Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαγγελάκη Αγάπη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαγγελάκη Αγάπη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Δεκεμβρίου 2021

Νίκος Πορτοκάλογλου & Λαυρέντης Μαχαιρίτσας: «Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά» - ανταπόκριση (2018)


Θυμάμαι ότι ήμουν πολύ κουρασμένος στις μέρες γύρω από την 1η Δεκέμβρη του 2018, που είχα κανονίσει να πάω στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο να δω την παράσταση Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά την οποία παρουσίαζαν εκεί ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Πέρασε δηλαδή από το μυαλό μου να το ακυρώσω, αλλά ευτυχώς τέτοια πράγματα δεν είναι της ιδιοσυγκρασίας μου.

Τρεις Δεκέμβρηδες μετά, καθώς γράφω αυτά τα εισαγωγικά, στέκομαι ανακουφισμένος στη λέξη «ευτυχώς». Γιατί εκείνη η περίσταση έμελλε να είναι και η τελευταία φορά που θα έβλεπα τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα πάνω στη σκηνή. Σε μια απροσδόκητη μα επιτυχημένη συνεργασία με τον Πορτοκάλογλου, αλλά και σε μια βραδιά που είχε το επιπλέον έξτρα της Αφροδίτης Μάνου, η οποία έδωσε το παρών ως Επισκέπτρια. Έχει απογοητεύσει με πολλά τελευταία, το γνωρίζω. Όμως το καλλιτεχνικό της έργο είναι σημαντικό.

Όχι πως δεν είχα τις ενστάσεις μου για όσα είδα. Κάποιες αφορούν μάλιστα και τη Μάνου, όπως και τις Μιρέλα Πάχου & Αγάπη Διαγγελάκη, οι οποίες είχαν μεγαλύτερο ρόλο στο πρόγραμμα. Όμως, αν μου έμεινε κάτι σαν «απόσταγμα», ήταν ότι το βρήκαν το «μαζί» τους ο Πορτοκάλογλου με τον Μαχαιρίτσα –και ήταν και ουσιαστικό.

Η κάτωθι ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αφορμή στάθηκαν οι φετινές εμφανίσεις του Νίκου Πορτοκάλογλου στο Γυάλινο με την παράσταση Ένα Φως Αναμμένο, οι οποίες τερματίστηκαν άδοξα πριν λίγες μέρες, λόγω της υγειονομικής συνθήκης που επέβαλλε η μεγάλη διάδοση της μετάλλαξης Όμικρον του covid-19. Μια γνώμη γι' αυτές πρόλαβε πάντως να δημοσιευτεί στα πλαίσια της συνεργασίας μου με το Αθηνόραμα (εδώ).

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Είναι εύστοχος ο τρόπος με τον οποίον συστήνουν αυτές τις κοινές τους παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα: Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά

Μια φράση με κυριολεκτική διάσταση, αλλά και μεταφορική διάθεση. Βεβαίως, πρόκειται για τραγούδι του Πορτοκάλογλου, από το Παιχνίδια Με Τον Διάβολο του 1999 –ένα από τα (λίγα) σπουδαία άλμπουμ του κινήματος που οι θιασώτες είπαν «ελληνικό ροκ» και οι αντίπερα ονόμασαν «ελληνόφωνο ροκ» (συχνά για να το ξεχωρίζουν από το δικό τους, το αγγλόφωνο, που το θεωρούσαν κάτι σαν το θείο βρέφος). Την ίδια όμως στιγμή μοιάζει σαν να ψάχνουν οι δύο συντελεστές και για έναν απολογισμό του τι έγινε και τι έμεινε σε περίπου 40 χρόνια καριέρας, στα οποία κινήθηκαν σε βίους παράλληλους. 

