Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλεξίου Χάρις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλεξίου Χάρις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

28 Δεκεμβρίου 2022

Θάνος Μικρούτσικος: «Όσοι Περπάτησαν Μαζί Μου» - ανταπόκριση (2018)


Τον Ιούνιο του 2018 ανέβηκα στο Θέατρο Βράχων για να αποχαιρετήσω τον Θάνο Μικρούτσικο, με τον οποίον πολλά μεν δεν έβρισκα, του χρωστούσα όμως κάποιες από τις πλέον διονυσιακές ή/και συγκινητικές στιγμές στη σχέση μου με το ελληνικό τραγούδι.

Σήμερα, 3 χρόνια από τον θάνατό του, αν και διόλου δεν μου αρέσουν τα μνημόσυνα, μουρμούριζα όλη μέρα για αυτούς τους «ηλιοτροπίων τόπους» και για εκείνες τις «κυνηγημένες μάγισσες, χωρίς την πυρκαγιά τους» που τόσο έξαλλα και τόσο υπέροχα τραγούδησε το 1992, ερμηνεύοντας το "Προσπέκτους", στον δίσκο Συγγνώμη Για Την Άμυνα τον οποίον έφτιαξε τότε για τον Γιώργο Νταλάρα, σε στίχους Κώστα Τριπολίτη.

Όλα τούτα, λοιπόν, έδωσαν αφορμή για μια νοερή επιστροφή στη συναυλία στο Βράχων. Για την οποία γράφτηκε τότε μια ανταπόκριση για λογαριασμό του Avopolis, που αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στον Βύρωνα και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Τέτοια κοσμοσυρροή δεν έχω ξαναδεί στα χρόνια που πάω στο Θέατρο Βράχων. Να πρόκειται άραγε για ρεκόρ προσέλευσης στον χώρο; Και οι δύο προγραμματισμένες συναυλίες έγιναν πάντως sold-out αρκετές μέρες πριν, αφήνοντας κάμποσο κόσμο να ψάχνει για έκτακτες ευκαιρίες εισιτηρίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 

Η διοργάνωση προειδοποίησε έγκαιρα προς αποφυγήν όποιας ταλαιπωρίας, όπως προειδοποίησε και για το ότι έβαλε όσο το δυνατόν περισσότερες πλαστικές καρέκλες στην πλατεία και περιμετρικά της σκηνής, χωρίς όμως να μπορεί να εγγυηθεί ότι θα κάτσουν όλοι. Αυτή η «γκρίζα ζώνη» οδήγησε σε διάφορα παράπονα για την πρώτη μέρα: άλλων επειδή έμειναν αναγκαστικά όρθιοι καθώς δεν μπόρεσαν να έρθουν νωρίς, άλλων επειδή βρέθηκαν να κάθονται μεν σε καρέκλες, μα έχοντας τους όρθιους έμπροσθέν τους. 

Δεν μπορώ να ξέρω πόσο ακριβή είναι όλα αυτά. Τη δεύτερη μέρα που παραβρέθηκα εγώ τα πράγματα κύλησαν ομαλά και με διάφορους τρόπους είχαν βολευτεί όλοι κάπου –έστω και στα βραχάκια στο πλάι αριστερά της σκηνής, έστω και με παραχωρήσεις στα άνω διαζώματα των κερκίδων– όταν οι μουσικοί πήραν θέσεις στα όργανά τους. Όλοι τους γνώριμοι του Μικρούτσικου, «κλειδιά» στο να πραγματωθούν οι ζωντανές ενορχηστρώσεις όπως τις είχε κατά νου. Κάπου εδώ αξίζει και το μπράβο μας στον ήχο, που καταγράφηκε υποδειγματικός σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, με εξαίρεση έναν ή δύο μικροφωνισμούς. Το τι εκτυλίχθηκε από εκεί και πέρα υπερβαίνει αισθητά τη συνθήκη «πήγαμε σε μία ακόμα μεγάλη συναυλία». 


Η αθρόα προσέλευση ήταν πρωτίστως ένδειξη αγάπης και εκτίμησης στον Θάνο Μικρούτσικο, αφού στον Βύρωνα ήρθαν ακόμα και άνθρωποι που μπορεί να μην τον παρακολούθησαν σε όλη του την πορεία ή να απέφευγαν τις εμφανίσεις του τα τελευταία χρόνια, νιώθοντας κουρασμένοι από τα δεδομένα. Αλλά, τώρα που έγινε ευρύτερα γνωστό ότι περνάει δύσκολα –ότι δίνει τη δική του σκληρή μάχη με τον καρκίνο– όποιος κάπου, κάπως, στάθηκε στη ζωή με τα τραγούδια του να γίνονται soundtrack της χαράς, της λύπης και των προβληματισμών του, ένιωσε την ανάγκη να ανέβει στο Βράχων και να δείξει ότι κι αυτός περπάτησε μαζί του. 


Αυτό το συναίσθημα ήταν λοιπόν που έδωσε τον τόνο στη συναυλία, καθιστώντας τα όποια παράπονα μπορεί να υπήρξαν στα τι και πώς επουσιώδη. Άλλωστε με τον Θάνο Μικρούτσικο ήταν πάντα δύσκολο να τα συμφωνεί κανείς σε όλα· δεν θα τα συμφωνούσε λοιπόν ούτε στη συγκεκριμένη περίσταση. Προσωπικά, ας πούμε, ήξερα από την αρχή πού θα τα χαλούσαμε στο Βράχων και δυστυχώς (για εμένα) επαληθεύτηκα: ο Μίλτος Πασχαλίδης δεν παλεύεται όταν τραγουδά Δημήτρη Μητροπάνο, πέφτει τόσο έξω από το ζητούμενο με την κακοτοποθετημένη του ρώμη, ώστε δοκιμάζει την αν(τ)οχή σου. Και η Μαριάννα Πολυχρονίδη αποδείχθηκε πολύ λίγη για να επωμιστεί τραγουδάρες σαν το "Μια Πίστα Από Φώσφορο" και το "Ατομική Μου Ενέργεια". Για να είμαι δίκαιος, ωστόσο, ο Πασχαλίδης με εξέπληξε στον "Τυμβωρύχο", πετυχαίνοντας να προσαρμόσει επιτυχώς στο ζητούμενο το ηρωικό στυλ ερμηνείας του. 


Μια που πιάσαμε τις εκπλήξεις, να πούμε ότι ο Μικρούτσικος την ήθελε λίγο ανακατωμένη την τράπουλα σε αυτές τις εμφανίσεις. Πέρα δηλαδή από το ότι έβαλε στο πρόγραμμα τραγούδια που δεν ακούμε συχνά, ανέτρεψε και ορισμένες προσδοκίες στο ποιος θα έλεγε τι –είχε για παράδειγμα τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αλλά έδωσε το "Μαχαίρι" στον Κώστα Θωμαΐδη. Και πάνω που άρχιζες τα «γαμώτο» από μέσα σου, εκείνος σε καθήλωνε με μια απίστευτη, δική του ερμηνεία. Ο Γιώργος Μεράντζας ήρθε αναμενόμενα να πει τη "Δίκοπη Ζωή" (σε μια μέτρια ωστόσο εκτέλεση), εν τέλει όμως καταχειροκροτήθηκε λέγοντας τα "Ξεχωρίσματα": το ηπειρώτικο δηλαδή με το οποίο, κατά παραίνεση του Μικρούτσικου, πολλά χρόνια πριν, έκανε καντάδα στην αγαπημένη του, με την οποία μάθαμε μάλιστα ότι είναι ακόμα παντρεμένος. 


