Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φαραντούρη Μαρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φαραντούρη Μαρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

09 Ιανουαρίου 2021

Συναντήσεις με τη Μαρία Φαραντούρη, μέρος 3 (ανταπόκριση από το Ηρώδειο, 2013)


Η τρίτη συνάντηση με τη Μαρία Φαραντούρη για την οποία κατατέθηκε κείμενο δεν ήταν εκ του σύνεγγυς, όπως η πρώτη (εδώ) και η δεύτερη (εδώ): βρισκόμασταν μεν και οι δυο μας στο Ηρώδειο, όμως εγώ καθόμουν στα δημοσιογραφικά κι εκείνη πρωταγωνιστούσε επί σκηνής, γιορτάζοντας τα 50 της χρόνια στο τραγούδι.

Η ημερομηνία έμελλε μάλιστα να υπάρξει ιστορική, αλλά για λόγους που δεν είχαν να κάνουν με τη συναυλία: ήταν 17/9/2013, με τη Φαραντούρη να μας αποχαιρετά λίγο πριν τα μεσάνυχτα –την ώρα περίπου που η Χρυσή Αυγή Νίκαιας έστηνε καρτέρι στον Παύλο Φύσσα· τα νέα της δολοφονίας του, θα με πρόφταιναν λίγο αφού επέστρεψα σπίτι.

Η συναυλία εκείνη της Φαραντούρη είχε Διονύση Σαββόπουλο σε ιπποτικό χειροφίλημα, είχε Σαβίνα Γιαννάτου & Έλλη Πασπαλά να φέρνουν μπαλόνια, είχε τον Μίκη Θεοδωράκη στην πρώτη γραμμή των θεατών, αλλά και τον Αλέξη Τσίπρα με τον Φώτη Κουβέλη λίγο πιο πίσω, σε μια περίοδο που διήγαν βίους δραστήριους μα παράλληλους στην πολιτική ζωή: ο ένας ως ανατέλλων αστέρας της αντιπολίτευσης, ο άλλος σε εποχές ΔΗΜ.ΑΡ., να έχει προ λίγων μόλις μηνών άρει τη στήριξή του στην κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά.

Η ανταπόκριση της βραδιάς δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. Θα υπήρχε εντωμεταξύ και μια τέταρτη συνάντηση με τη Φαραντούρη, αρκετά χρόνια αργότερα –στις 2 Δεκεμβρίου 2018, όταν ήρθε καλεσμένη δική μου και του Στυλιανού Τζιρίτα στο ραδιόφωνο, για τη Συχνοτική Συμπεριφορά εκείνης της Κυριακής στους 105,5 Στο Κόκκινο (αφορμή ήταν τότε ο δίσκος Beyond The Borders). Δυστυχώς δεν έχω την εκπομπή για να την αναρτήσω, υπάρχει πάντως σωσμένη στο αρχείο του σταθμού (καθώς έχει αναμεταδοθεί και επί πρώτης καραντίνας), το οποίο σχεδιάζεται να γίνει και δημόσια προσβάσιμο, κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον.

*οι κάτωθι φωτογραφίες είναι της Ντιάνας Καλημέρη και έχουν τραβηχτεί από τη βραδιά του Ηρωδείου


Οι συναυλίες της Μαρίας Φαραντούρη έχουν έναν στατικό, άκαμπτο κώδικα, που κάνει τους νέους και νεότερους από μας να ασφυκτιούμε. Συμβαίνουν σε χώρους με βαρύ πρόσημο κουλτούρας, σαν το Ηρώδειο καλή ώρα· εκφράζονται με ενορχηστρώσεις υπερβολικά στρογγυλοποιημένες και με οργανοπαίκτες μισό (θαρρείς) βήμα πριν μετεξελιχθούν σε ευρωπαϊκό σύνολο κλασικής μουσικής· και απευθύνονται σε πολλούς μεσόκοπους, αλλά του πιο χαλαρού στιλ, όσους δηλαδή θα παντρέψουν τα ακριβά τους ρούχα με ατάκες τύπου «προέρχομαι άλλωστε από την Αριστερά» –το πού βρίσκονται πλέον, παραμένει βεβαίως θολό... Κι όμως! Αντί να σκας στη φορμόλη, φεύγεις από τα λάιβ της Φαραντούρη με αίσθηση ανάτασης. Κι έτσι συνέβη και προχθές, στη γιορτή που έστησε για τα 50 χρόνια της στο τραγούδι.   

Αιτία γι' αυτήν την ανάταση είναι η ίδια η Φαραντούρη. Η οποία όχι μόνο δίνει υπόσταση στον παραπάνω κώδικα, πείθοντάς σε ότι υπάρχει αιτία που τα πράγματα είναι πάντα τόσο σοβαρά επί σκηνής, μα τον σπάει κατά σημεία απλά και μόνο με τη δύναμη και την πειθώ της φωνής της. Μιας φωνής εκπληκτικής και στο νυν ηλικιακό φάσμα, σπουδαίας, εμβληματικής. 

Το αποδείκνυε άλλωστε (το εμβληματικό της συζήτησης) και η σειρά επωνύμων που στελέχωσε τις μπροστινές θέσεις στο γεμάτο μα όχι και κατάμεστο Ηρώδειο: ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Αλέξης Τσίπρας, ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς κ. Φώτης Κουβέλης, βουλευτές των δύο κομμάτων, η Ελένη Καραΐνδρου λίγο πιο πίσω. Και μπροστά-μπροστά, τοποθετημένος σε ειδική καρέκλα, ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο μόνος που θα έκλεβε την παράσταση από τη Φαραντούρη, εκεί στο encore (δείτε και το βίντεο στο τέλος του κειμένου), όταν πήρε ένα μικρόφωνο και από τη θέση του είπε μαζί της την "Άρνηση (Στο Περιγιάλι Το Κρυφό)", τιμώντας έτσι το κορίτσι που μισό αιώνα πριν τον ακολούθησε στο δημιουργικό του όραμα, γενόμενη –μέσω βεβαίως του έργου του– μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες τραγουδίστριες.  

