Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιαννάτου Σαβίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιαννάτου Σαβίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

28 Σεπτεμβρίου 2023

Νεκτάριος Καραντζής & Σαβίνα Γιαννάτου - συνέντευξη (2011)


Ένας τολμηρός και ωραίος εγχώριος δίσκος, που δυστυχώς πήγε χαμένος στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της αναστάτωσης των μνημονίων, ήταν το «Ομήρου Οδύσσεια» του Νεκτάριου Καραντζή, με ερμηνεύτρια τη Σαβίνα Γιαννάτου (2011).

Δύσκολο το εγχείρημα, ίσως όχι απολύτως επιτυχημένο, μα με πολλά όμορφα σημεία, που ανέδειξαν το αγαπημένο έπος της αρχαιότητας υπό ένα διαφορετικό φως. Παλιά που έκανα ραδιόφωνο, μάλιστα, έπαιζα τακτικά το "Άνδρα Μοι Έννεπε", που μπορείτε να απολαύσετε στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης.

Τότε, πάντως, τον Ιανουάριο του 2011, δόθηκε η ευκαιρία να στήσουμε μια κοινή συνέντευξη με τον Καραντζή και τη Γιαννάτου, η οποία δημοσιεύτηκε έπειτα στο περιοδικό Ήχος. Τώρα, λοιπόν, παρότι δεν με ικανοποιεί παρά σε λίγα σημεία, αναδημοσιεύεται κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν για το δημοσίευμα από τη Lyra, με αυτήν της Γιαννάτου να ανήκει στον Marco De Luca


Κύριε Καραντζή, κατάγεστε από την Ιθάκη. Εσείς είχατε την αρχική σύλληψη της μελοποίησης αποσπασμάτων από την «Οδύσσεια»; Ή σας προσέγγισαν με την ιδέα, ακριβώς λόγω αυτής της καταγωγής;

Η αρχική ιδέα ανήκει στον στιχουργό και Θιακό στην καταγωγή Μιχάλη Μπουρμπούλη και στην Αέναο Πλεύση, μία δραστήρια παρέα φίλων από το νησί. Η Αένος Πλεύσις είχε κατά νου μία δισκογραφική παραγωγή, ο Μπουρμπούλης έριξε την ιδέα για τη μελοποίηση αποσπασμάτων του ομηρικού κειμένου και ο Δήμος Ιθάκης ανέλαβε την οικονομική στήριξη του όλου εγχειρήματος.

Με τους Terra Incognita έχετε καταθέσει τρεις δίσκους που αναζητούν μια νέα μουσική έκφραση, κάπου μεταξύ τζαζ και κλασικής μουσικής. Πόσο σας βοήθησε αυτή η εμπειρία στη μελοποίηση της «Οδύσσειας»;

Κάθε μουσικός, σε κάθε νέο του βήμα, θέτει καινούριους στόχους αποφεύγοντας επαναλήψεις, εύκολες λύσεις  και μανιερισμούς. Κάθε νέο βήμα, όμως, προετοιμάζεται και στηρίζεται σε ολόκληρη την προηγούμενη εμπειρία. Πρόκειται δηλαδή για μια κλιμακωτή διαδρομή, όπου κανείς αποκτά σταδιακά τον έλεγχο του υλικού του και αφομοιώνει επιρροές. Μαθαίνεις να ακούς καλύτερα και να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου, σε μια πορεία όπου προσπαθείς να αρθρώσεις έναν προσωπικό, αλλά και απόλυτα κατανοητό μουσικό λόγο.

Εσείς, κυρία Γιαννάτου, σε ποια πλευρά της τραγουδιστικής σας εμπειρίας βασιστήκατε περισσότερο ως ερμηνεύτρια της «Οδύσσειας»; Σε εκείνη λ.χ. των Primavera ή του δίσκου «Πάω Να Πω Στο Σύννεφο» (2002); Ή σε αυτήν που εκπροσωπείται στο πιο πρόσφατο άλμπουμ «Μουσική Δωματίων» (2007);

Ο τρόπος που τραγουδάω με τους Primavera δεν έχει τόσα κοινά με το «Πάω Να Πω Στο Σύννεφο». Στα τραγούδια αυτά του Μάνου Χατζιδάκι τραγούδησα όπως έχω τραγουδήσει το υλικό της Λένας Πλάτωνος, του Μιχάλη Γρηγορίου και όσων συνθετών θεωρούμε «έντεχνους». Εκεί λοιπόν βασίστηκα και στην «Οδύσσεια»: στον έντεχνο τρόπο. Αυτό μου υπαγόρευε άλλωστε και η μελοποίηση.

