Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα My Drunken Haze. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα My Drunken Haze. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10 Οκτωβρίου 2022

ΨΧ: Φεστιβάλ Νέας Ελληνικής Ψυχεδελικής Μουσικής, μέρες 1 & 2 - ανταπόκριση (2014)


Το βράδυ του Σαββάτου, αν και μαζευτήκαμε παρέα για ποτά και κοκτέιλ στο «Odori», η ένταση της μουσικής μας φάνηκε λάθος για έξοδο καθήμενων που ήθελαν να πουν και καμιά κουβέντα. 

Αποφασίσαμε έτσι να πάμε και μια βόλτα από το «Ρομάντσο», όπου οι φετινές Νύχτες Πρεμιέρας έκαναν το τελικό, κεφάτο τους πάρτυ. Και είχες την επιλογή να αράξεις έξω στην Αναξαγόρα, αν δεν ήθελες πολλή φασαρία ή να χωθείς μέσα, πλάι στα decks των (φίλων) DJs –ιδρώνοντας τη «φανέλα» με σούπερ χορευτικές επιλογές σαν το "Dominator" των Kalipo & Local Suicide.

Σε κάποιο σημείο της βραδιάς έπεσε και το ερώτημα της τελευταίας συναυλίας που είχαμε παρακολουθήσει στο «Ρομάντσο», με το δικό μου μυαλό, όμως, να πετάει αυτόματα στον Σεπτέμβρη του 2014. Τότε που είχα δώσει το παρών και για την 1η και για τη 2η μέρα του νεότευκτου ΨΧ (ήτοι, Φεστιβάλ Νέας Ελληνικής Ψυχεδελικής Μουσικής) –είχαμε ακόμα αντοχές, όχι αστεία. 

Με απασχόλησε, λοιπόν, ότι, αν και θυμόμουν την περίσταση, δεν μπορούσα να ανακαλέσω πολλά από τις εμφανίσεις που είχα παρακολουθήσει, πέρα από τους Bazooka, οι οποίοι βρίσκονταν τότε σε πωρωτική τροχιά ανόδου στα εγχώρια rock πράγματα. Αναζήτησα έτσι την ανταπόκριση που δημοσίευσα για λογαριασμό του Avopolis και, βουαλά, αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία είναι από το live των Bazooka στο ΨΧ 2014 και ανήκει στη Ντιάνα Καλημέρη, όπως και όλες οι εικόνες της 2ης ημέρας του φεστιβάλ. Η κάτωθι των Chinese Basement, όπως και όλες οι φωτογραφίες της 1ης ημέρας, ανήκουν στην Αίγλη Δράκου.


Ημέρα 1η (Παρασκευή 12/9/2014)

Η πρώτη ΨΧ ημέρα σημείωσε μια σημαντική επιτυχία και μια σημαντική αποτυχία. Από τη μία δηλαδή, όπως έγινε άμεσα φανερό ήδη από τις 21.30, όταν και κατέφτασα στο Ρομάντσο, το φεστιβάλ πέτυχε να γίνει το πρώτο meeting point της νέας σαιζόν για ένα κομμάτι της εναλλακτικής Αθήνας που ακούει κιθάρες. Η ψυχεδέλεια έδωσε λοιπόν απλά την αφορμή, όχι τόσο ως «μουσικό είδος», μα ως γενικότερη τάση της indie σκηνής του σήμερα. 

Από την άλλη, όπως φάνηκε όταν πια τα ρολόγια έδειξαν 02.00 και οι headliners Noise Figures βγήκαν μπροστά σε λιγοστό κοινό (ευχαριστώντας μας που ακόμα βρισκόμασταν εκεί), δεν κερδήθηκε ούτε το στοίχημα της παραμονής του αρχικού κόσμου, ούτε κι αυτό της προσέλκυσης ακόμα περισσότερων, όσο κυλούσε η βραδιά. Κάτι που δυστυχώς οδήγησε το πρόγραμμα σε εκτροχιασμό. 


