31 Μαρτίου 2021

Κατερίνα Κυρμιζή: Λάρβα [δισκοκριτική, 2015]


Το 1996, η πρωτοεμφανιζόμενη Κατερίνα Κυρμιζή πέτυχε να αφήσει ισχυρό χνάρι στις εγχώριες αναζητήσεις για μια pop που θα μπορούσε να γνωρίσει ραδιοφωνική επιτυχία χωρίς να παραδοθεί στον mainstream ήχο: το Κοντσέρτο Για Σοκολάτα Και Τριαντάφυλλα ‎έγινε σημείο αναφοράς για αρκετούς νέους της εποχής που είχαν τις κεραίες τους στραμμένες σε πιο εναλλακτικά ακούσματα. 

Για διάφορους λόγους, εκείνο το μπαμ δεν μπόρεσε να έχει συνέχεια. Εντούτοις η Κυρμιζή συνέχισε να υπάρχει, έστω και με σποραδικές ανά τα χρόνια κυκλοφορίες. Μία από αυτές ήταν και η Λάρβα, πίσω στο 2015, η οποία βγήκε σε CD με την Κόκκινη Καρφίτσα –το πάλαι ποτέ μουσικό ένθετο που είχε στήσει ο Βαγγέλης Βέκιος και έβγαινε σε μηνιαία βάση με την εφημερίδα Αυγή. Ο μακαρίτης, μάλιστα, με είχε μπλέξει κι εμένα με αυτή την ιστορία. Και παρότι ήταν εποχή που δεν είχα καθόλου χρόνο ή ανοχή για τον ρομαντισμό τον οποίον απαιτούσε η προσπάθεια, έδωσε την ευκαιρία συνεργασίας με ανθρώπους τους οποίους εκτιμούσα (Σωκράτης Παπαχατζής, Δημήτρης Στούμπος).

Σε κάθε περίπτωση, η Λάρβα ήταν δίσκος αξιοπρόσεχτος. Στον οποίον τόσο η Κυρμιζή, όσο και ο κάτωθι εικονιζόμενος Νίκος Γρηγοριάδης που υπέγραφε μουσική και στίχους (σύντροφός της στη ζωή μα και στην τέχνη), απέδειξαν ότι παρέμεναν δύο σοβαροί δημιουργοί, που δεν είχαν πάψει να αναρωτιούνται για εκείνη την «άλλη» εγχώρια pop ή για το πώς μπορούσες να σκαρώσεις μια μοντέρνα αστικη μπαλάντα με νόημα.

Το τελευταίο διάστημα, το άλμπουμ έδειχνε να έχει χαθεί από τις ψηφιακές πλατφόρμες (Spotify, iTunes κλπ.), κάτι όμως που αποδείχθηκε προσωρινό: πριν λίγες μέρες, η Λάρβα έγινε εκ νέου διαθέσιμη. Είναι λοιπόν μια καλή αφορμή αυτή για μια επαν-επίσκεψη στην κριτική που έγραψα πίσω στο 2015 για λογαριασμό του Avopolis. Η οποία αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η παρακάτω φωτογραφία ανήκει στην Έφη Ρίζου και προέρχεται από το promo υλικό που συνόδευσε την έκδοση της Λάρβας


H Νίκη –μία από τις ηρωίδες της Λάρβας– έχει πτυχίο, μιλά ξένες γλώσσες και ψάχνει δουλειά. Στο "Είμαι Καλά" βλέπει τον Πάνο να μεταναστεύει αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, έχει δε και την αιώνια Ελληνίδα μάνα να της γκρινιάζει για γάμους και παιδιά. 

Πιο κάτω, κορίτσια ή μεγαλύτερες γυναίκες μας μιλούν για τον έρωτα (π.χ. "Δεύτερη Ευκαιρία"), τον οποίον βρίσκουμε συχνά ενταγμένο σε μια καθημερινότητα που φαίνεται να έχει γενικότερα στραβώσει. Η λαχτάρα λ.χ. της νέας αρχής στην "Καινούρια Μέρα" εμπεριέχει κάτι το συνολικό, ενώ το γκρίζο κενό του θεατρικά δοσμένου "Χρυσόψαρου" θίγει κι αυτό κάτι μεγαλύτερο. Στο "Λουλούδι Της Ερήμου", μάλιστα, ο έρωτας προβάλλει ως αντίδοτο σε βίους οι οποίοι βουλιάζουν στο τσιμέντο μιας αναγνωρίσιμα αγχωτικής Αθήνας. 