Από την εμπειρία σας στη δισκογραφία, θεωρείτε ότι το όνομά σας λειτουργεί και ως ένας πρέσβης, που θα φέρει ενδεχομένως τον συγκεκριμένο δίσκο σε ένα ευρύτερο κοινό; Ή πιστεύετε ότι η δουλειά θα είχε ούτως ή άλλως μια συγκεκριμένη απήχηση;

Όσοι ακροατές ξέρουν εμένα και όχι τον Νεκτάριο, θα μπορούσαν να ακούσουν (ή να μην ακούσουν) τον δίσκο γι' αυτόν τον λόγο. Σίγουρα, όμως, υπάρχουν και ακροατές οι οποίοι έτσι κι αλλιώς θα ενδιαφερόντουσαν για τη μελοποίηση της «Οδύσσειας» –επειδή γνωρίζουν κι αγαπούν το κείμενο.

Έχετε υπόψη τα έργα που έχουν κατατεθεί πάνω στην αρχαία ελληνική μουσική –εγχώριες και διεθνείς εκδόσεις; Σας έδωσαν κάποια παραδείγματα προς αποφυγή για το συγκεκριμένο εγχείρημα;

Ν.Κ.: Από την πρώτη στιγμή ήξερα ότι δεν θα έκανα μια «πιστή» αναπαράσταση της αρχαίας ελληνικής μουσικής –ακόμα κι αν το ήθελα, δεν θα μπορούσα. Ξέρουμε πολύ λίγα για την αρχαία ελληνική μουσική και εγώ, μη  όντας εθνομουσικολόγος, ακόμα λιγότερα. Επίσης δεν ήθελα ο συνδυασμός συμφωνικών και παραδοσιακών οργάνων να μείνει σε ένα επιφανειακό, τουριστικό  επίπεδο. Σε ένα έθνικ χαμηλών λιπαρών, δηλαδή...
Σ.Γ.: Έχω υπόψη μου κάποια ελληνικά και διεθνή έργα: μερικά είναι ενδιαφέροντα, κάποια άλλα κιτς. Δεν ξέρω αν έδωσε κανείς παραδείγματα προς αποφυγήν στον Νεκτάριο, εγώ τραγούδησα πάντως ό,τι ήταν γραμμένο, με τον τρόπο που συνήθως τραγουδάω. Και νομίζω ότι η επιλογή μου από τον Νεκτάριο έγινε γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο.

Αλήθεια, τι επαφή είχατε με τον Όμηρο και το έργο του πριν τον συγκεκριμένο δίσκο; Άλλαξαν πράγματα στην αντίληψή σας για εκείνον, καθώς φτιάχνατε το άλμπουμ;

Ν.Κ.: Ως Θιακός, είχα την «Οδύσσεια» στη βιβλιοθήκη μου. Μετά την ανάθεση διάβασα αρκετά αποσπάσματα στην προσπάθεια να ξεκλειδώσω τη μελωδικότητα και τη μουσικότητα του αρχαίου κειμένου. Τότε συνειδητοποίησα ότι, σε κάποιον βαθμό, θεωρούσα το ομηρικό κείμενο σαν μέρος μιας διδακτέας ύλης –μια σχολική αντιμετώπιση δηλαδή– και όχι σαν ό,τι πραγματικά είναι: ποίηση και μάλιστα του υψηλότερου επιπέδου.
Σ.Γ.: Η επαφή μου με την «Οδύσσεια» είχε να κάνει κυρίως με το σχολείο, την έβλεπα τότε σαν ένα ωραίο παραμύθι. Στη συνέχεια, διάβασα αρκετές αναφορές στο έργο –κυρίως σε βιβλία τα οποία αναλύουν τη μυθολογία– αλλά ποτέ το ίδιο το κείμενο. Δεν μπορώ να πω ότι άλλαξε κάτι στην αντίληψή μου με τον δίσκο. Ο Νεκτάριος, μουσικά, δεν κινήθηκε σε απρόβλεπτους δρόμους.
 
