Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρέλλι Ελίζα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρέλλι Ελίζα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

05 Οκτωβρίου 2023

«...Και Ο Μήνας Έχει Εννιά»: Αφιέρωμα στον Μιχάλη Σουγιούλ - ανταπόκριση (2008)


Οκτώβρης 2008, αρχές του μήνα, με τη θερμοκρασία να κρατιέται ακόμα σε ψιλοθερινά επίπεδα. Οι υπαίθριοι χώροι είχαν λοιπόν την ευχέρεια να μένουν ανοιχτοί και το Ηρώδειο φιλοξένησε ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Μιχάλη Σουγιούλ, σε επιμέλεια και σκηνοθεσία του Λουκιανού Κηλαηδόνη.

Δεν γράφω (ακριβώς) έτσι πια, πάντως στην ανταπόκριση που δημοσίευσα τότε στο Avopolis για τη βραδιά αυτή, αναγνωρίζω τις ρίζες του γραψίματος και της ματιάς μου. Γι' αυτό και τη διάλεξα για αναδημοσίευση στο blog, περνώντας την όμως ξανά ένα χέρι επιμέλειας εδώ κι εκεί. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο για το promo της βραδιάς. Στην κεντρική εικονίζεται ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, στην κάτωθι ο Μπάμπης Τσέρτος


Εικοσαμελής ορχήστρα στα δεξιά και πίσω αριστερά, με το πιάνο στο μπροστινό μέρος δεξιά· ευρύχωρος λευκός καναπές στα αριστερά, ώστε να μπορούν να κάτσουν όλοι οι συμμετέχοντες ερμηνευτές· και εκμετάλλευση του χώρου πίσω από την κυρίως σκηνή ως πίστας για ζευγάρι χορευτών.

Με αυτόν τον ευφάνταστο τρόπο σκηνοθέτησε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης την αφιερωματική συναυλία «...Και Ο Μήνας Έχει Εννιά» για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Μιχάλη Σουγιούλ. Την οποία και προϋπάντησε ένα κατάμεστο Ηρώδειο, τιμώντας, έτσι, με τον πρέποντα τρόπο, έναν από τους σπουδαιότερους συνθέτες του ελληνικού πενταγράμμου, ο οποίος δυστυχώς δεν λαμβάνει πάντοτε τη δέουσα αναγνώριση. Κινδυνεύοντας δηλαδή να γίνω γκρινιάρης, για άλλη μια φορά βρέθηκα στο Ηρώδειο νιώθοντας σαν τη μύγα μες το γάλα των διοπτροφόρων μεσηλίκων (και βάλε): οι άνθρωποι της ηλικίας μου λίγο φάνηκε να συγκινήθηκαν από μια τέτοια βραδιά. 

Η παράσταση ξεκίνησε με έναν ακορντεονίστα να διασχίζει τον διάδρομο που χώριζε τη σκηνή από τις κερκίδες παίζοντας τον ρυθμό του "Άστα Τα Μαλλάκια Σου", το οποίο τραγουδήσαμε όλο το κοινό μαζί, δημιουργώντας «κλίμα» ήδη από το ξεκίνημα. Τον διαδέχθηκε –στο ίδιο τραγούδι– η Παιδική Χορωδία Σπύρου Λάμπρου, για να αρχίσει στη συνέχεια η κυρίως παράσταση, χωρισμένη σε δύο μέρη: το πρώτο ήταν αφιερωμένο στα αμιγώς ελαφρά τραγούδια του Σουγιούλ, το δεύτερο στα λεγόμενα αρχοντορεμπέτικα. 

Οι συμμετέχοντες ήταν πολλοί και μια διεξοδική αναφορά στα πεπραγμένα τους θα χρειαζόταν ένα εκτενές και μάλλον κουραστικό στην ανάγνωση κείμενο. Θα σταθώ επομένως στα βασικά μιας παράστασης που και τον στόχο της πέτυχε και την ευχαριστήθηκα και προσωπικά, παρά κάποιες επιμέρους ενστάσεις που διατηρώ. Άλλωστε, με τόσες τραγουδάρες τις οποίες διαθέτει το ρεπερτόριο του Σουγιούλ, θα έπρεπε να γίνουν ...χοντράδες για να μη συμβεί αυτό. Και οι καλλιτέχνες που επιμελήθηκαν το «...Και Ο Μήνας Έχει Εννιά» δεν είναι τίποτα τυχαίοι: ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, άλλωστε, δεν πήρε μόνο τα εύσημα της σκηνοθεσίας, μα και του ερμηνευτή, όντας ο γνωστός χειμαρρώδης και εκφραστικός εαυτός του, με καλύτερή του στιγμή το "Πάμε Μια Βόλτα Στο Φαληράκι". 

Μεγάλος πρωταγωνιστής της βραδιάς ήταν, βέβαια, ο Μπάμπης Τσέρτος, ο οποίος έχει πρόσφατα βγάλει και διπλό δίσκο-αφιέρωμα στον Σουγιούλ. Δεν τον βρίσκω συναρπαστικό ερμηνευτή, αποδείχθηκε όμως επαρκέστατος στα όσα τραγούδησε, δείχνοντας την καλή και αν μου επιτρέπετε μερακλίδικη δουλειά την οποία έχει καταθέσει. 

Φοβάμαι, πάντως, ότι τελικά του έκλεψε την παράσταση ο παρουσιαστής Ηλίας Λογοθέτης: αυθόρμητος, ετοιμόλογος και αεικίνητος, θύμισε κάποιους διαολεμένους κονφερασιέ του παρελθόντος –«είχες και στην εποχή σου μικρόφωνο;», απάντησε αυστηρά σε κάποιον από το κοινό, όταν παραπονέθηκε για το ότι συνέχισε να διαβάζει, ενώ το μικρόφωνό του δεν είχε πια ήχο. Αργότερα, επίσης, παρέπεμψε κάποιον άλλον στις υπάρχουσες εγκυκλοπαίδειες, όταν ζήτησε διευκρινήσεις για το ποιοι ήταν οι στιχουργοί των τραγουδιών που ακούγονταν. Όταν δε πήρε και ο ίδιος το μικρόφωνο, τραγουδώντας θαυμάσια τη "Μπιρμπίλω", ανταμείφθηκε με ζεστό και παρατεταμένο χειροκρότημα. 