Φυσικά και θα έπαιζε ό,τι έκανε περισσότερο κέφι η Φαραντούρη σε μια τέτοια γιορτή. Αυτό άλλωστε ήταν και το ωραίο της βραδιάς, ότι θα χωρούσαν και τραγούδια που δεν τα ακούς συχνά στις συναυλίες της –σαν το "Δίπλα Στη Θάλασσα" λ.χ., το "Ήταν Καμάρι Της Αυγής" ή τις εκλογές από τη λησμονημένη (όπως η ίδια δήλωσε) Εποχή Της Μελισσάνθης (1980). Κατά τα άλλα, πρωταγωνίστησαν συνήθεις ύποπτοι: ο "Εφιάλτης Της Περσεφόνης", το "Ποιος Τη Ζωή Μου", ο "Γερο-Νέγκρο Τζιμ", το "Μέρα Μαγιού Μου Μίσεψες", το "Σαν Τον Μετανάστη" κ.ά. Τραγούδια τα οποία απέδωσε θαυμάσια. 

Ειδικά στον "Γερο-Νέγκρο Τζιμ" και στο "Μέρα Μαγιού Μου Μίσεψες" η φωνή της έγινε βροντή και έσεισε το Ηρώδειο. Κουβάλησε μέσα της το ιστορικό βάρος μιας σκοτεινής περιόδου διχασμού μα και το αγωνιστικό πνεύμα της Αριστεράς εκείνων των χρόνων, το κουβάλησε όμως με όχημα τον καθημερινό Άνθρωπο και όχι την Ιδεολογία, πιάνοντας έτσι και τους ακροατές των οποίων οι πολιτικές συμπάθειες βρίσκονται στην «εχθρική» όχθη. (Και) γι' αυτό είναι σπουδαία τραγουδίστρια η Φαραντούρη, γιατί στην ερμηνευτική της ωριμότητα βρήκε τον τρόπο να μετριάσει τον στόμφο της νεότητας δίχως να απεκδυθεί την ουμανιστική πλευρά του πολιτικού οράματος που έβαζε τότε φωτιά στις φωνητικές της χορδές. 


Υπό μία τέτοια οπτική, ίσως έπρεπε λοιπόν να τραγουδήσει ούτως ή άλλως το "Γελαστό Παιδί" (ακούστηκε μόνο σε βίντεο απόσπασμα, από τα παλιά), γιατί σε μέρες σαν και τις δικές μας –με τη Χρυσή Αυγή να βρίσκεται στο Κοινοβούλιο, αντί για την παρανομία– χρειάζεται να υπογραμμίζεται εμφατικά η αδιαφορία προς την ανθρώπινη ζωή που χαρακτηρίζει συλλήβδην τους νεοφασιστικούς σχηματισμούς· αδιαφορία η οποία ενσαρκώθηκε με μια βάρβαρη δολοφονία, λίγα μόλις λεπτά αφού είχε τελειώσει η συναυλία. Δεξιοί και Αριστεροί έχουμε ακόμα πολλά πράγματα να χωρίσουμε και οι μέρες της Κρίσης δυστυχώς δεν βοηθούν στο να αλλάξει αυτό. Κάτι όμως πρέπει να μάθαμε ρε γαμώτο από εκείνες τις μέρες, ώστε τουλάχιστον να μπορέσουμε να κρατήσουμε μια ενιαία στάση απέναντι στην ασυδοσία των Νεοναζί. 

Το λάιβ είχε βέβαια και καλεσμένους. Ήρθε η Έλλη Πασπαλά και η Σαβίνα Γιαννάτου κουβαλώντας μια αρμαθιά λευκά μπαλόνια η καθεμιά, ήρθε και ο Διονύσης Σαββόπουλος, κομίζοντας κόκκινο τριαντάφυλλο και ιπποτικό χειροφίλημα. Οι δύο πρώτες υπήρξαν μετρημένες και εγκρατείς, μα έδωσαν το στίγμα τους –ιδιαίτερα με τη διασκευή στο "Gracias A La Vida" της Violetta Parra· ο δεύτερος στάθηκε πράγματι απολαυστικός κάνοντας ντουέτο με τη Φαραντούρη στο "Caruso" του Lucio Dalla, γενικά όμως ήταν ο κοσμικός Νιόνιος των Ηρωδείων και των Μεγάρων κι όχι εκείνος ο εκπληκτικός Σαββόπουλος που είδαμε πρόσφατα (Μάρτιος 2013) στη σκηνή του Gagarin. 

Τέλος, στο "Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ" πήρε το μικρόφωνο η μικρή Ελενίτσα με το άσπρο φορεματάκι της, καταχειροκροτούμενη για την παρρησία, την πόζα και το σθένος με το οποίο μας το είπε. Μπορεί να έλειψε η αρτιότητα και η βιωματική επαφή με τα λόγια, έλαμψαν όμως άλλες ποιότητες· παρατήρησα μάλιστα και τον Θεοδωράκη να κάνει μια κίνηση επιδοκιμασίας. 

Πριν κάποια χρόνια, είχα δει τη Φαραντούρη στο Κάστρο της Καλαμάτας, παρέα με τον φίλο Διονύση Κοτταρίδη και τη (νυν) σύζυγό του Άντυ. Και έχει εντυπωθεί στη μνήμη μου μια ανατριχιαστική εκτέλεση στην "Ελένη", με την ερμηνεύτρια να ιδροκοπά στην καλοκαιρινή ζέστη, μα να προσφέρει ψυχή και σώμα στους στίχους «Να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο, κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει». Στη συναυλία της Τρίτης η "Ελένη" δεν έδωσε το παρών, το έδωσε όμως η στόφα με την οποία την τραγούδησε η Φαραντούρη στην Καλαμάτα, διαχυμένη σε μια σειρά επιλογών από 50 χρόνια λαμπρής θητείας.



08 Ιανουαρίου 2021

Συναντήσεις με τη Μαρία Φαραντούρη, μέρος 2 (2010)


Η δεύτερη συνάντηση με τη Μαρία Φαραντούρη δεν είχε το εύρος συζήτησης της πρώτης (δείτε εδώ), καθώς η κουβέντα μας περιστράφηκε λίγο-πολύ γύρω από τη σχέση της με την τζαζ. Αφορμή, άλλωστε, στάθηκε η συναυλιακή της σύμπραξη με τον Charles Lloyd και τους μουσικούς του στο Ηρώδειο (Ιούνιος 2010). 

