Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κανελλίδου Αλέκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κανελλίδου Αλέκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Ιουνίου 2023

Fame - κριτική μιούζικαλ (2012)


Παρότι δεν το βάζω στα μεγάλα μιούζικαλ της κινηματογραφικής ιστορίας, το «Fame» του Alan Parker (1980), γνωστό στα καθ' ημάς με τον τίτλο «Στον Πυρετό της Δόξας», είναι μια πολύ οικεία παιδική ανάμνηση: η ομώνυμη τραγουδάρα της πρόσφατα μακαρίτισσας Irene Cara ήταν μεγάλη αγάπη απ' όταν θυμάμαι τη μουσική, ενώ το τηλεοπτικό σίριαλ που ακολούθησε το 1982 (ως το 1987) το βλέπαμε στο σπίτι οικογενειακώς, στα χρόνια του κρατικού μονοπωλίου –ζούσε μάλιστα και η μητέρα μου, τότε, όντας ακόμα στα καλά της, οπότε είναι μια πολύ αγαπημένη μνήμη αυτή. Κάποτε, μάλιστα, στις απαρχές του ίντερνετ, όταν ελάχιστοι είχαμε emails, είχα και μια αλληλογραφία με τον Lee Curreri, που έπαιζε τον Bruno Martelli (και στο φιλμ και στο σίριαλ).

Κάπως έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να πάω να δω το ελληνικό ανέβασμα του «Fame» τον Δεκέμβριο του 2012, στην αίθουσα «Αντιγόνη» του Ελληνικού Κόσμου, σε σκηνοθεσία Θέμις Μαρσέλλου, με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο να έχει εμπλακεί στην ελληνική μεταφορά του σεναρίου. Άλλωστε, τη διευθύντρια της σχολής είχε αναλάβει να παίξει η Αλέκα Κανελλίδου –και το έκανε όπως τη φανταζόμουν, με κάτι από Debbie Allen στον όλον αέρα της. Αν και η μεγάλη, ευχάριστη έκπληξη ήταν τελικά η Demy. Και είχε κι άλλους διάσημους το cast: τον Νίκο Βουρλιώτη, τον Ησαΐα Ματιάμπα, την Idra Kayne, τη Νάντια Μπουλέ.

Όμως, παρότι βρήκα διάφορα θετικά, έφυγα δυσαρεστημένος από τον Ελληνικό Κόσμο. Και τους λόγους τους εξήγησα σε μια λεπτομερή κριτική, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι από την παράσταση, προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο και ανήκουν στον Λουκά Ζιάρα


Αν η τελευταία εντύπωση είναι αυτή που μετράει, έφυγα από το Fame αληθινά δυσαρεστημένος. Σκεπτόμενος, δηλαδή, ότι έχασα άσκοπα 2,5 ώρες από τη ζωή μου, ότι επιβεβαιώθηκαν οι (περισσότερες από τις) χειρότερες υποψίες μου, ότι το μιούζικαλ κύλησε περίπου όπως το είχα φανταστεί. Αποδομώντας βέβαια τα πράγματα, βάζοντάς τα σε τάξη, τηρώντας τους κανόνες ψυχραιμίας και νηφαλιότητας ενός κριτικού, τα θετικά στοιχεία δεν τα λες λίγα. Το θέμα είναι, λοιπόν, γιατί το Fame απέτυχε να θεμελιωθεί πάνω στα ευδιάκριτα συν του, επιτρέποντας στα πλην να πάρουν το πάνω χέρι –και μάλιστα με τόσο έκδηλο τρόπο.

Ξεκινώντας από τα βασικά, το Fame ανεβαίνει σε μια αίθουσα υπερ-κατάλληλη για έναν τέτοιον σκοπό. Μεγάλη, με ευρύχωρα καθίσματα, καλή οπτική προς τη σκηνή (όσο πίσω κι αν κάθεσαι), με θαυμάσια ακουστική, η «Αντιγόνη» δεν σου επιτρέπει κανένα παράπονο. Άντε να πεις για τις τουαλέτες, ότι σε περίπτωση πολυκοσμίας δημιουργούνται ουρές, άντε να πεις και για εκείνα τα τρία προειδοποιητικά της έναρξης «κουδούνια», τα οποία στέλνουν λίγο την ψυχή στην Κούλουρη έτσι ως ηχούν ξαφνικά και με βροντή. 

