Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικολακοπούλου Λίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικολακοπούλου Λίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19 Μαΐου 2021

Λίνα Νικολακοπούλου - συνέντευξη (2018)


Εσύ με βρώμικο μαντήλι
να καθαρίζεις το γυαλί
κι εγώ με σκουριασμένα χείλη
να σου λερώνω το φιλί

Όπως μου θύμισε πριν λίγο καιρό μια ραδιοφωνική εκπομπή του Γιώργου Τσάμπρα, συμπληρώθηκαν φέτος στρογγυλά 40 χρόνια από τότε που μπήκε στη δισκογραφία η Λίνα Νικολακοπούλου. Πράγματι, ήταν 1981 που ακούστηκε το πρώτο δείγμα της στιχουργικής της, στο τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη "Να Σου Λερώνω Το Φιλί", το οποίο ερμήνευσε η Βίκυ Μοσχολιού στον δίσκο Σκουριασμένα Χείλια. Έναν από τους ωραίους δίσκους εκείνης της δεκαετίας.

Η συνέχεια υπήρξε όχι μόνο καταιγιστική, αλλά και λιγότερο, περισσότερο ή πολύ περισσότερο γνωστή. Η Χριστιάνα του Σαριμπιντάμ (1982), ο Γιώργος Μαρίνος του Μόνον Άντρες (1983), η Άλκηστις Πρωτοψάλτη του Κυκλοφορώ Κι Οπλοφορώ (1985), η Δήμητρα Γαλάνη του Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω (1985), η Τάνια Τσανακλίδου του Μαμά Γερνάω (1988), η Ελένη Δήμου του Προσωπικά (1988) και η Χάρις Αλεξίου του Κρατάει Χρόνια Αυτή Η Κολώνια (1990), ανέδειξαν τη Λίνα Νικολακοπούλου σε μεγάλη δημιουργική δύναμη, αλλά και σε παράγοντα ανανέωσης του ελληνικού τραγουδιού: εσκεμμένα ελλειπτικός ή και υπαινικτικός, ο λόγος της άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην εγχώρια στιχουργική. Και η ιδιαιτερότητά του φάνηκε αργότερα, όταν διάφοροι προσπάθησαν να τον μεταχειριστούν ως πρότυπο για ίδρυση «σχολής», αποτυγχάνοντας βεβαίως παταγωδώς όσο βασάνιζαν τα αυτιά μας με τα τάχα μου «ποιοτικά» τους.

Ασφαλώς, υπήρξε συνέχεια και μετά το πέρας της δεκαετίας του 1980. Το 1995, για παράδειγμα, σπούδαζα στα Γιάννενα. Κι ένας από τους δίσκους που αγόρασα εκεί ήταν και το Όταν Έρχονται Οι Φίλοι Μου του Σταμάτη Κραουνάκη. Μια δουλειά που έλιωσα (σχεδόν κυριολεκτικά) στο παίξιμο, συνήθως βέβαια σε στιγμές που δεν έρχονταν οι φίλοι μου να με δουν στο 28 της Εκτελεσθέντων Τσιάρα Φίλιου Τάτση, στη (μακρινή για εκείνους, τότε) Λεμονιά. 

Η φωνή της Λίνας Νικολακοπούλου βρισκόταν λοιπόν ανέλπιστα σε μία από τις καινούριες στιγμές του υλικού: στα "Καντήλια", για τα οποία ήδη από τότε είχα αντίληψη ότι πρόκειται για πολύ ωραίο τραγούδι, από εκείνα που επρόκειτο να μείνουν. Αλλά ο Ανδρέας Ιωαννίδης –καθηγητής μας στην Ιστορία της Τέχνης και ένας από τους σπουδαιότερους ανθρώπους στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων– με προειδοποίησε ότι ήμουν ακόμα μικρός: θα ένιωθα το μήνυμά του καλύτερα, μετά τα 40. Πόσο δίκιο είχε. 

