Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Accept. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Accept. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 4: o Udo παίζει Accept, για τελευταία(;) φορά (2016)


Ο Udo Dirkschneider ήταν στους Accept από την αρχή-αρχή και τα χαρακτηριστικά του γρυλίσματα έγιναν σήμα κατατεθέν του ήχου που έπλασαν οι συνιδρυτές Wolf Hoffmann (κιθάρα) & Peter Baltes (μπάσο). Ήχου που κατάφερε να περάσει ακόμα και στο mainstream μετά το 1983, χάρη στην επιτυχία του άλμπουμ Balls To The Wall.

Λίγο αργότερα, ωστόσο, επήλθε η πρώτη ρήξη στις σχέσεις τους, με τον Udo να φεύγει το 1987 ιδρύοντας τους U.D.O. και τους Accept να οδηγούνται σε παύση εργασιών το 1989. Τα ξαναβρήκαν ωστόσο το 1992 (οι παλιότεροι θα  θυμούνται και την επική συναυλία στο Ρόδον, το 1996), για να μπουν σε χειμερία νάρκη το 1997. Το 2005 περιόδευσαν και πάλι μαζί, αλλά η συναυλία στο Kaliakra Rock Festival της Βουλγαρίας (27 Αυγούστου 2005) σήμανε και το οριστικό τέλος της συνεργασίας τους: «πλέον, έχουμε καλή μεταξύ μας σχέση», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Udo το 2007, «και είναι καλύτερα να το αφήσουμε έτσι». Εκείνα τα χρόνια, άλλωστε, ο ίδιος υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός με το συγκρότημά του.

Όπως είδαμε στα προηγούμενα μέρη αυτής της Accept εβδομάδας του blog (εδώ, εδώ και εδώ), οι Accept πήραν μπρος ξανά από το 2010 και μετά, όταν μπόρεσαν να βρουν έναν επιτυχημένο αντικαταστάτη του Udo στο πρόσωπο του Αμερικανού Mark Tornillo. Ζυγίζοντας ίσως τα πράγματα μετά την απρόσμενη επιτυχία του δικού τους Blind Rage (2014), ο Udo αποφάσισε το 2015 να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο Accept, με μια διεθνή περιοδεία στην οποία θα έπαιζε τα τραγούδια τους για τελευταία φορά. 

Η περιοδεία αυτή τον έφερε βέβαια και στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 2016, για δύο συναυλίες: μία στο Principal της Θεσσαλονίκης και μία στο Piraeus Academy της Αθήνας, με support τους Γερμανούς Palace και τους παλαίμαχους Καναδούς Anvil. Στη δεύτερη, ασφαλώς, φρόντισα να δώσω το παρών, αποχαιρετώντας μια εποχή ιδιαιτέρως σημαντική για τα μουσικά μου γούστα. Ήταν μάλιστα η τελευταία φορά που βρέθηκα στις πρώτες σειρές, καθώς τα έτη είχαν γίνει πλέον στρογγυλά 40 και οι σωματικές/ψυχικές αντοχές προηγούμενων χρόνων είχαν ξεθωριάσει. Δεν το μετάνιωσα στιγμή, πάντως: ήταν από εκείνες τις live εμπειρίες που μένουν πολύ ζωντανές στη μνήμη.

Μια ανταπόκριση που γράφτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis αναδημοσιεύεται λοιπόν εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– ουσιαστικά ολοκληρώνοντας αυτή την Accept εβδομάδα του blog, αφού ο φρέσκος τους δίσκος Too Mean To Die είναι ήδη γεγονός και η σχετική κριτική βρίσκεται ήδη δημοσιευμένη στις φιλόξενες σελίδες του Mic Music Portal.

Βέβαια, εκείνο το «τελευταία φορά» είναι πάντα αμφιλεγόμενο στα καλλιτεχνικά. Κι έτσι αποδείχθηκε και στην περίπτωσή μας, αφού στη συναυλία που έδωσαν οι U.D.O. τον Σεπτέμβριο του 2020 στο Πλόβντιβ της Βουλγαρίας παίχτηκαν ξανά ορισμένα τραγούδια της Accept περιόδου. Πριν λίγες μέρες, μάλιστα, ο Dirkschneider δήλωσε στο Made in Metal ότι «ίσως να βιάστηκε» όταν έκλεισε το κεφάλαιο Accept το 2016. Διευκρίνισε ασφαλώς ότι δεν παίζει με τίποτα κάποια επανένωση, όμως φάνηκε να προετοιμάζει το κοινό για μια επανάληψη των Accept βραδιών, πιθανώς προς το 2023, εφόσον έχουμε ξεμπερδέψει και με τα του κορωνοϊού.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στην Αρετή Σταυροπούλου και προέρχονται από τη βραδιά στο Piraeus Academy


Δύσκολα τις βάζεις στο word τέτοιες συναυλίες, που κάνουν ένα γεμάτο μαγαζί να πηγαίνει πάνω-κάτω και να ξελαρυγγιάζεται 2 ώρες στο τραγούδι. Δεν τα μετράνε όμως αυτά όσοι μόνιμα γκρινιάζουν για το ελληνικό κοινό, το οποίο πάει συνέχεια στα «παλιά» και δεν στηρίζει τα «καινούρια». Έχουν ασφαλώς και τα δίκια τους, αλλά δεν συνυπολογίζουν ουσιώδη πράγματα. Γιατί, αν περνάς τόσο καλά, όχι μόνο δεν τα κλαις τα πολλά ευρώ του εισιτηρίου, μα θα τα ξαναδώσεις· ιδιαίτερα σε εποχές οικονομικών στριμωγμάτων.