Κύριε Καραντζή, αντιλαμβάνομαι το έργο που καταθέσατε ως μια επιτυχημένη διάδραση μεταξύ της Δυτικής λόγιας παράδοσης και μιας ευρύτερης ελληνικότητας. Εμπνευστήκατε από το δημοτικό τραγούδι ως προς αυτήν την προσέγγιση;

Ήταν επιλογή μου η «Οδύσσεια» να έχει σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό, μεσογειακό και ελληνικό. Ο προφανής –αλλά όχι και μοναδικός, βέβαια– τρόπος ήταν ενορχηστρωτικά, με τη χρήση παραδοσιακών οργάνων όπως καβάλ, σαντούρι και ούτι και με τη χρήση επίσης των τρόπων (αφού η παραδοσιακή μουσική είναι τροπική). 

Οι τρόποι, όμως, χρησιμοποιούνται κι αλλού, με διαφορετική ματιά. Τρόπους συναντάμε π.χ. και στην πολυφωνία της Αναγέννησης, στη σύγχρονη κλασική (Ολιβιέ Μεσσιάν), όπως επίσης και στην τζαζ. Έτσι υπάρχει ένας κοινός τόπος όπου η παραδοσιακή μουσική μπορεί να συνδιαλλαγεί με άλλα είδη. 

Όποιος αναρωτιέται για το τι σημαίνει ελληνική μουσική, πού θα πρέπει να ανατρέξει; 

Ν.Κ.: Το τι σημαίνει ελληνική μουσική (με την ευρεία και όχι με τη στενή γεωγραφική έννοια) είναι μια μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση, στην οποία πρέπει να υπάρχουν ενστάσεις, διαφοροποιήσεις και αντιρρήσεις. Σίγουρα η πληθώρα των παραδοσιακών ιδιωμάτων αποτελεί έναν αστείρευτο πλούτο ομορφιάς. 

Ίσως, όμως, για να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει ελληνική μουσική θα πρέπει να δούμε και πέρα από αυτήν. Υπάρχει η  Λογοτεχνία και η Ποίηση, η Αρχιτεκτονική και η Ζωγραφική, η Φιλοσοφία και η Ιστορία, που μπορούν να μας διαφωτίσουν το ίδιο ή και περισσότερο. Σε κάθε μουσικό, τα ερεθίσματα αυτά θα αποτελέσουν τη βάση ή τον καταλύτη εκείνον από όπου θα προκύψει το νέο υλικό, οι καινούριες τάσεις, τα νέα χρώματα. Εκεί νομίζω ότι βρίσκεται και το μεγάλο στοίχημα: στο πώς η γνώση του παρελθόντος θα μας δώσει ώθηση για νέα δημιουργία.

Σ.Γ.: Έχουν διασωθεί αποσπάσματα από μελωδίες αρχαίων ύμνων, όμως αμφισβητείται η ορθότητα της καταγραφής τους ή ο τρόπος με τον οποίον θα έπρεπε να ερμηνεύονται. Δεν έχω ασχοληθεί με αυτό το είδος για να ξέρω πού είναι σωστό να ανατρέξει κανείς: όπως μελετάμε την αρχαία γλώσσα ή την ιστορία, έτσι θα πρέπει να ψάχνουμε και την αρχαία μουσική, μόνο αυτό μπορώ να πω. 

Τώρα, αν μιλάμε για την ελληνική μουσική γενικά, σίγουρα στο παραδοσιακό και στο ρεμπέτικο τραγούδι, στη βυζαντινή μουσική και στο πώς τέτοια είδη επηρέασαν και επηρεάζουν όλη τη μουσική δημιουργικότητα στην Ελλάδα.



08 Νοεμβρίου 2022

Λένα Πλάτωνος - ανταπόκριση (2018)


Το περασμένο Σάββατο βρέθηκα στο «Closer», μπαρ εμβληματικό για τα alternative rock πράγματα της Αθήνας των δικών μου (και όχι μόνο) χρόνων. Πήγα στοχευμένα, βέβαια, για το πάρτυ του fanzine «Lung» –το οποίο έφτασε αισίως στα 15 τεύχη, κρατώντας με τον τρόπο του ζωντανό το τύπωμα σε χαρτί, σε μια κατά τα λοιπά αδηφάγα ιντερνετική εποχή. Πατώντας εδώ, μπορείτε να διαβάσετε και όσα έγραψε ο φίλτατος Φώντας Τρούσας γι' αυτό, στο καλύτερο μουσικό blog του δικού μας τόπου.