Με την αφορμή λοιπόν αυτής της «επετείου» 40 δισκογραφικών ετών, το blog επιστρέφει στον Δεκέμβριο του 2018, όταν ήπιαμε πρωϊνό καφέ με τη Λίνα Νικολακοπούλου στην αυλή ενός ήσυχου χώρου στον Κεραμεικό και κάναμε μια συζήτηση από εκείνες που οι δημοσιογράφοι αποκαλούν «εφ' όλης της ύλης». Το κείμενο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Τις συμβουλές της για λίγο κάρδαμο στον χειμερινό, ζεστό καφέ για εξτρά τόνωση δεν τις έχω βάλει, αλλά πάντοτε τις θυμάμαι.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το αρχείο της Λίνας Νικολακοπούλου και παραχωρήθηκε γι' αυτή τη συνέντευξη. 


Τα «Πιο Ωραία Λαϊκά», λοιπόν, κάθε Παρασκευή στο Άλσος. Τίτλος αγαπημένου τραγουδιού, που έγινε τώρα τίτλος παράστασης...

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο. Aπό ένα τραγούδι που έγραψα βέβαια πολλά χρόνια πριν, ως ένα όμως κομμάτι της αλήθειας μου. Δεν είναι λοιπόν ένας σκέτος τίτλος. Γιατί και το 1993, όταν βγήκαν τα "Λαϊκά", είχαν ενωθεί διαφορετικές γενιές με εκείνα που περιέγραφα. Νεότερα παιδιά ρωτούσαν τότε στα ραδιόφωνα, θέλοντας να μάθουν για όσα δεν είχαν ζήσει. Δημιούργησε έτσι μια μυθολογία για το πώς βιώναμε το λαϊκό τραγούδι στα σπίτια. Τα μωσαϊκά, οι σπιτικές λεμονάδες, το να τραβάς τα χαλιά για να χορέψεις... Ήταν ίσως χαριτωμένο ότι μια γυναίκα έγραψε για αυτές τις κυριακάτικες χαρές, βάζοντας μέσα και τους ποδοσφαιρικούς ήρωες εκείνων των χρόνων –τον Δομάζο, τον Σιδέρη. 

Το έζησα και την πρώτη Παρασκευή στο Άλσος: υπήρξε μια συγκίνηση από τους θαμώνες, διαφόρων μάλιστα ηλικιών· έκαναν επίσκεψη σε κάτι αγαπημένο, το οποίο δεν έχουν πολλές ευκαιρίες να συναντήσουν. Όχι φυσικά γιατί είναι σπάνια αυτά τα τραγούδια –μπορείς να τα ακούσεις παντού. Η αξία βρίσκεται στο να έχεις μια καλοδουλεμένη ορχήστρα και στο να βλέπεις νέα παιδιά να στα τραγουδάνε, με τρόπο πειστικό. Σαν να μην έχει χαθεί τίποτα, δηλαδή. 

Με εντυπωσίασε μάλιστα κι εμένα πόσο αστέρια είναι ορισμένοι σολίστες σε όργανα παραδοσιακά, κάτι μη κατευθυνόμενο, το οποίο οφείλεται σε καθαρό μεράκι. Στο μεράκι δηλαδή κάποιων δασκάλων που διάλεξαν να παραμείνουν στις επαρχίες, ίσως ματαιώνοντας δικά τους όνειρα, και είχαν την όρεξη να διδάξουν. Φέρνοντας έτσι κοντά τους όσα παιδιά είχαν καλλιτεχνικές ανησυχίες. Τέτοιοι άνθρωποι, τέτοιες μονάδες, έσπειραν έναν σπόρο. 

Πώς ακριβώς έχετε λειτουργήσει εσείς, πίσω από αυτό που εισπράττουν όσοι έρχονται στο Άλσος για να ακούσουν τη Ρία Ελληνίδου, τον Θάνο Ματζίλη και τη Νεκταρήλια Τσομπάνογλου;

Είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι πολλοί αγαπημένοι τραγουδιστές του σήμερα, μαθήτευσαν κοντά σε συνθέτες. Είναι αλλιώτικο να σε έχει εκπαιδεύσει ένας συνθέτης· είναι μια μύηση. Γιατί το να αποδώσεις το πνεύμα ενός τραγουδιού, είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από το να μην κάνεις λάθος στις νότες. Προσπάθησα λοιπόν κι εγώ, με τον τρόπο μου, να βάλω τα παιδιά του Άλσους σε μια πιο υπεύθυνη θέση: όχι μόνο να μη μου τα λένε λάθος, αλλά να με πείθουν κιόλας την ώρα που τα τραγουδούν. Να σκεφτούν τι ψάχνουν μέσα σε αυτά τα τραγούδια και πώς το ψάχνουν. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να οδηγήσεις το κοινό αίσθημα, να το λυτρώσεις επίσης, να προσφέρεις μαγεία. 