Στο Academy της Πειραιώς 117 ήταν ακόμα απόγευμα όταν βγήκαν οι Palace, ακριβώς στην ώρα τους (19.15). Οι ουρές που είχαν δημιουργηθεί απέξω λόγω του ότι αγόραζες εισιτήρια/αντάλλασσες εκείνα της Αρχιτεκτονικής (όπου ήταν να γίνει αρχικά η συναυλία)/έπαιρνες δημοσιογραφικές προσκλήσεις από μόλις δύο ταμεία, εμπόδισαν αρκετούς που είχαν έρθει έγκαιρα από το να τους δουν, με αποτέλεσμα το γερμανικό τρίο να παίξει μπροστά σε λιγοστό κόσμο. 


Παρά ταύτα, το κοινό έστησε για χάρη τους μια μικρή μα ζωηρή κερκίδα μπροστά από τη σκηνή, που ενθουσίασε τον frontman Harald Piller. Λίγο φωνακλάδες τους βρήκα βέβαια τους Palace, αλλά με βιωματική σχέση με το 1980s heavy metal που πρεσβεύουν (και φέρνει λίγο στους Accept). Έπαιξαν λοιπόν ένα ψυχωμένο set, σωστό στη διάρκειά του και εν τέλει καλό για μια πρώτη, χαλαρή μπύρα.

Ώσπου να δούμε στη σκηνή τους Anvil, η πλατεία του Academy είχε πια γεμίσει. Θα ερχόταν κι άλλος λαός στη συνέχεια, χωρίς ποτέ να επικρατήσουν ασφυκτικές συνθήκες ή να χρειαστεί να ανοίξει και ο εξώστης (αν και ορισμένοι πέρασαν το κιγκλίδωμα κι έπιασαν θέσεις στις σκάλες). Όσο για τους Καναδούς, μόνο ως support δεν τους αντιμετώπισε ο περισσότερος κόσμος. Αντιθέτως, υποδέχτηκε θερμά τον ιδιαίτερα ομιλητικό Steve "Lips" Kudlow –που έσκασε μύτη φορώντας μαύρο αμάνικο με στάμπα τρία φύλλα σφενδάμου στα κοκκινόασπρα χρώματα της πατρίδας του– φώναξε ρυθμικά «Anvil, Anvil» κάμποσες φορές στη διάρκεια του set και χειροκρότησε με αρκετή ζέση ακόμα και το ξεπερασμένο σαν συναυλιακή πρακτική drum solo του Rob Reiner.


Ομολογουμένως, οι Anvil έχουν βαρύνει με τα χρόνια. Παραμένουν πάντως μια τίμια μπάντα σε αυτό που κάνουν, παίζοντας με αληθινό μεράκι και κουβαλώντας –60 χρονών άνθρωποι– όλο τον εξοπλισμό μονάχοι τους (δεν έχουν road crew). Φωνητικά, βέβαια, η κόψη του Kudlow έχει δυστυχώς στομώσει. Κάτι που έχει αντίκτυπο και στο υλικό. Σε εκτελεστικό επίπεδο, ωστόσο, μη σας μένει αμφιβολία: οι Anvil σκίζουν. Και το υπερασπίστηκαν με ό,τι είχαν το σπιντάτο, βαρύ τους rock 'n' roll, παρέχοντάς μας ωραίες ζωντανές εκτελέσεις σε αγαπημένα κομμάτια σαν τα "Winged Assasins" και "March Of The Crabs". Έκλεισαν δε πανηγυρικά, με το τραγούδι που περίμεναν οι περισσότεροι: "Metal On Metal", με το Academy να «πυρακτώνεται» επιτυχώς για τη συνέχεια της βραδιάς.

Ο κόσμος, τώρα (το αντιλαμβάνεστε πιστεύω), ήταν λιγάκι ...σιτεμένος. Άλλωστε τον Udo να τραγουδάει τελευταία φορά Accept είχε έρθει να δει, μιλάμε επομένως για αποχαιρετιστήριο κάλεσμα σε μια συγκεκριμένη γενιά. Στο κοινό υπήρχαν πάντως και πιτσιρικάδες και η τριπλέτα δίπλα μου ήταν αρκούντως πονηρεμένη: «πάμε τώρα μπροστά», τους παρακίνησε ο ένας όταν τέλειωσαν οι Anvil, «και αν δεν μπορεί να τραγουδήσει, γυρίζουμε πίσω». Δεν γύρισαν ποτέ, οπότε μάλλον αυτό απαντάει και στις δικές σας απορίες για τη φωνητική κατάσταση του 63άχρονου Udo Dirkschneider.

Για να είμαστε ακριβείς, ο Udo υπήρξε καταιγιστικός ήδη από το μπάσιμο με το "Starlight". Και όχι μόνο δεν έχασε σε απόδοση ώσπου να γεμίσει το δίωρο της εμφάνισης, μα ανέβαζε και στροφές καθώς κυλούσαν οι λεπτοδείκτες, εμφανώς τροφοδοτούμενος από το πάθος και τον ενθουσιασμό του κόσμου –έστω κι αν (όπως πάντα) δεν έδειξε παρά ελάχιστο συναίσθημα. Εδώ, βέβαια, πρέπει να σημειωθεί και ο απίστευτος ήχος τον οποίον απολαύσαμε, όπως και τα καταπληκτικά κινούμενα φώτα. Εξοπλισμό που ανήκει ολόκληρος στον Udo και στήνεται/ξηλώνεται από την αρχή σε κάθε σταθμό της νυν περιοδείας.

