29 Νοεμβρίου 2022

Ο Βαφτιστικός - ανταπόκριση οπερέτας (2016)


Ανεβαίνει ξανά ο «Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη φέτος τον Δεκέμβρη, για 8 παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο «Ολύμπια», πιστοποιώντας έτσι ότι είναι η δημοφιλέστερη ελληνική οπερέτα. Μάλιστα, ο Γιώργος Πέτρου –ο οποίος έχει και τη μουσική διεύθυνση, μα υπογράφει και τη σκηνοθεσία– ανακοίνωσε ότι θα την παρουσιάσει στην αυθεντική εκδοχή της θρυλικής πρεμιέρας του 1918, κρατώντας την ενορχήστρωση του Σακελλαρίδη.

Πάνε 6 χρόνια από την τελευταία φορά που πήγα να δω «Βαφτιστικό». Ήταν Οκτώβρης 2016 και το θέατρο «Ολύμπια» στέγαζε ακόμα την Εθνική Λυρική Σκηνή. Συμπαθητικό το θυμάμαι το ανέβασμα που επιχείρησε τότε ο Σίμος Κακάλας, όχι όμως και κάτι το σπουδαίο: περισσότερο εντυπωσίαζαν τα σκηνικά και τα κοστούμια, παρά το τραγούδι και η πρόζα. Ίσως πάω ξανά φέτος, να δω πώς θα τα καταφέρει ο Πέτρου.

Για την παράσταση του 2016 γράφτηκε και μια ανταπόκριση, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, λοιπόν, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ως promo για τις παραστάσεις του 2016 και ανήκουν στον Βασίλη Μακρή.


Ως μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της σεζόν 2015/2016, ο κατά Σίμο Κακάλα «Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη κέρδισε 7 εξτρά παραστάσεις και στο φετινό φθινόπωρο, κίνηση που βρήκε –και πάλι– θερμή ανταπόκριση από το αθηναϊκό κοινό: ελάχιστα καθίσματα έμειναν άδεια την Κυριακή στη Λυρική Σκηνή, όπου το χειροκρότημα έπεσε με ενθουσιασμό στο φινάλε. 

Είναι δύσκολο να αστοχήσεις ανεβάζοντας τον «Βαφτιστικό». Όχι μόνο γιατί πρόκειται για διαχρονικά αγαπημένη οπερέτα, η οποία έχει πετύχει να καταστεί αναπόσπαστο τμήμα του εγχώριου αστικού πολιτισμού, ευκρινώς υπερβαίνοντας την ταξική διάσταση που ενυπάρχει στην πρωτότυπη δημιουργία. Αλλά και γιατί η πηγαία μελωδικότητα του Σακελλαρίδη, ο εύστοχος τρόπος με τον οποίον έπλεξε την παράδοση της γαλλικής οπερέτας (ο «Βαφτιστικός» είναι βασισμένος στη «Madame et son Filleul» του 1916) με τα μουσικά πρότυπα της Βιέννης και την αθηναϊκή ηθογραφία, έδωσε τραγούδια με υπέροχη λάμψη και «ποπ» (όπως θα λέγαμε στις μέρες μας) κοψιά. Τα οποία εύκολα μπορούν να ερμηνευτούν επαρκώς από τη στιγμή που υπήρξε και στην Ελλάδα ένα άλφα επίπεδο στις λυρικές φωνές.

Από το επαρκές, βέβαια, ως το κάτι πιο σπέσιαλ, υπάρχει  απόσταση διόλου ευκαταφρόνητη, η οποία δεν διανύθηκε σε κάθε περίπτωση σε αυτή την εκδοχή του «Βαφτιστικού». Υπάρχουν επίσης και ορισμένες ιδιαιτερότητες στη συγκατοίκηση πρόζας και τραγουδιού, που κι εκείνες θάμπωσαν νομίζω ανά στιγμές, αφήνοντας έτσι μερικά παράπονα από το τελικό αποτέλεσμα. Έστω κι αν στο «ζύγισμα» υπήρξε μια παράσταση οπωσδήποτε διασκεδαστική, η οποία πραγματικά εντυπωσίασε με τη σκηνοθεσία της, τα κοστούμια της και τις χορογραφίες, όπως και με τους φωτισμούς. 

Ο Σίμος Κακάλας έστησε ένα θέαμα το οποίο σε κερδίζει με το που σηκώνεται η κουρτίνα και αντικρίζεις τη δύο επιπέδων βίλα της Κηφισιάς, να είναι γεμάτη από άντρες και γυναίκες με κοστούμια, καπέλα και φορέματα μιας χαμένης αθηναϊκής Μπελ Επόκ –όλα δουλειά της Clare Bracewel. Η Ελλάς βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση (μαίνεται ο Πρώτος Παγκόσμιος), μα η αστική τάξη της πρωτεύουσας θαυμάζει από την άνετη ασφάλειά της τους «ήρωες», μακριά από τη φρίκη των χαρακωμάτων, χωρίς να ακούει τις βροντές των κανονιών. 

Πάντα μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίον ο Σακελλαρίδης αντιμετώπιζε αυτήν την κατάσταση στον «Βαφτιστικό»: με αγάπη μεν για έναν κόσμο οικείο, μα και με επικριτική ματιά, συνάμα, απέναντι στην υποκρισία και τη χαζομάρα που διέκρινε τους καλοζωισμένους Αθηναίους. Φανερή λ.χ. στην αφελή ευκολία με την οποία η Βιβίκα Ζαχαρούλη ερωτευόταν κρυφά από τον κουραμπιέ σύζυγό της έναν άγνωστο βαφτιστικό ευρισκόμενο στο μέτωπο, όσο κατά τα λοιπά βαριόταν τη ζωή της στα πάρτυ που έστηνε στη βίλα της. 


Η Γεωργία Ηλιοπούλου στάθηκε θαυμάσια ως Βιβίκα, τόσο σε θεατρικό επίπεδο, όσο και σε τραγουδιστικό. Έδωσε πλήρες το πορτρέτο της πρωταγωνίστριας, ενώ είπε μεστά και με σκέρτσο τα άσματα που της αναλογούσαν: η ήσυχη, ρομαντική εκτέλεση του "Στο Στόμα Στο Στόμα" –κάτω από τα υποβλητικά φώτα του Περικλή Μαθιέλλη– είναι μάλιστα η καλύτερη που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια, έστω κι αν υποβοήθησαν σημαντικά τα γλυκόλαλα βιολιά της Ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής. H οποία (σε διεύθυνση Γιώργου Αραβίδη) απέφυγε σωστά τις πομπώδεις ενορχηστρώσεις που είχαν εμφανιστεί κάποιο διάστημα και είναι οπωσδήποτε ξένες προς τη λεπτότητα των μελωδιών του Σακελλαρίδη. 

Δίπλα στην Ηλιοπούλου ταίριαξε γάντι ο Δημήτρης Πακσόγλου ως (ψευδο)βαφτιστικός, όντας σπιρτόζος, κινητικός και με βροντερές φωνητικές ιδιότητες. Με την παρατήρηση, ωστόσο, ότι ένα τραγούδι σαν το "Ψηλά Στο Μέτωπο" δεν απαιτεί μόνο παλμό και δυναμισμό, μα κι ένα πατριωτικό φρόνημα που απουσίασε δυστυχώς όταν έφτασε η στιγμή να φανταστούμε το κεφάλι του Πακσόγλου στεφανωμένο με τα νικητήρια κλαδιά της δάφνης. 

Από τις υπόλοιπες βασικές μορφές του έργου, διακρίθηκε μόνο ο Σταμάτης Μπερής, δίνοντας έναν πολύ πειστικό Ζαχαρούλη. Η Διαμάντη Κριτσωτάκη δεν τα κατάφερε καθόλου καλά στις πρόζες, μα ούτε φοβάμαι και στο τραγούδι, αφού υπήρξε σωστή μεν, στεγνή δε, ιδιαίτερα στα φωνήεντα. Ο Γιάννης Γιαννίσης, επίσης –ο οποίος επωμίστηκε τον ρόλο του Συνταγματάρχη θείου της Βιβίκας– μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν άντλησε πρότυπα από το θεατρικό σανίδι, μα από τηλεοπτικά σίριαλ, από εκείνα όπου οι πρωταγωνιστές φωνασκούν αναίτια και υπερβάλλουν σε κινησιολογία. Ασφαλώς, ο ρόλος του είναι καρικατούρα· έχει όμως ως στόχο να είναι διασκεδαστικός και όχι ενοχλητικός. Το ντουέτο του με την Κριτσωτάκη στο θαυμάσιο "Η Καρδιά Μου Πονεί Για Σας" ήταν δυστυχώς το τραγουδιστικό ναδίρ αυτής της εκδοχής του «Βαφτιστικού», αντί να αποτελέσει λαμπερό επιστέγασμα. 

Μείναμε έτσι με μια συμπαθή μα εν τέλει όχι σπουδαία παράσταση, εκθαμβωτική σε οπτικό επίπεδο, μα με σημαντικές παραμέτρους να αποδεικνύονται καχεκτικές στο αμιγώς μουσικοθεατρικό κομμάτι, παρά τις επιδόσεις της Ορχήστρας και της Γεωργίας Ηλιοπούλου.



28 Νοεμβρίου 2022

Στάθης Δρογώσης & Μυρτώ Βασιλείου: «Ρομάντζα» - ανταπόκριση (2018)


Κουβεντιάζοντας πρόσφατα με τον συνθέτη Μίνω Μάτσα, ενόψει των συναυλιών που ετοιμάζει στο «Gazarte» για τον Δεκέμβρη, μου μίλησε με θερμά λόγια για την τραγουδίστρια Μυρτώ Βασιλείου, η οποία θα τον συνοδεύσει στις σχεδιαζόμενες βραδιές –μαζί με τον Κώστα Τριανταφυλλίδη.

Εγώ, πάλι, σκέφτηκα ότι τη μία και μόνη φορά που είδα ζωντανά τη Βασιλείου –στον «Σταυρό Του Νότου», παρέα με τον Στάθη Δρογώση και τον Κώστα Τσίρκα– δεν ενθουσιάστηκα διόλου. Ωστόσο τέτοια πράγματα αλλάζουν γρήγορα όταν είσαι νέος καλλιτέχνης: το άγουρο μπορεί να μεταμορφωθεί σε κάτι πιο θελκτικό, σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Σκαλίζοντας τα αρχεία μου, λοιπόν, βρήκα ότι πέρασαν 4 χρόνια από τον Νοέμβρη του 2018, όταν πήγα να δω την παράστασή τους «Ρομάντζα». Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, ένεκα της αφορμής, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Η Πέμπτη μπορεί να είναι «το νέο Σάββατο», όπως εδώ και καιρό διατείνονται ορισμένοι, αλλά η περασμένη Πέμπτη, αν και 1η μέρα του Νοέμβρη, βρήκε το καλοκαιράκι να κρατά απρόσμενα και τους δρόμους της πόλης να έχουν άπλα. Εντούτοις δεν ήταν λίγοι όσοι έδωσαν το παρών στην πρεμιέρα του Στάθη Δρογώση και της Μυρτώς Βασιλείου στον «Σταυρό Του Νότου», που είχε στηθεί στην club εκδοχή του (με κλειστό δηλαδή το πάνω μέρος). 

Η συνάντηση αυτή ενός αναγνωρίσιμου τραγουδοποιού (ο Δρογώσης ξεκίνησε το 1999 με Τα Φώτα Που Σβήνουν, ενώ έχει σόλο καριέρα από το 2001) με μια νέα γυναικεία φωνή που τώρα κάνει τα πρώτα αποφασιστικά βήματα (η Βασιλείου είναι 23 ετών και πέρασε από τις μικρές σκηνές στη δισκογραφία μόλις το 2016) έθεσε ως στόχο της να μας πάει μια ευχάριστη νυχτερινή βόλτα με ρομαντική διάθεση. Ως προς τη διάθεση του προγράμματος, καμία αντίρρηση. Αλλά ως προς το αν η βόλτα ήταν ευχάριστη, οι ενστάσεις φοβάμαι ότι θα πέσουν βροχή. 

