Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάνου Αφροδίτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάνου Αφροδίτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Δεκεμβρίου 2021

Νίκος Πορτοκάλογλου & Λαυρέντης Μαχαιρίτσας: «Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά» - ανταπόκριση (2018)


Θυμάμαι ότι ήμουν πολύ κουρασμένος στις μέρες γύρω από την 1η Δεκέμβρη του 2018, που είχα κανονίσει να πάω στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο να δω την παράσταση Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά την οποία παρουσίαζαν εκεί ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Πέρασε δηλαδή από το μυαλό μου να το ακυρώσω, αλλά ευτυχώς τέτοια πράγματα δεν είναι της ιδιοσυγκρασίας μου.

Τρεις Δεκέμβρηδες μετά, καθώς γράφω αυτά τα εισαγωγικά, στέκομαι ανακουφισμένος στη λέξη «ευτυχώς». Γιατί εκείνη η περίσταση έμελλε να είναι και η τελευταία φορά που θα έβλεπα τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα πάνω στη σκηνή. Σε μια απροσδόκητη μα επιτυχημένη συνεργασία με τον Πορτοκάλογλου, αλλά και σε μια βραδιά που είχε το επιπλέον έξτρα της Αφροδίτης Μάνου, η οποία έδωσε το παρών ως Επισκέπτρια. Έχει απογοητεύσει με πολλά τελευταία, το γνωρίζω. Όμως το καλλιτεχνικό της έργο είναι σημαντικό.

Όχι πως δεν είχα τις ενστάσεις μου για όσα είδα. Κάποιες αφορούν μάλιστα και τη Μάνου, όπως και τις Μιρέλα Πάχου & Αγάπη Διαγγελάκη, οι οποίες είχαν μεγαλύτερο ρόλο στο πρόγραμμα. Όμως, αν μου έμεινε κάτι σαν «απόσταγμα», ήταν ότι το βρήκαν το «μαζί» τους ο Πορτοκάλογλου με τον Μαχαιρίτσα –και ήταν και ουσιαστικό.

Η κάτωθι ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αφορμή στάθηκαν οι φετινές εμφανίσεις του Νίκου Πορτοκάλογλου στο Γυάλινο με την παράσταση Ένα Φως Αναμμένο, οι οποίες τερματίστηκαν άδοξα πριν λίγες μέρες, λόγω της υγειονομικής συνθήκης που επέβαλλε η μεγάλη διάδοση της μετάλλαξης Όμικρον του covid-19. Μια γνώμη γι' αυτές πρόλαβε πάντως να δημοσιευτεί στα πλαίσια της συνεργασίας μου με το Αθηνόραμα (εδώ).

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Είναι εύστοχος ο τρόπος με τον οποίον συστήνουν αυτές τις κοινές τους παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα: Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά

Μια φράση με κυριολεκτική διάσταση, αλλά και μεταφορική διάθεση. Βεβαίως, πρόκειται για τραγούδι του Πορτοκάλογλου, από το Παιχνίδια Με Τον Διάβολο του 1999 –ένα από τα (λίγα) σπουδαία άλμπουμ του κινήματος που οι θιασώτες είπαν «ελληνικό ροκ» και οι αντίπερα ονόμασαν «ελληνόφωνο ροκ» (συχνά για να το ξεχωρίζουν από το δικό τους, το αγγλόφωνο, που το θεωρούσαν κάτι σαν το θείο βρέφος). Την ίδια όμως στιγμή μοιάζει σαν να ψάχνουν οι δύο συντελεστές και για έναν απολογισμό του τι έγινε και τι έμεινε σε περίπου 40 χρόνια καριέρας, στα οποία κινήθηκαν σε βίους παράλληλους. 

