ανάμεσά τους βρίσκεται και το πρόγραμμα που παρουσιάζει εδώ και χρόνια ο Χρήστος Νικολόπουλος στο Περιβόλι Του Ουρανού στην Πλάκα, έχοντας ως σταθερούς συνεργάτες στο πάλκο την Πίτσα Παπαδοπούλου και τον Στέλιο Διονυσίου –φέτος θα τους πλαισιώσει και η Ελεάνα Παπαϊωάννου. Έκαναν πρεμιέρα το Σάββατο που μας πέρασε και θα βρίσκονται εκεί κάθε Σάββατο βράδυ και Κυριακή μεσημέρι.

Χωρίς περιστροφές και πολλά λόγια, πρόκειται για ένα από τα καλύτερα προγράμματα που μπορεί κανείς να δει στην Αθήνα με άξονα το λαϊκό τραγούδι. Για να μην πω «το καλύτερο» και αδικήσω ενδεχομένως κάποιο από τα σχήματα του φετινού χειμώνα. 

Με αφορμή λοιπόν τη φετινή επανεκκίνησή τους εκεί στο Περιβόλι Του Ουρανού, να μια ανταπόκριση από τον Μάρτη του 2019, όταν ως τέταρτο μέλος της παρέας τους είχαν την Ασπασία Στρατηγού –συν τους Orchestra Laou Laou, οι οποίοι άνοιγαν το πρόγραμμα. Μάλιστα, η βραδιά αποδείχθηκε και τυχερή: στο κοινό βρισκόταν και ο Κώστας Μακεδόνας, ο οποίος μας έκανε τη χάρη να αναλάβει μέρος της επί σκηνής δράσης. 

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που κοινοποίησε δημόσια το Περιβόλι Του Ουρανού κατά τη σαιζόν 2018-2019 για τη διαφήμιση του προγράμματος. 


Σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να ακούσετε σε διάφορες διαφημίσεις, το καλύτερο (τρέχον) λαϊκό πρόγραμμα της νυχτερινής Αθήνας βρίσκεται σταθερά στο Περιβόλι Του Ουρανού. Και τη βραδιά που το επισκέφθηκα απέδειξε ότι δεν φοβάται τίποτα, ούτε καν τα τριήμερα: παρά την έξοδο αρκετών με την ευκαιρία της φετινής 25ης Μαρτίου, το πλακιώτικο μαγαζί ήταν γεμάτο. Επιτυχία γκράντε για μια παράσταση που ούτε πολυδιαφημίζεται, ούτε και βρίσκεται στην αρχή της, αφού έχει ήδη πίσω της όλη τη χειμερινή σαιζόν. 


Οι Orchestra Laou Laou έχουν αναλάβει το κάπως άχαρο έργο της έναρξης, με την έννοια ότι προσπαθούν να «ζεστάνουν» το κλίμα σε μια ώρα που αρκετές κρατήσεις δεν έχουν ακόμα φανεί και όσοι έχουν προσέλθει ασχολούνται βασικά με το τι θα φάνε. Το set βασίζεται κυρίως σε διασκευές, οι οποίες δεν διαθέτουν πολλές εκπλήξεις στο μανίκι τους, καθώς μεταβολίζουν το αρχικό υλικό σε ένα εύκολο στο αυτί αποτέλεσμα, το οποίο ισορροπεί μοδάτα –αλλά και λίγο αγοραία– μεταξύ Κωστή Μαραβέγια και Goran Bregović. Παρά ταύτα, οι Μέλιος Κατσαμάκης, Λεωνίδας Μαριδάκης, Μενέλαος Μωραΐτης & Λεωνίδας Παλαμιώτης είναι όλοι τους καλοί μουσικοί. Κι έτσι υπάρχει ένας αδιαπραγμάτευτος επαγγελματισμός σε αυτό που κάνουν. 


Τα ηνία αναλαμβάνει στη συνέχεια η Ασπασία Στρατηγού, φωνή που βρίσκεται αρκετά χρόνια στα πάλκα (είναι σήμερα 35 χρονών) και συχνά έχει φανεί στο πλευρό του Γιώργου Νταλάρα, χωρίς όμως να κάνει ανάλογη αίσθηση στη δισκογραφία ή στη ραδιοφωνική πλευρά των πραγμάτων. Παρά το μουδιασμένο της ξεκίνημα, έδειξε γρήγορα ότι είναι μια τραγουδίστρια ευέλικτη, καλλίφωνη και με αρκετά ερμηνευτικά χαρίσματα. Στάθηκε αξιοπρεπέστατα τόσο στο αρχικό μέρος, όσο και στη συνέχεια –όταν παίρνει πια θέση δίπλα στον Χρήστο Νικολόπουλο και στον Στέλιο Διονυσίου– βγαίνοντας μάλιστα ασπροπρόσωπη και σε ορισμένα δύσκολα κομμάτια από το χρυσό παρελθόν του λαϊκού ήχου, σαν το "Δεν Υπάρχουν Άγγελοι" ή το "Στων Αγγέλων Τα Μπουζούκια". 


Βέβαια, ούτε ο Στέλιος Διονυσίου έχει κάνει μεγάλη αίσθηση στη δισκογραφία και στα ραδιόφωνα: η συλλογική μνήμη, φοβάμαι, έχει μείνει φοβάμαι στο "Ψηλά Τα Χέρια" (1997): ένα μέτριο τραγούδι με τον κακοβαλμένο στίχο «θέλεις ξένα καλοκαίρια», με το οποίο κι ανοίγει πάντως τη δική του εμφάνιση στο Περιβόλι Του Ουρανού. Παρά ταύτα, καταφέρνει και συγκαταλέγεται στα βαριά χαρτιά του προγράμματος, καθώς τόσο στην όψη, όσο και στη φωνή, φέρνει κάτι από τον πατέρα του –τον σπουδαίο Στράτο Διονυσίου. 

Συν τω χρόνω, μάλιστα, ο Διονυσίου έχει βελτιώσει αρκετά την τεχνική του, με αποτελέσματα ενίοτε εντυπωσιακά. Πολλά λοιπόν από τα πιο διάσημα και αγαπητά τραγούδια του πατέρα του ζωντανεύουν κατά τρόπο βροντερό, κουβαλώντας ατόφια την παρακαταθήκη τους στο σήμερα ("Ο Σαλονικιός", "Με Σκότωσε Γιατί Την Αγαπούσα", "Αγάπη Μου Επικίνδυνη", "Εγώ Να Δεις", "Λέγε Με Παλιόπαιδο", "Εγώ Ο Ξένος"), ενώ ανάλογες επιδόσεις σημειώνονται και σε άλλα σημεία –καταπληκτική λ.χ. η εκτέλεση στο "Τι Θέλεις Να Κάνω" του Γιάννη Πάριου– ακόμα κι όταν έρχεται η ώρα για επιλογές που έχουν μείνει με τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη ή για αδίκως ξεχασμένα κομμάτια σαν το "Ριγέ Σακάκι" του Κώστα Ψυχογιού.

Τα βασικά ονόματα, πάλι, δηλαδή ο Χρήστος Νικολόπουλος και η Πίτσα Παπαδοπούλου, αν και συνυπάρχουν στο βασικό τμήμα του πρώτου μέρους του προγράμματος, προτιμούν γενικά την αυτόνομη κάθοδο στη σκηνή –ο μεν Νικολόπουλος πλαισιωμένος από τη Στρατηγού και τον Διονυσίου, η δε Παπαδοπούλου σε πιο μοναχική διαδρομή, η οποία θυμίζει (σε μικρογραφία) περασμένες εποχές σε μεγάλες πίστες. 

