Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπαχ Γιόχαν Σεμπάστιαν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπαχ Γιόχαν Σεμπάστιαν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

06 Ιουνίου 2023

Keith Jarrett - J.S. Bach The Well-Tempered Clavier Book 1: live at Savings Bank Music Hall, Troy (1987) [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «J.S. Bach The Well-Tempered Clavier Book 1»: μια ακυκλοφόρητη ζωντανή ηχογράφηση από το 1987, όπου ο μέγας Keith Jarrett αναμετρήθηκε ξανά  με το έργο και την κληρονομιά του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ύστερα από μια συζητημένη στούντιο απόπειρα. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο και ανήκει στον Tasuhisa Yoneda


Είναι μεγάλο πράγμα η οπτική γωνία με την οποία κοιτά κάθε κοινωνία ένα «δεδομένο» έργο τέχνης, στο διάβα της ιστορίας. Δίχως άλλωστε αυτές τις ματιές (και τα όσα μας αποκαλύπτουν για την κάθε εποχή), δεν υφίσταται πραγματική διαχρονικότητα: η περίφημη λέξη εκπίπτει απλά σε βολικώς δημοσιογραφικό κλισέ. 

Για τον ίδιο τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ας πούμε, πίσω στο 1722, το Wohltemperirte Clavier ήταν μια συλλογή από πρελούδια και φούγκες απευθυνόμενη σε νέους μουσικούς που ήθελαν να ακονίσουν το ταλέντο τους στο τσέμπαλο και στο κλαβίχορδο, αλλά και σε έμπειρους βιρτουόζους, όσους επιθυμούσαν να περάσουν την ώρα τους κατά τρόπο δημιουργικό –το ίδιο περιεχόμενο είχε και το δεύτερο Wohltemperirte Clavier, μια εικοσαετία αργότερα. 

Για τον 20ό αιώνα, όμως, τα δύο αυτά έργα τοποθετήθηκαν ως ορόσημα για ό,τι γινόταν συλλήβδην κατανοητό ως «κλασική μουσική» (παρότι ο Μπαχ ανήκει στο μπαρόκ). Για τον δε Keith Jarrett, αντιπροσώπευαν ένα τεράστιο προσωπικό και καλλιτεχνικό στοίχημα: 12 χρόνια μετά τον θρίαμβο του The Köln Concert, ο Αμερικανός τζαζίστας ήταν αποφασισμένος να εξερευνήσει βαθύτερα τις διασυνδέσεις που μπορούσαν να βρεθούν μεταξύ του δικού του κόσμου κι εκείνου του Μπαχ και του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. 

Βεβαίως, ο Jarrett έβγαλε τότε μια στούντιο ηχογράφηση πάνω στο Βιβλίο 1 του Well-Tempered Clavier (όπως αποδίδεται στα αγγλικά το έργο του Μπαχ), για την οποία έχουν ήδη γραφτεί πολλά πράγματα. Η φετινή έκδοση, πάλι, είναι μια αδημοσίευτη ζωντανή ηχογράφηση του ίδιου υλικού, από συναυλία στο Savings Bank Music Hall στο Troy της (πολιτείας) Νέας Υόρκης, έναν μήνα μετά την κυκλοφορία του στούντιο άλμπουμ (Μάρτιος 1987). Αναπόφευκτα, λοιπόν, ο εν λόγω δίσκος έρχεται να λειτουργήσει ως συμπλήρωμα και το κάνει μάλιστα με την αύρα μιας ουδετερότητας: 32 χρόνια μετά, έχει κατακάτσει η σκόνη από τις κόντρες που πυροδότησε στους τζαζ και κλασικούς κύκλους η ενασχόληση αυτή του Jarrett με τον Μπαχ.

Ασφαλώς, υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα ακουστικής, το οποίο ωφελεί νομίζω την ηχογράφηση. Άλλωστε το Troy Savings Bank Music Hall έχει πολλάκις επαινεθεί για αυτήν του την ιδιότητα, η οποία χαρίζει εδώ στον Jarrett ωραίο βάθος και σε μας την ευκαιρία να ακούμε καθαρά κάθε λεπτομέρεια στο παίξιμό του. Πέραν τούτου, πάντως, αναγκάζεσαι να επαναλάβεις παρατηρήσεις που αφορούσαν κατά πρώτο λόγο τη στούντιο ηχογράφηση. 

Ο Jarrett αφουγκράστηκε με πολλή προσοχή και σέβας τον Μπαχ και κέρδισε τις εντυπώσεις γιατί δεν μπήκε στον πειρασμό να «αναμετρηθεί» μαζί του. Αντιθέτως, έθεσε με ταπεινότητα την (αναντίρρητη) βιρτουοζιτέ του στις υπηρεσίες του, στοχεύοντας στην καθάρια αποτύπωση του αυθεντικού έργου, δίχως ριψοκίνδυνες παρεμβάσεις στο τέμπο, στις φράσεις και στους χρωματισμούς. Μεγάλη δε σημασία είχε η επίγνωσή του ότι, εφόσον έπαιζε το έργο σε πιάνο, το τελευταίο έπρεπε να μείνει σε ένα συγκεκριμένο βεληνεκές έκφρασης και όχι να αποτολμήσει εκδρομές σε πεδία όπου το τσέμπαλο ή το κλαβίχορδο της μπαρόκ εποχής δεν θα μπορούσαν να αγγίξουν. 