Από τους υπόλοιπους, θα μου επιτρέψετε να μη σχολιάσω τις τραγουδιστικές επιδόσεις του Σπύρου Παπαδόπουλου, που σημειώστε πως μου είναι  συμπαθής –άλλωστε ο άνθρωπος ζήτησε προκαταβολικά συγγνώμη για το ότι θα τραγουδούσε. Και μόνο η παρουσία του, πάντως, νομίζω πως θα έφτανε. Από τους ...κανονικούς τραγουδιστές, τώρα, ως καλύτεροι αναδείχθηκαν ο Μανώλης Μητσιάς, η Νατάσσα Μποφίλιου και η Ελίζα Μαρέλλι. 

Ο πρώτος έδειξε όλη του την κλάση, ιδιαίτερα στο "Βρέχει-Βρέχει". Η δεύτερη απέδειξε γιατί θεωρείται ως η καλύτερη γυναικεία φωνή της νεότερης γενιάς, τραγουδώντας θαυμάσια τόσο στο ελαφρό μέρος ("Άσε Τον Παλιόκοσμο Να Λέει"), όσο και στο αρχοντορεμπέτικο ("Μονά-Ζυγά"). Και η τρίτη θύμισε σε όλους γιατί υπήρξε η τελευταία βασίλισσα του ελαφρού τραγουδιού, προτού το είδος αυτό πάρει την κατιούσα ανεπιστρεπτί. Αλλά και γιατί οι σημαίνουσες τραγουδίστριες μπορούν να συγκινήσουν ερμηνεύοντας ακόμα και σε μια ηλικία όπου πια δεν έχουν τις φωνητικές δυνατότητες της νεότητάς τους. Κρίμα που δεν συμμετείχε τελικά και η Στέλλα Γκρέκα, όπως είχε αρχικά ανακοινωθεί. 

Η Ελένη Δήμου, από την άλλη, δεν ξεκίνησε καλά: ξεψυχισμένη βρήκα την απόδοσή της στο εκπληκτικό "Ας Ερχόσουν Για Λίγο". Στο αρχοντορεμπέτικο μέρος, όμως, ανέβασε επιδόσεις. Η Νάντια Καραγιάννη δεν έπρεπε να τραγουδήσει καθόλου στο πρώτο μέρος, όπως έκανε, καθώς τα γνήσια λαϊκά ηχοχρώματα της φωνής της αποδείχθηκε ότι ταίριαζαν γάντι στο δεύτερο μέρος του προγράμματος –στον ελαφρό κόσμο, ήχησαν εντελώς παράταιρα. Οι Θάνος Πολύδωρας και Χρυσούλα Στεφανάκη έχουν μεν φωνές, μα ακόμα δεν ξέρουν τι να τις κάνουν, αρκούμενοι, έτσι, στην αναπαραγωγή ερμηνευτικών μανιέρων του παρελθόντος. 

Για τελευταία άφησα τη Μάρα Θρασυβουλίδου, η οποία έμοιαζε να είχε ξεκινήσει για χορό στις ...Βερσαλλίες με το κατακόκκινο φόρεμά της και τα τόσα πράγματα τα οποία γυάλιζαν πάνω της. Η εκτέλεσή της στο "Για Μας Κελαηδούν Τα Πουλιά" ήταν, νομίζω, από τις χειρότερες στιγμές της παράστασης. Συνδυάζοντας τις ενδυματολογικές υπερβολές με τις υπερβολές στην ερμηνεία θύμισε εποχές τέλματος για το ελαφρό τραγούδι, όταν η γλυκερότητα και οι φωνητικές ακροβασίες υποκαθιστούσαν την ουσία. Η Θρασυβουλίδου, πάντως, κάθε άλλο παρά στερείται ικανοτήτων. Πράγμα που απέδειξε όταν τραγούδησε ντουέτο με τον Τσέρτο το "Αθήνα Και Πάλι Αθήνα". Αυτό, μάλιστα: ήταν ανάμεσα στις ωραιότερες στιγμές της βραδιάς στο Ηρώδειο. 

Τα παραλειπόμενα της συναυλίας ήταν ο μυστακοφόρος κύριος στο μπροστινό διάζωμα στα δεξιά της σκηνής, ο οποίος σηκωνόταν συχνά στο αρχοντορεμπέτικο μέρος, χορεύοντας ζεϊμπέκικο –ή, για την ακρίβεια, νομίζοντας ότι χορεύει ζεϊμπέκικο. Καλό θα ήταν, δηλαδή, να τον ενημερώσει κάποιος ότι το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται με ελαφρά σηκώματα των ποδιών και επίμονους στροβιλισμούς των χεριών. Διάκριση εξίσου σημαντική με το ότι το Ηρώδειο βρίσκεται μεν κάτω από την Ακρόπολη, αλλά δεν ταυτίζεται με το εξοχικό κέντρο στο οποίο, ενδεχομένως, έχει μάθει να επιδίδεται ελεύθερα σε τέτοια κινησιολογία. 

Η συναυλία, τέλος, είχε μεγαλύτερη διάρκεια από όση έπρεπε για τα δεδομένα μιας καθημερινής, αλλά και με βάση την ηλικία του κοινού που παραβρέθηκε. Δεν ήταν τυχαίο, δηλαδή, ότι ελάχιστοι ζήτησαν encore: με το φινάλε του προγράμματος, οι περισσότεροι πετάχτηκαν όρθιοι για να φύγουν. Και δεν είναι πως δεν πέρναγαν καλά κατά την ώρα της παράστασης. Το τι γκρίνια ακούσανε μετά οι ταξιθέτες και ταξιθέτριες του Ηρωδείου, δεν περιγράφεται –κανείς δεν είχε κατανόηση για το ότι ήθελε λεπτό χειρισμό η αποχώρηση 4.500 ανθρώπων τέτοιων ηλικιών... Σημασία, πάντως, έχει ότι έμειναν κυρίως οι θετικές εντυπώσεις, από μια βραδιά που και καλό ήταν που έγινε και καλή υπήρξε.   




02 Μαρτίου 2023

Ελίζα Μαρέλλι - συνέντευξη (2013)


Ενθυμούμενος την Ελίζα Μαρέλλι αυτές τις μέρες, καθώς και τις συνεργασίες μας στο διάστημα που διατέλεσα γραμματέας του Συλλόγου Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού, πριν τον θάνατό της (Ιούνιος 2016), έφτασα και στην παρακάτω συνέντευξη.