Ακόμα όμως και στη στιχοκεντρική μας Ελλάδα, η επιτυχία δεν είναι μόνο θέμα ωραία δοσμένων στίχων. Είχα τις αμφιβολίες μου όταν έμαθα ότι η Κατερίνα Κυρμιζή θα ξανατραγουδούσε Νίκο Γρηγοριάδη, γιατί στο αμέσως προηγούμενο ραντεβού του διδύμου με τη δισκογραφία (6 χρόνια πριν, με το άλμπουμ Είμαι Εδώ!), είχαν μεν επιβεβαιωθεί τα κεκτημένα, μα είχε λείψει η σπίθα. Αλλά στη Λάρβα, ο Γρηγοριάδης λάμπει. Κι ας έμεινε σε κάπως «κλειστά» κι ασφαλή για εκείνον νερά, αφήνοντας τον δίσκο να κυλήσει σε υπερβολικά οικεία σχήματα, από ένα σημείο κι έπειτα: στιγμές π.χ. σαν το "Ψάχνω Για Σένα" ή την "Προδοσία" θα μπορούσαν να υπάρχουν σε κάθε δουλειά του, είναι ο «μέσος όρος» του. 

Εδώ ο Γρηγοριάδης προτάσσει ολοκληρωμένες, μοντέρνες αστικές μπαλάντες, με έξυπνες πινελιές από διάφορα όργανα (τσέλο, γιουκαλίλι, charago, βιολί) να υποστηρίζουν ενορχηστρωτικά τις κυρίαρχες κιθάρες. Φτιάχνει έτσι τραγούδια αβίαστα ραδιοφωνικά, με υψηλό βαθμό συναισθηματικής νοημοσύνης. Αν λ.χ. ακολουθούσαμε την πεπατημένη της ελληνικής δισκογραφίας, το προαναφερθέν "Είμαι Καλά" θα ήταν ένα θλιμμένο, μελαγχολικό άσμα. Ως το τραγούδι εντούτοις μιας 20άρας, η οποία δεν νιώθει τον χρόνο ως εχθρό, το ακούμε να ηχεί ανέμελο. Πολύ σωστά, αφού οι μέρες και οι νύχτες της Νίκης αργοσβήνουν δίχως τη βαριά αίσθηση μεγαλύτερων ηλικιών: η προοπτική βρίσκεται (εξ ορισμού) μπροστά.

Η Κυρμιζή, με τη σειρά της, πατάει σε αυτό το βάθρο για να παραδώσει τις πιο μεστές της ερμηνείες, μέχρι τώρα. Είναι αληθινά θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίον μεταμορφώνεται κάθε φορά στις αφηγήτριές της, ενώ ειδικά στο ηλιολουσμένο ρεφρέν της "Καινούριας Μέρας" –αλλά και στο χαμογελαστό, σουρεάλ γαϊτανάκι με φόντο τα πέριξ της Ομόνοιας που εκτυλίσσεται στο "Σε Είδα Στην Πειραιώς"– τα φωνητικά της κομίζουν μια λιακάδα που πολύ λείπει από το εγχώριο μουσικό σκηνικό. 

Κάποιους μήνες πριν κυκλοφορήσει η Λάρβα, της είχα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης σε μία από τις τελευταίες συσκέψεις της Κόκκινης Καρφίτσας στις οποίες μετείχα. Δεν είχα ακούσει ούτε νότα, μάλιστα στην αρχή νόμιζα κιόλας πως ο δίσκος λέγεται Λάβα. Δεν είχε σημασία, πάντως· θα έδινα σε κάθε περίπτωση ψήφο εμπιστοσύνης στην Κατερίνα Κυρμιζή. Θα έχω πάντα την περιέργεια να δω τι κάνει, καθώς πιστεύω ότι μόνο κέρδος αποτελεί η ύπαρξή της στην εγχώρια δισκογραφία. Αν ψάχνετε το γιατί, γδύστε τα φετινά της τραγούδια σε μια κιθάρα: δεν θα χάσουν τίποτα από την ομορφιά ή από την αμεσότητά τους. 

Ας μου επιτραπεί λοιπόν μια παρατήρηση. Η Κυρμιζή έχει έναν μικρό μα πιστό πυρήνα φίλων, που είμαι βέβαιος πως την αγαπούν, μα της κάνουν κακό γράφοντας για εκείνη δημοσίως, με τον τρόπο με τον οποίον συνήθως το κάνουν. Καλώς ή κακώς, τα χρόνια πέρασαν. Δεν γίνεται λοιπόν να μιλάμε για μια ενεργή δημιουργό/τραγουδίστρια με μόνιμο σημείο αναφοράς ένα «αχ!» για το Κοντσέρτο Για Σοκολάτα Και Τριαντάφυλλα (1996) και για το "Στην Πίσω Τσέπη Του Blue Jean". Ούτε προσφέρεται κάτι με τα διαπρύσια κηρύγματα για τα άδικα της δισκογραφίας απέναντι σε δημιουργούς που –προφανώς– δεν χωράνε στην κοπτοραπτική της. Ζούμε στο 2015. Είμαστε συνηθισμένοι πια σε καλλιτέχνες που δεν ταίριαξαν στα στάνταρ των εταιριών και την έψαξαν διαφορετικά. Άλλωστε, όποιος ακούσει τη Λάρβα και την αντιπαραβάλλει με το σύνηθες μενού που κυκλοφορούν/υποστηρίζουν οι δισκογραφικές σε ανάλογο ύφος, θα το ακούσει να κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια, χωρίς όλες αυτές τις έμπλεες συναισθηματισμών και ηθικολογίας κορώνες. 