Πιάνοντας τα πράγματα από μια απλή και βασική αρχή, η παράσταση άργησε 35 λεπτά να ξεκινήσει. Ήταν πρεμιέρα, το δέχομαι –αλλά ήταν συνάμα και Πέμπτη, που σημαίνει ότι, παρεκτός και ήσουν φοιτητής ή συνταξιούχος, είχες κι ένα πρωινό ξύπνημα για δουλειά στα προσεχώς· κάτι που δεν συμβαδίζει με την επιθυμία των συντελεστών για ένα πρόγραμμα 36 τραγουδιών. Ελπίζω λοιπόν η καθυστέρηση να ήταν έκτακτη και όχι ο κανόνας. 

Στη σκηνή του «Σταυρού Του Νότου», τώρα, παρατάχθηκαν άξιοι μουσικοί. Ίσως τα μάτια να έπεσαν περισσότερο πάνω στον Δημήτρη Στασινό, λόγω του πάθους με το οποίο έπαιξε την κιθάρα του, ωστόσο δεν υστέρησε σε επιδόσεις ούτε ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος (πιάνο), ούτε ο Βαγγέλης Μαρκαντώνης (μπάσο), ούτε ο Θάνος Μιχαηλίδης (τύμπανα), ούτε ο Κώστας Μιχαλός (επίσης κιθάρα). Παρατηρώντας ωστόσο το Sonic Youth μπλουζάκι του τελευταίου, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ για κάτι που επιμένει να ξενίζει σε πολλά ελληνικά προγράμματα. Γιατί τόσο στάνταρ ενορχηστρώσεις, όταν τα πράγματα κινούνται προς το ροκ; Γιατί όχι και κάτι πιο Sonic Youth; 

Τέλος πάντων, οι «βάσεις» ήταν εκεί και η έναρξη με το σαββοπουλικό "Μη Μιλάς Άλλο Γι' Αγάπη" αποδείχθηκε κεφάτη, δημιουργώντας ελπίδες για τη συνέχεια. Λίγο-λίγο, ωστόσο, θα διαψεύδονταν. Για μεγάλο μέρος του προγράμματος, λ.χ., η «χημεία» του Δρογώση με τη Βασιλείου ήταν κακή. Τα αστεία ακούγονταν κρύα, η παρουσία της νεαρής ερμηνεύτριας στις δεύτερες φωνές αποτυπώθηκε αμήχανη, το όλο κλίμα θύμιζε πρόβα και όχι πρεμιέρα. Μόνο αργότερα, όταν πάτησε το σανίδι και ο Κώστας Τσίρκας, βελτιώθηκαν τα πράγματα και δημιουργήθηκε μια αίσθηση παρέας.  

Αλλά ό,τι δεν έβρισκαν μαζί ο Δρογώσης και η Βασιλείου, χανόταν εύκολα και όταν έμεναν μόνοι· συχνά, μάλιστα, χωρίς να υπάρχει εμφανής λόγος. Είναι ψέμα να πει κανείς ότι οι δύο πρωταγωνιστές δεν προσπάθησαν και δεν έβαλαν τα δυνατά τους. Όμως, για κάθε συμπαθητική στιγμή, ερχόταν σύντομα μία άλλη, η οποία έβαζε βόμβα σε ό,τι με επιμέλεια χτιζόταν ως τότε. 

Το σκωτσέζικο ντους άρχισε από νωρίς, όταν Δρογώσης αποφάσισε να διασκευάσει το "Everybody Hurts" των R.E.M.: τραγούδι που δεν έπεισε ότι μπορούσε να υπηρετήσει φωνητικά και ανακάτεψε άτσαλα (εν είδει medley) με το "Να Χαθώ Στα Βήματά Σου" των Πυξ Λαξ. Στη συνέχεια το "Εκδρομή Με Τ' Αμάξι" λειτούργησε πυροσβεστικά, απλά και μόνο για να υποστούμε κατόπιν μία ακόμα ψυχρολουσία, με τη διασκευή στον "Εξώστη" των Στέρεο Νόβα να κατεδαφίζει ό,τι έχουμε αγαπήσει σε αυτό το υπέροχο τραγούδι, που ακούστηκε ξεχαρβαλωμένο και πελαγωμένο ως προς τα πλούσια νοήματά του. 

Με τη σειρά της, η Βασιλείου εκτέθηκε ως αδιάβαστη στο "Dance Me To The End Of Love" του Leonard Cohen, προσεγγίζοντάς το γλυκανάλατα, δείχνοντας να αμελεί τη συγκλονιστική του διασύνδεση με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Μου προξένησε πραγματικά εντύπωση που ο Δρογώσης –δημιουργός ενημερωμένος, με δημόσια εκφρασμένο πολιτικό στίγμα– άφησε την παρτενέρ του να εκτεθεί έτσι, ειδικά σε χρόνια σαν και τα δικά μας, όπου τέτοιες μνήμες οφείλουν να κοινωνούνται ως ζώσες. 


Σε πολλά άλλα σημεία, επίσης, η ερμηνεύτρια παρασύρθηκε είτε σε άστοχους εντυπωσιασμούς (το "Ας Ερχόσουν Για Λίγο" της Δανάης, ας πούμε, δεν είναι τόπος για να δείξεις τη φωνή σου), είτε σε μια απογοητευτική απομίμηση της Νατάσσας Μποφίλιου. Είναι φυσικό και επόμενο, βέβαια, ότι σε ένα πρόγραμμα όπου συμμετέχει ως τρίτος της παρέας ο Κώστας Τσίρκας (ο συνθέτης με τον οποίον ξεκίνησε η Μποφίλιου) θα ακουστεί η "Ασπιρίνη" –και ότι θα την πει, δικαιωματικά, η φωνή με την οποία συνεργάζεται στο παρόν. Όχι έτσι, όμως, με φωνασκίες και περιττές εντάσεις. 

Ίσως είναι δύσκολο να το συλλάβει όποιος δεν ήταν παρών στον «Σταυρό Του Νότου», όμως το πρόγραμμα έφτασε στην καλύτερή του στιγμή όταν ο Τσίρκας πήρε την κιθάρα του και ερμήνευσε το ..."Ξανά" του Σάκη Ρουβά, με το κοινό να ξεσπά σε έναν μικρό χαμό από κάτω. 

Ήταν μια ωραία εκτέλεση και μία ακόμα πιο ωραία χειρονομία ενάντια στη σοβαροφάνεια και στους ψευδεπίγραφους διαχωρισμούς του ελληνικού τραγουδιού. Αλλά και το πρώτο μέρος μιας τριπλέτας, την οποία συμπλήρωσε το "Σκόνη Και Θρύψαλα" του Στέφανου Κορκολή και ο "Τελευταίος Χορός" του Νίκου Καρβέλα και της Άννας Βίσση, με Δρογώση και Βασιλείου στην καλύτερη κοινή τους στιγμή σε όλη τη βραδιά. Που δεν θα αργούσε έπειτα να κλείσει, διατηρώντας τους ανοδικούς της ρυθμούς χάρη σε καλά εκτελεσμένες ευπρόσωπες επιλογές σαν το "Μην Το Πεις Πουθενά" και το "Βιαστικό Πουλί Του Νότου".

Και ο Στάθης Δρογώσης και η Μυρτώ Βασιλείου έχουν πράγματα να πουν. Και πιστεύω ότι, αν το πρόγραμμα τους κρατούσε στις δεδομένες (τον πρώτο) και στις νυν (τη δεύτερη) δυνατότητές τους, θα ήταν επιτυχημένο. Έτσι ως έχει στηθεί, όμως, βάζει στο στόμα τους μπουκιές οι οποίες δεν χωράνε, με τα αναπόφευκτα αποτελέσματα που έχει πάντα κάτι τέτοιο.



27 Νοεμβρίου 2022

Johann Strauss Ensemble - ανταπόκριση (2013)


Βλέποντας την ανακοίνωση του συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» για τον νέο ερχομό των Johann Strauss Ensemble στη χριστουγεννιάτικη Αθήνα, αναλογίστηκα ότι συμπληρώνονται κοντά 10 χρόνια ήττας των δικών μου εντυπώσεων.

Ως λάτρης των βαλς του πατέρα και του υιού Strauss, δηλαδή, είχα δώσει το παρών στον ερχομό τους τον Δεκέμβρη του 2013 –πάλι στο Μέγαρο Μουσικής, στη μεγάλη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης». Αλλά την πάτησα με τον πλέον μεγαλοπρεπή τρόπο.

Παρά ταύτα, ο μουσικόφιλος κόσμος της Αθήνας στήριξε ξανά και ξανά τον ερχομό του βιεννέζικου συνόλου, μην κρύβοντας τον ενθουσιασμό του για εκείνα ακριβώς τα πράγματα που αποστρέφομαι εγώ στο στυλ του Αυστραλού μαέστρου Russel McGregor. Και το ίδιο αναμένεται να συμβεί και φέτος.

Με την ευκαιρία, λοιπόν, ιδού η κριτική που έγραψα το 2013 για τη βραδιά. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διαμοιράστηκε το 2013 στον Τύπο


Για εμένα, η μουσική της οικογένειας Strauss (πατέρα και υιού) φέρει ειδικό συναισθηματικό φορτίο. Είναι ένα άκουσμα πολύ οικείο και αγαπητό, χαμένο στην άχλη των πιο ανέμελων παιδικών χρόνων, το οποίο παραπέμπει αυθόρμητα σε αναμνήσεις από χριστουγεννιάτικες διακοπές, στολίδια, παππούδες/γιαγιάδες/θείους/θείες με γλυκά ανά χείρας και τη μακαρίτισσα τη μητέρα μου να σιγομουρμουρά τη μελωδία του "Όμορφου Γαλάζιου Δούναβη" ή του "Φωνές Της Άνοιξης". Κι έτσι, κάθε Δεκέμβρη, το σπίτι μου κυριαρχείται από τα βιεννέζικα βαλς και τις πόλκες των δύο πιο διάσημων Strauss της ιστορίας· και κάθε σχετική συναυλία που τυχαίνει να δίνεται στην Αθήνα λογίζεται ως επιπλέον κέρδος. Με τους Johann Strauss Ensemble, ωστόσο, την πάτησα με τον πλέον μεγαλοπρεπή τρόπο. 

Δεν ήταν χάλια οι Johann Strauss Ensemble, δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Μπορεί να μη μιλάμε για πρωτοκλασάτους μουσικούς, ικανούς για το κάτι παραπάνω στα παιξίματα, αλλά οπωσδήποτε η 20μελής ορχήστρα αποτελείται από δεξιοτέχνες, καλά εξοικειωμένους με το ρομαντικό βιεννέζικο ρεπερτόριο. Η απόδοσή τους, αν και συντηρητική και νερόβραστη στα πιο γνωστά κομμάτια ("An Der Schönen Blauen Donau", "Frühlingsstimmen", "Rosen Aus Dem Süden"), κρίνεται ικανοποιητική. Υπήρξαν δε και ορισμένα σημεία στα οποία υπερέβησαν τη δυναμική τους, χάρη στις έξοχες προσπάθειες ορισμένων μονάδων του συνόλου. 

Για παράδειγμα, ο Alfred Steindl οδήγησε τα κρουστά του σε μια αληθινά βροντερή απόδοση του "Unter Donner Und Blitz" (από την οπερέτα «Η Νυχτερίδα»), η Ildiko Deak έπαιξε εξαιρετικό φλάουτο, ενώ δεν υπήρξε περίσταση όπου απαιτήθηκε η ενίσχυση των πνευστών στην οποία να μην λάμψει το γαλλικό κόρνο του Walter Pauzenberger ή η τρομπέτα του Werner Steinmetz. Χάρη σε τέτοιους μουσικούς, το "Kaiser-Walzer" του Strauss υιού, το "Sperl" και το "Ohne Sorgen" του Strauss πατέρα ή το "Gold Und Silber" του Franz Lehar έτυχαν πολύ καλών εκτελέσεων. 

Όμως ο διευθυντής της Johann Strauss Ensemble, ο Αυστραλός Russel McGregor, έκανε κάθε τι που περνούσε από το χέρι του για να καταστρέψει ακόμα και τις καλύτερες στιγμές τους. Ικανός μεν ως βιολιστής και μαέστρος και άνετος με τη στραουσική παράδοση, η οποία θέλει τον σολίστ να είναι ταυτόχρονα και διευθυντής ορχήστρας (πόστο που κατέχει εδώ και 10 χρόνια), αποδείχθηκε ευτελέστατος γελωτοποιός· μια καλολαδωμένη μηχανή μάρκετινγκ, που αφιέρωσε περισσότερη ενέργεια στην κολακεία του κοινού, παρά στη μουσική. 