Ασφαλώς, όταν ψάχνεις «Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά», υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μη βρεις παρά κάρβουνα ή να πρέπει να τρέξεις με ένα σίδερο να τη σκαλίσεις αυτή τη φωτιά, ώστε να μη σου σβήσει. Είναι μια παράμετρος που πιστεύω δεν έχει ξεφύγει από τους κακεντρεχείς επικριτές του Νίκου Πορτοκάλογλου και του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Όσους εδώ και χρόνια τους φορτώνουν το προπατορικό αμάρτημα της σύμπλευσης ροκ και έντεχνου, που μετέτρεψε το πρώτο σε συνιστώσα του δεύτερου –μια υπόθεση που αξίζει ίσως να τη συζητήσουμε, αν και όχι με τέτοιους όρους. Είμαι πάντως εξίσου σίγουρος ότι, τόσο ο Πορτοκάλογλου, όσο και ο Μαχαιρίτσας, γνωρίζουν καλά την «προίκα» τους. Διαφορετικά δεν θα έστηναν ένα τόσο πλούσιο και συμπαγές πρόγραμμα. 


Γιατί αυτή ακριβώς είναι η κυρίαρχη αίσθηση, όταν φτάνει η ώρα της καληνύχτας στο Γυάλινο. Ότι είδες ένα σφιχτό, επιμελώς φιλοτεχνημένο πρόγραμμα. Το οποίο λειτουργεί συνολικά και όχι αποσπασματικά, έχοντας μεν τα πιο πάνω και τα λίγο πιο κάτω του, μα χωρίς ποτέ να εντοπίζεται σημαίνουσα «κοιλιά». Και δεν είναι τόσο εύκολο όσο ίσως υποθέτει κανείς, γιατί Πορτοκάλογλου και Μαχαιρίτσας ανεβαίνουν στη σκηνή γύρω στις 23.00 και το λήγουν περίπου 3 παρά το πρωί. Η διάρκεια λοιπόν, είναι μεγάλη. Και, πέραν του θεσμού του Επισκέπτη που έχουν ορίσει –οι χειμερινές σκηνές της Αθήνας βρίσκονται μάλλον στον αστερισμό της Ταράτσας του Φοίβου– δεν υπάρχει άλλο τρικ, ούτε κάποιο ξόρκι. Παρά μόνο τα τραγούδια τους.  

Και είναι πραγματικά πολλά τα ωραία τραγούδια που έχουν γράψει και ο ένας και ο άλλος· και με τα συγκροτήματά τους –Τερμίτες ο Μαχαιρίτσας (PLJ Band στο ξεκίνημα), Φατμέ ο Πορτοκάλογλου– και μόνοι τους. Παρά τις τόσες ώρες διάρκεια, αν το σκεφτόσουν στο φινάλε, όλο και κάτι εντόπιζες που έλειψε. Ως εκ τούτου, δεν ξέρω τι νόημα μπορεί στ' αλήθεια να έχει για μια ανταπόκριση η εκτενής αναφορά του «τι παίχτηκε». Κάποια πιο μαζικά hits κρατήθηκαν για την τελική ευθεία της βραδιάς ("Ένας Τούρκος Στο Παρίσι", ας πούμε, ή το "Θάλασσά Μου Σκοτεινή"), μερικά άλλα έγιναν «πακέτο» σε ένα πιο λαϊκό τμήμα του προγράμματος ("Ο Παλιός Στρατιώτης", "Κλείσε Τα Μάτια Σου", "Πεθαίνω Για Σένα", "Πότε Θα Σε Βαρεθώ"), ωστόσο κάθε σχεδόν στιγμή άκουγες κι ένα γνωστό τραγούδι. Ήδη μάλιστα από την έναρξη, η οποία άρχισε με αυτοπεποίθηση, ρίχνοντας νωρίς ακόμα και το υπερατού "Διδυμότειχο Blues".


Από άποψη προσέλευσης, το Γυάλινο γέμισε το Σάββατο 1η του Δεκέμβρη (2η μέρα του προγράμματος). Με κόσμο βέβαια αισθητά μεγάλο από άποψη ηλικιών. Παράμετρος κρίσιμη για το πώς νοεί την «επιτυχία» μια μουσική σκηνή εν έτει 2018, όχι όμως ελπιδοφόρα για το πού γενικώς πάει το πράγμα –και ίσως «βόμβα» όσον αφορά τη μακροημέρευση του όποιου σχήματος, στον όποιον χώρο. Γενικώς, πάντως, ήταν κοινό που έπιανε με θέρμη ό,τι πάσα δινόταν από τη σκηνή για τραγούδισμα σε κάποιο γνωστό ρεφρέν, αν και δεν έλειψαν μερικές δύσκολες στιγμές, με τον Μαχαιρίτσα λ.χ. να διασκευάζει θεσπέσια και με λιτή ενορχήστρωση τον "Άμλετ Της Σελήνης" έχοντας δυστυχώς ως «φόντο» τη βαβούρα από τα πίσω τραπέζια.