Όσο για τη setlist, ήταν βγαλμένη από το ευτυχέστερο όνειρο κάθε fan των Accept –με αποτέλεσμα ο Udo και οι συνοδοιπόροι του να πυροβολούν στο ψαχνό, οδηγώντας μας σε φρενίτιδα. Με απίθανα τραγούδια σαν τα "Living For Tonite", "Princess Of The Dawn", "Breaker", "Midnight Mover", "Restless And Wild", "Son Of A Bitch" και "TV War" να πέφτουν πάνω μας σαν βόμβες, αλλά και με ένα encore που ξεκίνησε σεισμικά με το "Metal Heart" και είχε μεταξύ άλλων "Fast As A Shark" και βέβαια "Balls To The Wall", καταλαβαίνετε ότι περάσαμε 2 ώρες να τραγουδάμε σαν παλαβοί, κυριολεκτικά. Μάλιστα, η χορωδία που στήσαμε στο "Princess Of The Dawn" ήταν νομίζω ασυναγώνιστη στα συναυλιακά metal χρονικά της πρωτεύουσας.

Σε κάποιο σημείο της βραδιάς, έκανα την (αναπόφευκτη;) σύγκριση με την πρόσφατη συναυλία των Accept στο Gagarin, στην οποία είχαμε πράγματι περάσει φίνα και είχαμε απολαύσει τον νυν frontman, Mark Tornillo. Κι όμως, δεν συγκρινόταν με ό,τι παρακολουθούσα στο Academy. Ίσως γιατί ο σκληροτράχηλος Γερμανός performer πήρε το κοντόχοντρο σαρκίο του και τους παιχταράδες του –Andrey Smirnov στην κιθάρα, Fitty Wienhold στο μπάσο, τον υιό του Sven Dirkschneider στα ντραμς και τον Kasperi Heikkinen στη δεύτερη κιθάρα– κι έδειξε με ένα περήφανο αντίο στο σημαντικότερο κομμάτι της ιστορίας του ότι τα χρόνια μπορεί να περνούν, μα η αλητεία μένει.



14 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 3: Blind Rage [δισκοκριτική, 2014]


Δεκαπενταύγουστο του 2014 έσκασε το Blind Rage, τρίτο κατά σειρά άλμπουμ των Accept με «κινητήρα» τον Mark Tornillo. Και, ως τότε, όλοι πια ξέραμε τι μπορούσαμε και τι δεν μπορούσαμε να περιμένουμε. Είχαμε δει δηλαδή τα όρια του νέου τραγουδιστή στα live, όταν έφτανε η ώρα για το υλικό της Udo περιόδου, αλλά είχαμε δει και τα όρια της γερμανικής μπάντας στο στούντιο: διαφορετική υπόθεση το τράνταγμα του Blood Of The Nations (2010), διαφορετική το φασόν μούδιασμα του Stalingrad: Brothers Ιn Death (2012).

To Blind Rage, πάντως, αποδείχθηκε θρίαμβος. Ως σήμερα παραμένει το ωραιότερο άλμπουμ των Accept με τον Mark Tornillo, αλλά κι ένας από τους καλύτερους metal δίσκους της δεκαετίας των 2010s. Επιπλέον, ήταν κι αυτός που τους έστειλε καρφί στο νούμερο 1 της Γερμανίας –για πρώτη φορά στην ιστορία– αλλά και στο νούμερο 35 των Ηνωμένων Πολιτειών. Χαρίζοντάς τους έτσι τη μεγαλύτερη υπερατλαντική επιτυχία της καριέρας τους, σε μια εποχή κατά την οποία αυτά που έπαιζαν δεν αποτελούσαν τμήμα καμιάς «τάσης». Το αντίθετο, μάλιστα. 

Το τρίτο μέρος της Accept εβδομάδας είναι λοιπόν αφιερωμένο στον δίσκο με το "Dying Breed": τον περήφανο ύμνο μιας μεταλλικής γενιάς που μπορεί να γέρασε, μα είναι ακόμα εδώ. Ίσως επίσης να κουράστηκε στο διάβα του χρόνου, μάλλον νέρωσε και τα κρασιά της με τρόπους που δεν φανταζόταν κατά τη νεότητά της, πάντως στα μεγάλα στριμώγματα της ζωής είναι ακόμα διατεθειμένη να «live and die by the sword». Με έναν τρόπο που δεν θα καταλάβουν ποτέ οι alternative μεταλλάδες, όσοι στα ίδια χρόνια με το Blind Rage πύκνωσαν τις γραμμές στις συναυλίες συγκροτημάτων τύπου Mastodon και Wolves In The Throne Room. 

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία ανήκει στον William Garrey και προέρχεται από συναυλία των Accept στη Γαλλία


Μισοσβησμένος μέσα στις χιλιετίες, ένας άξονας ενώνει τους σιδηρόφραχτους ήρωες της Ιλιάδας με τη στρατιωτική αριστοκρατία του Game Of Thrones. Με πληθώρα ενδιάμεσων σταθμών, βέβαια, όλων αποτυπωμένων ανεξίτηλα στην ανθρώπινη φαντασία: ο Αρθούρος και το μαγικό του Εξκάλιμπερ, ο καταραμένος αυτοκράτορας Έλρικ, το ανήμερο ξίφος του Κόναν του Κιμμέριου, εκείνοι που πολέμησαν για τη σωτηρία της Μέσης Γης στις σελίδες του Τόλκιν, όσοι πρωταγωνίστησαν στις Ιστορίες Με Βάρβαρους Ήρωες που μπορεί να διαβάσατε (και να ξαναδιαβάσετε) οι παλιότεροι σε βιβλίο τσέπης Ωρόρα. Παρά τα ειρωνικά μειδιάματα με τα οποία γίνεται συνήθως δεκτή ή τα αφ' υψηλού σχόλια περί «εφηβικών αναγνωσμάτων», η sword & sorcery λογοτεχνία δεν παύει να συγκινεί στο διάβα των αιώνων. 
 