Η Ρίτα Αντωνοπούλου συγκίνησε επαρκώς το Αριστερών καταβολών και πεποιθήσεων ακροατήριο με μια γερή ερμηνεία στυλ Μαρία Δημητριάδη στον "Μικρόκοσμο", αλλά ήταν όταν απέδωσε απροσδόκητα ωραία την εξωστρέφεια του "Μηδέν" όπου πέτυχε διάνα –έστω κι αν της έκλεψε την παράσταση ο Μικρούτσικος, ο οποίος σηκώθηκε από το πιάνο και άρχισε τα ...χορευτικά! Ο Χρήστος Θηβαίος βιαζόταν πολύ να βάλει τον κόσμο να του κάνει κερκίδα και είχε μια κινησιολογία που δεν άρμοζε πάντα με τον χαρακτήρα όσων κλήθηκε να πει· όταν όμως τραγούδησε τον "Άμλετ Της Σελήνης" αποτυπώθηκε τόσο καλός, ώστε σε έκανε να παρακάμψεις τα υπόλοιπα. 

Ο Γιάννης Κότσιρας διανύει περίοδο ερμηνευτικής ωριμότητας, αν και επιμένει να κάνει τον λαϊκό τραγουδιστή ενώ διαθέτει φωνή για διαφορετικά πράγματα. Έτσι, στο προσωπικώς υπεραγαπημένο "Πάντα Γελαστοί" υπήρξε μετρημένος μα λίγος, φανέρωσε εντούτοις το εύρος των εκφραστικών του δυνατοτήτων στο "Είσαι Η Πρέβεζα Και Το Κιλκίς". Ο Μανώλης Μητσιάς, αντίστοιχα, δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφιβολιών και αμφισβήτησης όταν είπε το "Ερωτικό (Με Μια Πιρόγα)", έμεινε ωστόσο εκτεθειμένος στο "Ατομική Μου Ενέργεια", όπου νομίζω κανείς δεν κατάλαβε τι έκανε δίπλα στην Πολυχρονίδη. 


Αλλά οι μεγάλοι πρωταγωνιστές του Βύρωνα ήταν ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο ίδιος ο Μικρούτσικος. Δυστυχώς για τους επιγόνους, δυστυχώς για όσους συναδέλφους πασχίζουν να τους «ψηλώσουν» μη και τους βγει λειψό το παρόν του ελληνικού τραγουδιού (και τι θα απογίνουν...), δυστυχώς για τους παροικούντες το Εναλλακτικόν που προσδοκούν την πτώση και καταστροφή των μόσχων των χωνευτών, ο γηπεδικός Παπακωνσταντίνου του "Ένας Νέγρος Θερμαστής Από Το Τζιμπουτί", ο υπερηχητικός Νταλάρας του "Καραντί", η Χαρούλα που ξέρει πώς να σε κάνει να δακρύσεις με ένα "Φεύγω Και Μη Με Περιμένεις" –κι ας μην μπορεί πια να πει την "Ελένη" χωρίς ενισχύσεις στις ψηλές νότες– και ο συνθέτης που κολάζεται ακόμα μόνος στο πιάνο με το «μάνα θα πάω στα καράβια» του Νίκου Καββαδία, παραμένουν οι θεματοφύλακες του «σπουδαίου» στην εποχή που όλοι σχεδόν προσπαθούν να χαμηλώσουν τον πήχη του. 


Όπως έγραψα και πιο πάνω, όμως, δεν είναι ο τόπος και ο χρόνος για να ανοίξουμε τέτοιες κουβέντες. Στον Βύρωνα τιμήθηκε η παρακαταθήκη του Θάνου Μικρούτσικου, του συνθέτη εκείνου που μετρά εμβριθή έργα για μικρή ορχήστρα & μαγνητοταινία άγνωστα στο ευρύ κοινό, μα την ίδια στιγμή πέτυχε να κάνει και μεγάλα λαϊκά σουξέ με τραγούδια τα οποία μιλούσαν για περίεργα έως και ολίγον ακατάληπτα πράγματα : για άτομα που δεν χωρούσαν στην ύλη, για το πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία (και η ιστορία σιωπή), για νικημένους που τραύλιζαν άριες κάποιας όπερας, για μαχαίρια βγαλμένα θαρρείς από horror νουβέλες. 

Η υποδειγματικώς ομαδική εκτέλεση της "Ρόζας", με όλο σχεδόν το θέατρο να τραγουδά συγκινημένο τους στίχους, υπήρξε ιδανικό φινάλε καρδιάς και για μας και για τον Μικρούτσικο. Ό,τι και να γίνει στο εξής, η αγάπη καταγράφηκε με τον πλέον ηχηρό και αδιαφιλονίκητο τρόπο. 




12 Οκτωβρίου 2022

Χάρις Αλεξίου & Τάνια Τσανακλίδου - ανταπόκριση (2014)


Καθώς μίλησα πρόσφατα με την Τάνια Τσανακλίδου στο τηλέφωνο για λογαριασμό του Αθηνοράματος και την είδα και στο Ηρώδειο ζωντανά, στο αφιέρωμα που έστησε για τον Γιάννη Σπανό, ο νους δεν ήθελε πολύ για να πετάξει σε προηγούμενα συναυλιακά μας ραντεβού. 

Τελευταία φορά πριν την πανδημία την είδα βέβαια στο Club του Σταυρού Του Νότου, τον Ιανουάριο του 2018. Περισσότερο, όμως, θυμήθηκα τη διάσταση απόψεων που είχαμε με τον (μακαρίτη, πλέον) φίλο και συνάδελφο Νίκο Ράλλη για τις κοινές της εμφανίσεις με τη Χάρις Αλεξίου –στις αρχές του 2014, στην «Άνοδο». Εγώ, δηλαδή, τα πέρασα πολύ ωραία τη βραδιά που έδωσα το παρών (14 Φλεβάρη), μα στον Νίκο δεν άρεσε καθόλου τη μέρα που πήγε (λίγο αργότερα από εμένα). 

Τέλος πάντων, δεν τα συμφωνούσαμε πάντα με τον Νίκο, ούτε στα μουσικά, ούτε στα πολιτικά, μακάρι όμως να ζούσε και να είχαμε κι άλλες διαφωνίες. Επί του παρόντος, δοθείσης της ευκαιρίας αυτής, αναδημοσιεύεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– η ανταπόκριση που είχα υπογράψει τότε για λογαριασμό του Avopolis, η οποία εμπεριείχε ούτως ή άλλως μια μνεία σε λεγόμενα του Νίκου.

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στην «Άνοδο» και ανήκουν στην εξαίρετη Ευαγγελία Θωμάκου (VaGGiNet)


Κυλούσαν οι μέρες –με τις υποχρεώσεις, τις σκοτούρες και τις χαρές τους– μα η μνήμη της Παρασκευής στην «Άνοδο» δεν έσβηνε. Όλο κανά τραγούδι από το πρόγραμμα σιγομουρμούραγα, όλο κάποιο βιντεάκι  έψαχνα στο YouTube, όλο και μιλούσα σε φίλους και γνωστούς για την εμπειρία να συναντάς την Αλεξίου και την Τσανακλίδου μαζί στην ίδια σκηνή. Γιατί περί εμπειρίας επρόκειτο, όχι απλά συναυλίας.

Συνάντησα, κατά κύριο λόγο, τη δυσπιστία και την έκπληξη. Άκουσα για το πόσο δεν χαίρουν πια συμπάθειας η Χαρούλα και η Σουλτάνα «διότι τις ξεπεράσαμε», άκουσα για το πόσο «μη cool» φαντάζουν εν έτει 2014. Και άκουσα βέβαια να κροταλίζει ξανά κάτω από τη γλώσσα η καραμέλα για την Αλεξίου, που δεν έχει πια φωνή και δεν τραγουδάει· την οποία ακούω από τότε που ήμουν ακόμα φοιτητής. 

