31 Δεκεμβρίου 2023

Siouxsie - συνέντευξη (2008)


Είδαμε φέτος τη Siouxsie Sioux στην Ελλάδα, στα πλαίσια του Release Athens Festival, μετά από πολύ καιρό: ταλαιπωρημένη μεν από τον χρόνο, εντούτοις υπέροχη με τα νυν μέτρα και σταθμά. Δεν έγραψα live review στο «Αθηνόραμα», αλλά αυτή είναι η γνώμη μου, παρά τις γκρίνιες που άκουσα από εδώ κι από εκεί. 

Μετά από πόσο καιρό, όμως; Από το καλοκαίρι του 2008, μου θύμισε η τηλεφωνική συνδιάλεξη που είχαμε τότε. Ήταν μόλις 10 λεπτά, αλλά η χροιά της φωνής της Siouxsie ακόμα αντηχεί στη μνήμη μου, να με ρωτά «αν είμαι ο Harry» ή αργότερα να μου λέει «Unfortunately, Spooky died». Είναι, άλλωστε, μια αγαπημένη μου τραγουδίστρια. 

Τα όσα είπαμε τότε έδωσαν, φυσικά, μια συνέντευξη. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είχαν δοθεί τότε στον Τύπο, ως promo για την εμφάνιση της Siouxsie στο Rockwave Festival


Έχω μόνο 10 λεπτά μαζί σου, είναι τόσο λίγα για όλα όσα θα ήθελα να ρωτήσω...

Το ξέρω. Μη νομίζεις, και για μένα είναι εκνευριστικές αυτές οι συνεντεύξεις, γιατί πάνω που μπορεί να ξεκινάει μια ωραία συζήτηση, αναγκάζεσαι να την κόψεις. Και να φανταστείς ότι εσύ είσαι ακριβώς στη μέση της λίστας. Έχω ξεκινήσει από το πρωί και τελειωμό δεν βλέπω!

Έχεις καιρό να έρθεις από τα μέρη μας...

Πράγματι, πολύ καιρό. Ήταν το 1995 τελευταία φορά, αν θυμάμαι καλά, με τους Banshees.

Είναι, αλήθεια, τόσο δύσκολη χώρα η Ελλάδα για συναυλίες;

Έτσι φαίνεται. Είχαμε συχνά σκεφτεί ότι θα θέλαμε να παίξουμε στην Ελλάδα, όμως όταν έβγαινε το πρόγραμμα δεν ήσασταν ποτέ μέσα. Έχει μάλλον να κάνει με το ότι δεν είναι εύκολο από την Αθήνα να μεταβείς γρήγορα σε ένα ακόμα μέρος, όπου θα μαζευτεί ανάλογος κόσμος. 

Πάντως, φέτος έμαθα ότι θα έχετε ένα ωραίο συναυλιακό καλοκαίρι. Έρχονται οι Sex Pistols σε σας –εκπλήσσομαι που είναι η πρώτη τους φορά, αλλά να δεις πως θα το θυμάστε– η PJ Harvey, η οποία μου αρέσει πολύ, ο Philip Glass και ο Leonard Cohen. Ζηλεύω τρομερά για τον τελευταίο, να ξέρεις... (σ. σ: αυτό μου το είπε τόσο γατίσια, που κόντεψα να μείνω στον τόπο).

Μετά από τόσα χρόνια σε μπάντες, το διασκεδάζεις να είσαι σόλο; 

Πάρα πολύ. Το να δουλεύεις με νέα πρόσωπα και να δουλεύεις τόσο αρμονικά μαζί τους, σε φρεσκάρει. Νιώθω ότι κάνω ένα νέο ξεκίνημα. Είμαι πολύ ευχαριστημένη και από τη μπάντα και από τους παραγωγούς μου. Και η περιοδεία μάς δίνει την ευκαιρία να βγάλουμε τον καλύτερο εαυτό μας.

Είσαι ικανοποιημένη από την απήχηση του δίσκου Mantaray στον κόσμο;

Και βέβαια είμαι! Ξέρεις, είναι στις συναυλίες όπου κρίνεται κάθε νέα δουλειά. Και όταν αποφάσισα να φτιάξω μια playlist με κορμό το Mantaray, διανθισμένη με παλιότερα αγαπημένα τραγούδια με τους Banshees ή τους Creatures, ήξερα ότι ρίσκαρα. Αλλά το κοινό, όπου και να έπαιξα, ανταποκρίθηκε με μεγάλη θέρμη. 

Για την Ελλάδα τι μας ετοιμάζεις;

Α, κοίτα να σου πω, μην είσαι ανυπόμονος και χαλάσεις την έκπληξη! (γέλια) Σας ετοιμάζω κάτι πολύ σπέσιαλ, πάντως. Κάτι δυνατό. 

Πώς αισθάνεσαι που σε ανεβοκατεβάζουν με διάφορους τίτλους; Άλλοτε «Η Πρώτη Κυρία Του Punk», άλλοτε «Η Γιαγιά του Goth»;

Δεν μου αρέσουν οι τίτλοι, τους σιχαίνομαι. Αηδιάζω ακόμα και όταν με αποκαλούν «κυρία» ή «madame», όπως συμβαίνει συχνά εδώ στη Γαλλία όπου ζω. Κι αυτό το η «γιαγιά του goth» που ανέφερες, πόσο με εκνευρίζει...

Σε εκνευρίζει το γιαγιά ή το goth;

(γελάει) Νομίζω το goth! Το «γιαγιά» δεν με σκοτίζει, είναι τόσο ανόητο να ασχολείσαι με κάτι τόσο δεδομένο όσο ο χρόνος. Τα 50 μου γενέθλια τα γιόρτασα με ένα μεγάλο πάρτι, όπου κάλεσα όλους μου τους φίλους. Είχε πολύ σαματά και πέρασα τέλεια.

Για πολλούς ανθρώπους, βέβαια, ήσουν και ακόμα είσαι ένα εναλλακτικό σύμβολο του σεξ. Έχεις βρει κάποιο ελιξίριο νεότητας;

Είναι η μουσική. Είναι το μεγαλύτερο πάθος της ζωής μου. Δεν προλαβαίνουμε να σου περιγράψω τι συμβαίνει μέσα μου με τη μουσική. Όσο γι' αυτό με το σύμβολο του σεξ, μου προξενεί μόνο γέλια, είναι τόσο αστείο (γέλια). Και όποιον από τους φίλους μου να ρώταγες, πάλι θα γέλαγε. 

Ας πούμε τότε για γάτες. Τι κάνουν ο Spooky, o Spider και ο Dandy;

Αχ, δυστυχώς ο Spooky πέθανε... Και τα άλλα δύο είναι ήδη 16 ετών, 100 δηλαδή με ανθρώπινα δεδομένα, οπότε φοβάμαι ότι θα τα χάσω σύντομα.

Λυπάμαι πολύ για τον Spooky... Πες μου όμως και για τη Γαλλία. Τι κάνει μια Αγγλίδα στη Γαλλία;

Αυτό που μου αρέσει στη Γαλλία είναι ότι εδώ δεν είμαι ιδιαίτερα διάσημη κι έχω την ησυχία μου, μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Μου αρέσει βέβαια και η εξοχή της, είναι πολύ όμορφη. Και, το σημαντικότερο, δεν πάσχει από πολυκοσμία, όπως η αγγλική εξοχή. Μου αρέσει να έχω χώρο και μου αρέσει η ησυχία. Όταν βέβαια δεν ασχολούμαι με τη μουσική!

Έζησες το punk από κοντά, ήδη από τις πρώτες του μέρες. Τα πιτσιρίκια τα οποία σήμερα ακούν ένα πολύ διαφορετικό punk, τα βλέπεις με συμπάθεια;

Τα βλέπω με κάποια συμπάθεια, φοβάμαι όμως ότι είναι παραπλανημένα. Θέλουν τόσο πολύ να ζήσουν κάτι που δεν υπάρχει πια και –το χειρότερο– να το ζήσουν δίχως να ρισκάρουν. Για μένα, τότε, δεν υπήρχε καμία προοπτική στο όλο πράγμα. Υπήρχε μόνο η στιγμή. Κανείς στα μέσα της δεκαετίας του 1970 δεν φανταζόταν ούτε καριέρες, ούτε έκανε σχέδια. Ήταν ένα ξέσπασμα.



29 Δεκεμβρίου 2023

Manilla Road - ανταπόκριση (2017)


Θα θυμάμαι πάντα, θέλω να πιστεύω, τη συναυλία των Manilla Road στο «Κύτταρο», την Πρωτομαγιά του 2017, ως μία από τις καλύτερες που είδα στη ζωή μου: μια αληθινή μικρογραφία-πεμπτουσία του πώς ένα ηχογραφημένο υλικό μπορεί να ξαναζήσει συναρπαστικά, παιγμένο ζωντανά πάνω σε μια σκηνή, ενώπιον κοινού.

Μπήκα στον χώρο κουρασμένος και νοητικά σκορπισμένος, εκείνη τη μέρα, μα βγήκα ανάλαφρος και γεμάτος όρεξη. Και η αιτία ήταν ο φοβερός παλμός των Manilla Road, κάτι που παρατήρησε και η Χριστίνα Κουτρουλού, που ήρθε μαζί, μα και ο πιστός φωτογράφος-σύντροφος Θάνος Λαΐνας, παρότι η μουσική αυτή δεν είναι του γούστου του. 

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Πρωτομαγιά βράδυ στο «Κύτταρο», μας πήρε και μας σήκωσε. Σε ένα πάρτι με μεταλλική επίγευση, από εκείνα που δεν συμβαίνουν πια και τόσο συχνά, τώρα που η old-school χέβι αισθητική έχει υποχωρήσει χάριν των πιο alternative (στους ήχους, στην όψη, στους τρόπους) επιγόνων. 

Πάντως, αν σας λένε ότι οι μεταλλάδες της δεκαετίας του 1980 δεν υπάρχουν πια, να ξέρετε πως σας έχουν γελάσει. Μάλιστα, στην έναρξη των διαδικασιών στο «Κύτταρο» δεν μπορούσες να τους δεις μόνο ανάμεσα στο (αραιό) κοινό, μα και πάνω στη σκηνή. 


Ήταν οι Murder Angels από τη Λάρισα, στην πρώτη τους (νομίζω) εμφάνιση στην Αθήνα: δαιμόνια νιάτα, που είχαν κουβαλήσει τα δικά τους σκηνικά και διέθεταν το πλήρες παλιομοδίτικο πακέτο σε looks και ήχο –είχα χρόνια να δω μαλλί σαν κι αυτό του frontman τους, Τόλη Μέκρα. Το γκρουπ ειδικεύεται στο speed/thrash metal όπως διδάχθηκε στα 1980s και παρότι τα τραγούδια τους δεν κόμιζαν κάτι το ξεχωριστό, τα υπερασπίστηκαν με μεγάλο κέφι, μα και με πολύ καλές φωνητικές κορώνες, κάτι που δεν βρίσκεις εύκολα. Έπαιξαν υλικό από το περσινό τους ντεμπούτο, στο κλείσιμο, όμως, ακούσαμε και μια διασκευή στο "Murder Angels" των Ιταλών Death SS, που (προφανώς) έχει «δανείσει» και το όνομα στη μπάντα.


Οι Αθηναίοι Paladine, πάλι, ήταν άλλου είδους «φρούτο»: ένα σχήμα με πιο μοντέρνα εμφάνιση και πιο μελωδικό ήχο (χάρη στα πλήκτρα), το οποίο αρέσκεται στον επικό metal ήχο, τον οποίον έχει περάσει κι από ένα μάλλον progressive φίλτρο. Εξαιρετικοί μουσικοί –ο ντράμερ τους Σταμάτης Κατσαφάδος, ειδικά, ήταν σκέτη ατμομηχανή, όπως πολύ σωστά τον αποκάλεσε σε κάποιο σημείο ο τραγουδιστής Νίκος Πρωτονοτάριος– υπερασπίστηκαν πετυχημένα το υλικό του φρέσκου ντεμπούτο τους Finding Solace, ενώ μας έπαιξαν και μια πραγματικά «διαβασμένη» διασκευή στο "Gutter Ballet" των Savatage. Μόνη μου ένσταση, ότι βρήκα τον (καλλίφωνο) Πρωτονοτάριο να βγάζει μια ευγένεια στις ερμηνείες του, η οποία δεν κόλλαγε πάντα με τη θεματική των όσων τραγουδούσε.