Αν και είχαμε ήδη κάνει μια συνέντευξη στο ραδιόφωνο, στην εποχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς, η Μαρέλλι μου ζήτησε σε κάποια φάση να κάνουμε κι αυτήν, με τη λογική μιας εφ' όλης της ύλης κουβέντας. Όχι με σκοπό να δημοσιευτεί κάπου ως είχε, αλλά για να έχει υλικό έτοιμο και τακτοποιημένο, προκειμένου να το δίνει στον Τύπο, ώστε να αντλούνται πληροφορίες για τα όσα δημοσιεύματα γίνονταν ενόψει των ποικίλων δράσεων του Συλλόγου. 

Έτσι κι έγινε, φτιάξαμε αυτή τη συνέντευξη τον Φεβρουάριο του 2013, με βάση και τη μνήμη της, μα και το αρχείο της, ώστε να είναι όλα τα στοιχεία αξιόπιστα. Ήρθαν έτσι οι καταστάσεις, όμως, ώστε ήταν το τελευταίο πράγμα που μπόρεσα να κάνω για να τη βοηθήσω: εκείνη βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση, παρά την ηλικία της, μα για εμένα ήταν μια εποχή μεγάλης μαυρίλας λόγω της επαγγελματικής καθίζησης που έφερε η οικονομική κρίση. Δούλευα πολύ, αμειβόμουν με ελάχιστα χρήματα «έναντι» (και καταλαβαίνετε τι επέφερε αυτό σε ΦΠΑ βάρος, εν καιρώ, χώρια τα ασφαλιστικά του ελεύθερου επαγγελματία που έτρεχαν αμείωτα), αλλού κυνηγούσα χρωστούμενα, όλος ο μέχρι τότε τρόπος ζωής μου πήγε περίπατο για ένα διάστημα.

Έκτοτε χαθήκαμε, ως τον θάνατό της. Όταν έμαθα τα νέα, λοιπόν, μόνταρα ξανά εκείνη τη συνέντευξη και τη δημοσίευσα στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες εκ νέου τροποποιήσεις –μικρές, αισθητικής φύσεως. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί ήδη από χρόνια στον Τύπο, ως promo


Κυρία Μαρέλλι, ήσασταν ακόμα μαθήτρια όταν ενταχθήκατε στο ενεργητικό του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι γονείς σας, πώς αντέδρασαν τότε σε αυτήν την προοπτική;

Οι γονείς μου δεν αγνοούσαν τα παιδιά-θαύματα του πενταγράμμου και του κινηματογράφου, όπως π.χ. τον Elvis Presley, την Judy Garland ή τη Shirley Temple. Προσπάθησαν λοιπόν όχι να με αποτρέψουν, μα να με προφυλάξουν, δίνοντάς μου να καταλάβω ότι η δόξα σε φορτώνει με ταλαιπωρίες. Θυμάμαι τη μητέρα μου να λέει πόσο έξυπνη και καλή ήταν η κίνηση της Deanna Durbin να αποσυρθεί από το τραγούδι και την ηθοποιία στα 1949.   

Οι παλιότεροι ίσως τα θυμούνται, αλλά δεν βλάπτει να τα ξαναπούμε –για τους νεότερους. Πώς έγινε το ξεκίνημά σας, πριν συνεργαστείτε με τόσους και τόσους σημαντικούς συνθέτες; 

Έγινε στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», όπου με πρωτάκουσαν οι άνθρωποι της Columbia κι έδειξαν αμέσως ενδιαφέρον για εμένα. Ήταν μάλιστα ο Κώστας Γιαννίδης που, εκ μέρους της εταιρείας, με πήγε στο σπίτι του Μιχάλη Σουγιούλ, ώστε να με ακούσει και να μου γράψει ένα τραγούδι. Το θυμάμαι ακόμα εκείνο το πρωινό: ήταν χειμώνας, μα η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Πήγα στον Σουγιούλ φορώντας ένα μπλε μάλλινο παλτό και κόκκινα γαντάκια. 

Αλλά η συνάντηση αυτή δεν απέδωσε καρπούς. Μια μέρα, μια γυναικεία φωνή με κάλεσε στο τηλέφωνο εκ μέρους του Ζοζέφ Κορίνθιου και ζήτησε να τον συναντήσω στο στούντιο. Έτσι λοιπόν μπήκα στη δισκογραφία, με τα τραγούδια "Μη Φοβάσαι" και "Τίποτα Άσχημο Δεν Έχεις" –συνθέσεις του Κορίνθιου, σε στίχους Νίκου Φατσέα. Κι έτσι άνοιξε και η πόρτα για όσα τραγούδια γράφτηκαν κατόπιν πάνω στη φωνή μου, αφού λίγο αργότερα ήρθαν το "Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε", το "Καινούργιο Φουστάνι", το "Έρωτά Μου Τύραννε" και τόσα άλλα. 

Αποκτήσατε γρήγορα πιστούς θαυμαστές με τέτοια τραγούδια, αναγνωριστήκατε όμως και ως ερμηνεύτρια παλιότερων επιτυχιών, λ.χ. του "Θα Ξανάρθεις" ή της "Ρεζεντά". Οι κριτικοί μα και το κοινό της εποχής θεώρησαν ότι τις ξαναζωντανέψατε, δίνοντάς τους μια νέα διάσταση...

Το εγχείρημα αυτό έγινε επίσης με πρωτοβουλία του Γιαννίδη, ήταν τότε καλλιτεχνικός σύμβουλος της εταιρείας που με κάλεσε να κάνω έναν τέτοιον δίσκο. Εκείνος με ενθάρρυνε να συνεχίσω να τραγουδώ παλιές επιτυχίες κι έτσι στη συνέχεια είπα κι άλλα τραγούδια, το "Ζητάτε Να Σας Πω", το "Θα Σε Πάρω Να Φύγουμε", το "Πόσο Λυπάμαι"... 