Έφερα κατά νου, σε αντιδιαστολή, την τιγκαρισμένη μέχρι τους εξώστες «Άνοδο», που πραγματικά το έκαψε την Παρασκευή και το γλέντησε με την ψυχή της –παρεμπιμπτόντως, από τα καλύτερα μαγαζιά του είδους: βλέπεις απ' όπου κι αν κάθεσαι, διαθέτει ωραία σκηνή, ο φωτισμός (ειδικά τα μωβ) ήταν εξαιρετικός και ο ήχος κρύσταλλο. 

Και σκέφτηκα τη χαράδρα που επιμένει να χάσκει μεταξύ όσων ακούν ξένη μουσική και των όσων ακούν ελληνικά. Κριτικάρουμε συχνά την ομφαλοσκοπική ημιμάθεια των τελευταίων (αλήθεια είναι), αλλά σπάνια την ευκολία με την οποία σνομπάρουν οι πρώτοι τα εγχώρια είδωλα, πριν πάνε να χειροκροτήσουν διάφορους συζητήσιμους διεθνείς. Μη μένουμε μόνο στο εύκολο θύμα (τους Scorpions), να βάλουμε στην κουβέντα και τους Fall, να θυμηθούμε και το φιάσκο των Tropic Of Cancer...

Για την Αλεξίου, τα έχει πει ωραία ο Νίκος Ράλλης –μία από τις πιο ευαίσθητες κεραίες ανάμεσα στους γράφοντες για το εγχώριο τραγούδι. Βλέποντάς την στην «Άνοδο» σκέφτηκα λοιπόν ξανά εκείνη τη φράση του: Το να λέει η Χάρις Αλεξίου τα τραγούδια της δεν είναι κάτι το τόσο απλό, διαθέτει τεράστιο βιωματικό βάρος η προσέγγισή της


Και ήταν στο "Θεός Αν Είναι" και στον τρόπο με τον οποίον αρθρώθηκε ο στίχος «δική μου είναι η Ελλάς» από το "Ούζο Όταν Πιεις" (μόνο αν έχεις συναισθανθεί ότι έχεις στο χέρι όλη την Ελλάδα μπορείς να τον πεις έτσι) όπου αποκρυσταλλώθηκε τούτη η αλήθεια, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη στιγμή του σχεδόν τετράωρου προγράμματος –περισσότερο κι από το "Μινοράκι" και από το "Όλα Σε Θυμίζουν", ακόμα και από τα "Ζήλεια Μου" και "Μια Ζωή Μέσα Στους Δρόμους". 

Ναι, λείπει η φωνητική έκταση της νεότητας, αλλά γιατί πρέπει πια να έχει τόση σημασία, αφού η Αλεξίου αποδεικνύεται σε θέση να δώσει τόσο φορτισμένες ερμηνείες; Προσαρμοσμένες μεν στις νυν δυνατότητες των χορδών, μα τόσο βαπτισμένες στο πυρ των δικών της βιωμάτων; Μιλάμε για καντάρια συγκίνησης, κυρίες και κύριοι. Απέναντι στα οποία μετρήματα τύπου πού φτάνει η χορδή τώρα στα 63 και πού έφτανε στον τάδε δίσκο, τότε, φαντάζουν μικρόψυχα· και άσχετα. 

Η Τάνια Τσανακλίδου, πάλι, δεν παίζει στις προσαρμογές. Εξακολουθεί και βασίζει τα πάντα στην «κλασική συνταγή», εκείνη με την οποία την πρωτοθαύμασα χρόνια πριν –πριν ακόμα και το ορόσημο του Μαγικού Κουτιού– στο θέατρο του Παπάγου. Είναι μια ηθοποιός που τραγουδά ή μια τραγουδίστρια που παίζει; 

Ποιος ξέρει; Μ' αυτήν την αξεδιάλυτη περσόνα συνεχίζει πάντως να αλωνίζει τη σκηνή, όντας ικανή να σε σηκώσει στα ουράνια τη μια και να σε ρίξει στα τάρταρα την άλλη: Σουλτάνα Φωφώ στην πρώτη περίπτωση, να κάνει στη μπάντα τις κοινωνικές συμβάσεις με φουριόζικη πρόζα / κομμάτια σε κάποιο πάτωμα στην έτερη περίπτωση, χαμένη σε φανταστικές συνομιλίες με τη μητέρα (τη ρίζα) περί ζωής και γήρατος. Χωρίς βέβαια να λείπει κι εκείνο το γνώριμο πια ποτήρι ουίσκι και το τσιγάρο το βαρύ, με το οποίο χόρεψε το δικό της ζεϊμπέκικο ενόσω ερμήνευε (απολαυστικά) το "Αυτή Η Νύχτα Μένει".  
    

Αλλά την ουσία του προγράμματος στην «Άνοδο» δεν θα τη βρείτε αν απλά ενώσετε το τι κάνει η Αλεξίου με το τι κάνει η Τσανακλίδου. Δεν θα τη βρείτε ούτε αν βάλετε στην εξίσωση τα τόσα και τόσα διαχρονικά τραγούδια, ούτε αν προσθέσετε τους θαυμάσιους μουσικούς που τις συνοδεύουν (πραγματικά ένας κι ένας). Όση σημασία κι αν έχουν τέτοιες παράμετροι στην ποιότητα του αποτελέσματος, το πράγμα τελικά εδράζεται στη χημεία μεταξύ των δύο ερμηνευτριών. 

Ναι, είναι ωραίες και στο κομμάτι όπου στέκονται μόνες τους –κάθε μία με τον δικό της τρόπο– όμως η παράσταση απογειώνεται όταν βρίσκονται η μία δίπλα ή αντίκρυ στην άλλη. Όταν αρχίζει να μπαίνει η μία μέσα στα τραγούδια της αλληνής, όταν η Αλεξίου λέει Τσανακλίδου και τούμπαλιν, όταν η τελευταία φωνάζει «χορευτικό!» και επιδίδονται σε συντονισμένη, σπαρταριστή κίνηση κατά μήκος της σκηνής. Όλα αποκτούν αυτό το κάτι παραπάνω όταν οι δυο τους κοιτάζονται, ανταλλάσσουν ατάκες, αγγίζονται. 

Δεν ξέρω αν η Χαρούλα και η Σουλτάνα είναι ξιπασμένες ντίβες, όπως άκουσα να λένε. Και να σας πω την αλήθεια, δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Με ενδιαφέρει ότι μαζί –εκεί πάνω στη σκηνή– αποδείχθηκαν για ακόμα μία φορά καλλιτέχνιδες με το κάπα κεφαλαίο. Δυο γυναίκες οι οποίες ζουν κάθε τραγούδι που λένε, ζούνε την παράσταση, το αλισβερίσι με τους μουσικούς τους και την επικοινωνία με το κοινό. Κι αυτό το πληθωρικό τους πάθος στο μεταδίδουν με το ξάφνιασμα και  την ένταση μιας ηλεκτροπληξίας. 

Η αιτία της επιτυχίας είναι βαθύτερη, λοιπόν. Οπότε λυπάμαι ειλικρινά όσους έχουν καταστεί ανάπηροι ν' απολαύσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα, εξαιτίας ιδεοληψιών για την ταυτότητα που θέλουν να συγκροτούν μέσω της μουσικής (κουλ, χιπ, νιού, ποστ, αλτ, δεν ξέρω κι εγώ τι). Άσχετα με το πόσα εκλεκτά ακούσματα μπορεί να έχουν στοιβάξει σπίτι τους.     



