Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρτσάκης Αντώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρτσάκης Αντώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Σεπτεμβρίου 2022

Η Κρήτη Τραγουδάει - ανταπόκριση (2015)


7 Σεπτέμβρηδες πριν, καθώς επέστρεφα στην Αθήνα μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, το πρώτο (μου) συναυλιακό ραντεβού με τη σεζόν 2015-2016 με καλούσε στον Βύρωνα, σε μια μεγάλη γιορτή του κρητικού τραγουδιού. «Ψυχή» της ήταν ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης: ο γιος του Νίκου Ξυλούρη, ο οποίος σταδιοδρομούσε ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Τότε, μάλιστα, ήμασταν και συνάδελφοι στα μουσικά του 105,5 Στο Κόκκινο. 

Δυστυχώς ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης δεν έμελλε να ζήσει πολύ –περίπου 2 μήνες αργότερα σκοτώθηκε σε τροχαίο. Τον θυμάμαι πάντα ως έναν από τους αξιολογότερους και συμπαθέστερους συναδέλφους, που κοσμούσε τα ερτζιανά με τις εκπομπές του. Η δε εκδήλωση «Η Κρήτη Τραγουδάει» ήταν ένα από τα ελάχιστα πολιτισμικά δρώμενα στα οποία ενεπλάκη ο ραδιοσταθμός 105,5 Στο Κόκκινο και άξιζε όντως τον κόπο. Προσπάθειες έγιναν κι άλλες, κατά καιρούς, ιδέες υπήρξαν. Στο διά ταύτα, όμως, δεν συνέβησαν πολλά πράγματα. Ούτε και διαβάστηκε σωστά το πολύπτυχο της εποχής, είναι η γνώμη μου, πέρα από την κουρασμένη ζώνη ασφαλείας του έντεχνου και των αναιμικών alternative προσπαθειών.

Τώρα, καθώς μετράμε αντίστροφα για το μεγάλο αφιέρωμα στον Νίκο Ξυλούρη, το οποίο στήνει ο Σταύρος Ξαρχάκος για τις 21/9 (κι έχει γίνει ήδη sold-out, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές), ο νους ξαναγυρνά στη βραδιά της Κρήτης στον Βύρωνα. Η επιτυχία της, η απήχησή της σε έναν νεαρόκοσμο που δεν έχει ρίζες στην Κρήτη, αλλά και η γενικότερη διάδοση της ιδιαίτερης παράδοσης του νησιού κατά τα τελευταία χρόνια (ακόμα και με τις αναπόφευκτα δυσάρεστες προσμίξεις), όλα δείχνουν πίσω στον Νίκο Ξυλούρη. Ο οποίος μπορεί να έφυγε νεότατος, μόλις στα 43 (1980), πρόλαβε όμως να καταχωρηθεί στις μυθικές φιγούρες του εγχώριου τραγουδιού. Η παρουσία του και η δισκογραφική του σταδιοδρομία άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο για τη μουσική του τόπου του, σφυρηλατώντας κι έναν σύνδεσμο με το ευρύτερο κοινό που ακόμα κρατά και στις δικές μας ημέρες.

Με τη φετινή αφορμή, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ μια ανταπόκριση από τη συναυλία «Η Κρήτη Τραγουδάει» –με μικρές, αισθητικής φύσης μετατροπές συγκριτικά με το κείμενο που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 στο Avopolis. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη, με την κεντρική να απαθανατίζει τη σύμπραξη του Ross Daly με τον Βασίλη Σταυρακάκη.


Δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο της βραδιάς έριξα μια καλή ματιά στο θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», για να τσεκάρω την προσέλευση. Θυμάμαι όμως ότι είδα κόσμο κυριολεκτικά παντού: οι εξέδρες κατάμεστες, η πλατεία γεμάτη, κάμποσοι όρθιοι στα πλάγια. Ένα κοινό ενθουσιώδες, με πολλά νέα παιδιά να πλαισιώνουν τις αναμενόμενα μεγαλύτερες ηλικίες, το οποίο πήρε μέρος ενεργά στη μεγάλη γιορτή που έστησε ο ραδιοφωνικός σταθμός 105,5 Στο Κόκκινο, χειροκροτώντας με ζέση, τραγουδώντας και σέρνοντας κυκλικούς χορούς μπροστά από τη σκηνή. 