Προχωρώντας στα απαραίτητα, τώρα, το Fame διαθέτει καλή σκηνοθεσία. Η Θέμις Μαρσέλλου το έχει σκεφτεί σε βάθος και επένδυσε σε ένα λιτό μα λειτουργικό σκηνικό, το οποίο σου δημιουργεί την αίσθηση ότι βρίσκεσαι όντως σε μια σχολή, όσο το φόντο πίσω αλλάζει, είτε ενισχύοντας αυτή την εντύπωση, είτε θυμίζοντάς σου ότι τόπος του μιούζικαλ είναι η Νέα Υόρκη. Απλά μα καίρια πράγματα, που έκαναν τη δουλειά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, συνεπικουρούμενα από τους εύστοχους φωτισμούς του Τάσου Ζαφειρόπουλου. Αναρωτήθηκα μόνο αν η ορχήστρα παραήταν στριμωγμένη στη γωνία δεξιά, αν γινόταν να έχει μια σπιθαμή επέκτασης «συνορεύοντας» με τη μεταλλική σκάλα, αλλά αυτά δεν μπορώ να τα ξέρω. 

Ξέρω πάντως ότι ήταν μια άξια ορχήστρα, με καλούς μουσικούς (ξεχώρισα το σαξόφωνο του Δημήτρη Καραγάνη και την τρομπέτα του Φάνη Βερνίκου) και έμπειρο μαέστρο: ο Νίκος Πλατύραχος έχει ως τώρα άφθονα διαπιστευτήρια και στάθηκε στο ύψος του τη Δευτέρα το βράδυ, τόσο ως διευθυντής ορχήστρας, όσο και ως ενορχηστρωτής της παράστασης. Όμορφα βρήκα επίσης τα κοστούμια της Χριστίνας Κωστέα, γιατί απέδιδαν πετυχημένα –με ζωηρά, όμορφα χρώματα– τα νιάτα των πρωταγωνιστών, όντας προσαρμοσμένα στην ταυτότητα του κάθε ενός, μα δημιουργώντας συνάμα κι ένα ευχάριστο στο μάτι σύνολο όταν έβλεπες τον θίασο όλον μαζί. Αλλά και οι χορογραφίες του Αλέξανδρου Γιαννή ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν: χορογραφίες Fame, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.    

Υπήρξαν επίσης δύο ευχάριστες εκπλήξεις. Πρώτον, η Θέμις Μαρσέλλου πέτυχε κάτι που προσωπικά θεωρούσα αδύνατον: έβαλε ταιριαστούς ελληνικούς στίχους στο "Fame" της Irene Cara, κρατώντας ατόφιο το πνεύμα του, μα βρίσκοντας και το μονοπάτι για να το «ελληνοποιήσει» χωρίς να ξενίζει. Μου άρεσε, επίσης, να σημειώσω, και ως κυρία Μάιερς, καθώς έπαιξε τον ρόλο με πειθώ. 


Η δεύτερη έκπληξη ήταν η Demy. Μια τραγουδίστρια την οποία μέχρι πρότινος είχα ταυτίσει με αδιάφορα ποπ χιτάκια του συρμού, όμως στο Fame μου αποκαλύφθηκε ως αληθινή πρωταγωνίστρια: πήρε επ' ώμου τον κεντρικό χαρακτήρα της Κάρμεν Ντίαζ, έπαιξε λες και ήταν επαγγελματίας ηθοποιός και τραγούδησε ωραία, αποδίδοντας όλη τη φιλοδοξία που απαιτούσε ο ρόλος, μα κρατώντας συνάμα κι εκείνο το άγουρο, κοριτσίστικο υπόβαθρο που τελικά πρόδωσε την Κάρμεν. Τα συγχαρητήριά μου, έμεινα ειλικρινά εντυπωσιασμένος. 