Πού να πρωτοσταθώ, αλήθεια; Στην ανούσια φλυαρία; Στις λαϊκίστικες εκκλήσεις να σηκώσουν χέρι όσοι δεν έχουν επισκεφτεί τη Βιέννη, απλά για να πει μετά την καταμέτρηση ότι όποιος δεν έχει δει την αυστριακή πρωτεύουσα είναι καλεσμένος του (πολύ θα ήθελα να πάει κάποιος μετά τη συναυλία και να του πει, λοιπόν, πότε βολεύει να σας έρθω); Στο ότι έβαλε το κοινό να ...τραγουδήσει εν χορώ το "Ω Έλατο"; Στο ότι μας προέτρεψε να ανέβουμε στη σκηνή για να χορέψουμε βαλς ενόσω θα διεξαγόταν η συναυλία, θεωρώντας ίσως ότι ο κώδικας της αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης» ισούται με εκείνον της όποιας τουριστικής ταβέρνας στα στενά της Πλάκας; Ή στο απίστευτο γεγονός ότι πέταγε ...σοκολατάκια στα ακριανά θεωρεία, με τεχνική που με κατέστησε βέβαιο πως έχει προβάρει το θέμα ουκ ολίγες φορές; 

Κι όμως. Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, ανακαλώ ότι αισθάνθηκα απίστευτα μόνος στις παραπάνω εντυπώσεις, καθώς σύσσωμο το πολυπληθές κοινό (είχε γεμίσει σχεδόν η αίθουσα και σημειώστε ότι παρακολούθησα την έκτακτη απογευματινή συναυλία της Κυριακής, όχι κάποιο από τα δύο βραδινά και sold-out κονσέρτα) ανταποκρίθηκε με μεγάλη θέρμη και ενθουσιασμό στα καμώματα του McGregor, χειροκροτώντας αδιαλείπτως. Στα δικά μου μάτια, βέβαια, δεν ήσαν παρά καλοντυμένοι εκπρόσωποι μιας μεσαίας τάξης με πνευματικό επίπεδο αντιστρόφως ανάλογο της οικονομικής τους ευμάρειας, όσο απόλυτη κι αν φαντάζει μια τέτοια κρίση.  

Έτσι, αν και μουσικώς τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα, έφυγα τελικά απηυδισμένος από το Μέγαρο, με λαβωμένη την αδυναμία μου προς την οικογένεια Strauss.  



26 Νοεμβρίου 2022

Gaël Segalen - Sofia Says [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από τo 2019 στο άλμπουμ «Sofia Says» της Gaël Segalen. Μιας Γαλλίδας δημιουργού κινούμενης μεταξύ πειραματικών αυτοσχεδιασμών και ηλεκτρονικής σύνθεσης, που είδε τη δουλειά της να εκδίδεται σε ένα καλαίσθητο κόκκινο βινύλιο χάρη στη σύμπραξη τριών διαφορετικών δισκογραφικών εταιριών: Erratum, Sofia και της ελληνικής Coherent States.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Μας χωρίζει αιώνας και βάλε απ' όταν ο Luigi Russolo έγραψε την Τέχνη των Θορύβων (L' Αrte dei Rumori, 1913). Με την οποία κάλεσε τον κόσμο της μουσικής να παραδεχτεί τις νέες πραγματικότητες γύρω του, διαπιστώνοντας ότι το ανθρώπινο αυτί είχε πια συνηθίσει στους ήχους του αστικού, βιομηχανικού τοπίου. Κατ' επέκταση, λοιπόν, υπήρχαν πλέον ακροατές έτοιμοι να εκτιμήσουν πιο σύνθετα έργα, φτιαγμένα μέσω της τεχνολογίας. 

Λαμβάνοντας τη σκυτάλη αυτής της μακρινής κληρονομιάς, η Γαλλίδα Gaël Segalen –κατέχει δίπλωμα ηλεκτρακουστικής σύνθεσης κι έχει συνεργαστεί με το  Radio France Internationale– προσπαθεί εδώ και μια εικοσαετία (περίπου) για μια μουσική ικανή να εκφράσει την πολυσύνθετη εικόνα του κόσμου στον 21ο αιώνα. Καταθέτοντας ενδιαφέρουσες ιδέες, στην πορεία, σαν π.χ. την «επιτόπια ηχογράφηση που μπορεί να χορευτεί» (danceable field recording), η οποία αποτέλεσε τη μαγιά πίσω από τον δίσκο του 2016 «L'Ange Le Sage».

Για το «Sofia Says», ωστόσο, το οποίο πρωτοβγήκε σε κασέτα μα πλέον διατίθεται και σε κόκκινο βινύλιο, σε συμπαραγωγή της ελληνικής Coherent States, η Segalen πιάνει το νήμα από το «Memoir Οf My Manor» (2017). Φτιάχνοντας 5 κομμάτια με γενικά μακρές διάρκειες (από 6-και-κάτι λεπτά, μέχρι σχεδόν 13), που έρχονται να λειτουργήσουν ως ηχητικά ενιαίο «τούνελ», μέσω του οποίου λαμβάνει χώρα το ταξίδι της Σοφίας· της αρχαίας μυθολογικής οντότητας, δηλαδή, που εδώ γίνεται ηρωίδα μιας σύγχρονης περιπλάνησης. 

Έτσι, η όλη ενατένιση έχει εξ ορισμού κάτι το «επικό», όσο κι αν έχουμε συνηθίσει το επίθετο σε άλλα μουσικά είδη. Και το αποτέλεσμα δικαιώνει τη Segalen, καθώς ο ηχητικός σχεδιασμός καταφέρνει και εμπεριέχει τόσο το χάος, όσο και τη σοφία που μπορεί να βρει κανείς σε ένα τέτοιο «ταξίδι». Η Γαλλίδα δημιουργός βασίζεται σε ηλεκτρονικούς αυτοσχεδιασμούς με έντονο το στοιχείο του πειραματισμού, ωστόσο σε μια δεύτερη φάση προβαίνει σε μοντάζ και σε ενίσχυση των στοιχείων που θέλει να τονίσει, καταφέρνοντας έτσι να σταθεί σε ένα δικό της «σύνορο» μεταξύ πειραματισμού και σύνθεσης. 

Μετατοπιζόμενες συχνότητες, ψήγματα ατόφιας μελωδικότητας, επελαύνοντες θόρυβοι και ήχοι που αλλού δίνουν την αίσθηση ότι επωάζονται και αλλού πάλλονται σαν φωτεινοί αστέρες στον σκοτεινό καμβά του Σύμπαντος. Ο κόσμος του «Sofia Says» έχει πολλές πτυχές και μοιάζει να βρίσκεται σε συνεχή διαμόρφωση –φέρνει κατά νου την ωραία ταινία «Annihilation» του Alex Garland (2018). Μπορεί λοιπόν και να χαθείς διατρέχοντας τα "Mountain East" και "Mountain West", πριν φτάσεις στην άκρη του νοερού του τούνελ ("I'll See You Again"). Εκεί υπάρχει φως και κορύφωση, σε ένα φινάλε που διστάζεις ίσως να το πεις «αισιόδοξο», μα οπωσδήποτε εκπέμπει ζωηρή την αίσθηση της αρμονίας.

Το «Sofia Says» είναι ένα πολύ μελετημένο έργο, το οποίο ξετυλίγει γλαφυρά τις δημιουργικές δυνάμεις της Gaël Segalen και εκπληρώνει τον διακηρυγμένο καλλιτεχνικό της στόχο, για μια μουσική σε σύμπνοια με τη νυν κατάσταση του ανθρώπινου κόσμου. Υπάρχει όχι μόνο συνείδηση, αλλά και σαφέστατη ιδεολογία πίσω από το πώς πορεύεται εδώ το φυσικό μαζί με το τεχνητό, από το πώς το ατομικό και το συλλογικό βρίσκονται σε συνεχή πάλη και συν-διαμόρφωση ("Like Warehouse"). Μάλιστα, δεν παραλείπεται και η εξερεύνηση της επιθυμίας που προκύπτει για αποκοπή από τον φρενήρη ρυθμό της πραγματικότητας στο όνομα μιας προσωπικής, εσωτερικής αυτοπραγμάτωσης. 

Η τελευταία αναδύεται νομίζω σε διάφορα σημεία εδώ κι εκεί, όμως λαμβάνει την πλήρη διάστασή της στο "I'll See You Again": είναι το πλέον ιδεολογικά φορτισμένο στιγμιότυπο του άλμπουμ, όπου επιτυγχάνεται η εξισορρόπηση μεταξύ του έμβιου πάθους και της κατά Russolo Τέχνης των Θορύβων, με έναν τρόπο που θα έκανε πραγματικά περήφανο τον Ιταλό φουτουριστή.



25 Νοεμβρίου 2022

Γιάννης Κότσιρας & Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας - Η Σμύρνη Του Έρωτα [δισκοκριτική, 2012]


Μια κριτική μου από τo 2012 στον δίσκο «Η Σμύρνη Του Έρωτα», του Γιάννη Κότσιρα και της Εστουδιαντίνας (Νέας Ιωνίας Βόλου). Ο Κότσιρας θέλησε να τιμήσει το ερωτικό σμυρνέικο ρεπερτόριο και στιγμές με σπουδαία θέση στο ελληνικό πεντάγραμμο, σαν π.χ. το "Αμάν Κατερίνα Μου" ή το "Κουκλί Της Κοκκινιάς", μα –κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον– τα έκανε θάλασσα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο ως promo για ζωντανές εμφανίσεις του Γιάννη Κότσιρα και ανήκει στον Γιώργο Αλεξανδράκη


Η Σμύρνη, για ακόμα μία φορά. 90 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πτώση του σημαντικότερου ελληνικού αστικού κέντρου της Μικράς Ασίας –κοντά αιώνας δηλαδή– κι όμως νάτη πάλι εδώ. Να ανακινεί μνήμες, να θυμίζει την κολοσσιαία της παρακαταθήκη στην τελική διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας· να «απειλεί» να αναστατώσει ξανά τη σύγχρονη μουσική ζωή, όπως πολλές φορές έχει κάνει και στο παρελθόν. Χώρια τις αναστατώσεις της πολιτικής ζωής, με τα «στοιβάγματα» στις προκυμαίες και το κλασικό ακαδημαϊκό δίλημμα Μικρασιατική Καταστροφή vs Μικρασιατικός Πόλεμος (που, επί της ουσίας, μόνο ακαδημαϊκό δεν είναι).

Αλλά η Σμύρνη του Γιάννη Κότσιρα και της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας (Βόλου) δεν έχει τίποτα από εκείνη τη γνώριμη δύναμη. Τι κι αν τη βρίσκουμε στα πιο ερωτικά της, σε τούτα τα 18 τραγούδια + 5 ορχηστρικά; Δεν είναι παρά μια φόρμα χωρίς ζωή. Μια παράδοση αξιοσέβαστη και ισχυρή, η οποία έμεινε όμως δίχως άξιους επιγόνους –και για τον λόγο αυτόν αδυνατεί να δείξει το κάλλος της και τα όσα την έκαναν σαγηνευτική για ανθρώπους που ποτέ δεν περπάτησαν στα στενά της και δεν μεγάλωσαν στις γειτονιές της. 