Δεν χρειάστηκε επίσης σχεδιασμούς διαδρομής ως την Εκάλη: κλείσαμε ραντεβού στο Κολωνάκι, στο πολιτικό γραφείο που διατηρούσε εκεί ο σύζυγός της Τηλέμαχος Χυτήρης –με τον οποίον μάλιστα συστηθήκαμε κιόλας, ανταλλάσσοντας χειραψία.

Μου έκανε εντύπωση ότι η Φαραντούρη με θυμήθηκε καθώς μιλούσαμε, ρωτώντας με αν είχαμε ξανασυναντηθεί κάποια χρόνια νωρίτερα. Στην κουβέντα μας, κατά τα λοιπά, μου διηγήθηκε για το πώς απόκτησε σχέση με την τζαζ, για το πώς γνωρίστηκε με τον Charles Lloyd στη Σάντα Μπάρμπαρα (2002), ενώ μου μίλησε και για τον θαυμασμό της προς τη Nina Simone και την Ella Fitzgerald. Προέβλεψε επίσης ότι το επόμενο «μεγάλο» στην ελληνική μουσική θα γεννηθεί ανάμεσα σε μικρούς πυρήνες, σε μικρά στέκια.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δινόταν τότε ως promo στον Τύπο


Πώς συναντηθήκατε με τον Charles Lloyd;

Συνέβη πίσω στο 2002, όταν, στη διάρκεια μιας περιοδείας μου στην Καλιφόρνια, τον έφερε στη συναυλία μου στη Σάντα Μπάρμπαρα ένας φίλος του Έλληνας, Έλληνας της Αμερικής. «Έλα ν' ακούσεις λίγη ελληνική μουσική», του είπε, καθώς σε εκείνη τη συναυλία, εκτός από τα γνωστά τραγούδια του Μίκη, είχα στο πρόγραμμά μου και ρεμπέτικα και ηπειρώτικα. Του άρεσε λοιπόν πάρα πολύ, γνωριστήκαμε κι έκτοτε συνδεθήκαμε. 

Τι να πρωτοπώ για τον Charles Lloyd, είναι μια τόσο μεγάλη φυσιογνωμία. Γνώση, ταλέντο, ευαισθησία... Ένας άνθρωπος που βρέθηκε σε μια εποχή και πολύ δύσκολη –λόγω του ρατσισμού εκείνων των χρόνων στην Αμερική– αλλά και άκρως δημιουργική.

Από εκείνη όμως τη γνωριμία στη Σάντα Μπάρμπαρα, ως τη ζωντανή σας συνεύρεση στο Ηρώδειο αυτή την Παρασκευή δεν έχει μεσολαβήσει κενό, έτσι δεν είναι; 

Όχι. Το 2005 ο Charles έτυχε να έρθει στην Ελλάδα, στα πλαίσια κάποιου φεστιβάλ, και με πήρε τηλέφωνο να πω δύο τραγούδια, ως καλεσμένη. Έτσι ανεπίσημα εμφανίστηκα κι άλλες φορές σε συναυλίες του. Τον Νοέμβριο του 2007 ας πούμε στο Παλλάς, όπου έπαιξε παρέα με τον Zakir Hussain και τον Eric Harland· ή πέρυσι τον Οκτώβριο στο φεστιβάλ τζαζ της Χαϊδελβέργης και αμέσως μετά στη Θεσσαλονίκη, στα Δημήτρια.  

Γιατί επιμείνατε στον ανεπίσημο ρόλο της καλεσμένης, σε όλες τις παραπάνω περιστάσεις; 

Γιατί δεν ήθελα να μπερδέψω τον κόσμο. Επρόκειτο για συναυλίες του Charles, όπου ευχαρίστως συμμετείχα αποσπασματικά. Αν ήταν όμως να κάναμε κάτι από κοινού, το ήθελα καλά προετοιμασμένο και οργανωμένο –όπως τώρα. Αρχίσαμε να δουλεύουμε προς μια τέτοια κατεύθυνση αμέσως μετά τα περσινά Δημήτρια. 

Η συναυλία σας στο Ηρώδειο είναι πραγματικά κάτι το ξεχωριστό: και εσείς θα εισέλθετε στον free jazz κόσμο του Lloyd, αλλά κι εκείνος θα έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει στην ελληνική μουσική... 

Το ένα μέρος της συναυλίας θα είναι οι μπαλάντες του Charles, σε μία από τις οποίες έβαλε λόγια η Αγαθή Δημητρούκα. Ο ίδιος ο Charles επέμεινε σε μια τέτοια προσέγγιση, καθώς του άρεσε πολύ η φωνή μου. Είπε λοιπόν –μιας και δεν γράφει τραγούδια, όπως ξέρετε– πάρε αυτό κι αυτό και βάλε δικούς σου στίχους, όποιους σου αρέσουν. Δεν ήθελα όμως να κάνουμε κατάχρηση κι έτσι φτιάξαμε μόνο ένα. Θα πω και μία ακόμα μπαλάντα στα αγγλικά, το “Blow Wind”, καθώς και μια προσευχή, μόνο με φωνητικά και το σαξόφωνό του. 

Θα έχουμε επίσης το "Ταξίδι Στα Κύθηρα" της Ελένης Καραΐνδρου σε μια free jazz διασκευή, το "Caravan" του Duke Ellington, το "Κράτησα Τη Ζωή Μου" του Μίκη Θεοδωράκη –το οποίο αρέσει πολύ στον Charles και ήδη το έχει εντάξει στο ρεπερτόριό του. Το άλλο μέρος της συναυλίας θα είναι μια σουίτα, την οποία έγραψε ο Τάκης Φαραζής, όπου θα συμμετάσχει και ο Σωκράτης Σινόπουλος με τη λύρα του. Με χαρακτήρα ενός μικρού πανοράματος της ελληνικής μουσικής: φανταστείτε το κάπως σαν το απόσταγμα αιώνων, ένα ελληνικό «χαλί» όπου θα πατήσει ο Lloyd και οι μουσικοί του ώστε να αυτοσχεδιάσουν. Θα ξεκινά με έναν παλαιοχριστιανικό ύμνο και κατόπιν θα περνά σε θέματα της δημοτικής μας παράδοσης, τραγούδια του Μίκη κ.ά. 