Ασφαλώς, όταν ψάχνεις «Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά», υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μη βρεις παρά κάρβουνα ή να πρέπει να τρέξεις με ένα σίδερο να τη σκαλίσεις αυτή τη φωτιά, ώστε να μη σου σβήσει. Είναι μια παράμετρος που πιστεύω δεν έχει ξεφύγει από τους κακεντρεχείς επικριτές του Νίκου Πορτοκάλογλου και του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Όσους εδώ και χρόνια τους φορτώνουν το προπατορικό αμάρτημα της σύμπλευσης ροκ και έντεχνου, που μετέτρεψε το πρώτο σε συνιστώσα του δεύτερου –μια υπόθεση που αξίζει ίσως να τη συζητήσουμε, αν και όχι με τέτοιους όρους. Είμαι πάντως εξίσου σίγουρος ότι, τόσο ο Πορτοκάλογλου, όσο και ο Μαχαιρίτσας, γνωρίζουν καλά την «προίκα» τους. Διαφορετικά δεν θα έστηναν ένα τόσο πλούσιο και συμπαγές πρόγραμμα. 


Γιατί αυτή ακριβώς είναι η κυρίαρχη αίσθηση, όταν φτάνει η ώρα της καληνύχτας στο Γυάλινο. Ότι είδες ένα σφιχτό, επιμελώς φιλοτεχνημένο πρόγραμμα. Το οποίο λειτουργεί συνολικά και όχι αποσπασματικά, έχοντας μεν τα πιο πάνω και τα λίγο πιο κάτω του, μα χωρίς ποτέ να εντοπίζεται σημαίνουσα «κοιλιά». Και δεν είναι τόσο εύκολο όσο ίσως υποθέτει κανείς, γιατί Πορτοκάλογλου και Μαχαιρίτσας ανεβαίνουν στη σκηνή γύρω στις 23.00 και το λήγουν περίπου 3 παρά το πρωί. Η διάρκεια λοιπόν, είναι μεγάλη. Και, πέραν του θεσμού του Επισκέπτη που έχουν ορίσει –οι χειμερινές σκηνές της Αθήνας βρίσκονται μάλλον στον αστερισμό της Ταράτσας του Φοίβου– δεν υπάρχει άλλο τρικ, ούτε κάποιο ξόρκι. Παρά μόνο τα τραγούδια τους.  

Και είναι πραγματικά πολλά τα ωραία τραγούδια που έχουν γράψει και ο ένας και ο άλλος· και με τα συγκροτήματά τους –Τερμίτες ο Μαχαιρίτσας (PLJ Band στο ξεκίνημα), Φατμέ ο Πορτοκάλογλου– και μόνοι τους. Παρά τις τόσες ώρες διάρκεια, αν το σκεφτόσουν στο φινάλε, όλο και κάτι εντόπιζες που έλειψε. Ως εκ τούτου, δεν ξέρω τι νόημα μπορεί στ' αλήθεια να έχει για μια ανταπόκριση η εκτενής αναφορά του «τι παίχτηκε». Κάποια πιο μαζικά hits κρατήθηκαν για την τελική ευθεία της βραδιάς ("Ένας Τούρκος Στο Παρίσι", ας πούμε, ή το "Θάλασσά Μου Σκοτεινή"), μερικά άλλα έγιναν «πακέτο» σε ένα πιο λαϊκό τμήμα του προγράμματος ("Ο Παλιός Στρατιώτης", "Κλείσε Τα Μάτια Σου", "Πεθαίνω Για Σένα", "Πότε Θα Σε Βαρεθώ"), ωστόσο κάθε σχεδόν στιγμή άκουγες κι ένα γνωστό τραγούδι. Ήδη μάλιστα από την έναρξη, η οποία άρχισε με αυτοπεποίθηση, ρίχνοντας νωρίς ακόμα και το υπερατού "Διδυμότειχο Blues".


