Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξαρχάκος Σταύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξαρχάκος Σταύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22 Μαΐου 2023

Σταύρος Ξαρχάκος & Μαρινέλλα: Η Σονάτα Του Σεληνόφωτος - ανταπόκριση (2015)


Ιούλιος 2015, στο Κτίριο Δ΄, Πειραιώς 260, (νομίζω) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου εκείνης της χρονιάς. Σταύρος Ξαρχάκος σε ιστορική σύμπραξη με τη Μαρινέλλα, με τη ντίβα να βγαίνει από τα νερά της προκειμένου να αναμετρηθεί με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από την παράσταση, διατέθηκαν από τη διοργάνωση και ανήκουν στην Εύη Φυλακτού


Ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι συνθέτης με ιδιαίτερα ελληνικά αντανακλαστικά. Πολλάκις, μάλιστα, η ματιά του στα εγχώρια πράγματα και στα όποια σύνορα γινόταν να χαραχθούν με τα κυρίαρχα διεθνή πρότυπα, έχει πιστοποιηθεί ως μοναδική, βαθιά και σημαντική. 

Δεν απόρησα λοιπόν καθόλου με τη μελοποίησή του στη Σονάτα Του Σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου (1956), καθώς διαπίστωνα την πλήρη της σύμπλευση με τα Δυτικά λόγια μέτρα –εκείνα του Ρομαντισμού κυρίως, άλλωστε το ίδιο το έργο παραπέμπει στον Μπετόβεν– και τη σαφή της απόσταση από το ντόπιο, λαϊκότερο στοιχείο: ο Ρίτσος, ως γνωστόν, θεωρούσε αδιανόητο να ντύνεται η ποίησή του «με τα ρούχα του Τσιτσάνη» (όπως έχει πει εύστοχα ο Μίκης Θεοδωράκης, ενθυμούμενος τα του Επιταφίου). Θα ήταν λοιπόν απρεπές να προτείνει ο Ξαρχάκος οτιδήποτε τέτοιο. Κι ας βρίσκεται εκεί το φόρτε του ως δημιουργού. Ως αποτέλεσμα, βέβαια, μείναμε με μια μουσική συμπαγή και πολύ καλά τοποθετημένη ως προς τη λυρικότητα και τις εξάρσεις της Σονάτας Του Σεληνόφωτος, μα σε καμία περίπτωση σπουδαία. 

Νομίζω ωστόσο πως, ό,τι κι αν έπλαθε ο Ξαρχάκος, μεγάλο στοίχημα της παράστασης ήταν τελικά η Μαρινέλλα. Η πρώτη τους αυτή επί σκηνής συνάντηση τράβηξε το αναμενόμενο ενδιαφέρον –ελάχιστες θέσεις έμειναν άδειες στο Κτίριο Δ΄ της Πειραιώς 260 κι ας υπήρχε η επιλογή για δύο ακόμα παραστάσεις για όσους ήθελαν να αποφύγουν το κλειστό (λόγω συγκέντρωσης διαμαρτυρίας) Σύνταγμα– και η ετυμηγορία του πλήθους υπήρξε αναντίρρητα καταιγιστική: ο κόσμος την καταχειροκρότησε όρθιος, δίχως φειδώ σε μπράβο και ιαχές. Και δεν ήταν άδικος ο ενθουσιασμός.

Η Μαρινέλλα βγήκε έξω από τα νερά της αντιμετωπίζοντας τον Ρίτσο. Δεν ήταν θέμα ούτε ταιριαστής φυσιογνωμίας/ηλικίας, ούτε φωνής: έπρεπε να ισορροπήσει μεταξύ πρόζας και τραγουδιού, βουτώντας στο βένθος της πλήρους επαναποτοθέτησης ενός ατόμου απέναντι στον κόσμο. Τα βιώματα του παρελθόντος, οι αγωνίες του παρόντος, η φθορά του χρόνου, τα πάνω/κάτω των καιρών, τα όσα ποιητικώς συμβόλιζε η παραμονή στο σπίτι και η δειλή λαχτάρα για το έξω –για μια μικρή, έστω, βόλτα στο λαμπερό σεληνόφως– όλα ρέουν γύρω από την ηρωίδα και μέσα στον μονόλογό της (ή στον διάλογό της με έναν νεαρό άνδρα τον οποίον ποτέ δεν βλέπουμε). Οδηγώντας στην καταλυτική παρουσία του επείγοντος τώρα, στην ανάγκη ο επανατοποθετημένος απέναντι στον εαυτό του άνθρωπος να συμβαδίσει ξανά με τους υπόλοιπους στην ασβεστωμένη πολιτεία που μαζί μοιράζονται.