Το ίδιο πνεύμα διακρίνει λοιπόν και τη live προσέγγιση στο Βιβλίο 1 του Well-Tempered Clavier. Και δεν λέω ότι δεν χωράει συζήτηση για τέτοιες επιλογές, λέω όμως πως, ίσως, ό,τι φάνηκε σε μερικά αυτιά του 1987 ως δειλία ή και ως συντηρητισμός, δικαιώθηκε στο πέρας του χρόνου ως απόπειρα που επέλεξε να τηρήσει ένα μέτρο και να κρατήσει τον Μπαχ στο δικό του πεδίο, προσέχοντας τι και πόσο από την τζαζ θα κόμιζε στον επιχειρούμενο διάλογο.

Από την άλλη, υπήρξαν και οι θαυμαστές, όσοι διέκριναν τη στόφα μιας λαμπρής «ποιητικότητας» στο πώς ο Jarrett άγγιξε τον Μπαχ, φτάνοντας σε μια εκδοχή που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως «τζαζ δωματίου» –και ήταν ασφαλώς ταμάμ με τα όσα αναζητούσε να εκφράσει μια εταιρία σαν την ECM του Manfred Eicher. Εδώ, ωστόσο, θα βρεθώ προσωπικά στην αντίπερα όχθη. Γιατί, αν γυρίσουμε στον αρχικό στόχο του Μπαχ για το Wohltemperirte Clavier, ο Jarrett δεν είναι ο δεξιοτέχνης που πέτυχε να το φωτίσει από μια διαφορετική οπτική γωνία, αλλά ο «νέος μουσικός», που ήρθε να ακονίσει το ταλέντο του πάνω σε αυτά τα πρελούδια και σε αυτές τις φούγκες. 

Όπως και σε όλο του το έργο, ο Μπαχ διέπεται κι εδώ από στρώσεις που συγκροτούν ένα βένθος ιδιαίτερης πνευματικότητας. Όμως ο Jarrett δεν καταδύεται αναλόγως: παρά τη σωστή του προσέγγιση, το προαναφερθέν μέτρο και μια θέρμη στο παίξιμό του –που στην παρούσα ζωντανή ηχογράφηση αποτυπώνεται με διαύγεια– τα πράγματα μένουν κάπως αμήχανα όταν καλούνται να υπερβούν την παρτιτούρα, βρίσκοντας τις αόρατες ποιότητες ανάμεσα στις γραμμές της. 

Μπορεί λοιπόν για όσους προέρχονται από την τζαζ τα όσα πετυχαίνει εδώ ο Jarrett να φαντάζουν υπερ-αρκετά, ωστόσο αν έρχεσαι από μια κατεύθυνση όπου ήδη έχουν υπάρξει οι ηχογραφήσεις της Wanda Landowska και του Ralph Kirkpatrick, οι συγκρίσεις γίνονται αναπόφευκτες. Και λείπει κάτι το κρίσιμο, τόσο από τη στούντιο έκφανση της δουλειάς του μεγάλου Αμερικανού τζαζίστα, όσο και από την παρούσα ζωντανή ηχογράφηση. Η οποία έρχεται έτσι να συμπληρώσει ικανοποιητικώς, μα όχι και για να προσθέσει ουσιωδώς.



15 Μαΐου 2023

Kim Kashkashian - J.S. Bach Six Suites For Viola Solo [δισκοκριτική, 2018]


Μια κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «J.S. Bach Six Suites For Viola Solo» της Kim Kashkashian, όπου η Αμερικανίδα μουσικός θριάμβευσε στη βιόλα, επανασυστήνοντας, παράλληλα, το διάσημο έργο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο και ανήκει στον Steve Riskind


Λόγω της ισοπεδωτικής κακοχρησίας της ταμπέλας «κλασική μουσική», το μπαρόκ αποτελεί terra incognita στη συνείδηση των πολλών. Αλλά ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach) στέκει ακόμα ως καλλιτεχνικός κολοσσός: όπως κι αν το ονομάσεις, το έργο του εξακολουθεί να λογίζεται ως ορόσημο, παρά το διάβα του χρόνου και την ποικιλία ήχων που αναπτύχθηκε μετά την εποχή του.