Τα πανέρια των λουλουδούδων πήγαιναν κι έρχονταν ασταμάτητα, με αποτέλεσμα σε κάποιο σημείο να χρειαστεί να σκουπιστεί η πνιγμένη στα γαρύφαλλα σκηνή, ενώ αρκετοί ήταν και όσοι σηκώθηκαν να χορέψουν: τσιφτετέλια οι γυναίκες, ζεϊμπέκικα οι άνδρες, στην πλειονότητά τους μεγαλύτερης ηλικίας –με μια άλφα εμπειρία στις κινήσεις, που λείπει εμφανώς από νεότερους, όσους έχουμε δει κατά καιρούς σε ανάλογα βραδινά θεάματα. Εδώ πρέπει ασφαλώς να δοθούν εύσημα και στην ορχήστρα, αλλά και στον χώρο: το Περιβόλι Του Ουρανού έχει την ένταση εκεί που πρέπει να την έχει, η διαρρύθμισή του δεν στριμώχνει τους θαμώνες και ο εξαερισμός κρίνεται άψογος.


Η Πίτσα Παπαδοπούλου, αν και επισήμως στα 74, φαίνεται αρκετά χρόνια νεότερη και σε όψη, μα και σε ερμηνευτικό σφρίγος. Παρότι μικροκαμωμένη ως φιγούρα, «γεμίζει» με άνεση την πίστα, τραγουδώντας απαράμιλλα: με ένα εντελώς προσωπικό χρώμα, αλλά και με μια ατόφια λαϊκότητα, την οποία δεν βρίσκεις πια στον χώρο. 

Είτε σε δικά της κομμάτια, είτε σε διασκευές, η Παπαδοπούλου αποτυπώθηκε καταπληκτική στο Περιβόλι Του Ουρανού, ικανή να σηκώσει κέφι χωρίς πολλά-πολλά. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι δεν είπε το "Τζάμπα Καίει Η Λάμπα" (από τις πιο αναγνωρίσιμες προσωπικές της επιτυχίες), μπήκε ωστόσο με το "Μη Μιλάς" και δημιούργησε έναν μικρό χαμό με το "Γκρέμισ' τα", σε όσους ειδικά το θυμούνταν ως σουξέ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Στάθηκε ωστόσο και στον πρόσφατο δίσκο της με τον Χρήστο Νικολόπουλο (Αγάπες Μου Παλιές, 2018), ενώ έκανε και την έκπληξη τραγουδώντας μας πολύ ωραία Δημήτρη Ζερβουδάκη, αλλά και Σωκράτη Μάλαμα. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση λαϊκής ερμηνεύτριας και είναι ευχής έργον ότι μπορούμε να χαιρόμαστε το ταλέντο της και οι νεότεροι. 

Αλλά και ο Νικολόπουλος, έδωσε κι αυτός με τη σειρά του έναν σωρό λόγους να τον θαυμάσουμε. Παρότι έχει γράψει πλήθος τραγουδάρες, παραμένει σεμνός και προσιτός: μια φιγούρα που δείχνει να ζει και να αναπνέει για να βρίσκεται εκεί στο πάλκο, δίπλα στους μουσικούς και στους ερμηνευτές του. Ζηλευτός σολίστας στο μπουζούκι, πρόσφερε απλόχερα την τέχνη της διπλοπενιάς στην πιο σμιλεμένη της εκδοχή, ενώ πήρε και το μικρόφωνο ανά περιστάσεις, είτε για να πει το "Και Φούμα-Φούμα" (το λέει πάντα πολύ ωραία), είτε για να πιάσει τις αθάνατες "Νταλίκες", κρατώντας εκείνη τη δωρική, ήρεμη αποστασιοποίηση που διέκρινε και την ερμηνεία του Γιώργου Σαρρή. 

Κατά τα λοιπά, ο Νικολόπουλος άφησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στους τραγουδιστές του, προσφέροντας ένα πολύ ισορροπημένο πρόγραμμα: στο πρώτο μέρος έλαμψαν τα δικά του κομμάτια, στο δεύτερο το ρεπερτόριο απλώθηκε στην ευρύτερη λαϊκή δημιουργία, εστιάζοντας κυρίως σε τραγούδια άλλων συνθετών. Είναι πολύ απλά ο κατάλληλος άνθρωπος, στο κατάλληλο μέρος, με τους κατάλληλους συνεργάτες για να δείξει πέρα από κάθε αμφιβολία τι δύναμη υπάρχει ακόμα σε αυτό το ελληνικό τραγούδι που ο ίδιος έχει εκπροσωπήσει επάξια –και που δυστυχώς φαντάζει πλέον παροπλισμένο στο σημερινό σκηνικό, ως υπόθεση μιας απόμαχης γενιάς. 

Σε κάποιο σημείο του προγράμματος, εκεί στο δεύτερο μέρος, φάνηκε ανάμεσα στα μπροστινά τραπέζια και ο Κώστας Μακεδόνας, ο οποίος είχε έρθει να πιει ένα ποτό με την παρέα του. Ο Νικολόπουλος δεν έχασε την ευκαιρία να τον καλέσει στη σκηνή, ο Διονυσίου του παραχώρησε φιλόξενα θέση και μικρόφωνο κι εκείνος –έτσι χωρίς την παραμικρή προετοιμασία– έδωσε ρέστα, ερμηνεύοντας όλα του τα σπουδαία τραγούδια: και "Μόνο Μια Φορά" ακούσαμε και το "Ποδήλατο" και τα "Μαργαριτάρια" και το "Κάτσε Καλά", αλλά και το υπέροχο "Βραδιάζει", που ο Νικολόπουλος χάρισε στον Καζαντζίδη εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο κόσμος τον καταχειροκρότησε και το άξιζε, πέρα ως πέρα. 

Η βραδιά τελείωσε 4 το πρωί, με "Πέντε Έλληνες Στον Άδη". Απλά, χωρίς φανφάρες και φασαρίες για περιττά encore· με έναν σύντομο αποχαιρετισμό και τα φώτα του μαγαζιού να ανάβουν. Κάπως έτσι φτιάχνονται τα σπουδαία προγράμματα.  




20 Οκτωβρίου 2021

Θεόδωρος Κουρεντζής & MusicAeterna - ανταπόκριση (2014)


Ένα από τα διασημότερα νέα πρόσωπα που αναδείχθηκαν στο κλασικό στερέωμα των τελευταίων χρόνων, τυχαίνει να είναι Έλληνας. Ο λόγος βέβαια για τον Θεόδωρο Κουρεντζή, ο οποίος στα 49 του βρίσκεται ανάμεσα στους πιο συζητημένους διευθυντές ορχήστρας του επείγοντος τώρα.

Ο Αθηναίος μαέστρος και συνθέτης διευθύνει το σύνολο MusicAeterna, ενώ ζει και εργάζεται στη Ρωσία, όπου απολαμβάνει μεγάλης δημοφιλίας. Λέγεται μάλιστα ότι ανάμεσα στους θαυμαστές του συγκαταλέγεται και ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν.

Τώρα που φαίνεται να διαβαίνουμε σιγά-σιγά τον σκόπελο του κορωνοϊού, ο Κουρεντζής πραγματοποιεί επιστροφή με τους MusicAeterna, τόσο δισκογραφικά, όσο και συναυλιακά. Συνεχίζοντας δηλαδή την ενασχόλησή του με τον Μπετόβεν, κυκλοφορεί στη Sony Classical την οπτική του πάνω στην 7η Συμφωνία. Παράλληλα βγήκε και σε περιοδεία παρουσιάζοντας Γκούσταβ Μάλερ, ενώ υπάρχει προγραμματισμός για κάμποσες ακόμα συναυλίες με διαφοροποιημένο ρεπερτόριο σε Ευρώπη αλλά και Ιαπωνία, με δεσπόζουσα εκείνη της 1ης Δεκέμβρη στη Φιλαρμονική του Βερολίνου. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η Ελλάδα δεν υπάρχει πουθενά σε αυτό το πλάνο.

Με την ευκαιρία πάντως αυτής της αναδραστηριοποίησης, δίδεται καλή αφορμή επαν-επίσκεψης σε έναν παλιότερο αθηναϊκό ερχομό του: πίσω στον Φεβρουάριο του 2014, όταν παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής ένα πρόγραμμα με κέντρο βάρους την όπερα Διδώ & Αινείας του Henry Purcell (1689), δοσμένη σε συναυλιακή εκδοχή. «Ετοιμάσου, θα πάθεις κοκομπλόκο...», έλεγε το sms που έλαβα από τον φίλο και παλιό συνάδελφο στα μουσικοκριτικά Νίκο Σαραφιανό. Και, παρά τη σαφή προειδοποίηση, το έπαθα.

Μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά εμφανίστηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Έχοντας ήδη παρακολουθήσει την πρώτη από τις δύο παραστάσεις του Θεόδωρου Κουρεντζή με τους MusicAeterna στο Μέγαρο Μουσικής, ο φίλος και παλιός συνάδελφος στα μουσικοκριτικά Νίκος Σαραφιανός με (προ)ειδοποίησε μέσω sms για το... κοκομπλόκο που με περίμενε. Η λέξη μπορεί να σας φαίνεται αδόκιμη και αταίριαστη για το περιεχόμενο μιας τέτοιας συναυλίας, σας διαβεβαιώ ωστόσο πως υπήρξε ακριβέστατη.

Σε δεύτερη σκέψη, μάλιστα, ίσως να μην είναι και τόσο αταίριαστη. Δεν είναι άλλωστε ο Κουρεντζής μαέστρος με εντελώς δικό του στυλ; Ένα ιδιόρρυθμο στυλ για τον χώρο όπου ανήκει, το οποίο είμαι σίγουρος ότι θα έχει προκαλέσει διάφορα σχόλια –όχι πάντα θετικά. Οι κινήσεις του, νευρικές και απότομες· ο αχός των ποδιών του ακούγεται ωσάν ποδοβολητό, ειδικά σε μια μεγάλη αίθουσα με την ηχώ της «Χρήστος Λαμπράκης». Oι δε εκφράσεις του προσώπου του... ε, απλά κοιτάξτε την κεντρική φωτογραφία. 

Αλλά για όσους δεν στέκονται στο φαίνεσθαι και στην τυπολατρεία, αυτό το στυλ διαθέτει αξία, γιατί παίζει με τα όρια ενός κώδικα που παραέχει ζήσει δίχως προκλήσεις. Και παίζει καθιστώντας σαφές ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν υποκαθιστά την ουσία: ο Κουρεντζής είναι ένας φοβερός μαέστρος. Aκριβολόγος, ηγέτης πάνω στη σκηνή, με τρομερή προσοχή στη λεπτομέρεια, ικανός να αποσπάσει την καλύτερη δυνατή περφόρμανς από τους συνεργάτες του. 

Στο Μέγαρο, ο Κουρεντζής μας συνεπήρε ήδη από το «ορεκτικό» της βραδιάς, οδηγώντας τους MusicAeterna –το πλέον εξειδικευμένο στην παλαιά μουσική σύνολο της Ρωσίας– σε μια αποκαλυπτική ερμηνεία του Dixit Dominus του Γκέοργκ Χαίντελ (1707). Ο τρόπος με τον οποίον πάτησαν οι φωνές στις λατινικές λέξεις του Ψαλμού 109, η σεισμικότητα του πρώτου μέρους, ο ιταλικός αέρας της σύνθεσης, το δέος των παύσεων στο "Juravit Dominus", η αφοπλιστική συγκίνηση του "De Torrente In Via" και η καταληκτική δοξολογία "Gloria Parti", όλα αποδόθηκαν με την ενέργεια μιας θύελλας. 

Δεν οφειλόταν όμως μόνο στην αριστουργηματικότητα του έργου, ούτε ήταν αποκλειστικό θέμα υψηλής δεξιοτεχνίας. Κι ας είδαμε και κάμποση τέτοια, ειδικά στη χορωδία, στα βιολιά, στα λαούτα, στη μπαρόκ κιθάρα ή στο τσέμπαλο του Maxim Emelyanychev. Ήταν η ματιά και ο χαντελιανός τρόπος που μας έκοψαν την ανάσα. Το χειροκρότημα στο τέλος, ήχησε σαν κεραυνός.

Στο διάλειμμα, αναρωτιόμουν τι μπορούσε να πετύχει ένα τόσο φοβερό σύνολο κι ένας τέτοιος μαέστρος με μία από τις πιο αγαπημένες μου όπερες, η οποία και θα απάρτιζε το δεύτερο μέρος της βραδιάς –δοσμένη βέβαια σε συναυλιακή μορφή και όχι ως παράσταση. Με προβλημάτιζε αυτό, γιατί έχω κι άλλες φορές δει όπερες να παρουσιάζονται με τη λεγόμενη «μορφή αναλογίου» και πάντα κάτι (μου) λείπει. Η όπερα βλέπετε θέλει και το χρώμα της, τα κοστούμια της, τα σκηνικά της, την κίνησή της. Έτσι είναι φτιαγμένη. 

Ε, λοιπόν, ο Κουρεντζής με τους MusicAeterna μ' έκαναν και λησμόνησα εντελώς τέτοιες παραμέτρους. Εκεί μάλιστα στην αρχή της 3ης πράξης δεν με ένοιαζε πια καθόλου για κοστούμια και σκηνικά: καθόμουν σ' αναμμένα κάρβουνα και στριφογύριζα ξεφυσώντας στο κάθισμά μου, λες και δεν ήξερα τι πρόκειται να γίνει· λες κι έβλεπα για πρώτη φορά το Διδώ & Αινείας του Henry Purcell (1689). 

Συμπονούσα δηλαδή την Anna Prohaska, η οποία απέδωσε με υψηλής κλάσης δραματική αρχοντιά την περίφημη βασίλισσα της Καρχηδόνας. Κι απηύδιζα με τον φαφλατά, αεριτζή Αινεία όπως τον έπλασε ο βαρύτονος Tobias Berndt. Συμμεριζόμουν επίσης την πιστή φιλία όπως την εκδήλωνε η Nuria Rial ως Μπελίντα κι έβρισκα τη Maria Forsström να παίζει την αρχιμάγισσα με κάτι από τη γκροτέσκ κακιοσύνη της Siobhan Fahey σε εκείνο το βιντεοκλίπ για το "Stay" των Shakespears Sister. Παρεμπιπτόντως, εξαιρετικά στάθηκαν και οι δύο συμμετέχουσες Ελληνίδες υψίφωνοι, η Φανή Αντωνέλλου και η Ελένη-Λυδία Σταμέλλου.  

Και πάλι, ωστόσο, το κοκομπλόκο οφειλόταν πρωτίστως στο πώς. Στον τρόπο δηλαδή με τον οποίον ο Κουρεντζής έσπρωξε τους MusicAeterna σε μια βουτιά στο σκότος του έργου του Purcell, στο βένθος του οποίου θριαμβεύει το ατόφιο Κακό μασκαρισμένο σε «μοίρα» και «Θεού θέλημα», με όχημα μια παλιά τραγωδία (την πτώση της Τροίας) και μια αγνή αγάπη που για λίγο δείχνει ικανή να ανατρέψει τις μηχανορραφίες, πριν προδοθεί τελικά εκ των έσω, στο όνομα του καθήκοντος. 

Δύσκολα απέφευγες έτσι το βούρκωμα όταν η Διδώ διαολόστειλε τον Αινεία με την περηφάνεια μεν που άρμοζε σε μια βασίλισσα των Καρχηδονίων, μα και με τον σπαραγμό ψυχής που κρύβει η φράση «πέτα λοιπόν στις αυτοκρατορίες που σου έταξαν κι άσε την παντέρημη Διδώ να πεθάνει». Έτσι για να θυμηθούμε και το εξαίσιο λιμπρέτο του Nahum Tate πέρα από τον Purcell –γιατί στις όπερες μιλάμε διαρκώς για τον συνθέτη, μα ποτέ για τον λιμπρετοποιό– μα και για να καταδειχθεί το βάθος της ανάγνωσης του Κουρεντζή. Εκεί στη σκηνή του Μεγάρου απέδειξε περίτρανα γιατί θεωρείται ένας από τους πλέον σημαντικούς Έλληνες στο παγκόσμιο μουσικό τερέν του 21ου αιώνα. Κι ας παραμένει άγνωστος σε όσους βλέπουν διεθνείς καριέρες μόνο όταν εγχώρια κιθαριστικά σχήματα παίζουν σε μπαράκια χωρητικότητας Καρύτση στις χώρες της Μπενελούξ. 