Επίσης, υπάρχει εκεί έξω ένας νέος κόσμος, παιδιά σαν τη Νίκη του εναρκτήριου άσματος. Τι όφελος προκύπτει για την Κυρμιζή της Λάρβας, αν παρουσιάζεται διαρκώς ως το pop thing κάποιων άλλων 20άρηδων, οι οποίοι πλέον σαραντάρισαν ή σαρανταρίζουν και νοσταλγούν τα νιάτα τους, ίσως και τις μέρες που χώραγαν σε εκείνο το μπλου-τζιν; Δεν είναι θέμα «μάνατζμεντ», ούτε «promotion», δεν το θέτω έτσι. Είναι όμως ζήτημα επικοινωνίας, σε εποχές που έχει τεράστια σημασία και το πώς περνάς το μήνυμά σου, πέρα από το ίδιο το μήνυμα. Το χαμηλό, ευγενικό, προσιτό προφίλ του Νίκου Γρηγοριάδη και της Κατερίνας Κυρμιζή δεν πρέπει λοιπόν να οδηγεί σε συγχύσεις. Είναι δύο δημιουργοί σοβαροί, με εγνωσμένη αξία, οι οποίοι αποδεικνύουν εδώ ότι έχουν ακόμα πράγματα να μας πουν. Τους οφείλουμε λοιπόν ανάλογη σοβαρότητα, αντί να τους παρουσιάζουμε στο κοινό σαν να 'ναι «δυο παιδιά από την παρέα μας».  



29 Μαρτίου 2021

Παύλος Παυλίδης - συνέντευξη 1 (2008)


Στη δουλειά του μουσικογραφιά, η συνέντευξη είναι λίγο-πολύ ατομική υπόθεση: οι καλλιτέχνες μπορεί να είναι περισσότεροι του ενός, αλλά δημοσιογράφος είναι συνήθως μόνο ένας. 

«Συνήθως», όμως. Γιατί, σπανίως, έχει συμβεί και το αντίστροφο. Είτε ...εκ προμελέτης, όπως π.χ. είχαμε κάνει με τον Διονύση Κοτταρίδη όταν πήγαμε να συναντήσουμε τη Μαρία Φαραντούρη (περισσότερα εδώ), είτε κατά τύχη. Όπως ένα ζεστό μεσημέρι του Ιούλη, πίσω στο 2008.

Ο Παύλος Παυλίδης είχε βγάλει με τους B-Movies το περίφημο (πλέον) ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ στο Θέατρο Απόλλων της Ερμούπολης. Είχαμε κανονίσει λοιπόν να βρεθούμε για καφέ με αυτή την αφορμή, ώστε να στηθεί μια συνέντευξη για το Sonik. Ήταν ωραίες εποχές εκείνες, οι πιο ευτυχισμένες στα χρόνια που υπήρξα επαγγελματίας μουσικοδημοσιογράφος και κριτικός: είχα γραφείο στη Μπλε Πολυκατοικία στα Εξάρχεια, ενώ η Κρίση που διέλυσε τον χώρο μας ήταν ακόμα κάτι που κανείς δεν υποψιαζόταν. Το δε ραντεβού με τον Παυλίδη δεν γινόταν να είναι πιο άνετο, αφού είχε κανονιστεί για ...απέναντι –στο Βοξ, το οποίο ακόμα λειτουργούσε τότε ως καφέ. 

Καθώς λοιπόν συζητούσα με τη Ρουμπίνη Διαμαντόπουλου, την αρχισυντάκτρια τότε του Sonik, κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες για το μάκρος και την παράδοση της συνέντευξης, ο Στυλιανός Τζιρίτας –που επίσης βρισκόταν στο γραφείο δουλεύοντας– πρότεινε να έρθει κι αυτός στην κουβέντα με τον Παυλίδη. Η Ρουμπίνη δεν είχε κανένα πρόβλημα, οπότε πήγαμε πράγματι παρέα, βρήκαμε και τον Παυλίδη ευδιάθετο και κύλησαν όλα μια χαρά. Η συζήτησή μας, μάλιστα, δεν εξαντλήθηκε στα της ηχογράφησης στη Σύρο: επεκτάθηκε και γενικότερα στο τι γινόταν τότε στο ελληνικό τραγούδι, καθώς και στις rock μα και χιπ χοπ εκφάνσεις της εγχώριας δημιουργίας, ενώ ο Παυλίδης θυμήθηκε και το καφενείο της Θεσσαλονίκης όπου ξεκίνησε να πρωτοπαίζει. 