Η Μαρινέλλα μπόρεσε λοιπόν να μεταμορφωθεί, ως έναν βαθμό βέβαια. Υπήρχαν στιγμές δηλαδή στις οποίες ξέχναγες ποια ήταν κι έβλεπες μπροστά σου μόνο την ηρωίδα του Ρίτσου, ειδικά στα στιγμιότυπα εκείνα που καθόταν στην πολυθρόνα και μας διηγούταν. Από την άλλη, έμεινε πιστή και στο ίματζ του ινδάλματος: μέσα στο μαύρο της φόρεμα, στα πήγαινε/έλα της στη σκηνή, λουσμένη στα φώτα των προβολέων ή στρατηγικά τοποθετημένη στις άκρες τους, ήταν η Μεγάλη Κυρία του ελαφρολαϊκού ρεπερτορίου που τόσος κόσμος αγάπησε. 


Αυτό είχε ασφαλώς το τίμημά του, καθώς δεν έλειψαν οι φορές στις οποίες ο τόνος γινόταν υπέρμετρα μελοδραματικός –και δεν ταίριαζε κάτι τέτοιο στο ποίημα, δεν ήταν φυσικό δηλαδή κάθε «άφησέ με να 'ρθω μαζί σου» να ηχεί τόσο δακρύβρεχτο, σαν να επρόκειτο να ακολουθήσει το «καμιά φορά λέω ν' αλλάξω ουρανό»... Όμως χωρίς τη συγκεκριμένη περσόνα, χωρίς αυτόν τον παράγοντα Μαρινέλλα (αν μου επιτρέπετε) δεν θα ήταν δυνατόν να φτάσουμε σε ένα τόσο μεγαλειώδες φινάλε. Όπου πάνω στα σκαλιά, στο σύνορο οικίας/πολιτείας, η ηρωίδα του Ρίτσου –αξεδιάλυτη πλέον από τη γνωστή μας Μεγάλη Κυρία– άνοιγε την αγκάλη της στην προοπτική του μέλλοντος. Πώς να μην την καταχειροκροτήσεις;

Όμως η Μαρινέλλα ευτύχησε να έχει και δύο εξαιρετικούς συμμάχους. Πρώτα και κύρια, τον Νεοκλή Νεοφυτίδη στο πιάνο. Έναν σεμνό, μα παθιασμένο και πολύ ουσιαστικό εκτελεστή, ο οποίος ζωντάνεψε την παρτιτούρα του  Ξαρχάκου, βρίσκοντας πάντα τον σωστό τρόπο να εντυπώνεται στα δρώμενα: πότε με βροντερά κρεσέντο, πότε ως διακριτικός συνοδός, βαπτισμένος στον λυρισμό του Ρίτσου. Τα περαιτέρω εύσημα ανήκουν στη Σοφία Αλεξιάδου, για τα καταπληκτικά φώτα. Παρότι δεν είδαμε χρώματα, η ελαφρά παρουσία καπνού έδωσε στους κίτρινους προβολείς την ημιφωτισμένη εκείνη άχλυ του σπιτικού πορτατίφ, ενώ η διάταξή τους και οι γωνίες απέδωσαν ένα πανηγυρικό σεληνόφως όταν η πρόζα έφτασε στο «πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ ἐμφανίστηκε ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος».

Μακάρι να σκαρώσουν και κανάν δίσκο μαζί, Ξαρχάκος, Μαρινέλλα & Νεοφυτίδης, σκέφτηκα βγαίνοντας στην Πειραιώς.  



23 Σεπτεμβρίου 2022

Σταύρος Ξαρχάκος: Αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη - ανταπόκριση (2019)


Καθώς το καλοκαίρι δίνει πια τη θέση του στο φθινόπωρο, η εγχώρια συναυλιακή επικαιρότητα οριοθετήθηκε από το sold-out του αφιερώματος στον Νίκο Ξυλούρη στο Ηρώδειο. Ιθύνοντας νους του, ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Και ο Σταύρος Ξαρχάκος ξέρει πολύ καλά να φτιάχνει αφιερώματα, παίρνοντας ό,τι είναι δυνατόν να πάρει από τους συντελεστές τους οποίους διαλέγει κάθε φορά. Το έχει αποδείξει στο παρελθόν, οπότε κι εγώ φροντίζω να μην τα χάνω, όταν λαμβάνουν χώρα.