Οι Steams (μου) φάνηκαν λιγάκι αγχωμένοι, ωστόσο άνοιξαν την 1η ΨΧ ημέρα αναπλάθοντας επιτυχημένα μια ατμόσφαιρα ύστερων 1960s σε ήχο και ερμηνεία. Το set τους διέθετε σημεία με ελκυστικό ηλεκτρισμό, η ντράμερ τους τράβηξε αρκετά βλέμματα προς τη σκηνή, αλλά στα τέλη πια της βραδιάς η ανάμνησή τους είχε θαμπώσει. Ίσως έφταιξε ο υπερβολικά ρετρό χαρακτήρας του υλικού και η εστίασή τους στη δουλική ανάπλαση των όσων έχουν θαυμάσει στην αγγλοσαξονική σκηνή, η οποία δεν συμβάδισε με κάποια προθυμία για διάλογο με το παρόν –κάτι που τελικά στερεί σε ταυτότητα. Πιστεύω επίσης ότι έπρεπε να παίξουν λιγότερο, ειδικά αν λάβουμε υπόψη πως ξεκίνησαν 1 ώρα μετά την προγραμματισμένη έναρξη. 

Οι Chinese Basement, από την άλλη, παρότι εμφανίστηκαν μόλις δεύτεροι στο line-up, αναδείχθηκαν τελικά στους αδιαφιλονίκητους πρωταγωνιστές της 1ης μέρας του φεστιβάλ: και τον περισσότερο κόσμο μάζεψαν στην Αναξαγόρα και το πιο ενθουσιώδες χειροκρότημα έλαβαν και την πιο δυναμική και ξεχωριστή performance έκαναν. Είναι βέβαια αλήθεια ότι από όλες τις μπάντες με τις οποίες συνυπήρξαν χρωστούν τα λιγότερα στην ψυχεδελική επιρροή κι έτσι η συμμετοχή τους άφησε κι ένα ερωτηματικό –αν και εντάξει, μπορείς αν θες να βρεις κάτι από Cream στον ήχο τους. 


Μικρή σημασία είχαν πάντως τέτοιες παρατηρήσεις όταν τα πιτσιρίκια από τη Θεσσαλονίκη εξαπέλυσαν εναντίον μας τις φρενιασμένες α-λα-Fugazi κιθάρες τους, ένα εκπληκτικό μπουζούκι, καθώς και τον έξυπνο (μα και λιγάκι άγουρο ακόμα) ελληνικό τους στίχο, που δείχνει να χρωστά πολλά στην παρακαταθήκη του Γιάννη Αγγελάκα. Βγάζουν καινούργιο δίσκο όπου να 'ναι, μας έταξαν κι ένα χριστουγεννιάτικο single, θα έχουμε επομένως ευκαιρίες να τους θαυμάσουμε ξανά live κάπου στην πρωτεύουσα. 

Καταλαβαίνετε φαντάζομαι ότι μετά από έναν τέτοιον τυφώνα, οι My Drunken Haze, οι οποίοι έλαβαν τη σκυτάλη της συνέχειας, είχαν πολύ δύσκολο έργο να φέρουν σε πέρας. Δεν μπόρεσα λοιπόν να μη σημειώσω το πόσο εύκολα επέβαλλαν στη σκηνή του Ρομάντσου την παρουσία τους, πείθοντάς μας να ακολουθήσουμε την ευγενική ψυχεδελοπόπ τους, παρότι οι διαθέσεις είχαν αγριέψει και τα βλέμματα γυάλιζαν. 


Ομολογουμένως, δεν παίζουν κάτι ιδιαίτερο –κάτι δηλαδή που να μην έχεις ξανακούσει πολλές φορές, αν έχεις κάνει τον κόπο να σκάψεις στην ηλιολουσμένη ψυχεδελική ποπ των ύστερων 1960s: ήχησαν ως μπάντα υπερβολικά πρόθυμη να ακολουθήσει τη ρετρό μόδα της εποχής. Αλλά το δέσιμό τους, η εμφανής ικανότητά τους στην οργανοπαιξία και κυρίως η σωστή, όμορφη φωνή της Ματίνας Θρουμουλοπούλου έκαναν τη διαφορά. Δυστυχώς, έλαχε στο δικό τους set να γίνει φανερό πως κάτι δεν κυλούσε σωστά στη βραδιά. Πριν καν τελειώσουν, δηλαδή, άρχισαν οι αποχωρήσεις στο κοινό, το οποίο δεν είχε αυξηθεί όσο περνούσε η ώρα.