Ε, την Αλέκα Κανελλίδου δεν θα τη βάλω στις εκπλήξεις, να μου επιτρέψετε... Ήταν δεδομένο ότι θα της ταίριαζε γάντι ο ρόλος της διευθύντριας της Ακαδημίας. Και τον έπαιξε με την πρέπουσα αυστηρότητα, ευθύτητα μα και ανθρωπιά, βαδίζοντας με προσοχή στα χνάρια όχι τόσο της Anne Meara, όσο της Debbie Allen (για όσους θυμούνται το Fame του Alan Parker ή την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του 1982-1987, που στην Ελλάδα μάθαμε με το όνομα Στον Πυρετό Της Δόξας). Είχε τύπο, είχε αέρα, είχε την κίνηση, είχε εκείνη την ακαταμάχητη χροιά –κρίμα που το μόνο τραγούδι που της αναλογούσε ήταν ένα επίπεδο, εντελώς αδιάφορο κομμάτι. 

Όπως ήταν και τα περισσότερα, εδώ που τα λέμε. Τραγούδια πάρα πολλά, τα οποία ανέβασαν αναίτια τη διάρκεια της παράστασης και τη βαρυφόρτωσαν, αφού συχνά δεν προωθούσαν καν την ιστορία: έστεκαν στις παρυφές της, κωλυσιεργώντας την εξέλιξη, μην διαθέτοντας κανένα ενδιαφέρον ως αυτόνομα ακούσματα, αποκομμένα δηλαδή από την εικόνα και από το πλαίσιο που ήθελαν να υπηρετήσουν. Αν εκδοθεί soundtrack της παράστασης, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεθεί κάτω από την όποια βαθμολογική βάση. Δεύτερο κεντρικό πρόβλημα αποδείχθηκαν τα κείμενα, το σενάριο αν θέλετε της ιστορίας. Εδώ όμως ελλοχεύει ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο έχει να κάνει με το αυθεντικό Fame, με την αποτίμησή του και με την αισθητική θέση που ήθελαν τελικά να πάρουν απέναντί του η Μαρσέλλου με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, οι οποίοι ανέλαβαν την απόδοση στα ελληνικά. 

Θέλω να πω ότι το Fame, παρά τη θραύση που ομολογουμένως έκανε και τη θέση του στην ιστορία των μιούζικαλ, δεν στάθηκε ποτέ καλός εκπρόσωπος του είδους του. Αντιθέτως, ήταν μια ταινία γεμάτη αφέλειες, κλισέ και βαρετά στερεότυπα, τα οποία διογκώνονται περισσότερο στις δικές μας ημέρες, αφού τα έχεις βρει πλέον μπροστά σου σε πολλαπλάσιες εκδοχές (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση), συγκριτικά με τη δεκαετία του 1980. Απέναντι λοιπόν σε ένα τέτοιο πρωτότυπο, αποφασίζεις αν θα το πειράξεις ή αν θα το σεβαστείς. 

Διέκρινα πειράγματα και απόπειρες φρεσκαρίσματος, ειδικά στο πρώτο μέρος –ένα αρκετά ευχάριστο μέρος– όπου υπήρχε χιούμορ, ανοιχτό παιχνίδι με τη σεξουαλικότητα, μια γλώσσα σύγχρονη και καθημερινή, διόλου παράταιρη με την εποχή μας. Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί οι παρεμβάσεις δεν υπήρξαν εκτενέστερες και γιατί ειδικά το δεύτερο μέρος αφέθηκε να καταρρεύσει τόσο θεαματικά, αναλωνόμενο σε πλήθος μελοδραματικών κοινοτοπιών και ανόητων διαλόγων. 