Με τη νυν αφορμή, λοιπόν, το blog επιστρέφει σήμερα σε δύο ανάλογες ξαχάρκειες βραδιές των τελευταίων ετών. Πατώντας εδώ, θα βγείτε σε ένα αφιέρωμα  στον Γιώργο Ζαμπέτα (Gazarte, Δεκέμβριος 2018) με τη Χάρις Αλεξίου στη δύση της σπουδαίας τραγουδιστικής της καριέρας, λίγο πριν πάρει απόφαση να σταματήσει (Ιούνιος 2020). Συνεχίζοντας κάτωθι, πάλι, θα βρείτε ένα αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη (Gazarte, Απρίλιος 2019) με συντελεστές τη Δήμητρα Γαλάνη, τον B.D. Foxmoor των Active Member και τον Στέλιο Βαμβακάρη –σε μία από τις τελευταίες του ζωντανές εμφανίσεις, αν όχι την τελευταία, καθώς πέθανε τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά, με κάποιες από τις κάτωθι να ανήκουν στον Άκη Χρήστου (έχουν και το credit του), για το mousikesebeeries.gr.


Σκεπτόμενος εκ νέου τον Γιώργο Ζαμπέτα, ο Σταύρος Ξαρχάκος πέτυχε τον χειμώνα του 2018 να τον ξαναφέρει στο προσκήνιο. Διατηρώντας τον ασυμβίβαστα λαϊκό, μα σε θέση πλέον να επικοινωνήσει (και) με ένα ακροατήριο που διαθέτει περισσότερες αναφορές από όσες συνδιαμόρφωνε μια τυπική γειτονιά της παλιάς Αθήνας. Η απόσταση δεν ήταν μικρή. Ωχριούσε όμως σε σύγκριση με αυτήν που έπρεπε να διανύσει –χρονικά, μα και πολιτισμικά– το επόμενο ξαρχάκειο στοίχημα, γύρω από έναν ακόμα Μεγάλο Λαϊκό: τον Μάρκο Βαμβακάρη.

Άργησα να γράψω τη σχετική κριτική και εν μέρει φταίει ότι δεν είχα επαγγελματική υποχρέωση να το κάνω. Κυρίως, όμως, φταίει που επί ημέρες δεν έβγαζα άκρη με το πώς ένα πασιφανώς καλομελετημένο πρόγραμμα με άφησε κομματάκι απογοητευμένο. Υπήρχε δηλαδή μια αντίφαση προς επίλυση· μια ανάγκη να εξερευνηθούν τα όρια της προσωπικής εντύπωσης με αυτήν που καλείται να αποτυπώσει μια δημοσιογραφική ανταπόκριση. Βλέπετε, το ότι λήξαμε κάποτε τα περί «αντικειμενικότητας» ως μύθευμα μιας θετικιστικής εποχής, δεν σημαίνει ότι δικαιούμαστε να ξαμολάμε αβασάνιστη την αποψάρα μας, όπως δυστυχώς συμβαίνει στον μουσικό Τύπο όλο και περισσότερο. 

Ο κατά Ξαρχάκο Βαμβακάρης αρθρώθηκε σε 2 μέρη, ομολογουμένως φτιαγμένα με πολλή προσοχή. Ο ίδιος ο Ξαρχάκος μας είπε ότι το πρώτο αποτελούσε μια μαθητεία στον θρυλικό Συριανό, ενώ το δεύτερο θα εστίαζε στα ντουζένια και στα καραντουζένια του: τα περίφημα (πλέον) κουρδίσματά του στα μπουζούκια, τα οποία του επέτρεπαν να κομπανιάρει εαυτόν απουσία κάποιου άλλου οργάνου. 

Μου διέφυγε η σημασία του σκηνικού ερειπίων που τοποθετήθηκε ως φόντο της ορχήστρας στο πρώτο μέρος της συναυλίας (μια φωτογραφία του Βαμβακάρη θα έκανε καλύτερη δουλειά). Ωστόσο δημιουργήθηκε υποβλητικό κλίμα, αφενός λόγω των αναμμένων κεριών (δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου φώτα), αφετέρου χάρη στην εμφάνιση του Στέλιου Βαμβακάρη στον εξώστη του Gazarte –ο οποίος ανέλαβε από εκεί την εκκίνηση με έναν υπέροχο αμανέ, που σύνδεσε το ρεμπέτικο του πατέρα του με το αμέσως προγενέστερό του σμυρνέικο ύφος. Χωρίς να το καταλάβεις, το πρόγραμμα σε είχε ήδη «ρουφήξει». 