Είχα μεγάλη εκτίμηση για τον Γιαννίδη, βρισκόμουν κοντά του σχεδόν καθημερινά την εποχή που έφτιαχνε με τον Άρη Σμυρναίο την Ελαφρά Ορχήστρα του Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας –αυτήν που σήμερα λέγεται Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ. Έτσι, όταν η Ελληνική Ραδιοφωνία γιόρτασε τα 50 χρόνια της στο Ομήριο Πνευματικό Κέντρο, συμμετείχαμε μαζί στους εορτασμούς: εγώ τραγούδησα κι εκείνος με συνόδευσε στο πιάνο. Μάλιστα η ηχογράφηση εκδόθηκε, στην κασετίνα που βγήκε κατόπιν ως αναμνηστικό. 

Παρά την τόσο μεγάλη σας επιτυχία, πάντως, αποφεύγατε τις συνεντεύξεις. «Μια φωνή χωρίς πρόσωπο», έγραψε κάποτε για σας ο Τύπος...

Θα σας απαντήσω με κάτι που είχα πει κάποτε στον δημοσιογράφο Γιώργη Σακκά: αντί να επαιρόμεθα, καλύτερα να λέμε τα απαραίτητα· όσα συμβάλλουν ώστε το κοινό να παρακινείται και να εθίζεται στη σωστή Μουσική Παιδεία. Οι έπαινοι, όσο καλοδεχούμενοι κι αν είναι, κρύβουν συχνά υπερβολές που δεν ευσταθούν –θυμηθείτε όταν ο Τύπος με βάφτιζε «διάδοχο της Βέμπο»... 

Δεν περιφρονώ τα καλά λόγια, δίνω όμως πολύ μεγαλύτερη σημασία στο έργο εκείνο που μπορεί να εξάρει τα ευγενικά συναισθήματα, παρακινώντας τους ανθρώπους να είναι κοινωνικά και χρηστά στοιχεία. Δεν έβρισκα λοιπόν τον λόγο να δίνω συχνές συνεντεύξεις, απλά και μόνο επειδή με συζητούσε ο κόσμος και πλήθαιναν οι θαυμαστές. Ένιωθα ότι είχα περισσότερα να προσφέρω «μιλώντας» με τα τραγούδια και τις ερμηνείες μου, γιατί η καλλιτεχνική μου ταυτότητα ήταν τότε ασχημάτιστη. Τώρα πια μιλάω ευκολότερα στον Τύπο. 

Αλήθεια, κυρία Μαρέλλι, μπορούσε κάποιος τότε να βγάλει χρήματα από μια καριέρα στο τραγούδι; 

Από τη δική μου εμπειρία, ναι. Όταν με άκουσαν οι άνθρωποι της Columbia και υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο, προέβλεπε ποσοστό 2% επί των κερδών, πράγμα που μεταφραζόταν σε τρεισήμισι-τέσσερις χιλιάδες δραχμές τον μήνα. Ποσό πολύ σεβαστό για τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Βέβαια, από τότε μέχρι σήμερα η δισκογραφία έχει αλλάξει πολύ.

Τι ακριβώς έχει γίνει με το "Δυο Πράσινα Μάτια", τη μεγάλη επιτυχία του Μίμη Κατριβάνου; 

Όταν ξεκίνησα να τραγουδώ, ήδη το ελαφρό στυλ είχε αρχίσει να φεύγει από τη μόδα. Μάλιστα, πολλές σπουδαίες φωνές αναγκάστηκαν τότε να περάσουν στο λαϊκό ρεπερτόριο, παίζοντας με μπουζούκια. Ωστόσο το 1963 το "Δυο Πράσινα Μάτια", πρωτοτραγουδισμένο από μένα, διαγωνίστηκε στο BBC μαζί με άλλες 13 επιτυχίες του διεθνούς ρεπερτορίου. Και βγήκε πρώτο. Ήταν μια μεγάλη διάκριση, που όμως εδώ δεν κοινοποιήθηκε και παραμένει άγνωστο γεγονός. 

Κάτι που επίσης αγνοεί ο περισσότερος κόσμος είναι το μεγάλο σας φιλανθρωπικό έργο. Θα θέλατε να αναφερθείτε σε αυτό; 

Η Δανάη μου έλεγε ότι διαθέτω την ιδιοσυγκρασία μιας αδελφής του ελέους, ότι στέκομαι σαν προστάτης δίπλα στους δυστυχισμένους. Το θεωρούσα καθήκον μου ως άνθρωπος να βοηθώ όσο και όποτε μπορούσα. Το πιο εύκολο ήταν να γίνονται συναυλίες, τα κέρδη των οποίων πήγαιναν προς όφελος των πασχόντων, π.χ. σε γηροκομεία ή σε ορφανοτροφεία. Δεν θέλω όμως να πω περισσότερα για το θέμα: όσα έχω κάνει δεν έγιναν για να πάρω κάποια επιπλέον προβολή. 

Με τη Δανάη είχατε στενή σχέση, έτσι δεν είναι; Τιμήσατε μάλιστα και τη μνήμη της στον «Παρνασσό» το 2011, σε μια βραδιά μελωδίας οργανωμένη από τον Σύλλογο Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού...

Η Δανάη ήταν, πάνω από όλα, η δασκάλα μου. Μικρό κοριτσάκι ήμουν όταν με επισκέφθηκε για πρώτη φορά, μαζί με τη Χρυσούλα Στίνη. Υπήρξε μια εκλεκτή παρουσία στη ζωή μου και πολύτιμος σύμβουλος, όχι μόνο ως καλλιτέχνης, μα και με το σπάνιο ήθος που τη διέκρινε ως προσωπικότητα. Δεν ήταν καθόλου ανταγωνιστική με τις υπόλοιπες τραγουδίστριες, κάτι που έλεγε πάντα ότι εκτιμούσε και σε εμένα. Με τίμησε θεωρώντας με δικό της άνθρωπο και το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για εκείνη είναι βραδιές όπως κι αυτή στον Παρνασσό. 