Το στοίχημα ήταν αρκετά δύσκολο και το σκεφτήκαμε αρκετά το ερώτημα: με τι θα γοήτευε η συγκεκριμένη ομάδα; Από τη μία υπήρχαν βέβαια τα σπουδαία τραγούδια, τα οποία άντεξαν στον χρόνο και ως ωραίες μελωδίες και ως στίχοι που ακόμα μπορούν και ακουμπάνε και τους νεότερους. Αλλά χρειαζόταν κάτι παραπάνω για να δείξει κανείς εμπιστοσύνη και να έρθει στο Άλσος, θεωρώντας ότι υπάρχει λόγος να δει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Αυτό το κάτι παραπάνω, αυτήν την επί σκηνής πειθώ, πιστεύω ότι την καταφέραμε. Και με έναν ωφέλιμο τρόπο, γιατί πάντα είναι ωφέλιμο να δίνεις βήμα και σε καινούρια πρόσωπα. 

Η ορχήστρα, από την άλλη, είναι έμπειρη κι αυτό είναι επίσης πολύ σημαντικό, γιατί εγώ έχω την εξής τρέλα: θέλω ο κάθε συνθέτης να γίνεται έκδηλος στο πώς παίζεται. Ο Γιάννης Σπανός, να είναι Σπανός· ο Σταύρος Κουγιουμτζής, Κουγιουμτζής και ο Γιώργος Ζαμπέτας, Ζαμπέτας. Αγαπώ τις ορχήστρες που μπορούν να υπηρετούν το χρώμα των συνθετών, γιατί είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο –σαν ας πούμε το δακτυλικό μας αποτύπωμα. Από την εισαγωγή δηλαδή, αναγνωρίζεις συνήθως τι ακούς. 

Θέλω έτσι να γίνεται φανερό και στον ρυθμό και στην ενορχήστρωση. Μπορεί βέβαια να έχεις μια φανταστική ιδέα, για μια διασκευή. Είναι κι αυτό πολύτιμο. Αλλά απαιτείται κι εδώ γνώση, πέρα από την εμπνευσμένη προσέγγιση. Τώρα πια, για να γίνει πιο σύγχρονος ο τρόπος, τα αλλοιώνουν όλα. Επειδή τα νέα παιδιά έχουν πλέον και σπουδές μουσικής, νομίζουν αρκετές φορές ότι βάζοντας μια δύσκολη αρμονία πορεύονται σωστά. Όμως δεν είναι έτσι. Χρειάζεται το θάρρος, μα χρειάζεται και το μέτρο, μέχρι πού θα αλλοιωθεί κάτι. Είναι μια παρατήρηση που μπορεί να γίνει με αγάπη, ώστε να προτρέψεις έναν νέο καλλιτέχνη να δει πέρα από τις όποιες ευκολίες του. 

Στο Άλσος τις Παρασκευές είναι ο Κώστας Νικολόπουλος στις κιθάρες και στις ενορχηστρώσεις, ο Μανώλης Πάππος στο μπουζούκι, η Αυγερινή Γάτση σε ακορντεόν και νέι, ο Ηλίας Μαντικός στο κανονάκι, ο Στράτος Σαμιώτης στα κρουστά και ο Μιχάλης Δάρμας στο μπάσο.

Πόσο το έχετε εξασκήσει το αυτί σας ως ακροάτρια, για να είστε σε θέση να πιάνετε τέτοιες πολύτιμες λεπτομέρειες;

Πολύ. Και θα σας δώσω μάλιστα και ένα μέτρο γι' αυτό που με ρωτάτε. Πριν πάω στην πρόβα, κάθομαι και μελετάω, ακούω όλα τα τραγούδια. Ώστε να μπορώ να είμαι χρήσιμη στους μουσικούς. Φρεσκάρω δηλαδή στη μνήμη μου τον τρόπο, τα χρώματα, την ορχήστρα. 

