31 Δεκεμβρίου 2023

Siouxsie - συνέντευξη (2008)


Είδαμε φέτος τη Siouxsie Sioux στην Ελλάδα, στα πλαίσια του Release Athens Festival, μετά από πολύ καιρό: ταλαιπωρημένη μεν από τον χρόνο, εντούτοις υπέροχη με τα νυν μέτρα και σταθμά. Δεν έγραψα live review στο «Αθηνόραμα», αλλά αυτή είναι η γνώμη μου, παρά τις γκρίνιες που άκουσα από εδώ κι από εκεί. 

Μετά από πόσο καιρό, όμως; Από το καλοκαίρι του 2008, μου θύμισε η τηλεφωνική συνδιάλεξη που είχαμε τότε. Ήταν μόλις 10 λεπτά, αλλά η χροιά της φωνής της Siouxsie ακόμα αντηχεί στη μνήμη μου, να με ρωτά «αν είμαι ο Harry» ή αργότερα να μου λέει «Unfortunately, Spooky died». Είναι, άλλωστε, μια αγαπημένη μου τραγουδίστρια. 

Τα όσα είπαμε τότε έδωσαν, φυσικά, μια συνέντευξη. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είχαν δοθεί τότε στον Τύπο, ως promo για την εμφάνιση της Siouxsie στο Rockwave Festival


Έχω μόνο 10 λεπτά μαζί σου, είναι τόσο λίγα για όλα όσα θα ήθελα να ρωτήσω...

Το ξέρω. Μη νομίζεις, και για μένα είναι εκνευριστικές αυτές οι συνεντεύξεις, γιατί πάνω που μπορεί να ξεκινάει μια ωραία συζήτηση, αναγκάζεσαι να την κόψεις. Και να φανταστείς ότι εσύ είσαι ακριβώς στη μέση της λίστας. Έχω ξεκινήσει από το πρωί και τελειωμό δεν βλέπω!

Έχεις καιρό να έρθεις από τα μέρη μας...

Πράγματι, πολύ καιρό. Ήταν το 1995 τελευταία φορά, αν θυμάμαι καλά, με τους Banshees.

Είναι, αλήθεια, τόσο δύσκολη χώρα η Ελλάδα για συναυλίες;

Έτσι φαίνεται. Είχαμε συχνά σκεφτεί ότι θα θέλαμε να παίξουμε στην Ελλάδα, όμως όταν έβγαινε το πρόγραμμα δεν ήσασταν ποτέ μέσα. Έχει μάλλον να κάνει με το ότι δεν είναι εύκολο από την Αθήνα να μεταβείς γρήγορα σε ένα ακόμα μέρος, όπου θα μαζευτεί ανάλογος κόσμος. 

Πάντως, φέτος έμαθα ότι θα έχετε ένα ωραίο συναυλιακό καλοκαίρι. Έρχονται οι Sex Pistols σε σας –εκπλήσσομαι που είναι η πρώτη τους φορά, αλλά να δεις πως θα το θυμάστε– η PJ Harvey, η οποία μου αρέσει πολύ, ο Philip Glass και ο Leonard Cohen. Ζηλεύω τρομερά για τον τελευταίο, να ξέρεις... (σ. σ: αυτό μου το είπε τόσο γατίσια, που κόντεψα να μείνω στον τόπο).

Μετά από τόσα χρόνια σε μπάντες, το διασκεδάζεις να είσαι σόλο; 

Πάρα πολύ. Το να δουλεύεις με νέα πρόσωπα και να δουλεύεις τόσο αρμονικά μαζί τους, σε φρεσκάρει. Νιώθω ότι κάνω ένα νέο ξεκίνημα. Είμαι πολύ ευχαριστημένη και από τη μπάντα και από τους παραγωγούς μου. Και η περιοδεία μάς δίνει την ευκαιρία να βγάλουμε τον καλύτερο εαυτό μας.

Είσαι ικανοποιημένη από την απήχηση του δίσκου Mantaray στον κόσμο;

Και βέβαια είμαι! Ξέρεις, είναι στις συναυλίες όπου κρίνεται κάθε νέα δουλειά. Και όταν αποφάσισα να φτιάξω μια playlist με κορμό το Mantaray, διανθισμένη με παλιότερα αγαπημένα τραγούδια με τους Banshees ή τους Creatures, ήξερα ότι ρίσκαρα. Αλλά το κοινό, όπου και να έπαιξα, ανταποκρίθηκε με μεγάλη θέρμη. 

Για την Ελλάδα τι μας ετοιμάζεις;

Α, κοίτα να σου πω, μην είσαι ανυπόμονος και χαλάσεις την έκπληξη! (γέλια) Σας ετοιμάζω κάτι πολύ σπέσιαλ, πάντως. Κάτι δυνατό. 