Το γενικό πρόσταγμα, την επιλογή των 32 Κρητών καλλιτεχνών που ήρθαν ως τα βράχια του Βύρωνα, αλλά και τον ρόλο του παρουσιαστή της βραδιάς, είχε ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης –παραγωγός στο Κόκκινο και γιος (για όσους δεν γνωρίζουν) του Νίκου Ξυλούρη. Του αξίζουν συγχαρητήρια, γιατί έκανε εξαιρετική δουλειά: μέσα σε 200 λεπτά παρέλασε μπροστά μας ένα πανόραμα της ζώσας κρητικής παράδοσης, μακριά από φτηνά ανακατώματα μα και από μαραμένα έντεχνα, που ψάχνουν την ανά(σ)ταση μέσω Κρήτης.

Συγχαρητήρια όμως αξίζει και συνολικά η διοργάνωση. Και δεν το γράφω αυτό με τη συναδελφική ευκολία ενός από το Κόκκινο, μα με βάση μετρήσιμους δείκτες, οι οποίοι τόσο μας έχουν απογοητεύσει σε άλλες ζωντανές περιστάσεις. Ακούσαμε λ.χ. εξαιρετικό ήχο στο θέατρο Βράχων, είδαμε σωστά φώτα και, παρά την πολυκοσμία, η συναυλία άρχισε με αμελητέα καθυστέρηση, με το χρονοδιάγραμμά της να τηρείται χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση.  

Το πρόγραμμα δεν ξεκίνησε από την «επισημότητα» της εξέδρας, μα κάπου ανάμεσα στο πλήθος της πλατείας, όταν ξαφνικά ακούστηκε η ασκομπαντούρα του Θανάση Σταυρακάκη και τον είδαμε κατόπιν να κατευθύνεται προς τη σκηνή, παρέα με τον Αστρινό Ζαχαρουδιάκη (λύρα), τον γιο του Αντώνη Ζαχαριουδάκη (λαούτο) και τον τραγουδιστή Δημήτρη Σκουλά


Αυτή η, ως επί το πλείστον, «παλιά φρουρά» έχει μεγάλη και ξεχωριστή ιστορία, ειδικά ο Σταυρακάκης –κύριος αναβιωτής της ασκομπαντούρας κατά τη δεκαετία του 1970 και σπουδαίος μοχλός στη μεταφορά της κρητικής παράδοσης στην Αθήνα, τόσο ως μουσικός, όσο και ως μαγαζάτορας: δικό του ήταν, μάθαμε, το Κρητικό Κονάκι, πρώτο στέκι του είδους του στην πρωτεύουσα. Οι Ζαχαριουδάκηδες και ο γλυκόλαλος Σκουλάς στάθηκαν εξίσου θαυμάσια, ξεκινώντας με απόσπασμα του «Ερωτόκριτου» και ξεσηκώνοντας το πρώτο ρεύμα κεφιού με τα συρτά του Θανάση Σκορδαλού, του Νίκου Ξυλούρη και του Κώστα Μουντάκη.

Σκυτάλη κατόπιν πήρε μια νέα όψη της κρητικής παράδοσης ή, έστω, ένας καινούριος τρόπος για να δεις τα παραδεδομένα. Τον εκπροσώπησαν η Ειρήνη Δερέμπεη (τραγούδι, θιαμπόλι), ο Κάρολος Κουκλάκης (μπουλγκαρί) και ο Βασίλης Τζορτζίνης (κοντραμπάσο). Μια ωραία γυναικεία φωνή, δηλαδή, και δύο άξιοι σολίστες, οι οποίοι ήχησαν όμως παράταιρα. Γιατί σε άλλο κλίμα σε είχε βάλει το προηγούμενο σχήμα και, μέσα σε μόλις 20 λεπτά, «αναγκάστηκες» να προσπαθείς να επικοινωνήσεις με μία πολύ πιο λόγια εκδοχή της Κρήτης. Για μένα τουλάχιστον, δεν στάθηκε δυνατόν· κάτι χάθηκε.