23 Σεπτεμβρίου 2022

Σταύρος Ξαρχάκος: Αφιέρωμα στον Γιώργο Ζαμπέτα - ανταπόκριση (2018)


Καθώς το καλοκαίρι δίνει πια τη θέση του στο φθινόπωρο, η εγχώρια συναυλιακή επικαιρότητα οριοθετήθηκε από το sold-out του αφιερώματος στον Νίκο Ξυλούρη στο Ηρώδειο. Ιθύνοντας νους του, ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Και ο Σταύρος Ξαρχάκος ξέρει πολύ καλά να φτιάχνει αφιερώματα, παίρνοντας ό,τι είναι δυνατόν να πάρει από τους συντελεστές τους οποίους διαλέγει κάθε φορά. Το έχει αποδείξει στο παρελθόν, οπότε κι εγώ φροντίζω να μην τα χάνω, όταν λαμβάνουν χώρα.

Με τη νυν αφορμή, λοιπόν, το blog επιστρέφει σήμερα σε δύο ανάλογες ξαχάρκειες βραδιές των τελευταίων ετών. Πατώντας εδώ, θα βγείτε σε ένα αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη (Gazarte, Απρίλιος 2019) με συντελεστές τη Δήμητρα Γαλάνη, τον B.D. Foxmoor των Active Member και τον Στέλιο Βαμβακάρη –σε μία από τις τελευταίες του ζωντανές εμφανίσεις, αν όχι την τελευταία, καθώς πέθανε τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς. Συνεχίζοντας κάτωθι, πάλι, θα βρείτε ένα αφιέρωμα στον Γιώργο Ζαμπέτα (Gazarte, Δεκέμβριος 2018) με τη Χάρις Αλεξίου στη δύση της σπουδαίας τραγουδιστικής της καριέρας, λίγο πριν πάρει απόφαση να σταματήσει (Ιούνιος 2020).

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά ή από το promo υλικό γι' αυτήν.


Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι συνθέτης αγαπητός στον κόσμο· και αναγνωρίσιμος. Η πενιά του στο μπουζούκι, οι εισαγωγές στις συνθέσεις του, οι χαρακτηριστικές ερμηνείες, η ίδια του η φιγούρα ακόμα. 26 χρόνια μετά τον θάνατό του, νομίζεις ότι δεν μένει κάτι άλλο να μάθεις για εκείνον. Όμως φέτος τον χειμώνα ο Σταύρος Ξαρχάκος αποδεικνύει στο Gazarte ότι δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Ότι ο Ζαμπέτας δεν είναι δεδομένος. 

Λέγοντας βέβαια «ο Σταύρος Ξαρχάκος» και όχι «ο Σταύρος Ξαρχάκος και η Χάρις Αλεξίου», διόλου δεν επιθυμώ να υποφωτίσω τον ρόλο της ή να υπονοήσω το οτιδήποτε μειωτικό. Είναι η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια της παράστασης αυτής η Χάρις Αλεξίου, αλλά και ο κυρίως πομπός μέσω του οποίου μας ξανασυστήνεται ο Ζαμπέτας. 

Όσο κι αν η ματιά σου έλκεται ανά σημεία από τη σπαρτιατική φιγούρα του Ξαρχάκου και τις νευρώδεις κινήσεις με τις οποίες εκτελεί τον ρόλο του μαέστρου, όσο κι αν το βλέμμα περιπλανηθεί στους μουσικούς, βασικός μαγνήτης παραμένει από την αρχή ως το τέλος η Αλεξίου. Η οποία, ντυμένη τον Ζαμπέτα, γίνεται ξανά –μετά από χρόνια, ίσως– η «Χαρούλα»: το κορίτσι εκείνο που για μια ολόκληρη εποχή προσωποποίησε την Ελλάδα και την έκανε να φαίνεται και λαμπρότερη από ό,τι ήταν, σηκώνοντάς τη στους «ώμους» της φωνής της. Πριν αποφασίσει ότι ήθελε να δει κι άλλα πράγματα, να ζήσει και άλλες ζωές. 

Έμαθα ότι το Gazarte ήταν γεμάτο στην πρεμιέρα (αναμενόμενο), όμως τη δεύτερη μέρα έβρισκες άνετα εισιτήρια ακόμα και μισή ώρα πριν την έναρξη, ενώ λιγοστά τραπέζια εδώ κι εκεί έμειναν άδεια. Εκπλήσσει, ίσως. Ωστόσο το Gazarte, αν και από τους ωραιότερους συναυλιακούς χώρους στην Αθήνα (συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών προδιαγραφών), παραμένει κάπως απλησίαστο για το νεότερο ειδικά κοινό –και λόγω τιμών, αλλά και λόγω ενός «επίσημου», κομματάκι βαρύγδουπου χαρακτήρα. Αναπόφευκτα(;), λοιπόν, το παρών έδωσαν μεγάλες ηλικίες, με διάσπαρτα μόνο αγορίστικα και κοριτσίστικα πρόσωπα να σπάνε την πρωτοκαθεδρία τους στους καθήμενους. Δεν ξέρω αν θα έχει κάποια σημασία αυτό για την προσέλευση στις επόμενες ημερομηνίες του προγράμματος. 


Ο Ζαμπέτας του Ξαρχάκου, πάντως, αποδίδεται με πίστη, παραμένοντας ασυμβίβαστα λαϊκός. Το πρόγραμμα ανοίγει με προηχογραφημένη βρόχα στρέιτ θρου και "Αποσπάσματα Από Έρωτες (part II)" και συχνά «διακόπτει» για να δώσει τον λόγο στο τιμώμενο πρόσωπο, το οποίο ξαναστέκεται εμπρός μας μέσα από τη βιογραφία του. Διατηρείται έτσι καίριος και ακέραιος, με το κοφτερό του χιούμορ σε πρώτο πλάνο. Και ποιος δεν γέλασε αλήθεια (ίσως πικρά), όταν εξέφρασε την αέναη καχυποψία του για την εξουσία στην Ελλάδα, αναρωτώμενος πώς γίνεται να φταίει εκείνος αν έπεσε πάλι έξω ο προϋπολογισμός. Απολαυστική όμως αποδεικνύεται και η επιστολή που έστειλε στον Ξαρχάκο το 1971 (όταν ο τελευταίος βρισκόταν στο Παρίσι), την οποία μας διάβασε ο ίδιος ο παραλήπτης, τονίζοντας τη ζαμπέτεια προτροπή να μη σκάει και να «τα γράψει όλα στο καυλί του». Μάλιστα κύριε, στο καυλί του. 

Αλλά ο Ζαμπέτας του Σταύρου Ξαρχάκου αποδίδεται και με τόλμη. Με έναν τρόπο δηλαδή ο οποίος επιδιώκει να επικοινωνήσει με τον σύγχρονο ακροατή –αυτόν που διαθέτει και περαιτέρω αναφορές, έχοντας ζήσει πέρα από τον ορίζοντα μιας λαϊκής γειτονιάς της Αθήνας, γνωρίζοντας (πλέον) πολύ καλά και από πολυτέλειες και από πολυκατοικίες. 

Μπαίνοντας λ.χ. στο "Που 'Σαι Θανάση", η ορχήστρα παίζει το θέμα από το "In Τhe Hall Οf Τhe Mountain King" του Edvard Grieg, ενώ σε ένα άλλο σημείο στρεφόμαστε προς την τζαζ, με το πιάνο να πιάνει το "Take Five" των Dave Brubeck Quartet. Ο ζαμπέτειος κορμός μένει έτσι γνήσια λαϊκός, όμως ο τόνος διαθέτει το κάτι τις διαφορετικό. Μια λοξή ματιά προσεκτικά δοσομετρημένη από τον Ξαρχάκο, που ως μαέστρος προΐσταται των αναγκαίων ισορροπιών με άγρυπνο αυτί, όσο οι άξιοι μουσικοί πραγματώνουν το όραμά του: ο Νεοκλής Nεοφυτίδης στο πιάνο, ο Ηρακλής Ζάκκας στο πρώτο μπουζούκι, ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης στη βασική κιθάρα, ο Βασίλης Δρογκάρης στο ακορντεόν, ο Αντώνης Τσίγκας στο κοντραμπάσο, ο Γιώργος Λιμάκης στη δεύτερη κιθάρα και ο Δημήτρης Ρέππας στο έτερο μπουζούκι.