Η Σμύρνη Του Έρωτα είναι βασικά ένας δίσκος διασκευών. Ακόμα κι αν ντύνεται με το κοστούμι ενός θεματικού αφιερώματος και προικίζεται με προσεγμένο βιβλιαράκι και εισαγωγικό σημείωμα του Παναγιώτη Κουνάδη, περιέχει τραγούδια πολύ γνωστά και χιλιοτραγουδισμένα. Υλικό κλάσης, δηλαδή· αναγνωρισμένο, τιμημένο και ζωντανό σε πάμπολλα λαϊκά και νεορεμπέτικα προγράμματα ανά τη χώρα –από τσιπουράδικα ως και μεγάλες πίστες. Πήχης ιδιαίτερα υψηλός, ο οποίος από μόνος του θέτει και το ζητούμενο: τι άλλο έχετε να προσφέρετε στα συγκεκριμένα τραγούδια, Γιάννη Κότσιρα & Εστουδιαντίνα; 

Ως προς το ζητούμενο αυτό, λοιπόν, βρήκα ότι οι συντελεστές της Σμύρνης Του Έρωτα απέτυχαν. Ακούγοντας στην έναρξη κιόλας τον Κότσιρα να τραγουδά "Πού Να Βρω Γυναίκα Να Σου Μοιάζει;" το μυαλό τρέχει μόνο του στον Αντώνη Νταλγκά και η σύγκριση καθίσταται μοιραία. Όπως μοιραία καθίσταται και μόλις ηχεί το "Αμάν Κατερίνα Μου" –εδώ έρχεται η Αλεξίου στη Χαρούλα έκφανσή της και τα τελειώνει όλα– ή και παρακάτω, σε περιπτώσεις όπως η "Μισιρλού", το "Γελεκάκι", το "Κουκλί Της Κοκκινιάς", ο "Μπαρμπαγιαννακάκης" ή το "Τα Ματάκια Σου Τα Δυο (Ελενάκι)". Σκέφτεσαι πόσα πράγματα πέτυχε η Γλυκερία στην «Όμορφη Νύχτα» με βάση τα σμυρνέικα κι αναρωτιέσαι γιατί πήγαν όλα τόσο στραβά.   

Οι βασικές αιτίες, κατά τη γνώμη μου, είναι δύο. Η μεν Εστουδιαντίνα –υπεύθυνη για τις ενορχηστρώσεις– κατέδειξε ξανά την εμπειρία και τη γνωσιολογία της (δεν τα αμφισβητώ επουδενί), το έκανε όμως με τρόπο ξερό, ακαδημαϊκώς αναπαραγωγικό. Στα χέρια της η σμυρνέικη παράδοση φαντάζει ως λαογραφικό τεκμήριο, ως πολύτιμο έκθεμα. Ενώ το θέμα είναι, αντίθετα, η ζωντάνια της και η σχέση της με το σήμερα: το πώς μπορεί να καταστεί επίκαιρη για μία ακόμα γενιά. Τεχνικά, λ.χ., οι μουσικοί της Εστουδιαντίνας είναι ανώτεροι του Τρίο Τεκκέ· κι όμως, το ανήσυχο νεαρό αυτί έχει να μάθει κάτι παραπάνω για τον "Αντώνη Τον Βαρκάρη" ακούγοντας την περσινή εκτέλεση του κυπριακού σχήματος, παρά την παρούσα. Πρόκειται βέβαια για τεράστια συζήτηση, για την οποία ωστόσο ο συγκεκριμένος δίσκος δεν έχει να πει κουβέντα. Κι αυτό το κομμάτι βαραίνει την Εστουδιαντίνα. 

Η δεύτερη αιτία είναι ο Γιάννης Κότσιρας. Ούτε και σε αυτόν θα αμφισβητήσω τις ικανότητες: οι ερμηνείες του στο Μόνο Ένα Φιλί (1997), ας πούμε, έχουν μείνει στην ιστορία. Κάνει όμως εδώ το ίδιο ακριβώς λάθος που έκανε και στο Live του 2002, όταν τραγούδησε το "Δεν Θα Ξαναγαπήσω" και το "Αγριολούλουδο": καταπιάνεται με υλικό πιο λαϊκότροπο από εκείνο που μπορεί να υποστηρίξει· με τραγούδια που απαιτούν διαφορετικές ικανότητες στην απόδοση του σκέρτσου, της χαρμολύπης και του ερωτικού πόνου. Η σμυρνέικη παράδοση τα σκιαγράφησε με τρόπο τέτοιον, ώστε ορθά θεωρήθηκε πρόγονος του ρεμπέτικου, κατ’ επέκταση και του λαϊκού της μετα-Τσιτσάνη εποχής. 

Αντίθετα, ο Γιάννης Κότσιρας ανήκει στην πιο «ευρωπαϊκή», ας την πούμε, όχθη. Γι’ αυτό και θα τα κατάφερνε περίφημα, πιστεύω, αν είχε φτιάξει έναν δίσκο για την Αθήνα ή για την Πλάκα του έρωτα, αφιερωμένο στο προπολεμικό ελαφρό τραγούδι και στις καντάδες. Πώς να το κάνουμε, άλλο πράγμα ο κόσμος του Πέτρου Επιτροπάκη και του Τίτου Ξηρέλλη, κι άλλος εκείνος του Τούντα, του Περιστέρη, του Νταλγκά. Μπορεί να τα ακούς όλα και να τα αγαπάς με την ίδια καρδιά, μα δεν μπορείς απαραίτητα να τα τραγουδήσεις και με την ίδια φωνή. 
 


24 Νοεμβρίου 2022

Μανώλης Φάμελλος - συνέντευξη (2007)


Πληροφορήθηκα ότι αύριο Παρασκευή 25 Νοεμβρίου θα παίξει στο Roof Stage του «Gazarte» ο Μανώλης Φάμελλος, ο οποίος θα υποδεχθεί μάλιστα και τη Δήμητρα Γαλάνη επί σκηνής –δύο δεκαετίες μετά την πρώτη τους σύμπραξη. 

Τον θυμάμαι με τους Ποδηλάτες τον Μανώλη Φάμελλο και από αρκετά σημεία της μετέπειτα σόλο καριέρας του, κάπου όμως στην πορεία του χρόνου τον έχασα. Αυτός βέβαια έχει παραμείνει ενεργός ως τραγουδοποιός (τελευταίο του δίσκο βλέπω το «Η Ζωή Ήταν Σήμερα», το 2021), οπότε είναι μάλλον σε εμένα που έχει διαφύγει κάτι.

Πολλά χρόνια πριν, πάντως, τον Ιανουάριο του 2007, επισκέφθηκα τον Μανώλη Φάμελλο στο σπίτι του στη Γλυφάδα, όπου θαύμασα την εντυπωσιακή του συλλογή από στρατιωτάκια και κάναμε και μια μεγάλη κουβέντα, με αφορμή τον δίσκο «Η Ψυχή Του Πάρτυ» που είχε βγάλει τότε. Η οποία έχει μείνει αρκετά ζωντανή στη μνήμη μου και ανατρέχω συχνά σε σημεία της, μετά 15 έτη.

Η συνέντευξη που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis σε 2 μέρη και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –σε ενιαία μορφή, με μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Υπήρξες ποτέ αυτό που λέμε «ψυχή του πάρτυ»; 

Είναι σαφές ότι δεν πολυήμουνα –και μέσα στο ομώνυμο τραγούδι εξηγείται νομίζω αυτό, με έναν τρόπο. Ή μάλλον δεν το εξηγώ, προσπαθώ να το στηρίξω. Τελικά προκρίθηκε και σαν όνομα του δίσκου, επειδή ως τίτλος ξέφευγε από το συγκεκριμένο κομμάτι και αναγόταν σε ένα άλλο επίπεδο. 

Ακούσια, δηλαδή, αναδείχθηκε σε ένα κεντρικό σημείο, το οποίο συγκέντρωσε γύρω του τα υπόλοιπα τραγούδια. Μάλιστα, ήμουν βραχυκυκλωμένος με το θέμα του τίτλου. Μέχρι που κάποιος φίλος μου το πρότεινε σαν ιδέα κι αμέσως σταμάτησα να ψάχνω.

"Το Γκομενάκι Μου", πάλι, είναι ένα τραγούδι που, ενώ στιχουργικά μιλάει μια σύγχρονη γλώσσα ως προς τις ερωτικές σχέσεις, μελωδικά έχει μια ρομαντική αύρα, φέρνοντας π.χ. στον νου τα ελαφρά του Μεσοπολέμου...

Κοίταξε, πάνω εκεί είναι στηριγμένο, το εύρημα ας πούμε του τραγουδιού είναι ακριβώς αυτό, αν υποθέσουμε πως υπάρχει κάποιο εύρημα. Μέσα στο συγκεκριμένο μουσικό περιβάλλον οι λέξεις «χτυπάνε» πιο αδυσώπητα, αναδεικνύεται η σκληρότητα του λόγου. 

Είναι ένα κομμάτι που κάθισα και το έγραψα ξημερώματα, γυρνώντας από κάποια συναυλία. Μου αρέσουν πολύ τα τραγούδια του Μεσοπολέμου –και τα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα, αλλά και τα πρώιμα ελληνικά του ελαφρού στυλ. Είναι μια περίοδος αδίκως καταποντισμένη ιστορικά. Σπανίως ανατρέχουμε σε αυτήν, δηλαδή, ενώ συχνά την απαξιώνουμε κιόλας: μας ακούγεται υπερβολικά ρομαντική, αφελής, μη πολιτικοποιημένη αρκετά. 

Αλλά εγώ τα αγαπώ πολύ τα τραγούδια αυτά, με συγκινούν. Στο "Γκομενάκι Μου", λοιπόν, είναι κάπως σαν να κρατάς το σκηνικό εκείνου του κόσμου, εισάγοντας δύο πρωταγωνιστές από τη νύχτα του 2006.

Τι είναι για σένα η Φολέγανδρος; Την έχεις αναφέρει αρκετά σε συνεντεύξεις σου, την αναφέρεις και σε ένα νέο τραγούδι, το "Σε Περίμενα"...

Πρώτα-πρώτα, είναι τόπος καταγωγής. Έχω ζήσει πολλά καλοκαίρια εκεί κι έχω επιστρέψει πολλές φορές. Είναι λοιπόν ένας μυθικός προορισμός των παιδικών χρόνων, που κρατάει μέχρι και σήμερα κάποια στοιχεία του μύθου του. Και είναι βέβαια και μια ζωντανή καθημερινότητα, τα καλοκαίρια. Ένα κομμάτι του εαυτού μου. 

Το ωραίο με τη Φολέγανδρο είναι ότι, ακόμα και στις μέρες της καλοκαιρινής αιχμής, επιτρέπει να συμβαίνουν τα πράγματα σε μία κλίμακα: έχει δηλαδή κάποια φυσικά (ας τα πούμε) όρια, δίνοντάς σου την εντύπωση πως, πέρα από αυτά, τίποτα δεν μπορεί να συμβεί και να λειτουργήσει πραγματικά. Εξακολουθεί λοιπόν να αντέχει και στις μέρες της επέλασης της βαριάς ταξιαρχίας του τουρισμού.

Πώς πιστεύεις ότι θα εισπράξει το κλαρίνο του Μάνου Αχαλινωτόπουλου στο "Μεγάλο Χωριό" η πιο δυτικοθρεμμένη μερίδα του κοινού σου;

Δεν θα έπρεπε να τους εκπλήξει. Άλλωστε έχω χρησιμοποιήσει ξανά το κλαρίνο κι έχω κάνει πράγματα που ερωτοτροπούσαν με ό,τι λέμε «δημώδη παράδοση». Στο συγκεκριμένο τραγούδι το κλαρίνο είναι ένα θεατρικό στοιχείο, δεν έχει σχέση με τον υπόλοιπο κορμό της καθαρά δυτικότροπης μελωδίας. 

Επιφυλάσσομαι να χρησιμοποιήσω κάθε υλικό το οποίο ερεθίζει τη φαντασία μου. Κι αν κάποιος εισπράττει π.χ. το συγκεκριμένο κλαρίνο αρνητικά, θα ήθελα να είναι σε θέση να μου εξηγήσει γιατί πιστεύει ότι έχω κάνει λάθος. Και τότε θα το δεχτώ, είμαι ανοιχτός σε επιχειρήματα.

Σε παλιότερη συνέντευξή σου είχες πει ότι «κουράζομαι πολύ εύκολα και κυρίως με κουράζει ο εαυτός μου». Έχουν περάσει κάποια χρόνια από τότε, συνεχίζεις να νιώθεις έτσι;

Ναι, συνεχίζω να νιώθω έτσι, με τη διαφορά ότι τώρα δεν κουράζομαι απλώς πολύ εύκολα, μα πανεύκολα! (γέλια) Μάλλον είναι μια σταθερή κατάσταση! Εκτός από τις στιγμές που βρίσκομαι μέσα σε αυτό που κάνω, όταν δηλαδή είμαι με μια κιθάρα και παλεύω με κάποια στιχάκια τα οποία γυρίζουν μέσα στο μυαλό μου σαν τρενάκι. 