Εκείνη η συνέντευξη τυπώθηκε λοιπόν για το τότε Sonik και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ –για πρώτη φορά στο ίντερνετ– με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αφορμή, η χθεσινοβραδινή live streaming συναυλία του Παυλίδη στο Principal της Θεσσαλονίκης (με μόνους συνοδούς τον Φώτη Σιώτα και τον Δημήτρη Τσεκούρα), την οποία παρακολούθησε από ό,τι φαίνεται κάμποσος κόσμος, επιβεβαιώνοντας πως παραμένει ένας από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες έξω από την κυρίως σφαίρα του εγχώριου mainstream.

Χρόνια αργότερα θα ξανασυναντιόμασταν με τον Παυλίδη, για μία ακόμα κουβέντα. Όμως αυτή είναι αντικείμενο μιας άλλης ανάρτησης.

* η κάτωθι φωτογραφία, από ζωντανή εμφάνιση του Παύλου Παυλίδη, ανήκει στον Θάνο Λαΐνα


Πόσο γνώριμη σου ήταν η Σύρος, πριν πας εκεί για τις δύο συναυλίες στο Θέατρο Απόλλων;

Τη Σύρο την έβλεπα από το καράβι κάθε φορά που πήγαινα στην Αμοργό, ήταν μία από τις στάσεις. Περίπου δύο εβδομάδες πριν τις συναυλίες πήγα λοιπόν εκεί, ώστε να δω τον χώρο. Δεν το περίμενα ότι θα ήταν τόσο ωραίος, είναι κάτι το εκπληκτικό. Πήγα ως απλός επισκέπτης και αφού είδα το θέατρο ρώτησα αν γίνονται και συναυλίες σε αυτό. Μου απάντησαν ότι είναι κλεισμένο για όλο τον Μάρτιο και ότι στις 22 θα έπαιζε κάποιος Παυλίδης! (γέλια εκατέρωθεν) 

Αλλά και το νησί γενικά ήταν ωραίο, είχε έναν αέρα που τον ήθελα. Από τη μία δηλαδή σκέφτεσαι τον Μάρκο και τους Μικρασιάτες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί, από την άλλη η αρχιτεκτονική σου θυμίζει Ιόνιο και Φράγκους.

Πέρα από όμορφο, πόσο λειτουργικό βρήκες τελικά το θέατρο Απόλλων για τις ανάγκες μιας συναυλίας;

Εμένα το Απόλλων μου έδωσε την αίσθηση ότι είναι περισσότερο ένας χώρος φτιαγμένος για μουσική, παρά για θέατρο. Δεν ξέρω βέβαια πόσα γκάζια μπορεί να αναπτύξει κανείς παίζοντας σε αυτό και πώς θα ακουγόταν κάτι τέτοιο, αλλά εμείς έτσι κι αλλιώς δεν πήγαμε εκεί με τέτοιους σκοπούς. Γι' αυτό που θέλαμε να κάνουμε, αποδείχθηκε πολύ κατάλληλος χώρος.

Ακούγεσαι πολύ ευχαριστημένος...

Ναι, γιατί, πέρα από τον χώρο, έγινε και πολύ καλή δουλειά από τους ηχολήπτες: πρόκειται για ανθρώπους που θαυμάζω. Δουλέψαμε 40-45 άτομα συνολικά και δεν ακούστηκε ούτε ένα παράπονο, ούτε καν από όσους ήρθαν ως εκεί χωρίς ουσιαστικά να έχουν ιδέα για το τι είναι αυτό στο οποίο θα λάμβαναν μέρος. 

Σημαντικός παράγοντας, πάντως, είναι και η γενναιοδωρία της Archangel, γιατί κάλυψε τα έξοδα τόσων ανθρώπων για τις πέντε συνολικά μέρες που μείναμε στη Σύρο. Το live στο Απόλλων δεν είχε καμία σχέση με τη λογική άρπα-κόλλα που όλοι ξέρουμε πως λίγο-πολύ επικρατεί στον τρόπο με τον οποίον γίνονται οι συναυλίες: πάμε να κάνουμε μια βραδιά, στην Αθήνα που θα έχει και κόσμο, άντε να έχουμε κι ένα φορτηγάκι.

Συμμερίζεσαι επομένως την άποψη που θέλει την Archangel να λειτουργεί με διαφορετική λογική σε σχέση με άλλες εταιρείες; 

Θεωρώ ότι η Archangel δεν λειτουργεί με τον τρόπο που συνήθως λειτουργούν άλλες ανεξάρτητες εταιρείες στην Ελλάδα. Πρώτα-πρώτα, δεν τους διακρίνει καμία μιζέρια. Και η γενναιοδωρία την οποία ανέφερα πριν πως δείχνουν, νομίζω ότι τους επιστρέφεται. Στη δική μου περίπτωση, ας πούμε, κάποιοι φίλοι λένε ότι με το Live Στο Απόλλων έκανα το καλύτερο best of της πορείας μου, συνάμα όμως είναι κι ένας δίσκος ο οποίος δείχνει να τα πηγαίνει πολύ καλά και εμπορικά: ήδη έχουν γίνει περίπου 5.000 παραγγελίες.