Φυσικά απαιτήσαμε encore και ο Κουρεντζής μας έκανε τη χάρη, αν και τελικά θα προτιμούσα να μην το είχε κάνει. Γιατί ήταν τόση η φόρτιση και η ικανοποίηση από το κυρίως μέρος της συναυλίας, ώστε το encore χάλαγε την εντύπωση εκείνη με την οποία θες να φεύγεις από τέτοιες βραδιές. Διάλεξα λοιπόν να αποχωρήσω διακριτικά σε κάποιο σημείο κι ελπίζω να με συγχωρέσει γι' αυτό, αν ποτέ τύχει και φτάσει στα μάτια του το παρόν κείμενο. 



18 Οκτωβρίου 2021

Σκέψεις για την αποτίμηση της world music + ένα κείμενο του 2014 για την κινέζικη όπερα του Wang Renjie «Η Χήρα και ο Λόγιος»


Τις προάλλες (5 Οκτωβρίου), ο Φώντας Τρούσας έγραψε στο Facebook μια αρκετά δηκτική παρατήρηση, την οποία μεταφέρω εδώ αυτούσια:
Κάπως έγινε και ορισμένοι ακούνε μουσική από την Γουαδελούπη, την Μαρτινίκα, την Αντίγκουα, την Μοντσεράτ, την Αρούμπα, τα Virgin Islands κ.λπ. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί θέλουν να το παίξουν ψαγμένοι, να εντυπωσιάσουν άλλους (και το πλήθος) με τους οποίους ανταγωνίζονται σε ακούσματα από τις… πινέζες του χάρτη. 
Το ν' ακούς μουσική, όμως, χωρίς να κατέχεις γρι από την ιστορία του τόπου, τις συνθήκες που την γέννησαν, τα κοινωνικοπολιτικά κ.λπ., είναι δώρον άδωρον. Μένεις στην ζελατίνα και αγνοείς όλο το «από κάτω», που είναι το παν. 
Καλύτερα ν' ακούς Θέμη Ανδρεάδη και Άινα Μάουρερ, θέλω να πω, δηλαδή Νινή Ζαχά, που τους καταλαβαίνεις καλύτερα. Και δεν αναφέρομαι στη γλώσσα, αλλά σε όλα τα «από κάτω»...

Είναι μια παρατήρηση που γενικώς με βρίσκει σύμφωνο, παρότι έχω γνωρίσει και ανθρώπους σαν τον Μάνο Τζανακάκη ή την Ευδοκία Πρέκα, οι οποίοι είναι βαθιά βουτηγμένοι σε τέτοια ακούσματα και ούτε ψαγμένοι το παίξανε ποτέ, ούτε επιδιώκουν εντυπωσιασμούς και πυροτεχνήματα. Χρόνια δηλαδή με προβληματίζει κι εμένα η κριτική γνώμη, ακόμα και η σκέτη παρουσίαση που εκφέρουν τα Δυτικά μέσα (στα οποία ας πούμε ότι συμπεριλαμβάνω και τα ελληνικά, ώστε να μη μπλέξουμε με γνωστά διλήμματα) για τις μουσικές που προέρχονται από μέρη του κόσμου δεόντως ίσως «εξωτικά» για τα αυτιά μας –και τη φαντασία μας– μα και αρκούντως άγνωστα σε επίπεδο κοινωνικών και ιστορικών διαδρομών. Γενόμενα έτσι κάτι σαν τα φρούτα σαλάκ που μπορεί να ψωνίζεις στη Μαβίλη και να απολαμβάνεις, δίχως να ξέρεις τίποτα επί της ουσίας για τον κόσμο από όπου προήλθαν.
 
Πώς προσεγγίζεις αλήθεια έναν world music δίσκο; Τι επάρκεια μπορεί να δημιουργεί η συνθήκη ότι τον ακούς από τον καναπέ σου σε μια άλλη χώρα, πιθανώς με λίγη Wikipedia αρωγή αν δεν είσαι ολότελα τεμπέλης; Είσαι σε θέση να κατανοήσεις πόσο Δυτικό νερό μπορεί να βάζει ένας καλλιτέχνης στο τοπικό του κρασί, προκειμένου να συμβαδίσει με τις τρέχουσες τάσεις της ευρωπαϊκής και αμερικάνικης αγοράς η οποία «καταναλώνει» τέτοια ακούσματα; Και κατά πόσο καταλήγεις άραγε να παράγεις κείμενα σαν κι αυτά που γράφουν διάφοροι ξένοι για ελληνικούς δίσκους; Αναπάντητες κλήσεις, παντού.

Κάπως έτσι, παρότι μαζεύω ήδη από την εφηβεία δίσκους με παραδοσιακά τραγούδια και αργότερα μπήκα κι εγώ στον world «πυρετό» –ανακαλύπτοντας λ.χ. τα ζόρια της Ινδίας και την αφρικανική απεραντοσύνη– προσπαθώ συνειδητά να απέχω από τέτοιου είδους κειμενογραφία, στα επαγγελματικά μου χρόνια. Κατά καιρούς, εντούτοις, τσαλαβούτησα για τον χι, ψι λόγο στα εν λόγω νερά. Κι αν υπάρχει κάτι στο οποίο τα έχω βρει μπαστούνια, αυτό είναι η κινέζικη όπερα: ένα είδος μουσικού θεάτρου με αρκετές επιφανειακές ομοιότητες με την ευρωπαϊκή όπερα, αλλά και με ένα πολυεπίπεδο και αρκετά διαφορετικό «υπέδαφος», με ρίζες μακραίωνες, οι οποίες φτάνουν στην εποχή που εμείς καλούμε Μεσαίωνα (για την Κίνα, βέβαια, είναι μια χρονική διάκριση δίχως νόημα). Από προσωπική πείρα μιλώντας, είναι μάλλον αδύνατον να αρχίσεις τέτοιες εξερευνήσεις δίχως να σκύψεις με σπουδή στους τόμους του A History of Chinese Theatre in the 20th Century του Fu Jin.

Μερικές φορές, πάντως, αισθάνομαι ότι θα μου ήταν πιο εύκολο να ασχοληθώ με την Κλίγκον όπερα που έχουμε γνωρίσει στο Σταρ Τρεκ. Παρά ταύτα, η γοητεία του κινέζικου μουσικού θεάτρου δεν γίνεται να προσπελαστεί. Κι έτσι, πίσω στον Ιούνιο του 2014, δεν έχασα την ευκαιρία να πάω στο Κτήριο Γ' της Πειραιώς 260 για να παρακολουθήσω το έργο του Wang Renjie Η Χήρα Και Ο Λόγιος (1993), με λιμπρέτο όπου αξιοποιήθηκαν και λογοτεχνικά στοιχεία, παρμένα από τη νουβέλα «Κοράκια» του You Fengwei, που πέθανε πριν κάποιες μέρες στα 78 του.

Βέβαια, όπως ήδη έγινε σαφές, η Χήρα Και Ο Λόγιος (στα κινέζικα διαβάζεται Dongsheng Yu Lishi) είναι έργο των νεότερων χρόνων, το οποίο μιλάει επιτυχώς μια παλιά «γλώσσα», ενώνοντας τη ροή και τον ρυθμό της πιο κλασικής πλευράς αυτού που αντιλαμβανόμαστε ως κινέζικη όπερα, με διαλόγους χαρακτηριστικούς για τη μακραίωνη παράδοση Liyuanxi (Θέατρο του Αχλαδόκηπου). Αυτό που το καθιστά ξεχωριστό είναι ότι παντρεύει τον παγιωμένο συντηρητισμό της τελευταίας με ένα ουμανιστικό πνεύμα σαφώς καινοφανές για τον κόσμο της, στο οποίο κεντρικό ρόλο παίζει η μόνιμη διάθεση του Wang Renjie να εξερευνά τις γυναικείες επιδιώξεις για ελευθερία σε σφιχτά πατριαρχικά πλαίσια. Στοιχείο ταμάμ με τις επίκαιρες αναζητήσεις της μετά-#ΜeΤoo Δύσης. 