Αν κάτι δεν πήγε καλά στο πρόγραμμα, ήταν η έναρξη. Παρότι δεν ήταν πρεμιέρα και παρότι παίχτηκαν από την αρχή ορισμένα πολύ γνωστά τραγούδια χωρίς φόβο, το πράγμα δεν φαινόταν να λειτουργεί. Η ορχήστρα έδειχνε φορτωμένη, ο ήχος έβγαινε βουητό, Μαχαιρίτσας και Πορτοκάλογλου έμπαιναν ο ένας στα χωράφια του άλλου, μα δεν συνυπήρχαν: το προαναφερθέν "Διδυμότειχο Blues" στάθηκε η χειρότερη στιγμή της βραδιάς και ήταν κρίμα για το βεληνεκές του. Ωστόσο τα πράγματα δεν άργησαν να στρώσουν. Μόνος του ο Πορτοκάλογλου παρουσίασε στη συνέχεια ένα άμεσα πιο δεμένο αποτέλεσμα, μόνος του ο Μαχαιρίτσας αποδείχθηκε κατόπιν άνετος και ουσιαστικός· όταν ξανάσμιξαν ήταν πλέον όντως «μαζί», μένοντας έτσι ως το τέλος. 


Άνθρωποι με εμπειρία στο να παίζουν με άλλους, ήταν φυσικό ότι Πορτοκάλογλου & Μαχαιρίτσας θα πρόσεχαν ιδιαιτέρως τη συνοδευτική μπάντα. Αλφαβητικά παραθέτοντάς τους, οι Άκης Αμπράζης, Αγάπη Διαγγελάκη, Δημήτρης Καλονάρος, Ηλίας Λαμπρόπουλος, Μιρέλα Πάχου, Φίλιππος Σπυρόπουλος, Steve Tesser & Βύρων Τσουράπης καταγράφηκαν ως μουσικοί ικανοί για ό,τι κλήθηκαν να υπηρετήσουν, παραδίδοντας στιβαρά παιξίματα σε διάφορα σημεία. Έλειψε ίσως από τη γενικότερη ενορχηστρωτική προσέγγιση μια κάπως πιο λοξή ματιά, αλλά κάτι τέτοιο αφορά το «γενικό πρόσταγμα». Και είναι ευθέως ανάλογο, βεβαίως, με το κατά πόσο θα άρεσε στο δεδομένο κοινό –είναι μάλλον πιο σωστό λοιπόν να πω «μου έλειψε», γιατί κατά τα λοιπά ορθώς νομίζω επιλέχθηκε αυτή η ασφαλής οδός πλεύσης.


Η Αγάπη Διαγγελάκη και η Μιρέλα Πάχου είχαν αισθητά μεγαλύτερο ρόλο στο πρόγραμμα, ιδίως η δεύτερη, η οποία και επισήμως μπαίνει ως συμμετέχουσα στη μαρκίζα. Θα ήταν άδικο να τις συμπεριλάβω στα «αρνητικά», γιατί και επαρκέστατες αποδείχθηκαν στα οργανοπαιχτικά τους καθήκοντα και καλές φωνές διαθέτουν. Τους χρειάζονται εντούτοις μερικά «χιλιόμετρα» εμπειρίας ακόμα, καθώς η καλλιφωνία δεν μεταφράστηκε πάντα σε ωραίες ερμηνείες, ενώ υπήρξε κι ένα γενικότερο ζήτημα εύρεσης της θέσης τους επί σκηνής: οι χορευτικές κινήσεις της Διαγγελάκη φάνηκαν κατά τη γνώμη μου άκυρες, όπως και το χαμόγελο στα χείλη της Πάχου, το οποίο έμεινε λ.χ. στη θέση του (ως ένα σημείο της διάρκειας) ακόμα και σε τραγούδια όπου ήταν εντελώς παράταιρο, λόγω του περιεχομένου τους. 