To ωράριο που είχε ανακοινωθεί τηρήθηκε (να τα λέμε αυτά, γιατί σε άλλες συναυλίες δεν υπάρχει μέτρο στην καθυστέρηση), οπότε δεν αργήσαμε να δούμε ενώπιόν μας τους Manilla Road. Πλέον, ο κόσμος το είχε γεμίσει στο χαλαρό το «Κύτταρο», οπότε, μόλις ξεπρόβαλλε μπροστά μας ο αρχηγός Mark Shelton και οι συνοδοιπόροι του, στήθηκε και η ανάλογη κερκίδα καλωσορίσματος, με ένα πανό ειδικά φτιαγμένο για την περίσταση να κάνει κι αυτό την εμφάνισή του στα σκαλιά του συναυλιακού χώρου. Οι δε Manilla Road μας το τόνισαν εξαρχής: η βραδιά ήταν αφιερωμένη στα 40 τους χρόνια, οπότε θα ακούγαμε μόνο παλιά κι αγαπημένα –τίποτα από το 2000 και μετά, καμία νύξη στον επερχόμενο δίσκο. Άλλο που δεν θέλαμε.

Παρά ταύτα, ούτε ο πιο αισιόδοξος fan δεν μπορούσε να υπολογίσει στο τι θα έστηναν οι Αμερικανοί το βράδυ της Πρωτομαγιάς. Με το καλημέρα, πάντως, εκείνοι μας παρέσυραν στους ρυθμούς τους, να τραγουδάμε μαζί με τον επιβλητικό Bryan "Hellroadie" Patrick το "Dreams Of Eschaton", με τις μπροστινές σειρές του «Κυττάρου» να οδηγούνται κατόπιν στην πρώτη φρενίτιδα (από τις πολλές του live), όταν ήχησε το "Astronomica" –πολυαγαπημένη στιγμή από το άλμπουμ Open The Gates του 1984. Ήταν απλά η αρχή ενός φοβερού πάρτι, αλλά και η τρανότερη απόδειξη του πόσο απολαυστικοί παραμένουν επί σκηνής οι Manilla Road. Οι οποίοι ξαναβάπτισαν τους παλιούς στα πιο πολύτιμα νάματα της μακρυμάλλικης εφηβείας τους και έδειξαν στους νεότερους (γιατί υπήρχαν και κάμποσοι πιτσιρικάδες στο «Κύτταρο») πώς γίνονταν μερικά πράγματα, πριν επικρατήσει ως metal η πιο «κεντρώα» αισθητική συγκροτημάτων σαν τους Mastodon.


Η setlist ήταν εμπρηστική, η κιθάρα του Shelton πετούσε φωτιές, αλλά κινητήρας της όλης βραδιάς αναδείχθηκε εν τέλει ο Hellroadie, καθώς επιτελούσε και ρόλο τελετάρχη, εκτός από αυτόν του frontman. Ξέροντας καλά, δηλαδή, πότε να τραγουδά, πότε να αποσύρεται στο πλάι της σκηνής δίνοντας χώρο στους υπόλοιπους, πότε να παραχωρεί το μικρόφωνο στον Shelton για μερικά πραγματικά ηρωικά φωνητικά και πότε να του δίνει τις απαραίτητες ανάσες, στήνοντας γέφυρες επικοινωνίας με τον κόσμο. Δίπλα του, ένας έκπληκτος Phil Ross (μπάσο) ανακάλυπτε τι σημαίνει metal συναυλία στην Ελλάδα («προσπάθησα να τον προειδοποιήσω», είπε ο Hellroadie), ενώ πίσω του ο καταπληκτικός Γερμανός ντράμερ Andreas "Neudi" Neuderth έμοιαζε με φιγούρα βγαλμένη από κάποια λοξή γωνία των ιστοριών του Λάβκραφτ.

Και τι δεν μας έπαιξαν οι Manilla Road, την Πρωτομαγιά. "Mystification" ακούσαμε, "Open The Gates" ακούσαμε, "Masque Of Red Death", "Flaming Metal Systems", αλλά και το "The Empire" σε ένα συλλεκτικό στιγμιότυπο, με τον Shelton να παίζει απίστευτα πράγματα στην κιθάρα του. Όταν, δε, έφτασε το φινάλε της κανονικής διάρκειας, έγινε της τρελής μπροστά στη σκηνή υπό τους ήχους των "Necropolis" και "Crystal Logic": ξύλο, ομαδικά headbanging, έξαλλα σπρωξίματα, κλωτσοπατινάδα, crowd surfing, αλλά και γροθιές υψωμένες στον αέρα με ενθουσιασμό και τραγούδι μέχρι τελικού ξελαρυγγιάσματος. Φυσικά και απαιτήσαμε encore, φυσικά και μας το έδωσαν, μέχρι το οριστικό αντίο, μέσα σε έξαλλους πανηγυρισμούς και χειροκροτήματα.

Ρε γαμώτο, όμως, το "The Veils Of Negative Existence" το άφησε εκτός setlist ο άτιμος ο Hellroadie... Ήταν, όμως, το μόνο μου παράπονο από μια βραδιά που θα τη θυμάμαι για καιρό. Πιστεύω κι όποιος άλλος βρέθηκε στον Κύτταρο, αυτήν την Πρωτομαγιά του 2017.



28 Δεκεμβρίου 2023

Stephan Micus - White Night [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «White Night» του Stephan Micus, ένα από τα ωραιότερα της μακράς και τόσο ιδιαίτερης καριέρας του: μια μουσική τελετουργία με μυστικιστικό χαρακτήρα και υποβλητική πνευματικότητα, ταγμένη στην αληθινή παγκοσμιότητα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δόθηκε στον Τύπο ως promo από την ECM και ανήκει στον René Dalpra


Αν οι περίφημες «λίστες της χρονιάς», στις οποίες επιδίδεται με πάθος ο μουσικός Τύπος, διέθεταν πραγματικό εκτόπισμα και δεν αυτοπεριορίζονταν στο λιβάνισμα συγκεκριμένων αισθητικών προτιμήσεων υπό το πρόσχημα ενός βολικά κατασκευασμένου «πλουραλισμού», τότε οι πύλες τους θα έπρεπε να ανοίγουν διάπλατα (σχεδόν) κάθε που επιστρέφει στη δισκογραφία ο Stephan Micus. 

Δεν συμβαίνει. Παρά ταύτα, ο Γερμανός μουσικός, συνθέτης, τραγουδιστής και οργανοποιός συνεχίζει τα θαυμαστά του ταξίδια. Κι αν το White Night φέρνει κάτι εμφατικά στο προσκήνιο, είναι ότι η γραφή του δεν μοιάζει με τίποτα άλλο (και δεν έμοιαζε ποτέ). 

O τίτλος επεξηγεί κάτι από τη δημιουργική αφετηρία, ενώ την ίδια στιγμή προτρέπει και σε μια συγκεκριμένη προσέγγιση. Ο Micus, δηλαδή, ξεκινά από το φεγγαρόφως, έτσι όπως πέφτει ολόλαμπρο στη σιγαλιά της νύχτας, στις βαθιές εκείνες ώρες όπου «παύει το τριζόνι και αντηχεί μόνο ο κούκος». Ανάλογα, λοιπόν, οφείλει να κινηθεί και η ακρόαση: σαν άλλο νυχτολούλουδο, ο δίσκος ανθίζει στην ησυχία του σκοταδιού και σκορπά καθώς μπαίνει το φως της μέρας και πληθαίνουν οι θόρυβοι της ανθρώπινης παρουσίας. Πρόκειται για μια τελετουργία, στην οποία καλείσαι να κοινωνήσεις την αληθινή παγκοσμιότητα –προσοχή, όχι την παγκοσμιοποίηση– μπαίνοντας από την "Eastern Gate" της έναρξης και βγαίνοντας από τη "Western Gate" του φινάλε.

Ενδιάμεσα, ο Micus σε προσκαλεί να βαδίσεις σε ένα ανεπανάληπτα διαπολιτισμικό συνεχές, όπου παμπάλαιες μνήμες συνασπίζονται για να δημιουργήσουν κάτι νέο, πάντα μέσω ενός απόλυτα προσωπικού φίλτρου. Έτσι, καλίμπες από την υποσαχάρια Αφρική γίνονται σώμα ένα με το αρμένικο duduk, το αιγυπτιακό νέϋ και τα θιβετιανά κύμβαλα, συναντώντας στην πορεία και όργανα που είτε έχει κατασκευάσει ο ίδιος ο Micus, είτε έχει παραγγείλει με τροποποιήσεις –όπως αυτήν π.χ. την καλίμπα με τις μπρούτζινες γλώσσες, η οποία βγάζει έναν ήχο κατά τι πιο «μαλακό». Πού και πού, στη ροή των οργάνων παρεμβαίνει και η φωνή του Micus, ο οποίος τραγουδά σε μια ακατάληπτη, δικής του επινόησης γλώσσα, όντας γήινος και την ίδια στιγμή εντελώς εξώκοσμος ("The Bridge", "The Forest", "Fireflies").

Ωστόσο, ας μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Ο Stephan Micus δεν παίζει world, ούτε και σερβίρει ψήγματά της «μαγειρεμένα» με τρόπο αρεστό σε όσα Δυτικά αφτιά αναζητούν το ελεγχόμενα εξωτικό. Το White Night απηχεί μεν παραδόσεις από διάφορα μέρη της υφηλίου, όμως τις βάζει να συνδιαλεχθούν και να αναζητήσουν αναπάντεχους, πρωτόγνωρους συνδυασμούς, αρθρώνοντας έναν ήχο σημερινό και άκρως υπερ-τοπικό, κινούμενο από το συγκεκριμένο προς το αφηρημένο: ο παγκόσμιος χάρτης του Γερμανού καλλιτέχνη παραδίδεται χωρίς σύνορα, ωθώντας τα Ιμαλάια να έρθουν πλάι στη Γκάνα και τον Καύκασο δίπλα στη Ναμίμπια. Ναι, υπάρχει μια συγγένεια με τις ύστερες αναζητήσεις των Dead Can Dance και με τη δική τους ματιά στην παγκοσμιότητα, όμως είναι απλώς το μόνο παράλληλο που μπορείς να χαράξεις, καθώς υπάρχουν και σημαντικές διαφορές, πέρα από τις ομοιότητες. 

Σκεπτόμενος ότι το "Western Gate" μοιάζει πολύ σε αργό, ηπειρώτικο σκοπό –κι ας μην έχει κάτι το έκδηλα ελληνικό– θυμήθηκα την τηλεφωνική συνομιλία που είχα με τον Micus το 2013, όταν είχε βγάλει το άλμπουμ Panagia. Είχε βασιστεί, τότε, σε βυζαντινούς ύμνους, απλά και μόνο για να καταδείξει πόσο όμοιοι μπορούσαν να ακουστούν με τις γιαπωνέζικες προσευχές στις θηλυκές θεότητες της παραδοσιακής θρησκείας, ενώνοντας, έτσι, τη μεσοβυζαντινή ψαλμωδία με το απωανατολίτικο γιν & γιάνγκ (ολόκληρη η κουβέντα μας είναι εδώ). Και ανέτρεξα και σε προηγούμενες δουλειές, για να επιβεβαιώσω ότι με κάθε του δίσκο σκάβει βαθιά στο υπέδαφος μιας κοινής ανθρώπινης ανάγκης/εμπειρίας πίσω από τη μουσική δημιουργία. Ώστε να εκπέμψει ένα παγκόσμιο μήνυμα, δίχως ποτέ οι δουλειές του να χάνονται στην επανάληψη και στη μονομέρεια, παρά το ενιαίο της αισθητικής τους. 