Πώς αισθάνεσαι που σε ανεβοκατεβάζουν με διάφορους τίτλους; Άλλοτε «Η Πρώτη Κυρία Του Punk», άλλοτε «Η Γιαγιά του Goth»;

Δεν μου αρέσουν οι τίτλοι, τους σιχαίνομαι. Αηδιάζω ακόμα και όταν με αποκαλούν «κυρία» ή «madame», όπως συμβαίνει συχνά εδώ στη Γαλλία όπου ζω. Κι αυτό το η «γιαγιά του goth» που ανέφερες, πόσο με εκνευρίζει...

Σε εκνευρίζει το γιαγιά ή το goth;

(γελάει) Νομίζω το goth! Το «γιαγιά» δεν με σκοτίζει, είναι τόσο ανόητο να ασχολείσαι με κάτι τόσο δεδομένο όσο ο χρόνος. Τα 50 μου γενέθλια τα γιόρτασα με ένα μεγάλο πάρτι, όπου κάλεσα όλους μου τους φίλους. Είχε πολύ σαματά και πέρασα τέλεια.

Για πολλούς ανθρώπους, βέβαια, ήσουν και ακόμα είσαι ένα εναλλακτικό σύμβολο του σεξ. Έχεις βρει κάποιο ελιξίριο νεότητας;

Είναι η μουσική. Είναι το μεγαλύτερο πάθος της ζωής μου. Δεν προλαβαίνουμε να σου περιγράψω τι συμβαίνει μέσα μου με τη μουσική. Όσο γι' αυτό με το σύμβολο του σεξ, μου προξενεί μόνο γέλια, είναι τόσο αστείο (γέλια). Και όποιον από τους φίλους μου να ρώταγες, πάλι θα γέλαγε. 

Ας πούμε τότε για γάτες. Τι κάνουν ο Spooky, o Spider και ο Dandy;

Αχ, δυστυχώς ο Spooky πέθανε... Και τα άλλα δύο είναι ήδη 16 ετών, 100 δηλαδή με ανθρώπινα δεδομένα, οπότε φοβάμαι ότι θα τα χάσω σύντομα.

Λυπάμαι πολύ για τον Spooky... Πες μου όμως και για τη Γαλλία. Τι κάνει μια Αγγλίδα στη Γαλλία;

Αυτό που μου αρέσει στη Γαλλία είναι ότι εδώ δεν είμαι ιδιαίτερα διάσημη κι έχω την ησυχία μου, μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Μου αρέσει βέβαια και η εξοχή της, είναι πολύ όμορφη. Και, το σημαντικότερο, δεν πάσχει από πολυκοσμία, όπως η αγγλική εξοχή. Μου αρέσει να έχω χώρο και μου αρέσει η ησυχία. Όταν βέβαια δεν ασχολούμαι με τη μουσική!

Έζησες το punk από κοντά, ήδη από τις πρώτες του μέρες. Τα πιτσιρίκια τα οποία σήμερα ακούν ένα πολύ διαφορετικό punk, τα βλέπεις με συμπάθεια;

Τα βλέπω με κάποια συμπάθεια, φοβάμαι όμως ότι είναι παραπλανημένα. Θέλουν τόσο πολύ να ζήσουν κάτι που δεν υπάρχει πια και –το χειρότερο– να το ζήσουν δίχως να ρισκάρουν. Για μένα, τότε, δεν υπήρχε καμία προοπτική στο όλο πράγμα. Υπήρχε μόνο η στιγμή. Κανείς στα μέσα της δεκαετίας του 1970 δεν φανταζόταν ούτε καριέρες, ούτε έκανε σχέδια. Ήταν ένα ξέσπασμα.



29 Δεκεμβρίου 2023

Manilla Road - ανταπόκριση (2017)


Θα θυμάμαι πάντα, θέλω να πιστεύω, τη συναυλία των Manilla Road στο «Κύτταρο», την Πρωτομαγιά του 2017, ως μία από τις καλύτερες που είδα στη ζωή μου: μια αληθινή μικρογραφία-πεμπτουσία του πώς ένα ηχογραφημένο υλικό μπορεί να ξαναζήσει συναρπαστικά, παιγμένο ζωντανά πάνω σε μια σκηνή, ενώπιον κοινού.

Μπήκα στον χώρο κουρασμένος και νοητικά σκορπισμένος, εκείνη τη μέρα, μα βγήκα ανάλαφρος και γεμάτος όρεξη. Και η αιτία ήταν ο φοβερός παλμός των Manilla Road, κάτι που παρατήρησε και η Χριστίνα Κουτρουλού, που ήρθε μαζί, μα και ο πιστός φωτογράφος-σύντροφος Θάνος Λαΐνας, παρότι η μουσική αυτή δεν είναι του γούστου του. 