Το Live Στο Απόλλων περιέχει κομμάτια από τις προσωπικές σου δουλειές, τραγούδια από την περίοδο των Ξύλινων Σπαθιών, αλλά και καινούργιο υλικό. Με τι λογική επέλεξες την track list που ακούμε;

Προσωπικά, κάποια κομμάτια που τελικά μπήκανε στο CD, εγώ δεν θα τα έβαζα. Αλλά κατάλαβα στη διαδικασία ότι δεν έπρεπε να κάνω αυτό που άρεσε σε μένα απόλυτα. Γιατί, ας πούμε, δεν ήθελα να βάλω το “Φωτιά Στο Λιμάνι” –με τη λογική πως είναι ένα τραγούδι παλιό, το οποίο το έχω πλέον χορτάσει. Αρκετοί όμως θεωρούσαν τη συγκεκριμένη εκτέλεση καταπληκτική. 

Τα νέα τραγούδια που ακούσαμε, είναι πρόγευση κάποιας καινούριας δουλειάς;

Ναι, ετοιμάζω καινούρια δουλειά. Για την ώρα δουλεύω τα τραγούδια στο λάπτοπ.

Τον Οκτώβριο, εντωμεταξύ, θα βγει κι ένα DVD από τις παραστάσεις στη Σύρο. Εκεί θα υπάρχει και υλικό το οποίο δεν ακούμε στο CD;

Ναι, γιατί καθώς το φτιάχναμε είδα ότι τραγούδια που δεν είχαν μπει στο CD δεν γινόταν να μην υπάρχουν στο DVD. Κι αυτό επειδή είναι πολύ διαφορετικό να βλέπεις ένα συγκρότημα να παίζει κάτι στη σκηνή, από το να ακούς απλώς τι παίζει το συγκεκριμένο συγκρότημα. Σε ορισμένα κομμάτια σε παρασέρνει απλώς η εικόνα –έχει βέβαια γίνει και καλή δουλειά σε επίπεδο κινηματογράφησης και μοντάζ. Και καλό θα ήταν τέτοιες παραστάσεις να βοηθιούνται και από τους δήμους: ήμασταν ολομόναχοι, πληρώσαμε τα πάντα από την τσέπη μας, ενώ ήταν μια πολύ μεγάλη παραγωγή για επαρχιακή πόλη και ειδικά για νησί. 

Μη φανταστείτε ότι έχω κάποιο παράπονο, το θέτω σε ένα επίπεδο ότι θα άξιζε τον κόπο να συμμετέχουν. Και ελπίζω όταν δούνε το DVD να το καταλάβουν. Για μένα το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην περίπτωση Χρήστου Ζαχόπουλου είναι αυτό που συνέβη φέτος, ότι δηλαδή, ακριβώς επειδή ξεμπροστιάστηκαν όσοι έκλεβαν τα λεφτά, όλοι περίμεναν ότι θα μοιράζονταν επιτέλους και θα άνοιγαν οι συναυλίες με τους δήμους. Αντί γι' αυτό, φέτος είναι που δεν έδωσαν απολύτως τίποτα. 

Για εσένα ειδικά, ως δημιουργό απέναντι στο υλικό σου, τι σηματοδότησε το live στη Σύρο;

Πρώτα-πρώτα, ξαναγάπησα κάποια από τα τραγούδια. Όμως το πιο βασικό από όλα ήταν ότι το live στήθηκε έτσι ώστε η φωνή να είναι μπροστά και τα λόγια να είναι τα κυρίαρχα –κι αυτό μου άρεσε πολύ. Πιστεύω ότι φέτος δοκιμάστηκα ως τραγουδιστής περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά. Θυμάμαι π.χ. ότι, επί χρόνια όταν παίζαμε με τα Σπαθιά, χρειαζόταν περισσότερο να φωνάξω ώστε να ακούω ο ίδιος τη φωνή μου. Χρειάζεται επομένως να έχεις τον κατάλληλο χώρο για να αναπτυχθούν οι δυναμικές του ακουστικού σχήματος και να δουλευτεί η φωνή. 

Βασικά στη Σύρο χρησιμοποίησα το σχήμα των έξι ατόμων που είχα δοκιμάσει επί περίπου 1,5 μήνα στον Σταυρό του Νότου στην Αθήνα, το οποίο την τελευταία στιγμή έγινε δεκαμελές. Και τόση ώρα μπορεί να ευλογούμε τα γένια μας και να λέμε τι καλή δουλειά κάναμε, αλλά ήταν απλώς απίστευτο το πώς τα ίδια παιδιά με τα οποία ρίχναμε πολύ γέλιο στα καμαρίνια στάθηκαν μετά με τόση υπευθυνότητα πάνω στη σκηνή. Έβγαινα καμιά φορά από τα καμαρίνια επίτηδες για να μπορέσω να θυμηθώ τι είχαμε έρθει να κάνουμε στη Σύρο!