Ίσως βέβαια να πήρα την απάντηση που ψάχνω στο χειροκρότημα που έπεσε στα περισσότερα απ' όσα εγώ βρήκα κατακριτέα –μεγάλη μερίδα του κοινού ενδεχομένως επικροτεί τέτοιες ευκολίες και αγάλλεται με το περίσσιο, υπερβολικό ερωτικό δράμα. Ωστόσο, η σκηνή όπου ο καθηγητής Σέινκοπφ ανακοινώνει στον Σλόμο τον θάνατο της Κάρμεν είναι για μένα μία από τις πέντε χειρότερες που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Λυπάμαι που θα το πω, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου... Στάθηκε αντάξια δραματικών σκηνών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου με Νίκο Ξανθόπουλο και Μάρθα Βούρτση, οι οποίες, δικαίως, σατιρίζονται ανελέητα από τις νεότερες γενιές.  

Περαιτέρω προβλήματα δημιούργησαν πάντως και κάποιες διανομές. Δεν αντιλήφθηκα λ.χ. για ποιον ακριβώς λόγο επιλέχθηκε ο Ησαΐας Ματιάμπα ως Σλόμπο, ρόλος από τους κεντρικούς, ο οποίος απαιτούσε συνδυαστικές ικανότητες ηθοποιού και τραγουδιστή. Στα δικά μου μάτια υπήρξε αποτυχημένος και στα δύο. Το ίδιο ισχύει και για τον Βασίλη Αξιώτη, ο οποίος ανέλαβε τον ρόλο του καθηγητή Σέινκοπφ: αντί να πατήσει στον ανεπανάληπτο Σορόφκσι που έπλασε ο Albert Hague, ο Αξιώτης εμφάνισε έναν χαρακτήρα άκυρο, μετέωρο και υπερβολικό. 

Πολλοί θεατές βρήκαν ίσως τη Σοφία Κουρτίδου χαριτωμένη, εγώ τη βρήκα εκνευριστική –παρά την αναμφίβολη καλλιφωνία της– και σκέφτηκα ότι ο ρόλος της Γκρέις ταίριαζε περισσότερο στην Idra Kayne (επαρκέστατη ως Μέιμπελ, μα στη σκιά των υπολοίπων). Η Νάντια Μπουλέ είχε πλάκα στην αρχή παίζοντας πετυχημένα τη χαζοβιόλα Σερίνα, έκανε όμως κατάχρηση των στοιχείων της κουτής παιδίσκης, ενώ εμφάνισε κι ένα αταίριαστα σοβαρό και επίσημο πρόσωπο κάθε που τραγουδούσε –είπε επίσης περισσότερα τραγούδια από όσα μπορούσε να υποστηρίξει ή από όσα, τέλος πάντων, άντεχαν τα δικά μου αφτιά: μια σωστή φωνή με μια κάποια έκταση δεν σε κάνει ντε και καλά αξιόλογη τραγουδίστρια. Και το Fame διαδραματίζεται, υποτίθεται, σε μια Ακαδημία ταγμένη στο να σου μάθει να κάνεις τέτοιες διακρίσεις. 

Ο Χρήστος Ζαν Μπατίστ, πάλι, ήταν απόλαυση κάθε που χόρευε –είχε όντως κάτι από το δαιμόνιο του LeRoy Johnson– σαν ηθοποιός όμως αποδείχθηκε κάτω του μετρίου, ενώ ανάλογα προβλήματα παρουσίασε και ο Νίκος Βουρλιώτης: ναι μεν έπλασε έναν τύπο ικανό να ξεχωρίσει σε κάθε εμφάνιση στη σκηνή (παράστημα, φωνή, βλέμμα, κινήσεις), δεν έπεισε όμως ως καθηγητής χορού, ενώ στο δεύτερο μέρος χρεώθηκε μια δακρύβρεχτη μπαλάντα εντελώς αταίριαστη και με την περσόνα τη δική του, αλλά και με εκείνη του καθηγητή Μπελ. Οι υπόλοιπες διανομές (για να μη μακρηγορώ άσκοπα) κρίνονται από επαρκείς έως συμπαθείς. 