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Πρωτομαγιά βράδυ στο «Κύτταρο», μας πήρε και μας σήκωσε. Σε ένα πάρτι με μεταλλική επίγευση, από εκείνα που δεν συμβαίνουν πια και τόσο συχνά, τώρα που η old-school χέβι αισθητική έχει υποχωρήσει χάριν των πιο alternative (στους ήχους, στην όψη, στους τρόπους) επιγόνων. 

Πάντως, αν σας λένε ότι οι μεταλλάδες της δεκαετίας του 1980 δεν υπάρχουν πια, να ξέρετε πως σας έχουν γελάσει. Μάλιστα, στην έναρξη των διαδικασιών στο «Κύτταρο» δεν μπορούσες να τους δεις μόνο ανάμεσα στο (αραιό) κοινό, μα και πάνω στη σκηνή. 


Ήταν οι Murder Angels από τη Λάρισα, στην πρώτη τους (νομίζω) εμφάνιση στην Αθήνα: δαιμόνια νιάτα, που είχαν κουβαλήσει τα δικά τους σκηνικά και διέθεταν το πλήρες παλιομοδίτικο πακέτο σε looks και ήχο –είχα χρόνια να δω μαλλί σαν κι αυτό του frontman τους, Τόλη Μέκρα. Το γκρουπ ειδικεύεται στο speed/thrash metal όπως διδάχθηκε στα 1980s και παρότι τα τραγούδια τους δεν κόμιζαν κάτι το ξεχωριστό, τα υπερασπίστηκαν με μεγάλο κέφι, μα και με πολύ καλές φωνητικές κορώνες, κάτι που δεν βρίσκεις εύκολα. Έπαιξαν υλικό από το περσινό τους ντεμπούτο, στο κλείσιμο, όμως, ακούσαμε και μια διασκευή στο "Murder Angels" των Ιταλών Death SS, που (προφανώς) έχει «δανείσει» και το όνομα στη μπάντα.


Οι Αθηναίοι Paladine, πάλι, ήταν άλλου είδους «φρούτο»: ένα σχήμα με πιο μοντέρνα εμφάνιση και πιο μελωδικό ήχο (χάρη στα πλήκτρα), το οποίο αρέσκεται στον επικό metal ήχο, τον οποίον έχει περάσει κι από ένα μάλλον progressive φίλτρο. Εξαιρετικοί μουσικοί –ο ντράμερ τους Σταμάτης Κατσαφάδος, ειδικά, ήταν σκέτη ατμομηχανή, όπως πολύ σωστά τον αποκάλεσε σε κάποιο σημείο ο τραγουδιστής Νίκος Πρωτονοτάριος– υπερασπίστηκαν πετυχημένα το υλικό του φρέσκου ντεμπούτο τους Finding Solace, ενώ μας έπαιξαν και μια πραγματικά «διαβασμένη» διασκευή στο "Gutter Ballet" των Savatage. Μόνη μου ένσταση, ότι βρήκα τον (καλλίφωνο) Πρωτονοτάριο να βγάζει μια ευγένεια στις ερμηνείες του, η οποία δεν κόλλαγε πάντα με τη θεματική των όσων τραγουδούσε.

To ωράριο που είχε ανακοινωθεί τηρήθηκε (να τα λέμε αυτά, γιατί σε άλλες συναυλίες δεν υπάρχει μέτρο στην καθυστέρηση), οπότε δεν αργήσαμε να δούμε ενώπιόν μας τους Manilla Road. Πλέον, ο κόσμος το είχε γεμίσει στο χαλαρό το «Κύτταρο», οπότε, μόλις ξεπρόβαλλε μπροστά μας ο αρχηγός Mark Shelton και οι συνοδοιπόροι του, στήθηκε και η ανάλογη κερκίδα καλωσορίσματος, με ένα πανό ειδικά φτιαγμένο για την περίσταση να κάνει κι αυτό την εμφάνισή του στα σκαλιά του συναυλιακού χώρου. Οι δε Manilla Road μας το τόνισαν εξαρχής: η βραδιά ήταν αφιερωμένη στα 40 τους χρόνια, οπότε θα ακούγαμε μόνο παλιά κι αγαπημένα –τίποτα από το 2000 και μετά, καμία νύξη στον επερχόμενο δίσκο. Άλλο που δεν θέλαμε.

Παρά ταύτα, ούτε ο πιο αισιόδοξος fan δεν μπορούσε να υπολογίσει στο τι θα έστηναν οι Αμερικανοί το βράδυ της Πρωτομαγιάς. Με το καλημέρα, πάντως, εκείνοι μας παρέσυραν στους ρυθμούς τους, να τραγουδάμε μαζί με τον επιβλητικό Bryan "Hellroadie" Patrick το "Dreams Of Eschaton", με τις μπροστινές σειρές του «Κυττάρου» να οδηγούνται κατόπιν στην πρώτη φρενίτιδα (από τις πολλές του live), όταν ήχησε το "Astronomica" –πολυαγαπημένη στιγμή από το άλμπουμ Open The Gates του 1984. Ήταν απλά η αρχή ενός φοβερού πάρτι, αλλά και η τρανότερη απόδειξη του πόσο απολαυστικοί παραμένουν επί σκηνής οι Manilla Road. Οι οποίοι ξαναβάπτισαν τους παλιούς στα πιο πολύτιμα νάματα της μακρυμάλλικης εφηβείας τους και έδειξαν στους νεότερους (γιατί υπήρχαν και κάμποσοι πιτσιρικάδες στο «Κύτταρο») πώς γίνονταν μερικά πράγματα, πριν επικρατήσει ως metal η πιο «κεντρώα» αισθητική συγκροτημάτων σαν τους Mastodon.