Εν τέλει, πάντως, όλα ακουμπούν και «κουμπώνουν» στην Αλεξίου. Εκεί λαμβάνει χώρα η κορύφωση που τόσο μεθοδικά χτίζεται, εκεί κρίνεται τελικά και η επιτυχία. Ίσως Αλεξίου και Ξαρχάκος να είναι ιδιοσυγκρασίες που δεν κάνουν εύκολα χωριό. Στο Gazarte, εντούτοις, η επικοινωνία τους εντυπώνεται βαθιά, φέρνοντας στο προσκήνιο έναν τρόπο χαμένο πια στη δισκογραφία, για το πώς μπορεί να συνυπάρξει ένας σπουδαίος συνθέτης με μια μεγάλη ερμηνευτική κλάση. 


Όλες οι διαθέσεις του Ζαμπέτα υπηρετήθηκαν λοιπόν στο έπακρο, με την Αλεξίου πότε να θυμάται τα πάλκα του 1970 και του 1980 μπαίνοντας με λαϊκή φόρα σε έξω καρδιά επιλογές σαν το "Σήκω Χόρεψε Συρτάκι" –ξεσηκώνοντας μεταξύ άλλων και τη Δήμητρα Γαλάνη, κάπου ανάμεσα στο κοινό– πότε να αγριεύει με μπλουζ θαρρείς «καύσιμο» για τις ανάγκες του "Τζακ Ο' Χαρα" και του "Κουλτούρα... & Σία", πότε να συντονίζεται με εκείνον τον χαρακτηριστικά γλυκόπικρο τρόπο του Ζαμπέτα για τα "Χίλια Περιστέρια" ή τον "Πενηντάρη", πότε να γίνεται μοναχική πρωταγωνίστρια πίσω από τις "Αναμνήσεις", την "Αγωνία", τα "Δειλινά", το "Αδιέξοδο".

Αλλά ναι, ας μιλήσουμε και για την ταμπακιέρα, μιας και πιάνουμε φινάλε. Για το αγαπημένο θέμα συζήτησης του σιναφιού των επαϊόντων περί τα μουσικά, δηλαδή, κάθε που η Αλεξίου επανέρχεται, κάνοντας κάτι καινούριο. Το ιερό τέρας, που όμως «δεν μπορεί πια να τραγουδήσει». Δεν θα πάψει ποτέ να με εκπλήσσει αυτή η αντίδραση, καθώς έρχεται συνήθως από ανθρώπους οι οποίοι κατά τα λοιπά μια χαρά ακούνε εγχώρια και διεθνή πράγματα από φωνές οι οποίες όντως δεν μπορούν να τραγουδήσουν, δέσμιες καθώς είναι των φυσικών τους περιορισμών. Πώς γίνεται λοιπόν να κάνουμε σκόντο στις τόσες μικρές φωνούλες, υπερτονίζοντας τα ερμηνευτικά χαρίσματα, μα στην Αλεξίου να μη συγχωρούμε ρε παιδί ότι μεγάλωσε, ότι έφθειρε ο χρόνος τη φωνάρα της· και να μην της αναγνωρίζουμε ότι μπορεί να ερμηνεύσει και χωρίς τα παλιά της αεροπλανικά. Ζήτημα προσδοκιών; Αποπροσανατολισμένες απόψεις; Κλασικό δύο μέτρα/δύο σταθμά;

Ας μην ψάχνουμε βελόνες στη θημωνιά, όμως. Όσο και όπως μπορεί, η Αλεξίου του 2018 έχει ακόμα κάτι να πει. Κι αν λείπει η έκταση, βρίσκει τον τρόπο. Για μια "Αγωνία" ας πούμε εκπληκτική, που αντί για τις κορώνες ανθεί στις σκιές της και στον αγχωτικό της ερωτικό μονόδρομο. Στο τέλος, άλλωστε, χειροκροτείς πρωτίστως την Αλεξίου που είχες μπροστά σου στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, όχι τον μύθο.




16 Οκτωβρίου 2020

Χάρις Αλεξίου - συνέντευξη (2016)

Μεταξύ άλλων πραγμάτων, το 2020 είναι και η χρονιά στην οποία η Χάρις Αλεξίου αποφάσισε ότι ήγγικεν η ώρα να αφήσει το τραγούδι, ακριβώς μισό αιώνα αφότου μπήκε στη δισκογραφία (1970), με το single 45 στροφών "Όταν Πίνει Μια Γυναίκα". 

Η ανακοίνωσή της πήρε μεγάλη έκταση σε δημοσιογραφικό επίπεδο και προξένησε κύμα αυθόρμητων αντιδράσεων, αντιστρόφως ανάλογο της χλιαρής υποδοχής που βρήκε το τελευταίο της άλμπουμ Τα Τραγούδια Της Ξενιτιάς (Minos-EMI, Απρίλιος 2020). Ακόμα μάλιστα και από ανθρώπους που ίσως δεν περιμέναμε: τα κρυφά δύσκολα μένουν κρυμμένα, στην εποχή των social media. 

Όπως βέβαια και με πολλά άλλα σε αυτήν τη χώρα, το μέτρο της συγκίνησης γρήγορα ξέφυγε, με αποτέλεσμα να δουν τα μάτια μας διάφορες γλυκερές, πένθιμες ή ...γλυκεροπένθιμες σαχλαμάρες. Ακόμα κι έτσι, πάντως, πιστοποιήθηκε ότι η Αλεξίου δεν λογίζεται πια απλώς ως «κορυφαία ερμηνεύτρια»· έχει μετακομίσει σε μια διαφορετική σφαίρα εκτίμησης, γενόμενη νεοελληνικός μύθος. Πότε τώρα συνέβη αυτό, αν χρονολογείται στο «εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου» του Νίκου Γκάτσου (1982), αν τοποθετείται στο 1979 όταν ο Μάνος Λοΐζος την έχρισε Χαρούλα με έναν σπουδαίο δίσκο ή αν οφείλεται στο πόσο στέναξαν πανελλαδικώς τα ραδιόφωνα με εκείνο το αξέχαστο «Όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα/κι ο Θεός ο ίδιος δε με σταματά» (επίσης 1982), δεν θα τα χαλάσουμε: κάπου εκεί. 

Κι αν όμως άφησε πια το τραγούδι, η Χάρις Αλεξίου δεν πάει σπίτι της. Σήμερα, για του λόγου το αληθές, κάνει πρεμιέρα στο Μικρό Παλλάς με τη Μεταμφίεση του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη –σε σκηνοθεσία Σταύρου Ράγια και μουσική Άγγελου Τριανταφύλλου, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων. Διαλέγει δηλαδή να απευθυνθεί στο κοινό διαφορετικά, μέσω της θεατρικής πράξης, ενσαρκώνοντας μια γυναίκα που αρχίζει να μονολογεί μέσα στην ησυχία του μικρού της κόσμου, με αφορμή μια σημαντική προσωπική επέτειο.

Η Μεταμφίεση, βέβαια, δεν θα γινόταν να υπάρξει δίχως την προγενέστερη εμπειρία και μεγάλη επιτυχία της μουσικοθεατρικής παράστασης Χειρόγραφο, που παίχτηκε για δύο σερί χρονιές το 2015/2016 στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου (αλλά και στη Θεσσαλονίκη, καθώς και σε μερικές ακόμα πόλεις), σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη. 