Το τμήμα αυτό, επίσης, αποδείχθηκε ιδιαίτερα τολμηρό. Ο Ξαρχάκος είχε σχεδιάσει ενορχηστρώσεις πλούσιες, με σύγχρονα πατήματα, οι οποίες ανακάτεψαν τη δωρική λαϊκότητα του Βαμβακάρη με λόγιες ή/και τζαζ παρεκκλίσεις· μέχρι και κάτι σαν blues rock ήχησε στιγμιαία στην κιθάρα. Κοσμαγάπητες επιλογές σαν τη "Φραγκοσυριανή", το "Χαράματα Η Ώρα Τρεις" –που τραγουδήθηκε χορωδιακά, απ' όλους τους συντελεστές– ή το "Τα Δυο Σου Χέρια Πήρανε (Βεργούλες)" παρέμειναν έτσι αναγνωρίσιμες, ταυτόχρονα όμως τοποθετήθηκαν κάπου μεταξύ της καθ' ημάς Ανατολής και της πιο σύγχρονης Δύσης. Σε μια επικίνδυνη μεν ισορροπία, που όμως πρόσφερε επαρκές έδαφος ώστε να σταθούν οι κεντρικοί ερμηνευτές: η Δήμητρα Γαλάνη, κάτοχος ούτως ή άλλως μιας φωνής ικανής να σταθεί περίφημα σε ένα τέτοιο πολιτισμικό σταυροδρόμι· και ο Μιχάλης Μυτακίδης (γνωστός μας ως B.D. Foxmoor από τους Active Member), ο οποίος λειτουργούσε βασικά σαν αφηγητής, περνώντας ανά σημεία σε ένα χαλαρό rap. 

Το δεύτερο μέρος είχε μια περίτεχνη (σχεδόν industrial υφής) εισαγωγή να το γεφυρώνει με το πρώτο, όμως εδώ τα φώτα άναψαν και ο Στέλιος Βαμβακάρης ήρθε επί σκηνής αναλαμβάνοντας κεντρική θέση και ως μπουζούκι, αλλά και ως ερμηνευτής –με τη Γαλάνη και τον B.D. Foxmoor να παραμένουν βέβαια στις θέσεις τους. Η παρουσία του και η επιθυμία εστίασης (όπως είπαμε) στα ντουζένια και στα καραντουζένια του πατέρα του, έκαναν αυτό το τμήμα της συναυλίας πιο «ορθόδοξο»: οι λοξές ματιές και οι παρεκκλίσεις εξαφανίστηκαν και επικράτησε ο χαρακτήρας ενός (διευρυμένου) λαϊκού πάλκου, με τα 4 μπουζούκια της ορχήστρας να δίνουν τον τόνο. 

Έτσι, όμως, τα πράγματα έχασαν σε περιπέτεια: ως έναν βαθμό έμειναν συντηρητικώς γνώριμα και ως έναν άλλον δημιούργησαν το παράδοξο να ακούς τραγούδια μιας  περιθωριακής ζωής σε έναν χώρο σαν το Gazarte, όπου το ζευγάρι πίσω μου συζητούσε στο διάλειμμα για τον Αντώνη Ρέμο και για το αν ο Ξαρχάκος παρέμενε άραγε «δικός τους» ή είχε απομακρυνθεί στα χρόνια της κυριαρχίας του Αντώνη Σαμαρά στη Νέα Δημοκρατία. Από την άλλη, το πιο οικείο αυτό κλίμα έφερε εξωστρέφεια τόσο πάνω στη σκηνή, όσο και στους θεατές, καθώς ορισμένοι άρχισαν π.χ. να σιγοτραγουδούν σε σημεία. 

Το χειροκρότημα στο τέλος ήχησε θερμό και παρατεταμένο: το encore, ακόμα κι αν είχε σχεδιαστεί, πραγματικά απαιτήθηκε με ζήλο, από ένα Gazarte (σημειωτέον) αρκετά γεμάτο με κόσμο, παρότι οι σχετικές παραστάσεις βαίναν πια προς φινάλε. Και δεν γίνεται να μην παραδεχτείς ότι ήταν ένα δίκαιο χειροκρότημα, για μια παράσταση που τίμησε τον Μάρκο Βαμβακάρη και προσπάθησε φιλότιμα να τον οραματιστεί εκ νέου. 