Εκτός από τέτοιες στιγμές, όμως, δεν έχω τι να με κάνω. Γι' αυτό και μου αρέσει να χάνω τον εαυτό μου. Να συζητάω και να περιμένω να ακούσω κάτι, να ανοίξω ένα βιβλίο και να περιμένω να διαβάσω κάτι ή να αγγίζω κάποιον και να περιμένω κάτι να συμβεί.

Αισθάνεσαι ακόμα αποκαρδιωμένος από τη φωνητική υπεράσπιση των τραγουδιών σου;

Εισπράττω κάποια ευχαρίστηση αραιά και που, αλλά δεν κρατάει πολύ. Σπάνια όταν ακούω κάτι, μετά από χρόνια ας πούμε, δεν μου ξενίζει. Ίσως να μην αισθάνομαι πια τόσο φριχτά όσο αισθανόμουν στις πρώτες μου προσπάθειες, αυτά δεν μπορώ να τα ακούσω καθόλου πια. Αν και τους τελευταίους μήνες έχω αρχίσει να με συγχωρώ κάπως: είμαι πολύ κοντά στο να μου δώσω μια ευκαιρία.

Τι είναι αυτό που σε ενοχλεί; Θα ήθελες να έχεις μια φωνή με πιο μεγάλες δυνατότητες;

Όχι, όχι, καθόλου. Άλλωστε υπάρχουν λαμπερές φωνές που με αφήνουν παγερά αδιάφορο. Με ενδιαφέρει να έχει κανείς ένα χρώμα το οποίο να μου μιλάει, να μου μεταδίδει μια συγκίνηση. Με ενοχλεί η χροιά μου και το ότι κάποιες φορές αισθάνομαι να έχω τραγουδήσει σαν να μην βρισκόμουν εκεί. Σαν να φρόντισα δηλαδή να είμαι σωστός, αλλά να ξέχασα να είμαι αληθινός. Άλλες φορές εντοπίζω έναν ναρκισσισμό. Γενικά, όλα τα ελαττώματα που μπορείς να βρεις στον τομέα της ερμηνευτικής, μου τα έχω προσάψει κατά καιρούς. 

Ξέρεις, οι περισσότεροι τραγουδιστές έχουν μια επιφύλαξη με τον εαυτό τους. Ο κάθε άνθρωπος, όταν ακούσει τη φωνή του ηχογραφημένη, κάτι παθαίνει – κανείς δεν εντυπωσιάζεται θετικά. Όσο επαγγελματικά κι αν το τραβήξεις, η συγκεκριμένη «γεύση» μένει. Και νομίζω ότι όσοι το χάνουν αυτό είναι και κακοί τραγουδιστές τελικά, χωρίς να θέλω να ακουστώ κάπως.

Υπάρχουν φωνές για τις οποίες θα σε ενδιέφερε να φτιάξεις κάποιον ολοκληρωμένο κύκλο τραγουδιών, εάν σου δινόταν η ευκαιρία;

Ναι, υπάρχουν. Αλλά, πια, είναι τόσο δύσκολο να το κάνεις αυτό με τους όρους σου –να έχεις δηλαδή μια φωνή στον καμβά σου και να τη χρησιμοποιήσεις εκεί που θέλεις. Πολύ συχνά, δηλαδή, παρεμβάλλονται και μεταβλητές τις οποίες δεν επηρεάζεις. 

Κάτι τέτοιο, βέβαια, μπορεί να αποδειχθεί και γόνιμο. Είναι μία πρόκληση που νιώθω πως με έχει πάει αρκετά. Είδα ας πούμε τον εαυτό μου να άγεται κάπου, αλλά μέσα στο ίδιο μονοπάτι να πηγαίνει και παραπέρα. Οπότε επιφυλάσσομαι. Βρίσκω επικίνδυνη την καθαρολογική αντίληψη του «αυτό όπως έχω και τίποτα άλλο».

Ως μέλος μιας φουρνιάς τραγουδοποιών οι οποίοι ξεπήδησαν από γκρουπάκια που είχαν περισσότερη σχέση με τον κόσμο του rock, πώς κρίνεις αναδρομικά τα όσα συνέβησαν κατά τη δεκαετία του 1990;

Νομίζω, ιστορικά κρίνοντας, ότι τελικά δυσκόλεψαν τα πράγματα σε αρκετά επίπεδα. Ένα αρκετά κρίσιμο μα δύσκολο να εντοπίσει κανείς σημείο είναι πως κατά τη δεκαετία του 1990 δημιουργήθηκε ένα ενδιαφέρον για ό,τι έμοιαζε με ελληνόφωνο rock. Αυτό, όμως, είχε ως συνέπεια να συρθούν στη δημοσιότητα κάποια παιδιά τα οποία είχαν μεν αρκετό ταλέντο και ενέργεια, αλλά χρειαζόταν να μείνουν περισσότερο στη σκιά και στη διαδικασία της ωρίμανσης. Οπότε σύραμε στη δισκογραφία πράγματα που θέλανε τον χρόνο τους και μείναμε τελικά με το τίποτα. 

Πιστεύω ότι όσα έκαναν τη διαφορά τη δεκαετία του 1990 θα έφταναν εκεί ούτως ή άλλως. Ίσως να μην αποκτούσαν την εμβέλεια που απόκτησαν, αλλά δημιουργικά θα έκαναν έτσι κι αλλιώς τον κύκλο τους. Ένα επιπλέον σημαντικό σημείο είναι ότι, με τον τρόπο που λειτούργησαν τα πράγματα, δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις ώστε να διαιωνιστεί το φαινόμενο. Κανένας ας πούμε δεν πήρε τη σκυτάλη από τα Ξύλινα Σπαθιά ή από τους Στέρεο Νόβα. Οι ίδιοι άνθρωποι που υπήρξαν και τότε συνεχίζουν ό,τι έκαναν, άλλοτε με περισσότερο ενδιαφέροντα τρόπο κι άλλοτε με λιγότερο. Τα πρόσωπα δεν έχουν ανανεωθεί.

Ποια είναι η σχέση των τραγουδοποιών που ξεπήδησαν την ίδια περίοδο μαζί σου με την ευκολία;

Α, τώρα δεν μπορώ να σου απαντήσω σε αυτό. Το να δηλώσω ότι όταν ξεκίνησα, στα 21, είχα μια θεωρία κι έναν προσανατολισμό, τον οποίον ακολούθησα μέχρι κεραίας, θα ήταν μια γιγάντια μπούρδα. Ο καθένας μας, βέβαια, πρέπει να υπερασπίζεται έναν μύθο, αλλά εμένα δεν μου πάει αυτός ο ρόλος. Έχω κάνει πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι θα έκανα και βυθίστηκα σε πολύ βαθιά διλήμματα για να τα κάνω. Έχω τόσες αμφιβολίες για τις δικές μου κινήσεις, για ό,τι προτείνω κάθε φορά, ώστε δεν θα μπορούσα να αμφισβητήσω κανέναν άλλον. Βρίσκω λάθη σχεδόν σε κάθε δουλειά που έχω κάνει.

Ποια θεωρείς ότι είναι τα μεγαλύτερα λάθη που έχεις κάνει;

Μεγάλο λάθος ήταν που πίεσα την κατάσταση έξω από εμένα ώστε να κυκλοφορήσει ο πρώτος μου δίσκος όπως κυκλοφόρησε. Πιστεύω τώρα ότι χρειαζόμουν λίγο χρόνο ακόμα, ότι κάποια πράγματα θα μπορούσαν να εκφραστούν διαφορετικά. Μετά, όταν συνειδητοποίησα αυτά τα προβλήματα, κύλησα στον άλλο πόλο: άρχισα να κάνω πράγματα πιο «σφιγμένα», χωρίς να αφήνω περιθώρια για λάθη και ατέλειες. Είναι αλήθεια πως λειτούργησε περισσότερο, αλλά έγινε και πάλι σε βάρος άλλων πραγμάτων. Συνήθως δεν έχω ενστάσεις για τραγούδια –θα πετούσα λίγα, μα τα περισσότερα τα δέχομαι. Κυρίως έχω πρόβλημα με το πώς εκφράστηκαν μερικά πράγματα.

Στην Ελλάδα έχουμε ένα περιβάλλον στρατοπέδων, όπου οι έντεχνοι τα βάζουν με τους λαϊκούς, οι λαϊκοί με τους έντεχνους και όσοι έχουν Δυτικά ακούσματα με ό,τι μιλάει ελληνικά. Πώς το εισπράττεις αυτό, όσον αφορά το κοινό;

Το πληρώνω! Έχω μια τάση να είμαι κάπως σχολαστικός με τις έννοιες –και για λόγους ιδιοτελείς, αν θέλεις. Κάνω ας πούμε ορθόδοξα λαϊκά και νέα ελληνικά τραγούδια με έναν πιο εναλλακτικό ήχο. Εγώ νομίζω πως συναντιούνται, όμως, αν πρέπει σώνει και καλά να τα εντάξεις σε μία από τις υπάρχουσες ταμπέλες, θα φεύγει το ένα πόδι από δεξιά και το άλλο από αριστερά. 

Οπότε, έχω εννοιολογικά προβλήματα με τέτοιους όρους. Τι είναι «έντεχνο», ας πούμε; Νομίζω ότι είναι γελοίος όρος, γιατί περιέχει την επιβράβευση εκείνου που περιγράφει: το χαρακτηρίζει όχι μόνο ως ιδιότητα, μα και ποιοτικά. Είναι ένας όρος ύπουλος, που προσωπικά δεν θα αποδεχόμουν σε καμία συζήτηση. Όσον αφορά τους ας πούμε «Ευρωπαϊστές», εγώ από αυτόν τον χώρο κατάγομαι.

Μπορεί να κατάγεσαι από αυτόν τον χώρο, αλλά κάποτε είπες στον Σπήλιο Λαμπρόπουλο πως θεωρείς ότι πολλά από τα παιδιά που μεγαλώσανε με τέτοια ακούσματα καταλήγουν πιο στενόμυαλα και συντηρητικά από παιδιά τα οποία αρπάζουν τραγούδια δεξιά κι αριστερά στο ραδιόφωνο...

Ναι, και εξακολουθώ να το πιστεύω. Υπάρχουν πολύ καλά μυαλά και αυτιά και ταλέντα, αλλά κι ένας διάχυτος επαρχιωτισμός. Αυτό το σώνει και καλά είμαστε υποδεέστεροι είναι ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας και πολλές φορές τέτοια συμπλέγματα εκφράζονται ως συμπλέγματα ανωτερότητας. Οπότε δημιουργείται μια καθαρολογική διάθεση να εξοβελίσουμε οτιδήποτε ελληνογενές, να αποσιωπήσουμε όλο αυτό το κομμάτι της ζωής μας. 

Γι' αυτό και οι περισσότερες τέτοιες προσπάθειες δεν φτάνουν και πουθενά –όχι μόνο σε επίπεδο αποδοχής, αλλά και για τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουνε πράγματα, είναι όμως τόσο δοσμένοι σε έναν φαντασιακό χώρο, ώστε δυσκολεύονται να έχουν συνέχεια. Μπορεί βέβαια να κάνω και λάθος, ως προς το συγκεκριμένο.

Θεωρείς ότι στη δική σου περίπτωση το ότι μεγάλωσες με λαϊκά ακούσματα κοντά σε έναν πατέρα που έπαιζε μπουζούκι σε βοήθησε να βλέπεις τα πράγματα έξω από στρατόπεδα;

Δεν ξέρω αν έχω καταφέρει να βλέπω τα πράγματα έξω από στρατόπεδα. Συνέβη να με συγκινούν πράγματα που προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς χώρους. Το ότι είχα στο σπίτι μου το μπουζούκι, σίγουρα με βοήθησε στο να το μισήσω νωρίς. Έτσι, όμως, είχα και την ευκαιρία να ξεπεράσω την απαξίωσή μου σχετικά νωρίς. Οπότε ίσως στάθηκα τυχερός από αυτή την άποψη.