Εσείς αλήθεια, στην εποχή σας, πώς αποκτήσατε σχέση με την τζαζ;

Είχα την ευκαιρία όταν βρισκόμουν στο εξωτερικό. Με το που τελείωνα δηλαδή τις συναυλίες μου εκεί, στο Παρίσι για παράδειγμα ή στη Γερμανία, έτρεχα αμέσως στα τζαζ clubs! Μου άρεσαν καταρχήν οι τραγουδίστριες –από αυτές παρασυρόμουνα– και είχα την τύχη να δω και να γνωρίσω τη Nina Simone, την Ella Fitzgerald. Ήμουν ανοιχτή, αλλά το αισθανόμουν και ως ανάγκη. 

Μου αρέσει πολύ η τζαζ, πέρα δηλαδή από την κλασική. Γι' αυτό την παρακολούθησα και κατόπιν, όταν άλλαξε και δεν χρειαζόταν πια τους τραγουδιστές και τις μεγάλες ορχήστρες. Ο Charles Lloyd είναι κομμάτι αυτής της αλλαγής, ας πούμε. 

Αναμένεται και η διεθνής κυκλοφορία της βραδιάς στο Ηρώδειο με τον Lloyd, σωστά; 

Ναι, θα κυκλοφορήσει από την ECM. Ο Manfred Eicher βρίσκεται ήδη στην Αθήνα και παρακολουθεί τις πρόβες, δίνοντάς μας και γνώμες. Θεωρώ πολύ σημαντική την ευκαιρία που μου προσφέρεται να ξεναγήσω ένα διεθνές συγκρότημα τέτοιου βεληνεκούς στο ελληνικό μουσικό τοπίο. Αισθάνομαι υπερήφανη, γιατί η ελληνική μουσική δεν έχει παιχτεί ποτέ ως τώρα από τόσο μεγάλους παίκτες –εξαιρουμένης της "Μισιρλού". Για μένα αποκτά κι ένα επιπλέον νόημα μια τέτοια διεθνής κυκλοφορία, σε μέρες όπου όλοι μας βρίζουν και μας θεωρούν τεμπέληδες. Η Ελλάδα έχει κι αυτή την ιστορία της και την κουλτούρα της. 

Σας ανησυχεί αυτή η εποχή, στην οποία μας αποκαλούν τεμπέληδες; Τι πιστεύετε ότι μας οδήγησε ως εδώ;

Μας οδήγησε η έλλειψη παιδείας και η εγκατάλειψη του πολιτισμού μας. Όταν μία κοινωνία βάζει υπεράνω όλων το κέρδος και τις καταναλωτικές αξίες, οδηγείται μοιραία σε αδιέξοδο. Δεν ιεραρχεί σωστά τα πράγματα. Τώρα θα περάσουμε πολύ δύσκολες στιγμές κι ελπίζω να ανακαλύψουμε ξανά τι στήριγμα προσφέρει σε τέτοιες περιστάσεις η τέχνη και γενικότερα η πνευματική ζωή. 

Πρέπει πάντως και η πολιτεία, οι θεσμοί γενικά, να δείξουν ευαισθησία. Δεν ξέρω πώς, γνωρίζουμε πια όλοι ότι τα λεφτά είναι λιγοστά. Αλλά πρέπει πιστεύω να ευαισθητοποιηθούν ως προς τον πολιτισμό. Δεν εννοώ να χτίζουν θέατρα και τέτοια πράγματα, μιλάω για το τι παρέχεται επισήμως ως παιδεία. 

Και πέραν βέβαια του πολιτισμού, θα πρέπει να αγρυπνά ώστε να διορθώνει τις αδικίες. Μπορεί τα μέτρα να μας επιβάλλονται από έξω, όμως η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται εδώ και πρέπει να εξασφαλίσει ότι όλος ο κόσμος θα πρέπει και κάπως να ζει. Θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι όλοι οι πολιτικοί μας ίδιοι. Ότι υπάρχουν ανάμεσά τους και νέα μυαλά, με ειλικρίνεια και με ευαισθησία. 

Βλέπετε επομένως την Κρίση και ως μία ευκαιρία να αποκτήσουμε ξανά επαφή με πράγματα τα οποία κακώς παραγκωνίσαμε...

Ακριβώς! Επαφή με αληθινά πράγματα, όχι με περιττά και φαντασμαγορικά... Νομίζω ότι θα επιστρέψουμε στην ουσία. Αναμένω να το δω και στη μουσική δημιουργία· θα το επιβάλλει ο ψυχισμός της εποχής και θα βρεθούν έτσι και οι εκφραστές του. Και όταν θα εμφανιστούν, θα πρέπει να υποστηριχθούν. Θα πρέπει κι ο κόσμος να ξαναβάλει τη δημιουργία στην καθημερινότητά του, είτε το κάνει μέσω της παρέας του, είτε μέσω των δυνατοτήτων του ίντερνετ ας πούμε. Σε μικρά στέκια, σε μικρούς πυρήνες, θα γεννηθεί το επόμενο μεγάλο.

Ποιους παρακολουθείτε εσείς από τη νέα γενιά με ενδιαφέρον; 

Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι ξέρω όλα όσα κάνει η γενιά των 30άρηδων και των 25άρηδων. Επειδή όμως μετέχει και ο γιος μου ο Στέφανος σε συγκρότημα, έχω πρόσβαση σε διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα από αυτή την πιο εναλλακτική έκφραση του σήμερα. Μου άρεσε ας πούμε η Μόνικα. Πρόκειται πράγματι για μια φρέσκια παρουσία και πιστεύω ότι υπάρχουν κι άλλα εξίσου καινούρια και όμορφα πράγματα. 