Αυτό το χάρτινο Βασίλειο του Ατσαλιού το ονειρεύτηκαν κατά καιρούς και αρκετοί από όσους καταπιάστηκαν με το χέβι μέταλ, από τότε τουλάχιστον που ο Ronnie James Dio άπλωσε τον μαγικοθρησκευτικό μανδύα των στίχων του πάνω στο σκληρό ροκ. Και παρότι ολόκληρο το οικοδόμημα του παραδοσιακού μέταλ μπορεί να χωρέσει στην «έπος μαζί και οδυρμός» περιγραφή την οποία του έδωσε κάποτε ο Αργύρης Ζήλος, για ορισμένες μπάντες το έπος είχε πάντα πιο μεγάλες διαστάσεις –μαζί ασφαλώς και ο οδυρμός. 
 
Για τους Manowar των φανταστικών πρώτων δίσκων, για παράδειγμα, στους οποίους τόσο εμφανώς παραπέμπουν οι φετινοί Accept· κι ας μην τους αναφέρουν στην καταιγιστική παράθεση της «πολεμικής» τους γενεαλογίας, στο "Dying Breed". Αλλά αυτά τα βροντερά χορωδιακά που αποδίδουν τα ρεφρέν σε call-and-response αντίστιξη με τα φωνητικά του Mark Tornillo, πότε θρηνώντας για την πτώση κραταιών αυτοκρατοριών ("Fall Of The Empire", απόλυτη περιγραφή του τι εννοούμε «έπος μαζί και οδυρμός») και πότε παιανίζοντας για αφηνιασμένα ποδοβολητά ("Stampede") ή για ήρωες που θα αναγεννηθούν από τις στάχτες τους ("From The Ashes We'll Rise"), έλκουν την καταγωγή τους από τις λαμπερές μανογουορικές αναπαραστάσεις της κλαγγής των όπλων και από τις δικές τους διηγήσεις για βασιλιάδες πολύ περασμένων χρόνων, που πέθαναν γονατίζοντας μονάχα στους θεούς. 
 
Λυσσασμένο, επιθετικό, ανδρικό με μια ωμότητα που δεν σηκώνουν πια τα εκλεπτυσμένα αγορίστικα ήθη του 21ου αιώνα, το μεταλλικό ροκ εν ρολ των Accept επιμένει λοιπόν να «live and die by the sword». Να ζει είπα; Διορθώστε, παρακαλώ: να ζει και να βασιλεύει. Φτύνοντας στα μούτρα από το #35 των αφιλόξενων για τέτοιους ήχους Η.Π.Α., από το #21 στην πάντα σημαντική για το μέταλ Ιαπωνία και βέβαια από το #1 της πατρίδας Γερμανίας όσους εισηγήθηκαν τον εγκλεισμό του στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Τέτοια επιτυχία δεν είχαν ποτέ ως τώρα γνωρίσει οι Τεύτονες από το Σόλινγκεν. Και είναι ίσως ειρωνικό ότι τα καταφέρνουν χωρίς τον αυθεντικό τους τραγουδιστή (ο Udo πρέπει να έχει πέσει στα υπογλώσσια) και δίχως να αλλάξουν το οτιδήποτε στον κατ' αυτούς «κανόνα», τη στιγμή μάλιστα που ένα από τα πιο συζητημένα γκρουπ του σύγχρονου μέταλ –οι Mastodon– το γυρνάει στο heavy rock για να διατηρήσει/αυγατίσει την παρουσία του στα αμερικάνικα charts.  
 
Ένα μεγάλο πρόβλημα των Mastodon –μα και άλλων ωραίων συγκροτημάτων της συνομοταξίας– είναι ότι δεν κατάφεραν να χτίσουν καμία αίσθηση κοινότητας με τη μουσική τους. Πολλοί μάλιστα στραβώνουν αν πεις ότι παίζουν μέταλ και σε αρχίζουν στα περιφραστικά («σύγχρονος σκληρός ήχος») ή σε κάτι ανοησίες για post-metal. Είναι βέβαια μια μπάντα της εποχής, όπου (υποτίθεται) δεν παίζουν πια κοινότητες στο ροκ και ο κόσμος ακούει χίλια πράγματα. Ως αποτέλεσμα, η επιβίωση εξαρτάται ίσως περισσότερο από το αν θα τους αγκαλιάσουν τελικά οι οπαδοί λ.χ. των Interpol, ως ένα εξωτικό σκληρόδερμο φρούτο. 

Οι Accept, από την άλλη, υπερασπίζονται μια ντεμοντέ άποψη. Και τα τραγούδια τους επικαλούνται τα ιδανικά μιας περιφραγμένης ομάδας: εκφράζουν τον κόσμο ενός σκληρού, παραδοσιακού άντρα σε μια μεταιχμιακή, δυσνόητη εποχή, απέναντι στην εντροπία της οποίας (θεωρεί πως) καλείται να σταθεί με μια παλαιού τύπου ανδρεία και μπέσα, αν θέλει να τη βγάλει καθαρή. Η πρωτοφανής επιτυχία θα πρέπει λοιπόν να λειτουργήσει προειδοποιητικά, αφού η φάση δεν είναι όσο εκτός μόδας παρουσιάζεται σε έναν διεθνή μουσικό Τύπο κυριαρχούμενο από γραφιάδες που ακούν indie pop/rock με ολίγη «μαύρη» ζάχαρη, συνοδεία indie-friendly ηλεκτρονικών μπισκότων. Από γραφιάδες, δηλαδή, που προσπαθούν να παρουσιάσουν ως «γενική τάση» τα ιδανικά της δικής τους μικρής κοινότητας.
 