Φυσικά, πέρα από κίνηση αλληλεγγύης σε ένα έντυπο που με έχει φιλοξενήσει στις σελίδες του, πήγα και για το κορίτσι, καθώς η Χριστίνα Κουτρουλού θα έπαιζε ένα back-to-back DJ set με την έτερη Χριστίνα του «Lung», τη Δραγγανά. Η οποία στο τεύχος #15 πήρε μια ωραία συνέντευξη από τη Λένα Πλάτωνος. 

Η μνήμη έπαιξε λοιπόν το παιχνίδι της, με την αφορμή αυτή, κι ανέτρεξε στην τελευταία φορά που είδα ζωντανά την Πλάτωνος –τον Μάιο του 2018, στο Six d.o.g.s., όπου έπαιξε με τη Σαβίνα Γιαννάτου και τον Γιάννη Παλαμίδα, θυμίζοντας επικές ημέρες της εγχώριας δισκογραφίας. Σύντομα, δε, ανασύρθηκε και η σχετική ανταπόκριση από τη βραδιά. Πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis, αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά κι ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


Τα σπουδαία τραγούδια που έγραψε η Λένα Πλάτωνος στη δεκαετία του 1980 ευτύχησαν να αγαπηθούν και από μια γενιά που δεν έζησε την κοσμογονία του Σαμποτάζ (1981), ούτε και φόρεσε Μάσκες Ηλίου (1984). Έτσι, το γεμάτο Six d.o.g.s. παρουσίαζε ένα ασυνήθιστο θέαμα, αφού κύριοι με τις ρυτίδες της μέσης ηλικίας και κυρίες με γκρίζα πια τα μαλλιά συγχρωτίζονταν με 20άρηδες χίπστερ και κορίτσια σε φλοράλ φορέματα. Διάσπαρτοι δε εδώ κι εκεί ήταν και κάποιοι τουρίστες, που προφανώς δεν καταλάβαιναν γρι από τα λόγια, μα έδειξαν αρκετή αφοσίωση σε ό,τι έβλεπαν και κατά διαστήματα χόρεψαν κιόλας. 

Η Πλάτωνος έκατσε στο πιάνο αριστερά όπως κοιτούσαμε τη σκηνή, παρέα με τη βοηθό της, η οποία αναλάμβανε να της δίνει τις σελίδες που χρειαζόταν σε κάθε περίσταση. Ήταν σοβαρή, όπως πάντα· δεν είπε πολλά στην έναρξη, μα είχε οπωσδήποτε κέφια. Έπαιξε ωραία και τραγούδησε συγκινητικά, με αποκορύφωμα τους "Εμιγκρέδες Της Ρουμανίας" (όπου έπεσε και το πιο ηχηρό χειροκρότημα της βραδιάς) και τη "Θάλασσα", ένα από τα ύστερα κομμάτια της που πολύ αγαπώ, στο οποίο συνεισέφερε απόκοσμα φωνητικά και η Σαβίνα Γιαννάτου. 

Μάλιστα, στο τέλος της κανονικής διάρκειας, όταν κατάλαβε πως δεν επιθυμούσαμε να λήξει η βραδιά, είπε λίγο έκπληκτη «θέλετε κι άλλο; Και γιατί δεν το λέτε; Ντρέπεστε;», κάνοντας το Six d.o.g.s. να γελάσει με την καρδιά του. Στο δε φινάλε αφιέρωσε το live σε έναν παλιό της φίλο από την Αυστρία που ήταν παρών, με τον οποίον (όπως μας είπε) έγραψε κάποτε τα πρώτα της τραγούδια, στο διάστημα που έζησε στη Βιέννη. 