Παρατηρώ ότι έχετε βγάλει πολλά ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ το τελευταίο διάστημα. Δεν σας έχει λείψει να βγάλετε έναν στούντιο δίσκο, με καινούρια τραγούδια, ίσως ενός νεότερου δημιουργού;

Τι ωραία θα 'τανε... Μου έρχονται διάφορες ιδέες, αλλά μέχρι να υλοποιηθούν θέλουν καιρό. Κάναμε βέβαια το καλοκαίρι το Ο Έρωτας Πεθαίνει Τραγικά με τον Γιώργο τον Λαζαρίδη, θα ήταν ωραία αν έμπαινε μπροστά για να δισκογραφηθεί. Όμως νομίζω ότι ο Λαζαρίδης θέλει να κάνει κάτι καινούριο, τον ενδιαφέρει, ως νέο άνθρωπο –είναι 30άρης– να εκφράσει αυτό το σήμερα που λέγαμε και πριν. 

Κατά τα άλλα απολαμβάνω τις συναυλίες. Προσπαθώ πάντα, με νέους μουσικούς, να προσεγγίζω με τρόπο φρέσκο πράγματα τα οποία και τα αγαπώ μα και τα θεωρώ ως πηγές ανεξάντλητου πλούτου. Η σχέση μας μαζί τους μπορεί να αλλάζει, μπορεί να περνάνε εποχές όπου δεν τους δίνουμε αρκετή σημασία, όμως τα θεωρώ αναλλοίωτα στον χρόνο. 

Η σύμπραξη με τον Lloyd πρόκειται να εκδοθεί υπό την ECM, όπως είπαμε, ενώ νομίζω πως στο πρόγραμμα βρίσκεται και το αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη στο Μέγαρο, αλλά και το φωνητικό τρίο που κάναμε με την Έλλη Πασπαλά και τη Σαβίνα Γιαννάτου. 



06 Ιανουαρίου 2021

Συναντήσεις με τη Μαρία Φαραντούρη, μέρος 1 (2008)


Πίσω στις ακόμα ξένοιαστες εποχές του 2007-2008, όταν στήσαμε το Avopolis Greek με ένα ολιγάριθμο μα αφοσιωμένο επιτελείο συνεργατών (με το οποίο θέλω να πιστεύω ότι θα μας συνδέει για πάντα αυτή η μικρή περιπέτεια κι ας έχουμε πια σκορπίσει), η Μαρία Φαραντούρη έμοιαζε ως ιδιαίτερα απλησίαστος στόχος: ήταν εκ των πραγμάτων δύσκολο να εντοπίσεις μια τόσο αεικίνητη ερμηνεύτρια με διεθνές προφίλ, πόσο μάλιστα για μια συνέντευξη σε ένα ιντερνετικό μέσο έξω από την «εμβέλεια» στην οποία ήταν συνηθισμένη.

Ωστόσο το βραβευμένο στη Γερμανία άλμπουμ Way Home (2007) έδωσε μια καλή αφορμή. Και μέσω της πολύτιμης μεσολάβησης της Μαίρης Μπρατάκου, δέχτηκε τον Απρίλιο του 2008 να συναντήσει εμένα και τον φίλο και συνάδελφο  Διονύση Κοτταρίδη, προσκαλώντας μας στο σπίτι της στην Εκάλη.

Το να πάμε βέβαια στην Εκάλη δεν ήταν καθόλου εύκολο σε μια εποχή που ούτε ο Διονύσης είχε αμάξι, καταφέραμε όμως και φτάσαμε στην ώρα μας. Αλλά η Φαραντούρη δεν ήταν εκεί, καθώς είχε κανονίσει να μας δει επιστρέφοντας από αεροπορικό ταξίδι, με αποτέλεσμα να πέσει έξω στον χρόνο του ραντεβού λόγω μικρής καθυστέρησης στην πτήση. Περιμένοντας, πάντως, γνωρίσαμε τον Τιμολέοντα Βερέμη, ο οποίος πλέον σταδιοδρομεί ως Leon Of Athens, αλλά τότε είχε ακόμα το indie συγκρότημα Mimosa's Dream, όπου ντράμερ έπαιζε ο γιος της Φαραντούρη, Στέφανος Χυτήρης. 

Νομίζω ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ την άνεση και τη χαρά με την οποία μας υποδέχτηκε η Φαραντούρη, παρά την κούρασή της: δεν θέλησε χρόνο να προετοιμαστεί, έκατσε απλά δίπλα μας στον καναπέ, ξετύλιξε και κάτι εξαιρετικά σουτζούκ λουκούμ να μας κεράσει και –έτσι, τόσο απλά– αρχίσαμε να συζητάμε· για τον νέο δίσκο, για τον Μίκη Θεοδωράκη και το έργο του, για το αν νίκησε τελικά «το σύστημα», για το πώς άλλαξε μέσα στα χρόνια και το ελληνικό ραδιόφωνο, μα και το κοινό. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, μας τραγούδησε κιόλας, έτσι αυθόρμητα και a cappella. Έκτοτε, όταν με ρωτούν ποιος από όσους έχω μιλήσει στην καριέρα μου ενσαρκώνει για μένα την έννοια του καλλιτέχνη, απαντάω πάντοτε «η Μαρία Φαραντούρη».

Η κουβέντα μας πρωτοδημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2008 στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Δεν χρειαζόταν ντε και καλά αφορμή από την επικαιρότητα για κάτι τέτοιο, ωστόσο υπάρχει κι αυτή. Στην πληρέστερη ίσως καταγραφή της Λένας Πλάτωνος σε λόγο, όπως αποτυπώθηκε εδώ (με στήσιμο-πρόταση, μάλιστα) για το μηνιαίο ηλεκτρονικό περιοδικό κριτικής (βιβλίο, πολιτική, πολιτισμός) Marginalia - Σημειώσεις στο Περιθώριο, η τελευταία μίλησε για τη συνεργασία που έχει στα σκαριά με τη Φαραντούρη: θα λέγεται Σπαράγματα και θα βασίζεται σε έργα ποιητριών της αρχαίας Ελλάδας, μεταφρασμένα στα νέα ελληνικά από τον φιλόλογο Θάνο Τσακνάκη. Για την ιστορία, θα είναι η δεύτερη σύμπραξή τους μετά τον δίσκο του 2000 Η Τρίτη Πόρτα.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο από τη Legend


Το τελευταίο σας άλμπουμ, το ζωντανά ηχογραφημένο στο Βέλγιο και στην Ολλανδία Way Home (2007), είναι μια δουλειά η οποία νιώθει κανείς ότι μας «ήρθε» στην Ελλάδα, μιας και τόσο ο βασικός ενορχηστρωτής (Henning Schmiedt), όσο και οι εκτελεστές είναι ξένοι...