Πού βρίσκεται λοιπόν η «γκρίνια»;

Μέρες μετά, τίποτα δεν μένει πιο σθεναρά εντυπωμένο στη μνήμη από τη φιγούρα του Ξαρχάκου ως ιδανικού, αεικίνητου μαέστρου, παθιασμένου με την κάθε νότα του Βαμβακάρη, με τον κάθε στίχο των τραγουδιών του στο στόμα του. Τα έδωσε όλα εκεί πάνω στο σανίδι του Gazarte και πρέπει σωματικά να κουράστηκε πολύ, ήταν όμως χάρμα οφθαλμών· τόσο, ώστε συχνά ξεχνούσες τι άκουγες και έμενες απλά να τον κοιτάζεις. Είχε ασφαλώς και μια ορχήστρα φίνα, μουσικούς πραγματικά δοσμένους στα όργανά τους, αλλά και συντονισμένους στη δική του υπερ-προσπάθεια: Νεοκλής Νεοφυτίδης (πιάνο), Βασίλης Δρογκάρης (ακορντεόν), Αλέξανδρος Καψοκαβάδης (κλασική κιθάρα, νυκτά έγχορδα), Γιώργος Λιμάκης (κιθάρα), Ηρακλής Ζάκκας (πρώτο μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), Δημήτρης Ρέππας (μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), Μιχάλης Δήμας (μπουζούκι, μπαγλαμάς) & Αντώνης Τζίκας (κοντραμπάσο).


Αλλά, όσο προς τιμήν των παραπάνω κι αν είναι μια τέτοια εικόνα, τόσο θολώνει τελικά το στίγμα των κεντρικών πρωταγωνιστών. Η Δήμητρα Γαλάνη τραγούδησε βέβαια πολύ ωραία –οι "Βεργούλες" της, ήταν για σεμινάριο. Την ίδια στιγμή, όμως, έμεινε αφύσικα περιορισμένη στην καρέκλα της και φόρεσε στην όλη της παρουσία (σκηνική και ερμηνευτική) ένα παράταιρο της περίστασης «έντεχνο» φίλτρο, που κορυφώθηκε νομίζω στο κλείσιμο του πρώτου μέρους του προγράμματος. Στο δεύτερο μέρος την είδαμε μεν πιο κινητική, ήταν όμως τέτοιος ο χαρακτήρας του ώστε μάλλον την παρόπλισε, μην επιτρέποντάς της π.χ. να λειτουργήσει όπως η Χάρις Αλεξίου στην προαναφερόμενη παράσταση περί Ζαμπέτα. Εκεί, δηλαδή, όλα ακουμπούσαν και «κούμπωναν» στην Αλεξίου. Ενώ, εδώ, η Γαλάνη έμεινε απλά ως μια σολίστ, με τον ουσιαστικό της ρόλο να μειώνεται στην εξέλιξη, καθώς έπαιρνε τα ηνία ο Στέλιος Βαμβακάρης.

Επιπλέον, η επιλογή του B.D. Foxmoor –ένα κρίσιμο στοίχημα, εξαρχής– νομίζω ότι δεν λειτούργησε. Ανά σημεία, βέβαια, βρήκε τα πατήματά του, ενώ μας χάρισε και μια σπουδαία σκηνική στιγμή όταν σηκώθηκε, θεόρατος, για μια άτυπη ζεϊμπεκιά μπροστά στον Ξαρχάκο. Δεν έφερε όμως ποτέ τον νέο ορίζοντα που υποσχόταν η παρουσία του, ενώ τα αφηγηματικά του μέρη έμειναν παγιδευμένα σε εκείνη την έτοιμη να κλάψει εντεχνίλα, που συχνά έχει μαστίσει το low bap. Καταλαβαίνω ασφαλώς ότι γι' αυτό ακριβώς επιλέχθηκε, ως μόνο ευρέως αναγνωρίσιμο «σύνορο» του ελληνικού χιπ χοπ με την έντεχνη/λαϊκή δημιουργία. Παρά ταύτα, μια τέτοια προσέγγιση δεν ταίριαζε στον Βαμβακάρη. Εδώ χρειαζόταν ένα νεότερο παιδί, από εκείνα που κερδίζουν την καρδιά της σημερινής νεολαίας με το φλογερό ραπάρισμά τους και μπορούν να μεταδώσουν καλύτερα την αίσθηση του περιθωρίου, όπως διαμορφώνεται με επίκαιρους, (ημι)μητροπολιτικούς όρους.

Η άρθρωση επίσης του B.D. Foxmoor δεν ήταν σταθερή, με αποτέλεσμα να χάνονται λέξεις και νοήματα ακόμα και για τα μπροστινά τραπέζια, σε ένα περιβάλλον με άψογο κατά τα λοιπά ήχο. Στο δε δεύτερο μέρος του προγράμματος, όπου δικαιολογημένα στάθηκε αμήχανα εν μέσω της κυριαρχίας των 4 μπουζουκιών και του Στέλιου Βαμβακάρη, αφέθηκε σε μια λαϊκίστικη πολιτικολογία, η οποία εξάντλησε γρήγορα την αιχμή της, γενόμενη όχι απλά φλύαρη, μα και φτηνή. Επειδή οι καιροί είναι όχι μόνο πονηροί, μα και ...εκλογικοί, ας διευκρινίσω ότι δίκιο είχε σε όσα είπε –όμως, ως γνωστόν, ο τρόπος με τον οποίον εκφράζεται κανείς, μπορεί να τον κάνει να χάσει ακόμα και το δίκιο του.  