Η setlist ήταν εμπρηστική, η κιθάρα του Shelton πετούσε φωτιές, αλλά κινητήρας της όλης βραδιάς αναδείχθηκε εν τέλει ο Hellroadie, καθώς επιτελούσε και ρόλο τελετάρχη, εκτός από αυτόν του frontman. Ξέροντας καλά, δηλαδή, πότε να τραγουδά, πότε να αποσύρεται στο πλάι της σκηνής δίνοντας χώρο στους υπόλοιπους, πότε να παραχωρεί το μικρόφωνο στον Shelton για μερικά πραγματικά ηρωικά φωνητικά και πότε να του δίνει τις απαραίτητες ανάσες, στήνοντας γέφυρες επικοινωνίας με τον κόσμο. Δίπλα του, ένας έκπληκτος Phil Ross (μπάσο) ανακάλυπτε τι σημαίνει metal συναυλία στην Ελλάδα («προσπάθησα να τον προειδοποιήσω», είπε ο Hellroadie), ενώ πίσω του ο καταπληκτικός Γερμανός ντράμερ Andreas "Neudi" Neuderth έμοιαζε με φιγούρα βγαλμένη από κάποια λοξή γωνία των ιστοριών του Λάβκραφτ.

Και τι δεν μας έπαιξαν οι Manilla Road, την Πρωτομαγιά. "Mystification" ακούσαμε, "Open The Gates" ακούσαμε, "Masque Of Red Death", "Flaming Metal Systems", αλλά και το "The Empire" σε ένα συλλεκτικό στιγμιότυπο, με τον Shelton να παίζει απίστευτα πράγματα στην κιθάρα του. Όταν, δε, έφτασε το φινάλε της κανονικής διάρκειας, έγινε της τρελής μπροστά στη σκηνή υπό τους ήχους των "Necropolis" και "Crystal Logic": ξύλο, ομαδικά headbanging, έξαλλα σπρωξίματα, κλωτσοπατινάδα, crowd surfing, αλλά και γροθιές υψωμένες στον αέρα με ενθουσιασμό και τραγούδι μέχρι τελικού ξελαρυγγιάσματος. Φυσικά και απαιτήσαμε encore, φυσικά και μας το έδωσαν, μέχρι το οριστικό αντίο, μέσα σε έξαλλους πανηγυρισμούς και χειροκροτήματα.

Ρε γαμώτο, όμως, το "The Veils Of Negative Existence" το άφησε εκτός setlist ο άτιμος ο Hellroadie... Ήταν, όμως, το μόνο μου παράπονο από μια βραδιά που θα τη θυμάμαι για καιρό. Πιστεύω κι όποιος άλλος βρέθηκε στον Κύτταρο, αυτήν την Πρωτομαγιά του 2017.



28 Δεκεμβρίου 2023

Stephan Micus - White Night [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «White Night» του Stephan Micus, ένα από τα ωραιότερα της μακράς και τόσο ιδιαίτερης καριέρας του: μια μουσική τελετουργία με μυστικιστικό χαρακτήρα και υποβλητική πνευματικότητα, ταγμένη στην αληθινή παγκοσμιότητα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δόθηκε στον Τύπο ως promo από την ECM και ανήκει στον René Dalpra


Αν οι περίφημες «λίστες της χρονιάς», στις οποίες επιδίδεται με πάθος ο μουσικός Τύπος, διέθεταν πραγματικό εκτόπισμα και δεν αυτοπεριορίζονταν στο λιβάνισμα συγκεκριμένων αισθητικών προτιμήσεων υπό το πρόσχημα ενός βολικά κατασκευασμένου «πλουραλισμού», τότε οι πύλες τους θα έπρεπε να ανοίγουν διάπλατα (σχεδόν) κάθε που επιστρέφει στη δισκογραφία ο Stephan Micus. 

Δεν συμβαίνει. Παρά ταύτα, ο Γερμανός μουσικός, συνθέτης, τραγουδιστής και οργανοποιός συνεχίζει τα θαυμαστά του ταξίδια. Κι αν το White Night φέρνει κάτι εμφατικά στο προσκήνιο, είναι ότι η γραφή του δεν μοιάζει με τίποτα άλλο (και δεν έμοιαζε ποτέ). 