Τα τελευταία 15 χρόνια συνεργάζομαι με Γερμανούς οργανοπαίκτες, οι οποίοι παίζουν κυρίως τζαζ και world μουσική και βέβαια, ως Γερμανοί, έχουν και κλασική παιδεία. Όταν τους γνώρισα άρχισαν να παίρνουν στοιχεία από την ελληνική μουσική και να εντάσσουν σε αυτά δικές τους αρμονίες, κάνοντας πολύ ωραία δουλειά. Για εμένα, που είμαι «ψαχτήρι» και μου αρέσει να αναζητώ καινούργια πράγματα, ήταν ωραία συγκυρία να ηχογραφήσω μαζί τους. 

Είχα ήδη κάνει δύο CD στο στούντιο με εκείνους τους μουσικούς, το Poetica (1996) και το Asmata (1998), αποκλειστικά με έργα Μίκη Θεοδωράκη. Το ενδιαφέρον τους για τη μουσική του ήταν βαθύ και ειλικρινές: πήραν μελωδίες του και τις παρουσίασαν στις προσωπικές τους συναυλίες, κάνοντας αυτοσχεδιασμούς. Σιγά-σιγά διεύρυνα λοιπόν το ρεπερτόριο και τους έφερα σ' επαφή με παραδοσιακά, ρεμπέτικα και με βυζαντινές μελωδίες. Μερικά από αυτά τα τραγούδια περιέχονται στο Way Home. Πρόκειται για μια επιλογή από συναυλίες που δώσαμε στο Βέλγιο και στην Ολλανδία. 

Κατά τη γνώμη μου, αυτό το CD αποδεικνύει το ενδιαφέρον των ξένων μουσικών, κριτικών και παραγωγών για την ελληνική μουσική. Και, βέβαια, και το ενδιαφέρον του ξένου κοινού, αν σκεφτείτε ότι το 90% όσων με ακούνε στο εξωτερικό είναι ξένοι.

Σκοπεύετε να παίξετε και σε ελληνικό έδαφος με τους Γερμανούς συνεργάτες σας; Ή σας συνοδεύουν μόνο κατά τις ευρωπαϊκές σας εξόδους;

Έχω ήδη εμφανιστεί μαζί τους στην Ελλάδα: το 1998 στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, το 2000 και το 2008 στο Μέγαρο Μουσικής. Φέτος το καλοκαίρι θα έχω τη χαρά να παίξω και πάλι μαζί τους στην Επίδαυρο, στις 25 και 26 Ιουλίου, όπου θα συνεργαστούν και με Έλληνες μουσικούς, σε ένα νέο έργο με τίτλο Ο Έρωτας Τελειώνει Τραγικά –εντάσσεται στη world music και είναι παραγγελία του Φεστιβάλ Αθηνών. Η σύνθεση είναι του ταλαντούχου κλασικού σολίστα Γιώργου Λαζαρίδη επάνω σε ποίηση της Αγαθής Δημητρούκα. Στο δεύτερο μέρος θα ερμηνεύσω, για πρώτη φορά σε συναυλία, τη Σκοτεινή Μητέρα του Μάνου Χατζιδάκι σε ποίηση Νίκου Γκάτσου· έργο που μου εμπιστεύτηκε ο Μάνος και ηχογράφησα σε πρώτη εκτέλεση το 1985.

Εκτός από τους Γερμανούς σολίστες σας, ξεχωρίζετε κι άλλους ξένους μουσικούς από όσους ασχολήθηκαν διεθνώς με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη;

Να σας θυμίσω μόνο το rock συγκρότημα Savage Republic, που εμπνεύστηκαν από τη Μπαλάντα του Μαουτχζάουζεν, αλλά και τον τζαζίστα Nels Cline, ο οποίος ηχογράφησε έναν αυτοσχεδιασμό επάνω στην "Παντέρμη" από το Romancero Gitano με τίτλο "For Maria". Με σεβασμό έσκυψε και ο μεγάλος αρχιμουσικός Zubin Mheta επάνω στη Μπαλάντα του Μαουτχζάουζεν και είχα μάλιστα τη χαρά να ερμηνεύσω το έργο υπό τη διεύθυνσή του δύο φορές: μία στο Ηρώδειο και μία στο Παρίσι, για το αφιέρωμα της UNESCO στο Millennium. 

Πολύ σημαντική –προσωπικά για μένα– στιγμή ήταν τον περασμένο Νοέμβριο, όταν τραγούδησα με τον μεγάλο μουσικό της τζαζ Charles Lloyd, τον Zakir Hussein και τον Eric Harland στο Παλλάς. Αυτή η συνεργασία με τον Charles θα συνεχιστεί και σκεφτόμαστε να ηχογραφήσουμε και CD μαζί. Όσο για τους ερμηνευτές που έχουν τραγουδήσει τραγούδια του Μίκη, τι να πρωτοθυμηθώ... Gisela Mai, Edith Piaf, Milva κ.ά. 

Και πώς στήθηκε αλήθεια το Way Home; Έγινε κάποια εκλογή που συνειδητά να αντιπροσωπεύει διάφορα «πρόσωπα» του ελληνικού τραγουδιού;  

Όπως προανέφερα, το Way Home απαρτίστηκε από ζωντανές ηχογραφήσεις, από συναυλίες τις οποίες έδωσα στο Βέλγιο και στην Ολλανδία. Η Peregrina, που εξειδικεύεται στη world music, έκανε την επιλογή των τραγουδιών, έχοντας κατά νου το γερμανικό και γενικότερα το διεθνές κοινό. Έτσι, το άλμπουμ αντιπροσωπεύει ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής μουσικής, γι' αυτό και ακούτε δίπλα στον Μίκη και στον Μάνο τον "Καϊξή", τη "Συννεφιασμένη Κυριακή", καθώς και δημοτικά τραγούδια. Άρεσε πολύ στη Γερμανία και σχεδόν παράλληλα με την κυκλοφορία του ήρθε και η βράβευση με το Preis der Deutschen Scallplatten Kritik: ένα έγκυρο βραβείο, από 114 μουσικοκριτικούς περιοδικών και εφημερίδων. 