Άφησα για το τέλος την Επισκέπτρια, που σε αυτές τις πρώτες ημερομηνίες είναι η Αφροδίτη Μάνου –έπονται, αργότερα, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας με τον Βαγγέλη Γερμανό. Η Μάνου συμπορεύτηκε πολύ ωραία με τον Μαχαιρίτσα και τον Πορτοκάλογλου, ενώ έδωσε την ευκαιρία να δούμε πώς έχουν φανταστεί οι δυο τους τη λειτουργία του εκάστοτε καλεσμένου στο κοινό τους πρόγραμμα. 


Το έχουν σκεφτεί πράγματι καλά, η δε Μάνου υπήρξε εξαιρετική επιλογή, καθώς είναι τραγουδοποιός με την οποία ταιριάζουν όπως λέμε «τα χνώτα τους». Με αποτέλεσμα να λειτουργήσουν κι εκείνοι άψογα ως συνοδοί της, καθώς μας θύμιζε σπουδαίες στιγμές της δικής της πορείας, όπως τη "Νυχτερινή Εκπομπή", το κηλαηδονικό "Μια Μέρα Μιας Μαίρης" ή το θαυμάσιο (και όχι τόσο γνωστό) "Για Ποια Ελλάδα". Βρίσκεται σε μεγάλα κέφια τελευταία η Μάνου και ίσως είναι καιρός να σκεφτεί σιγά-σιγά τη δική της παράσταση. 

Μόνη ένσταση, ότι συχνά φώναζε. Όπως φώναζε και ο Μαχαιρίτσας σε σημεία των δικών του ερμηνειών, δημιουργώντας αχρείαστους τριγμούς στο ερμηνευτικό οικοδόμημα. Δεν ξέρω αν δεν άκουγαν κάτι καλά ή αν έχουμε περάσει σε μια εποχή όπου οι τραγουδιστές φωνασκούν στα live –όπως παλιότερα φωνασκούσαν οι ηθοποιοί στα τηλεοπτικά σίριαλ. Φοβάμαι ότι συμβαίνει το δεύτερο (υποψιάζομαι μάλιστα και το γιατί). Είναι καιρός να το θέσουμε επιτακτικά επί τάπητος και να το χαρακτηρίσουμε ευθαρσώς ως ακαλαίσθητο. 

Παρά τους παράλληλους βίους τους με εκείνα τα ροκ συγκροτήματα που έπιασαν το ποπ αισθητήριο της δεκαετίας του 1980 και το ξάνοιγμα των σόλο πορειών τους προς τον έντεχνο ήχο από τη δεκαετία του 1990 ως και τις ημέρες μας, είναι αλήθεια ότι Νίκος Πορτοκάλογλου & Λαυρέντης Μαχαιρίτσας δεν εγγράφονταν συνήθως μαζί στη συλλογική μουσικόφιλη συνείδηση. Ίσως να φταίνε και τα πολιτικά γι' αυτό, καθώς αμφότεροι τα συζητάνε με παρρησία από το δημόσιο βήμα τους. Το πρόγραμμα στο Γυάλινο αποδεικνύει πάντως ότι έχουν τελικά περισσότερα κοινά από όσα νομίζαμε. Ίσως και απ' όσα νόμιζαν και οι ίδιοι μέσα στον χρόνο.



31 Μαΐου 2021

Στην Ταράτσα του Φοίβου Δεληβοριά - ανταπόκριση (2018)


Μία ακόμα Ταράτσα στήνει ο Φοίβος Δεληβοριάς για τη σταδιακή μας επιστροφή στις συναυλίες, «με ασφάλεια, αποστάσεις και όλα τα απαραίτητα μέτρα» όπως διευκρινίζεται στα σχετικά δελτία Τύπου. 

Πρεμιέρα Πέμπτη 10 Ιουνίου, στο Άλσος πλέον, όπου και θα λαμβάνει χώρα κάθε Πέμπτη στη συνέχεια. Ήδη μάλιστα έχουν ανακοινωθεί και οι καλεσμένοι του καλοκαιριού, ανάμεσα στους οποίους ξεχώρισα προσωπικά τον Χρήστο Νικολόπουλο (24 Ιουνίου), την Καίτη Γαρμπή (8 Ιουλίου) και τον Γιώργο Μαργαρίτη με τον Δημήτρη Μεντζέλο (αμφότεροι στις 22 Ιουλίου).