Ως συνέπεια των παραπάνω ο Βαμβακάρης έμεινε στη μνήμη περισσότερο ως ήδη είχε· ως ο λαϊκός εκείνος δημιουργός, δηλαδή, που έλαμψε στο δεύτερο μέρος του προγράμματος στο Gazarte. Παρουσιάστηκε πράγματι ωραία, ευτυχώντας να βρεθεί στα χέρια του Ξαρχάκου και μιας άξιας ορχήστρας, με τον ίδιο του τον γιο να τον πρεσβεύει σε αυτήν, κουβαλώντας κάτι από την αυθεντικότητα του ρεμπέτικου πνεύματος. Όμως δεν ήταν κάποιος Βαμβακάρης που μας είχε λείψει, ενώ τελικά επισκίασε εκείνον τον διαφοροποιημένο Βαμβακάρη που προσπάθησε να φέρει ενώπιόν μας το πρώτο μέρος της συναυλίας. Και νομίζω ότι τον είχαμε περισσότερο ανάγκη.





Σταύρος Ξαρχάκος: Αφιέρωμα στον Γιώργο Ζαμπέτα - ανταπόκριση (2018)


Καθώς το καλοκαίρι δίνει πια τη θέση του στο φθινόπωρο, η εγχώρια συναυλιακή επικαιρότητα οριοθετήθηκε από το sold-out του αφιερώματος στον Νίκο Ξυλούρη στο Ηρώδειο. Ιθύνοντας νους του, ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Και ο Σταύρος Ξαρχάκος ξέρει πολύ καλά να φτιάχνει αφιερώματα, παίρνοντας ό,τι είναι δυνατόν να πάρει από τους συντελεστές τους οποίους διαλέγει κάθε φορά. Το έχει αποδείξει στο παρελθόν, οπότε κι εγώ φροντίζω να μην τα χάνω, όταν λαμβάνουν χώρα.

Με τη νυν αφορμή, λοιπόν, το blog επιστρέφει σήμερα σε δύο ανάλογες ξαχάρκειες βραδιές των τελευταίων ετών. Πατώντας εδώ, θα βγείτε σε ένα αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη (Gazarte, Απρίλιος 2019) με συντελεστές τη Δήμητρα Γαλάνη, τον B.D. Foxmoor των Active Member και τον Στέλιο Βαμβακάρη –σε μία από τις τελευταίες του ζωντανές εμφανίσεις, αν όχι την τελευταία, καθώς πέθανε τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς. Συνεχίζοντας κάτωθι, πάλι, θα βρείτε ένα αφιέρωμα στον Γιώργο Ζαμπέτα (Gazarte, Δεκέμβριος 2018) με τη Χάρις Αλεξίου στη δύση της σπουδαίας τραγουδιστικής της καριέρας, λίγο πριν πάρει απόφαση να σταματήσει (Ιούνιος 2020).

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά ή από το promo υλικό γι' αυτήν.


Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι συνθέτης αγαπητός στον κόσμο· και αναγνωρίσιμος. Η πενιά του στο μπουζούκι, οι εισαγωγές στις συνθέσεις του, οι χαρακτηριστικές ερμηνείες, η ίδια του η φιγούρα ακόμα. 26 χρόνια μετά τον θάνατό του, νομίζεις ότι δεν μένει κάτι άλλο να μάθεις για εκείνον. Όμως φέτος τον χειμώνα ο Σταύρος Ξαρχάκος αποδεικνύει στο Gazarte ότι δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Ότι ο Ζαμπέτας δεν είναι δεδομένος. 

Λέγοντας βέβαια «ο Σταύρος Ξαρχάκος» και όχι «ο Σταύρος Ξαρχάκος και η Χάρις Αλεξίου», διόλου δεν επιθυμώ να υποφωτίσω τον ρόλο της ή να υπονοήσω το οτιδήποτε μειωτικό. Είναι η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια της παράστασης αυτής η Χάρις Αλεξίου, αλλά και ο κυρίως πομπός μέσω του οποίου μας ξανασυστήνεται ο Ζαμπέτας. 