Η παράσταση που είδα το 2014 στην Πειραιώς 260 μπορεί ίσως να συνοψιστεί στο λαμπρό απόσπασμα «Η Άνοιξη έφτασε αναπάντεχα· σκυμμένος στα βιβλία μου, δεν μπόρεσα να την αντιληφθώ...». Και τροφοδότησε με τη σειρά της μια απόπειρα ανταπόκρισης, η οποία δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και με ορισμένες απαραίτητες διορθώσεις. Θα είχε δε σίγουρα ευνοηθεί, εάν γνώριζα τότε την ανάλυση του Qu Liuyi (1994) και το σχετικό άρθρο των Josh Stenberg & Zhang Jingjing (2015). 

Αλλά αυτό στέκει ως απόδειξη ότι τα άνωθεν ερωτήματα περί world music ακρόασης ή/και αποτίμησης είναι υπαρκτά –και αμείλικτα– για όσους προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα. Φυσικά και δεν αποτρέπουν το «ταξίδι», ορίζουν ωστόσο κάποιες καίριες και πολύ σημαντικές παραμέτρους, ώστε να μπορέσει να εκτυλιχθεί και πέρα από τις ανακατασκευές της φαντασίας μας ή τα όποια στερεότυπά μας. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από την παράσταση του 2014. Δόθηκαν τότε στον Τύπο για την προβολή της, ανήκουν ωστόσο στους Yuan Wei & Hai Qing


Υπήρχαν κάμποσα μηνύματα στα όσα παρακολουθήσαμε στο Κτήριο Γ΄ της Πειραιώς 260. Μερικά έστεκαν ακουμπισμένα στις πτυχώσεις των υπέροχων κοστουμιών εποχής, άλλα ήταν τοποθετημένα στην ηχώ που άφηναν οι ψιλές φωνές των πρωταγωνιστών. Και μία από τις μεγάλες επιτυχίες της παράστασης, ήταν η μεταξύ τους ισορροπία.

Αφηνόταν σε σένα, δηλαδή, να αποφασίσεις αν τον κύριο λόγο είχε τελικά η επανάσταση κόντρα στις παραδόσεις, η πάλη της γυναίκας για μεγαλύτερη ελευθερία σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο ή η επέλαση του Έρωτα. Που, ως άλλη Ελαφρά Ταξιαρχία, τρύπωσε κλεφτά ακόμα και στις σελίδες του Ντονγκ Σενγκ, κάμπτοντας όλες του τις αντιστάσεις και οδηγώντας τη στενομυαλιά του σε Βατερλώ. Ο ίδιος, άλλωστε –σε ένα αποφασιστικό σημείο της πλοκής, όταν πια δεν γινόταν να κρύβεται πίσω από εκλογικεύσεις ή τη φανατική του πίστη σε παραδόσεις που καλώς άφηνε πίσω η κοινωνική εξέλιξη– αναφώνησε ηττημένος πως «η Άνοιξη έφτασε αναπάντεχα· σκυμμένος στα βιβλία μου, δεν μπόρεσα να την αντιληφθώ». 

Ο θαυμάσιος τρόπος με τον οποίον απέδωσε το σημείο αυτό ο Zhang Chunji (που ενσάρκωσε τον Δάσκαλο Ντονγκ), τον εμφάνισε φευγαλέα στα μάτια μου με μια σοφόκλεια αύρα. Αλλά σε μια πιο παιγνιώδη εκδοχή συγκριτικά με το βαρύ τραγικό κλίμα που συνοδεύει π.χ. την αυτογνωσία του Οιδίποδα: η όπερα του Wang Renjie μπορεί να πραγματεύτηκε πολύ σοβαρά θέματα, το έκανε όμως με ανάλαφρη διάθεση, κωμική σε σημεία, αποφεύγοντας συνειδητά οτιδήποτε το βαρύγδουπο. Ακόμα και στην τελική σκηνή, όπου η ιστορία λαμβάνει παραμυθιακή διάσταση και το οργισμένο φάντασμα του Συμβούλου Πενγκ ζητεί ικανοποίηση –προστάζοντας ουσιαστικά τη σφαγή της χήρας Λι– το κλίμα παραμένει εύκρατο: νιώθεις βέβαιος ότι όλα θα πάνε καλά και ότι οι ξεπερασμένες επιταγές του παλιού κόσμου θα αποδειχθούν εξίσου νεκρές με τον Πενγκ.

Προλαβαίνω τυχόν ενστάσεις, τύπου «το 'χεις ρίξει στο μήνυμα για να καλύψεις την αδυναμία σου να κριτικάρεις μια τέτοια παράσταση»: ο Wang Renjie δεν γράφει όπερες δίχως μήνυμα. Ακόμα και μια πρόχειρη ματιά στο έργο του αρκεί ώστε να αντιληφθεί κανείς πόσο τον καίει η επιδίωξη της γυναίκας για ελευθερία· θέμα που άλλοτε εξερευνά με φόντο την παραδοσιακή κινέζικη κοινωνία του παρελθόντος –όπως λ.χ. συμβαίνει εδώ– κι άλλοτε εντάσσει σε πορτραίτα της μοντέρνας πραγματικότητας. Από την άλλη, στέκει πιστός μαθητής του Αχλαδόκηπου, υπέρμαχος δηλαδή του οπερατικού πνεύματος Liyuanxi, το οποίο δημιουργήθηκε καμιά οχτακοσαριά χρόνια πριν στη νοτιοανατολική ακτή της Κίνας. Έτσι, φέρνει ένα φρέσκο, ουμανιστικό πνεύμα στο πλάι εκείνων των απομακρυσμένων χρόνων και φροντίζει ώστε οι διάλογοι και τα τραγούδια να τρίβονται με μια ποιητική έκφραση κλασικού στιλ, την οποία και θαυμάσαμε: το κείμενο και οι στίχοι στη Χήρα Και Τον Λόγιο αποδείχθηκαν αμφότερα υψηλότατου επιπέδου.


Όμως ο Wang Renjie δεν προσφέρει παρά το 50% της επιτυχίας αυτής της παράστασης. Μη νομίζετε δηλαδή ότι το Φεστιβάλ Αθηνών κάλεσε κάποιον μεσαίου βεληνεκούς θίασο, στη λογική "φέρνω ό,τι μπορώ να πληρώσω υπό τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες". Υποθέτω βέβαια ότι η περιφερειακή θέση του Liyuanxi στυλ προσφέρει (και) τέτοια πλεονεκτήματα, ωστόσο στην Αθήνα δεν είδαμε τίποτα το «δεύτερο». Αντιθέτως μάλιστα· παρακολουθήσαμε τον θίασο της Zeng Jinping –μιας εκπληκτικής γυναίκας, η οποία έσωσε τα τελευταία χρόνια τη Liyuanxi παράδοση από τον μαρασμό, αποκαθιστώντας τις επαφές της με τη νεολαία. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει σπουδαιότερο όνομα παγκοσμίως στη συγκεκριμένη «ποικιλία» κινέζικης όπερας.

Στο Κτήριο Γ΄ της Πειραιώς 260 είδαμε λοιπόν εκ μέρους της μια λιτή, ατμοσφαιρική σκηνοθεσία, στην οποία πολλά πράγματα απλά υποδηλώνονταν (π.χ. τα αρχιτεκτονικά στοιχεία). Χώρια δηλαδή τις σκηνές αμίμητης ομορφιάς, όπως την είσοδο των κόκκινων φαναριών με τα μαύρα ιδεογράμματα και τις λεπτεπίλεπτα χορογραφημένες κινήσεις των ηρώων. Ή το σημείο που θαύμασα προσωπικά περισσότερο, όταν η παράδοση του λόγιου και της χήρας στο τυφλό πάθος απεικονίστηκε με το βγάλσιμο των κόκκινων παπουτσιών της ηρωίδας, τα οποία απέμειναν ύστερα μονάχα τους στο κέντρο της σκηνής.