Συχνά ακούω να αναφέρεται ένα τραγούδι που έχεις γράψει για τον Γιάννη Κότσιρα, το "Σεντόνι", ως δείγμα του δήθεν ποιοτικού και του τι πάει στραβά στις μέρες μας με το λεγόμενο «έντεχνο». Τι θα είχες να πεις ως αντίλογο;

Μάλλον δεν θα επιχειρηματολογούσα, γιατί νομίζω ότι η προδιάθεση προηγείται της άποψης. Είναι μια τοποθέτηση που τη βρίσκω απόλυτα δεκτή, αν και θα συζητούσα μάλλον τον χαρακτηρισμό «δήθεν». Δεν είναι ένα τραγούδι που λέει «κοιτάξτε πόσο ψαγμένο είμαι», όταν το έκανα είχα τη σκηνή στο μυαλό μου και ήθελα να κάνω κάτι που θα μιλούσε για κάτι χωρίς να το ονομάζει –δεν λέει ας πούμε έλα πάρε με αγκαλιά. Αυτό είναι δήθεν; 

Θα μπορούσα, πάντως, να επικαλεστώ τον αντίλογο. Όλοι λένε «τι κάνεις μαλάκα Φάμελλε με τον Κότσιρα». Αλλά κανείς δεν λέει «μπράβο ρε Κότσιρα που πήγες με έναν εναλλακτικό». Δεν γίνεται να στέκει το ένα επιχείρημα, αν δεν στέκει το άλλο. Ας πούνε μπράβο σε αυτόν και «να μαλάκα» σε μένα και τότε ίσως να το δεχτώ, ως άποψη δίχως προδιάθεση.

Βρίσκεις ότι είναι μια ανάλογη περίπτωση με όσους σε χαρακτήρισαν ξεπουλημένο όταν έδωσες τραγούδια σου στον Γιώργο Νταλάρα;

Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που μπορεί στη ζωή τους να τους βοηθάει κάτι τέτοιο, να έχουν ανάγκη να είναι εκείνο που δεν είναι ο Νταλάρας. Ίσως να τους ζηλεύω λίγο όλους αυτούς που έχουν τόσο σταθερά σημεία αναφοράς στο τι δέχονται για τον εαυτό τους. Και ίσως να έχουν και δίκιο, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι δεν είμαι εγώ που διαπράττω το μέγα σφάλμα. 

Εξακολουθώ όμως να πιστεύω ότι ο Νταλάρας είναι ένας πολύ μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής. Από εκεί και πέρα πολλά από τα πράγματα που κάνει έχει τύχει να μη μου αρέσουν. Αλλά, αν έπρεπε να συμπίπτουν οι απόψεις μου με τις απόψεις όποιου ανθρώπου συνεργάζομαι, δεν θα έπρεπε να συνεργάζομαι με κανέναν. Και με τον εαυτό μου θα έπρεπε να πάψω να συνεργάζομαι! (γέλια)

Τι άλλο περιλαμβάνει η καθημερινότητά σου, εκτός από το να δημιουργείς μουσική;

Διαβάζω κυρίως, με ενδιαφέρει πολύ η λογοτεχνία και η ιστορία, είμαι κατά κάποιον τρόπο ένας ερασιτέχνης ιστορικός! (γέλια) Είχα πάντα μια κλίση προς τις επιστήμες του ανθρώπου. Ακούω και πολύ μουσική, βέβαια –ως ακροατής– ενώ μεγάλο μέρος του χρόνου και της ενέργειάς μου απορροφά και η δουλειά μου ως παραγωγού. Μου αρέσει επίσης ο κινηματογράφος.

Τι θα πρότεινες λοιπόν από τη δισκογραφική παραγωγή του 2006;

Στο top-5 του «Sonik», έδωσα αν θυμάμαι σωστά, Tom Waits, Cat Power, Grizzly Bear, Thom York και Joan As A Police Woman. Μου άρεσε πολύ και ο Beirut, όμως, το Sparklehorse επίσης… Ξέρεις, είμαι ιδιαίτερα αμερικανόφιλος στα ακούσματά μου! Πολύ ωραία μπάντα είναι και οι Whiskey Town 2000, κάτι Καλιφορνέζοι. Και το άλμπουμ της Tanya Donnelly μου άρεσε και ας την αγνοήσανε γενικά. 

Συχνά βλέπω ότι τα διεθνή περιοδικά –το «Uncut», ας πούμε– προτείνουν κάποιες παραγωγές στις οποίες κυριαρχεί ένας συγκεκριμένος ήχος. Ενδεχομένως να υπάρχει και μία κορυφή, αλλά το υπόλοιπο υλικό δεν είναι παρά άσκηση ύφους, δεν υπάρχει «κρέας». Για παράδειγμα, γράψανε διθυράμβους για τον τελευταίο δίσκο των Flaming Lips, που, εντάξει μου άρεσε, αλλά δεν ήταν κάτι το σπουδαίο. Δεν φτάνει με τίποτα, ας πούμε, το Yoshimi Battles The Pink Robots.

Με το που μπαίνει κανείς στο www.famellos.gr τον υποδέχονται διάφορα αρχαία ρητά. Ποιο είναι το σκεπτικό με το οποίο τα έχεις βάλει εκεί;

Είναι όλα του Ηράκλειτου. Ήθελα να κάνω κάτι που να απαιτεί την εμπλοκή του άλλου, να τον κάνει να μπει σε κόπο. Το διαδίκτυο εκ των πραγμάτων καταργεί την απόσταση, οπότε ήθελα να την αναδημιουργήσω. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσεις αυτό που διαβάζεις, να το μεταφράσεις, να αναρωτηθείς: δεν σου δίνεται μασημένο. Η ίδια λογική χαρακτηρίζει και την κατασκευή της ιστοσελίδας μέσα –ανακαλύπτεις τους τομείς της, δεν είναι δεδομένοι. Τώρα, να σου πω την αλήθεια, το έχω αρκετά χρόνια αυτό και σκέφτομαι να κάνω κάτι διαφορετικό.



22 Νοεμβρίου 2022

Δημήτρης Βεριώνης - Το Καλοκαίρι Του Άχυρου: Ιστορίες Του Καλοκαιριού & Της Μνήμης [δισκοκριτική, 2016]


Μια κριτική μου από τo 2016 στο άλμπουμ «Το Καλοκαίρι Του Άχυρου: Ιστορίες Του Καλοκαιριού & Της Μνήμης» του Αθηναίου τραγουδοποιού Δημήτρη Βεριώνη. Όταν είχαμε τη ραδιοφωνική «Συχνοτική Συμπεριφορά» με τον Στυλιανό Τζιρίτα παίζαμε συχνά το τραγούδι "Μαγεμένο Καλοκαίρι", το οποίο είπε ο Δάκης το 2012, συμμετέχοντας στον δίσκο του «Κάτω Απ' Το Ίδιο Φεγγάρι». Αργότερα, μετά το «Καλοκαίρι Του Άχυρου», γνωριστήκαμε και σε προσωπικό επίπεδο, καθώς έχουμε ως κοινό φίλο τον Μιχάλη Τσαντίλα.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο και ανήκει στον Κωνσταντίνο Πατραμάνη


Το καλοκαίρι στη χώρα μας είναι μια πολυσύνθετη ιστορία, η οποία υπερβαίνει τα εποχικά γνωρίσματα (λιακάδες, κοντά ρούχα, θαλασσινά μπάνια, καρπούζια, παγωτά κ.ά.), λαμβάνοντας χαρακτήρα νοητικής κατάστασης. 

Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι για τον ψυχισμό πολλών Ελλήνων εξακολουθεί να αποτελεί το τέλος της εκάστοτε χρονιάς, άρα και την περίοδο στην οποία γίνονται γάμοι, προσωπικοί απολογισμοί και ανασκουμπώματα, ενόψει μιας νέας σεζόν. Διάβολε, ακόμα και η Βουλή το χρησιμοποιεί ενίοτε, για να περνάει διάφορα –διόλου αδιάφορα. Όλα τούτα δεν εξηγούνται μόνο αταβιστικά, ως μια αέναη παραπομπή στο πώς κυλούσε ο σχολικός χρόνος, ούτε αποτελούν ένδειξη μιας νοοτροπίας τύπου «μένουμε πάντα παιδιά» σαν της παρέας από το Ραντεβού Στον Αέρα του Γιάννη Δαλιανίδη. 

Τραγούδια για το καλοκαίρι, τώρα, υπάρχουν πολλά. Έχει γράψει μάλιστα και ο ίδιος ο Δημήτρης Βεριώνης ένα, το "Μαγεμένο Καλοκαίρι", που το λέει ωραιότατα ο Δάκης. Αλλά δίσκοι-concept γύρω από αυτό, σπανίζουν. Και είναι ένα άλμπουμ φιλόδοξο το Καλοκαίρι Του Άχυρου: διπλό, με 24 κομμάτια, «εντοιχισμένο» σε ένα 40σέλιδο έγχρωμο βιβλίο, φαίνεται βγαλμένο από μια διαφορετική εποχή. Προ Κρίσης, προ ίντερνετ μη σας πω, όταν η δισκογραφία ήταν ακόμα κραταιά(-ότατη) και άγνωστοι στο ευρύ κοινό δημιουργοί μπορούσαν να λειτουργούν με εκείνο το audaces fortuna iuvat των Ρωμαίων δίχως να φαίνεται ότι αυτοκτονούν θεαματικά. 

Όμως το Καλοκαίρι Του Άχυρου κρίνεται ως φιλόδοξο (και) γιατί επιθυμεί να βουτήξει βαθιά στα βιώματα του δημιουργού του, στις μνήμες που χάραξαν οι διηγήσεις άλλων (κοντινών του) ανθρώπων, ακόμα και σε βιβλία τα οποία δέθηκαν ανεξίτηλα με τη φάση «καλοκαίρι». Εν πολλοίς, πρόκειται για ένα οδοιπορικό. Και το γεγονός ότι το αρχίζεις και το τελειώνεις χωρίς να σκεφτείς να εγκαταλείψεις τον Βεριώνη κάπου στη διαδρομή, είναι ο πιο αδιάψευστος μάρτυρας για την αξία της δουλειάς του. 

Ο ευαίσθητος μα άγουρος Αθηναίος τραγουδοποιός του Το Πιο Όμορφο Παράθυρο Της Πόλης (2006), ο οποίος κατέκτησε την άνεση να γράφει κάπως ρετρό μα νόστιμα, στρογγυλά τραγούδια στο Κάτω Απ' Το Ίδιο Φεγγάρι (2012), δείχνει εδώ ένα μεγαλύτερο δημιουργικό βεληνεκές. Αλλά και τη σύνεση να μην παριστάνει τον άνθρωπο-ορχήστρα (όπως πολλοί τραγουδοποιοί), εμπλέκοντας/εμπιστευόμενος τους συνεργάτες του σε παραγωγή και ενορχηστρώσεις. Οι τελευταίες αποτελούν κρίσιμο τομέα, γιατί εξασφαλίζουν την ενότητα σε ένα σύνολο με τόσο μεγάλη διάρκεια, μαζί βέβαια με τα παιξίματα των συμμετεχόντων μουσικών. Αξίζει λοιπόν μια ιδιαίτερη μνεία στο βιολί του Φώτη Σιώτα, στα τύμπανα του Πάνου Τόλιου, αλλά και στις ηλεκτρικές κιθάρες του Χρήστου Ηλιόπουλου και στα πλήκτρα του Στέλιου Καρασταμάτη.

Όχι ότι δεν υπάρχουν ενστάσεις. Προσωπικά, ας πούμε, δεν έχω και λίγες. 

Ο Βεριώνης έχει μια φωνή με μικρές δυνατότητες. Είναι βέβαια εκφραστικός, όμως φωνάζει στο "Μια Βιολέτα Στη Σελήνη", ενώ σε άλλες περιστάσεις ρέπει προς το «γλυκίζειν», κάτι που εύκολα μπορεί να παρεκτραπεί προς το κλαψουρίζειν, όπως συμβαίνει λ.χ. στο "Πονάει Εδώ". Αντίστοιχα, η ενατένισή του ολισθαίνει συχνά στη μελαγχολονοσταλγία. Ο τραγουδοποιός δείχνει δηλαδή να έχει περισσότερα να διηγηθεί για το '76 και το '88, μα τίποτα για τα '00s ή τα '10s: όσα σημεία φέρουν τέτοιες ημερομηνίες, συνήθως «δακρύζουν» για τα περασμένα, με διάθεση συνταξιοδοτική, που δεν έχει να συνεισφέρει κάτι στο concept της μνήμης –η οποία χτίζεται άλλωστε σε κάθε ηλικία, δεν αποτελεί προνόμιο της νεότητας. 