Προξενεί όμως εντύπωση πώς ένας δίσκος σας, ο οποίος διακρίθηκε και βραβεύτηκε στη Γερμανία, έχει περάσει απαρατήρητος στο ελληνικό ραδιόφωνο...

Πιστεύω ότι τίποτα δεν περνά απαρατήρητο. Απλώς οι Έλληνες παραγωγοί ραδιοφώνου έχουν διαφορετικό γνώμονα περιεχομένου στις εκπομπές τους. Προβάλλουν κυρίως το εμπορικό τραγούδι, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αυτό είναι το κριτήριό τους. Προφανώς, λοιπόν, ενδιαφέρονται για άλλου είδους βραβεία, όπως Αρίων και Eurovision... Όπως αντιλαμβάνεστε, όλα αυτά είναι συνδεδεμένα με κοινά συμφέροντα μεταξύ δισκογραφικών εταιρειών, δημοσιογράφων και ραδιοφωνικών παραγωγών. Εν πάση περιπτώσει, εμείς βασιζόμαστε στις συναυλίες μας. Έχουμε αναπτύξει μια σχέση με το κοινό και δεν εξαρτώμεθα από την προώθηση και τη διαφήμιση κάθε δίσκου μας. 

Πώς θα ορίζατε εσείς το «αξιόλογο» στη μουσική επικαιρότητα; 

Αξιόλογο θεωρώ ό,τι είναι αληθινό και γνήσιο σε κάθε είδους μουσική έκφραση. Πέρα από την ποιότητα που μας χάρισαν ο Μίκης, ο Μάνος και οι επίγονοι αυτών, διακρίνω και την πρωτοπορία νέων δημιουργών, όπως του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Νίκου Ξυδάκη, του Δημήτρη Παπαδημητρίου, του Σωκράτη Μάλαμα, της Μάρθας Φριντζήλα. Νομίζω ότι το νέο αίμα θα φανεί προσεχώς από την ανεξάρτητη σκηνή, από καινούρια γκρουπ, τα οποία καταθέτουν τη δημιουργία τους ακόμη και με ίδιον κόστος και χρειάζεται να τους ακούσουμε προσεκτικότερα. Κάτι αξιόλογο θα διαφανεί μέσα από τους νέους. 

Ένα μεγάλο κομμάτι της καριέρας σας, έχει συνδεθεί με τον Θεοδωράκη και το έργο του. Συμμερίζεστε την άποψη ότι έχει κάπως υποτιμηθεί ως δημιουργός, ταυτιζόμενος με το πιο πολιτικό τμήμα του ρεπερτορίου του;

Ο Μίκης είναι μια αστείρευτη δημιουργική φλέβα, ένα μεγάλο κεφάλαιο για τον πολιτισμό και τη χώρα μας. Πιστεύω ότι έχει ήδη εκτιμηθεί παγκοσμίως κι αυτό φαίνεται από τη διεθνή αποδοχή του έργου του. Και νομίζω ότι θα εκτιμάται συνεχώς και από τις επόμενες γενιές: οι δίσκοι του θα αποτελούν μόνιμη αναφορά για τους νεότερους. 

Ίσως ένα μέρος της μουσικής του να συνδέθηκε με τους πολιτικούς αγώνες σε δύσκολες στιγμές για τη Δημοκρατία, πάντως το σύνολο του έργου του συνδέεται με την υψηλή ποίηση, ελληνική και ξένη· και διακρίνεται όχι μόνο για τον επικό, αλλά και για τον λυρικό του χαρακτήρα. Μόνο λοιπόν οι αγνοούντες –φοβάμαι ηθελημένα αγνοούντες– δεν συλλαμβάνουν όλες τις διαστάσεις της μουσικής του δημιουργίας, υποτιμώντας και περιορίζοντας τη σπουδαιότητά της. 

Ποια θα εντοπίζατε εσείς ως σημαντικότερη αλλαγή από πλευράς κοινού, συγκριτικά με την εποχή του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι; 

Το κοινό έχει πλέον πολύ λιγότερο ελεύθερο χρόνο, διότι εργάζεται περισσότερες ώρες και η σχέση του με τη μουσική περιορίζεται συνήθως στην ακρόαση ραδιοφώνου (ακόμη και CD) στο αυτοκίνητο ή στον υπολογιστή, καθώς αναζητεί παράλληλα πληροφορίες για άλλα θέματα. Μόνο η νεολαία είναι διαθέσιμη να ψάξει για να ακούσει πράγματα μέχρι να μεγαλώσει και να μπει στα προβλήματα της καθημερινότητας. 

Στην εποχή του Μίκη υπήρχαν όνειρα, φαντασία, προσδοκίες. Και κυρίως συλλογικό όραμα. Πράγματα βέβαια που είχαν σχέση και με τη σκληρή πραγματικότητα εκείνων των χρόνων. Τώρα η ζωή είναι κατακερματισμένη, ο χρόνος για όνειρα είναι λιγοστός. Πού και πώς να σκεφτείς τώρα, ας πούμε, για μια καλύτερη κοινωνία; 

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει πλέον ερέθισμα. Εκφράζεται όμως με άλλον τρόπο –πιο ...ηλεκτρονικό!  Και ό,τι είναι να αναδειχθεί, φαίνεται πως θα γίνει πια μέσα από το ίντερνετ. Έχω πάντως την εντύπωση ότι το τραγούδι δεν μπορεί στις μέρες μας να έχει τον μαζικό χαρακτήρα που είχε κάποτε. Θα ανθήσει μόνο στις παρέες και μέσα σε μικρούς κύκλους ανθρώπων, σε μικρο-περιβάλλοντα. Δείτε και την εξής σημαντική διαφορά στις κυκλοφορίες δίσκων: τότε δίσκος γίνονταν τα τραγούδια που είχαν δοκιμαστεί στις συναυλίες και στη σχέση τους με το κοινό. Τώρα ηχογραφείται μια παραγωγή, προωθείται μέσω της διαφήμισης και μετά φθάνει να τραγουδηθεί ζωντανά στον κόσμο. 

Σε τέτοιες όμως μικρές παρέες, γίνονται ολοένα και λιγότεροι όσοι εμπνέονται από την ελληνική μουσική και ολοένα και περισσότεροι όσοι αναζητούν την έμπνευση σε πιο Δυτικούς ήχους...