Κάτι που μας φέρνει και στο σήμερά σας: αυτή τη στιγμή είστε η Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων των Ελαφρού Τραγουδιού, ο οποίος τα τελευταία χρόνια δείχνει αξιοσημείωτα ενεργός, οργανώνοντας διάφορες βραδιές. Από πότε υπάρχει ο Σύλλογος και πώς βρεθήκατε να είστε πρόεδρός του; 

Ο Σύλλογος έχει 6 χρόνια τώρα που δραστηριοποιείται. Τον ιδρύσαμε μαζί με τη Δανάη, τον Λυκούργο Καλλέργη, τον Ιωάννη Μαρκαντώνη, τον Παύλο Ναθαναήλ και τον Γιώργο Κόρκα (έναν συγγενή του άντρα μου). Ο κύριος Ναθαναήλ διατέλεσε πρόεδρος για όλα αυτά χρόνια και πρόσφερε σημαντικότατο έργο με τις γνώσεις, το ήθος και τη σοβαρότητά του, όμως λόγω υποχρεώσεων δεν μπόρεσε να συνεχίσει και έτσι τον διαδέχθηκα εγώ –ύστερα από εκλογές. Παραμένει ωστόσο δίπλα μας ως πολύτιμος σύμβουλος, με τον τιμητικό τίτλο του επίτιμου προέδρου.  

Και πώς λειτουργείτε; Από πού αντλεί πόρους ο Σύλλογος;

Όπως πολύ ωραία το έθεσε η Τζένη Καλλέργη στην εισηγητική της ομιλία στο αφιέρωμα που κάναμε στον «Παρνασσό» για το Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης (2011), τα περιουσιακά στοιχεία του Συλλόγου είναι «ένα σεντούκι με πληθώρα από μελωδίες καλά φυλαγμένες, που ψάχνουν χώρο να φιλοξενηθούν. Ψάχνουν τον χώρο του μυαλού, της ψυχής και του ονείρου». 

Δεν υπάρχουν πόροι, λοιπόν. Ο Σύλλογος είναι αυτοχρηματοδοτούμενος –από τα μέλη του και όσους έχουν σταθεί δίπλα μας αφιλοκερδώς. Όλα αυτά τα χρόνια τα μόνα μας έσοδα προέρχονται από την πώληση ενός ετήσιου ημερολογίου με κείμενα και φωτογραφίες για τις προσωπικότητες του ελαφρού τραγουδιού και από ό,τι περισσεύει αφού καλυφθούν οι υποχρεώσεις για τις εκδηλώσεις τις οποίες οργανώνουμε. Τώρα, για πρώτη φορά, αναζητούμε ενίσχυση από την Πολιτεία, μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού. Ως τώρα, πάντως, δεν είχε ποτέ υπάρξει κάποια ευαισθητοποίηση της Πολιτείας, με τον τρόπο λ.χ. που είδαμε να γίνεται συχνά για το δημοτικό τραγούδι ή το ρεμπέτικο. 

Πώς βλέπει ο Σύλλογος την υπόθεση του ελαφρού τραγουδιού; Με νοσταλγική διάθεση ή με την επιθυμία να αποκαταστήσει ένα κομμάτι του πολιτισμού μας;

Όπως και ο Γιαννίδης, έτσι κι εγώ αντιδρώ στον χαρακτηρισμό «ρετρό» για το ελαφρό τραγούδι –δεν συμφωνώ ιδιαίτερα ούτε με το επίθετο «ελαφρό», έχει όμως καθιερωθεί. Δεν μπορεί να λέμε ότι είναι ρετρό ένα είδος που ακόμα παραμένει αγαπητό και τα σπουδαία του τραγούδια διασκευάζονται από νεότερους καλλιτέχνες, γνωρίζοντας καινούρια επιτυχία. 

Ο Σύλλογος Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού δεν είναι βασισμένος στη νοσταλγία, ούτε και επιθυμεί να εμπλακεί σε πολεμικές με το δημοτικό τραγούδι ή με το ρεμπέτικο. Αξιώνει απλώς για το ελαφρό τραγούδι τη δική του θέση στην ιστορία του μουσικού πολιτισμού αυτού του τόπου, μια θέση που δικαιωματικά κατέχει. Στον Σύλλογο δεν λειτουργούμε μόνο με τη νοσταλγία των όσων ζήσαμε και αγαπήσαμε, μα και με την πεποίθηση ότι το ελαφρό τραγούδι αποτελεί έναν ιδιαίτερο σταθμό στην ιστορία του πολιτισμού μας. Σε μια τέτοια αναγνώριση αποσκοπούν οι ενέργειές μας.  

Στο σημερινό περιβάλλον της Κρίσης, όπου όλα περικόπτονται και πολλοί άνθρωποι δεν έχουν πια αρκετά χρήματα για να επιβιώσουν, δεν ανησυχείτε πως όλες αυτές οι ενέργειες ενδεχομένως να θεωρηθούν πολυτέλειες; Κι έτσι να μην υποστηριχτούν από το κοινό, όπως θα υποστηρίζονταν σε πιο ανθηρές εποχές;

Ζούμε σε μια πολύ δυσάρεστη πραγματικότητα, όπου πράγματι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Ακούμε διαρκώς για περικοπές, βλέπουμε να μειώνονται οι συντάξεις των μεγαλύτερων και τα νέα παιδιά να δυσκολεύονται όλο και πιο πολύ να βρουν δουλειά. 

Ο λαός μας, όμως, είναι λαός περιπετειώδης. Μπορεί να παρασύρθηκε σε εφήμερες νυχτερινές διασκεδάσεις και να άφησε τις αξίες του να εκπέσουν, αλλά σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία είναι ίσως που θα αναζητήσει να ξαναγεμίσει το πνεύμα και την ψυχή του με πολιτισμό. Ίσως όλα αυτά τα δυσάρεστα να στρέψουν και πάλι τους Έλληνες προς τα ουσιαστικά πράγματα. 

Οι εξελίξεις μας επηρεάζουν φυσικά όλους και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού θα οδηγηθούμε. Χρέος εμάς των καλλιτεχνών, πάντως, είναι να θυμίζουμε το πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει ο πολιτισμός.  

Για να επιστρέψουμε όμως και στα της δικής σας πορείας, ξεκινήσατε από μικρή ηλικία στο τραγούδι, αλλά εξίσου νέα ήσασταν και όταν το αφήσατε. Είχε να κάνει με τη δύση του ελαφρού τραγουδιού ή με αλλαγή στις δικές σας προτεραιότητες;

Ευτύχησα να αποκτήσω τρία παιδιά, στα οποία έπρεπε όμως να αφοσιωθώ. Δεν γινόταν να κάνω την καριέρα που έκανα ως τότε και παράλληλα να δίνω στην οικογένειά μου την αμέριστη προσοχή που χρειαζόταν. Επέλεξα λοιπόν την οικογένειά μου και όχι την καριέρα, αλλά δεν ξέχασα το τραγούδι. Έτσι, όταν πια τα παιδιά άρχισαν να μεγαλώνουν, άρχισα κι εγώ να επιστρέφω στο τραγούδι. Κυκλοφόρησα το 1994 τον δίσκο «Απόδραση Για Δύο» με καινούριες μελωδίες σε ενορχήστρωση του Ζακ Ιακωβίδη, ενώ σιγά-σιγά έκανα και περισσότερες συναυλίες.  