Το White Night γίνεται, λοιπόν, ένα επιπλέον λιθαράκι σε αυτήν τη διαδρομή: ένας ακόμα εκπληκτικός δίσκος, με πνευματικότητα που πραγματικά σε υποβάλλει. 



27 Δεκεμβρίου 2023

Dimmu Borgir - ανταπόκριση (2019)


Σεπτέμβριος 2019, το μυαλό ήταν ακόμα στις καλοκαιρινές διακοπές –εκείνη τη χρονιά είχα αργήσει να γυρίσω στην πόλη, νομίζω– οπότε το να ξαναμπώ σε έναν κλειστό χώρο για συναυλία έμοιαζε περίεργο, σαν επίσημη έναρξη φθινοπώρου.

Όμως οι Dimmu Borgir ξόρκισαν τις έγνοιες αυτές με μια σαρωτική performance, στην οποία παρουσιάστηκαν ως πραγματικές Δυνάμεις της Βορεινής Νύχτας (όπως λέει και το τραγούδι τους), σαρώνοντας το κατάμεστο «Piraeus Academy» με φώτα, συμφωνικά πλήκτρα και μαύρο, νορβηγικό metal.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Δημήτρη Καπάνταη


Ό,τι κακία και να λέγεται κατά καιρούς στα μεταλλικά πηγαδάκια για τους Dimmu Borgir, έχουν αφοσιωμένο κοινό στην Ελλάδα· στο οποίο καταφανώς είχαν λείψει, καθώς είναι πολλά τα χρόνια που πέρασαν χωρίς να τους δούμε στα μέρη μας. Γέμισαν, έτσι, το «Piraeus Academy» και φρόντισαν να το σαρώσουν με τα φώτα, τα συμφωνικά τους πλήκτρα και το μαύρο, νορβηγικό τους metal. Σαν πραγματικές Δυνάμεις της Βορεινής Νύχτας. 

Σε έναν μουσικό Τύπο στον οποίον ελάχιστοι θίγουν την καθυστέρηση στα ανακοινωμένα ωράρια των συναυλιών –για την οποία λίγες φορές συντρέχουν λόγοι άλλοι του ζαμανφού– αξίζει να τονίσουμε δύο πράγματα: πρώτον, τα πάντα συνέβησαν σύμφωνα με το δημοσιευμένο πρόγραμμα της διοργάνωσης. Δεύτερον, οι Gentihaa εκπλήρωσαν τον support ρόλο τους στα 6 κομμάτια και όχι σε κανά από αυτά τα 45άλεπτα set που ευδοκιμούν τελευταία, παρά το γεγονός ότι ελάχιστες εγχώριες μπάντες είναι σε θέση να τα υποστηρίξουν. 


Το αθηναϊκό γκρουπ έπαιξε σε κάθε περίπτωση με κέφι, έχοντας φρέσκο το ντεμπούτο του Reverse Entropy. Και πέτυχε να κερδίσει την προσοχή και το χειροκρότημα χάρη σε μια πολύ επαγγελματική εμφάνιση, στην οποία αποτυπώθηκε θαυμάσια ο ογκώδης τους ήχος και φάνηκε η πραγματικά καλή δουλειά που έχει γίνει στις κιθάρες. Παρότι βρήκα τη μουσική τους κομματάκι στιλιζαρισμένη για τα γούστα μου και τα φωνητικά του Ανδρέα Μπούτου να χρωστάνε περισσότερα στο hardcore/metalcore απ' ό,τι προτιμώ, έδωσαν μια συναυλία με πυγμή.  

Η σκηνή, κατόπιν, στήθηκε από την αρχή και σε μισή ώρα όλα ήταν έτοιμα, με τους Dimmu Borgir να παρατάσσονται τμηματικά –πρώτα οι μουσικοί που τους πλαισιώνουν στις λάιβ εμφανίσεις, τελευταίο το πρωταγωνιστικό τρίδυμο. Το μπάσιμο στάθηκε αντάξιο της αναμονής, καθώς το γκρουπ εξαπέλυσε με το καλημέρα του "The Unveiling" όλον του τον μοχθηρό δυναμισμό, έχοντας τον επιβλητικό Shagrath να μοιάζει με δυσοίωνο τελετάρχη καθώς τραγουδούσε μισοδιακρινομένος κάτω από την κουκούλα της φορεσιάς του, με το μακρύ του μαλλί να ανεμίζει στις άκρες. Το «Piraeus Academy» πήρε κι αυτό φωτιά αμέσως, σαν έτοιμο από καιρό, προοιωνίζοντας μια «καυτή» βραδιά, με μπόλικο ιδρώτα στην αρένα.

Τι κι αν έψαχνες με το κιάλι τα παλιά τραγούδια στη setlist, τι κι αν οι Dimmu Borgir έπαιξαν μόνο 1 ώρα-και-κάτι; Είναι μύθος ότι καλές συναυλίες είναι αυτές που τραβάνε και τραβάνε σε διάρκεια. Άλλωστε τα καινούρια και πιο πρόσφατα κομμάτια παίχτηκαν με τέτοια ζέση, ώστε ήχησαν σαν classics, ενώ πολύς κόσμος ήξερε αρκετά καλά τους στίχους π.χ. του "Council Of Wolves And Snakes" και του "Dimmu Borgir", λαμβάνοντας εύσημα από τον Shagrath. Ο οποίος δεν ανεχόταν, εντωμεταξύ, την παραμικρή κάμψη στις αντιδράσεις ενθουσιασμού, προβαίνοντας σε διαρκείς προτροπές για περισσότερο θόρυβο και περισσότερη συμμετοχή. Κάλεσμα που βρήκε πυρακτωμένη ανταπόκριση, ακόμα και από τους καθισμένους στον εξώστη. Αν και δεν γίνεται να μην το σχολιάσεις: είναι δυνατόν ρε παιδιά, καθήμενοι σε black metal συναυλία; 

Το συμφωνικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο τμήμα της καριέρας των Dimmu Borgir αποδόθηκε με ευχέρεια από τα πλήκτρα του Gerlioz, έχοντας ως σύμμαχο τον καλό ήχο, ενώ Silenoz και Galder αλώνιζαν τη σκηνή, δίνοντας ρέστα στις κιθάρες. Κανείς, έτσι, δεν κατάλαβε πότε φτάσαμε στα "Progenies Of Τhe Great Apocalypse" και "Mourning Palace". Αμφότερα, πάντως, προξένησαν χαμό στις τάξεις του κοινού, ωθώντας τη βραδιά σε γκραν φινάλε. 

Κάποιοι φώναξαν βέβαια και για encore, κατόπιν, όμως έχασαν γρήγορα τον ενθουσιασμό τους, καθώς οι Νορβηγοί δεν πρόκειται να σου δώσουν τίποτα παραπάνω απ' όσα έχουν με επιμέλεια σχεδιάσει. Άλλωστε δεν είχαμε κανέναν, μα κανέναν λόγο να φύγουμε παραπονεμένοι από τη συναυλία. Ακόμα κι αν, βάζοντας κάτω τα οικονομικά, σκεφτόσουν ότι η τιμή του εισιτηρίου αναλογούσε σε μια πιο εκτεταμένη διάρκεια. 



03 Δεκεμβρίου 2023

Θάνος Ανεστόπουλος - Θάνος Ανεστόπουλος [δισκοκριτική, 2018]


Διάφορα που ίσως χρειαζόταν να ειπωθούν στο πλαίσιο αυτού του blog για τον Θάνο Ανεστόπουλο, έχουν καταγραφεί σε άλλη ανάρτηση (δείτε εδώ).

Εδώ, λοιπόν, χωρίς περιττές μακρηγορίες, βρίσκεται μια κριτική μου στο μεταθανάτιο άλμπουμ «Θάνος Ανεστόπουλος» (Inner Ear, 2018). Με τον επίλογο να λέει, πιστεύω, περισσότερα από όσα χρειάζεται να λεχθούν σε μια τέτοια εισαγωγή.

Όπως κι άλλες μου κριτικές από εκείνα τα χρόνια, έτσι κι αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Αvopolis τον Απρίλιο του 2018 –κι αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από τη συναυλία-reunion των Διάφανων Κρίνων στην Τεχνόπολη (Σεπτέμβριος 2015) και ανήκει στη Σμαρώ Μπότσα


«Πως, θα ξαναβγούμε έξω στο φως 
να ξαναβρώ τις ρίζες μου να κρατηθώ»

Τα τραγούδια λένε πάντα την αλήθεια, έχει ειπωθεί. Στα βασικά, ωστόσο, λένε τη δική μας αλήθεια. Το τι κρατάει και τι τονίζει ο καθείς μας και τι βάζει στο πλάι, είναι μια πολύ προσωπική και μη-λογική διεργασία. 

Ο δίσκος κυλάει και συχνά η φωνή του Θάνου Ανεστόπουλου κυριαρχεί, σκεπάζοντας και το τι τραγουδιέται και το πώς. Ήταν πάντα ένας χαρισματικός ερμηνευτής, πριν από όλα τα άλλα· μια φωνή από εκείνες που τις ακούς στο ράδιο και δεν ψάχνεις ποτέ «ποιος είναι αυτός». Βαθιά, εκφραστική ακόμα και στις μανιέρες της, μόνιμα εγκαταστημένη, θαρρείς, στο σύνορο που χωρίζει Φως και Σκοτάδι. Ένα σύνορο που καλά κρατεί με διάφορες μορφές στο φαντασιακό της Ανθρωπότητας ήδη από τα προϊστορικά χρόνια, στο οποίο αυτοτοποθετήθηκε και ο ίδιος ο Ανεστόπουλος πίσω στο 1998, με εκείνο το «Δεν θα συγκρίνω φως με το σκοτάδι» του αξέχαστου "Μπλε Χειμώνα".

«Μια λυρική απάθεια, ένα τοπίο κύματα 
καθώς η μέρα μου γαλήνια θα μικραίνει»

Τα 10 αυτά στιγμιότυπα, που έμειναν πίσω όταν ο Ανεστόπουλος έχασε τη μάχη με τον καρκίνο το 2016, άξιζε να τα ακούσουμε. Δεν αφαιρούν τίποτα από τα όσα ξέραμε, μα προσθέτουν κάτι τις στο παζλ, δείχνοντας ποια θα ήταν «κανονικά» η συνέχεια του σόλο δίσκου Ως Το Τέλος (2012) και των αναζητήσεων που εκφράστηκαν με τραγούδια όπως το "Ξανάρθαν Τα Σύννεφα". Μανώλης Αγγελάκης, Στάθης Ιωάννου, Νίκος Γιούσεφ & Άκης Σπυριδάκης τα έβαλαν λοιπόν με τα ανέκδοτα θηρία, υπό το έρεβος μάλιστα του αντίκτυπου της απώλειας ενός φίλου –και τα αποτελέσματα τους δικαιώνουν. Δεν πρόκειται για τυμβωρυχία, όπως συμβαίνει με κάποιες διεθνείς εκδόσεις ανάλογου τύπου: συναισθάνεσαι σχεδόν ό,τι οι ίδιοι περιγράφουν ως «ανάγκη και ηθική υποχρέωση να δημοσιοποιηθεί το έργο του».