Απέναντί της, στο Korg του, ο αφανής ήρωας της συναυλίας Στέλιος Τσιρλιάγκος, επί χρόνια συνεργάτης της. Ήταν ο άνθρωπος που συν-επιμελήθηκε τις μελετημένες ενορχηστρώσεις της βραδιάς, κάνοντας τα παλιά τραγούδια να μην ακούγονται ξένα προς τα ηλεκτρονικά ακούσματα της εποχής· αλλά κι ένας μουσικός θαυμάσιος, μια σταθερά για την όλη παράσταση. Το μέσον της σκηνής, τώρα, μοιράστηκαν η Σαβίνα Γιαννάτου με τον Γιάννη Παλαμίδα: πότε μόνοι, πότε μαζί, σε κάθε περίπτωση καταπληκτικοί. Δυο φωνές ζυμωμένες με το υλικό της Πλάτωνος, οι οποίες μπορούσαν να αναδείξουν και τις πτυχές του, μα κι εκείνη τη λοξή ματιά που το έκανε (και το κάνει) τόσο ξεχωριστό. 

Το πρόγραμμα ξεκίνησε με Γκάλοπ ("Τι Νέα Ψιψίνα") και έληξε με Λιλιπούπολη (μια υπέροχη "Ρόζα Ροζαλία"), τιμώντας στη διαδρομή όλη την πορεία της Πλάτωνος. Η θλίψη του Καρυωτάκη απόκτησε κρυστάλλινους απόηχους όταν η Γιαννάτου είπε το "Βράδυ", ο Καβάφης ντύθηκε τα ηλεκτρονικά του όταν ο Παλαμίδας στάθηκε "Περιμένοντας Τους Βαρβάρους", ενώ ακούσαμε και δύο μελοποιήσεις σε Emily Dickinson από έναν κύκλο που η Πλάτωνος έχει δουλέψει εδώ και κάποιον καιρό, χωρίς ακόμα να έχει παρουσιάσει τη στούντιο εκδοχή του. Κατά τα λοιπά δεν έλειψαν βέβαια ούτε το "Κοπερτί", ούτε η "Πτήση 201" –σε ένα άψογο ντουέτο μεταξύ Γιαννάτου και Παλαμίδα. Το "Ραντεβού Στην Όαση", πάλι, κέρασε σε όλους μας φρέσκο ανανά από τα χεράκια της Μαριανίνας Κριεζή, ενώ το "Σαμποτάζ" έβαλε φωτιά στο encore.

Με χαροποιούν αυτά τα τακτικά ραντεβού της Λένας Πλάτωνος στο Six d.o.g.s. Έστω κι αν ορισμένοι παρίστανται απλά «για τη φάση», διατηρείται ένας ζωτικός δίαυλος επικοινωνίας με μια νεότερη γενιά μουσικόφιλων, που δεν αδιαφορεί για την εγχώρια κληρονομιά. Παράλληλα, τιμάται μια κορυφαία δημιουργός, η οποία στην εποχή της βρήκε λιγότερη απήχηση από εκείνη που θέλει ο σχετικός μύθος, μα σήμερα ευτυχεί να εκδίδουν τα έργα της αμερικάνικα label. Έχει και την άλλη Κυριακή συναυλία και, αν δεν δώσατε ήδη το παρών, θα σας πρότεινα να μην το σκεφτείτε ούτε στιγμή. 



14 Αυγούστου 2020

Σαβίνα Γιαννάτου - συνέντευξη (2008)



Καθόλου καλά δεν οδεύει ο μήνας ως προς το θέμα του κορωνοϊού και ενόψει Δεκαπενταύγουστου το σχετικό άγχος μεγαλώνει, αφού «παραδοσιακά» αυτή είναι η περίοδος που οι περισσότεροι διαφεύγουν κάπου στην ύπαιθρο για διακοπές.

Παρά ταύτα, οι λίγες φετινές συναυλίες συνεχίζουν την προσπάθειά τους για μια διαφορετική νότα σε αυτήν την ανησυχητική πραγματικότητα. Σήμερα Παρασκευή 14 και αύριο Σάββατο 15 του μήνα, για παράδειγμα, η Σαβίνα Γιαννάτου θα εμφανιστεί live –και με όλα τα απαραίτητα μέτρα– με τους Primavera Εn Salonico στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου· όπου και θα παρουσιάσουν ένα πρόγραμμα «με τραγούδια για το νερό και την έρημο, για τη ζωή και τον θάνατο, τη γονιμότητα, τη μαγεία, την επιθυμία, τον εξαγνισμό», έχοντας ως καλεσμένη τη Lamia Bedioui από την Τυνησία.