Είχαμε περάσει θαυμάσια στην Ταράτσα του Φοίβου, όταν την επισκεφτήκαμε με τη Χριστίνα τον Ιούνιο του 2018 –στην Ιερά Οδό, τότε. Ήταν πρεμιέρα εκείνης της σαιζόν και η βραδιά περιλάμβανε κι ένα αφιέρωμα στον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Και, για έναν τύπο σαν κι εμένα, που βρίσκει ξεχειλωμένες τις συνήθεις διάρκειες των ζωντανών προγραμμάτων, ήταν απροσδόκητο να μην κοιτάξω το ρολόι μου στις 3 ώρες του σόου. Είδαμε βαριετέ υψηλών προδιαγραφών και φύγαμε με πλήρη κατανόηση του γιατί είχε αποκτήσει δυναμική ορόσημου για τη βραδινή διασκέδαση της σύγχρονής μας Αθήνας.

Μια ανταπόκριση γράφτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με την αφορμή της νέας πρεμιέρας, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Δημήτρη Μακρή και προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο


Επί 3 ώρες, δεν κοίταξα ούτε στιγμή το ρολόι. Και ας ίσχυαν για την πρεμιέρα της φετινής Ταράτσας του Φοίβου όλες οι γνωστές παράμετροι που συναντάτε στις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις των συναυλιών –ναι, ήταν καθημερινή, ναι ήταν και εργάσιμη, άρα είχα κι εγώ κάμποση δουλειά πριν και δεν προσήλθα «φρέσκος»· ναι, δεν άρχισε 21.00 αλλά περίπου 21.20. 

Μικροπράγματα, ίσως πείτε. Αντί να μας γράψεις για τη δράση, τα σκετς, τα κοστούμια, τα σκηνικά, το πρόγραμμα, για τον Φοίβο Δεληβοριά, για το άστρο του Θανάση Αλευρά, εσύ μας λες για το ρολόι σου. Μικροπράγματα, μπορεί... Αλλά ξέρετε τι λένε για τις λεπτομέρειες και τον Διάβολο. Και απ' όλες τις λεπτομέρειες, αυτή είναι η πιο κρίσιμη. 

Γιατί; Επειδή πιστοποιεί αμέσως-αμέσως δύο βασικά συμπεράσματα για την Ταράτσα του Φοίβου, τα οποία έχουν να κάνουν με τη βαθύτερη υπόστασή της. Με την αιτία δηλαδή που δεν είναι απλά άλλο ένα ωραίο πρόγραμμα σε μία ιδιότυπη μουσική σκηνή, μα μία πρόταση διασκέδασης στην οποία, πέρα από τη σκέψη, τη φροντίδα και τον επαγγελματισμό, θα διακρίνεις και τη ζωντανή της σχέση με τις ρίζες της. 

Θέλω να πω ότι η Ταράτσα του Φοίβου έχει μεγάλη επίγνωση του τι είναι –να το ένα συμπέρασμα, το πιο άμεσο. Το είπε ο ίδιος ο Δεληβοριάς, στο τμήμα της πρεμιέρας που ήταν αφιερωμένο στον Λουκιανό Κηλαηδόνη: πρόκειται για ένα εγγόνι του. Εκεί στα ψηλά της Ιεράς Οδού έχει φτιάξει δηλαδή έναν μακρινό απόγονο της Μάντρας, των Πεύκων, της Όασης, του Αλκαζάρ, του Άλσους, της Κεφάλας του Αρία· ένα σύγχρονο βαριετέ, το οποίο εμπεριέχει τα λαϊκά αναψυκτήρια, τον Κηλαηδόνη της Βουλιαγμένης, όλα όσα διαμόρφωσαν τον ίδιο τον τραγουδοποιό από την εγχώρια εμπειρία και τις διεθνείς περιπλανήσεις των αυτιών του. Και βαριετέ σημαίνει –πάνω απ' όλα– ότι ο θεατής δεν πρέπει να στρέφει το βλέμμα μακριά από τη σκηνή, άσχετα αν εκεί έχει τραγούδι, πρόζα, ομαδικά σκετς, ζογκλέρ ή χορευτικά. Άσχετα αν ακούει μια ηλεκτρισμένη, rock εκτέλεση στο "Η Κική Κάθε Βράδυ" ή βλέπει τον Αλευρά να διηγείται στο κοινό τι γινόταν σε μια άλλη δεκαετία, όταν ο κόσμος πάρκαρε στη Συγγρού και πήγαινε γονατιστός όχι στην Παναγιά της Τήνου, αλλά στην Άντζελα Δημητρίου. 