«Καταραμένοι ποιητές, οι στίχοι σας νεφέλες»

Με έναν τρόπο, τα τραγούδια αυτής της νέας έκδοσης κάνουν κύκλους γύρω από πράγματα ήδη ειπωμένα επί Διάφανων Κρίνων, στη διαδρομή από τη "Μουχλαλούδα" (1994) ως τον "Τελευταίο Σταθμό" (2012). Με έναν άλλον, όμως, δείχνουν την αποφασιστικότητα του Ανεστόπουλου να σκάψει στις αναφορές του για να βρει περισσότερες φλέβες έκφρασης· για να ανακαλύψει το νέο μέσα στο οικείο, αυτή τη φορά με την ταυτότητα του τραγουδοποιού. Το βάρος ρίχνεται στον λόγο –και αντίστοιχα στις ερμηνείες– με μια επίγνωση ότι αποτελούν τα «δυνατά χαρτιά», με τις μελωδίες να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα και να μην καταγράφονται στιβαρές.  Παρά ταύτα το σύνολο λειτουργεί και τα κομμάτια αφήνουν τελικά την αίσθηση ενός μικρού βήματος προς τα μπροστά και όχι την εντύπωση ενός δημιουργού μπουρδουκλωμένου στο ένδοξο παρελθόν.

«Θυμάμαι ένας φίλος που 'φυγε νωρίς μας όρκισε 
στα πιο μεγάλα μακρινά άστρα να φτάσουμε» 

Ας με συγχωρήσει ο Θάνος Ανεστόπουλος, ο οποίος κάποτε μου είχε πει να μην γράψω ξανά για δουλειά του, καθώς γνωριζόμασταν πλέον αρκετά (άλλοι θα έλεγαν «γράψε και καμιά καλή κουβέντα»). 

Στάθηκε πράγματι δύσκολο να αποκόψω τα όσα άκουσα εδώ από τις μνήμες των συζητήσεών μας, από τα σφηνάκια τεκίλας στο «Cusco» εκείνο το επικό μεσημέρι, όταν ο Tom Waits μπλέχτηκε με τα μπούτια της Μαρίτας, από το σκίτσο που έφτιαξε μέσα σε ούτε 5 λεπτά για να με ξεπροβοδίσει καθώς πήγαινα φαντάρος. 

Ο αποχαιρετισμός, όμως, εκκρεμούσε. 

Τελικά, λοιπόν, έγινε με μια επιστροφή στο πώς τον γνώρισα εξαρχής: ακούγοντας έναν δίσκο του, θαυμάζοντας ξανά τα μεστά του τραγούδια για τις πτώσεις των ανθρώπινων ονείρων και για τη θλίψη, η οποία μπορεί να επικάτσει στις ζωές όλων μας. Αυτά δηλαδή που τον έχρισαν σε ποιητή-τραγουδοποιό μιας ολόκληρης φουρνιάς ροκ ακροατών, στα λίγα χρόνια στα οποία έμελλε να ζήσει.



30 Νοεμβρίου 2023

Θάνος Ανεστόπουλος - συνέντευξη (2012)


Είναι δύσκολο να κάτσω εδώ, στα πλαίσια αυτών των σύντομων εισαγωγών που φτιάχνω για διάφορα παλιά μου δημοσιεύματα, να μιλήσω για τον Θάνο Ανεστόπουλο (Φεβρουάριος 1967 - Σεπτέμβριος 2016). 

Όχι από κάποιο οπαδιλίκι για τα Διάφανα Κρίνα, παρότι παραμένουν ένα από τα πολύ αγαπημένα μου ακούσματα από το εγχώριο rock –αύριο 1η Δεκέμβρη, μάλιστα, ο Λεωνίδας Σκιαδάς στήνει και μια βραδιά αφιερωμένη στο γκρουπ, στη «Death Disco». Αλλά γιατί, κάνοντας τη δουλειά αυτή, ήρθαν έτσι τα πράγματα που με κάποιους καλλιτέχνες συγχρωτίστηκες, συμπαθήθηκες και μοιράστηκες και κάποιες αυστηρά ανθρώπινες στιγμές. 

Δεν γράφω τη λέξη «φίλος», γιατί κάτι τέτοιο δεν γίναμε ποτέ με τον Θάνο Ανεστόπουλο. Όμως υπήρχε θέρμη μεταξύ μας. Στο «Κούζκο», ας πούμε, μια μέρα που με συνάντησε τυχαία κι έκατσε για έναν καφέ, του είπα ότι έφευγα για στρατιωτική θητεία, στο Πολεμικό Ναυτικό. Κι αμέσως έβγαλε ένα χαρτόνι από την τσάντα του και τσικ-τσικ μου σχεδίασε ένα σκίτσο, όπου προοικονομούσε ότι το διάστημα αυτό θα μοιάζει σαν διακοπές κάπου ονειρικά: ίσως σε εκείνο το νησί στον Ειρηνικό που, κατά τον Γιώργο Μαρίνο, πάντα θα μας περιμένει. 

Με συγκίνησε πολύ, αν και ποτέ δεν του το είπα. Και τον σκέφτηκα πολλές φορές γελώντας κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, όταν αποκαλούσαμε το στρατόπεδό μας στον Πόρο «Poros Resort». Και τώρα αγχώνομαι που τα γράφω αυτά, γιατί πάλι δεν θυμάμαι πού το έχω βάλει το σκίτσο, στο χάος το οποίο βασιλεύει μονίμως στο σπίτι μου.

Επίσης, εκτίμησα πολύ που μόνος του, μια μέρα που καθόμασταν στο «Φλοράλ» και συζητάγαμε για τον Τύπο και τη ραδιοφωνία, μου είπε ότι, επειδή κάνουμε παρέα, δεν έπρεπε να γράφω πια κριτικές για τα όσα κάνει, είτε με το γκρουπ, είτε μόνος του. Το είχα βέβαια κατά νου, γιατί αυτή είναι η πάγια τακτική μου. Όμως το μέτρησα που το σκέφτηκε και θέλησε να το ξεκαθαρίσει, γιατί η πλειονότητα των καλλιτεχνών στην Ελλάδα αρέσκεται να έχει αυλικούς. 

Και ήμουν, τελικά, εγώ που δεν τήρησα τη συμφωνία μας, αφού ξανάγραψα κάτι για δουλειά του, μετά βέβαια από τον θάνατό του (δείτε εδώ). Θέλω να πιστεύω, όμως, ότι θα καταλάβαινε πως εκκρεμούσε ο αποχαιρετισμός μας, ο οποίος δεν χώραγε φυσικά σε κηδείες και τα συναφή: τέλος πάντων, μόνο έτσι ήξερα να το κάνω. Και το έπραξα, θεωρώ, με τιμιότητα απέναντι στο έργο της κριτικής αποτίμησης.

Κάτι που «επιτρεπόταν», πάντως –και ήταν θεμιτό– ήταν να κάνουμε καμιά συνέντευξη. Όπως έγινε το 2012, 3 χρόνια μετά τη διάλυση των Διάφανων Κρίνων, όταν έβγαλε το πρώτο του σόλο άλμπουμ «Ως Το Τέλος». Στήσαμε λοιπόν μια σύντομη κουβέντα, ικανή να χωρέσει στις σελίδες του περιοδικού «Ήχος», το οποίο και την παρήγγειλε. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου εκείνης της χρονιάς, αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις –για πρώτη φορά στο ίντερνετ.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε κατά καιρούς στον Τύπο, είτε από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, είτε από την Inner Ear


Πώς εννοεί ο Θάνος Ανεστόπουλος το τέλος; Πώς θα έπρεπε να αποκωδικοποιηθεί ο τίτλος του πρώτου σου σόλο πονήματος, «Ως Το Τέλος»;

Πίσω απ' τη φράση «ως το τέλος», εννοώ «ως την Τελείωση». Ως την τελείωση του κόσμου, του πνεύματος, της αγάπης. Σε κάποια πράγματα τέλος δεν δίδεται ποτέ. Για παράδειγμα, στην αγάπη δεν υπάρχει τέλος. Το ίδιο όπως σ' ένα άπειρο!

Και στον νέο δίσκο βλέπουμε τη σχέση σου με την ποίηση, μια σχέση βαθιά και διαρκείας. Τι έχεις να πεις προς όσους ισχυρίζονται ότι αυτοί που ασχολούνται πολύ με τη μουσική συνήθως δεν διαβάζουν ποίηση;

Έχω την αίσθηση, πολλές φορές, πως την ποίηση δεν τη διαβάζεις, μα την αισθάνεσαι και την ανακαλύπτεις παντού, όποτε νιώσεις αυτήν την ανάγκη. Τότε σε επισκέπτεται σε κάθε νότα και φθόγγο, αν είσαι μουσικός, σε κάθε πιρουέτα αν χορεύεις, σε κάθε πινελιά αν είσαι ζωγράφος. Καραδοκεί –και περιμένει εσένα να την ανακαλύψεις και να την αισθανθείς.  

Βρέθηκες κι εσύ στην Inner Ear για το «Ως Το Τέλος». Φαντάζομαι ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο, έτσι δεν είναι; Τι συμβαίνει εκεί στην Πάτρα;

Αυτό που έχει κάνει μέχρι στιγμής η Inner Ear –και συνεχίζει να το κάνει– είχε να γίνει, όσον αφορά στη χώρα μας, από την εποχή του Αλέκου Πατσιφά και διεθνώς από τα χρόνια της Factory Records και της σκηνής του Μάντσεστερ. 

Κι έχω την αίσθηση ότι ο Περικλής και τα παιδιά του στην εταιρεία, ή, καλύτερα, σ' αυτήν την παρέα όπου έχουν μαζευτεί τρελοί εραστές της μουσικής και της ωραίας τέχνης, δεν κάνουν ό,τι κάνουν για να δώσουν κάποια απάντηση σε κάτι νεκρό από καιρό. Απλά πολλές φορές τα Άνθη του Κακού βρίσκουν τον τρόπο να γεννούν την ομορφιά μέσα στη γενική αφυδάτωση και καρβουνίλα.  

Σε αντίθεση με πολλούς συνομηλίκους σου, είσαι πολύ δραστήριος στο Facebook. Υπάρχει αληθινή επαφή εκεί στο δίκτυο; Έχεις ακούσει ποτέ παράπονα ότι το παρακάνεις; 

Το παρακάνεις όταν σταματήσεις να χειρίζεσαι ένα μέσο όπως το Facebook ως δίαυλο επικοινωνίας ή ως μέσο προώθησης της δουλειάς σου και των ιδεών σου και βουτήξεις μέσα του χωρίς οριοθέτηση, αφήνοντάς το να γίνει εθισμός και εξάρτηση. Πολλοί έχουν πράγματι ανταλλάξει την αληθινή ζωή με μια εικονική πραγματικότητα, έχοντας φτιάξει μια ηλεκτρονική φυλακή όπου μπήκαν από μόνοι τους, αδυνατώντας πλέον να βρουν τον δρόμο για να βγουν ξανά έξω –στον αληθινό κόσμο, στην ουσιαστική επικοινωνία. 

Είναι γνωρίσματα και παρενέργειες αυτά μιας εποχής μεγάλης αποξένωσης, μα και της τρομερής μοναξιάς του ατόμου των μεγαλουπόλεων και του αδιεξόδου των κλειστών κοινωνιών της επαρχίας. Και συμβαίνει τώρα, παντού, ως το τέλος του κόσμου... Πάντως, εγώ έχω το πιο ρομαντικό λάπτοπ στον κόσμο! Ένα ACER Aspire 9410 με το ίδιο φιλότιμο που είχε ο ΣιΘρίΠιο (το ρομπότ στον «Πόλεμο των Άστρων»). 

