Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Currentzis Teodor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Currentzis Teodor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Οκτωβρίου 2021

Θεόδωρος Κουρεντζής & MusicAeterna - ανταπόκριση (2014)


Ένα από τα διασημότερα νέα πρόσωπα που αναδείχθηκαν στο κλασικό στερέωμα των τελευταίων χρόνων, τυχαίνει να είναι Έλληνας. Ο λόγος βέβαια για τον Θεόδωρο Κουρεντζή, ο οποίος στα 49 του βρίσκεται ανάμεσα στους πιο συζητημένους διευθυντές ορχήστρας του επείγοντος τώρα.

Ο Αθηναίος μαέστρος και συνθέτης διευθύνει το σύνολο MusicAeterna, ενώ ζει και εργάζεται στη Ρωσία, όπου απολαμβάνει μεγάλης δημοφιλίας. Λέγεται μάλιστα ότι ανάμεσα στους θαυμαστές του συγκαταλέγεται και ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν.

Τώρα που φαίνεται να διαβαίνουμε σιγά-σιγά τον σκόπελο του κορωνοϊού, ο Κουρεντζής πραγματοποιεί επιστροφή με τους MusicAeterna, τόσο δισκογραφικά, όσο και συναυλιακά. Συνεχίζοντας δηλαδή την ενασχόλησή του με τον Μπετόβεν, κυκλοφορεί στη Sony Classical την οπτική του πάνω στην 7η Συμφωνία. Παράλληλα βγήκε και σε περιοδεία παρουσιάζοντας Γκούσταβ Μάλερ, ενώ υπάρχει προγραμματισμός για κάμποσες ακόμα συναυλίες με διαφοροποιημένο ρεπερτόριο σε Ευρώπη αλλά και Ιαπωνία, με δεσπόζουσα εκείνη της 1ης Δεκέμβρη στη Φιλαρμονική του Βερολίνου. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η Ελλάδα δεν υπάρχει πουθενά σε αυτό το πλάνο.

Με την ευκαιρία πάντως αυτής της αναδραστηριοποίησης, δίδεται καλή αφορμή επαν-επίσκεψης σε έναν παλιότερο αθηναϊκό ερχομό του: πίσω στον Φεβρουάριο του 2014, όταν παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής ένα πρόγραμμα με κέντρο βάρους την όπερα Διδώ & Αινείας του Henry Purcell (1689), δοσμένη σε συναυλιακή εκδοχή. «Ετοιμάσου, θα πάθεις κοκομπλόκο...», έλεγε το sms που έλαβα από τον φίλο και παλιό συνάδελφο στα μουσικοκριτικά Νίκο Σαραφιανό. Και, παρά τη σαφή προειδοποίηση, το έπαθα.

Μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά εμφανίστηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Έχοντας ήδη παρακολουθήσει την πρώτη από τις δύο παραστάσεις του Θεόδωρου Κουρεντζή με τους MusicAeterna στο Μέγαρο Μουσικής, ο φίλος και παλιός συνάδελφος στα μουσικοκριτικά Νίκος Σαραφιανός με (προ)ειδοποίησε μέσω sms για το... κοκομπλόκο που με περίμενε. Η λέξη μπορεί να σας φαίνεται αδόκιμη και αταίριαστη για το περιεχόμενο μιας τέτοιας συναυλίας, σας διαβεβαιώ ωστόσο πως υπήρξε ακριβέστατη.

Σε δεύτερη σκέψη, μάλιστα, ίσως να μην είναι και τόσο αταίριαστη. Δεν είναι άλλωστε ο Κουρεντζής μαέστρος με εντελώς δικό του στυλ; Ένα ιδιόρρυθμο στυλ για τον χώρο όπου ανήκει, το οποίο είμαι σίγουρος ότι θα έχει προκαλέσει διάφορα σχόλια –όχι πάντα θετικά. Οι κινήσεις του, νευρικές και απότομες· ο αχός των ποδιών του ακούγεται ωσάν ποδοβολητό, ειδικά σε μια μεγάλη αίθουσα με την ηχώ της «Χρήστος Λαμπράκης». Oι δε εκφράσεις του προσώπου του... ε, απλά κοιτάξτε την κεντρική φωτογραφία. 

Αλλά για όσους δεν στέκονται στο φαίνεσθαι και στην τυπολατρεία, αυτό το στυλ διαθέτει αξία, γιατί παίζει με τα όρια ενός κώδικα που παραέχει ζήσει δίχως προκλήσεις. Και παίζει καθιστώντας σαφές ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν υποκαθιστά την ουσία: ο Κουρεντζής είναι ένας φοβερός μαέστρος. Aκριβολόγος, ηγέτης πάνω στη σκηνή, με τρομερή προσοχή στη λεπτομέρεια, ικανός να αποσπάσει την καλύτερη δυνατή περφόρμανς από τους συνεργάτες του. 

Στο Μέγαρο, ο Κουρεντζής μας συνεπήρε ήδη από το «ορεκτικό» της βραδιάς, οδηγώντας τους MusicAeterna –το πλέον εξειδικευμένο στην παλαιά μουσική σύνολο της Ρωσίας– σε μια αποκαλυπτική ερμηνεία του Dixit Dominus του Γκέοργκ Χαίντελ (1707). Ο τρόπος με τον οποίον πάτησαν οι φωνές στις λατινικές λέξεις του Ψαλμού 109, η σεισμικότητα του πρώτου μέρους, ο ιταλικός αέρας της σύνθεσης, το δέος των παύσεων στο "Juravit Dominus", η αφοπλιστική συγκίνηση του "De Torrente In Via" και η καταληκτική δοξολογία "Gloria Parti", όλα αποδόθηκαν με την ενέργεια μιας θύελλας. 