Η ροή των πραγμάτων αποκαταστάθηκε στη συνέχεια με μια εξαιρετική ιδέα, στόχος της οποίας ήταν η παρουσίαση της βιολιστικής παρακαταθήκης της Κρήτης, που είναι μεγαλύτερη από όσο συνήθως νομίζεται: η λύρα άρχισε να κυριαρχεί στα γλέντια από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα. Ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης παρέταξε λοιπόν τις δύο κύριες παραδόσεις μαζί επί σκηνής, να παίζουν εναλλάξ. 

Στα αριστερά όπως κοιτούσαμε τοποθέτησε τον Ιεραπετριώτη Βαγγέλη Βαρδάκη, πλαισιωμένο από τον Μανώλη Λιαπάκη (φωνή, λαούτο) και τον Γιάννη Γενειατάκη (φωνή, κιθάρα)· και στα δεξιά έβαλε τον νέο σούπερ σταρ της Κρήτης, τον Κισσαμιώτη Αντώνη Μαρτσάκη, ο οποίος ήρθε ντυμένος με παραδοσιακή στολή, όπως έπραξε και το σχήμα του: ο Νίκος Μαρεντάκης, γνώστης των χανιώτικων τρόπων του λαούτου, ο Κανάκης Κοζονάκης (επίσης λαούτο) και ο Φραγκέσκος Μπαλτζάκης (νταουλάκι). Ανατολική και Δυτική Κρήτη εκπροσωπήθηκαν έτσι επάξια, με τον Μαρτσάκη ειδικά να γίνεται δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τη νεολαία, «πυροδοτώντας» τους πρώτους μαζικούς κύκλιους χορούς στην πλατεία. Αλλά και οι Λασηθιώτες έκλεισαν το δικό τους σετ με τον καλύτερο ίσως πηδηχτό τον οποίον ακούσαμε μέσα στη βραδιά.


Σειρά κατόπιν πήρε ο Ross Daly –ο Ιρλανδός που πολιτογραφήθηκε Κρητικός κι έδωσε στην παράδοση του νησιού τεράστια ώθηση, σπρώχνοντάς τη στον μοντέρνο κόσμο– ο οποίος δεν ήρθε παρέα μόνο με εκλεκτούς οργανοπαίχτες (Γιώργος "Κεχρής" Σαλούστρος, Κέλλυ Θωμά, Γιώργης Μανωλάκης & Γιάννης Παπατζανής), μα και με τον εκπληκτικό Βασίλη Σταυρακάκη, μάλλον την καλύτερη φωνή των ημερών μας στην Κρήτη, όπως έχει σημειωθεί ξανά στον εγχώριο Τύπο, από τον φίλο και συνάδελφο Μιχάλη Τσαντίλα. 

Και παρότι αναμφισβήτητος επικεφαλής της εκδήλωσης ήταν ο Ψαραντώνης, αν πρέπει να ορίσουμε το αφάλι της συναυλίας, το σημείο δηλαδή όπου η εμπειρία της Κρήτης απογειώθηκε σε μια άλλη τροχιά, ήταν η συγκεκριμένη εμφάνιση. Αρχικά επιβλήθηκε ένας χαρακτήρας πιο κατανυκτικός: οι χοροί έπαψαν, οι λύρες κυριάρχησαν, το κοινό σώπασε για να ακούσει. Αλλά στη συνέχεια ο Daly έπιασε έναν διαφορετικό δρόμο, από τα σπλάχνα του οποίου βγήκε η φωνή του Σταυρακάκη να δώσει καινούρια τροπή. Το "Πάρε Με Νύχτα" έκανε τις κερκίδες να πιάσουν πυρκαγιά, ενώ η διασκευή στο "Κάμε Μια Βόλτα Στο Χωριό" έδωσε το σύνθημα για να ξαναπιαστούν οι χοροί. 

Ακολούθως, ήχησαν φωνές και σκοποί από την αριστερή πλευρά του θεάτρου και είδαμε μια παρέα μαυροπουκαμισάδων να προσεγγίζει αργά τη σκηνή, παίζοντας και τραγουδώντας. Ήταν ένα πολύ ωραίο θέαμα, που στόχο είχε να μας παρουσιάσει τη λεγόμενη «ανωγειανή παρέα»: μη επαγγελματίες, οι οποίοι κάνουν το μεράκι τους με τη μουσική σαν τελειώσουν οι υποχρεώσεις της μέρας ή συναπαντηθούν στο καφενείο. 