Είσαι από τους καλλιτέχνες που δεν μασάνε τα λόγια τους όταν τους ρωτάνε για την πολιτικο-κοινωνική πραγματικότητα. Πώς είδες λοιπόν το αποτέλεσμα των «πιο ιστορικών εκλογών μετά τη Μεταπολίτευση», όπως τις χαρακτήρισαν αρκετοί;  

Και μετά τα 7 χρόνια του γύψου αλλά και τώρα –με αφορμή τον λυσσαλέο παγκόσμιο πόλεμο του τραπεζικού κεφαλαίου με τους λαούς– το κόλπο με την «ελπίδα για αλλαγή» και το τρικάκι με το «κάνε κουράγιο και θα 'ρθει μια άσπρη μέρα και για μας» (μαζί με την πατερίτσα μιας ροζ ευμάρειας ενός τραγικού, χάρτινου και ψεύτικου χτες, χτισμένου σε πήλινα πόδια), άρκεσαν για να πάρει τα πάνω του ο Χοντρός Τραπεζίτης. 

Δεν χρειάζεται να 'σαι φάκιν ειδικός για να καταλάβεις ότι ο άκρατος καπιταλισμός φτάνει στο τέλος του ή την οπισθοχώρηση σε δικαιώματα κατακτημένα με πολύ πόνο και αίμα στην Ιστορία. Έχω έναν γιο 9 χρονών με καλύτερο αισθητήριο από τους εντεταλμένους «ειδικούς» για το πώς μπορούμε να πάρουμε ξανά την πάνω βόλτα. 

Μιας κι έχεις ιδιαίτερη σχέση με τους ποιητές της Γενιάς του '30, είναι ξανά επίκαιροι, θα έλεγες, στις τωρινές συνθήκες; Έχουμε ξανά ανάγκη από πνευματικά αναχώματα κατά της θλίψης; Ή η προσδοκία των πολλών εξαντλείται στο πώς θα μπορέσουν να ξαναγυρίσουν στα «χρυσά» χρόνια; 

Αυτή την εποχή δεν μου 'ρχεται να μιλάω για τους ποιητές που αγάπησα. Αρκετή απογοήτευση έχω φάει από τους περισσότερους ντόπιους ποιητάδες μας, οι οποίοι έχουν βολευτεί, κρυφτεί κι εξαφανιστεί από το τώρα και από το εκεί έξω... 

Όσους, δηλαδή, δεν βρίσκονται μέσα στο όλον, μέσα στον κόσμο τον απλό. Όσους, αφού παρέδωσαν το ποίημα (ή γενικότερα το έργο τους), χρησιμοποίησαν κατόπιν τη μοναχικότητα του ποιητή σαν πιασάρικη δικαιολογία και κρύφτηκαν στα υπόγεια της σιωπής. Πολλοί, μάλιστα, με ένα βαθύ ενοχικό σύμπλεγμα για τη συμπόρευση και τις πεολειχιστικές τους σχέσεις με την ανέραστη εξουσία, η οποία τους βόλεψε –με το αζημίωτο κι αυτή με τη σειρά της– σε θέσεις και σε διάφορους θώκους. Εξαιρούνται πάντα οι νεκροί. Συχωρεμένοι...

«Φεύγουν οι ομορφότεροι και μόνο οι άθλιοι μένουν
Καταραμένοι ποιητές τις μνήμες σας μαραίνουν»
Τον Καββαδία εκτιμώ, τη Σύλβια Πλαθ την αγαπώ, την Πολυδούρη τη λατρεύω.

Τι έχεις γραμμένο στην ατζέντα σου για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο; Θα είναι γεμάτοι συναυλίες ή σκοπεύεις να ξεκουραστείς;

Η ξεκούραση είναι ο δρόμος και η γνώση χρειάζεται καθημερινή τροφή και μόχθο. Αν προσπαθείς να τιμάς την ιδέα του να ζεις την κάθε σου μέρα σαν να είναι η τελευταία σου, χρειάζεται να βρίσκεσαι σε διαρκή κίνηση, ώστε να αυξάνεις συνεχώς αυτές τις τελευταίες σου ημέρες. Ανήκω άλλωστε και σε μια γενιά που είχε κάνει μότο της ότι «ένα Σαββατοκύριακο δικό μας είναι ολόκληρη η ζωή τους». Ο δρόμος, λοιπόν, με ξεκουράζει. Η ακινησία, πλέον, είναι για τους νεκρούς εν ζωή.



22 Νοεμβρίου 2023

Traveler - συνέντευξη (2020)


Το 2020, το 15ο Up The Hammers Festival θα έφερνε και τους Traveler για την 1η του μέρα στο «Gagarin», οπότε άδραξα την ευκαιρία που παρουσιάστηκε για μια κουβέντα με τον κιθαρίστα και συνιδρυτή τους Matt Ries. 

Στο κάτω-κάτω, αν και νέα φυντάνια, οι Καναδοί πέτυχαν να καταθέσουν έναν από τους πιο συζητημένους δίσκους του 2019 (στον χώρο τους), ντεμπουτάροντας με το δεξί ανάμεσα στους σύγχρονους αναβιωτές του κλασικού heavy metal ήχου.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis, λίγο πριν την οριστική λήξη/ρήξη της μακροχρόνιας συνεργασίας μας. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ως promo


Είστε μαζί μόλις από το 2017, παρά ταύτα κατορθώσατε κι έχετε κάνει διεθνές γκελ. Υπάρχει λοιπόν η αίσθηση μιας ιδανικής αρχής, στις τάξεις σας; 

Οπωσδήποτε το νιώθουμε σαν μία περίσταση από εκείνες που λέμε «στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή». Και, αναρωτιέμαι: αν αποφάσιζα να το κάνουμε αυτό 5 χρόνια πριν, θα είχαμε άραγε τον ίδιο αντίκτυπο; Σίγουρα σε μια τέτοια στιγμή, ας πούμε, δεν θα είχα γνωρίσει όλους τους κατάλληλους ανθρώπους. Όπως και να έχει, νιώθουμε αφάνταστα ευγνώμονες για όλα. 

Με βάση το ντεμπούτο Traveler (2019), περιμένουμε πολλά από την επικείμενη εμφάνισή σας στην Αθήνα, για το φετινό Up The Hammers Festival. Εσείς, όμως, τι περιμένετε από την Ελλάδα;

Έχω παρακολουθήσει πλέον αρκετά live αποσπάσματα από προηγούμενα Up The Hammers και τα πλήθη δείχνουν εντελώς παρανοϊκά –όλοι, όχι μόνο οι αφοσιωμένοι fans. Επίσης, ανυπομονώ να δοκιμάσω το φαγητό στην Ελλάδα. Ίσως χρειαστεί να παίξουμε το set μας φορώντας φόρμες γυμναστικής.

Οι ρίζες του ήχου σας πάνε πίσω στον κλασικό heavy metal ήχο συγκροτημάτων όπως οι Judas Priest, οι Riot ή οι Iron Maiden. Παρ' όλα αυτά, βλέπω συχνά να σας περιγράφουν ως «speed metal» περίπτωση. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Δεν έχω ιδέα, ειλικρινά! (γελάει) Ίσως λόγω του "Speed Queen"; Ακόμα κι αυτό, όμως, δεν είναι κάτι που θα το θεωρούσα κοντά στον speed ήχο. Όταν μιλάμε για speed metal, έχω στο μυαλό μου τους Exciter, τους Iron Angel, τους Blood Money, τους Living Death. Έχω δει κι εγώ να μας χαρακτηρίζουν έτσι. Και υποθέτω ότι, κάπως, επικράτησε έπειτα.

Το demo του 2018 και το περσινό σας ντεμπούτο έχουν το ίδιο πλάσμα στα εξώφυλλά τους. Είναι κάποιο είδος ταξιδευτή του Διαστήματος; Έχει σχέση με ό,τι περιγράφετε στους στίχους του "Starbreaker", ως «αρχαίο καταστροφέα»;

Ακριβώς! Είναι ο φίλος μας ο STARvin' Marvin. Σκανάρει το Σύμπαν, ψάχνοντας για ζωή. Παρακολουθεί έπειτα τους πλανήτες που έχουν ζωή, για να δει αν υπάρχει επιτυχημένη συνύπαρξη. Φυσικά, όσον αφορά την Ανθρωπότητα, βλέπει μια αποτυχημένη φυλή. Και μας σκοτώνει, έτσι ώστε να ξεκινήσουμε από την αρχή. Είναι μια διασκεδαστική κεντρική ιδέα, να περιμένετε λοιπόν τη συνέχεια αυτής της ιστορίας, στο επόμενό μας άλμπουμ!

Πριν το Traveler του 2019, στο μεταξύ, κάνατε κι ένα ΕΡ με τους Φινλανδούς Coronary. Ήταν δική σας πρωτοβουλία; Ή σας έσμιξε μαζί το label;

Ήταν επιλογή του label. Το θεώρησα όμως κι εγώ ως ένα καλό σημείο εκκίνησης, το να κυκλοφορήσεις δύο μπάντες μαζί, καθώς ξεκινήσαμε από το απόλυτο τίποτα. Βοηθάει, επομένως, να έχεις δύο συγκροτήματα, να δίνει ώθηση το ένα στο άλλο. Κι ελπίζω να ακούσουμε περισσότερα από τους Coronary, ήταν φοβεροί!

Μέσα στο 2019, επίσης, σας είδαμε να συνεισφέρετε και το "Betrayer" στη συλλογή Trapped Under Ice, ένα τραγούδι με διαφοροποιημένο ήχο, σε σύγκριση με ό,τι παρουσιάσατε στο ντεμπούτο. Σκοπεύετε να ξαναγυρίσετε σε μια ανάλογη κατεύθυνση, για το επόμενό σας άλμπουμ; 

Ναι, μπορείς να ακούσεις ψήγματα αυτού του στυλ στο νέο μας άλμπουμ. Ωστόσο έγραψα το συγκεκριμένο κομμάτι αποκλειστικά για τη συλλογή. Όταν δηλαδή έγινε η πρόσκληση να συμμετάσχουμε –από την Annick Giroux, της Temple Of Mystery Records– είχαμε ήδη γράψει τα τραγούδια για το ντεμπούτο, οπότε άρχισα να δουλεύω απλά σε μια μελωδία που ήταν τότε κολλημένη στο κεφάλι μου. Και θεωρώ ότι βγήκε ωραία. Άσε που ήταν μεγάλη τιμή να έχουμε τον νέο μας φίλο, τον JP Fortin των Deaf Dealer, να ροκάρει στο μπάσο.

Με δεδομένο ότι πυρήνας των Traveler είσαι εσύ και ο Jean-Pierre Abboud, οι οποίοι είστε ενεργοί και με άλλα σχήματα, πώς δουλεύει το πράγμα όσον αφορά το γράψιμο νέας μουσικής και τις απαιτήσεις μιας διεθνούς περιοδείας;

Πράγματι, με δεδομένο ότι υπάρχουν κι αυτά τα άλλα projects, απαιτείται ένας συντονισμός στην όλη ιστορία. Μέχρι στιγμής, πάντως, δεν έχουν υπάρξει προβλήματα: όλοι μας θέλουν οι υπόλοιποι να κάνουν ό,τι επιθυμούν, όσον αφορά τη μουσική. Ανάμεσά μας, δηλαδή, δεν υπάρχουν περιστατικά τύπου James Hetfield εναντίον Jason Newsted. Το έκανα ίσως ευκολότερο, παίρνοντας πάνω μου τον κύριο όγκο του γραψίματος. Πάντως όλοι είχαν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν τις ιδέες τους και τις δομές τους. Όταν θέλεις κάτι, βρίσκεις τον τρόπο!