O τίτλος επεξηγεί κάτι από τη δημιουργική αφετηρία, ενώ την ίδια στιγμή προτρέπει και σε μια συγκεκριμένη προσέγγιση. Ο Micus, δηλαδή, ξεκινά από το φεγγαρόφως, έτσι όπως πέφτει ολόλαμπρο στη σιγαλιά της νύχτας, στις βαθιές εκείνες ώρες όπου «παύει το τριζόνι και αντηχεί μόνο ο κούκος». Ανάλογα, λοιπόν, οφείλει να κινηθεί και η ακρόαση: σαν άλλο νυχτολούλουδο, ο δίσκος ανθίζει στην ησυχία του σκοταδιού και σκορπά καθώς μπαίνει το φως της μέρας και πληθαίνουν οι θόρυβοι της ανθρώπινης παρουσίας. Πρόκειται για μια τελετουργία, στην οποία καλείσαι να κοινωνήσεις την αληθινή παγκοσμιότητα –προσοχή, όχι την παγκοσμιοποίηση– μπαίνοντας από την "Eastern Gate" της έναρξης και βγαίνοντας από τη "Western Gate" του φινάλε.

Ενδιάμεσα, ο Micus σε προσκαλεί να βαδίσεις σε ένα ανεπανάληπτα διαπολιτισμικό συνεχές, όπου παμπάλαιες μνήμες συνασπίζονται για να δημιουργήσουν κάτι νέο, πάντα μέσω ενός απόλυτα προσωπικού φίλτρου. Έτσι, καλίμπες από την υποσαχάρια Αφρική γίνονται σώμα ένα με το αρμένικο duduk, το αιγυπτιακό νέϋ και τα θιβετιανά κύμβαλα, συναντώντας στην πορεία και όργανα που είτε έχει κατασκευάσει ο ίδιος ο Micus, είτε έχει παραγγείλει με τροποποιήσεις –όπως αυτήν π.χ. την καλίμπα με τις μπρούτζινες γλώσσες, η οποία βγάζει έναν ήχο κατά τι πιο «μαλακό». Πού και πού, στη ροή των οργάνων παρεμβαίνει και η φωνή του Micus, ο οποίος τραγουδά σε μια ακατάληπτη, δικής του επινόησης γλώσσα, όντας γήινος και την ίδια στιγμή εντελώς εξώκοσμος ("The Bridge", "The Forest", "Fireflies").

Ωστόσο, ας μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Ο Stephan Micus δεν παίζει world, ούτε και σερβίρει ψήγματά της «μαγειρεμένα» με τρόπο αρεστό σε όσα Δυτικά αφτιά αναζητούν το ελεγχόμενα εξωτικό. Το White Night απηχεί μεν παραδόσεις από διάφορα μέρη της υφηλίου, όμως τις βάζει να συνδιαλεχθούν και να αναζητήσουν αναπάντεχους, πρωτόγνωρους συνδυασμούς, αρθρώνοντας έναν ήχο σημερινό και άκρως υπερ-τοπικό, κινούμενο από το συγκεκριμένο προς το αφηρημένο: ο παγκόσμιος χάρτης του Γερμανού καλλιτέχνη παραδίδεται χωρίς σύνορα, ωθώντας τα Ιμαλάια να έρθουν πλάι στη Γκάνα και τον Καύκασο δίπλα στη Ναμίμπια. Ναι, υπάρχει μια συγγένεια με τις ύστερες αναζητήσεις των Dead Can Dance και με τη δική τους ματιά στην παγκοσμιότητα, όμως είναι απλώς το μόνο παράλληλο που μπορείς να χαράξεις, καθώς υπάρχουν και σημαντικές διαφορές, πέρα από τις ομοιότητες. 

Σκεπτόμενος ότι το "Western Gate" μοιάζει πολύ σε αργό, ηπειρώτικο σκοπό –κι ας μην έχει κάτι το έκδηλα ελληνικό– θυμήθηκα την τηλεφωνική συνομιλία που είχα με τον Micus το 2013, όταν είχε βγάλει το άλμπουμ Panagia. Είχε βασιστεί, τότε, σε βυζαντινούς ύμνους, απλά και μόνο για να καταδείξει πόσο όμοιοι μπορούσαν να ακουστούν με τις γιαπωνέζικες προσευχές στις θηλυκές θεότητες της παραδοσιακής θρησκείας, ενώνοντας, έτσι, τη μεσοβυζαντινή ψαλμωδία με το απωανατολίτικο γιν & γιάνγκ (ολόκληρη η κουβέντα μας είναι εδώ). Και ανέτρεξα και σε προηγούμενες δουλειές, για να επιβεβαιώσω ότι με κάθε του δίσκο σκάβει βαθιά στο υπέδαφος μιας κοινής ανθρώπινης ανάγκης/εμπειρίας πίσω από τη μουσική δημιουργία. Ώστε να εκπέμψει ένα παγκόσμιο μήνυμα, δίχως ποτέ οι δουλειές του να χάνονται στην επανάληψη και στη μονομέρεια, παρά το ενιαίο της αισθητικής τους. 