Αλλά η Zeng Jinping δεν ήταν απλά η σκηνοθέτης: ήταν και η ηθοποιός/τραγουδίστρια που ενσάρκωσε την κυρία Λι, τη χήρα της υπόθεσής μας. Και το πόσο άψογη στάθηκε σε όλα της, είναι πραγματικά δύσκολο να περιγραφεί. Οι εκφράσεις της –έστω και κάτω από το βαρύ βάψιμο– οι χειρονομίες της, ο αέρας της, τα τσακίσματα της φωνής στους διαλόγους, οι υπέροχες μελωδικές της κλίμακες και η απαράμιλλη χάρη με την οποία έριξε τον δάσκαλο Ντονγκ μέσα στην ίδια την παγίδα του, συγκρότησαν έναν καταπληκτικό χαρακτήρα. Μια μορφή που στο μυαλό σου καταγράφηκε όπως ακριβώς την ήθελε η περιγραφή της υπόθεσης.

Άφησα για το τέλος μια σημαντικότατη παράμετρο –τη μουσική. Μουσική νεότερης σύλληψης, χαμένη ωστόσο στην άχλη των κινέζικων αιώνων, η οποία στα αυτιά μας ήχησε ξένη μαζί και οικεία, εξωτική και γνώριμη. Ο Renjie προέβλεψε ότι πρέπει να εκτελείται με όλη την αρχαία της υποβλητικότητα, που τονίζεται από την ιδιόρρυθμη μα πρωταγωνιστική χρήση ενός μικρού τύμπανου: ο μουσικός που το αναλαμβάνει οφείλει να διαστρεβλώνει τον ρυθμό του γυρίζοντας τη ...φτέρνα του πάνω στην επιφάνειά του! Έτσι, διαρκή και προεξέχουσα θέση στην πρώτη γραμμή της κομπανίας που καθόταν διακριτικά στο αριστερό μέρος όπως κοιτάζαμε τη σκηνή, είχε η λευκή ...κάλτσα του αρχιμουσικού Yan Zirong. Καταπληκτική μουσική, εν κατακλείδει. Πλούσια μα απέριττη, άψογα ταιριασμένη στις σκηνές και στις κωμικές ή δραματικές τους κορυφώσεις. Και με σημαντικό συγκινησιακό εκτόπισμα.

Δεν άρεσε βέβαια σε όλους η παράσταση, όπως διαπίστωσα από διάφορα σχόλια που άκουσα βγαίνοντας. Κάποιοι δεν κατάφεραν να επικοινωνήσουν, ενώ άλλοι είχαν προφανώς έρθει μόνο για το εξωτικό του πράγματος –και το βρήκαν έτσι βαρύ να αφιερώσουν 2 ώρες από τη ζωή τους απλά για να διηγούνται έπειτα στους κύκλους τους πόσο «κουουλ» άτομα είναι, που πάνε και σε «τέτοια». Ωστόσο αρκετοί χειροκροτήσαμε παρατεταμένα και με αβίαστο ενθουσιασμό, βρίσκοντας την εμπειρία συναρπαστική και με σωστότατη χρονική διάρκεια.


12 Οκτωβρίου 2021

Κουβεντιάζοντας με τη Natacha Atlas, μέρος 2 (2019)


Με τη Natacha Atlas ξαναμιλήσαμε πολλά χρόνια μετά την πρώτη μας τηλεφωνική κουβέντα (λεπτομέρειες εδώ), με αφορμή όμως και πάλι έναν νέο δίσκο: πίσω στο 2006 ήταν το Mish Maoul, ενώ τον Σεπτέμβρη του 2019 ετοιμαζόταν να βγάλει το Strange Days. Το οποίο ήταν και η τελευταία της δουλειά πριν το φετινό ΕΡ The Inner & The Outer, που δίνει στο blog μια καλή αφορμή επαν-επίσκεψης σε αυτές τις παλιότερες συνομιλίες με την καλλιτέχνιδα.

Αυτή τη φορά, μάλιστα, η Atlas είχε και περισσότερο χρόνο διαθέσιμο συγκριτικά με την πρώτη μας συνδιάλεξη, καθώς βρισκόταν διακοπές στην Κρήτη (στο Ίστρον του Λασηθίου, για την ακρίβεια) με τον σύντροφό της. Είχαμε έτσι την ευκαιρία να αναπτύξουμε περισσότερο τη σχέση που έχει αποκτήσει με τη χώρα μας και με την ελληνική μουσική, αποκάλυψε μάλιστα ότι θα ήθελε να δοκιμάσει να πει ένα από τα τραγούδια του Μίλτου Πασχαλίδη.

Ασφαλώς μιλήσαμε και για τις τζαζ ανησυχίες του Strange Days, αλλά και για το πώς έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα στη Μέση Ανατολή των παράξενων τούτων ημερών, ενώ είπαμε και για τους Transglobal Underground και για τις αναμνήσεις της από τη μεγάλη συναυλία στις Πυραμίδες, στο πλευρό του Jean-Michel Jarre (The Twelve Dreams of the Sun, 31 Δεκεμβρίου 1999 & 1 Ιανουαρίου 2000).

Το αποτέλεσμα της τότε συζήτησής μας δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Jacques Lange, ενώ η ακόλουθη είναι του Samir Bahrir


Έμαθα ότι βρίσκεσαι διακοπές στην Κρήτη. Σου είναι οικείο το νησί; Ή είναι η πρώτη σου επίσκεψη εκεί; 

Βρίσκομαι στο Ίστρον, στο Λασήθι, κάνω διακοπές με τον σύντροφό μου Samy Bishai, ο οποίος είναι και ο συν-συνθέτης μου. Μας αρέσει πολύ εδώ. Η αγαπημένη μου στιγμή είναι το βραδάκι, όταν καθόμαστε στην τοπική ταβέρνα «Μεράκι», τρώμε καλό ελληνικό φαγητό και ακούμε φοβερή ελληνική μουσική. Παραδοσιακά τραγούδια, συνήθως, παλαιότερης εποχής. Αν και τώρα που μιλάμε παίζει Νίκο Παπάζογλου, Γλυκερία και Μίλτο Πασχαλίδη.

Η Κρήτη μου είναι οικείο μέρος, καθώς έχω ζήσει για έναν χρόνο στο Ηράκλειο όταν ήμουν 16 χρονών. Είμαι πολύ χαρούμενη που μπορώ και την επαν-ανακαλύπτω, γιατί πάντα αγαπούσα την Ελλάδα πολύ. Και ελπίζω να μπορώ να έρχομαι κάθε χρόνο!

Σε βρίσκω πολύ ενημερωμένη πάνω στην ελληνική μουσική! Υπάρχει αλήθεια κάποιο τραγούδι που θα ήθελες να διασκευάσεις; 

Ναι, θα ήθελα κάποια στιγμή να δοκιμάσω να πω ένα από τα τραγούδια του Μίλτου Πασχαλίδη. Ή κάτι παλιό, από τα παραδοσιακά της Ηπείρου.

Θα βγεις, υποθέτω, σε περιοδεία για τον νέο σου δίσκο Strange Days. Υπάρχει περίπτωση να ξανάρθεις στα μέρη μας, αυτή τη φορά για συναυλία;

Το ελπίζω πραγματικά, είναι ευχή μου να έρθω για συναυλία στην Ελλάδα.

Το Strange Days, το οποίο βγαίνει σε λίγες μέρες, διαφοροποιείται από τον προκάτοχό του Myriad Road (2015), αν και κρατάει κάποια από τα τζαζ στοιχεία που διέκριναν το τελευταίο...

Το Strange Days είναι μια δυστοπική αντανάκλαση των καιρών μας, ποτισμένη στις αραβικές μου ρίζες, αλλά κινούμενη σε ένα πλαίσιο σύγχρονης τζαζ, το οποίο αποτίνει φόρο τιμής σε διάφορες αγαπημένες μου πτυχές της τζαζ ιστορίας. 