Τη Σαβίνα Γιαννάτου τη συνάντησα για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2008, λίγο μετά τις γιορτές. Ήπιαμε καφέ στο Βοξ, στα Εξάρχεια τότε που λειτουργούσε ακόμα ως κατάστημα και κουβεντιάσαμε για τον δίσκο της Μουσική Δωματίων· μία από τις σπουδαιότερες εγχώριες δουλειές για τη δεκαετία των '00s, κατά τη γνώμη μου, η οποία συνάντησε όμως αντιξοότητες για να πραγματωθεί. Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές, με αφορμή τις επικείμενες συναυλίες στην Επίδαυρο.

* Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο: η πρώτη είναι φετινή, ανήκει στην Πηνελόπη Γερασίμου και διατέθηκε από το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, ενώ η δεύτερη του 2007, από το στοκ της Lyra για την προώθηση της Μουσικής Δωματίων.


Όταν άκουσα το άλμπουμ Μουσική Δωματίων, σκέφτηκα ότι γυρίζεις σελίδα στη διαδρομή σου. Είναι έτσι;

Δυστυχώς δεν γυρίζω σελίδα. Δυστυχώς με την έννοια ότι η Μουσική Δωματίων, όπως και κάθε τι άλλο που έχω κάνει μόνη μου –σαν το Rosa Das Rosas (2000), ας πούμε– πάει παράλληλα με τα υπόλοιπα πράγματα. Οπότε σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να πω ότι γυρίζω σελίδα. Αλλά σίγουρα ο συγκεκριμένος δίσκος δείχνει κάτι: ότι θέλω μια πιο προσωπική έκφραση, όπως και το πώς προχωράω εγώ σε αυτόν τον χώρο. 

Δεν έχω νομίζω τη δυνατότητα να γυρίσω σελίδα, να πω δεν κάνω πια τα άλλα και θα κάνω αυτό· αν και κάτι τέτοιο μπορεί ξέρεις να είναι και καλό. Γιατί είμαι και εκείνα μαζί. Απλώς καλό είναι, πιστεύω, να υπάρχει και μια ισοτιμία σε ό,τι κάνεις, ώστε να μη χρειάζεται να δίνεις αγώνα αν θέλεις να βγάλεις κάτι τόσο προσωπικό, όπως η Μουσική Δωματίων. Για μένα έχει μεγάλη σημασία η σχέση μεταξύ έναρθρου και άναρθρου λόγου, είναι άλλωστε κάτι που το κάνω στους αυτοσχεδιασμούς εδώ και χρόνια.

Χρειάστηκε δηλαδή αγώνας ώστε να εκδοθεί η Μουσική Δωματίων;

Ευτυχώς, επειδή είχα καλή σχέση με τη Lyra, δεν χρειάστηκε αγώνας. Δήλωσα απλά ότι ήθελα να το κάνω και ρώτησα πόσα λεφτά θα μπορούσαν να μου δώσουν. Και κάναμε μια αρχική συμφωνία, να μην ξεφύγω πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό. Νομίζω βασικά ότι κανείς δεν ήθελε τη Μουσική Δωματίων. Υπάρχει και η άποψη ότι, αφού κάνεις τόσο καλά τα άλλα, τι το θέλεις αυτό; Απλώς δεν μου έφεραν αντίρρηση –και το θεωρώ σημαντικό. Γιατί διαφορετικά θα ψαχνόμουν πολύ για να το κυκλοφορήσω και είναι μια πολύ απογοητευτική διαδικασία. Την έχω ξαναπεράσει για το Rosa Das Rosas: δεν στο βγάζει κανείς και νιώθεις ότι αδυνατείς να επικοινωνήσεις.

Αφορμή για το άλμπουμ στάθηκε το παλιό τραγούδι του Γιώργου Μουζάκη "Κάποιο Δειλινό" (1967), έτσι δεν είναι;

Όταν αποφάσισα να μπω στο στούντιο για να κάνω κάτι, δεν το είχα στο μυαλό μου. Αλλά, με το που μπήκα, ήταν το πρώτο που μου ήρθε, μαζί βέβαια με τους αυτοσχεδιασμούς. Και άρχισα μετά να κοιτάζω τις παλιές μου εκπομπές από το Τρίτο Πρόγραμμα, για να βρω τι με συγκινεί.