Το δεύτερο συμπέρασμα (το πιο έμμεσο, ας το πούμε), έχει να κάνει με την ικανότητα του Δεληβοριά να ανακατεύει την τράπουλα, ανανεώνοντας την πίστη των παλιών και κερδίζοντας την εκτίμηση της νεότερης γενιάς. Το απέδειξε το ηλικιακά μεικτό κοινό το οποίο κατέκλυσε την Ταράτσα στη φετινή της πρεμιέρα: μόνο το δικό μου τραπέζι να κοίταγα, καθόμουν μαζί με άτομα καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερά μου και καμιά εικοσαριά μικρότερά μου. Ποτέ βέβαια δεν του έλειπε η ευφυΐα του Δεληβοριά. Αλλά εδώ μιλάμε κυρίως για αντανακλαστικά: για ένα καλλιτεχνικό ένστικτο που του επιτρέπει να παραμένει σχετικός, διατηρώντας συνάμα ό,τι τον κάνει «οικείο». Ίσως το καταφέρνει επειδή στίβει το μυαλό του για το πώς θα βάλει καινούρια ρούχα σε όσα τον καίνε διαχρονικά, αντί να τρέχει να καβαλήσει το τάδε χιπ τρένο ή να κάνει τα καραγκιοζιλίκια του Jean Luc Godard στα ύστερα 1960s. 

Επιπλέον, ο Δεληβοριάς δεν είναι μοναχικός ταξιδιώτης. Μπορεί η Ταράτσα να φέρει το δικό του μικρό όνομα, μπορεί να λάμπει ως αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής κάνοντας μιμήσεις του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Νίκου Πορτοκάλογλου, τραγουδώντας τον "Καθρέφτη" ή κρατώντας τον ρόλο του κονφερασιέ, μα δίπλα του έχει μια πολυάριθμη ομάδα συντελεστών. Και είναι όλοι τους ένας κι ένας. Η ορχήστρα, πρώτα-πρώτα: Θοδωρής Κότσυφας στις κιθάρες, Yoel Soto στο μπάσο, Σωτήρης Ντούβας στα τύμπανα και Κωστής Χριστοδούλου στα τύμπανα. Μουσικοί εκλεκτοί, ικανοί να δώσουν στην παράσταση ό,τι ακριβώς πρέπει, είτε «πειράζουν» την ενορχήστρωση στη "Μπόσα Νόβα Του Ησαΐα", είτε παίζουν το "Fuego" της Ελένης Φουρέιρα. 

Μετά είναι ο βασικός θίασος. Ο θαυμάσιος μίμος Alex De Paris (κατά κόσμον Αλέξανδρος Χωματιανός) δεν χρειάζεται να πει κουβέντα για να σε κρατήσει στα σκετς του. Η La Dandizette κλέβει την παράσταση ακόμα και από τον Δεληβοριά όταν εμφανίζεται ως Μεσογειακή Αφροδίτη με φόντο ένα τεράστιο, πολύχρωμο κοχύλι, πετυχαίνοντας να γεφυρώσει τα μπουρλέσκ της Belle Époque με μια ρετρό αισθητική που διαθέτει και κάτι από τα αμερικάνικα 1950s. Και η Νεφέλη Φασούλη φέρνει επί σκηνής τη δροσιά της, αν και θα πρέπει νομίζω –στα δεδομένα πλαίσια του ρόλου της– να βρει τον απαραίτητο χώρο έκφρασης και για κάτι λιγότερο «νιάου νιάου». 