Ανεκπλήρωτα όνειρα έχετε, κυρία Μαρέλλι;

Βέβαια! Όνειρό μου είναι να γραφτεί μια πλήρης και ακριβής ιστορία του ελαφρού τραγουδιού, γιατί τα όσα έχουν δημοσιευτεί ως σήμερα και αποσπασματικά είναι και πάσχουν από την άποψη της ιστορικής αντικειμενικότητας. Είναι μια κατεύθυνση προς την οποία, Θεού θέλοντος, σκοπεύω να δραστηριοποιηθώ, με την αρωγή φυσικά του Συλλόγου.



01 Μαρτίου 2023

Ελίζα Μαρέλλι: «Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε» - ανταπόκριση (2011)


Τις μέρες αυτές συναντήθηκα ξανά, μετά από χρόνια, με τον Χάρη Παπαϊωάννου –Ολυμπιονίκη του Τζούντο στην Ατλάντα (1996) και γιο της αείμνηστης δόξας του ελαφρού τραγουδιού, Ελίζας Μαρέλλι.

Εκεί που τα λέγαμε, λοιπόν, θυμηθήκαμε και τη βραδιά για το «Ζωγράφειο» της Κωνσταντινούπολης (δείτε εδώ), αλλά και το πώς έγινε και γνωρίστηκα με τη μητέρα του, διατελώντας για ένα διάστημα γραμματέας στον Σύλλογο Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού.

Αιτία, λοιπόν, στάθηκε μια συναυλία της Ελίζας Μαρέλλι. Δεν την έβλεπες συχνά την τραγουδίστρια, στα χρόνια τουλάχιστον που είχα επιστρέψει από τη Βρετανία και δούλευα στα μουσικά. Έτσι, όταν ανακοίνωσε μια βραδιά στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», τον Φεβρουάριο του 2011, πήγα να τη δω –εκεί, μάλιστα, θα βρισκόταν και ο Μίμης Πλέσσας, ο οποίος το μακρινό 1952 της είχε γράψει το τραγούδι που έδινε τον τίτλο της εκδήλωσης ("Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε") και θα τη συντρόφευε στο πιάνο. Η Μαρέλλι διάβασε έπειτα την ανταπόκρισή μου, μου τηλεφώνησε και είπαμε να βρεθούμε για να κάνουμε και μια εκπομπή στο ραδιόφωνο, στη Συχνοτική Συμπεριφορά που είχαμε τότε στους 105,5 Στο Κόκκινο με τον Στυλιανό Τζιρίτα.

Η ανταπόκριση αυτή δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, ένεκα της αφορμής, με ορισμένες συντακτικές και αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά, τις τράβηξε η Στέλλα Κουρμουλάκη


Στην Ελλάδα δεν έχουμε συνηθίσει οι εκδηλώσεις να αρχίζουν στην ώρα τους. Αλλά την Τρίτη στον Παρνασσό η εκκίνηση δόθηκε ακριβώς 10 λεπτά μετά την ανακοινωμένη ώρα έναρξης (19.30) κι αφού ήδη η αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου ήταν σχεδόν εντελώς γεμάτη, με λίγες μόνο θέσεις να έχουν απομείνει κενές, στις πίσω σειρές. 

Δεν έχουμε, επίσης, αίσθηση της οικονομίας χρόνου, όταν στο (όποιο) πρόγραμμα περιλαμβάνονται ομιλίες. Αλλά στον Παρνασσό οι ομιλίες υπήρξαν λιτές, περιεκτικές, σύντομες και μακριά από άσκοπους πλατειασμούς. Υπεύθυνος για όλα αυτά τα άξια επαίνου, ο Σύλλογος «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού». Τα υπόλοιπα ωραία της βραδιάς –τη συγκίνηση, τις αναμνήσεις, το τραγούδι– τα ανέλαβαν (πρωτίστως) ο Μίμης Πλέσσας με την Ελίζα Μαρέλλι και (δευτερευόντως) ο Μιχάλης Δεσύλλας, η Ελεάνα Ζεγκίνογλου και ο Γιάννης Χριστόπουλος. 

Ο παρουσιαστής της βραδιάς, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Κώστας Μπλιάτκας, κήρυξε την έναρξη με έναν συνδυασμό σοβαρότητας και άνεσης στις 19.40, καλώντας στη σκηνή τον πρόεδρο του Συλλόγου «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού», τον δημοσιογράφο και λογοτέχνη Παύλο Ναθαναήλ. Εκείνος υπήρξε λακωνικός και καίριος, σημειώνοντας την ανάγκη να προστατευτεί το ελαφρό τραγούδι και να αναδειχθεί όπως του πρέπει, χωρίς, όμως, να δώσει στον λόγο του χαρακτήρα πολεμικής (όπως έχουμε δει σε ανάλογα αιτήματα για το δημοτικό τραγούδι). Ίσα-ίσα, ζωηρή αίσθηση προκάλεσε η επισήμανσή του για τα ωραία ελληνικά ροκ τραγούδια τα οποία έχουν γραφτεί, που έδειξε ότι τόσο ο ίδιος, άρα και ο Σύλλογος, δεν διεξάγουν κάποια νοσταλγική, παρελθοντολάγνα καμπάνια κατά της μοντερνικότητας, αλλά, δικαίως, ζητούν απλά μια θέση στα πράγματα και για το ελαφρό τραγούδι. 