Το είχα από φυσικού, να προσέχω τα πάντα όταν άκουγα ένα τραγούδι. Αλλά, όσο μεγαλώνεις, διακρίνεις ακόμα περισσότερα πράγματα –τι παίζει ας πούμε η κιθάρα και τι το κρουστό, πότε ακριβώς βάζει ο Τσιτσάνης τον μπαγλαμά. Μοιάζει με το πώς μαγειρεύει μια νοικοκυρά. Ίσως να μη σου πει το μυστικό της συνταγής της, όμως, όσο εκπαιδεύεσαι κι εσύ, μπορείς να εντοπίσεις ότι υπάρχει π.χ. λίγο κύμινο ή ότι έχει βάλει κουρκουμά. 

Ακούω πράγματι πολλές ωραίες φωνές στη δισκογραφία, μιας και αναφερθήκατε στην αξία της μαθητείας. Αλλά και κάμποση ερμηνευτική ανωριμότητα...

Ισχύει. Το χάρισμα το έχεις, επειδή γεννήθηκες μαζί του. Αλλά αν δεν διδαχθεί κανείς, δεν θα πάει πέρα από ό,τι μπορεί να κάνει από μόνος του. Χρειάζεται λοιπόν μαθητεία. Και γι' αυτό λέμε ότι έμεινε γκρεμισμένη η κατοπινή υποδομή, η οποία μπορούσε να οδηγήσει κάπου. Ακούς ένα παιδί που τραγουδάει ωραία, που έχει να δώσει. Πώς θα έρθεις σε επαφή μαζί του; Και ποιος θα κάτσει να ασχοληθεί μαζί του; 

Κι αν ας πούμε προχωρήσει κάπως ο τραγουδιστής, ο συνθέτης ζητάει πλέον να του διαλέξει το τραγούδι, ώστε να γίνει κι εκείνος γνωστός. Πορεύονται έτσι δύο άγουρα παρέα κι αν τύχει και είναι κάτι ζωντανό, θα περάσει στον κόσμο. Όμως, από εκεί και πέρα, τι διαδρομή θα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι; Πώς ακριβώς θα προπονηθούν; Πολλοί, για παράδειγμα, έχοντας την ευκολία της φωνής, δεν πάνε καν σε μια δασκάλα ή έναν δάσκαλο φωνητικής, ώστε να εξασκήσουν ό,τι έχουν. Η επωνυμία πρώτα και μετά η γρήγορη εκταμίευση της επωνυμίας, δεν αφήνουν περιθώρια για προπόνηση. Κι έτσι γίνεται καταπόνηση. Φτάνουν τελικά σε επιλογές άσχετες με τον εαυτό τους κι ακούμε πραγματικά υπέροχες φωνές να χάνονται στο μισό της διαδρομής.

Εδώ και 20 χρόνια, δεν με φώναξε κανείς. Να μου πει, έχουμε αυτές τις νέες φωνές, επικρατούν αυτές οι τάσεις, τι μπορούμε να κάνουμε; Έπρεπε μόνη μου να κάνω τις επαφές και μόνη μου να βρω τρόπο να μπω ξανά στον αγωνιστικό χώρο. Και δεν μιλάω μόνο για τις εταιρείες, μα και για τους συνθέτες. Δεν παραπονιέμαι, βέβαια, γιατί έζησα και την εποχή των παχιών αγελάδων και ευτύχησα να δω μεγάλες χαρές, συλλογικά με τους συνεργάτες μου. Ήρθαν όμως και καιροί που δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Και νιώθω ότι πρέπει να το καταθέσω, για όποιον τον απασχολεί το ερώτημα «πώς φτάσαμε εδώ». Διαλύθηκε ευρύτερα η υπόθεση τραγούδι. Από προσωπικές αγωνίες; Επειδή πήγε τελικά ο καθένας με τους δικούς του; Πάντως χάθηκε η ροή που για δεκαετίες ήταν η φυσιολογική.