Το συγκεκριμένο τραγούδι το έχεις σε δύο εκτελέσεις και το λες και στις δύο με πολύ ιδιαίτερο τρόπο, σαν να σιγοψιθυρίζεις κάτι. Πώς πιστεύεις ότι θα αντιδρούσε ο γνωστός για τον οξύθυμο και αθυρόστομο χαρακτήρα του Μουζάκης, αν ζούσε ακόμα και το άκουγε;

(γέλια) Δεν έχω ξέρεις καμία εικόνα για τον Μουζάκη! Ξέρω μονάχα ότι έγραψε τον ύμνο του Παναθηναϊκού. Δεν ξέρω, θέλω να πιστεύω ότι θα του άρεσε που ένας άνθρωπος από έναν τελείως διαφορετικό χώρο, με άλλη ηλικία και άλλα βιώματα, καταπιάστηκε με ένα τραγούδι του που, για μένα τουλάχιστον, είναι πολύ παλιό. Δεν νομίζω βέβαια ότι θα τρελαινόταν κιόλας να το ακούει... 

Πάνω από το "Κάποιο Δειλινό" έχω βάλει εντωμεταξύ μια μελωδία η οποία είναι ο "Επιτάφιος Του Σείκιλου", ένα από τα λίγα σωζόμενα αρχαία ελληνικά τραγούδια, γιατί οι στίχοι του λένε στην ουσία ακριβώς τα ίδια πράγματα. Στην αρχή μάλιστα είχα προσθέσει και τα αρχαία λόγια, αλλά έπειτα αποφάσισα να τα αφαιρέσω και να αφήσω μόνο τη μελωδία να παραπέμπει εκεί. Οι δύο εκτελέσεις οφείλονται στο ότι σκέφτηκα πως το τραγούδι αυτό έχει δύο όψεις: μία που ξορκίζει τον θάνατο και μία που έχει μια θρησκευτικότητα, μοιάζοντας δηλαδή πράγματι με επιτάφιο. 

Και δίπλα στον Μουζάκη βάζεις και τον Γιάννη Αγγελάκα, διασκευάζοντας το "Σ' Ένα Ανοιξιάτικο Λιβάδι"...

Η αλήθεια είναι ότι δεν το διασκεύασα, το είπα όπως ακριβώς το είπε ο Αγγελάκας. Βέβαια, όταν το άκουσε ο Γιάννης, μου είπε «Σαβίνα, δεν είχα καταλάβει ότι ήταν έτσι η μελωδία»! Ήθελα ξέρεις να βάλω και τον Γιάννη να τραγουδήσει στον δίσκο, αλλά, όταν άκουσε το "Σ' Ένα Ανοιξιάτικο Λιβάδι", το σκεφτήκανε μαζί με τον Νίκο τον Βελιώτη και μου είπε όχι. Θεώρησε πως το έλεγα καλύτερα μόνη μου. 

Σε ανησύχησε καθόλου, όταν έφτιαχνες το άλμπουμ, αν θα το έπαιζαν τα ραδιόφωνα; Γιατί ανατρέπεις με αυτό μια εικόνα που έχουν για σένα τα τελευταία χρόνια τόσο τα μουσικά ΜΜΕ, όσο και μια σημαντική μερίδα του κοινού –μέσα από δουλειές όπως π.χ. τα Σεφαραδίτικα, τα μεσογειακά ή το χατζιδακικό Πάω Να Πω Στο Σύννεφο...

Η βασική μου έγνοια ήταν να βγει το άλμπουμ. Φοβόμουν πολύ ότι δεν θα μπορούσα να το βγάλω καθόλου. Μετά θα έβλεπα για τα υπόλοιπα. Παρ' όλα αυτά, μπαίνει στο ραδιόφωνο. Όχι πολύ συχνά βέβαια, αλλά έχει τύχει να ακούσω ακόμα και το "Παιδί Και Οι Ληστές". Κοίταξε, κάποιες εκπομπές υπάρχουν –αυτοί οι οποίοι είναι να πληροφορηθούν και να ενδιαφερθούν για τη Μουσική Δωματίων, θα το κάνουν. Ας είναι και πέντε άνθρωποι. 