Δεν κρύβω βέβαια ότι είμαι καινούρια στο τζαζ πεδίο. Όμως βρήκα ότι, απ' όλες τις μουσικές της Δύσης, είναι αυτή που μου προσφέρει την αίσθηση της ανακάλυψης μιας ελευθερίας. Η οποία επιτρέπει να ανατοποθετήσω τα τόσα πρόσωπα των αραβικών και μεσογειακών παραδόσεων που έχουν απαρτίσει τη μέχρι τώρα μουσική μου ταυτότητα.

Το Strange Days θα το προσφέρουμε εντωμεταξύ στο κοινό και σε διπλό βινύλιο 180 γραμμαρίων, με gatefold εξώφυλλο, σε περιορισμένα αντίτυπα.

Τι κάνει τις ημέρες μας τόσο Παράξενες, σε πλανητική κλίμακα; Καθώς ξεκινούσε ο 21ος Αιώνας δεν πιστεύαμε ότι βαδίζαμε σε μια καλύτερη περίοδο για την Ανθρωπότητα; 

Ναι, πράγματι έτσι πιστέψαμε, ότι θα ήμασταν και οι ίδιοι καλύτερες εκδοχές των ως τότε εαυτών μας –πιο εξελιγμένες και σοφότερες. Αντί γι' αυτό, όμως, ο κόσμος βαδίζει προς την απραξία, την έλλειψη δικαιοσύνης και προς έναν αναίσθητο εθισμό για την απόκτηση υλικών πραγμάτων. 

Έρχονται λοιπόν πιο παράξενες ημέρες και δεν φαίνεται να μπορούμε να σταματήσουμε τους ηλίθιους που παίρνουν την εξουσία σε διάφορα σημεία του πλανήτη, εξαπολύοντας μια νοοτροπία καταστροφής. Έχουμε γίνει απρόθυμοι παρατηρητές στο αναπόφευκτο, θεαματικό μας φινάλε.

Για σένα, πάντως, αυτός ο νέος αιώνας ξεκίνησε με ένα σπουδαίο ορόσημο, το οποίο ακόμα συζητιέται: τραγούδησες με τον Jean-Michel Jarre στις Πυραμίδες, μπροστά σε 80.000 κόσμου. Τι θυμάσαι από εκείνο το βράδυ;

Θυμάμαι ασφαλώς το τεράστιο πλήθος, όπως και το γεγονός ότι όλοι βρίσκονταν σε υπερδιέγερση. Αυτό όμως που νομίζω ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ από εκείνη τη βραδιά, ήταν μια παράξενη ομίχλη που διακρινόταν στην ατμόσφαιρα.

Είκοσι χρόνια μετά, πώς αποτιμάς την εποχή που ήσουν στους Transglobal Underground; Ήταν πράγματι Διεθνείς οι Καιροί, κατά τη δεκαετία του 1990;

Ναι, ήταν. Πριν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, υπήρχε ένα κλίμα πιο παγκόσμιο, με ενεργό διάλογο μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών. Μετά, όμως, ο κόσμος άλλαξε αμετάκλητα. Και νομίζω ότι στους αιώνες που θα ακολουθήσουν θα αποτιμηθεί πιο ξεκάθαρα ο ρόλος των τότε γεγονότων ως ορόσημο για το πώς έχουν επί του παρόντος οι διεθνείς σχέσεις, για την όλη παράνοια και για τον θεσμικό ρατσισμό.

Σήμερα, κάτω από τον μανδύα μιας ευκολοπλασάριστης ρητορικής –που όμως διακατέχεται από ακραία καπιταλιστική πλεονεξία– οι Δυτικές υπερδυνάμεις δικαιολογούν τις πιο άνομες πράξεις στο όνομα της «παγκόσμιας ειρήνης και της ευτυχίας». Ενώ το μόνο που συμβαίνει, είναι η αύξηση των κερδών τους σε βάρος των 2/3 του πληθυσμού του πλανήτη. Η ιστορία θα αποδειχθεί ο υπέρτατος κριτής όλων όσων έχουν γίνει αυτό το διάστημα. 

Δεν σου είπα όμως εν τέλει για τους Transglobal Underground. Έχω πολύ αγαπημένες μνήμες από τον καιρό μαζί τους, ιδιαίτερα από τις περιοδείες μας. Ίσως μάλιστα η πιο αγαπημένη μου στιγμή να είναι η συναυλία που δώσαμε στη Θεσσαλονίκη!

Αφού μιλήσαμε τόσο για τον κόσμο γενικά, ας πούμε δυο λόγια και για τη Μέση Ανατολή. Το 2006, σε μια άλλη, μακρινή συνέντευξη που κάναμε μαζί, μου είχες πει για το πόσο ανήσυχη αισθάνεσαι για την κατάσταση στην περιοχή. Από τότε έχουν συμβεί πάρα πολλά πράγματα, αλλά τελικά αυτό δεν είναι και πάλι το αίσθημα που επικρατεί; 
 
Νομίζω ότι σε καμία περιοχή δεν εξελίσσονται τα πράγματα όπως ακριβώς τα προβλέπεις, αλλά ναι, αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Μέση Ανατολή. Ίσως λόγω της σύνθετης φύσης των κοινωνικών και οικονομικών της δομών. Πάντως αυτή η αδυναμία πρόβλεψης των εξελίξεων στην περιοχή οφείλεται και σε εσωτερικούς λόγους, αλλά και σε λόγους σχετιζόμενους με τις εξωτερικές παρεμβάσεις. 

Σήμερα, αν κοιτάξεις την πλανητική κλίμακα, τίποτα δεν φαίνεται να έχει πάει όπως πολλοί περίμεναν κάποια μόλις χρόνια πριν: είναι ξεκάθαρο ότι, για τους περισσότερους ανθρώπους, τα πράγματα δεν πάνε προς το καλύτερο. Δεν είναι μόνο η Μέση Ανατολή, αλλά και ο Ντόναλντ Τραμπ, το Brexit, η κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Νότια Αμερική, η Αφρική. Η λίστα της απογοήτευσης, είναι μακρά. 

Αν όντως η παιδεία είναι το κλειδί της περαιτέρω εξέλιξής μας, τότε θα πρέπει σίγουρα να επενδύσουμε όλοι στο πώς θα εκπαιδεύσουμε περισσότερο τους εαυτούς μας. Ίσως, μάλιστα, θα πρέπει να το ξεκινήσουμε αυτό από τις κυρίαρχες τάξεις. Όμως παραμένει το αιώνιο ερώτημα: πώς ακριβώς θα γίνει κάτι τέτοιο; 




11 Οκτωβρίου 2021

Κουβεντιάζοντας με τη Natacha Atlas, μέρος 1 (2006)


Αν και το κοινό που ασχολείται ενεργά με τη λεγόμενη «world music» είναι ενημερωμένο ήδη από τον Μάιο, οι υπόλοιποι μόνο κατά τύχη θα μάθουμε σερφάροντας στον Τύπο ότι ανάμεσα στους καλλιτέχνες που επέστρεψαν φέτος στη δισκογραφία ήταν και η Natacha Atlas.

Το EP The Inner & The Outer τη βρίσκει να συνεχίζει τις ηχητικές εξερευνήσεις των τελευταίων χρόνων, απομακρυνόμενη ωστόσο από το τζαζ κλίμα του δίσκου Strange Days (2019), χάριν διαδρομών (πιο) ηλεκτρονικών. Στο τέλος της δημοσίευσης, λ.χ., μπορείτε να ακούσετε το "The Outer", βλέποντας παράλληλα και το κάτι σαν βιντεοκλίπ που το συνοδεύει οπτικά, με animations φτιαγμένα από την Clara Liu. Πρόκειται για ένα τραγούδι με ευδιάκριτο beat –από τον παραγωγό Samy Bishai– αλλά και με εξτρά αναλογικά synths, παιγμένα από τον καλεσμένο Jason Singh.