Πιστεύετε στις παρέες, όσον αφορά το τραγούδι;

Εάν είναι αληθινά ελεύθεροι άνθρωποι και αγαπούν ειλικρινά ο ένας τον άλλον, καμαρώνοντας για τις επιτυχίες του, ναι, πιστεύω. Δεν υπάρχει πιο ισχυρό πράγμα από την ομάδα. Πρέπει όμως να είναι ζωντανή η γοητεία που ασκεί ο ένας στον άλλον. Να μη γίνει κάτι συντηρητικό και να μην υφίσταται η παρέα επειδή πέτυχε κάτι και πρέπει να το διατηρήσει. Αυτό δεν πάει πουθενά. 

Επιστρέφοντας στο Άλσος, δεν θεωρείτε ότι η συνολικότερη παρουσία που φιλοδοξεί να έχει, είναι ένα ρίσκο; 

Όχι. Είναι ένα μέρος όμορφο, μέρα και νύχτα. Το βράδυ δηλαδή, όποιος μπει σε αυτήν τη συναυλιακή αίθουσα, δεν θα πιστεύει στα μάτια του. Νιώθεις οικειότητα πρώτα-πρώτα, χάρη στα παράθυρα γύρω και τη στρογγυλάδα της αρχιτεκτονικής, δεν αισθάνεσαι ότι είσαι σε τυπική μουσική σκηνή. Και βλέπεις και μια άπλα μπροστά σου. Για την Αθήνα, κάτι τέτοιο είναι φοβερό. Δεν υπάρχει αλλού να πάω να ψυχαγωγηθώ και να έχω δίπλα μου ένα πάρκο, ένα τέτοιο άνοιγμα μέσα στην καρδιά της πόλης. Με διευκολύνει επίσης ως καλλιτέχνη, γιατί δεν με αναγκάζει να μπω σε λογικές στις οποίες μπαίνουν άλλες μουσικές σκηνές, με συγκεκριμένη ρότα, στην οποία θα πρέπει να ταιριάξεις. Κι αυτό είναι απλά το πρώτο ατού.

Το δεύτερο είναι ότι προσφέρεται να κάνεις πολλά πράγματα τα καλοκαίρια. Δεν είναι τυχαίο ότι στη δική μου γενιά πηγαίναμε εκεί για δροσιά, για γρανίτες και για οικογενειακή ψυχαγωγία. Για μένα είναι ένα δώρο το ότι άνοιξε ξανά το Άλσος. Καλλιτεχνικά, λοιπόν, μπορεί να στηρίξει τάσεις που σε άλλους χώρους είναι επί του παρόντος μπλοκαρισμένες. Αν δηλαδή πάει καλά η πρώτη χρονιά και «τρέξει» ο χώρος, τα ενδεχόμενα που ανοίγονται είναι πραγματικά πάρα πολλά. Εγώ μόνο, έχω πολλές ιδέες: το Άλσος μου επιτρέπει να ονειρεύομαι –με συγκίνησε μάλιστα πολύ το τηλεφώνημα του Διονύση Σαββόπουλου, που θυμόταν τι είχα κάνει π.χ. στο Χάραμα ή στο Γκάζι. Επομένως, το όλο θέμα βρίσκεται νομίζω στην οικονομική κατάσταση των πολιτών και στο τι τους προσφέρεις, το οποίο να κάνει τη διαφορά.

Αλλά να το δούμε και με βάση την πραγματικότητα της πόλης; Η είσοδος, βρίσκεται δίπλα σε έναν κεντρικό δρόμο. Δεν χρειάζεται να διασχίσεις το πάρκο για να μπεις, ενώ τυχαίνει ακριβώς στη γωνία να βρίσκεται η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Κάτι που σημαίνει και φώτα πολλά, αλλά και άνθρωποι οι οποίοι προσέχουν το σημείο. Δεν υπάρχει έτσι κανένας φόβος, είναι εύκολο να πάρεις ένα ταξί βγαίνοντας, ενώ για όσους θέλουν το αμάξι τους, σε 100 μέτρα υπάρχει πάρκινγκ με τεράστιο υπόγειο χώρο. 