Όμως ας μη χανόμαστε στις αναλύσεις. Το Blind Rage έρχεται παραφουσκωμένο με τραγούδια εμπρηστικής δύναμης, σφυρηλατημένα με ό,τι μπορεί να έχει κάνει κάποιους να αποκτήσουν σχέση ζωής με τους Accept ή γενικότερα με τη χέβι μέταλ κουλτούρα. Είναι δίσκος που διατηρεί ατόφια τη φορτηγατζίδικη μαγκιά του Blood Of The Nations (2010), ενώ τηρεί διακριτικές μα διακριτές αποστάσεις από τον ανερμάτιστο, τεμπέλικο μανιερισμό του Stalingrad: Brothers In Death (2012). Παρά μάλιστα την αίσθηση ενός φρικαρισμένου ταύρου αμολημένου σε υαλοπωλείο, η εκρηκτική δυναμική των Γερμανών υπακούει σε μια σοφή και πολύτιμη αίσθηση μέτρου. Στα πλαίσια της οποίας και τα κιθαροσολίδια ακονίζονται και πάλι στο αμόνι της (rock)radio-friendly μελωδίας ("Dark Side Of My Heart", "Trail Of Tears"), αλλά και ο τυφώνας Tornillo αφήνεται με αρκετό χώρο στη διάθεσή του, ώστε να σαρώσει γέφυρες και ρεφρέν. 



13 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 2: live στο Gagarin (2011)


Ο ενθουσιασμός που προκάλεσε η έλευση του Mark Tornillo και το άλμπουμ Blood Of The Nations (2010), είχε σαν αποτέλεσμα να γίνει πατείς με πατώ όταν η σχετική περιοδεία έφερε τους Accept στην Αθήνα, για ένα live στο Gagarin (Φεβρουάριος 2011) όπου support έπαιξαν οι «δικοί μας» InnerWish: είχε τόσο κόσμο, ώστε οι εσωτερικές πόρτες του χώρου δεν κλείνανε. 

Ο ερχομός τους, μάλιστα, είχε ως αποτέλεσμα και μια μικρή προσωπική περιπέτεια. Το γκρουπ, δηλαδή, είχε συμφωνήσει να δώσει και μερικές επί τόπου συνεντεύξεις στην Αθήνα, στα πλαίσια της προώθησης του Blood Of The Nations. Είχαμε μιλήσει λοιπόν με τη Soundforge (η οποία είχε τότε τη διανομή της Nuclear Blast στην Ελλάδα) και είχα «κλειδώσει» τον Tornillo για να μιλήσουμε. Όλα, ωστόσο, έπρεπε να γίνουν πριν ξεκινήσει η συναυλία στο Gagarin, οπότε βρέθηκα να ακολουθώ τη μπάντα σε διάφορες κινήσεις της ανά την Αθήνα. Αλλά κάπου το χρονοδιάγραμμα έπεσε έξω και ο Tornillo δεν μπόρεσε να μου δώσει τελικά τη συμφωνημένη συνέντευξη. 

Για το μέρος 2 της Accept εβδομάδας του blog, λοιπόν, αναδημοσιεύεται σήμερα η ανταπόκριση που έγραψα για εκείνη τη βραδιά για λογαριασμό του Avopolis –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και με κάποιες διορθώσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στην Αρετή Σταυροπούλου και προέρχονται από τη βραδιά στο Gagarin


Όσοι βρέθηκαν στο Gagarin, πολέμησαν σώμα με σώμα για να δουν τους Accept. Κυριολεκτώ. Δεν ήταν συναυλία, μα μάχη. Μάχη για να σταθείς κάπου, για να βλέπεις έστω και από μια γωνίτσα ένα κεφάλι, ένα κομματάκι της σκηνής. Προσωπικά, δεν είχα ξαναδεί (ως τότε) το Gagarin να κατακλύζεται έτσι από κόσμο· περιττό λοιπόν να πω ότι η βραδιά ήταν sold-out.

Είχε τόσο κόσμο, ώστε οι εσωτερικές πόρτες δεν έκλειναν. Ο πορτιέρης το προσπάθησε μια-δυο φορές, μα, τελικά, βλέποντας το μάταιο της απόπειρας, όρθωσε δύο πυροσβεστήρες δεξιά κι αριστερά και τις άνοιξε διάπλατα. Καλά έκανε. Γιατί και τον απαραίτητο αέρα έδωσε σε όσους είχαν στοιβαχτεί στις πίσω σειρές – συμβιβαζόμενοι με το ότι θα έβλεπαν μόνο τα κεφάλια του γκρουπ– αλλά και τον ήχο χάρισε σε όσους δεν μπορούσαν καν να μπουν στον χώρο και βολεύτηκαν στο φουαγιέ, παρακολουθώντας τη συναυλία από τις δύο οθόνες εκεί (παρεμπιπτόντως, η αριστερή ως προς την είσοδο έχει χειρότερη εικόνα από τη δεξιά, καθώς κάτι συμβαίνει και θαμπώνουν τα χρώματα). Τι αστείο, αναλογίστηκα, αν σκεφτεί κανείς πόσα «No Udo, No Accept» είχαν ειπωθεί όταν ανακοινώθηκε ότι οι Γερμανοί θα συνέχιζαν με τραγουδιστή τον Mark Tornillo. Ένα άλμπουμ και μισή περιοδεία πήρε στον Αμερικανό και όχι μόνο τον κόσμο των Accept κέρδισε, μα τους κατέστησε ξανά υπολογίσιμη μεταλλική δύναμη.