Συνοψίζοντας, νομίζω ότι η ελληνική εκδοχή του Fame αφέθηκε να παρασυρθεί από τα όσα αρνητικά μάστιζαν το φιλμ του 1980, δίχως να τα προκαλέσει επαρκώς. Ίσως γιατί τα έκρινε ως «συνταγή επιτυχίας», έχασε επαφή με το πόσο ξεφτισμένα φαντάζουν πια πολλά από αυτά, αν και –ξαναλέω– ενδέχεται οι συντελεστές να έχουν καλύτερη επαφή με το μέσο αισθητήριο από τη δική μου και να ξέρουν καλά τι κάνουν, από την άποψη της εισπρακτικής επιτυχίας. 

Δική μου δουλειά, ωστόσο, είναι η αισθητική αποτίμηση. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, λοιπόν, βρίσκω ότι χάθηκε μια ευκαιρία να ρετουσαριστεί το Fame σε κάτι καλύτερο και λίγο πιο ουσιώδες απ' ότι υπήρξε, χρησιμοποιώντας π.χ. δάνεια από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, η οποία διέθετε και καλύτερη ανάπτυξη χαρακτήρων και ορισμένες πιο προσεγμένες αφηγήσεις. Δευτερευόντως, δεν δόθηκε η ίδια προσοχή στο στήσιμο του μιούζικαλ και στην επάρκεια των ερμηνειών, με αποτέλεσμα να βλέπεις πολύ καλή δουλειά ως προς όλα όσα αφορούν στο πρώτο, μα κάτω του μετρίου αποδόσεις στο τόσο καίριο δεύτερο θέμα. Είναι κρίμα να φεύγεις με μια αίσθηση πεταμένου χρόνου, όταν είναι φανερό ότι υπήρχαν βάσεις για να γίνουν τόσα πράγματα.



15 Οκτωβρίου 2022

Γιάννης Σπανός & Αλέκα Κανελλίδου - ανταπόκριση (2017)


Όσοι παρακολουθούν την αρθρογραφία μου στο Αθηνόραμα, ξέρουν ότι πριν λίγες μέρες πήγα να παρακολουθήσω το αφιέρωμα στον Γιάννη Σπανό στο Ηρώδειο –έναν αγαπημένο δημιουργό. 

Όταν είδα λοιπόν την Πέννυ Ξενάκη να ανεβαίνει στη σκηνή ως συμμετοχή-έκπληξη της βραδιάς, η μνήμη πέταξε στην τελευταία φορά που είδα live τον συνθέτη: καθισμένο στο πιάνο του, με βλέμμα πάντοτε σπινθηροβόλο, παρά την πάροδο των ετών. 

Ήταν τέλη Δεκέμβρη του 2017, στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Στις παραστάσεις «Ξανά Μαζί» που έδινε τότε εκεί με την Ξενάκη, την Αλέκα Κανελλίδου και τον Δημήτρη Σαββαΐδη. Σε μια ωραία βραδιά, έστω και με την απογοητευτική διαπίστωση ότι το «Μαζί» του τίτλου δεν ήταν και πολύ αληθινό, αφού Σπανός & Κανελλίδου μοιράστηκαν τη σκηνή για μικρό μονάχα μέρος του προγράμματος που είχαν σχεδιάσει.

Η συναυλιακή επικαιρότητα, λοιπόν, δημιουργεί καλή αφορμή ώστε να αναδημοσιευτεί εδώ η ανταπόκριση που έγραψα τότε για λογαριασμό του Avopolis –ως συνήθως, με μικρές τροποποιήσεις, κατά κύριο λόγο αισθητικής φύσης. 

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά της 29/12 στο «Γυάλινο» και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


«Ξανά μαζί» είναι φέτος ο Γιάννης Σπανός και η Αλέκα Κανελλίδου, ύστερα από τις επιτυχημένες εμφανίσεις του 2016 στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Για όποιον δεν έχει ξαναπάει, πάντως, ελλοχεύει και μια παρεξήγηση σε όλο αυτό το «ξανά μαζί». Κι εγώ, δηλαδή, μια διαφορετική εικόνα είχα σχηματίσει στο κεφάλι μου για το τι θα έβλεπα πηγαίνοντας στην παράσταση· με αποτέλεσμα να βρεθώ απορημένος, όταν κατάλαβα ότι οι δυο τους μοιράζονται τη σκηνή για μικρό μόνο μέρος του όλου προγράμματος.