Από άποψη προσέλευσης, το Γυάλινο γέμισε το Σάββατο 1η του Δεκέμβρη (2η μέρα του προγράμματος). Με κόσμο βέβαια αισθητά μεγάλο από άποψη ηλικιών. Παράμετρος κρίσιμη για το πώς νοεί την «επιτυχία» μια μουσική σκηνή εν έτει 2018, όχι όμως ελπιδοφόρα για το πού γενικώς πάει το πράγμα –και ίσως «βόμβα» όσον αφορά τη μακροημέρευση του όποιου σχήματος, στον όποιον χώρο. Γενικώς, πάντως, ήταν κοινό που έπιανε με θέρμη ό,τι πάσα δινόταν από τη σκηνή για τραγούδισμα σε κάποιο γνωστό ρεφρέν, αν και δεν έλειψαν μερικές δύσκολες στιγμές, με τον Μαχαιρίτσα λ.χ. να διασκευάζει θεσπέσια και με λιτή ενορχήστρωση τον "Άμλετ Της Σελήνης" έχοντας δυστυχώς ως «φόντο» τη βαβούρα από τα πίσω τραπέζια.


Αν κάτι δεν πήγε καλά στο πρόγραμμα, ήταν η έναρξη. Παρότι δεν ήταν πρεμιέρα και παρότι παίχτηκαν από την αρχή ορισμένα πολύ γνωστά τραγούδια χωρίς φόβο, το πράγμα δεν φαινόταν να λειτουργεί. Η ορχήστρα έδειχνε φορτωμένη, ο ήχος έβγαινε βουητό, Μαχαιρίτσας και Πορτοκάλογλου έμπαιναν ο ένας στα χωράφια του άλλου, μα δεν συνυπήρχαν: το προαναφερθέν "Διδυμότειχο Blues" στάθηκε η χειρότερη στιγμή της βραδιάς και ήταν κρίμα για το βεληνεκές του. Ωστόσο τα πράγματα δεν άργησαν να στρώσουν. Μόνος του ο Πορτοκάλογλου παρουσίασε στη συνέχεια ένα άμεσα πιο δεμένο αποτέλεσμα, μόνος του ο Μαχαιρίτσας αποδείχθηκε κατόπιν άνετος και ουσιαστικός· όταν ξανάσμιξαν ήταν πλέον όντως «μαζί», μένοντας έτσι ως το τέλος. 


Άνθρωποι με εμπειρία στο να παίζουν με άλλους, ήταν φυσικό ότι Πορτοκάλογλου & Μαχαιρίτσας θα πρόσεχαν ιδιαιτέρως τη συνοδευτική μπάντα. Αλφαβητικά παραθέτοντάς τους, οι Άκης Αμπράζης, Αγάπη Διαγγελάκη, Δημήτρης Καλονάρος, Ηλίας Λαμπρόπουλος, Μιρέλα Πάχου, Φίλιππος Σπυρόπουλος, Steve Tesser & Βύρων Τσουράπης καταγράφηκαν ως μουσικοί ικανοί για ό,τι κλήθηκαν να υπηρετήσουν, παραδίδοντας στιβαρά παιξίματα σε διάφορα σημεία. Έλειψε ίσως από τη γενικότερη ενορχηστρωτική προσέγγιση μια κάπως πιο λοξή ματιά, αλλά κάτι τέτοιο αφορά το «γενικό πρόσταγμα». Και είναι ευθέως ανάλογο, βεβαίως, με το κατά πόσο θα άρεσε στο δεδομένο κοινό –είναι μάλλον πιο σωστό λοιπόν να πω «μου έλειψε», γιατί κατά τα λοιπά ορθώς νομίζω επιλέχθηκε αυτή η ασφαλής οδός πλεύσης.