Την οικονομική κατάσταση των πολιτών, μιας και τη θίξατε, πώς τη βρίσκετε; 

Νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν ακόμα την όρεξη να διαλέξουν πού θα πάνε. Παραμένει δύσκολη η κατάσταση, όμως βλέπω ότι δεν έχει πάψει η όρεξη να βγαίνουμε. Και, προσωπικά μιλώντας, δεν άφησα να με πτοήσουν όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια. Γιατί ξέρω ότι αν κολλήσω, αν αφεθώ να «μαυρίσω», τότε θα ακινητοποιηθώ. 

Έχουν γίνει βέβαια ιεραρχήσεις. Για άλλους είναι το σινεμά προτεραιότητα, για άλλους το φαγητό, για άλλους μια βόλτα με φίλους. Θέατρο πολύ, επίσης –το βλέπω αυτό, ακόμα και σε μικρές σκηνές. Ακόμα λοιπόν ο κόσμος κινείται. Πάντα επίσης υπάρχει ένα ποσοστό που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση. Οι περισσότεροι, πάντως, δεν είναι. Πρέπει επομένως να κάνεις συγκερασμούς, γιατί δεν παύει ένα πρόγραμμα να αποτελεί επιχείρηση, με έξοδα π.χ. για τα γκαρσόνια ή για τους παρκαδόρους και για τα Φ.Π.Α. 

Πάνω σε ό,τι λέμε «πρόγραμμα», είναι λοιπόν φορτωμένα πολλά πράγματα. Κι έτσι μπαίνουν διλήμματα. Όταν π.χ. έρχεται κάτι το καινούριο, τι ισορροπίες πρέπει να κρατηθούν ώστε να είναι κερδοφόρο για τον επιχειρηματία, αλλά να μην φαντάζει ληστρικό στον επισκέπτη; Πάντως μία φορά τον μήνα, πιστεύω, πρέπει να δίνεις την ευκαιρία να έρχονται να δουν κάτι με μικρότερο τίμημα· κάτι σαν τη λαϊκή απογευματινή που λέγαμε παλιότερα.

Ωστόσο δεν γεμίσαμε ξαφνικά με υπερ-πληθώρα προτάσεων; Ειδικά όσον αφορά τις συναυλίες, μιας και η καθίζηση της δισκογραφίας δεν άφησε προφανώς άλλη επιλογή στους καλλιτέχνες; 

Το βρίσκω φυσικό. Και θα πω κάτι από την καρδιά μου: πρέπει μέσα σε όλο αυτό, να κάνει ο καθένας το καλύτερό του. Ώστε όποιοι, όσοι βρεθούν ένα βράδυ κάπου, κάτι να ζήσουν, κάτι να πάρουν μαζί τους φεύγοντας. Με ενδιαφέρει πολύ να μην είναι αδιάφοροι οι καλλιτέχνες, υιοθετώντας ας πούμε ένα στυλ «θα τα πω και θα φύγω». Δεν μου αρέσει. Και μπορώ να το διακρίνω, όταν το βλέπω. Οι παλιοί, άλλωστε, δεν είχαν πιο εύκολη ζωή από τη δική μας. Όταν όμως βρίσκονταν στο πάλκο, είχαν τη συνείδηση ότι έπρεπε να παίξουν και να τραγουδήσουν τέλεια, για να μη χάσει σε κάτι η φήμη τους. Η αίγλη του τραγουδιού, κινδυνεύει μόνο από την προχειρότητα. Ό,τι κάνουμε δεν είναι απλά για να ζήσουμε εμείς, αλλά για να ζήσει το τραγούδι, με το αλισβερίσι αυτό μεταξύ κόσμου και σκηνής. 