Το White Night γίνεται, λοιπόν, ένα επιπλέον λιθαράκι σε αυτήν τη διαδρομή: ένας ακόμα εκπληκτικός δίσκος, με πνευματικότητα που πραγματικά σε υποβάλλει. 



27 Δεκεμβρίου 2023

Dimmu Borgir - ανταπόκριση (2019)


Σεπτέμβριος 2019, το μυαλό ήταν ακόμα στις καλοκαιρινές διακοπές –εκείνη τη χρονιά είχα αργήσει να γυρίσω στην πόλη, νομίζω– οπότε το να ξαναμπώ σε έναν κλειστό χώρο για συναυλία έμοιαζε περίεργο, σαν επίσημη έναρξη φθινοπώρου.

Όμως οι Dimmu Borgir ξόρκισαν τις έγνοιες αυτές με μια σαρωτική performance, στην οποία παρουσιάστηκαν ως πραγματικές Δυνάμεις της Βορεινής Νύχτας (όπως λέει και το τραγούδι τους), σαρώνοντας το κατάμεστο «Piraeus Academy» με φώτα, συμφωνικά πλήκτρα και μαύρο, νορβηγικό metal.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Δημήτρη Καπάνταη


Ό,τι κακία και να λέγεται κατά καιρούς στα μεταλλικά πηγαδάκια για τους Dimmu Borgir, έχουν αφοσιωμένο κοινό στην Ελλάδα· στο οποίο καταφανώς είχαν λείψει, καθώς είναι πολλά τα χρόνια που πέρασαν χωρίς να τους δούμε στα μέρη μας. Γέμισαν, έτσι, το «Piraeus Academy» και φρόντισαν να το σαρώσουν με τα φώτα, τα συμφωνικά τους πλήκτρα και το μαύρο, νορβηγικό τους metal. Σαν πραγματικές Δυνάμεις της Βορεινής Νύχτας. 

Σε έναν μουσικό Τύπο στον οποίον ελάχιστοι θίγουν την καθυστέρηση στα ανακοινωμένα ωράρια των συναυλιών –για την οποία λίγες φορές συντρέχουν λόγοι άλλοι του ζαμανφού– αξίζει να τονίσουμε δύο πράγματα: πρώτον, τα πάντα συνέβησαν σύμφωνα με το δημοσιευμένο πρόγραμμα της διοργάνωσης. Δεύτερον, οι Gentihaa εκπλήρωσαν τον support ρόλο τους στα 6 κομμάτια και όχι σε κανά από αυτά τα 45άλεπτα set που ευδοκιμούν τελευταία, παρά το γεγονός ότι ελάχιστες εγχώριες μπάντες είναι σε θέση να τα υποστηρίξουν. 


Το αθηναϊκό γκρουπ έπαιξε σε κάθε περίπτωση με κέφι, έχοντας φρέσκο το ντεμπούτο του Reverse Entropy. Και πέτυχε να κερδίσει την προσοχή και το χειροκρότημα χάρη σε μια πολύ επαγγελματική εμφάνιση, στην οποία αποτυπώθηκε θαυμάσια ο ογκώδης τους ήχος και φάνηκε η πραγματικά καλή δουλειά που έχει γίνει στις κιθάρες. Παρότι βρήκα τη μουσική τους κομματάκι στιλιζαρισμένη για τα γούστα μου και τα φωνητικά του Ανδρέα Μπούτου να χρωστάνε περισσότερα στο hardcore/metalcore απ' ό,τι προτιμώ, έδωσαν μια συναυλία με πυγμή.  

Η σκηνή, κατόπιν, στήθηκε από την αρχή και σε μισή ώρα όλα ήταν έτοιμα, με τους Dimmu Borgir να παρατάσσονται τμηματικά –πρώτα οι μουσικοί που τους πλαισιώνουν στις λάιβ εμφανίσεις, τελευταίο το πρωταγωνιστικό τρίδυμο. Το μπάσιμο στάθηκε αντάξιο της αναμονής, καθώς το γκρουπ εξαπέλυσε με το καλημέρα του "The Unveiling" όλον του τον μοχθηρό δυναμισμό, έχοντας τον επιβλητικό Shagrath να μοιάζει με δυσοίωνο τελετάρχη καθώς τραγουδούσε μισοδιακρινομένος κάτω από την κουκούλα της φορεσιάς του, με το μακρύ του μαλλί να ανεμίζει στις άκρες. Το «Piraeus Academy» πήρε κι αυτό φωτιά αμέσως, σαν έτοιμο από καιρό, προοιωνίζοντας μια «καυτή» βραδιά, με μπόλικο ιδρώτα στην αρένα.