Ο Καναδάς, απ' όπου προέρχεστε, έχει μια μακρά hard & heavy παράδοση, αλλά τα τελευταία 5-10 χρόνια βλέπουμε να ξεπηδά ένα καινούριο «κύμα». Γιατί συμβαίνει τώρα; Ποια είναι η φλόγα πίσω από όλη αυτήν τη δραστηριότητα; Υπάρχει μεταξύ σας αίσθηση κοινότητας;

Αν σκεφτώ τι έπαιζε στα πρώτα χρόνια μετά το 2000, δεν άκουγα τίποτα άλλο από την τοπική σκηνή, παρά thrash και death metal μπάντες. Κάτι που οδήγησε σε έναν κορεσμό. Κάπου στη διαδρομή, λοιπόν, βρέθηκαν άνθρωποι πρόθυμοι για κάτι διαφορετικό, οι οποίοι άρχισαν να σκάβουν ξανά στο κλασικό heavy metal. Δεν είμαι βέβαιος πώς ακριβώς ξεκίνησαν όλα, νομίζω όμως ότι έγινε μια εκ νέου ανακάλυψη του πόσο σπουδαία ήταν τα μεγάλα συγκροτήματα αυτού του ήχου.

Από εκεί και πέρα το πράγμα γύρισε, χάρη και στο YouTube· ειδικά σε εκείνη την πλαϊνή μπάρα, η οποία σου υποδεικνύει τι άλλο μπορεί να σου αρέσει, με βάση το ό,τι άκουσες! (γέλια) Είμαι σίγουρος, βέβαια, ότι για κάποιους ακροατές λειτούργησε απλά ως τάση. Όμως υπάρχουν και αφοσιωμένοι οπαδοί, που θα μείνουν εδώ γύρω για πάντα. 



19 Νοεμβρίου 2023

Νάνα Μούσχουρη - ανταπόκριση (2008)


Πρόσφατα, με αφορμή τον Ντέμη Ρούσσο, συζήτησα αρκετά και για τη Νάνα Μούσχουρη, η οποία έχει μάλιστα κι επικαιρότητα, καθώς αυτές τις μέρες κυκλοφόρησαν κάποιες παλιές, ανέκδοτες ηχογραφήσεις που είχε κάνει για την (εγχώρια) κρατική ραδιοφωνία. 

Λατρεμένη φωνή για μένα η Μούσχουρη, από έφηβος ακόμα έψαχνα δίσκους της στο Μοναστηράκι –κι ακόμα δεν έχω βγάλει άκρη με την εκτενέστατη, αληθώς διεθνή της δισκογραφία. Τον Ιούλιο του 2008, λοιπόν, δεν υπήρχε περίπτωση να μη δώσω το παρών στο Ηρώδειο, για τη συναυλία που έκλεισε την αποχαιρετιστήρια παγκόσμια περιοδεία της: ένα τελευταίο χειροκρότημα, ήταν το λιγότερο που της όφειλα.

Νομίζω, βέβαια, ότι δεν το τήρησε τελικά αυτό το «αποχαιρετιστήρια» –αλλά δεν πειράζει. Εγώ, πάντως, τότε είπα τα αντίο μου μαζί της, αν κι αργότερα μπλέχτηκα αν θυμάμαι σωστά και με την κριτική κάποιου νέου της άλμπουμ.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε στον Τύπο από τη βραδιά στο Ηρώδειο 


Η παγκόσμια, αποχαιρετιστήρια περιοδεία της Νάνας Μούσχουρη έκλεισε στο Ηρώδειο κατά τρόπο μεγαλοπρεπή μα και συγκινητικό, με τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή παρόντα στο ακροατήριο, όπως και μέλη της κυβέρνησης, καθώς και διακεκριμένους ξένους επισκέπτες. Κανείς μας δεν κατάλαβε, βέβαια, γιατί η πιο επιτυχημένη Ελληνίδα τραγουδίστρια στην ιστορία πήρε την απόφαση του φινάλε, με δεδομένη την αρκετά καλή κατάσταση στην οποία διατηρείται η φωνή της. Όμως υπήρξε πλήρης σεβασμός στην απόφασή της αυτή, όπως έδειξε όχι μόνο το γεγονός πως καταχειροκροτήθηκε στο τελικό αντίο, αλλά και τα δάκρυα συγκίνησης πολλών από τους θεατές. 

Το Ηρώδειο ήταν ασφυκτικά γεμάτο με κόσμο, δυστυχώς όμως όχι με νέο κόσμο: φαίνεται πως για τους κάτω των 30 με 35, το αντίο μιας ερμηνεύτριας της κλάσης της Μούσχουρη δεν έλεγε και πολλά πράγματα. Εντύπωση, δε, έκανε πως στην πρώτη σειρά δεν βρίσκονταν μόνο μέλη της εγχώριας πολιτικής ηγεσίας –με προεξάρχοντα τον Πρωθυπουργό– μα και ο πρέσβης της Γαλλίας, όπως και ο δήμαρχος του Παρισιού, αλλά και ο δήμαρχος του Βερολίνου. 

Ύστερα από ένα βιντεάκι-σύνοψη της 50χρονης πορείας της στο διεθνές τραγούδι, η ερμηνεύτρια έκανε την εμφάνισή της ντυμένη με ένα όμορφο κόκκινο φόρεμα, εκκινώντας το πρόγραμμα με το "Αθήνα" και με το "Τώρα Που Πας Στην Ξενιτιά", τα οποία κέρδισαν μαζικά χειροκροτήματα. Στη συνέχεια έπιασε τα πράγματα από την αρχή, ενθυμούμενη τα άσματα που μάθαινε μικρή από τη μητέρα της ("Ετίναξα Την Ανθισμένη Αμυγδαλιά", "Άϊντε Το Μαλώνω"), καθώς και διεθνείς επιτυχίες της εποχής, οι οποίες κατέφταναν στην Ελλάδα μέσω του κινηματογράφου (π.χ. το "Lili Marlen"). Κι ύστερα πέρασε στις πρώτες της συνεργασίες με τον Μάνο Χατζιδάκι ("Κάπου Υπάρχει Η Αγάπη Μου", "Το Φεγγάρι Είναι Κόκκινο"), μα και στα παρθενικά της διεθνή βήματα, χαρίζοντάς μας μια εκπληκτική εκτέλεση στο "Smoke Gets In Your Eyes", που συνόδευσε μια διήγηση για το ταξίδι της στη Νέα Υόρκη και τη συνεργασία της με τον μέγα Quincy Jones. 


Το δεύτερο μέρος του προγράμματος βρήκε τη Μούσχουρη ντυμένη στα λευκά, να εγκαταλείπει τη γραμμική αφήγηση και να ξανοίγεται σε αντιπροσωπευτικά δείγματα τραγουδιών από το σύνολο του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου το οποίο υπηρέτησε με τεράστια εμπορική επιτυχία επί σειρά ετών, γενόμενη ντίβα παγκόσμιας εμβέλειας. 

Είπε υπέροχα την "Ενδεκάτη Εντολή", όπως και τα "Ξύπνα Αγάπη Μου" και "Κόκκινο Γαρύφαλλο", ενώ αποθεώθηκε στα "Παιδιά του Πειραιά", στην "Παρεξήγηση" και στο "Πάμε Μια Βόλτα Στο Φεγγάρι". Η φωνή της μπορεί να μην έχει πια την έκταση της ακμής της, παραμένει όμως στιβαρή και ικανή να κινηθεί σε απαιτητικές κλίμακες, καθιστώντας τη μια τραγουδίστρια ανώτερη από πολλές νεότερές της –ακόμα και ταλαντούχες. Στο σημείο αυτό αξίζει μια αναφορά και στους μουσικούς οι οποίοι τη συνόδευσαν στο Ηρώδειο. Όλοι τους ξένοι (υπό τη διεύθυνση του Luciano Di Napoli), μα εξαιρετικά καταρτισμένοι στις απαιτούμενες πτυχές των επιλογών της βραδιάς. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ότι δεν ένιωσα στιγμή να χάνεται η «ελληνικότητα» του ρεπερτορίου, παρότι ο κυρίαρχος ενορχηστρωτικός αέρας ήταν σαφώς προσανατολισμένος προς το ευρωπαϊκό ελαφρό τραγούδι.

Όταν συνειδητοποιήσαμε ότι το πρόγραμμα έφτανε πια προς το τέλος, όρθιοι και με παρατεταμένο χειροκρότημα καλέσαμε τη Νάνα Μούσχουρη πίσω στη σκηνή. «Δεν ήθελα να σας κουράσω», μας απάντησε με σεμνότητα, χαρίζοντάς μας πρώτα το "Μίλησέ Μου" και ύστερα τα "Παιδιά Της Σαμαρίνας" - σε μια εκτέλεση που, αν και ζωντανή, στάθηκε πολύ ανώτερη της στούντιο εκδοχής του παραδοσιακού αυτού τραγουδιού, όπως είχε παρουσιαστεί στο τελευταίο της ελληνόφωνο άλμπουμ. Στο φινάλε, κατασυγκινημένη και σκουπίζοντας τα δάκρυά της που πλέον δεν γινόταν να κρύψει, μας μίλησε για τον ρόλο που έπαιξαν στη ζωή της ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Νίκος Γκάτσος και μας αποχαιρέτησε με μια θαυμάσια από κάθε άποψη εκτέλεση στο "Χάρτινο Το Φεγγαράκι": λιτή και βαθιά συναισθηματική, έφερε δάκρυα συγκίνησης σε πολλά μάτια. 

Κάπως έτσι αποχαιρετήσαμε, λοιπόν, μία από τις πολύ μεγάλες τραγουδίστριες που ευτύχησε να βγάλει ο τόπος μας. Και ήταν σημαντικό ότι, ακριβώς στο αντίο της και σε μια αντικειμενικά μεγάλη (πια) ηλικία, έκανε κι εμάς τους νεότερους να συναισθανθούμε γιατί γνώρισε τις δόξες τις οποίες γνώρισε. Νομίζω, μάλιστα, ότι έτσι θα τη θυμάμαι για πάντα τη Νάνα Μούσχουρη: στη μέση της σκηνής του Ηρωδείου, συνεπαρμένη και συγκινημένη, με τα μάτια κλειστά, να χαρίζει στο "Χάρτινο Το Φεγγαράκι" όλη τη σπαραχτική δύναμη και τη συντριβή που το διακρίνει.



18 Νοεμβρίου 2023

Στέλλα Γκρέκα: «Μια Φωνή Μύθος» - ανταπόκριση (2013)


Σχεδόν 10 χρόνια πριν, τον Δεκέμβριο του 2013, παρά τις δυσκολίες των χρόνων εκείνων, είχα κυκλώσει στο ημερολόγιό μου μια συναυλία που δεν ήθελα με τίποτα να χάσω: το αφιέρωμα «Μια Φωνή Μύθος» στο Badminton, που επρόκειτο να τιμήσει τη Στέλλα Γκρέκα. 

Η οποία, (σχεδόν) στα 92 της, θα ανέβαινε και στη σκηνή, χαρίζοντάς μας μια σπάνια διασύνδεση με μια εποχή προ πολλού περασμένη για μας τους νεότερους, όσους θαυμάζουμε (αναγκαστικά από μακριά) φωνές σαν και τη δική της.

Μια ανταπόκριση από τα όσα έλαβαν χώρα εκεί δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη


Είχα φτιάξει την ανταπόκριση αυτή στο μυαλό μου με μια σειρά αρχή/μέση/τέλος, αποδείχθηκε όμως ότι υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο. Γιατί η Στέλλα Γκρέκα, τρεις μήνες πριν τα 92 της παρακαλώ, αποδείχθηκε στο φινάλε της συναυλίας κάτι πολύ περισσότερο από ένα τιμώμενο πρόσωπο ή από μια φευγαλέα φιγούρα με νοσταλγικές προεκτάσεις. Εκεί στη σκηνή του Badminton, η παρουσία της στο μικρόφωνο κατά το τελευταίο μισό του δεύτερου μέρους διέθετε τόση δύναμη και τόσο χάρισμα, ώστε επισκίασε όλο το υπόλοιπο αφιέρωμα. 