Δεν αποφεύχθηκε η συζήτηση για υπεράριθμους. Δεν επιθυμώ να πάρω θέση σε κάτι τέτοιο, δεν γνωρίζω την ακριβή χωρητικότητα του Gagarin και το πόσα εισιτήρια διατέθηκαν. Και δεν μου αρέσει να μιλάω για πράγματα τα οποία δεν ξέρω. Ομολογώ, πάντως, ότι η εικασία έμοιαζε λογική αν έβλεπες το τι γινόταν σε πλατεία και εξώστη κι αν έχεις ξαναζήσει sold-out στο Gagarin. Προσωπικά αναρωτήθηκα, μάλιστα, γιατί όχι ένας μεγαλύτερος χώρος, με τέτοια κοσμοσυρροή. Ωστόσο, έχω να δηλώσω ότι κανείς δεν δυσανασχέτησε: ακόμα και οι πίσω σειρές του έδωσαν και κατάλαβε σε ιαχές και χειρονομίες, ανταποκρινόμενες δίχως ξενέρα στα από σκηνής καλέσματα των Accept, ενώ στο τέλος έβλεπες μονάχα ικανοποιημένα πρόσωπα να βγαίνουν προς την έξοδο. Ναι, είχε στριμωξίδι και περιορισμένη ορατότητα για πολλούς· ναι, χύθηκε πολύς ιδρώτας· ναι, στις πρώτες σειρές έγινε το έλα να δεις με συνεχείς απόπειρες crowd surfing· και ναι, είναι πιο εύκολο να διασχίσεις τη Στουρνάρη επέτειο Πολυτεχνείου από το να προσπαθούσες να φτάσεις στα μπαρ και στις τουαλέτες του Gagarin. Τελικά, όμως, άλλα πράγματα είχαν περισσότερη σημασία.

Στα της συναυλίας τώρα, το άνοιγμα το έκαναν οι InnerWish –και το έκαναν καλά. Δεν τους είδα από την αρχή, καθώς κυνήγαγα τον Tornillo στο ξενοδοχείο του και κατόπιν στα καμαρίνια για μια συνέντευξη που τελικά ποτέ δεν κάναμε δια ζώσης (η Βανέσα Χριστοδούλου το προσπάθησε πολύ και την ευχαριστώ και δημόσια). Είδα πάντως αρκετά για να παραδεχτώ ότι μπορεί η μουσική τους να μη μου λέει πολλά, όμως οι συντοπίτες μας δεν ήρθαν εκεί για «ζέσταμα»: ήρθαν να δώσουν τη δική τους συναυλία και αυτό έκαναν, στεκόμενοι άξια πάνω στη σκηνή –όπως άξια στάθηκε και ο νέος τους ντράμερ, Φραγκίσκος Σαμοΐλης, ο οποίος έπαιξε παθιασμένα και ταυτόχρονα ουσιαστικά. Ο κόσμος υπήρξε πολύ θερμός μαζί τους και ειδικά στα "Eye Of The Storm" και "Burning Desire" δημιουργήθηκε τρελός παλμός στα μπροστινά τμήματα της σκηνής, μα και σε θύλακες του εξώστη.


Αφού κατέβηκαν οι InnerWish, ένα πανό με πυραύλους κάλυψε το πίσω μέρος της σκηνής και ώρα 21.00 εκτοξεύτηκαν. Γιατί οι Accept έλαβαν θέσεις μάχης και ήταν λες και εξαπέλυσαν εκείνους τους πυραύλους πάνω μας, σε κάθε πιθανό συνδυασμό εδάφους-αέρος. Το τελευταίο άλμπουμ Blood Of The Nations είχε ασφαλώς την τιμητική του, πάντως στο δίωρο set ακούστηκαν και τα αναμενόμενα «greatest hits», με το "Balls To The Wall" να καραδοκεί υπομονετικά ως το encore, για να στεφανώσει την εμφάνιση των Γερμανών. Ο Mark Tornillo γρύλιζε καθ' όλη τη διάρκεια σαν λυσσασμένος φορτηγατζής, αποτελώντας την εστία της ωμής δύναμης των Accept, την οποία τροφοδοτούσαν σταθερά τα ντραμς και τα ηλεκτρισμένα τους ριφ. Ο άνθρωπος έχει πάρει τη μπάντα πάνω του και κάνει εξαιρετική δουλειά. Τα τραγούδια μάλιστα του Blood Of The Nations τα ακούς live όσο καλά τα ακούς και στον δίσκο και προσωπικά απόλαυσα και πάλι τα "Beat The Bastards" και "The Abyss" –κάτι λέει αυτή μου η παρατήρηση και για τον ήχο της βραδιάς, επίσης.

Αλλά εκεί που ο Tornillo κέρδισε ολοκληρωτικά το παιχνίδι, είναι όταν αναμετρήθηκε με τη βαριά κι ασήκωτη κληρονομιά του Udo: δεν τραγουδάει απλώς καλά κομμάτια σαν το "Restless And Wild", το "Breaker" (ειδικά σε αυτό έχει εμφανώς ρίξει κάμποση δουλειά), ή το "Princess Of The Dawn", μα τα έχει κάνει δικά του· κρατώντας το πνεύμα του Udo, μα μπολιάζοντάς το με εκείνη την προσωπική του, α-λα-AC/DC, προσέγγιση. Μόνο στα "Metal Heart" και "Son Of A Bitch" πεθύμησα τον Udo, ωστόσο δεν νομίζω ότι πλέον θα μπορούσε να τα βγάλει κι ο ίδιος καλύτερα από τον Tornillo.