Η δεύτερη μάλιστα σαιζόν του Χειρόγραφου, το 2016, μου έδωσε τη σπάνια ευκαιρία να πιώ έναν καφέ με τη Χάρις Αλεξίου. Συναντηθήκαμε λοιπόν στο ξενοδοχείο Χίλτον και κουβεντιάσαμε για αρκετή ώρα, στιγμιότυπο το οποίο μετρώ στους πιο πολύτιμους θησαυρούς που αποκόμισα κάνοντας τη δουλειά του μουσικού δημοσιογράφου. 

Προσιτή μα συνάμα και δύσκολη να τη διαβάσεις, η «Χαρούλα» μου φάνηκε ως χαρακτηριστικό δείγμα των ανθρώπων που μπόρεσαν να κοιτάξουν πολύ πιο πέρα από εκεί όπου γεννήθηκαν. Η συζήτησή μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, με την ευκαιρία που δίνει η πρεμιέρα της Μεταμφίεσης.

* η βασική φωτογραφία ανήκει στον Γιάννη Μητρόπουλο και προέρχεται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο για τη Μεταμφίεση. Η κάτωθι φωτογραφία ανήκει στον Γιάννη Πρίφτη και προέρχεται από το υλικό που δόθηκε ως promo για το Χειρόγραφο.


Είχα καιρό να δω τέτοια παράσταση, μα και τόσο γενική να είναι η απήχησή της –και στους κριτικούς, και στον κόσμο. Έπαιξε φαντάζομαι ρόλο αυτό στην απόφασή σας να επαναλάβετε φέτος το Χειρόγραφο...

Αν κι εγώ δεν έχω την πείρα του θεάτρου, γνωρίζουμε ότι είναι κάτι συνηθισμένο να συνεχίζονται παραστάσεις και για 2η χρονιά. Μπήκα λοιπόν κι εγώ σε αυτήν τη λογική όταν ο παραγωγός μας μου είπε ότι θα ήταν κρίμα να μην το επαναλάβουμε, καθώς υπάρχει κι ένας κόσμος που αργεί να πληροφορηθεί, ενώ είναι πολλοί κι όσοι έχασαν το Χειρόγραφο πέρυσι. 

Βεβαίως, παίζει ρόλο και το ότι ξέρεις πως υπήρξε τέτοια αποδοχή. Το χρωστάμε πάντως και στη Θεσσαλονίκη· και μακάρι η παράσταση να πάει και σε άλλες πόλεις. Αυτός είναι ο σκοπός μας: να πάμε και σε άλλες πόλεις, σε άλλα κλειστά θέατρα –γιατί η παράσταση είναι για κλειστά θέατρα, όπως θα είδατε κι εσείς– τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.

Το είχατε προσχεδιάσει το Χειρόγραφο ως κάτι τόσο λιτό μουσικά; Ή το αποφασίσατε στην πορεία, βάσει του κειμένου και της σκηνοθεσίας;

Η αλήθεια είναι ότι τα τραγούδια επιλέχθηκαν ως μια συνέχεια του κειμένου κι όχι για να πάρω τον πρώτο ρόλο ως τραγουδίστρια. Ακόμα κι ο τρόπος με τον οποίον τα λέω στην παράσταση, είναι σαν να συνεχίζω την αφήγηση· σαν να συνεχίζω το κείμενό μου. Δεν ήθελα λοιπόν μια μεγάλη ορχήστρα, ακριβώς γιατί δεν ήθελα να επαναλάβω ένα καθαρά μουσικό δρώμενο: απ' τη στιγμή που έμπαινε ένα κείμενο, ήθελα εκείνο να πρωταγωνιστεί κι όχι τα τραγούδια. 

Ασφαλώς, δεν θα μπορέσω ποτέ –και δεν θέλω, άλλωστε– να μην έχω συντροφιά μου τα τραγούδια. Και έτσι αποφασίστηκε η συγκεκριμένη δομή παρέα με τον Γιώργο Νανούρη, ο οποίος έπαιξε μεγάλο ρόλο και στην επιλογή των κειμένων μου, αλλά και στη σύνθεσή τους. Ήταν δηλαδή πολύ περισσότερα τα κείμενα, καθώς γράφω αυτόματα, είναι αυτόματο το γράψιμό μου. Είναι σαν ένα ταξίδι που κάνεις με τη μνήμη, ανεξέλεγκτο όμως· η μία εικόνα σε πάει σε άλλη και στο τέλος γίνεται πολύ δύσκολο να το κάνεις μια ιστορία.

Eίναι πολύ ωραίο που εμφανίζεστε στη σκηνή μ' ένα τάμπλετ, ως μια γυναίκα του σήμερα εξοπλισμένη με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, ενώ μας πάτε στα παιδικά χρόνια μιας επαρχιακής πολιτείας, σε μια διαφορετική δεκαετία. Κι όμως, τα χρόνια δεν είναι τόσα πολλά, έτσι δεν είναι; 

Είναι πάρα πολλά, αλλά είναι και πολύ λίγα. Εξαρτάται πώς το βλέπεις. Εάν έχεις δηλαδή μια γεμάτη ζωή, με πολλές εναλλαγές, με πολλές εντάσεις, ο χρόνος περνάει πάρα πολύ γρήγορα. Κι εγώ έχω ζήσει μια τέτοια ζωή. Αλλά είναι και λίγο σαν να έχουν περάσει αιώνες από κάποιες περιόδους της ζωής μου –είτε την παιδική μου ηλικία, είτε την εφηβική, είτε την ενήλικη. Το θέμα είναι γιατί διαλέγει το μυαλό να κρατάει κάποιες εικόνες, γιατί ορισμένες είναι πιο ζωντανές. Αυτό δεν ξέρω κι εγώ να το απαντήσω.

Στο κείμενο, η σχέση σας με τους γονείς σας αποτυπώνεται ως κάτι πολύ ζωντανό. Για τη μητέρα σας, βέβαια, το κοινό γνωρίζει κάτι παραπάνω, μέσω των τραγουδιών που έχετε πει για εκείνη. Ο πατέρας σας, όμως, νομίζω ότι φωτίζεται για πρώτη φορά στο Χειρόγραφο...

Δεν ήταν η σειρά του; Κάπου δεν ήτανε κι αυτός εκεί, δεν περίμενε; Η μητέρα είναι το πρώτο πρόσωπο στη ζωή μας: είναι η ρίζα, ενώ ο πατέρας είναι ο κορμός. Κι επειδή εγώ έζησα πολύ λίγα χρόνια με τον πατέρα μου, γιατί πέθανε νέος, η αναφορά μου σε αυτόν ήταν συνήθως αποσπασματική. Μεγάλη πια κατάλαβα την έλλειψη της παρουσίας του και τι καλά που θα ήταν να με έχει δει να μεγαλώνω περισσότερο. 

Όπως και να το κάνουμε, τα παιδικά μου χρόνια, τα χρόνια δηλαδή που έζησα στη Θήβα –όπου και γεννήθηκα–έχουν να κάνουν με τον πατέρα μου. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο κλείνει με τον θάνατό του. Η νέα ζωή με βρίσκει στην Αθήνα χωρίς εκείνον.

Φέρνετε ακόμα τόσο έντονα στο μυαλό σας τη μητέρα σας; Τη μελετάτε καμιά φορά, όπως σας βλέπουμε να κάνετε στην παράσταση;

Όχι πια. Θα ήταν ψέμα να πω κάτι τέτοιο, γιατί πλέον είμαι κι εγώ η ίδια μάνα για τον γιο μου. Ναι, τη θυμάμαι, την αναφέρω όπως όλος ο κόσμος κάνει για τη μάνα του· αλλά δεν είναι πια τόσο ζωντανή η «παρουσία» της στη ζωή μου. Πιστεύω είναι κάτι διαφορετικό πια. Νομίζω πως οι γονείς μας περνάνε στο δικό μας σώμα, με έναν τρόπο: τους μοιάζουμε, φερόμαστε σαν εκείνους...