Η νύχτα, δηλαδή, είναι στην πραγματικότητα κομμένη στα δύο: ένα μέρος ανήκει στην Αλέκα Κανελλίδου κι ένα στον Γιάννη Σπανό και τους δυο βασικούς συνοδοιπόρους του, την Πέννυ Ξενάκη (τραγούδι) και τον Δημήτρη Σαββαΐδη (τραγούδι, μπουζούκι). Αμφότεροι, πάντως, πλαισιώνονται από την ίδια ορχήστρα ικανών μουσικών, την οποία αποτελούν οι Θωμάς Καραμαζάκης (κιθάρα), Γιώργος Σχοινάς (ακορντεόν), Γιώργος Κατσίκης (τύμπανα) & Μίμης Ντούτσουλης (κοντραμπάσο), με μαέστρο τον πιανίστα Γιώργο Τσοκάνη, που επιμελήθηκε γενικά τις ενορχηστρώσεις και την όλη μουσική διεύθυνση.

H Αλέκα Κανελλίδου εμφανίστηκε ενώπιόν μας λίγο μετά τις 11 και μπήκε χωρίς εισαγωγές με το "Crazy Girl" –το τραγούδι με το οποίο ξεκίνησαν ουσιαστικά όλα πίσω στο 1967, όταν το είπε ντουμπλάροντας τη Ζωή Λάσκαρη στην περίφημη ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Οι Θαλασσιές Οι Χάντρες». Έψαχναν τότε μια τραγουδίστρια, μας είπε· και ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ένας από τους μουσικούς του Μίμη Πλέσσα (ο βιολιστής Γιάννης Κανελλίδης), σκέφτηκε την κόρη του, που όλη μέρα τραγουδούσε «τα ξένα». Δεν πρέπει να του έδωσαν χρήματα για τη συμμετοχή της, όταν δε βγήκε η ταινία, μάταια έψαχνε το όνομά της: δεν είχε μπει πουθενά. Παρότι λίγο πιο μετά παραπονέθηκε ότι μας έβρισκε «παγωμενάκια» ως θεατές, νομίζω ότι ήταν ωραία εισαγωγή, η οποία δημιούργησε κλίμα. Αν οι αντιδράσεις μας άργησαν να γίνουν πιο ενθουσιώδεις, οφείλεται στο ότι αρχικά υπήρξε μεγάλη προσήλωση στις ερμηνείες της, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει μια σαγήνη.


Όλα τα γνωστά κι αγαπημένα της μας τα είπε η Κανελλίδου. Και το ικανοποιητικά γεμάτο Γυάλινο τραγούδησε με προσήλωση, σχεδόν σε κάθε περίσταση: όσοι είχαν έρθει, ήξεραν καλά τι ήρθαν να δουν. "Πόσο Γλυκά Με Σκοτώνεις" (η διασκευή του 1981 στο "Killing Me Softly With His Song" της Lori Lieberman), "Μια Περιπέτεια", "Μονά Ζυγά", "Αλλιώτικος Νόμος", "Δεν Είναι Έτσι Η Αγάπη", "Μόλις Χθες", "Νύχτα Είναι Θα Περάσει" και φυσικά το "Άσε Με Να Φύγω", ήταν όλα εκεί. Δοσμένα με φλόγα και με τη μοναδικότητα μιας αληθινά ξεχωριστής φωνής: μπορεί ο χρόνος να την έχει βαθύνει, μα η ερμηνευτική δύναμη της Κανελλίδου και τα εκφραστικά της χρώματα μένουν ανέπαφα.