Όσο για το κοινό, πράγματι, μου έτυχε και η περίπτωση ενός φίλου, ο οποίος ήρθε και μου είπε «Σαβίνα, δεν μπορώ να το ακούσω αυτό το πράγμα». Άλλοι πάντως ένιωσαν να τους απελευθερώνει το υλικό –και το χάρηκα. Είναι πολύ πιο σημαντικό. Είναι και για μένα ένα θέμα βέβαια αυτό που λες, ότι ο κόσμος με ξέρει από διαφορετικές μου δουλειές. Είμαι όμως και αυτό. Κι αν υπήρχε περισσότερη ενθάρρυνση, θα έβγαζα πιο συχνά στη δισκογραφία και αυτό μου το κομμάτι.  

Παρακολουθείς γενικά τι γίνεται στον χώρο της ελληνικής μουσικής; 

Όχι, δεν ξέρω τι γίνεται, σχεδόν τίποτα. Ξέρω τους Neon, που κάνουν ηλεκτρονική μουσική και βλέπω μεγάλη κινητικότητα στον χώρο των συγκροτημάτων· είχα πάρει μάλιστα και το άλμπουμ των Mary And The Boy. Νομίζω επίσης ότι υπάρχουν πολύ καλές γυναικείες φωνές στον έντεχνο/παραδοσιακό χώρο. Ο Νίκος Μαμαγκάκης, ας πούμε, περιστοιχίζεται από καταπληκτικές φωνές. Η Ευτυχία Μητρίτσα είναι μια τέτοια περίπτωση: με πολύ καλές δυνατότητες, ολόσωστη, που ξέρει και μουσική, καθώς είναι καθηγήτρια μουσικής σε σχολείο. Είχε εμφανιστεί ή πέρυσι ή πρόπερσι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, λέγοντας ένα τραγούδι της Στέλλας Γαδέδη.

Θεωρείς ότι στο εξωτερικό, όπου έχεις βγει με επιτυχία, θα μπορούσες να κάνεις περισσότερα πράγματα από ότι εδώ;

Όλα νομίζω μπορώ να τα κάνω κι εδώ, μα σε άλλη κλίμακα. Ο αυτοσχεδιασμός είναι κάτι το οποίο θα μπορούσα να το έχω εξελίξει πολύ έξω και δεν το έχω κάνει. Δεν με ξέρουν να φανταστείς έξω ως αυτοσχεδιάστρια. Είχα παίξει μια φορά με τον κοντραμπασίστα Barry Guy, ο οποίος είναι πολύ γνωστός στη free jazz –μου είχαν ζητήσει να παίξω εγώ τραγούδια κι εκείνος να αυτοσχεδιάζει. Και όταν συναντηθήκαμε και τον ρώτησα αν ήθελε να αυτοσχεδιάζαμε μαζί, μου είπε πως δεν ήξερε ότι υπήρχε και αυτή μου η πλευρά. Και καταλήξαμε να βγούμε και να αυτοσχεδιάσουμε, χωρίς καθόλου τραγούδια. Θα είχε λοιπόν σημασία για μένα να δικτυωθώ στον χώρο αυτόν. Αλλά είναι κάτι που πρέπει να το κάνω ολομόναχη, ενώ συνήθως το κάνει ένας μάνατζερ. Κι εγώ είμαι λίγο αδρανής.

Πιστεύεις όμως ότι στο εξωτερικό δέχονται εύκολα κάτι από την Ελλάδα που δεν τοποθετείται κάτω από την «ethnic» ταμπέλα;

Ο λόγος που βγαίνω στο εξωτερικό είναι ακριβώς αυτός. Τα ρεμπέτικα ας πούμε τραγούδια τα καταλαβαίνουν, είναι λίγο-πολύ όπως είναι για εμάς τα fados της Πορτογαλίας. Θυμάμαι όμως ότι, όταν είχα βάλει σε κάποιους να ακούσουν Διονύση Σαββόπουλο, δεν καταλάβαιναν τίποτα, δεν μπορούσαν να δουν γιατί τον θεωρούσα σημαντικό. Και όταν κάποτε τραγουδούσα εδώ τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και είχα εντάξει σε αυτά και τα Reflections, μια ξένη καλλιτέχνιδα η οποία είχε έρθει να παρακολουθήσει το πρόγραμμα, μου είπε στο τέλος «μου άρεσαν όλα, εκτός από τα αγγλόφωνα». Αυτά δηλαδή που εγώ τα αγαπούσα τόσο πολύ, που είχα μεγαλώσει μαζί τους και που τα θεωρούσα το τέλειο, εκείνη δεν τη συγκινούσαν.