Τον κύκλο ομιλιών συμπλήρωσαν ο διευθυντής του αθηναϊκού παραρτήματος των βιβλιοπωλείων «Ιανός», Βασίλης Χατζηιακώβου, απαγγέλλοντας ποίηση Πάμπλο Νερούντα σε μετάφραση της Δανάης και η σύζυγος του Μίμη Πλέσσα και παραγωγός του «Αθήνα 9.84» Λουκίλα Καρρέρ, μιλώντας γενικά για το ελαφρό τραγούδι και το πώς παραμένει επίκαιρο. Μια τρίτη ομιλία, αν και υπήρχε στο πρόγραμμα, δεν έγινε ποτέ, καθώς, άγνωστο γιατί, ο πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» –ο ομότιμος Καθηγητής Ιωάννης Μαρκαντώνης– δεν βρισκόταν στην αίθουσα. Ακολούθησαν οι βραβεύσεις του Ζακ Ιακωβίδη και του Ανδρέα Χατζηαποστόλου για την προσφορά τους στη μουσική, που υπήρξαν σύντομες και ουσιαστικές, όπως και η αντίστοιχη του Μίμη Πλέσσα. Ο οποίος μας χάρισε και δυο λόγια, πριν μας προτρέψει να ακούσουμε και λίγη μουσική.

Ο Πλέσσας έλαβε λοιπόν θέση στο πιάνο και η Ελίζα Μαρέλλι μας χάρισε το τραγούδι που έδωσε και τον τίτλο στη βραδιά, το "Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε". Με το οποίο ανέσυρε μνήμες από τη δεκαετία του 1950, δείχνοντας παράλληλα ότι διαθέτει ακόμα τα ερμηνευτικά χαρίσματα που την καθιέρωσαν ως ένα από τα σημαντικά ονόματα στο ελαφρό στυλ –έχει διατηρήσει στο ακέραιο, λ.χ., το αναγνωρίσιμο χρώμα της. Έμεινε δε στη σκηνή για τρία ακόμα κομμάτια, με την κορύφωση της συναυλίας να σημειώνεται στο "Πόσο Λυπάμαι". Σχεδόν σύσσωμο το ακροατήριο σιγοτραγούδησε μαζί της, αρκετά μάτια δάκρυσαν, η ίδια δε διάλεξε μια προσέγγιση προσωπική, πολύ κοντά σε εκείνη που γνωρίζουμε από τη δισκογραφία με τη φωνή της. Αποχωρώντας, χειροκροτήθηκε θερμά. Όχι όμως ως μια φιγούρα του παρελθόντος, μα ως παρουσία που μπορεί και πρέπει να έχει (και) παρόν. 


Για το υπόλοιπο της βραδιάς, έλαβε θέση στο πιάνο ο Σπύρος Παπαδάτος και πίσω από το μικρόφωνο βρέθηκε πρώτος ο ηθοποιός και τραγουδιστής Μιχάλης Δεσύλλας. Μας είπε ένα δικό του τραγούδι, τον "Θεατρίνο", μας θύμισε ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του Ζακ Ιακωβίδη ("Να Το Πάρεις Το Κορίτσι"), ενώ μας είπε και Ανδρέα Χατζηαποστόλου –το "Εγώ Θα Κόψω Το Κρασί". Το κοινό τον αποθέωσε, τον χειροκρότησε θερμά και τραγούδησε μαζί του, καθώς στάθηκε παραπάνω από φανερό ότι ο Δεσύλλας πέτυχε να απευθυνθεί στο συναίσθημα και στις αναμνήσεις των περισσοτέρων στην αίθουσα. Προσωπικά, ωστόσο, έμεινα κάπως αποστασιοποιημένος, καθώς βρήκα την προσέγγισή του ολίγον πιο γλυκερή από όσο νομίζω χρειαζόταν. 


Σκυτάλη κατόπιν στην Ελεάνα Ζεγκίνογλου, η οποία ανέβηκε με αέρα επί σκηνής και μας είπε δύο τραγούδια του Αττίκ κι ένα δικό της, από τον πρόσφατο (και καλό) δίσκο της, Ένα Ταξίδι Που Δεν Έκανες Ποτέ. Για το τελευταίο έκατσε μάλιστα και η ίδια στο πιάνο, αποδεικνύοντας κάτι που πιστεύω για αυτήν, ότι είναι –για την ώρα– καλύτερη πιανίστρια από ότι τραγουδίστρια. Όχι ότι δεν είναι καλή, ας μην παρεξηγηθώ. Έχει όμορφη φωνή, τραγουδάει σωστά και έδειξε ότι διαθέτει άνεση στο να εναλλάσσει ερμηνευτικά πρόσωπα στο "Δεν Σου Πάει Το Πάχος Δημητράκη", αν και κάποια σημεία της στο "Ζητάτε Να Σας Πω" θύμισαν τον τρόπο με τον οποίον το έχει προσεγγίσει η Τάνια Τσανακλίδου, σε πρόσφατη ηχογράφησή της. Θέλει ενδεχομένως λίγη δουλειά ακόμα στο να μπορέσει να εκπέμψει και στίγμα με τη φωνή της, είναι πάντως από τα νέα ταλέντα από τα οποία δικαιούμαστε να αναμένουμε πράγματα.


Ο Γιάννης Χριστόπουλος, από την άλλη, ο οποίος κι έκλεισε την εκδήλωση (η οποία γινόταν προς τιμήν της Δανάης, ας σημειωθεί), είναι τενόρος αναγνωρισμένος, οπότε ο δικός του επί σκηνής αέρας είχε μαζί και την άνεση της καταξίωσης. Παντρεύοντας τεχνική και συναίσθημα απέδωσε ωραία, σε λόγιο ύφος, τραγούδια του Τιμόθεου Ξανθόπουλου, του Κώστα Γιαννίδη και του Νίκου Γούναρη –αν και το "Γλυκά Μου Μάτια Αγαπημένα" του τελευταίου έχρηζε, ίσως, μιας λιγότερο «σφιγμένης» ανάγνωσης. 

Εν κατακλείδι, ο Σύλλογος «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού» μας χάρισε μια όμορφη και υποδειγματικά οργανωμένη βραδιά, τιμώντας τη μνήμη της Δανάης, αλλά και το ελαφρό τραγούδι γενικότερα. Αξίζει προσοχής και αρωγής το έργο του κι ελπίζω να επανέλθει σύντομα με κάποια νέα εκδήλωση.