Μας είπε βεβαίως και τα "Δίδυμα Φεγγάρια" –και ίσως ήταν εκεί που το κοινό να άρχισε να κάνει πιο αισθητή την παρουσία του. Δίπλα της στάθηκε ο Δημήτρης Σαββαΐδης με το μπουζούκι του, φοβάμαι πάντως ότι τούτη η πρώτη γνωριμία είχε εν τέλει τον χαρακτήρα ψυχρολουσίας, καθώς ανέλαβε και τα ανδρικά φωνητικά της υπόθεσης. Ασφαλώς και δεν περίμενε κανείς να ανταγωνιστεί τον Δημήτρη Μητροπάνο, δεν γίνονται αυτά. Αλλά ο γλυκερός τρόπος του αποτυπώθηκε υπέρ το δέον μακριά από το αιτούμενο. Η Κανελλίδου έκανε και μια μικρή περιπλάνηση στο ελαφρό ρεπερτόριο με επιλογές από Μιχάλη Σουγιούλ και Γιώργο Μουζάκη, όμως το ενδιαφέρον μας κορυφώθηκε όταν έφερε τον Γιάννη Σπανό στη σκηνή, για να κάτσει απέναντί της στο πιάνο και να τραγουδήσουν μαζί.  


Ο πολύ ωραίος δίσκος του 1976 «Η Αλέκα Κανελλίδου Τραγουδά Γιάννη Σπανό» τιμήθηκε με τους "Νόμους" και το "Ήρθε Ένας Φίλος", διάλεξαν όμως και αγαπητά τραγούδια εκτός της συνεργασίας τους, που έμειναν με άλλες γυναικείες φωνές, όπως το "Αν Μ' Αγαπάς" και το "Σ' Ένα Εξπρές", με την Κανελλίδου να κλείνει το κοινό αυτό set με μια καταπληκτική, a cappela εκτέλεση στο "Άνθρωποι Μονάχοι", το οποίο έχει σφραγίσει βέβαια η ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού. Αναλόγως καταπληκτικό, πάντως, ήταν και το φινάλε της δικής της παρουσίας στο Γυάλινο, για το οποίο διάλεξε τα "Ήσυχα Βράδια", αποδίδοντάς τα όπως ακριβώς τους πρέπει, σε ένα συγκινητικό στιγμιότυπο. Μας χαιρέτησε κατόπιν χωρίς πολλά-πολλά, με μερικές πρωτοχρονιάτικες ευχές.

Μετά από μια τέτοια εμπειρία στάθηκε δύσκολο να δεχθούμε ότι τη σκυτάλη θα έπαιρναν η Πέννυ Ξενάκη με τον Δημήτρη Σαββαΐδη, όσο σεβασμό κι αν ενέπνεε η παρουσία του Γιάννη Σπανού στο πιάνο –όσο από καρδιάς και αν του απαντήσαμε θετικά στην από μικροφώνου έκκλησή του να τελειώσουμε τη βραδιά μαζί. Ήταν ένα δύσκολο στοίχημα, ομολογουμένως. Αλλά το γεγονός ότι οι περισσότεροι μείναμε στις θέσεις μας μέχρι το τέλος, χειροκροτώντας θερμά στο ενδιάμεσο ή και χορεύοντας ανά περιστάσεις, είναι η καλύτερη πιστοποίηση ότι το στοίχημα δεν χάθηκε. 

Τα εύσημα πρέπει να δοθούν στην Πέννυ Ξενάκη, γιατί έκανε μια επιτυχημένη «πρώτη επαφή» ερμηνεύοντας πολύ ωραία, με τη βαθιά, ζεστή φωνή της το "Μια Αγάπη Για Το Καλοκαίρι". Κυρίως, όμως, ανήκουν στον Γιάννη Σπανό: αυτόν τον εξαιρετικό συνθέτη με το έργο-ποταμό, που δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα στους «μεγάλους» του τόπου μας, όπως θα έπρεπε. Ίσως γιατί πάντα είναι έτσι αναλόγως σεμνός όσο τον είδαμε και στο Γυάλινο, να προτιμά τα μετόπισθεν, εκεί στο πιάνο του, αφήνοντας τα φώτα στους εκάστοτε συνοδοιπόρους του στα μικρόφωνα. Το υπόλοιπο πρόγραμμα ήταν η καλύτερη απόδειξη του πόσο σπουδαίος είναι, αφού έδωσε την ευκαιρία να θυμηθούμε ότι κι εκείνο και το άλλο και το παράλλο από τα πασίγνωστα άσματα που ακούγαμε, όλα δικά του ήταν. 