Τι κι αν έψαχνες με το κιάλι τα παλιά τραγούδια στη setlist, τι κι αν οι Dimmu Borgir έπαιξαν μόνο 1 ώρα-και-κάτι; Είναι μύθος ότι καλές συναυλίες είναι αυτές που τραβάνε και τραβάνε σε διάρκεια. Άλλωστε τα καινούρια και πιο πρόσφατα κομμάτια παίχτηκαν με τέτοια ζέση, ώστε ήχησαν σαν classics, ενώ πολύς κόσμος ήξερε αρκετά καλά τους στίχους π.χ. του "Council Of Wolves And Snakes" και του "Dimmu Borgir", λαμβάνοντας εύσημα από τον Shagrath. Ο οποίος δεν ανεχόταν, εντωμεταξύ, την παραμικρή κάμψη στις αντιδράσεις ενθουσιασμού, προβαίνοντας σε διαρκείς προτροπές για περισσότερο θόρυβο και περισσότερη συμμετοχή. Κάλεσμα που βρήκε πυρακτωμένη ανταπόκριση, ακόμα και από τους καθισμένους στον εξώστη. Αν και δεν γίνεται να μην το σχολιάσεις: είναι δυνατόν ρε παιδιά, καθήμενοι σε black metal συναυλία; 

Το συμφωνικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο τμήμα της καριέρας των Dimmu Borgir αποδόθηκε με ευχέρεια από τα πλήκτρα του Gerlioz, έχοντας ως σύμμαχο τον καλό ήχο, ενώ Silenoz και Galder αλώνιζαν τη σκηνή, δίνοντας ρέστα στις κιθάρες. Κανείς, έτσι, δεν κατάλαβε πότε φτάσαμε στα "Progenies Of Τhe Great Apocalypse" και "Mourning Palace". Αμφότερα, πάντως, προξένησαν χαμό στις τάξεις του κοινού, ωθώντας τη βραδιά σε γκραν φινάλε. 

Κάποιοι φώναξαν βέβαια και για encore, κατόπιν, όμως έχασαν γρήγορα τον ενθουσιασμό τους, καθώς οι Νορβηγοί δεν πρόκειται να σου δώσουν τίποτα παραπάνω απ' όσα έχουν με επιμέλεια σχεδιάσει. Άλλωστε δεν είχαμε κανέναν, μα κανέναν λόγο να φύγουμε παραπονεμένοι από τη συναυλία. Ακόμα κι αν, βάζοντας κάτω τα οικονομικά, σκεφτόσουν ότι η τιμή του εισιτηρίου αναλογούσε σε μια πιο εκτεταμένη διάρκεια. 



03 Δεκεμβρίου 2023

Θάνος Ανεστόπουλος - Θάνος Ανεστόπουλος [δισκοκριτική, 2018]


Διάφορα που ίσως χρειαζόταν να ειπωθούν στο πλαίσιο αυτού του blog για τον Θάνο Ανεστόπουλο, έχουν καταγραφεί σε άλλη ανάρτηση (δείτε εδώ).

Εδώ, λοιπόν, χωρίς περιττές μακρηγορίες, βρίσκεται μια κριτική μου στο μεταθανάτιο άλμπουμ «Θάνος Ανεστόπουλος» (Inner Ear, 2018). Με τον επίλογο να λέει, πιστεύω, περισσότερα από όσα χρειάζεται να λεχθούν σε μια τέτοια εισαγωγή.

Όπως κι άλλες μου κριτικές από εκείνα τα χρόνια, έτσι κι αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Αvopolis τον Απρίλιο του 2018 –κι αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από τη συναυλία-reunion των Διάφανων Κρίνων στην Τεχνόπολη (Σεπτέμβριος 2015) και ανήκει στη Σμαρώ Μπότσα


«Πως, θα ξαναβγούμε έξω στο φως 
να ξαναβρώ τις ρίζες μου να κρατηθώ»

Τα τραγούδια λένε πάντα την αλήθεια, έχει ειπωθεί. Στα βασικά, ωστόσο, λένε τη δική μας αλήθεια. Το τι κρατάει και τι τονίζει ο καθείς μας και τι βάζει στο πλάι, είναι μια πολύ προσωπική και μη-λογική διεργασία. 

Ο δίσκος κυλάει και συχνά η φωνή του Θάνου Ανεστόπουλου κυριαρχεί, σκεπάζοντας και το τι τραγουδιέται και το πώς. Ήταν πάντα ένας χαρισματικός ερμηνευτής, πριν από όλα τα άλλα· μια φωνή από εκείνες που τις ακούς στο ράδιο και δεν ψάχνεις ποτέ «ποιος είναι αυτός». Βαθιά, εκφραστική ακόμα και στις μανιέρες της, μόνιμα εγκαταστημένη, θαρρείς, στο σύνορο που χωρίζει Φως και Σκοτάδι. Ένα σύνορο που καλά κρατεί με διάφορες μορφές στο φαντασιακό της Ανθρωπότητας ήδη από τα προϊστορικά χρόνια, στο οποίο αυτοτοποθετήθηκε και ο ίδιος ο Ανεστόπουλος πίσω στο 1998, με εκείνο το «Δεν θα συγκρίνω φως με το σκοτάδι» του αξέχαστου "Μπλε Χειμώνα".