Τη νύφη πλήρωσαν οι Prins Obi & The Dream Warriors, δηλαδή το νέο εγχείρημα του Γιώργου Δημάκη των Baby Guru. Γιατί, αν και πραγματοποίησαν δυνατή έναρξη, με τη φωνή του Prins Obi να γεμίζει μελωδικότατα το Ρομάντσο πάνω από ρευστούς, χαλαρούς ψυχεδελο-kraut ρυθμούς, έμειναν πολύ σύντομα με αισθητά λιγοστό κοινό απέναντί τους. Το μικρότερο αριθμητικά, ως εκείνο το σημείο της βραδιάς. 


Αν τώρα κράτησα σωστά τον χρόνο, πρέπει τελικά να πετσόκοψαν το μισό περίπου από το προγραμματισμένο τους set. Κι αυτό, σε συνδυασμό με το ότι οι περισσότεροι από όσους παρέμειναν στην Αναξαγόρα περισσότερο ανέλυαν το τι γινόταν παρά πρόσεχαν τα επί σκηνής δρώμενα, είχε ως αποτέλεσμα να μη μπορείς να βγάλεις ασφαλή συμπεράσματα. Θα αποτολμήσω πάντως να πω ότι τίποτα από όσα έπαιξαν δεν ακούστηκε τόσο καθηλωτικό, όσο το αρχικό κομμάτι.  


Τι να πουν βέβαια και οι Noise Figures, οι οποίοι, παρότι headliners, κατέληξαν να παίξουν έμπροσθεν μιας πολύ ...οικογενειακής κατάστασης, ευχαριστώντας όσους παραμείναμε για την υπομονή μας. Δεν νομίζω ότι έκαναν κάποια προσπάθεια να κρύψουν την απογοήτευσή τους, οπωσδήποτε όμως συμπεριφέρθηκαν ως άψογοι επαγγελματίες κι έπαιξαν με μεγάλη ορμή και πάθος. 

Η μέχρι στιγμής εμπειρία που έχουν αποκομίσει ο Γιώργος Νίκας με τον Στάμο Μπάμπαρη έγινε άμεσα φανερή με το που πήραν θέση στη σκηνή ο ένας αντίκρυ στον άλλον, η μεταξύ τους επικοινωνία ήταν υποδειγματική για ντουέτο και το rock 'n' roll τους δυνατό και ξάστερο, αν και μάλλον στερεοτυπικό για τα προσωπικά μου γούστα. Παρά την άβολη περίσταση και τη γκρίνια για το περασμένο της ώρας, τους χάρηκα περισσότερο από εκείνο το support που είχαν κάνει τον Μάρτιο στους Black Rebel Motorcycle Club.

Δεν τελείωσε λοιπόν καλά η πρώτη ΨΧ μέρα, παρά την αξιόλογη μουσική που ακούσαμε κατά περιστάσεις, καθώς μάλλον υποτιμήθηκαν οι αντοχές του κόσμου που ήρθε ως την Αναξαγόρα: σε αναλογία, δηλαδή, νομίζω ότι κέρδισαν οι μεγαλύτεροι (ή έστω οι κάπως μεγαλύτεροι) σε ηλικία, άνθρωποι που πιθανότατα είχαν πίσω τους μια μακριά, εργάσιμη ημέρα, μη διαθέτοντας κουράγιο να ξενυχτήσουν. Οι προβλέψεις, πάντως, έλεγαν ότι η επόμενη ημέρα θα ήταν μια τελείως διαφορετική υπόθεση.