Η Natacha Atlas είναι για μένα μια πολύ αγαπημένη φωνή με αληθώς παγκόσμιες προεκτάσεις. Ενώ δηλαδή κουβαλά έντονες αιγυπτιακές/ανατολικομεσογειακές μνήμες, νιώθει παράλληλα πολύ άνετα πάνω στον όποιον Δυτικό καμβά, γενόμενη έτσι εξαιρετικά οικεία σε χώρες-σταυροδρόμια σαν τη δική μας. Την πρωτοπρόσεξα όταν έπεσα πάνω στο άλμπουμ Dream Οf 100 Nations των Transglobal Underground (1993), και την ακολουθώ πιστά από τον πρώτο της σόλο δίσκο Diaspora (1995) και μετά.

Η τύχη, μάλιστα, τα έφερε έτσι ώστε η πρώτη συνέντευξη της καριέρας μου να γίνει μαζί της. Είχα γυρίσει τότε από τη Βρετανία, οπότε η ενασχόλησή μου με τα μουσικοδημοσιογραφικά είχε πυκνώσει. Μια μέρα του 2006, λοιπόν, ο Μάρκος Φράγκος μου ζήτησε να τηλεφωνηθώ με τη Natacha Atlas, με αφορμή την έκδοση του δίσκου Mish Maoul. Ακόμα θυμάμαι την ανακατωσούρα άγχους και ενθουσιασμού, όπως και τα γέλια που κάναμε με την Atlas στην πορεία, η οποία μπορεί να μην είχε πολύ χρόνο διαθέσιμο, εντούτοις ήταν κεφάτη.

Το κείμενο που προέκυψε από την τότε κουβέντα μας δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Frederic Reglain, ενώ η κάτωθι στον Youssef Nabil. Αμφότερες δόθηκαν για τις ανάγκες της τότε συνέντευξης


Τι σημαίνει ο τίτλος του νέου σου άλμπουμ, Mish Maoul;

Σημαίνει «δεν το πιστεύω!». Είναι μια καθημερινή φράση που χρησιμοποιείται συχνά στην Αίγυπτο, μα και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής.

Αληθεύει ότι για το Mish Maoul ανέτρεξες στις παιδικές σου αναμνήσεις από τη μαροκινή συνοικία στις Βρυξέλλες;

Ναι, το έχω ξανακούσει αυτό... Δεν είναι και τόσο αλήθεια, πάντως: ισχύει για ένα συγκεκριμένο τραγούδι και μόνο. Ο υπόλοιπος δίσκος έχει ποικίλες αναφορές στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, σε πιο Δυτικά μου ακούσματα. Για μένα ήταν δηλαδή μια γενικότερη επιστροφή στις ρίζες μου, όχι μόνο στις αναμνήσεις μου από τις Βρυξέλλες.

Πες μου όμως και για τη Golden Sound Studio Orchestra of Cairo, που συμμετέχει στο άλμπουμ...

Δεν είναι φανταστική; Δεν είναι αληθινή ορχήστρα, ξέρεις! (γέλια) Απαρτίζεται από διάφορους session μουσικούς του Καΐρου, οι οποίοι απλά μαζεύονται σε ένα στούντιο της πόλης με το όνομα Golden Sound. Τους γνώρισα όσο ηχογραφούσα εκεί το Ayeshteni (2001) και μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Αποφάσισα λοιπόν να τους χρησιμοποιήσω.
Μέχρι τώρα έχεις βγάλει αρκετούς δίσκους, οι οποίοι δεν μπαίνουν ωστόσο εύκολα κάτω από ταμπέλες και κατηγορίες. Εσύ πού θα κατέτασσες αλήθεια τη δουλειά σου;

Η μουσική μου είναι αραβική. Καταλαβαίνω ότι διαφέρει από τη mainstream αραβική pop, όμως εκεί γενικά θα την ταξινομούσα. Εσάς ίσως σας κάλυπτε ένας όρος σαν το αραβική alternative pop, εγώ προτιμώ να τη βλέπω σαν ένα καβούρι που κινείται πλάγια στον κόσμο της σύγχρονης αραβικής μουσικής.

Τι σου αρέσει να ακούς στον ελεύθερό σου χρόνο;

Πολλά πράγματα… Αραβική pop, κλασική μουσική, χιπ χοπ… Μου αρέσει πολύ και το R'n'B/hip hop κράμα, βρίσκω ότι είναι η πιο αντιπροσωπευτική μουσική των νέων της εποχής μας. 

Στο αυτοκίνητό μου ακούω επίσης πολύ Mohammed Fouam και Nancy Azram, ο Fouam είναι Αιγύπτιος και η Azram από τον Λίβανο. Οι Ευρωπαίοι φίλοι μου δεν μπορούν να τους ακούν –τους πέφτει πολύ αραβική η μουσική τους! (γέλια) Αλλά εγώ τους βρίσκω καταπληκτικούς.

Έχεις ζήσει πράγματι κάποιο διάστημα στην Ελλάδα;

Ναι, είναι αλήθεια! Μου αρέσει πολύ η Ελλάδα, υπάρχουν στιγμές που αναπολώ τα νησιά της, τη θάλασσα και τη φύση της. Αλλά και από τους ανθρώπους έχω ωραίες αναμνήσεις. Οι Έλληνες είστε επίσης καλό ακροατήριο και φαίνεται να σας αρέσει η αραβική μουσική.

Είσαι επίσης μια έμπειρη χορεύτρια της κοιλιάς, σωστά;

Ε, όχι και τόσο έμπειρη... Δεν μπορώ να συγκριθώ δηλαδή με τις επαγγελματίες χορεύτριες. Έμαθα τον χορό της κοιλιάς μεγαλώνοντας, έκανα πολύ λίγα μαθήματα. Μου αρέσει όμως πραγματικά. Είναι στιγμές στις συναυλίες, όταν η ορχήστρα παίζει, που το μόνο το οποίο σου έρχεται να κάνεις είναι να χορέψεις.
Τι αναμνήσεις σου άφησε η θητεία ως Πρέσβειρα Καλής Θέλησης των Ηνωμένων Εθνών κατά του ρατσισμού;

Πολύ καλές! Με κολάκεψε που μου ζητήθηκε κάτι τέτοιο. Το είδα σαν ευκαιρία για να κάνω κάτι σημαντικό. Και ήταν πράγματι μια εμπειρία που άξιζε.

Παρακολουθείς όπως γνωρίζω την κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;

Την παρακολουθώ στενά. Δεν υπάρχει χρόνος για να επεκταθώ, όμως είναι τραγικά τα πράγματα. Έχει διαμορφωθεί μια πολύ, πάρα πολύ δυσάρεστη κατάσταση.

Πιστεύεις ότι θα έχουμε έναν ακόμα πόλεμο, στο Ιράν;

Όλοι όσοι εμπλέκονται πρέπει να κάτσουν και να το σκεφτούν, γιατί δεν είναι καθόλου συνετό να προκαλέσουν κάτι τέτοιο. Αν γίνει ένας νέος πόλεμος θα ανακατευτούμε όλοι αυτή τη φορά και τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά. 

Γενικά η Ανθρωπότητα πρέπει να προχωρήσει σαν είδος, πρέπει να μάθει να λύνει αλλιώς τα προβλήματά της. Αληθινά ελπίζω πως ο πόλεμος θα αποφευχθεί.

Εσύ τι σχέδια έχεις για το άμεσο μέλλον;

Ετοιμάζω δύο πολύ διαφορετικούς δίσκους, έναν με τον Marc Eagleton, με τζαζ και latin επιρροές, και έναν ακόμα όπου θα αναμειγνύω ευρωπαϊκή κλασική μουσική με αραβικές και ιρανικές μελωδίες. 

Παράλληλα δουλεύω ξανά και με τους Transglobal Underground, σε ένα soundtrack. Είναι μια ταινία για μια κοπέλα από την Αμερική, η οποία έρχεται στο Κάιρο για να μάθει τον χορό της κοιλιάς! (γέλια)