Όσο κι αν η ματιά σου έλκεται ανά σημεία από τη σπαρτιατική φιγούρα του Ξαρχάκου και τις νευρώδεις κινήσεις με τις οποίες εκτελεί τον ρόλο του μαέστρου, όσο κι αν το βλέμμα περιπλανηθεί στους μουσικούς, βασικός μαγνήτης παραμένει από την αρχή ως το τέλος η Αλεξίου. Η οποία, ντυμένη τον Ζαμπέτα, γίνεται ξανά –μετά από χρόνια, ίσως– η «Χαρούλα»: το κορίτσι εκείνο που για μια ολόκληρη εποχή προσωποποίησε την Ελλάδα και την έκανε να φαίνεται και λαμπρότερη από ό,τι ήταν, σηκώνοντάς τη στους «ώμους» της φωνής της. Πριν αποφασίσει ότι ήθελε να δει κι άλλα πράγματα, να ζήσει και άλλες ζωές. 

Έμαθα ότι το Gazarte ήταν γεμάτο στην πρεμιέρα (αναμενόμενο), όμως τη δεύτερη μέρα έβρισκες άνετα εισιτήρια ακόμα και μισή ώρα πριν την έναρξη, ενώ λιγοστά τραπέζια εδώ κι εκεί έμειναν άδεια. Εκπλήσσει, ίσως. Ωστόσο το Gazarte, αν και από τους ωραιότερους συναυλιακούς χώρους στην Αθήνα (συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών προδιαγραφών), παραμένει κάπως απλησίαστο για το νεότερο ειδικά κοινό –και λόγω τιμών, αλλά και λόγω ενός «επίσημου», κομματάκι βαρύγδουπου χαρακτήρα. Αναπόφευκτα(;), λοιπόν, το παρών έδωσαν μεγάλες ηλικίες, με διάσπαρτα μόνο αγορίστικα και κοριτσίστικα πρόσωπα να σπάνε την πρωτοκαθεδρία τους στους καθήμενους. Δεν ξέρω αν θα έχει κάποια σημασία αυτό για την προσέλευση στις επόμενες ημερομηνίες του προγράμματος. 


Ο Ζαμπέτας του Ξαρχάκου, πάντως, αποδίδεται με πίστη, παραμένοντας ασυμβίβαστα λαϊκός. Το πρόγραμμα ανοίγει με προηχογραφημένη βρόχα στρέιτ θρου και "Αποσπάσματα Από Έρωτες (part II)" και συχνά «διακόπτει» για να δώσει τον λόγο στο τιμώμενο πρόσωπο, το οποίο ξαναστέκεται εμπρός μας μέσα από τη βιογραφία του. Διατηρείται έτσι καίριος και ακέραιος, με το κοφτερό του χιούμορ σε πρώτο πλάνο. Και ποιος δεν γέλασε αλήθεια (ίσως πικρά), όταν εξέφρασε την αέναη καχυποψία του για την εξουσία στην Ελλάδα, αναρωτώμενος πώς γίνεται να φταίει εκείνος αν έπεσε πάλι έξω ο προϋπολογισμός. Απολαυστική όμως αποδεικνύεται και η επιστολή που έστειλε στον Ξαρχάκο το 1971 (όταν ο τελευταίος βρισκόταν στο Παρίσι), την οποία μας διάβασε ο ίδιος ο παραλήπτης, τονίζοντας τη ζαμπέτεια προτροπή να μη σκάει και να «τα γράψει όλα στο καυλί του». Μάλιστα κύριε, στο καυλί του. 

Αλλά ο Ζαμπέτας του Σταύρου Ξαρχάκου αποδίδεται και με τόλμη. Με έναν τρόπο δηλαδή ο οποίος επιδιώκει να επικοινωνήσει με τον σύγχρονο ακροατή –αυτόν που διαθέτει και περαιτέρω αναφορές, έχοντας ζήσει πέρα από τον ορίζοντα μιας λαϊκής γειτονιάς της Αθήνας, γνωρίζοντας (πλέον) πολύ καλά και από πολυτέλειες και από πολυκατοικίες. 