Στο Χειρόγραφο αποδομήσατε σε σημεία τον εαυτό σας, με ένα θάρρος που δεν βλέπουμε συχνά, ούτε καν στη διεθνή καλλιτεχνική σφαίρα. Επικοινωνήσατε ανοιχτά ορισμένα πράγματα στο κοινό και δεν το έχουμε συνηθίσει αυτό από ένα όνομα με τη δική σας εμβέλεια... 

Έχουμε συνηθίσει η ζωή ενός καλλιτέχνη να συζητιέται πίσω από την πλάτη του. Τίποτα δεν μένει κρυφό, για κανέναν επώνυμο άνθρωπο. Δεν έχω πάντως και τίποτα συγκλονιστικά μυστικά! (γελάει) Αυτό λοιπόν που, έμμεσα έστω, μπορεί να συζητιέται πισώπλατα, το φέρνεις εσύ ο ίδιος μπροστά. Κι έτσι γίνεται πια κάτι κανονικό. Αθωώνεται. 

Το να αυτοσαρκάζεσαι με πράγματα που ίσως σε ταλαιπώρησαν ανά στιγμές ή με ζητήματα που έχουν να κάνουν με σκοτεινές πλευρές, τα κάνει να ελαφραίνουν. Την ίδια στιγμή, αυτό το ζει και ο θεατής: βλέπει κι εκείνος τα δικά του σημεία και τα απομυθοποιεί. 

Υπάρχει βέβαια και μια μαγεία, η οποία καλό είναι να μη χάνεται. Ο καλλιτέχνης που ανεβαίνει στη σκηνή δημιουργεί ένα παραμύθι και το κοινό έχει την ανάγκη να μπει σε αυτόν τον κόσμο, για να ξεφύγει από την άχαρη πραγματικότητα. Δεν είναι επομένως κι αναγκαίο να βγαίνουμε και να τα ισοπεδώνουμε όλα.

Στην παράσταση βλέπουμε να σας απασχολούν πολλές επαγγελματικές προοπτικές, μα τελικά να σας κερδίζει το τραγούδι, λίγο σαν να «έτυχε». Πώς θυμάστε εκείνο το διάστημα που μπήκατε στη δισκογραφία με το "Όταν Πίνει Μια Γυναίκα" (1970);

Κάπως έτσι έγινε, έτυχε. Πολλές φορές μας τυχαίνουν πράγματα που δεν τα προσέχουμε –μπορεί να μου είχαν τύχει κι άλλα και να μην τους είχα δώσει σημασία, πάντως η μουσική με τράβηξε. Θα έλεγα πως ήταν κάτι σαν παιχνίδι: ένα παιχνίδι που με έβγαζε από την καθημερινότητα, σε μια περίοδο ανάμεσα στο τελείωμα της εφηβείας και στην ενηλικίωση, κατά την οποία δεν ήξερα ακριβώς τι θα κάνω. 

Τότε, λοιπόν, μου ζήτησαν να τραγουδήσω σε μια μπουάτ. Πήγα, το έκανα, χωρίς να έχω στον νου μου πως με αυτό θα ασχολούμουν. Το ένα κατόπιν έφερε το άλλο, ήταν και μια εποχή που «έγραφε» ο καλός νέος τραγουδιστής: μπορούσε να βρει ρεπερτόριο, καθώς υπήρχαν οι νεότεροι συνθέτες και οι δισκογραφικές εταιρίες ήταν ακόμα σε ανάπτυξη. 

Η μια συνεργασία διαδέχθηκε έτσι την άλλη, κι έκανα πάρα πολλές συμμετοχές σε δίσκους μεγάλων συνθετών –στον Απόστολο Καλδάρα, στον Μάνο Λοΐζο, στον Γιάννη Σπανό, στον Γιώργο Χατζηνάσιο. Ήταν χρόνια τα οποία ευνοούσαν πάρα πολύ τον τραγουδιστή. Όποιος διέθετε ταλέντο, μπορούσε να αξιοποιηθεί αμέσως.

Και είπατε τότε πολλά τραγούδια που έχουν μείνει στην ιστορία: αυτά της Μικράς Ασίας, εκείνα με τον Σταύρο Κουγιουμτζή, την "Οδό Αριστοτέλους", τη "Δημητρούλα". Ποιο ήταν όμως το τραγούδι με το οποίο είπατε «τώρα κάνω αυτό»;

Όταν έκανα την "Οδό Αριστοτέλους" το 1974, είχα αρχίσει να πείθομαι ότι θα με κρατήσει αυτή η δουλειά ή θα την κρατήσω εγώ. Κι όταν πια ήρθε η "Δημητρούλα" σε μια περίοδο κατά την οποία τραγουδούσαμε με τον Γιώργο Νταλάρα στην Πλάκα (1975) και συνέβη η όλη αναβίωση του σμυρνέικου και ρεμπέτικου ήχου, έγινε το μεγάλο μπαμ. Τότε άρχισαν οι συναυλίες σε ολόκληρη την Ελλάδα. 

Όμως από τους τόσους συνθέτες με τους οποίους συνεργαστήκατε, τελικά δέσατε με τον Μάνο Λοΐζο...

Νομίζω πως ο κόσμος το διάλεξε. Γιατί με τον Λοΐζο δεν συνεργάστηκα περισσότερο απ’ ότι συνεργάστηκα με τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Καλδάρα ή τον Σπανό. Κάναμε όμως τον δίσκο Τα Τραγούδια Της Χαρούλας σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη (1979) και ήταν κάτι καινούριο αυτό που συνέβαινε τότε: μια φρέσκια ματιά επάνω στο τραγούδι, από συνθέτες έντεχνους, οι οποίοι δεν ξέρανε και πάρα πολύ καλά το λαϊκό κοινό. 

Σας θυμίζω ότι η ίδια μείξη έφερε περίπου το ίδιο διάστημα την Εκδίκηση Της Γυφτιάς του Νίκου Ξυδάκη, με τον Νίκο Παπάζογλου. Ήταν σαν ένα νέο κίνημα μέσα στη νεότερη ελληνική μουσική. Και κάτι έγινε εκεί και θεωρήθηκε ότι ταίριαξα περισσότερο με τον Λοΐζο. Ήταν ασφαλώς κι εκείνος ένας άντρας προσιτός και τον αγαπούσε αληθινά το κοινό. Ήταν λοιπόν σαν ο κόσμος να ήθελε να συνεργαστώ μαζί του κι άλλο. Δεν έγινε. Δεν προλάβαμε.

Υπήρξε ωστόσο πολύ σημαντικός άνθρωπος στη ζωή σας...

Ναι, γιατί ο Μάνος ήταν και φίλος. Ήταν ο πιο στενός φίλος του άντρα μου. Ήταν πολύ συνδεδεμένοι με τον Αχιλλέα (Θεοφίλου): όποτε ο Μάνος έμπαινε στο σπίτι μας, ήταν η παρέα μας. Κι αυτό μας είχε δέσει πολύ.

Κι όταν πια γίνατε μύθος, όταν δηλαδή γίνατε «η Χαρούλα», σας χάλασε αυτό την καθημερινότητά σας; 

Δεν μου είναι εύκολο να απαντήσω σε αυτό, θα είναι σαν να λέω ψέματα. Γιατί η καθημερινότητα μου, η προσωπική μου ζωή με το παιδί και τον άντρα μου, δεν άλλαξε. Δεν μπήκα ποτέ στη λογική του «Τώρα είσαι σταρ! Τώρα φέρεσαι αλλιώς». Δεν είναι Χόλυγουντ η Αθήνα, δεν είναι Αμερική, όπου απαγορεύεται να μην είσαι ο σταρ, απαγορεύεται να μην συμπεριφέρεσαι έτσι. 