Γιατί όμως πάσχει τόσο πολύ το ελληνικό τραγούδι τα τελευταία χρόνια;

Πάσχει γιατί δεν υπάρχουν τα αυτιά και τα μάτια που θα έπρεπε να παρακολουθούν. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τις δυο-τρεις φορές που ήμουν στην επιτροπή επιλογής, έρχονταν θυμάμαι κούτες με τραγούδια, με μουσικές, με στίχους. Έβλεπες δηλαδή μια πληθώρα παιδιών, που ήθελαν να δείξουν κάπου τι μπορούσαν να κάνουν. Όταν λοιπόν τον ρόλο αυτόν δεν μπορούν πια να τον παίξουν οι εταιρείες, τέτοια παιδιά πρέπει να προσπαθήσουν μόνα ή να ψάξουν για τον φίλο του φίλου μέσω του οποίου μπορεί να φτάσει το τραγούδι τους σε κάποιον παραγωγό. Χωρίς υποδομή, όλα τούτα λιμνάζουν. 

Ήρθε επίσης η επιθυμία στους ραδιοφωνικούς σταθμούς να αποκτήσουν μια δυναμική για συγκεκριμένο κοινό και για συγκεκριμένους διαφημιστές. Και έπρεπε να δημιουργηθεί ένα «μενού», ικανό για βιωσιμότητα στις μετρήσεις. Μαζί και η αγωνία, μη γυρίσει ο ακροατής το κουμπί. Πλέον, αν δεν άρεσες στον ιθύνοντα νου δεν θα πέρναγες, ακόμα και τον Θεό μπάρμπα να είχες. Και αν δεν σε παίζει ο τάδε σταθμός, δεν θα σε παίξει ούτε ο δείνα. Δικαίωμα γούστου έχει βέβαια ο κάθε ένας. Όμως είναι μια πολύ διαφορετική ιστορία το ότι δεν παίζω κάτι επειδή δεν μου αρέσει, από το «δεν μπορώ να σε παίξω». Έτσι, πάμε αλλού. Σε μια ελεγχόμενη κοινή ζωή. Με αποτέλεσμα ό,τι βγαίνει στον αέρα μας, να διαθέτει μια ρουτίνα: στο ταξί, στο σούπερ μάρκετ, ακούς τα ίδια. Πιστεύω πάντως ότι αυτά τα πράγματα ανατρέπονται τελικά, από το ίδιο τους το αφύσικο.

Έπαψε λοιπόν να υπάρχει το δίκτυο μέσα στο οποίο θα έτρεχε φυσιολογικά η υπόθεση τραγούδι. Και καταλήξαμε σε έναν πρωταθλητισμό: να πρέπει να γίνει κάτι σουξέ –με την καλή έννοια– ώστε να το ακούσεις κι εσύ δύο, τρεις φορές, να το προσέξεις και να το αγαπήσεις. 

Καταστρέφει κάτι τέτοιο την έννοια του δίσκου; Βλέπετε να ξαναγυρνάμε στις εποχές των singles;

Σημασία για μένα έχει τι συμβαίνει στη διαδρομή, ώστε να καταλήξεις ξανά εκεί. Γιατί και στο παρελθόν έβγαιναν ανούσια CD και έλεγε ο εταιρειάρχης στον καλλιτέχνη, αν δεν πουλήσεις χίλια για παράδειγμα κομμάτια, δεν σου δίνω τίποτα και σταματάμε εδώ. Σε αναγκάζει η αγορά να βγάλεις κάτι ανταγωνιστικό, γιατί, αν επαναπαυτείς, θα φτάσεις σε πληθωριστικό αποτέλεσμα. Και πράγματι, είχαμε φτάσει σε κάτι τέτοιο. Έβγαιναν κι έβγαιναν δίσκοι, τους οποίους δεν υπήρχε λόγος να έχεις ολόκληρους. 

Γι' αυτό παλιότερα ήταν σωτήριο το έργο που ονομαζόταν «κύκλος τραγουδιών», με έναν συνθέτη κι έναν στιχουργό να προσπαθούν να πουν κάτι με συγκεκριμένο επίκεντρο. Μετά, οι αγαπημένοι τραγουδιστές δεν είχαν τέτοια ζητήματα, γιατί ο κόσμος τους ακολουθούσε κυρίως για τη φωνή τους. Και περίπου το ίδιο πράγμα να έλεγαν, επομένως, το κοινό το έπαιρνε. Δεν ήταν εκεί το πρόβλημα, αλλά στη δημιουργία του τραγουδιού, σε εκείνο που μπορούσε να μας ενώσει όλους. Θα συνεχίσουν πάντως να γράφονται ωραία τραγούδια, το πιστεύω αυτό. Απλά τώρα έχουν όλα γίνει δύσκολα. Xρειάζεται να επανέλθει μια αίγλη στο τραγούδι, κάπως ξανά να μαγέψει. Ακόμα και στη ζωντανή επαφή. 