Η Ξενάκη ανέλαβε με άνεση και αέρα το κομμάτι που της αναλογούσε, ξετυλίγοντας μια διακριτή ερμηνευτική ταυτότητα, εύστοχα τοποθετημένη κάπου μεταξύ Αλέκας Κανελλίδου και Τάνιας Τσανακλίδου, με ολίγη από Χαρούλα Αλεξίου –απόρησα που μια τέτοια φωνή έχει μείνει χωρίς δισκογραφία από το 1995 και μετά, μετρώντας μόλις 2 άλμπουμ στο ενεργητικό της. 

Η Χριστίνα δίπλα μου παρατήρησε ότι κάτι πρέπει να βελτιώσει στην κίνηση και στην επί σκηνής έκφρασή της, ενώ κι εγώ σημείωσα ότι ίσως τα πιο λαϊκά να μην της πάνε και τόσο, θεωρώντας ότι έφτασε στις καλύτερές της στιγμές λέγοντας το "Φίλε" και την "Κίτρινη Πόλη". Ωστόσο ήταν εκείνη που ξεσήκωσε τον κόσμο στον χορό, κατεβαίνοντας ανάμεσα στα τραπέζια για το "Ναύτης Βγήκε Στη Στεριά" και το "Ρίξε Στο Κορμί Μου Σπίρτο", δύο σουξεδάρες του Σπανού από το 1977 και το 1992, με πρώτες διδάξασες (αντίστοιχα) τη Μοσχολιού και την Κατερίνα Κούκα. 

Το πιο λαϊκό κομμάτι του προγράμματος το πήρε γενικά επ' ώμου ο Σαββαΐδης, ο οποίος συνολικά υπήρξε καλύτερη παρουσία σε σύγκριση με την πρώτη ιδέα που μας έδωσε στο πλάι της Κανελλίδου. Παίζει ωραίο μπουζούκι, στέκεται στη σκηνή και διαθέτει αναντίρρητα μια ωραία φωνή, με αρκετά χαρίσματα. Ερμηνευτικά, ωστόσο, κάτι λείπει. Ίσως γιατί είναι ακόμα «άγουρος» και τείνει να ρέπει προς το παράδειγμα του Γιώργου Νταλάρα (στα πιο ώριμά του χρόνια) για τις πιο απαιτητικές νότες, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση μιας ομοιότητας που δεν βγαίνει υπέρ του. Πάντως τραγούδησε μια χαρά σε αρκετές στιγμές, με καλύτερη ανάμεσά τους το "Μια Κυριακή", που ο Σπανός έγραψε πίσω στο 1969 για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. 

Στο τέλος του προγράμματος, όταν αρχίσαμε τα «κι άλλο, κι άλλο», ο Σπανός μας χαμόγελασε πονηρά, έκανε νόημα συναίνεσης με το δάχτυλο για ένα ακόμα και γύρισε στο πιάνο του, παίζοντας τις χαρακτηριστικές νότες του "Οδός Αριστοτέλους". Περίμενα ότι θα έβγαινε η Κανελλίδου να το πει, έτσι για γκραν φινάλε και για να τονωθεί εκείνο το «ξανά μαζί» με το οποίο διαφημίζεται το όλο πρόγραμμα. Αλλά δεν βγήκε. Ήταν η Ξενάκη που μας το είπε κι αυτό. Με μας να τραγουδάμε μαζί της, σε ένα αντικειμενικά ωραίο κλείσιμο. Όσο κι αν ήθελα λίγη Κανελλίδου ακόμα.