Οι 6 Σουίτες για Τσέλο (γραμμένες από το 1717 ως το 1723) δεν ήταν πάντοτε ορατές στο κοινό· από τις αρχές του 20ού αιώνα, όμως, όταν τις ανέσυρε ο Pablo Casals από τη λήθη, παραμένουν σταθερό σημείο αναφοράς. Και είναι περιττό να γράψουμε πόσο απασχόλησε το συγκεκριμένο έργο τους τσελίστες: ηχογραφήσεις με το εκτόπισμα του Mstislav Rostropovich ή του Yo-Yo Ma, έχουν φτάσει με διάφορους τρόπους και στον πολύ κόσμο.

Εδώ, ωστόσο, οι 6 Σουίτες μεταγράφονται για βιόλα: ένα όργανο συγγενές με το τσέλο, αλλά και αρκετά διαφορετικό. Αποτελώντας βασικά μια γέφυρα μεταξύ βιολιού και τσέλου, μοιάζει με το τελευταίο στο «βάθος» του ηχοχρώματος, ενώ την ίδια στιγμή διατηρεί κάτι από την «τσαχπινιά» του πρώτου. 

Στα 66 της, η Kim Kashkashian είναι μία μουσικός που κατέχει τα μυστικά της βιόλας όσο πολύ λίγοι. Παράλληλα, διατηρεί μια ζωντανή σχέση με τον Μπαχ: ο συνθέτης βρίσκεται διαρκώς στην καθημερινότητά της –έστω και σε επίπεδο απλής εξάσκησης– ενώ έχει «αναμετρηθεί» μαζί του ξανά, παίζοντας λ.χ. στο πλευρό του Keith Jarrett για ένα ιστορικό ECM άλμπουμ πάνω στις Σονάτες για Βιόλα ντα Γκάμπα και Τσέμπαλο (1994). Ο συνδυασμός μοιάζει ιδανικός και, πράγματι, έτσι αποτυπώνεται και στον παρόντα δίσκο.

Τα εξάρια μαζεύονται βέβαια πολλά για τους ...προληπτικούς (6 οι Σουίτες, 6 τα μέρη κάθε μίας, 66 η Kashkashian), οι υπόλοιποι όμως θα απολαύσετε εδώ μια απλή αλήθεια, κάθε μουσικής: αν ένα όργανο παίζεται πολύ καλά, σύντομα το αντιμετωπίζεις κυριολεκτικά ως «όργανο». Ως μέσο δηλαδή το οποίο σου κοινωνεί κάτι βαθύτερο, άυλο, σε τόσο ευθεία επαφή με τον εσωτερικό σου κόσμο, ώστε να χάνεται η υπόσταση του συγκεκριμένου (αν ακούς π.χ. βιόλα, τσέλο, κάτι άλλο). 

Μόνη της λοιπόν απέναντι στον Μπαχ, η Kashkashian επιδεικνύει ζηλευτή ευχέρεια στις παικτικές απαιτήσεις των συνθέσεων. Η κάπως «φλου» κατάσταση στην οποία εξακολουθεί να βρίσκεται η βιόλα (τόσα χρόνια δεν έχει καν παγιωθεί σε συγκεκριμένο μέγεθος) φαίνεται μάλιστα να απελευθερώνει τη μουσική της φαντασία, αντί να της θέτει φραγμούς. Έτσι, σε ένα έργο γνώριμο, φέρνει ένα πολύτιμο προσωπικό φίλτρο. Και μέσω αυτού το επανασυστήνει, αναζωογονώντας τον ήχο του, αλλά και τη σχέση μας μαζί του. 

Στο "Menuet" τμήμα της Σουίτας 1, ας πούμε, η Αμερικανίδα μουσικός διαλέγει να κάνει μια μικρή μα αισθητή παύση, κινούμενη στον αντίθετο δρόμο της Nabuko Imai, που το 1999 ηχογράφησε κι εκείνη (θαυμάσια) τις 6 Σουίτες με βιόλα, παίζοντας το συγκεκριμένο κομμάτι με μια στεντόρεια, ακατάπαυστη ισχύ. Αντίστοιχα, στο "Gavotte" της Σουίτας 6, εκεί όπου μία ακόμα σημαίνουσα βιρτουόζος, η Lillian Fuchs, επέδειξε δυναμισμό στις δικές της εκτελέσεις (1951-1954), η Kashkashian επιλέγει χαμηλούς τόνους, προφανώς θεωρώντας ότι υπηρετείται καλύτερα από μια λεπτεπίλεπτη προσέγγιση. Και στις δύο περιπτώσεις φέρνει πιο εύστοχα στο προσκήνιο τη στοχαστική ποιητικότητα και τη «γλύκα» των συνθέσεων του Μπαχ. 

Ίσως οι 6 Σουίτες να ακούγονται πάντα καλύτερα παιγμένες με τσέλο, όπως άλλωστε τις φαντάστηκε και ο δημιουργός τους. Αλλά για το πώς μπορούν να αποδοθούν με βιόλα, το σπουδαίο αυτό άλμπουμ θα αποτελέσει νομίζω το στάνταρ της δικής μας εποχής.