Εδώ ζούμε με τον κόσμο, ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο: όλοι σου μιλάνε στον ενικό, σε αγγίζουνε, είναι άλλη η σχέση του Έλληνα τραγουδιστή με το κοινό, σε σύγκριση με το εξωτερικό. Οπότε δεν μου δημιούργησε ποτέ πρόβλημα. Χαρά μου ήταν που έπαιρνα τόση αγάπη. 

Όταν όμως βγάλατε το Δι' Ευχών (1992), άρχισαν και οι γκρίνιες –θυμάμαι για χρόνια έπειτα τις συζητήσεις για το «τι έγινε η Χαρούλα, η δικιά μας». Γιατί όμως δεν συνέβη και πιο πριν αυτό, π.χ. στη συνεργασία σας με τον Θάνο Μικρούτσικο; Ένα τραγούδι σαν το "Μια Πίστα Από Φώσφορο" (1990), ήταν επίσης «δύσκολο»...

Μετά το Δι' Ευχών, ενώ πια περνούσα στις νεότερες γενιές, έρχονταν πράγματι οι παλιότεροι κι έλεγαν: «τι 'ναι αυτά που κάνεις εδώ; Σε χάνουμε από δικιά μας;». Είχε πάντως συμβεί και παλιότερα κάτι τέτοιο, και με τον Μικρούτσικο στο "Η Αγάπη Είναι Ζάλη", αλλά και με τον Αντώνη Βαρδή, με το "Φεύγω". Έκανα πολλές φορές ρωγμές στη δουλειά μου με το παλιό και το καινούριο. 

Δεν φοβήθηκα να συνεργαστώ με συνθέτες με τους οποίους κάποιοι έλεγαν ότι δεν ταιριάζω. Ήμουν ας πούμε η ...άπιστη σ' αυτό το είδος τραγουδιού! (γελάει) Απλά με τον Μικρούτσικο ίσως να μη συνέβη στον ίδιο βαθμό γιατί μαζί με τέτοια τραγούδια υπήρξαν και στιγμές σαν την "Ελένη" ή το "Ερωτικό". Ενώ με το Δι' Ευχών έσπασε πιο ξεκάθαρα το στάτους της Χαρούλας, που είχα μέχρι εκείνη την εποχή.

Κάνατε πάντως κι άλλους ιδιαίτερους δίσκους τη δεκαετία του 1980. Όπως τα Απρόβλεπτα Τραγούδια, με τον Μάνο Χατζιδάκι. Πώς αλήθεια και δεν συνεργαστήκατε περισσότερο με τον συνθέτη που έγραψε στην "Παναγία Των Πατησίων" τον στίχο «εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου»;

Δεν ξέρω, έτσι ήταν να γίνει. Ούτε εγώ το κυνήγησα, ούτε κι αυτός. Ίσως να μην ήμουν η τραγουδίστριά του. Κάθε συνθέτης έχει στο μυαλό του τις φωνές με τις οποίες θα ήθελε ν' ακούσει τα κομμάτια του. Αν με θαύμαζε, με θαύμαζε λοιπόν για εκείνο που ήμουν, όχι σε σχέση με τα δικά του τραγούδια. 

Τότε που συνεργαστήκαμε στον Σείριο, θυμάμαι μου πρότεινε να πω κάποια ανέκδοτα τραγούδια του. «Είσαι σίγουρος;», τον ρώτησα· «άκουσέ τα κι αποφάσισε», μου απάντησε. Και του απάντησα ότι δεν ταίριαζε η φωνή μου στο υλικό. Δεν έχω δει πάντως πιο άνετο άνθρωπο, πιο νέο. Μαζί το φτιάξαμε το πρόγραμμα που τραγούδησα στον Σείριο και ήταν ο Χατζιδάκις που μου ζήτησε να το ηχογραφήσουμε.

Η Οδός Νεφέλης 88, που κάνατε αργότερα (1995), θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένα πρώιμο Χειρόγραφο σε μορφή δίσκου;

Μ’ αρέσει που το λέτε έτσι. Ναι, θα μπορούσαμε να το πούμε αυτό. Γιατί αν πάρω τους στίχους εκείνους και τους κάνω πεζά, γίνεται πράγματι ένα είδος Χειρόγραφου.

Ως κάποια που επιχειρήσατε τόσες ρωγμές στην καριέρα σας, πώς και δεν έχετε κάνει κάτι σε πιο ηλεκτρονική μουσική; Με την οποία έχετε φλερτάρει και στο Παράξενο Φως (2000), αλλά και στο τραγούδι που είπατε με τη Ζωή Παπαδοπούλου ("Αχ! Και Να Σε Είχα Εδώ", 2005)...

Με γοητεύουν κάποιες μουσικές που έρχονται από εκεί, όμως το θέμα δεν είναι να τα κάνεις όλα. Μπορώ να θαυμάζω μια μουσική χωρίς να βλέπω τον εαυτό μου μέσα εκεί. Όπως γίνεται για παράδειγμα και με την κλασική: δεν έχω σκεφτεί δηλαδή ποτέ γιατί δεν κατάφερα να γίνω λυρική τραγουδίστρια, επειδή μου σηκώνει την τρίχα η Μαρία Κάλλας. 

Στην ηλεκτρονική μουσική, λοιπόν, είμαι μάλλον επισκέπτρια –έχω κάνει ορισμένες δοκιμές, έχω χρησιμοποιήσει ένα παρεμφερές κλίμα, ως εκεί. Αρκετό χώρο έχω πιάσει στην ελληνική μουσική, δεν επιθυμώ να τον πιάσω όλον! (γέλια)

Στη Σμύρνη, έχουν δώσει το όνομά σας σε μια λεωφόρο. Σας συγκίνησε η χειρονομία αυτή;

Μα τι λέτε τώρα; Δεν το πιστεύω! Δηλαδή να είναι καλά ο παππούς μου και η γιαγιά μου που γεννήθηκαν εκεί που έζησα εγώ μια τέτοια τιμή, η οποία στην ουσία ανήκει σε εκείνους. Με αγαπάνε στην Τουρκία, έχουν μεταφράσει πάρα πολλά τραγούδια μου. Τους μάθαμε μάλιστα να αναφέρουν και τα ονόματα των συνθετών και των στιχουργών, που δεν το κάνανε παλιά. (γελάει) Ξέρουν επίσης και αγαπάνε πάρα πολύ τα τραγούδια του Λοΐζου, τα οποία επίσης έχουν μεταφραστεί. Κι έχω βέβαια συνεργαστεί κι εγώ με πολλούς καλλιτέχνες από εκεί.

Σχεδιάζετε κάποια επιστροφή στη δισκογραφία; Ή στον ορίζοντα υπάρχει, για την ώρα, μόνο το Χειρόγραφο;

Δεν ξέρω τι ετοιμάζει το μέσα μου. Πάντα κάπως έτσι γίνεται, όταν είμαι σε μια δουλειά το μέσα ετοιμάζει κάτι άλλο. Εάν δεν βγω όμως από αυτό που κάνω τώρα, δεν μπορώ να του επιτρέψω να εμφανιστεί. Οπότε θα δούμε... Έχω πει πάντως δύο τραγούδια του Δημήτρη Παπαδημητρίου, θα τα δούμε σε μια ταινία τώρα. Και μπαινοβγαίνω στο στούντιο, κάνω με τους μουσικούς μου δοκιμές και demo με διάφορα. 

Αλλά επισήμως δεν γίνεται κάτι. Για το επόμενο διάστημα προβλέπονται πρόβες-πρόβες-πρόβες: ετοιμασία για τις παραστάσεις της Αθήνας κι αργότερα γι' αυτές της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας και όπου αλλού βρεθούμε στη συνέχεια.