Ο κόσμος φαίνεται να το εισέπραξε κι αυτός πολύ καλά, σαν εμπειρία. Μάλιστα διαβάσαμε και ακούσαμε για άτομα τα οποία ήρθαν στο live χωρίς να ξέρουν κάτι για εσένα και έφυγαν ενθουσιασμένοι. Το βίωσες εσύ κάτι τέτοιο παίζοντας;

Ναι, ήταν παράξενη η εικόνα. Από τη μία υπήρχαν κάποια νέα παιδιά τα οποία ξεκίνησαν από την Αθήνα ειδικά για τις συναυλίες και από την άλλη έβλεπες στο κοινό ανθρώπους που ήσουν σίγουρος ότι αποκλείεται να ήξεραν το “Καράβι”, ίσως ούτε καν τον “Βασιλιά Της Σκόνης” ή το “Λιωμένο Παγωτό”. Όπως ας πούμε ορισμένα πολύ νέα παιδιά ή κάποιες κυρίες σίγουρα στα 50 τους, ίσως και παραπάνω. 

Πάντως, αισθάνθηκα καταπληκτικά απέναντι σε ένα τέτοιο κοινό, το οποίο μάλιστα συμπεριφέρθηκε και άψογα. Αν προσέξατε στον δίσκο, ακούγεται λες και ηχογραφούσαμε σε στούντιο. Κατά τη διάρκεια της παράστασης δεν έβηξε ούτε ένας άνθρωπος! Είχαμε βέβαια και καταπληκτικούς ηχολήπτες, όπως είπα και πιο πριν. Νομίζω πως αυτός ο δίσκος ακούγεται καλύτερα από κάθε άλλον δίσκο μου, παρ' όλο που είναι live.  

Πόσο πιστεύεις αλλάζει ένα τραγούδι σου, όταν παίζεται ζωντανά και ειδικά από ένα συγκρότημα;

Μπορεί να αλλάξει και σε μεγάλο βαθμό. Για μένα, το πρώτο μεγάλο σχολείο πάνω σε αυτό ήταν ένα καφενείο στη Θεσσαλονίκη, όπου πρωτοξεκίνησα να παίζω με δύο κιθάρες κι ένα κρουστό. Είναι ένα καφενείο με ευρωπαϊκό αέρα –θυμίζει κάτι από Πράγα– το οποίο σε όλη τη διάρκεια της μέρας είναι κανονικό καφενείο, με παππούδες να παίζουν τάβλι και να πίνουν τον καφέ τους. Και ερχόμενος γύρω στις 9 το βράδυ, οπότε αρχίζει το soundcheck, επικρατεί ένα διαφορετικό κλίμα: μετατρέπεται σε live χώρο. 

Έπαιζα σε αυτό το καφενείο κάθε Τρίτη κι ακόμα παίζω –κάνω ένα μικρό διάλειμμα λόγω καλοκαιριού και θα ξαναπάω. Εκεί πρωτοσυνειδητοποίησα λοιπόν πόσο μπορεί να αλλάξει ένα τραγούδι ζωντανά. Όταν ειδικά το παίζεται από μια ομάδα, ένα συγκρότημα, κάποια σχεδόν τα χάνεις, γίνονται κάτι άλλο. Καμιά φορά, επίσης, οι μπάντες βρίσκονται σε ένα σημείο της πορείας τους, οπότε σπρώχνουν κάθε κομμάτι προς ένα συγκεκριμένο ύφος. Κάτι που δυναμώνει κάποια, μα αδικεί κάποια άλλα. Ακόμα και σπουδαίοι παραγωγοί το παραδέχονται αυτό, μιλώντας για κατά τα άλλα άψογα άλμπουμ. 

Πού νιώθεις πιο απελευθερωμένος δουλεύοντας; Στο στούντιο ή στη σκηνή;

Στο στούντιο έχεις τη δυνατότητα της επανάληψης. Κι έχεις ίσως και την εντύπωση ότι τελειοποιείς κάτι. Ως τραγουδιστής, όμως, δοκιμάζεσαι πάντα στη σκηνή, τελικά. Και το Απόλλων στην Ερμούπολη μου παρείχε μια ατμόσφαιρα κατάλληλη για να τραγουδήσω όπως θα ήθελα να τραγουδούσα και σε ένα στούντιο. 

Στο CD ακούγεσαι πράγματι πιο εσωτερικός από κάθε άλλη φορά σε επίπεδο ερμηνείας, σαν να αναζητούσες να φτάσεις σε κάποιο μεγαλύτερο βάθος από ότι μέχρι τώρα...