Μπαίνοντας λ.χ. στο "Που 'Σαι Θανάση", η ορχήστρα παίζει το θέμα από το "In Τhe Hall Οf Τhe Mountain King" του Edvard Grieg, ενώ σε ένα άλλο σημείο στρεφόμαστε προς την τζαζ, με το πιάνο να πιάνει το "Take Five" των Dave Brubeck Quartet. Ο ζαμπέτειος κορμός μένει έτσι γνήσια λαϊκός, όμως ο τόνος διαθέτει το κάτι τις διαφορετικό. Μια λοξή ματιά προσεκτικά δοσομετρημένη από τον Ξαρχάκο, που ως μαέστρος προΐσταται των αναγκαίων ισορροπιών με άγρυπνο αυτί, όσο οι άξιοι μουσικοί πραγματώνουν το όραμά του: ο Νεοκλής Nεοφυτίδης στο πιάνο, ο Ηρακλής Ζάκκας στο πρώτο μπουζούκι, ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης στη βασική κιθάρα, ο Βασίλης Δρογκάρης στο ακορντεόν, ο Αντώνης Τσίγκας στο κοντραμπάσο, ο Γιώργος Λιμάκης στη δεύτερη κιθάρα και ο Δημήτρης Ρέππας στο έτερο μπουζούκι.

Εν τέλει, πάντως, όλα ακουμπούν και «κουμπώνουν» στην Αλεξίου. Εκεί λαμβάνει χώρα η κορύφωση που τόσο μεθοδικά χτίζεται, εκεί κρίνεται τελικά και η επιτυχία. Ίσως Αλεξίου και Ξαρχάκος να είναι ιδιοσυγκρασίες που δεν κάνουν εύκολα χωριό. Στο Gazarte, εντούτοις, η επικοινωνία τους εντυπώνεται βαθιά, φέρνοντας στο προσκήνιο έναν τρόπο χαμένο πια στη δισκογραφία, για το πώς μπορεί να συνυπάρξει ένας σπουδαίος συνθέτης με μια μεγάλη ερμηνευτική κλάση. 


Όλες οι διαθέσεις του Ζαμπέτα υπηρετήθηκαν λοιπόν στο έπακρο, με την Αλεξίου πότε να θυμάται τα πάλκα του 1970 και του 1980 μπαίνοντας με λαϊκή φόρα σε έξω καρδιά επιλογές σαν το "Σήκω Χόρεψε Συρτάκι" –ξεσηκώνοντας μεταξύ άλλων και τη Δήμητρα Γαλάνη, κάπου ανάμεσα στο κοινό– πότε να αγριεύει με μπλουζ θαρρείς «καύσιμο» για τις ανάγκες του "Τζακ Ο' Χαρα" και του "Κουλτούρα... & Σία", πότε να συντονίζεται με εκείνον τον χαρακτηριστικά γλυκόπικρο τρόπο του Ζαμπέτα για τα "Χίλια Περιστέρια" ή τον "Πενηντάρη", πότε να γίνεται μοναχική πρωταγωνίστρια πίσω από τις "Αναμνήσεις", την "Αγωνία", τα "Δειλινά", το "Αδιέξοδο".

Αλλά ναι, ας μιλήσουμε και για την ταμπακιέρα, μιας και πιάνουμε φινάλε. Για το αγαπημένο θέμα συζήτησης του σιναφιού των επαϊόντων περί τα μουσικά, δηλαδή, κάθε που η Αλεξίου επανέρχεται, κάνοντας κάτι καινούριο. Το ιερό τέρας, που όμως «δεν μπορεί πια να τραγουδήσει». Δεν θα πάψει ποτέ να με εκπλήσσει αυτή η αντίδραση, καθώς έρχεται συνήθως από ανθρώπους οι οποίοι κατά τα λοιπά μια χαρά ακούνε εγχώρια και διεθνή πράγματα από φωνές οι οποίες όντως δεν μπορούν να τραγουδήσουν, δέσμιες καθώς είναι των φυσικών τους περιορισμών. Πώς γίνεται λοιπόν να κάνουμε σκόντο στις τόσες μικρές φωνούλες, υπερτονίζοντας τα ερμηνευτικά χαρίσματα, μα στην Αλεξίου να μη συγχωρούμε ρε παιδί ότι μεγάλωσε, ότι έφθειρε ο χρόνος τη φωνάρα της· και να μην της αναγνωρίζουμε ότι μπορεί να ερμηνεύσει και χωρίς τα παλιά της αεροπλανικά. Ζήτημα προσδοκιών; Αποπροσανατολισμένες απόψεις; Κλασικό δύο μέτρα/δύο σταθμά;

Ας μην ψάχνουμε βελόνες στη θημωνιά, όμως. Όσο και όπως μπορεί, η Αλεξίου του 2018 έχει ακόμα κάτι να πει. Κι αν λείπει η έκταση, βρίσκει τον τρόπο. Για μια "Αγωνία" ας πούμε εκπληκτική, που αντί για τις κορώνες ανθεί στις σκιές της και στον αγχωτικό της ερωτικό μονόδρομο. Στο τέλος, άλλωστε, χειροκροτείς πρωτίστως την Αλεξίου που είχες μπροστά σου στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, όχι τον μύθο.