Κάπου νιώθεις έτσι να αναδύεται ένας λυγμός για τα λεπτόκορμα, καρηκομόωντα αγόρια, που (πιθανότατα) έχουν τώρα πια πλευρίσει στη μέση ηλικία, κόβουν το μαλλί κοντό και δεν μπαίνουν με τίποτα στα μαύρα εκείνα μαγιό των συνοδευτικών της έκδοσης φωτογραφιών. Το ευήλιο φινάλε του "Πού Πήγαν Όλα Αυτά" ίσως εν τέλει να τον ξορκίζει αυτόν τον λυγμό, εντούτοις η παρουσία του γίνεται αισθητή. 

Υπάρχουν κι άλλες αντιρρήσεις, μα δεν θέλω να επιμείνω, αποπροσανατολίζοντας τη συζήτηση ως προς την αξία του δίσκου. Γιατί μπορείς πραγματικά να παραβλέψεις πολλά, από τη στιγμή που σου μένουν τόσα καλοφτιαγμένα τραγούδια. Δεν νομίζω ας πούμε να έχει γράψει κανείς τα τελευταία (κάμποσα) χρόνια ένα τόσο συγκινητικό tribute στην ιστορία αγάπης των γονιών του, σαν αυτό που ακούμε στο "Η Δική Μας Ρώμη". Ούτε κι έχω βρει πολλούς να αναφέρονται ηχητικά στα χρυσά έτη του ελληνικού rock, δίχως να ακούγονται γραφικοί. 

Ο Βεριώνης αποδεικνύεται δηλαδή εξίσου πειστικός κι όταν αφήνει παράμερα τις όμορφες μπαλάντες τύπου "Spike & Toni" για να γκαζώσει τις κιθάρες, τραγουδώντας για τον Μανώλη και την Ειρήνη, χώνοντας ένα σούπερ spoken word στον ροκ σκελετό του "Μια Άλλη Αθήνα", μιλώντας για τον Αλέκο και τον Διομήδη με εσένα να αισθάνεσαι ότι, ναι, μπορεί κάπου να πεταχτεί και ο Rob Halford ως καλεσμένος-έκπληξη. 

Παρά λοιπόν τα όσα έχρηζαν βελτίωσης ή μιας διαφορετικής αντιμετώπισης, το Καλοκαίρι Του Άχυρου είναι μια δουλειά που αξίζει την προσοχή όσων παρακολουθούν το εγχώριο ρεπερτόριο δίχως σκόντο στις απαιτήσεις τους. Πρόκειται για έναν δίσκο που, στα πετυχημένα του τραγούδια, κλείνει ένα κομμάτι του τι σήμαινε να είσαι νέος στην Ελλάδα της πρώτης 15ετίας μετά τη Μεταπολίτευση, καταφέρνοντας να έχει τη «γεύση» του Θησαυρού της Βαγίας. Κι αυτό για κάποιους εκεί έξω μπορεί να σημαίνει πολλά.



21 Νοεμβρίου 2022

Μπέσσυ Αργυράκη - ανταπόκριση (2017)


Αν και κάπου τη σημείωσα στον προγραμματισμό μου για το άνοιγμα της νέας συναυλιακής σεζόν, τελικά δεν την πρόλαβα τη Μπέσσυ Αργυράκη. Η οποία, ένεκα των τηλεοπτικών εμφανίσεων σε διάφορες πρωινές εκπομπές –και κυρίως στο μουσικό σόου «Just The 2 Of Us»– βρέθηκε ξανά να παίζει σε μεγαλύτερους χώρους σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν.

Τελευταία φορά, δηλαδή, την είχα πετύχει στο «Tiki Bar» στο Κουκάκι, αρχές Ιανουαρίου 2017, τέλειωναν-δεν τέλειωναν οι τότε γιορτές. Σε μια κεφάτη βραδιά με πολλές αναμνήσεις από την καριέρα της στην εγχώρια pop, που κοντεύει αισίως να συμπληρώσει τα 50 χρόνια καθώς γράφονται τούτες οι γραμμές.

Μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά γράφτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη κεντρική φωτογραφία προήλθε από τη σελίδα της τραγουδίστριας στο Facebook, κάτωθι βλέπετε το εξώφυλλο από τη γιαπωνέζικη έκδοση του single "Toshihiko"


Η Μπέσσυ Αργυράκη άργησε λίγο να αρχίσει στο «Tiki», ωστόσο, στην πραγματικότητα, είχε ξεκινήσει την εμφάνισή της ήδη πριν πιάσει το μικρόφωνο. Ευρισκόμενη ανάμεσα στον κόσμο, χαιρετώντας τους γνώριμούς της, αλλά και μιλώντας (έστω στα πεταχτά) και με τους άγνωστους που έβλεπε στο μπαρ: είχε για όλους μας ένα χαμόγελο και μια χιουμοριστική ατάκα, καθώς παράγγελνε τις σαμπούκες της. 

Το δε πρόγραμμα μπορεί να μην ήταν 100% ζωντανό, πάντως ήταν ...ολοζώντανο όσον αφορά την πρωταγωνίστρια της βραδιάς. Δεν υπήρχε μπάντα, δηλαδή· κι έτσι, μουσικά μιλώντας, τα πάντα βασίστηκαν στον υπολογιστή. Όμως η ίδια η Αργυράκη τραγούδησε live, δίνοντάς τα όλα. 

Δεν φύλαξε τα κομμάτια που πολλοί περίμεναν να ακούσουν για κάποια «κορύφωση» του προγράμματος, αλλά μπήκε κατευθείαν με το "Μεγάλη Στιγμή", για να συνεχίσει με "Κορμί Κι Αλάτι" και "Έλα Ξανά". Δεν έκανε οικονομία σε δυνάμεις, μα ξεκίνησε με ορμή, δείχνοντάς μας με το καλημέρα πού στέκεται η φωνή της εν έτει 2017, 44 χρόνια μετά την "Ηλεκτρονική Εποχή": χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει τις χορδές που έχουν «αγριέψει» με τα χρόνια (αντιθέτως, τις γύρισε και υπέρ της σε ορισμένα σημεία), έδειξε παράλληλα ότι διαφορετικές ποιότητες –κυρίως η γλυκιά αίσθηση που πάντα άφηναν οι καθαρές σε επίπεδο άρθρωσης και στρογγυλές της ερμηνείες– παραμένουν αναλλοίωτες. Τα δε αποθέματά της σε κέφι, ενέργεια και κίνηση ήταν το κάτι άλλο, γενόμενα σε αρκετά σημεία της βραδιάς αιτία για να αρχίσουν κάποιοι τον χορό. Μερικοί, μάλιστα, κατεβαίνοντας από το πάνω μέρος του «Tiki» κάτω.  

Αυτό ακριβώς το κέφι υπήρξε πολύτιμος σύμμαχος για τις πολλές ελληνοποιημένες διασκευές που ακούσαμε: μια τακτική συνηθισμένη στην εγχώρια ποπ δισκογραφία της δεκαετίας του 1970, που όμως σε βάθος χρόνου αδίκησε καλές φωνές (σαν της Αργυράκη, μα και άλλων). Όσο ωραία δηλαδή κι αν μας σέρβιρε το "Stayin' Alive" των Bee Gees ως "Πιο Δυνατά", το "9 To 5" της Dolly Parton ως "Πού Θα Πάει" ή το περίφημο "No More Tears (Enough Is Enough)" ως "Λοιπόν Αρκετά", τέτοιες ελληνοποιήσεις μόνο ως cult μπορούν να σταθούν σήμερα. 

Αντίθετα, στιγμές του δικού της ρεπερτορίου σαν τις προαναφερθείσες άνωθεν ή σαν το "Χάνω Το Μυαλό Μου", το "Μια Θάλασσα Γαλάζια", το "Ακατάλληλο Για Ανηλίκους" και φυσικά το "Μάθημα Σολφέζ", απέδειξαν ότι ακόμα κουβαλούν την ανεμελιά και την αθωότητα της εποχής τους, σε χρόνια κατά τα οποία εκτιμάμε ξανά τέτοια χαρακτηριστικά, σαν κοινό. Απόρησα έτσι που παράκαμψε την "Ηλεκτρονική Εποχή" και τις "Αναμνήσεις" ή που δεν στάθηκε περαιτέρω σε στιγμές των 1990s σαν το "Θα Σταματήσω Φορτηγά" και το "Μες Την Προσευχή Μου" –το τραγούδι των τίτλων της θρυλικής σαπουνόπερας «Η Λάμψη». 

Στα δύο μέρη του προγράμματος στο «Tiki» η Αργυράκη μας παρουσίασε κι ένα ολοκαίνουριο τραγούδι με τίτλο "Το Φιλί Μου 'Κλεψε" (το οποίο ακούσαμε ωστόσο εντελώς playback), τραγούδησε «happy birthday» σε στυλ Marilyn Monroe στον Δημήτρη Βόγλη και στους κάμποσους ακόμα εορτάζοντες γενέθλια θαμώνες και είπε και πολλά τραγούδια άλλων διάσημων συναδέλφων της, ξεσηκώνοντας λ.χ. με το "Και Καλύτερα" της Μαρινέλλας, το "Είσαι Μια Συνήθεια" της Λίτσας Διαμάντη ή το "Αν Μια Μέρα Σε Χάσω" του Πασχάλη. 

Εκεί όμως που πραγματικά εντυπωσιάστηκα, σε προσωπικό επίπεδο, ήταν όταν άρχισε να λέει το "Back To Black" της Amy Winehouse: ναι μεν με έντονη ελληνική προφορά σε ορισμένες λέξεις, μα με πραγματικά δικό της τρόπο, με ατόφια συγκίνηση και μακριά από αχρείαστες υπερβολές. 

Αντικειμενικά, ωστόσο, η «μεγάλη στιγμή» της βραδιάς ήταν όταν ακούστηκε η ιαπωνική της επιτυχία "Toshihiko" –ένα εξαιρετικό ποπ τραγούδι, ας σημειωθεί– για χάρη ενός θεατή που είχε σπουδάσει στην Ιαπωνία. Στον οποίον κι έδωσε το μικρόφωνο κατόπιν για να μας κατατοπίσει λίγο για το θέμα, πράγμα που έκανε με τον καλύτερο τρόπο, ενημερώνοντάς μας πως «για όλα φταίει ο Τοσίχικο»! Ένας άλλος θεατής, μάλιστα, ο οποίος είχε έρθει στο «Tiki» για να γιορτάσει τα γενέθλιά του κουβαλώντας μια τσάντα γεμάτη δίσκους της ερμηνεύτριας προς υπογραφή, είχε μαζί κι εκείνο το ιαπωνικό βινύλιο, με την Αργυράκη να τον ρωτά «αυτό πού το βρήκες; Στο e-Bay;». Ένα σπαρταριστό στιγμιότυπο.

Περάσαμε φανταστικά με τη Μπέσσυ Αργυράκη στο «Tiki» κι ακόμα τη συζητάμε, τόσες μέρες μετά. Αυτό, μάλλον, τα λέει όλα.



20 Νοεμβρίου 2022

Γιώργος Μαζωνάκης - ανταπόκριση (2013)


Πήρε λέει το μετρό αυτές τις μέρες ο Γιώργος Μαζωνάκης, για κάποια μετακίνησή του. Κι έγινε χαμός, καθώς πολύς κόσμος τον αναγνώρισε και δεν δίστασε να του δείξει την αγάπη του, με διάφορους τρόπους. Η κορυφαία ατάκα, βέβαια, μάλλον ανήκει σε εκείνη την κοπέλα που του είπε ότι πήρε γούνα μόνο και μόνο για να του μοιάζει –αναφερόμενη ασφαλώς στο θρυλικό βιντεοκλίπ για το "Gucci Φόρεμα".