19 Σεπτεμβρίου 2020

Μια βραδιά για το Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης, με κινητήριο δύναμη την Ελίζα Μαρέλλι

 

127 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας γιορτάζει σήμερα το Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης· ένα από τα 5 ελληνικά σχολεία (γυμνάσιο-λύκειο) που συνεχίζουν να υπάρχουν εκεί, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των περίπου 2.500 «Ρωμιών» που έχουν απομείνει ανάμεσα σε 15,5 εκατομμύρια κατοίκων. Άνοιξε το 1893, ανταποκρινόμενο στις εκπαιδευτικές ανάγκες μιας πολύ πιο ανθηρής ομογένειας και εξακολουθεί να στεγάζεται στο ιστορικό κτίριο που σχεδίασε ο επιφανής αρχιτέκτονας Περικλής Φωτιάδης, με χρηματοδότηση από τον τραπεζίτη Χρηστάκη Ζωγράφο, στον οποίον οφείλει και την ονομασία του.

Σχεδόν 10 χρόνια πριν, στις 31 Μαΐου του 2011, ως γραμματέας τότε του συλλόγου «Φίλοι του Ελαφρού Ελληνικού Τραγουδιού», είχα την τιμή να συμμετέχω στη διοργάνωση μιας εκδήλωσης για το Ζωγράφειο, υλοποιώντας μια ιδέα της Ελίζας Μαρέλλι (1940-2016). Η δόξα του παλιού ελαφρού τραγουδιού είχε επιστρέψει εκείνο το διάστημα στα πράγματα, δρώντας μέσω του συλλόγου Φίλων Ελαφρού Τραγουδιού· και επιθυμούσε να προσφέρει έμπρακτα στο έργο του σχολείου, με μια πλούσια βραδιά (ομιλίες, προβολή ντοκιμαντέρ, μουσικό πρόγραμμα), τα έσοδα της οποίας θα δίνονταν για τις ανάγκες του. Στην κάτωθι φωτογραφία, μάλιστα, απεικονίζεται με μαθητές του Ζωγραφείου δίπλα στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, σε γιορτή για τα 117 χρόνια του ιδρύματος.


Η μέρα αποδείχτηκε αρκετά δύσκολη για μετακινήσεις, καθώς το κέντρο της Αθήνας είχε δύο απογευματινές συγκεντρώσεις –μία των λεγόμενων «Αγανακτισμένων» στο Σύνταγμα και μία της κίνησης «Σπίθα» του Μίκη Θεοδωράκη. Βρισκόμασταν άλλωστε σε μια πολύ τεταμένη και από πολλές απόψεις μαύρη περίοδο, με το οικονομικό βούλιαγμα που είχε επιφέρει η Κρίση του 2009 να είναι πλέον αισθητό στην πλειονότητα του πληθυσμού. Παρά ταύτα, αρκετοί έδωσαν το παρών στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» στην πλατεία Καρύτση και ήταν μεγάλη μου χαρά που μεταξύ τους βρισκόταν και η θεία μου Ρέα Παλαιοπούλου-Σταθοπούλου (η οποία είναι Κωνσταντινουπολίτισσα) με τον αείμνηστο θείο μου Γιώργο Σταθόπουλο.


Είχαμε μάλιστα και εκλεκτούς προσκεκλημένους, καθώς παρέστη τόσο ο νυν διευθυντής του Ζωγραφείου Γιάννης Δεμιρτζόγλου (ο οποίος καταχειροκροτήθηκε μετά από τον συγκινητικό του λόγο), όσο και ο αρχιμανδρίτης Ευδόκιμος Καρακουλάκης, που εκπροσώπησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μεταφέροντας τις εγκάρδιες ευχές του Πατριάρχη. Δυστυχώς, λόγω ξαφνικής ασθένειας της συζύγου του, δεν μπόρεσε τελικά να έρθει ο επί σειρά ετών (1955-1993) διευθυντής του σχολείου Δημήτρης Φραγκόπουλος, όπως είχαμε προγραμματίσει. Η άνωθεν φωτογραφία του Σταύρου Τσακιρίδη, με απεικονίζει επί σκηνής, να προσφέρω αναμνηστικό ενθύμιο στον Γιάννη Δεμιρτζόγλου.

Η βραδιά είχε ως παρουσιάστρια την ηθοποιό και συγγραφέα Τζένη Καλλέργη, η οποία απήγγειλε μάλιστα και το ποίημα "Βασιλεύουσα" του Γιάννη Λιάσκου. Ξεκίνησε με χαιρετισμό του Παύλου Ναθαναήλ (επίτιμου τότε προέδρου του Συλλόγου Φίλων Ελαφρού Τραγουδιού) και συνεχίστηκε με προβολή ενός 20άλεπτου ντοκιμαντέρ σχετικά με το Ζωγράφειο, φτιαγμένο από τον ηθοποιό και τραγουδιστή Μιχάλη Δεσύλλα (1943-2018). 


Στο  μουσικό πρόγραμμα κεντρική θέση είχε βέβαια η Ελίζα Μαρέλλι, η οποία θυμάμαι μάλιστα ότι ήταν στεναχωρημένη, γιατί λόγω κρυολογήματος δεν θα μπορούσε τελικά να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του προγράμματος 4 τραγουδιών, το οποίο είχαμε ανακοινώσει. Παρά ταύτα, ερμήνευσε ωραιότατα το "Τι Μου 'Χεις Κάνει Και Σ' Αγαπώ" του Ζοζέφ Κορίνθιου (1955) και το "Πόσο Λυπάμαι" του Κώστα Γιαννίδη (1939), εισπράττοντας θερμά χειροκροτήματα. Την πλαισίωσαν η Αναστασία Μεταλληνού, ο προαναφερθείς Μιχάλης Δεσύλλας και η Ζωή Απειρανθίτη.

Παρά την άσχημη εκείνη περίοδο, η οποία είχε βεβαίως πλήξει κι εμένα (τόσο οικονομικά, όσο και ψυχολογικά), θυμάμαι ακόμα τη συγκεκριμένη εκδήλωση ως κάτι πραγματικά όμορφο και δημιουργικό που μπορέσαμε και στήσαμε με την Ελίζα Μαρέλλι και τα παιδιά της, την Αγγελική, τη Μαρίκα και τον Χάρη –τον Ολυμπιονίκη του τζούντο στην Ατλάντα, Χάρη Παπαϊωάννου. Ακούραστη θαρρείς και πάντα γεμάτη με ιδέες, η Ελίζα Μαρέλλι είχε κι ένα επιπλέον ταλέντο πέραν του φωνητικού: να σε παρακινεί και να σε κινητοποιεί.