Ημέρα 2η (Σάββατο 13/9/2014)

Και το Σάββατο ήταν όντως μια εντελώς άλλη μέρα: με πλήθος κόσμου να έρχεται από νωρίς και να κάθεται μέχρι το τέλος του φεστιβάλ –κατακλύζοντας και το ίδιο το Ρομάντσο και τον δρόμο μπροστά από αυτό– και με τους 20άρηδες να αποτελούν ολοφάνερη πλειονότητα. Στοιχεία τα οποία έφτιαξαν μια ωραία και ζωντανή ατμόσφαιρα στα δρομάκια πίσω από το δημαρχείο Αθηνών.


Οι μουσικές εργασίες άρχισαν γύρω στις 21.00 (νωρίτερα αυτή τη φορά), με τους Acid Barretts. Μια μπάντα αναιμική, που δυστυχώς δεν μπόρεσε να πείσει ή να κεντρίσει επαρκώς την προσοχή. Βλέποντας μάλιστα τον έναν από τους δύο μουσικούς να φοράει μπλουζάκι Neu!, δεν απέφυγα τη σκέψη πως ήρθε στο ΨΧ με πολύ βαριά «φανέλα», η οποία έμεινε αστήριχτη από το αδύναμο, μονότονο υλικό το οποίο μας παρουσίασαν. Δεν αντιλέγω, το κέλυφος ήταν πράγματι ψυχεδελικό. Έμοιαζε όμως ως απόπειρα δουλικής αναπαραγωγής ενός στιλ που τα παιδιά αυτά έχουν μάθει μέσα από τους δίσκους της Sacred Bones, λ.χ., παρά ως κατακτημένη άποψη. 


Τα πράγματα άλλαξαν άρδην όταν βγήκαν οι Alien Mustangs. Έχοντας διαβάσει για το παλικαρίσιο support που έκαναν στην πρόσφατη συναυλία των Moon Duo στη Θεσσαλονίκη, ανυπομονούσα να τους δω σε δράση. Και πράγματι, έπαιξαν θαυμάσια, άσχετα αν δεν άκουσα ούτε κι από αυτούς κάτι ικανό να σταθεί στα δικά του πόδια, δισκογραφικά μιλώντας. Υπήρχε ωστόσο νεύρο, παλμός και μια σχέση ουσίας με τα ψυχεδελικά αρώματα και με την acid rock παράδοση, την οποία η μπάντα υπερασπίστηκε με πειθώ επί σκηνής. 


Η συνέχεια άνηκε στους Circassian, συγκρότημα για το οποίο έχω ακούσει διάφορους επαίνους μα δεν είχα τρακάρει ποτέ –είχα λοιπόν και περιέργεια και προσδοκίες. Οι οποίες τελικά μάλλον προσδοκίες έμειναν. Κι όχι γιατί δεν αξίζουν· απεναντίας, σε κάποια σημεία, όταν επιδόθηκαν σε κάτι σαν ...τσιφτετελοπάνκ, ήχησαν πραγματικά ενδιαφέροντες, υπηρετώντας επάξια και την psych κληρονομιά, με τις μουσικές γέφυρες μεταξύ Δύσης και Ανατολής. 

Νομίζω όμως ότι τους έφαγε μια πολύ λάθος εντύπωση για το τι σημαίνει «παίζω σε φεστιβάλ». Μια τέτοια συνθήκη, δηλαδή, απαιτεί καλό ξεδιάλεγμα υλικού, προκειμένου να βγει ένα στιβαρό set· δεν πρόκειται για δική σου συναυλία, με απλά μικρότερη χρονική διάρκεια. Αυτό βέβαια αποτελεί και μια γενικότερη παρατήρηση, για τις περισσότερες από τις μπάντες που συμμετείχαν στο ΨΧ. Απλά στην περίπτωση των Circassian, έκανε μπαμ.