Τον γουστάρω τον Μαζωνάκη και τον παρακολουθώ εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ο αγαπημένος μου από τους νεότερους λαϊκούς αστέρες, της πιο pop δηλαδή εποχής των «μπουζουκιών», αυτής που ξεκίνησε από τα 1990s κι έπειτα. Πριν αρκετό καιρό, μάλιστα, ευτυχήσαμε να κάνουμε και μια κουβέντα (δείτε εδώ), ενώ πρόσφατα με εντυπωσίασε ξανά με την παράσταση «Η Αθήνα τη Νύχτα», που τώρα τρέχει για δεύτερη σεζόν (δείτε εδώ).

Κάπως έτσι, σκέφτηκα ότι έλειπε από τα παλιά μου κείμενα που μαζεύω σε αυτό το blog η ανταπόκριση από τη μεγάλη συναυλία που είχε κάνει τον Ιούνιο του 2013 στο «Κατράκειο» της Νίκαιας, γιορτάζοντας τα 20 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι. Μια λαμπερή βραδιά, με τις δικές της εκπλήξεις (την εμφάνιση της Κατερίνας Στανίση, πρώτα και κύρια), σε χρόνια δύσκολα και βαριά για τον τόπο μας. Το αρχικό κείμενο είχε δημοσιευτεί για λογαριασμό του Avopolis, εδώ αναδημοσιεύεται τώρα με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διέθεσε τότε η παραγωγή της συναυλίας προς τον Τύπο


Και τις επιφυλάξεις μου είχα και τις δεύτερες σκέψεις μου. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάω στη γιορτή για τα 20 δισκογραφικά χρόνια του Γιώργου Μαζωνάκη στο Κατράκειο. «Το πολύ-πολύ να μη σου αρέσει», σκέφτηκα. Γιατί τέτοιοι αστέρες λειτουργούν με διαφορετικούς κώδικες: δεν τους πάει συνήθως το υπαίθριο, το ανοιχτό, ό,τι λέμε στα δικά μας λημέρια «λάιβ». Χάνονται, το χάνουν, το μπερδεύουν με το κλειστό (το κέντρο διασκέδασης). Έχουν αντικρίσει πολλά τα μάτια μας σε καλοκαιρινές συναυλίες, τέλος πάντων. 

Βλέποντας ωστόσο το Σάββατο τον «Μαζώ» να κάνει α-λα-Σαρλό μπάσιμο, με μουστάκι Φύρερ και καπέλο που θα ζήλευε κι ο Neil Tennant, κατάλαβα ότι θα περνάγαμε καλά. Δεν είχε σημασία που δεν μου άρεσε το εναρκτήριο τραγούδι με την αδιάβροχη καρδιά ("Καλώς Σας Βρήκα"), έτσι κι αλλιώς δεν μου αρέσουν τα τελευταία του. Σημασία είχε ότι εμφανίστηκε φορτσάτος, ορεξάτος και ότι ο κόσμος άρχισε να τραγουδά ήδη από την έναρξη. Α, και όταν λέμε κόσμος, εννοούμε κόσμος. Πολύς κόσμος. Για τουλάχιστον 6.000 τους έκοψα εγώ, 9.000 διαβάζω στα επίσημα ανακοινωθέντα. 

Ο «Μαζώ», τώρα, ήθελε τα πιο βραδύκαυστα κομμάτια στην αρχή και δεν με χαλούσε κάτι τέτοιο. Απεναντίας, έτσι μου αρέσουν κι εμένα τα προγράμματα. Στεναχωρήθηκα όμως που είπε τόσο νωρίς το "Παιδί Της Νύχτας", γιατί δεν το είπε καλά. Δεν είχε ζεσταθεί, η ορχήστρα έπαιξε πολύ δυνατά –της πήρε λίγη ώρα να κουμαντάρει τους γηπεδικούς τόνους– θάφτηκε έτσι ένα από τα σπουδαία τραγούδια του. Άρμοζε πιστεύω να μπει κάπου κοντά στο κραουνακικό "Ξημερώνει Πάλι", προς το τέλος του πρώτου μέρους. Το οποίο, παρεμπιπτόντως, ο Μαζωνάκης το έσκισε. Αν θες να δεις δηλαδή Μαζωνάκη σε πλήρη γκάμα εκφραστικών δυνατοτήτων, βρες τον να το λέει στο YouTube: μόνος, στο μπροστινό ταφ της σκηνής του θεάτρου, καθισμένος σε ένα σκαμπό, σε πλήρη εναρμόνιση με τα λόγια, μα και με τις μέρες αυτές όπου σπάει ο τσαμπουκάς κι όλα μετριούνται cash. Φοβερός. 

Στο μεταξύ, τα πράγματα είχαν πάρει φωτιά με την πρώτη έκπληξη της βραδιάς, την ας την πούμε μικρή (γιατί καραδοκούσε και η δεύτερη, η μεγάλη). Ήμουν σίγουρος ότι ο Μαζωνάκης θα έλεγε το "Θέλω Να Γυρίσω Στα Παλιά", γιατί έπαιζε έδρα, Νίκαια, στην παλιά τη γειτονιά. Καλώς ή κακώς, όμως, το συγκεκριμένο τραγούδι θέλει και τον NiVo του. Έχω γράψει πολλά κακά πράγματα στο παρελθόν για τους Goin' Through και δεν τα παίρνω πίσω, ωστόσο τα καλά τους τραγούδια διαθέτουν έναν χαρακτήρα ξεχωριστό, που δεν γίνεται να υποκατασταθεί από άλλους ράπερ. Οποία έκπληξις λοιπόν, όταν ο πανύψηλος, ντυμένος στα κόκκινα Νίκος Βουρλιώτης εμφανίστηκε ως καλεσμένος-έκπληξη και το είπαν μαζί. Γέννημα-θρέμμα δυτικής Αττικής κι εκείνος, έπαιξε προφανώς μια διασύνδεση που υπάκουε σε τοπικούς κώδικες. 

Δίκαιο το θερμό χειροκρότημα –ήταν ωραία εκτέλεση– ωχριούσε ωστόσο μπροστά στο έλα να δεις που εκτυλίχθηκε όταν ο Μαζωνάκης καλωσόρισε στη σκηνή την Κατερίνα Στανίση, υποκλίθηκε μπροστά της, τη σήκωσε με τα χέρια του στον αέρα και είπαν μαζί το "Σ' Έχω Κάνει Θεό". Πανζουρλισμός, το καταλαβαίνετε. Και συγκίνηση, εννοείται. Όλο το «Κατράκειο» ξελαρυγγιάστηκε με φωνή μία και ο Μαζώ, εμφανώς συγκινημένος κι εκείνος, αποχαιρέτησε τη Στανίση με ένα αυθόρμητο, θυελλώδες φιλί στο στόμα. 

Κατά τα άλλα, φυσικά και ακούσαμε όλα όσα θυμόμασταν και περιμέναμε: "Ζηλεύω", "Με Τα Μάτια Να Το Λες", "Ένα Κενό", "Η Φιλοσοφία Μου", "Σάββατο", "Είσαι Φοβερή", "Σαν Δυο Σταγόνες Βροχής", "Τα Ίσια Ανάποδα" (και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε στο τελευταίο ρεφρέν), "Το Gucci Φόρεμα", "Το Λάθος Μου Το Τελευταίο", "Παλιόπαιδο Θα Γίνω", "Ανήκω Σε Μένα", "Τέσσερις", "Εγώ Τη Ζωή Μου", "Εγώ Αγαπάω Αναρχικά", "Αλλάξανε Τα Πλάνα Μου", τι να πρωτοθυμηθώ... Μόνο το "Σ' Έχω Επιθυμήσει" δεν υπάρχει στα κιτάπια της μνήμης μου, αλλά οι συνοδοιπόροι επιμένουν ότι το άκουσαν μέσα σε κάποιο ποτ πουρί. Σπέσιαλ μνεία για το "Η Καρδιά Μου", τη διασκευή του δηλαδή σε O.P.A. –ανάμεσα στα κορυφαία σημεία της βραδιάς μαζί με το "Ξημερώνει Πάλι" και το "Σ' Έχω Κάνει Θεό". 


Ακούσαμε δηλαδή από τα πολύ παλιά μέχρι και τα καινούρια-καινούρια, με τον πρωταγωνιστή της βραδιάς να φαντάζει αεράτος στα κατακόκκινα σκαρπίνια του, να κλέβει ψάθινα καπέλα από το κοινό, να ευχαριστεί τους γονείς του για τα 20 χρόνια καριέρας, να κάνει πλάκες με όσους βρίσκονταν στην αρένα, αλλά και να βρίζει αβέρτα. Στέκομαι σε αυτό, καθώς είναι απολύτως συμβατό με την περσόνα του. Μια περσόνα που πραγματοποίησε ένα άλμα φαντασίας, κάνοντας καριέρα με τον δικό της τρόπο και το δικό της εκτόπισμα σε έναν χώρο που δεν αγαπά τις ιδιαιτερότητες και το διαφορετικό, μα λειτουργεί με λίγο ως πολύ παγιωμένα στεγανά. 

Έτσι, όταν ο κόσμος ξεχνιόταν και δεν έδειχνε θερμός, ο Μαζωνάκης δεν άρχιζε τα στανταρισμένα «πιο δυνατά, δεν σας ακούω», μα ξεσπούσε θυμωμένα: «φωνάξτε, γαμώ την πουτάνα μου!». Κι όταν σε κάποιο σημείο βρέθηκε στα πολύ πάνω του, μας ρώτησε χαμογελώντας πλατιά: «τι να παίξουμε τώρα για να καυλώσουμε;». Βρισκόταν μεταξύ φίλων και το ήξερε, σε μια λαϊκή γειτονιά που τον αγαπά· διάλεξε λοιπόν την ανάλογη γλώσσα. Τη σωστή γλώσσα, θα συμπληρώσω. 

Θα τα πω και τα παράπονά μου, όμως, γιατί εκτός από θεατής πήγα στο Κατράκειο κι έχοντας κατά νου να γράψω μια ανταπόκριση. Το ποτ πουρί πρέπει να το κόψουν οι λαϊκοί σταρ από τις συναυλίες. Είναι εξορισμού άχαρη αυτή η κοπτοραπτική και δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης έξω από τα μπουζουκομάγαζα. Δεν γίνεται ρε Μαζώ να μου κολλάς δύο από τα καλύτερά σου, το "Τέσσερις" και το "Παλιόπαιδο Θα Γίνω" και να μου λες ολόκληρα κάτι άλλα, πιο δεύτερα... Καταλαβαίνω ότι δεν θα σε άφηναν να τα πεις έτσι όπως θα τα τραγουδούσαν εν χορώ τόσες χιλιάδες άνθρωποι. Αλλά κάνε εσύ την κίνηση. 

Επίσης, η βραδιά τράβηξε πολύ: σχεδόν 3 ώρες, με δύο encore. Κι εμένα δεν με πείραζε, όμως ο Μαζωνάκης κουράστηκε. Δεν είναι ο τραγουδισταράς με τη φωνάρα, άλλωστε. Κουράστηκε λοιπόν κι άρχισε να φωνάζει, χαλώντας τις ερμηνείες του, με αποτέλεσμα το πρόγραμμα να κάνει σκεμπέ εκεί προς το φινάλε. Θα μου πεις, γιορτή ήταν, ας μην ήταν όλα προβλεπέ βρε αδερφέ –κάπου έδωσε το κάτι παραπάνω το τιμώμενο πρόσωπο, κάπου δεν έκανε οικονομία δυνάμεων και το πλήρωσε μετά αλλού. Συμφωνώ. Και κανέναν δεν πείραξε, όλοι στις θέσεις μας μείναμε όταν μας αποχαιρέτησε και φωνάζαμε «κι άλλο!». Όμως οφείλω να το σημειώσω. 

Φεύγοντας πάντως από το «Κατράκειο», δεν υπήρχαν γκρίνιες. Ανάταση και ενθουσιασμό νιώθαμε, που κράτησε μάλιστα και τις υπόλοιπες μέρες. Περάσαμε πολύ ωραία, αυτό μένει ως απόσταγμα. Να 'σαι καλά ρε Μαζώ, κι άλλα τόσα χρόνια να γιορτάσεις στο τραγούδι σου εύχομαι.