Δεν οφειλόταν όμως μόνο στην αριστουργηματικότητα του έργου, ούτε ήταν αποκλειστικό θέμα υψηλής δεξιοτεχνίας. Κι ας είδαμε και κάμποση τέτοια, ειδικά στη χορωδία, στα βιολιά, στα λαούτα, στη μπαρόκ κιθάρα ή στο τσέμπαλο του Maxim Emelyanychev. Ήταν η ματιά και ο χαντελιανός τρόπος που μας έκοψαν την ανάσα. Το χειροκρότημα στο τέλος, ήχησε σαν κεραυνός.

Στο διάλειμμα, αναρωτιόμουν τι μπορούσε να πετύχει ένα τόσο φοβερό σύνολο κι ένας τέτοιος μαέστρος με μία από τις πιο αγαπημένες μου όπερες, η οποία και θα απάρτιζε το δεύτερο μέρος της βραδιάς –δοσμένη βέβαια σε συναυλιακή μορφή και όχι ως παράσταση. Με προβλημάτιζε αυτό, γιατί έχω κι άλλες φορές δει όπερες να παρουσιάζονται με τη λεγόμενη «μορφή αναλογίου» και πάντα κάτι (μου) λείπει. Η όπερα βλέπετε θέλει και το χρώμα της, τα κοστούμια της, τα σκηνικά της, την κίνησή της. Έτσι είναι φτιαγμένη. 

Ε, λοιπόν, ο Κουρεντζής με τους MusicAeterna μ' έκαναν και λησμόνησα εντελώς τέτοιες παραμέτρους. Εκεί μάλιστα στην αρχή της 3ης πράξης δεν με ένοιαζε πια καθόλου για κοστούμια και σκηνικά: καθόμουν σ' αναμμένα κάρβουνα και στριφογύριζα ξεφυσώντας στο κάθισμά μου, λες και δεν ήξερα τι πρόκειται να γίνει· λες κι έβλεπα για πρώτη φορά το Διδώ & Αινείας του Henry Purcell (1689). 

Συμπονούσα δηλαδή την Anna Prohaska, η οποία απέδωσε με υψηλής κλάσης δραματική αρχοντιά την περίφημη βασίλισσα της Καρχηδόνας. Κι απηύδιζα με τον φαφλατά, αεριτζή Αινεία όπως τον έπλασε ο βαρύτονος Tobias Berndt. Συμμεριζόμουν επίσης την πιστή φιλία όπως την εκδήλωνε η Nuria Rial ως Μπελίντα κι έβρισκα τη Maria Forsström να παίζει την αρχιμάγισσα με κάτι από τη γκροτέσκ κακιοσύνη της Siobhan Fahey σε εκείνο το βιντεοκλίπ για το "Stay" των Shakespears Sister. Παρεμπιπτόντως, εξαιρετικά στάθηκαν και οι δύο συμμετέχουσες Ελληνίδες υψίφωνοι, η Φανή Αντωνέλλου και η Ελένη-Λυδία Σταμέλλου.  

Και πάλι, ωστόσο, το κοκομπλόκο οφειλόταν πρωτίστως στο πώς. Στον τρόπο δηλαδή με τον οποίον ο Κουρεντζής έσπρωξε τους MusicAeterna σε μια βουτιά στο σκότος του έργου του Purcell, στο βένθος του οποίου θριαμβεύει το ατόφιο Κακό μασκαρισμένο σε «μοίρα» και «Θεού θέλημα», με όχημα μια παλιά τραγωδία (την πτώση της Τροίας) και μια αγνή αγάπη που για λίγο δείχνει ικανή να ανατρέψει τις μηχανορραφίες, πριν προδοθεί τελικά εκ των έσω, στο όνομα του καθήκοντος. 

Δύσκολα απέφευγες έτσι το βούρκωμα όταν η Διδώ διαολόστειλε τον Αινεία με την περηφάνεια μεν που άρμοζε σε μια βασίλισσα των Καρχηδονίων, μα και με τον σπαραγμό ψυχής που κρύβει η φράση «πέτα λοιπόν στις αυτοκρατορίες που σου έταξαν κι άσε την παντέρημη Διδώ να πεθάνει». Έτσι για να θυμηθούμε και το εξαίσιο λιμπρέτο του Nahum Tate πέρα από τον Purcell –γιατί στις όπερες μιλάμε διαρκώς για τον συνθέτη, μα ποτέ για τον λιμπρετοποιό– μα και για να καταδειχθεί το βάθος της ανάγνωσης του Κουρεντζή. Εκεί στη σκηνή του Μεγάρου απέδειξε περίτρανα γιατί θεωρείται ένας από τους πλέον σημαντικούς Έλληνες στο παγκόσμιο μουσικό τερέν του 21ου αιώνα. Κι ας παραμένει άγνωστος σε όσους βλέπουν διεθνείς καριέρες μόνο όταν εγχώρια κιθαριστικά σχήματα παίζουν σε μπαράκια χωρητικότητας Καρύτση στις χώρες της Μπενελούξ. 

Φυσικά απαιτήσαμε encore και ο Κουρεντζής μας έκανε τη χάρη, αν και τελικά θα προτιμούσα να μην το είχε κάνει. Γιατί ήταν τόση η φόρτιση και η ικανοποίηση από το κυρίως μέρος της συναυλίας, ώστε το encore χάλαγε την εντύπωση εκείνη με την οποία θες να φεύγεις από τέτοιες βραδιές. Διάλεξα λοιπόν να αποχωρήσω διακριτικά σε κάποιο σημείο κι ελπίζω να με συγχωρέσει γι' αυτό, αν ποτέ τύχει και φτάσει στα μάτια του το παρόν κείμενο.