Το ήθελα αυτό. Ήθελα έναν καθαρό live δίσκο. Και ήξερα ότι το θέμα δεν βρισκόταν στο να εξωτερικεύσω το αίσθημα, αλλά στο να το ελέγξω και να το ισορροπήσω. Γιατί σε ένα live εκτίθεσαι στην παρόρμηση της στιγμής και δεν μπορείς βέβαια να κάνεις διορθώσεις.  

Παρακολουθείς αλήθεια τα αγγλόφωνα συγκροτήματα, τα οποία ξεφυτρώνουν πια σαν τα μανιτάρια;

Δεν έχω τον χρόνο να τα ακούσω όλα, για να έχω μια καλή, συνολική εικόνα. Ασφαλώς έχω ακούσει πολύ ωραία πράγματα –και όχι μόνο από αθηναϊκά ή από θεσσαλονικιώτικα γκρουπ. Οι Raining Pleasure, για παράδειγμα, είναι ένα στ' αλήθεια ενδιαφέρον συγκρότημα και μου αρέσει που δουλεύουν και με ξένους συνεργάτες, όπως στο τελευταίο τους άλμπουμ. Αλλά και η Μόνικα μου φάνηκε ενδιαφέρουσα. Προσωπικά, πάντως, διψάω να ακούσω ανάλογες παραγωγές και ενορχηστρώσεις με αυτές που τόσο καλά κάνουν διάφορες αγγλόφωνες μπάντες, με ελληνικό στίχο». 

Το ελληνόφωνο rock δείχνει να έχει υποχωρήσει δραματικά. Γιατί συνέβη αυτό, όπως το βλέπεις εσύ;

Καλά να πάθει το ελληνόφωνο rock. Έμεινε στάσιμο, η αισθητική του είναι πολύ ξεπερασμένη και, όπως και να το κάνουμε, όλοι πρέπει να καταλάβουμε ότι το ελληνόφωνο έχει σχέση με τον ελληνικό στίχο. Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία το τι λες, πολύ μεγαλύτερη από όταν γράφεις στα αγγλικά. Ο λόγος κατέχει δηλαδή κυρίαρχη θέση και από αυτόν πρέπει να ξεκινάμε. 

Δεν υποστηρίζω βέβαια ότι πρέπει να ακούμε ποιήματα, έχει όμως σημασία το ύφος και ο τρόπος στο ταξίδι που θα πας. Πλέον οι πιο ενδιαφέροντες στίχοι βρίσκονται για μένα στο χιπ χοπ. Όχι ότι έχει εμφανιστεί κάτι το συγκλονιστικό στο ελληνόφωνο χιπ χοπ, πάντως εκεί βλέπω πια να υπάρχει ζωή και δυναμική. Αν και είναι θλιβερό το πόσο έχουν κρατήσει ως επιρροή από τους Αμερικάνους τη ψευτομαγκιά. Έχω βαρεθεί να τους ακούω να κορδώνονται σαν κοκοράκια. Συχνά, αντί να ασχολούνται με τα όσα χάλια συμβαίνουν γύρω μας, ασχολούνται με το ποιος είναι ο πιο μάγκας.

Παρακολουθείς άλλα πράγματα από ελληνική μουσική;

Εδώ και αρκετό καιρό, το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου μου το περνάω σε ένα χωράφι δίπλα στη θάλασσα: έχω κληρονομήσει κάτι ωραίες ελιές και τις προσέχω. Ας πούμε ότι κάνω τεράστιες διακοπές! Εκεί λοιπόν έχω ένα τρανζιστοράκι και συχνά ανοίγω το ραδιόφωνο και το αφήνω. Έχω βέβαια το καταφύγιο του Τρίτου Προγράμματος, όπου επιστρέφω όταν δεν βρίσκω κάτι άλλο να ακούσω. 

Πάντως αυτό που ακούω από το ελληνικό τραγούδι δεν το διακρίνει τίποτα το πρωτότυπο. Με την εξαίρεση λίγων πραγμάτων, όπως π.χ. του Γιάννη Αγγελάκα, του Θανάση Παπακωνσταντίνου ή του Σωκράτη Μάλαμα, ο οποίος πάντα, ό,τι και να κάνει, έχει αυτή την τρομακτική σπίθα. Άκουσα κι ένα νέο pop κομμάτι των Ενδελέχεια, συμπαθητικό ήταν, μα δεν νομίζω πως θα αλλάξει κιόλας την πραγματικότητα. 

Κατά τα άλλα μιζερεύω και βαριέμαι με τα όσα ακούω. Ειδικά στο έντεχνο, βλέπω να κρύβονται όλοι πίσω από μια κακοχωνεμένη Ανατολή κι έναν αμανέ. Είναι από τις λίγες φορές που δεν μου μυρίζει τίποτα το καινούριο να έρχεται. Είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που πήγα στη Σύρο, ώστε να θυμηθώ λίγο και το Δυτικό τοπίο και δουλειές σαν το Χαμόγελο Της Τζοκόντα του Μάνου Χατζιδάκι –που, αν και δίσκος μιξαρισμένος στη Νέα Υόρκη από τον Quincy Jones, είναι ελληνικότατος.