«Μια λυρική απάθεια, ένα τοπίο κύματα 
καθώς η μέρα μου γαλήνια θα μικραίνει»

Τα 10 αυτά στιγμιότυπα, που έμειναν πίσω όταν ο Ανεστόπουλος έχασε τη μάχη με τον καρκίνο το 2016, άξιζε να τα ακούσουμε. Δεν αφαιρούν τίποτα από τα όσα ξέραμε, μα προσθέτουν κάτι τις στο παζλ, δείχνοντας ποια θα ήταν «κανονικά» η συνέχεια του σόλο δίσκου Ως Το Τέλος (2012) και των αναζητήσεων που εκφράστηκαν με τραγούδια όπως το "Ξανάρθαν Τα Σύννεφα". Μανώλης Αγγελάκης, Στάθης Ιωάννου, Νίκος Γιούσεφ & Άκης Σπυριδάκης τα έβαλαν λοιπόν με τα ανέκδοτα θηρία, υπό το έρεβος μάλιστα του αντίκτυπου της απώλειας ενός φίλου –και τα αποτελέσματα τους δικαιώνουν. Δεν πρόκειται για τυμβωρυχία, όπως συμβαίνει με κάποιες διεθνείς εκδόσεις ανάλογου τύπου: συναισθάνεσαι σχεδόν ό,τι οι ίδιοι περιγράφουν ως «ανάγκη και ηθική υποχρέωση να δημοσιοποιηθεί το έργο του».

«Καταραμένοι ποιητές, οι στίχοι σας νεφέλες»

Με έναν τρόπο, τα τραγούδια αυτής της νέας έκδοσης κάνουν κύκλους γύρω από πράγματα ήδη ειπωμένα επί Διάφανων Κρίνων, στη διαδρομή από τη "Μουχλαλούδα" (1994) ως τον "Τελευταίο Σταθμό" (2012). Με έναν άλλον, όμως, δείχνουν την αποφασιστικότητα του Ανεστόπουλου να σκάψει στις αναφορές του για να βρει περισσότερες φλέβες έκφρασης· για να ανακαλύψει το νέο μέσα στο οικείο, αυτή τη φορά με την ταυτότητα του τραγουδοποιού. Το βάρος ρίχνεται στον λόγο –και αντίστοιχα στις ερμηνείες– με μια επίγνωση ότι αποτελούν τα «δυνατά χαρτιά», με τις μελωδίες να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα και να μην καταγράφονται στιβαρές.  Παρά ταύτα το σύνολο λειτουργεί και τα κομμάτια αφήνουν τελικά την αίσθηση ενός μικρού βήματος προς τα μπροστά και όχι την εντύπωση ενός δημιουργού μπουρδουκλωμένου στο ένδοξο παρελθόν.

«Θυμάμαι ένας φίλος που 'φυγε νωρίς μας όρκισε 
στα πιο μεγάλα μακρινά άστρα να φτάσουμε» 

Ας με συγχωρήσει ο Θάνος Ανεστόπουλος, ο οποίος κάποτε μου είχε πει να μην γράψω ξανά για δουλειά του, καθώς γνωριζόμασταν πλέον αρκετά (άλλοι θα έλεγαν «γράψε και καμιά καλή κουβέντα»). 

Στάθηκε πράγματι δύσκολο να αποκόψω τα όσα άκουσα εδώ από τις μνήμες των συζητήσεών μας, από τα σφηνάκια τεκίλας στο «Cusco» εκείνο το επικό μεσημέρι, όταν ο Tom Waits μπλέχτηκε με τα μπούτια της Μαρίτας, από το σκίτσο που έφτιαξε μέσα σε ούτε 5 λεπτά για να με ξεπροβοδίσει καθώς πήγαινα φαντάρος. 

Ο αποχαιρετισμός, όμως, εκκρεμούσε. 

Τελικά, λοιπόν, έγινε με μια επιστροφή στο πώς τον γνώρισα εξαρχής: ακούγοντας έναν δίσκο του, θαυμάζοντας ξανά τα μεστά του τραγούδια για τις πτώσεις των ανθρώπινων ονείρων και για τη θλίψη, η οποία μπορεί να επικάτσει στις ζωές όλων μας. Αυτά δηλαδή που τον έχρισαν σε ποιητή-τραγουδοποιό μιας ολόκληρης φουρνιάς ροκ ακροατών, στα λίγα χρόνια στα οποία έμελλε να ζήσει.