Ελέω Last Drive καταβολών, οι BLML του Γιώργου Καρανικόλα ήταν η μπάντα για την οποία αδημονούσε ένα μεγάλο κομμάτι από όσους έδωσαν το παρών το Σάββατο στο φεστιβάλ. Και πράγματι, με το που ανέβηκαν στη σκηνή, κατέστησαν σαφές γιατί «ο παλιός είναι αλλιώς». Απίθανες κιθάρες, στιβαρά κατασκευασμένες συνθέσεις και μελωδίες που βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση αλλάζοντας (μερικές φορές αναπάντεχα) μορφή, τους έκαναν να απέχουν παρασάγγας από όσα γκρουπ προηγήθηκαν. Με τα φωνητικά του Καρανικόλα να προσθέτουν και σε ατμόσφαιρα και ιδιαιτερότητα, παρά τις χτυπητές τους αδυναμίες σε επίπεδο άρθρωσης. Έπαιξαν εξαιρετικά οι BLML, επιβεβαιώνοντας όσα λέγονται για αυτούς. Θα καταγράψω ωστόσο ότι ο πληκτράς θα πρέπει ή να σταματήσει να βγαίνει στο μικρόφωνο ή να δουλέψει πιο συστηματικά τον παράγοντα «κάνω φωνητικά». 


Όμως ακόμα και οι τρανοί BLML θόλωσαν σαν ανάμνηση με το που έσκασαν μπροστά μας οι Bazooka. Γιατί δεν ήταν πια συναυλία αυτό που ακολούθησε, μα μια ιδρωμένη, κολασμένη και άγρια επίθεση εναντίον μας με κιθαριστικούς όλμους και φωνητικά-μπαζούκα. Όπως και στην πρώτη ΨΧ μέρα, έτσι και στη δεύτερη έμελλε δηλαδή να πρωταγωνιστήσει η μπάντα με τους πιτσιρικάδες η οποία χρωστούσε τα λιγότερα στον παράγοντα ψυχεδέλεια. 

Κάτι όμως που, και πάλι, δεν σε ενδιέφερε πια να αναλύσεις, καθώς παραδινόσουν στο ενθουσιώδες, ξουραφιασμένο γκαραζοπάνκ τους. Ήταν φυσικά η χαρά όσων κατέφτασαν στο Ρομάντσο με μπλουζάκια Karma To Burn και Melvins, αλλά κι ένα σπουδαίο κλείσιμο για το φεστιβάλ ΨΧ. Το οποίο, παρά τις περιπέτειες της Παρασκευής, έριξε αυλαία με σαφέστατα θετικό πρόσημο, γενόμενο το πρώτο σημαντικό σημείο αναφοράς της εγχώριας σκηνής για τη σαιζόν που μόλις ξεκίνησε. 



03 Αυγούστου 2022

My Drunken Haze - My Drunken Haze [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική μου από τα τέλη του 2014 στο ομώνυμο ντεμπούτο των My Drunken Haze, της αθηναϊκής μπάντας από όπου αναδείχθηκε η εκφραστική φωνή της Matina Sous Peau (Ματίνα Θρουμουλοπούλου).

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία της μπάντας ανήκει στον Διονύση Ματιάτο.


Στην παραζάλη του μεθυσιού (drunken haze), ό,τι είναι ίσως και να μην είναι. Κι έτσι, μια μπάντα από την Αθήνα του 2014 μπορεί στο δισκογραφικό της ντεμπούτο να ζει στα τέλη της δεκαετίας του 1960, σε μια παραλία με άμμο (όχι βότσαλο), προς Καλιφόρνια μεριά. Στην οποία απελευθερωμένα σεξουαλικά ήθη, rock ‘n’ roll συναυλίες, παραισθησιογόνα και προβολές ταινιών του Γκοντάρ γίνονται κουβάρι και –τελικά– κουλτούρα. 

Ψυχεδέλεια. Και δεν είναι δύσκολο να πιστέψεις στην ψυχεδέλεια των My Drunken Haze. 