Η Αγάπη Διαγγελάκη και η Μιρέλα Πάχου είχαν αισθητά μεγαλύτερο ρόλο στο πρόγραμμα, ιδίως η δεύτερη, η οποία και επισήμως μπαίνει ως συμμετέχουσα στη μαρκίζα. Θα ήταν άδικο να τις συμπεριλάβω στα «αρνητικά», γιατί και επαρκέστατες αποδείχθηκαν στα οργανοπαιχτικά τους καθήκοντα και καλές φωνές διαθέτουν. Τους χρειάζονται εντούτοις μερικά «χιλιόμετρα» εμπειρίας ακόμα, καθώς η καλλιφωνία δεν μεταφράστηκε πάντα σε ωραίες ερμηνείες, ενώ υπήρξε κι ένα γενικότερο ζήτημα εύρεσης της θέσης τους επί σκηνής: οι χορευτικές κινήσεις της Διαγγελάκη φάνηκαν κατά τη γνώμη μου άκυρες, όπως και το χαμόγελο στα χείλη της Πάχου, το οποίο έμεινε λ.χ. στη θέση του (ως ένα σημείο της διάρκειας) ακόμα και σε τραγούδια όπου ήταν εντελώς παράταιρο, λόγω του περιεχομένου τους. 

Άφησα για το τέλος την Επισκέπτρια, που σε αυτές τις πρώτες ημερομηνίες είναι η Αφροδίτη Μάνου –έπονται, αργότερα, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας με τον Βαγγέλη Γερμανό. Η Μάνου συμπορεύτηκε πολύ ωραία με τον Μαχαιρίτσα και τον Πορτοκάλογλου, ενώ έδωσε την ευκαιρία να δούμε πώς έχουν φανταστεί οι δυο τους τη λειτουργία του εκάστοτε καλεσμένου στο κοινό τους πρόγραμμα. 


Το έχουν σκεφτεί πράγματι καλά, η δε Μάνου υπήρξε εξαιρετική επιλογή, καθώς είναι τραγουδοποιός με την οποία ταιριάζουν όπως λέμε «τα χνώτα τους». Με αποτέλεσμα να λειτουργήσουν κι εκείνοι άψογα ως συνοδοί της, καθώς μας θύμιζε σπουδαίες στιγμές της δικής της πορείας, όπως τη "Νυχτερινή Εκπομπή", το κηλαηδονικό "Μια Μέρα Μιας Μαίρης" ή το θαυμάσιο (και όχι τόσο γνωστό) "Για Ποια Ελλάδα". Βρίσκεται σε μεγάλα κέφια τελευταία η Μάνου και ίσως είναι καιρός να σκεφτεί σιγά-σιγά τη δική της παράσταση. 

Μόνη ένσταση, ότι συχνά φώναζε. Όπως φώναζε και ο Μαχαιρίτσας σε σημεία των δικών του ερμηνειών, δημιουργώντας αχρείαστους τριγμούς στο ερμηνευτικό οικοδόμημα. Δεν ξέρω αν δεν άκουγαν κάτι καλά ή αν έχουμε περάσει σε μια εποχή όπου οι τραγουδιστές φωνασκούν στα live –όπως παλιότερα φωνασκούσαν οι ηθοποιοί στα τηλεοπτικά σίριαλ. Φοβάμαι ότι συμβαίνει το δεύτερο (υποψιάζομαι μάλιστα και το γιατί). Είναι καιρός να το θέσουμε επιτακτικά επί τάπητος και να το χαρακτηρίσουμε ευθαρσώς ως ακαλαίσθητο. 

Παρά τους παράλληλους βίους τους με εκείνα τα ροκ συγκροτήματα που έπιασαν το ποπ αισθητήριο της δεκαετίας του 1980 και το ξάνοιγμα των σόλο πορειών τους προς τον έντεχνο ήχο από τη δεκαετία του 1990 ως και τις ημέρες μας, είναι αλήθεια ότι Νίκος Πορτοκάλογλου & Λαυρέντης Μαχαιρίτσας δεν εγγράφονταν συνήθως μαζί στη συλλογική μουσικόφιλη συνείδηση. Ίσως να φταίνε και τα πολιτικά γι' αυτό, καθώς αμφότεροι τα συζητάνε με παρρησία από το δημόσιο βήμα τους. Το πρόγραμμα στο Γυάλινο αποδεικνύει πάντως ότι έχουν τελικά περισσότερα κοινά από όσα νομίζαμε. Ίσως και απ' όσα νόμιζαν και οι ίδιοι μέσα στον χρόνο.