Άφησα τον Θανάση Αλευρά για ξεχωριστή μνεία, γιατί γίνεται βαρύ πυροβολικό σε πολλά σημεία, παίρνοντας την παράσταση στους ώμους του. Η εξέλιξή του μέσα στα χρόνια είναι ραγδαία και φέτος νομίζω βρίσκεται στα καλύτερά του: και στα αέρινα χορευτικά –πρέπει να τον δείτε στο "Single Ladies (Put Α Ring Οn It)" της Beyoncé– και στις πρόζες και στις περιστάσεις όπου γίνεται δίδυμο με τον Δεληβοριά. Έχοντας ενσωματώσει τον θυελλώδη Γιώργο Μαρίνο της Μέδουσας, στέκεται ως σύγχρονος κωμικός/πολυεργαλείο. Το γεγονός επίσης ότι απέναντι σε μια τέτοια performance δεν έσβησε από τη μνήμη μας η guest παρουσία της ομάδας Κωμικό Μπουμ νωρίς στην παράσταση (Δημήτρης Μακαλιάς, Ζήσης Ρούμπος, Γιάννης Σαρακατσάνης & Γιώργος Αγγελόπουλος), σημαίνει ότι τα πήγαν κι εκείνοι μια χαρά. 

Η πρεμιέρα, όμως, επεφύλασσε κι ένα αφιέρωμα στον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον «δικό μας βασιλιά της Αθήνας», όπως τον χαρακτήρισε ο Δεληβοριάς. Και ήταν ένα ωραίο και φροντισμένο αφιέρωμα, στο οποίο ζωντάνεψαν ξανά τραγούδια σαν τον "Ύμνο Των Μαύρων Σκυλιών", το "Είμαι Ένας Φτωχός Και Μόνος Καουμπόι", το "Κάπου Την Έχουμε Πατήσει", το "Είδα Τη Ρίτα" ή το "Πού Βαδίζουμε Κύριοι;", δίνοντάς μας την ευκαιρία να στοχαστούμε ξανά στο πόσο αβίαστα έβρισκε ο δημιουργός τους μαγικούς σχεδόν κωδικούς διασύνδεσης μιας άμεσα αναγνωρίσιμης μικροαστικής καθημερινότητας με την οπτική και τα αιτήματα μιας νεολαίας που σκεφτόταν έξω από τα καλούπια της. Ως συγγενής τραγουδοποιός, ο Φοίβος Δεληβοριάς δεν θα μπορούσε παρά να τον τιμήσει επάξια. 


Χώρια που το αφιέρωμα επεφύλασσε και Αφροδίτη Μάνου, να γίνεται αληθώς συγκλονιστική Μαίρη Παναγιωταρά καθώς ερμήνευε το "Μια Μέρα Μιας Μαίρης", αλλά και Μαρία Κηλαηδόνη: τη μικρότερη κόρη του εκλιπόντος τραγουδοποιού, η οποία κέρδισε εντυπώσεις και χειροκροτήματα με το τρακ της, την κρυφή συγκίνησή της καθώς παίζονταν τα τραγούδια του πατέρα της, αλλά και με το δικό της "Ηράκλειο". Ένα ωραίο άσμα με δεληβοριο-κηλαηδονική συνταγή και ελαφριούς country απόηχους. 

Οπωσδήποτε, μία παράσταση που αλλάζει πρόσωπα στην τρίμηνη διάρκειά της θα κριθεί εν τέλει συνολικά. Ασφαλή συμπεράσματα μπορεί λοιπόν να βγάλει μόνο όποιος πάει σε όλες ή έστω στις περισσότερες ημερομηνίες. Με βάση πάντως τα όσα είδα στην πρεμιέρα, ίσως κάποτε έρθουν καιροί στους οποίους η Ταράτσα θα μνημονεύεται ως ορόσημο της αθηναϊκής βραδινής διασκέδασης. Ακόμα κι αν μιλάμε για μια εποχή κατακερματισμένη σαν τη σημερινή, η οποία τείνει σε μικρές, προσωπικές αφηγήσεις με (εξ ορισμού) περιορισμένο ορίζοντα, έχοντας εν πολλοίς πάψει να παράγει κοινά σημεία αναφοράς με ευρεία απήχηση.