Είναι καλοί μουσικοί (το έχω πιστοποιήσει και live), ο δίσκος τους ευτυχεί σε επίπεδο παραγωγής χάρη στην προσεγμένη δουλειά του King Elephant των Baby Guru, η οποία φτιάχνει μεν το απαιτούμενο «κλίμα 1960s», μα φωτίζει και όσες πινελιές φέρνει η μπάντα από νεότερα ακούσματα, ενώ στο πρόσωπο της Matina Sous Peau (Ματίνα Θρουμουλοπούλου) βρίσκουν μια αληθινά εκφραστική φωνή. Η οποία τους βοηθά να αποφύγουν το τσουβάλιασμα με τους Allah-Las αυτού του κόσμου, ρίχνοντας αποτελεσματικές γέφυρες προς Still Corners κατευθύνσεις.

Τους βοηθά βέβαια και η γενικότερη οπτική περί τραγουδοποιίας που καταθέτουν εδώ. Ναι, θα φάτε κάμποσο ξαναζεσταμένο φαγητό, από εκείνο που μαγείρεψαν οι Byrds του Fifth Dimension (1966), οι Velvet Underground της Μπανάνας (1967), οι Beatles του Sgt. Pepper's (1967) και αρκετοί ακόμα. Αλλά δίπλα σε τέτοιες αναφορές έρχονται να συγκατοικήσουν και οι απόηχοι της σκηνής που άστοχα αποκαλέσαμε «dream pop» (τέλος πάντων, συνεννούμαστε), οδηγώντας τα πράγματα σε ένα αλισβερίσι που παίρνει αποστάσεις από τη στείρα γκαραζοψυχεδέλ αναβίωση των καιρών μας. Ως αποτέλεσμα, παίρνουμε κι εμείς μερικά στρογγυλά και καλογραμμένα τραγούδια, όπως π.χ. το "Yellow Balloon", το "Carol Wait" και το προσωπικώς αγαπημένο "Endless Fairytale" με τη διαθλασμένη, ονειροπόλα διάθεση. 

Μέχρις εδώ, όλα καλά. Παρακάτω; Παρακάτω δεν έχει... Και μια κριτική αποτίμηση δεν γίνεται να παραβλέψει το χαμηλοτάβανο του όλου εγχειρήματος. 

Γιατί δεν τρέχουν και πολλά επειδή νόθευσες την ψυχεδέλεια των 1960s με τη dream pop των 1980s. Είναι έξυπνο, είναι και έντιμο αν θέλετε ως έναν βαθμό, καθώς βοηθάει να αποφύγεις τα ύφαλα στα οποία βρίσκουν άλλοι revivalistas. Εξακολουθείς όμως να συγκαταλέγεσαι στους νοσταλγούς· και εξακολουθείς να πιστεύεις στο «πίσω ολοταχώς», ως απάντηση στην παρούσα κατάσταση της κιθαριστικής μουσικής. Προσφέρεις κάτι, αλλά δεν προσθέτεις –είτε στο corpus της ψυχεδέλειας, είτε σ' εκείνο της dream pop. 

Κι ας μην αρχίσει πάλι η συστημική καραμέλα «δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη», επειδή βολεύει τώρα να ξαναπακετάρουμε το χθες χάριν μιας εναλλακτικής νεολαίας που γουστάρει μεν τον συγκεκριμένο ήχο, μα δεν ξέρει (και αδιαφορεί να μάθει). Πάνω στις πλάτες της, εντωμεταξύ, στήνονται καριέρες με μαξιλαράκι ασφαλείας ως προς το καλλιτεχνικό ρίσκο, ενώ καβαλάνε και ορισμένοι δημοσιογράφοι που απλά θέλουν να ζήσουν τη Lester Bangs φενάκη τους. Κανείς άλλωστε, ποτέ, δεν μίλησε για παρθενογένεση στην pop/rock κριτική, πλην ίσως μια χούφτας ανόητων. 

Είναι λοιπόν εκ φύσεως περιορισμένη η πισίνα στην οποία κάνουν τα μπάνια τους οι My Drunken Haze. Έχουν ασφαλώς κάθε δικαίωμα να τη φαντάζονται ως αμμουδερή, καλιφορνέζικη παραλία, εγκιβωτισμένη στην παραζάλη ενός endless summer. Τουλάχιστον αποδεικνύονται σε θέση να σε βάλουν στο τριπάκι, για λίγο έστω.