Στον Βύρωνα η άτυπη αυτή παράδοση της ερασιτεχνικής, αυτοσχέδιας μαντινάδας εκπροσωπήθηκε από τους Γιώργη "Κάτη" Βρέντζο, Βασίλη Δραμουντάνη, Λευτέρη Μπέρκη, Γιώργο Νταγιαντά, Μανώλη Σκουμπάκη & Χαράλαμπο "Βούρια" Χαιρέτη. Μόνο που όσο ωραίοι ήταν καθώς έπαιζαν στα όρθια και περπατούσαν, άλλο τόσο βαρετοί δείχτηκαν σαν κάθησαν στη σκηνή, ζαλίζοντάς μας με ένα μακρόσυρτο, ατελείωτο κομμάτι για παλιούς Ανωγειανούς –όλοι φημισμένοι μουσικάνθρωποι– που συνεχίζουν, υποτίθεται, το γλέντι στον Άδη. Κάτι σαν τη «μεγάλη μπάντα του ουρανού», δηλαδή, σε Ανώγεια edition. 

Την ανωγειανή παρέα διαδέχθηκαν οι λαουτιέρηδες Αντώνης & Μιχάλης Φραγκιαδάκης, οι οποίοι όρισαν το πιο αδιάφορο και κουραστικό σημείο της όλης εκδήλωσης. Προικισμένοι μεν οργανοπαίχτες οι Φραγκιαδάκηδες, όμως δεν είναι τραγουδιστές –και «χτύπησε» αυτό σαν διασκεύασαν το "Πάντα Θλιμμένη Χαραυγή", που είχαν πρωτοπεί ντουέτο ο Θανάσης Σκορδαλός με τον Γιώργη Παπαδάκη· δεν μπόρεσαν επίσης να αποφύγουν ούτε την αναίτια πάρλα, ούτε και κάποιους ακαλαίσθητους μικροφωνισμούς. Ως μόνη τους αξιόλογη συνεισφορά καταγράφεται έτσι η διασκευή στο "Έσβησε Αέρας Το Κερί", στις πρώτες νότες του οποίου εμφανίστηκε ο Ψαραντώνης, που έκατσε να το πει μαζί τους.


Ακολούθως, ο Ψαραντώνης πήρε θέση με τη λύρα του στο κέντρο και γύρω παρατάχθηκε μια μπάντα-οικογενειακή υπόθεση: η κόρη του Νίκη Ξυλούρη με το πάντα επιβλητικό μπεντίρ της, ο γιος της Γιώργος Στιβακτάκης κι ένας ακόμα Ξυλούρης, ο Λάμπης, στο λαούτο. Κι ακολούθησε ένα σετ 40 λεπτών, γνώριμο σε όσους έχουν ξαναδεί τον Ψαραντώνη και αγαπητό (καθώς αποδείχθηκε) σε μεγάλη μερίδα του συγκεντρωμένου κόσμου, που σιώπησε για να αφουγκραστει με προσοχή αυτόν τον έξω από οτιδήποτε συνηθισμένο –ακόμα και με μέτρο την όποια κρητική ιδιαιτερότητα– καλλιτέχνη. Κι εκείνος, ανταπέδωσε. 

Σκέφτηκα καθώς τον κοίταζα ότι έμοιαζε περισσότερο με κάποιο δαιμονικό της βλάστησης, το οποίο κατείχε το μυστικό για να γεφυρώσει το αρχέγονο με το σημερινό. Γιατί είναι πραγματικά μοναδικός ο Ψαραντώνης: μια αναντίρρητα μοντέρνα ψηφίδα ως προς την ελευθερία έκφρασης και κομμάτι συνάμα ενός κοσμοπολίτικου μουσικοπολιτισμού, που διαρκώς σου δίνει την εντύπωση πως η τέχνη του έρχεται από τα πολύ περασμένα. 

Έκλεισε έτσι ιδανικά μια εκδήλωση που φιλοδόξησε μεν να πάει βαθιά στις ρίζες, μα θέλησε παράλληλα να δείξει και τη σημαίνουσα θέση αυτής της παράδοσης στο μουσικό μας σήμερα, πέρα από τα χυδαία κρητοσκυλάδικα και την αλητεία των κρητοέντεχνων.