Το «βρώμικο», μη πολιτικώς ορθό και αλητήριο heavy metal των Accept απέδειξε λοιπόν στη σκηνή του Gagarin ότι είναι όσο ζωντανό ήταν και στη δεκαετία του 1980 –κι ας έχουμε ακούσει άπειρο metal από τότε, σε πολλές συναρπαστικές νεοτερικές και πιο πολυσυλλεκτικές διαδρομές. Αυτοί, οι Saxon και οι Motörhead (και οι AC/DC, από ένα πιο hard rock μετερίζι) είναι ίσως οι μόνες μπάντες εκεί έξω που μπορεί να σου παίζουν το ίδιο βασικά πράγμα επί 30 χρόνια, με μικρές παραλλαγές εδώ κι εκεί, και να μην το βαριέσαι. Ποτέ.



12 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 1: Blood Of The Nations [δισκοκριτική, 2010]


Πίσω στο 2010 ήμουν αρχισυντάκτης στο Avopolis και ήταν εποχές που στο γραφείο μου κατέφταναν ακόμα promo νέων κυκλοφοριών από τις δισκογραφικές. Μας είχε φάει το indie, τότε, οπότε για κάποιον λόγο (οπωσδήποτε απαράδεκτο) δεν είχα πάρει είδηση ότι οι Accept είχαν πάρει νέο τραγουδιστή, όντας αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις μεταλλικές τους περιπέτειες και στον 21ο αιώνα. Άλλωστε η εμβληματική φωνή του Udo Dirkschneider αποτελούσε πλέον –οριστικά– παρελθόν (το 2005 η τελευταία τους συνύπαρξη) και δισκογραφία δεν είχε ξαναϋπάρξει από το 1996. Όλα έδειχναν λοιπόν ότι οι αγαπημένοι Τεύτονες όδευαν προς το τέλος. 

Βλέποντας βέβαια καινούριο δίσκο Accept στα promo μου (το είχε στείλει η Soundforge, που είχε τότε τη διανομή της Nuclear Blast στην Ελλάδα), προσπέρασα το κάκιστο εξώφυλλο και τον έβαλα αμέσως να παίξει. Με ακουστικά, καθώς ήμουν και στο γραφείο. Και τι ήταν αυτό... Ήδη από το πρώτο τραγούδι, ένιωσα τον κεραυνό να με χτυπάει κατακέφαλα. 

Τα υπόλοιπα, είναι ιστορία. Τόσο για μένα, όσο και για πολλούς ακόμα fans των Accept ανά την υφήλιο, που έμελλε μάλιστα να αυγατίσουν, οδηγώντας το γκρουπ σε εμπορικούς θριάμβους που δεν είχε απολαύσει ούτε όταν βρισκόταν στο μεταλλικό του ζενίθ. Οι Accept, τέλος πάντων, ξανάνιωσαν χάρη στον αμερικανικό «κινητήρα» του Mark Tornillo (των T.T. Quick), απόκτησαν κάτι από AC/DC στην κοψιά τους και συνέχισαν επάξια, βγάζοντας ξανά ωραίους δίσκους. Το Blood Of The Nations ήταν αυτό που τα ξαναματαξεκίνησε όλα, κάνοντας ημάς τους παλαιότερους μα και κάμποσους νεότερους να πυκνώσουμε ξανά τις γραμμές στις συναυλίες της γερμανικής μπάντας. Περιλάμβανε μάλιστα κι ένα κομμάτι περί πανδημίας, καιρό πριν καν υποψιαστούμε τι έμελλε να μας βρει.

Πλέον, με το φετινό Too Mean To Die, οι Accept γυρίζουν μία ακόμα σελίδα στη μακρά τους ιστορία: είναι η πρώτη τους δουλειά δίχως το σήμα κατατεθέν μπάσο του Peter Baltes –μόνο αυθεντικό μέλος απέμεινε πια ο «αρχηγός» Wolf Hoffmann. Μια κριτική για τον δίσκο θα εμφανιστεί αυτές τις μέρες στις ηλεκτρονικές σελίδες του MiC Music Portal. Οπότε, με την αφορμή, το Islands in the Stream στήνει τη δική του ας την πούμε Accept εβδομάδα, καθώς μέσα στα τελευταία 11 χρόνια έγραψα συχνά για εκείνους. Πρώτη στάση, φυσικά, το Blood Of The Nations. Με την τότε κριτική (που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis) να αναδημοσιεύεται εδώ· με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


#1 Κάψε τις γέφυρες, σφίξε τη γροθιά, γκρέμισε τους μπάσταρδους

#2 Δώσ’ τους τη χαριστική τσεκουριά [sic], μια γεύση τευτονικού τρόμου –εκεί, πάνω στη μανία της μετωπικής επίθεσης στους πύργους των εχθρών

#3 Άκου την κραυγή της μάχης και στάσου μπράτσο-με-μπράτσο με τους συμμάχους, στο όνομα των Υψηλών Ιδανικών

Κι αν βλέπεις τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τους 300 του Λεό ή καμιά σάγκα σε μακρινούς γαλαξίες, εντάξει. Αλλά αν τα παραπάνω αποτελούν τις θεματικές κορωνίδες ενός δίσκου, άντε να πείσεις τώρα εσύ τον αναγνώστη πως όλη τούτη η συσσωρευμένη μοχθηρία, όλο αυτό το κάλεσμα να ζωστεί σπάθες και αξίνες έχει κάτι να του πει· ότι, με κάποιον τρόπο, θα τον κάνει καλύτερο άνθρωπο... Εδώ πρέπει να πείσεις και τους μεταλλάδες ακόμα πως οι Accept τα κατάφεραν χωρίς τον Udo. Ότι δηλαδή, ενώ αυτός προσπαθεί –φιλότιμα– να κλέψει κανα τρικ από τους Rammstein ώστε να τονώσει την καριέρα του, εκείνοι ανακαλύπτουν πως, ναι, υπάρχει και μεταούντο ζωή. Και μάλιστα με μεγάλες δόξες: #4 στα γερμανικά charts δεν είχαν πάει ούτε στις μέρες ακμής τους, άσε που είχαν 21 ολόκληρα χρόνια να δουν δίσκο τους στο αμερικάνικο top-200.