Ευγενική, κομψή στο κοκκινωπό, πτυχωτό της φόρεμα, μετρημένα συγκινημένη και εμφανώς χαρούμενη από το θερμό χειροκρότημα, η Στέλλα Γκρέκα δεν θύμιζε σε τίποτα μια γυναίκα της ηλικίας της. Την έκανες για 30 χρόνια νεότερη έτσι με την πρώτη ματιά, όταν δε άνοιξε το στόμα της τραγουδώντας «χθες το βράδυ, ονειρεύτηκα πως ήσουνα κοντά μου», κανείς δεν περίμενε να ακούσει μια φωνή με τα σημάδια μεν του χρόνου μα άθικτη κατά τα άλλα στα χρώματά της, σε ένα κάποιο εύρος, στην υπέροχη εκφραστικότητά της. Και δεν οφειλόταν στο ότι τα έδωσε όλα για μια καλή πρώτη αίσθηση: η Στέλλα Γκρέκα παρέμεινε το ίδιο καλή στο "Που Να 'Σαι Τώρα", στης "Φαντασίας Το Καράβι", στο "Πάμε Στο Άγνωστο" και στο "Κι Όμως, Κι Όμως". 

Καθώς μας πήραν τα αισθήματα στο γεμάτο Badminton –να σημειωθεί εμφατικά η προσέλευση– το υπόλοιπο αφιέρωμα ξεθώριασε. Όχι όλες του οι πλευρές, βέβαια. Ακλόνητη έμεινε λ.χ. η εντύπωση για τη σφριγηλή παρουσία της Ορχήστρας Ποικίλης Μουσικής της Ένωσης Επτανησίων Ελλάδας. Την οποία διηύθυνε με παλμό και ενθουσιασμό ο Παναγής Μπαρμπάτης, που στη διάρκεια της βραδιάς θα αποκαλυπτόταν και ως σολίστ ολκής στο πιάνο.


Ακλόνητος έμεινε στη μνήμη και ο πληθωρικός Άγγελος Παπαδημητρίου: ήταν η φωνή του που μας υποδέχθηκε στην έναρξη της παράστασης, σε ένα κωμικό σκετς για τον «αγροίκο τον Μιχάλη Κουμπιό» που τον έμπλεκε με μύθους και κουραφέξαλα, παίρνοντας στη συνέχεια τη μορφή μιας ραδιοφωνικής εκπομπής, η οποία μετέδιδε ένα αφιέρωμα στη Γκρέκα, πριν αποκτήσει τελικά σάρκα και οστά μπροστά μας, πάνω στη σκηνή. Εκεί κόμισε κάτι που κανείς από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες δεν είχε: μια θεατρική/μελοδραματική προσέγγιση, η οποία έφερνε κατά νου το αυθεντικό κλίμα των ελαφρών ηχογραφήσεων του Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Χωρίς ποτέ να το παρακάνει, τραγούδησε με εκείνο τον παλιό λυρικό στόμφο την "Παπαρούνα" του Αττίκ, το "Δυο Πράσινα Μάτια" –η Γκρέκα το είχε απορρίψει ως εκκεντρικό, για να το πει το 1974, κατά την επιστροφή που έκανε τότε στη δισκογραφία– καθώς και το "Γύρισε, Σε Περιμένω, Γύρισε". 

Στο κοινό άρεσαν αρκετά και οι τρεις υπόλοιποι συμμετέχοντες στο αφιέρωμα. Η Καλλιόπη Βέττα, εδώ και χρόνια φίλη με τη Γκρέκα, βρήκε βηματισμό μετά από το μουδιασμένο ξεκίνημά της στο "Χθες Το Βράδυ" και ερμήνευσε πραγματικά σωστά, άρτια, συχνά δε και απολαυστικά ό,τι έλαχε στο μερτικό της –με τις πιο ξεχωριστές στιγμές να τις εντοπίζω προσωπικά στο "Μαραμένα Τα Γιούλια", στο "Είδα Μάτια Πολλά" και στο "Τρεχαντήρι". Δεν βρήκα πάντως να της πηγαίνει εκείνο το μεγαλίστικο μελιτζανί φόρεμα που είχε διαλέξει για τη βραδιά: την έχω δει με σαφώς πιο εύστοχες επιλογές. 


Αν και άγουρος ακόμα, καλά στάθηκε και ο Μπάμπης Βελισσάριος, καθώς εμφάνισε μια φωνή που και όγκο διέθετε (τον οποίον έλεγχε σωστά) και χρώματα κατάλληλα για ελαφρό τραγούδι, μα και εκφραστικές δυνάμεις, οι οποίες αποδείχθηκαν πολύ βοηθητικές τόσο στις σόλο στιγμές του, όσο και στις ντουέτο εκτελέσεις. Δεν κατάλαβα ωστόσο γιατί στο τέλος του πρώτου μέρους έπρεπε να ακούσουμε ένα νέο τραγούδι που του έγραψε ο Κουμπιός σε ανέκδοτους στίχους του Ορέστη Λάσκου (πρώτου συζύγου της Γκρέκα) όχι ζωντανά, αλλά μέσω ενός εντελώς ανέμπνευστου βιντεοκλίπ, το οποίο προβλήθηκε στο video wall πίσω από την ορχήστρα. Παρεμπιπτόντως, το υπόλοιπο οπτικό υλικό που συνόδευσε τη συναυλία ήταν σε γενικές γραμμές καλαίσθητο και ταιριαστό με την περίσταση. 


Αντιθέτως, η μεσόφωνος Ελένη Βουδουράκη με απογοήτευσε. Ναι μεν κατέχει θαυμάσια φωνή, ναι μεν μπήκε στον κόπο να αφουγκραστεί το παλιό ελαφρό κλίμα και να αφήσει τη ζώνη ασφαλείας της τραγουδώντας κατά μη οπερετικό τρόπο, αλλά σπάνια οι ερμηνευτικές της εξάρσεις επικοινώνησαν ουσιωδώς με τα λόγια που εκστόμιζε. Είχε μια αναντίρρητα λαμπρή στιγμή στο δύσκολο "Έλα Γι' Απόψε", κατέστρεψε όμως το "Που Να 'Σαι Τώρα" και το "Πέρσι Τέτοιον Καιρό". Ιδιαίτερη νότα στο αφιέρωμα πρόσδωσε τέλος και η παρουσία των χορευτών της ομάδας Pasion del Tango, τη δεξιοτεχνία των οποίων φάνηκε να απολαμβάνει η πλειονότητα των πιο ηλικιωμένων ακροατών.  

Ξανακυκλώνοντας όμως το θέμα από εκεί όπου το ξεκίνησα, εκείνη που έκανε την κυρία παραδίπλα μου να δακρύσει και το ηλικιωμένο ζευγάρι στην πορεία προς την έξοδο να κόψει ταχύτητα όταν κατάλαβε πως θα παιζόταν ξανά το "Πάμε Στο Άγνωστο" (ως άτυπο encore) και να γυρίσει ξανά προς τη σκηνή, τραγουδώντας πιασμένο χέρι με χέρι «να βγούμε λίγο απ' της ζωής την καταιγίδα/και να γνωρίσουμε καινούργιους ουρανούς», ήταν η Στέλλα Γκρέκα. Η καταπληκτική Στέλλα Γκρέκα. 



17 Νοεμβρίου 2023

Αλκίνοος Ιωαννίδης - συνέντευξη (2014)


Την περιπέτεια της Κόκκινης Καρφίτσας, δεν τη συζητάω πρόθυμα. Δεν την έχω στο βιογραφικό μου, δεν τη βρίσκει κανείς στα info των social media. Και πιστεύω ότι δεν θα είχα μπλέξει, εάν δεν ήταν στη μέση ο Βαγγέλης ο Βέκιος ως διευθυντής –ο οποίος με πήρε τηλέφωνο λέγοντάς μου γελώντας «ξέρω, όλο σου προτείνω πράγματα δίχως λεφτά»– και ο Σωκράτης ο Παπαχατζής που θα έτρεχε την αρχισυνταξία, τον οποίον είχα ήδη αρχισυντάκτη στον Ήχο, οπότε ήξερα ότι θα συνεννοούμασταν χωρίς πολλές και περιττές κουβέντες.

Με τον Βαγγέλη είχαμε μια σύμπλευση με πολλά σκαμπανεβάσματα όσο ζούσε, όμως τον είχα συγχωρέσει, πια, για τις όποιες παγαποντιές και διατηρούσαμε μια καλή σχέση –δεν ξεχνούσα, άλλωστε, ότι του όφειλα την καριέρα μου στο ραδιόφωνο. Επειδή, όμως, πράγματι μου πρότεινε συνέχεια πράγματα δίχως λεφτά κι επειδή εγώ δεν δούλευα έτσι, κάναμε μια συμφωνία: ναι, θα έρθω στην Κόκκινη Καρφίτσα να σου γράφω ελληνικά, με διορία 4 τεύχη (νομίζω, μπορεί να είπαμε και 5;) για να βρεθούν χρήματα.

Κόκκινη Καρφίτσα, λοιπόν, ένα ειδικό μουσικό ένθετο που αποφασίστηκε να κυκλοφορεί μία φορά τον μήνα με την κυριακάτικη έκδοση της «Αυγής», προτείνοντας μάλιστα κι ένα CD, το οποίο έβγαινε ως αποκλειστικό του όλου πακέτου. Δεν έκανα πολλά που θυμάμαι εκεί, ούτε με ευχαριστούσε η σύνδεση του ονόματός μου με την «Αυγή»: τη σεβόμουν την ιστορία της, μα δεν μου άρεσε η γλώσσα της εκείνα τα χρόνια και θεωρούσα ότι, όντας ήδη στον 105,5 Στο Κόκκινο –ένα κομματικό ραδιόφωνο– έδινα λαβές για λάθος συμπεράσματα γύρω από την πολιτική μου ιδεολογία, συμπορευόμενος ΚΑΙ με την εφημερίδα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Αλλά για μένα οι άνθρωποι έπαιζαν και παίζουν σημαντικότερο ρόλο από το τι θα πει ο κόσμος για την πάρτη μου.

Τέλος πάντων, χάρη στην Καρφίτσα γνώρισα τη Λένα Πλάτωνος, βγήκε σε CD και μια αξιόλογη δουλειά της Κατερίνας Κυρμιζή με τον Νίκο Γρηγοριάδη και κλείσαμε μια παλιά «σύρραξη» με τον ακριβοθώρητο σε επίπεδο συνεντεύξεων Αλκίνοο Ιωαννίδη, οργανώνοντας μια κουβέντα με αφορμή την έκδοση του άλμπουμ «Μικρή Βαλίτσα» και τις επικείμενες εμφανίσεις του στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Φιλοξενήθηκε λοιπόν στην Κόκκινη Καρφίτσα, στο ένθετο του Οκτωβρίου 2014 και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις –για πρώτη φορά στο ίντερνετ.

Λεφτά, βέβαια, δεν φάνηκαν ποτέ κι εγώ παραιτήθηκα, όπως είχα πει: με αντικατέστησε η Πέννυ Γέρου, αν θυμάμαι καλά, με την οποία, αργότερα, θα είχαμε αγαστή συνεργασία όταν ήρθε στο Avopolis ως συντάκτρια. Με τον Βαγγέλη περπατήσαμε αρκετά μια μέρα στα πέριξ Ομόνοιας και Ψυρρή, ήταν κι αυτός μπαϊλντισμένος. Μου είπε ότι σκόπευε να πάει την Καρφίτσα πακέτο σε μια άλλη εφημερίδα, ικανή να τη χρηματοδοτήσει, του είπα ότι εκεί στην Αριστερά φυτρώνει διαρκώς το «βάλτε πλάτη» και ότι εγώ παραμένω ιδεολογικά αντίθετος του εθελοντισμού, όσο ζούμε σε συνθήκες οργανωμένου καπιταλισμού, έστω και α λα ελληνικά. Ήταν, δυστυχώς, η τελευταία φορά που τον είδα. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από εμφανίσεις του Αλκίνοου Ιωαννίδη στο «Κύτταρο» 2 χρόνια αργότερα και ανήκουν στον Χάρη Σφακιανάκη


Πέντε χρόνια μας χωρίζουν πια από τη Νεροποντή (2009), έναν δίσκο που συζητήθηκε αρκετά για την επιλογή του να στηριχτεί στο λόγιο τραγούδι. Πόσο κοντά της και πόσο μακριά της βρίσκεται –για σένα, ως δημιουργό– η Μικρή Βαλίτσα; 

Η Νεροποντή ήταν ίσως ο πιο προσωπικός δίσκος που είχα κάνει μέχρι τότε, η Μικρή Βαλίτσα είναι ο πιο αληθινός. Κρύβει μιάν άλλη δύναμη. Είναι πιο συμπυκνωμένος και συμπαγής. Φέρνει το μέσα μου έξω και το έξω μέσα μου, περισσότερο από κάθε προηγούμενη δουλειά μου. 