Όσον αφορά τον στίχο, ειδικότερα; Θα σας πω δύο δικές μου ενστάσεις, με τις οποίες μπορεί εσείς να διαφωνείτε: ακούω πολλά μεγαλίστικα πράγματα, που δεν συνάδουν με τις ηλικίες όσων τα γράφουν, αλλά και καταστάσεις οικείες να περιγράφονται με λόγια τα οποία κανείς μας δεν θα έλεγε στην καθημερινότητά του...

Τα σημερινά παιδιά, ξεκινώντας, έχουν πολλά ζητήματα να αντιμετωπίσουν. Τα λόγια τους, σε ποιον θα αρέσουν; Και τι είδους τραγούδι θα βγει, αν μελοποιηθούν; Μπορεί λ.χ. ο συνθέτης που θα βρεις να στα κάνει λαϊκό, ενώ δεν ταίριαζαν για κάτι τέτοιο. Ο αγώνας τους, σήμερα, βρίσκεται στο να γράψουν κάτι που κάποιος θα τους το πάρει. Αν τύχει να βγει κάτι ωραίο, δημιουργείται ένας καθρέφτης· όπως και μια εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, ώστε να πάνε πιο βαθιά. Αλλά, στην αρχή, μένουν σε φόρμες και σε στερεότυπα αναφορικά με το τι αρέσει τώρα. 

Για να φτάσεις ωστόσο μέσα σου και να ρισκάρεις να βγάλεις τον εαυτό σου, χρειάζεται ένα περιβάλλον με ασφάλεια. Να σου πει ο συνθέτης «δωσ' μου κι άλλα», ώστε να του δώσεις κι εκείνο που ίσως έχεις μισοέτοιμο, μα εμπεριέχει σε μεγαλύτερο βαθμό την αλήθεια σου. Κάτι τέτοιο, όμως, συνιστά πολυτέλεια· και προϋποθέτει ένα δούναι και λαβείν με τον συνεργάτη σου. Χωρίς μια συνέχεια, δεν θα μπορέσεις να γράψεις είκοσι, για να πετάξεις τα δέκα και να ξεκαθαρίσει το δικό σου αποτύπωμα. 

Κι εγώ στο ξεκίνημα, αν δεν είχα τον Γιάννη Σπανό και τον Σταμάτη Κραουνάκη να κατανοήσουν τη γλώσσα μου και να τη στηρίξουν, πώς θα έβγαινα ως ένα καινούριο ύφος; Χρειάζονται λοιπόν οι άνθρωποι που θα έχουν τη διάθεση να πάρουν ρίσκα. Όταν έγραψα λ.χ. για τη Χριστιάνα το τραγούδι "Το Καλοκαίρι Θα ΄Ρθει" (1982), μου ζήτησε να την πάω σε όλους αυτούς τους κινηματογράφους για τους οποίους έγραφα –το Βοξ, το Εκράν– ώστε να ξέρει για τι ακριβώς τραγουδάει. Ήταν υπέροχο. 

Ας τελειώσουμε όμως με το Άλσος, μιας και στάθηκε αφορμή της συνάντησής μας. Ξέρω ότι η Μαίρη Λίντα, που ήταν να έρθει ως καλεσμένη, έσπασε το πόδι της. Τι άλλες εκπλήξεις θα έχουν οι Παρασκευές; 

Είναι χαρά να έχουμε εκεί τον Ορφέα Περίδη. Για τα κατοπινά, έχω ήδη κάνει επαφή με τη Νατάσσα Θεοδωρίδου, την οποία θεωρώ πολύ καλή τραγουδίστρια. Και μου είπε ότι θα έρθει. Με τούτα και με τ' άλλα, λοιπόν, θα βγούμε στην άνοιξη.