Κριτικού αγώνας άγονος, προβλέπεται. Παρ’ όλα αυτά, το Blood Of The Nations ήρθε να αλλάξει τα πάντα στο σύμπαν των Accept. Και μάλιστα δίχως δραματικά μπιγκ μπανγκ. Μη γελιέστε, η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού παραμένει ίδια. Ξαναζεσταμένο 1980s heavy metal, που με άκρατη  μπρουταλιτέ επαναφέρει στο προσκήνιο όλα εκείνα τα δοξαστικά α-λα-Manowar ομαδικά φωνητικά, τα σολαρίσματα (και δώσ’ του σολαρίσματα), το συγκεκριμένο χτύπημα των τυμπάνων, τα μακριά μαλλιά, τα πέτσινα, τα καρφιά, τις μπότες. Δεν χρειάζεται να συνεχίσω.

Μήπως όμως συμβαίνει και κάτι άλλο; Συμβαίνει. Λέγεται Mark Tornillo και σαρώνει ύπουλα και ολοκληρωτικά, σαν τορπίλη από U-Boat.

Είναι ο νέος τραγουδιστής, ένα λαρύγγι με εμφανώς μεγαλύτερο βεληνεκές από εκείνο της προηγούμενης μπάντας του, των T.T. Quick. Στους Accept βρήκε λοιπόν τον χώρο που του έπρεπε, τον κατέλαβε σπιθαμή προς σπιθαμή και ώθησε κι αυτούς στην απογείωση. Σημειώστε και την επάνοδο του Herman Frank –του κιθαρίστα του ιστορικού Balls To The Wall– όπως και την άξια παραγωγή (Andy Sneap), μα μη γελιέστε: ο κύριος λόγος που οι Wolf Hoffmann & Peter Baltes ξαναγυάλισαν τα συνθετικά τους ξίφη και στα τραγούδια των Accept ξύπνησε και πάλι εκείνο το ωμό, μπρουτάλ, σπιντάτο πράγμα που είχαν στη νεότητά τους, είναι τούτος ο frontman σε συσκευασία TNT. 

Ιδανική χρυσή τομή μεταξύ Udo Dirkschneider και Brian Johnson, ο Tornillo γρυλίζει, βρυχάται, συστρέφεται και συσπάται με έναν τρόπο «βρώμικο» κι αλήτικο, βάζοντας φωτιά στα πάντα γύρω του. "Beat The Bastards", "Teutonic Terror", "Blood Of The Nations", "Time Machine", "The Abyss", "No Shelter", η μια τσεκουριά πέφτει πίσω από την άλλη. Ακόμα και στη μπαλάντα ("Kill The Pain"), καλά στέκεται. Ο άνθρωπος είναι απολαυστικός και οι Accept έχουν και πάλι –εν έτει 2010– κάτι από τα πύρκαυλα χρόνια του Balls To The Wall (1983).

Ναι βρε παιδί μου, εντάξει. Αλλά τόση γραφικότητα πια; Κάστρα, σπαθιά, χορωδίες πολεμιστών, τσεκουροφόροι βάνδαλοι; Δεν πέρασε εδώ και δεκαετία και βάλε το χέβι μέταλ σε διαφορετικά πεδία και σε πιο απαιτητικές κατευθύνσεις, αφήνοντας πίσω τούτη τη μπιμπικιασμένη εφηβεία; Πέρασε, πράγματι. Και μπροστά σε κάτι Meshuggah, Isis και Mastodon οι Accept ίσως φαντάζουν ως παιδική ασθένεια. Σωστά; Όχι.

Ας γράψουν λάθος οι όψιμοι, «εναλλακτικοί» μεταλλάδες, όπως και οι νεοφώτιστοι θιασώτες του σύγχρονου σκληρού ήχου. Γιατί το χέβι μέταλ βαφτίστηκε στην ογκώδη μοχθηρία του Μαύρου Σαββάτου και του στεκούμενου στις Πύλες της Βαβυλώνας Dio. Γιατί ανδρώθηκε κραδαίνοντας τη NWOBHM αγριάδα, με χέρι στιβαρό. Και γιατί έστησε το thrash/death/black τσαρδί του στην επικράτεια της ροκ οικογένειας σαν Λογγοβάρδος επιδρομέας.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο αναδείχθηκαν κάποτε οι Accept. Και με το Blood Of The Nations έρχονται τώρα να καταθέσουν μια ανανεωμένη δήλωση πίστης σ' εκείνα τα ιδανικά, θυμίζοντάς μας συνάμα ότι ο σύγχρονος σκληρός ήχος ταξίδεψε ως αυτό που είναι στις μέρες μας (και) με τέτοια «καύσιμα». Κερδίζοντας ίσως σε απήχηση και σε καλλιτεχνικό εκτόπισμα, μα χάνοντας ό,τι ο Αργύρης Ζήλος περιέγραψε –ορίζοντας το παραδοσιακό χέβι μέταλ– ως «έπος και συνάμα οδυρμός, μια συνομολόγηση ταξικής αλληλεγγύης που διαρκεί όσο και η μουσική».

Αυτό τον επικό οδυρμό, αυτή τη συνομολόγηση ανασύρουν οι Accept στο νέο τους άλμπουμ. Και απλώς παίρνουν το κεφάλι όποιου αρχίσει τα μα, τα μου και τα ου.