Ήταν έντονα τα χρόνια που πέρασαν, τόσο κοινωνικά, όσο και προσωπικά. Στο ενδεχόμενο –για διάφορους λόγους– να μετακομίσουμε οικογενειακώς στο εξωτερικό, αναγκάστηκα να δω τι θα κρατούσα από τον τόπο, τη ζωή και τον εαυτό που θα άφηνα. Η εποχή μάς υποχρέωσε να δούμε με διαφορετικό μάτι τη ζωή μας και τους άλλους. Προσπάθησα να τα συσκευάσω όλα αυτά σε μια μικρή αποσκευή. 

Η Μικρή Βαλίτσα είναι λοιπόν ένας γυμνός δίσκος, χωρίς ευκολίες και στολίδια. Είναι όπως βλέπω εμένα και τους συνανθρώπους μου. Οι εντάσεις του εκφράζονται χωρίς ηλεκτρικά όργανα και κρουστά. Στηρίζεται στο κουαρτέτο εγχόρδων, που άλλοτε γλυκαίνει κι άλλοτε σπάει χορδές, και στο τρίχορδο, αφού κάτι που θα έπαιρνα οπωσδήποτε μαζί μου φεύγοντας, θα ήταν τα λαϊκά μας τραγούδια. Η Μικρή Βαλίτσα δεν είναι χρονογράφημα. Είναι ένα παιδί της εποχής μας. Αυτής της άγριας, αβέβαιης και τόσο ζωντανής εποχής.

Και τι σε κάνει να μη θες να την αφήσεις αυτήν τη Μικρή Βαλίτσα, ακόμα και όταν σου κόβει τα χέρια –όπως γλαφυρά περιγράφεις στο ομώνυμο τραγούδι; 

Δεν είναι που δεν θέλω, είναι που δεν μπορώ… Δεν μπορεί κανείς να φύγει χωρίς να πάρει μαζί το βάρος του παρελθόντος, ούτε και μπορεί να μείνει χωρίς να σηκώσει το βάρος του παρόντος. Είτε μείνει κανείς, λοιπόν, είτε φύγει, πρέπει να πάρει την απόφαση και να σηκώσει το βάρος. Για να έχει νόημα η μέρα που πέρασε, η μέρα που ζούμε και η μέρα που θα 'ρθει.

Έγραψες το "Πάντα Θα Ξημερώνει" μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ωστόσο δύσκολα θα φανταζόταν κανείς κάτι τέτοιο ακούγοντάς το, αν δεν το σημείωνες ο ίδιος στα credits. Σε έχει ενοχλήσει μήπως η ευκολία με την οποία κάποιοι κάνουν θόρυβο γύρω από το όνομά του;

Σκέφτηκα αν πρέπει να αφιερώσω το τραγούδι στη μνήμη του, αφού για εκείνον το έγραψα κι αυτόν σκέφτομαι όταν το λέω. Αποφάσισα τελικά πως μια «επίσημη» αφιέρωση δεν θα του πρόσφερε τίποτα. Είναι καλό να τιμά και τον άλλον η αφιέρωση, όχι μόνο εσένα που αφιερώνεις. 

Δεν το χρειάζεται η μνήμη του, ώστε να κρατήσει και να μας κρατήσει στα δύσκολα χρόνια που έρχονται. Ο ίδιος ήταν απλό παιδί, καμιά επισημότητα δεν του ταιριάζει. Ούτε και τους δικούς του νομίζω πως θα παρηγορούσε καθόλου. Έχασα κι εγώ έναν αδερφό πριν από κάποια χρόνια, βλέπω τη μάνα μου, ξέρω πώς είναι. Πάντως δεν με ενόχλησε η χρήση του ονόματός του, τουλάχιστον από τους μουσικούς, αν και δεν παρακολουθώ πολύ το τι γίνεται. Στο κάτω-κάτω, χάσαμε συνάδελφο από μαχαίρι φασίστα, να μην τον τραγουδήσουμε; Να μην τραγουδήσουμε μαζί και για όσους άλλους χάθηκαν με τον ίδιο τρόπο; 

Πιστεύω πως, αν ήμουνα στη θέση του, θα χαιρόμουν να γράφονταν τραγούδια, ειδικά αν γράφονταν από καρδιάς. Με αφιερώσεις ή χωρίς, επομένως, θα τον τραγουδάμε για χρόνια. Η δολοφονία του, όπως και να 'χει, αποτελεί ορόσημο. Μένει στον καθένα μας να την αντιμετωπίσει όπως μπορεί και αντέχει. Τέτοια γεγονότα σού υψώνουν έναν καθρέφτη και σε υποχρεώνουν να κοιταχτείς. Ο καθένας –και η κοινωνία όλη– καθρεφτίζεται όπως του αξίζει. Ο καθρέφτης γερός, το είδωλο σπασμένο...

Στην "Πολιτική Τοποθέτηση" σκιαγραφείς απολαυστικά μια γνώριμη φιγούρα: του Νεοέλληνα της εποχής μας, που «ρεύεται σούσι κι ονειρεύεται επανάσταση» και «απαγγέλει το κενό του στο διαδίκτυο». Πόσο κυρίαρχη τη θεωρείς ωστόσο αυτή τη μορφή; Και τι μας περιμένει από τις λαβές που λαμβάνει για να ενδυναμωθεί πολιτικά; 

Δεν αναφέρομαι στον Νεοέλληνα γενικώς, αλλά σε ένα είδος Αριστερού, και, αναπόφευκτα, σε μένα: βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη, όπου πήγαινα συχνά για συναυλίες και μαζί για να δω κάποιους ανθρώπους που πεθυμώ. Καθόμουν σ' ένα παγκάκι στην πλατεία των εκεί «Αγανακτισμένων» κι έτρωγα σούσι στο πλαστικό, από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς –εκεί δεν είναι είδος πολυτελείας. 

Κοίταζα γύρω και σκεφτόμουν πώς θα μπορούσε να είναι η μέρα μετά από μια επανάσταση σε μια τέτοια πόλη. Πώς (και αν) εμείς, οι σωτήρες της Ανθρωπότητας, με τις μεγάλες ιδέες, την αυτοθυσία και τα αισθήματα να ξεχειλίζουν, θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε τον τεράστιο αυτόν οργανισμό. Την καθημερινότητα, τα σκουπίδια, τα λουλούδια, τους βόθρους, την υγεία, την ελευθερία, τις συνήθειες, τις προμήθειες, το έγκλημά της. 

Αν μας δινόταν η δυνατότητα, θα είμασταν έτοιμοι και ικανοί; Ποιες αξίες θα έπρεπε να έχουμε διαφυλάξει βαθιά μέσα μας, κρατώντας τις καθαρές μες στα χρόνια της ευμάρειας και της φούσκας; Τι προετοιμασία θα έπρεπε να είχαμε κάνει, μόνος του ο καθένας και όλοι μαζί; Πόσα τέρατα θα έπρεπε να έχουμε νικήσει μέσα και έξω μας; Πώς δεν θα καταντούσαμε κι εμείς εξουσία; Τέτοια σκεφτόμουνα... Και κατέληξα να μετράω ποιοι είμαστε, πόσοι είμαστε και πώς είμαστε. Μου 'κατσε βαρύ το κολατσιό.

Σε συνέντευξη του 2012 μίλησες εκτενώς για το έντεχνο τραγούδι, ευχόμενος να «βρει σημαντικότερα πράγματα να πει, απ' όσα είπε τις τελευταίες δύο δεκαετίες». Πολλοί συνάδελφοί σου έλεγαν σε δικές τους συνεντεύξεις, όταν ξεκίνησε η παρούσα Κρίση, πως θα δώσει την ευκαιρία για το απαιτούμενο ξεσκαρτάρισμα, στρέφοντας ξανά τον κόσμο στα ουσιαστικά. Βρίσκεις ότι συνέβη όντως κάτι τέτοιο; 

Παρά τα όσα ευχηθήκαμε στους εαυτούς μας, λίγα πράγματα άλλαξαν μέχρι στιγμής: το πλαστικό, επαρχιώτικο lifestyle μας μοιάζει πιο μίζερο, πιο φτωχό, πιο άδειο, πιο ανεξήγητο και πιο γελοίο ίσως· εξακολουθεί όμως να παίζει καθοριστικό ρόλο, αφού ακόμα ορίζει την αισθητική, άρα και την ηθική μας. 

Από την άλλη, το έντεχνο αδειάζει ύποπτα, αδυνατώντας να εκφράσει βαθιά τις ψυχές μας. Όλα όμως ξεκινούν και τελειώνουν στον ακροατή, ο οποίος έχει τεράστια ευθύνη, αφού είναι πάντα ο μεγάλος πρωταγωνιστής: τα τραγούδια γράφονται γιατί υπάρχει εκείνος που θα τα ακούσει. Φεύγουν από τον δημιουργό τους γιατί κάποιος άλλος τα θέλει. Και διαδίδονται γιατί μερικοί αδυνατούν να εκφραστούν, να χαρούν, να επικοινωνήσουν, να ζήσουν χωρίς αυτά. 

Ας γίνουμε λοιπόν ουσιαστικοί ακροατές, δηλαδή ουσιαστικοί άνθρωποι, και τότε θα προκύψουν και τα ουσιαστικά τραγούδια. Τα λέω και στην αγουροξυπνημένη φάτσα μου κάθε πρωί: βρες σήμερα, άχρηστε, βρες 3 λεπτά να νιώσεις τα τρίσβαθά σου. Και πολύ συχνά το βράδυ πέφτω για ύπνο έχοντας κάνει χίλια-δυο, εκτός από αυτό. Εξακολουθούμε, παρά τα όσα συμβαίνουν μέσα και δίπλα μας, δημιουργοί και ακροατές, να αποφεύγουμε την ουσία συστηματικά· σαν να πρόκειται για καμιά αρρώστια ή αγγαρεία.

Πώς θα στηρίξεις τη Μικρή Βαλίτσα στη χειμερινή σεζόν που έρχεται; Θα βρίσκεσαι κάπου σε μόνιμη βάση ή να περιμένουμε μεμονωμένες συναυλιακές εμφανίσεις; 

Αυτή θα με στηρίξει! Θα με πάει ταξίδια, θα μπω στην καθημερινότητα ανθρώπων που δεν γνωρίζω, θα ενοχλήσω κάποιους, θα ενωθώ με άλλους, άλλοι θα αδιαφορήσουν, θα περάσω στιγμές πολύτιμες με το κοινό στις συναυλίες. Όλα αυτά εξαιτίας της. Θα παίξουμε αρχικά στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, κάθε Παρασκευή και Σάββατο –από 31 Οκτωβρίου και για τέσσερα διήμερα. Μετά, θα πάμε στη Θεσσαλονίκη και σε διάφορες ακόμα πόλεις. Και την άνοιξη στην Ευρώπη, για έναν μήνα. Μετά, ποιος ξέρει; Η Μικρή Βαλίτσα θα με πάρει μαζί της, όπου εκείνη ταξιδέψει. Θα είμαι η αποσκευή της.