Έχει κι αυτό να κάνει με το πώς ζούμε σήμερα. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ας πούμε, ή ο Σωκράτης Μάλαμας έχουν τις πηγές της έμπνευσής τους και στην Ανατολή, όχι μόνο στη Δύση. Άλλοι, ωστόσο, θέλοντας ίσως να κινηθούν και σε πιο διεθνή πλαίσια, σκέφτονται με βάση το τι επικρατεί τώρα στη διεθνή αγορά ως ήχος και εντάσσονται σε αυτό. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, είναι αλήθεια πως αυτά τα ακούσματα έχουν έρθει και περισσότερο κοντά στη νεολαία, χάρη στην πρόσβαση στην τεχνολογία και στο ίντερνετ. Ούτε τα σύνορα είναι κλειστά πλέον. Οπότε ποια ελληνικότητα, αυτά τα πράγματα είναι στο τελείωμά τους: όλα θα αλλάξουν, μπαίνουμε σε μια νέα τροχιά. Άλλωστε η μαγική λέξη «παγκοσμιοποίηση» δεν ακυρώνει τελικά τις ιδιαίτερες φωνές των χωρών; 

Ό,τι γίνεται στην οικονομία δεν γίνεται και στη μουσική, αλλά και στην τέχνη γενικότερα; Πού είναι σήμερα, ας πούμε, ο γαλλικός και ο ιταλικός κινηματογράφος; Επιπλέον, η νέα γενιά δεν έχει να στηριχτεί στη μεγάλη ποίηση, όπως η γενιά του Μίκη, η οποία «ακούμπησε» στους ποιητές της Γενιάς του '30. Θα πρέπει επομένως να στηριχτεί σε διαφορετικά πράγματα. Άλλωστε και ο Μίκης και ο Μάνος δεν θα έγραφαν για τα ίδια πράγματα, εάν δραστηριοποιούνταν σήμερα. Δεν θα αξιολογήσω λοιπόν τι είναι καλύτερο. 

Είχε καλά και κακά και η δική μου εποχή, έχει καλά και κακά κι αυτή η εποχή –και θα έχει και το δικό της στίγμα. Κάποια πράγματα, θα μείνουν. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι γίνεται εμείς οι Έλληνες, και λόγω γεωγραφίας, να χάσουμε το πιο ανατολίτικό μας στοιχείο. Ε, άμα πια χάσουμε και τον Τσιτσάνη και την ταβερνίτσα μας... δεν ξέρω τι να πω. 

Δεν οφείλεται όμως αυτό, τουλάχιστον σε ένα σημαντικό μέρος, και στο ότι από ένα σημείο κι έπειτα η ελληνική μουσική δεν παρήγαγε καμία νέα μεγάλη μορφή; 

Δεν μου αρέσει, ξέρετε, να το λέω αυτό. Διότι συχνά έχουν δίκιο όσοι διαμαρτύρονται ότι μόνο τη γενιά τη δική μας παραδεχόμαστε και τη δικιά μας εποχή. Όχι, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι και σήμερα προσπαθούν. Αλλά και οι φωνές που υπάρχουν πνίγονται, δεν τις φωτίζει τίποτα. Υπάρχει τεράστιος ανταγωνισμός: τόσες δισκογραφικές, κανάλια και συμφέροντα, το ένα καταπίνει το άλλο και ο καθένας πια πρέπει να αυτενεργήσει. 

Σίγουρα πάντως όλοι θα συμφωνούσαμε ότι στα τελευταία χρόνια τίποτα δεν δημιούργησε ένα μεγάλο μπαμ· ένα πολιτιστικό ή καλλιτεχνικό σοκ, ανάλογο με αυτό που δημιουργήθηκε π.χ. με την εμφάνιση του Μάνου και του Μίκη στα πράγματα. Ο Μίκης και ο Μάνος είχαν βέβαια κι έναν τσαμπουκά, μια ορμή. Πήγαιναν για παράδειγμα στα χαμαιτυπεία της Πέτρου Ράλλη και του Αιγάλεω, όπου δούλευαν οι ρεμπέτες, για να ακούσουν κι εκείνη την πλευρά της ελληνικής μουσικής. Σε μέρη δηλαδή όπου δεν διανοούνταν τότε ούτε να περάσουν απέξω οι αστοί. Πήγαιναν λοιπόν και «σπούδαζαν» τη λαϊκότητα, την αυθεντική λαϊκότητα. Και ύστερα την ενσωμάτωσαν στα δικά τους έργα. 

Όμως δεν θέλω να χάσω την ελπίδα μου. Πιστεύω ότι θα ξαναγεννηθεί, σύντομα ίσως, κάτι το νέο και το δυναμικό. Θα είναι άραγε σε θέση τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις να το φέρουν στον κόσμο και να το υποστηρίξουν, όπως έγινε τότε;. 

Θίξατε προηγουμένως και το θέμα της παγκοσμιοποίησης και του τι σημαίνει κάτι τέτοιο γενικά για τις ζωές μας. Θεωρείτε πως τελικά νίκησε αυτό που λέμε «σύστημα»;

Ο Μπρεχτ έλεγε ότι κάποτε είχες μπροστά σου τα βουνά. Έβλεπες δηλαδή τον εχθρό (που τότε ήταν ο φασισμός), τον είχες μπροστά σου: ήξερες με τι είχες να παλέψεις. Τώρα έχεις τις πεδιάδες –ισοπέδωση δηλαδή, καθώς ο εχθρός διαχέεται, γίνεται πιο έμμεσος. 

Ως Αριστερή, δεν θα ήθελα να πω ότι το «σύστημα» νίκησε. Πάντως αυτό το απρόσωπο σύστημα έχει αποδειχθεί πολύ ισχυρό. Ξέρουμε όλοι τι θα έπρεπε να γίνει για να αλλάξει, όμως πια είναι πολύ δύσκολο. Αλλά όχι και αδύνατον. Η ελπίδα υπάρχει πάντα και οι νεότεροι θα βρουν τον δρόμο τους. Μήπως δεν υπήρξε και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο οποίος έγινε παγκοσμίως γνωστός στον δικό του μουσικό χώρο;