23 Μαρτίου 2021

Royal Concertgebouw Orchestra - ανταπόκριση (2016)


Στρογγυλά 30 χρόνια έκλεισε αυτές τις μέρες το Μέγαρο Μουσικής, από όταν άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στο κοινό (Μάρτιος του 1991). Το οικείο (πλέον) κτήριο άρχισε να κατασκευάζεται το 1976, ύστερα από μια ιδέα της Αλεξάνδρας Τριάντη, η οποία ήταν ιδρύτρια του συλλόγου Φίλοι της Μουσικής. 

Πρόκειται για έναν οργανισμό που δεν μπόρεσε να ζήσει απαλλαγμένος από ...περιπέτειες οικείες δυστυχώς στη χώρα μας: δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια άλλωστε από τότε που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των δημοσιευμάτων, λόγω των χρεών του στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (δάνειο 2003) και στην Εθνική Τράπεζα (δάνειο 2007). Τα οποία δεν μπορούσε να αποπληρώσει, με αποτέλεσμα να κρατικοποιηθεί το 2016.

Πρόκειται όμως και για έναν οργανισμό που έχει προσφέρει σημαντικές συναυλιακές συγκινήσεις στο μουσικόφιλο κοινό. Έστω κι αν εντύπωσε και μια αίσθηση απόστασης –με πρόσημο τόσο ηλικιακό, όσο και ταξικό– η οποία επιμένει φοβάμαι, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες να γεφυρωθεί. 

Με τα συν και τα πλην, πάντως, το Μέγαρο Μουσικής έχει λόγους να γιορτάζει και έχει ήδη ξεκινήσει, παρουσιάζοντας την Καμεράτα στην περίφημη 9η Συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν με όργανα εποχής –κάτι που γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η συναυλία αυτή θα επαναληφθεί και το Σάββατο 27 Μαρτίου, σε διαδραστική προβολή 360°. Ενδιάμεσα, βέβαια, θα τιμηθεί και η επέτειος της 25ης Μαρτίου με τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν σε πλήρη ανάπτυξη, από το ανδρικό φωνητικό σύνολο ΜΕΙΖΟΝ. 

Όσο για μας, τιμούμε τα γενέθλια αυτά με μια επαν-επίσκεψη σε ένα αξέχαστο στιγμιότυπο, το οποίο αποτελεί συνάμα και χαρακτηριστικότατο παράδειγμα συναυλίας που χωρίς το Μέγαρο Μουσικής δύσκολα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ο λόγος για τη βραδιά της 26ης Οκτωβρίου 2016, όπου στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» πρωταγωνίστησε η Royal Concertgebouw Orchestra της Ολλανδίας, σε διεύθυνση Daniele Gatti. Η οποία έκανε πραγματική επίδειξη δύναμης, επιβεβαιώνοντας ότι είναι (όπως λέγεται) μία από τις καλύτερες ορχήστρες στον κόσμο. Παράλληλα, έθεσε νομίζω και το μέτρο με το οποίο πρέπει να κρίνονται ανάλογα θεάματα, πόσο μάλλον από δικά μας σύνολα που προσπαθούν να διευρύνουν το καλλιτεχνικό τους αποτύπωμα. 

Η κάτωθι ανταπόκριση πρωτοδημοσιεύτηκε το 2016 στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Ως «δεύτερη καλύτερη» ορχήστρα του κόσμου πίσω από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου λογίζεται η Βασιλική Ορχήστρα Κονσέρτχεμπαου (όπως προφέρεται) του Άμστερνταμ, σύμφωνα με πρόσφατο διεθνές πάνελ διακεκριμένων κριτικών κλασικής μουσικής. Και δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης αυτής της παγκόσμιας κλάσης της στο γεμάτο (μα όχι sold-out) Μέγαρο Μουσικής, όπου χειροκροτήθηκε με δικαιολογημένο ενθουσιασμό, αριστεύοντας σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό πρόγραμμα, υπό την εκφραστικότατη διεύθυνση του νέου της καλλιτεχνικού διευθυντή Daniele Gatti. 

Η έναρξη της βραδιάς είχε μάλιστα και ελληνικό χρώμα, αφού θέσεις της ορχήστρας δόθηκαν σε μέλη της νεότευκτης (2015) MOYSA, της Συμφωνικής δηλαδή Νέων του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Μαζί, οι διακεκριμένοι διεθνείς σταρ και τα καινούρια ταλέντα του τόπου μας παρουσίασαν το Πρελούδιο της όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ Οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης (1862): ένα φανταχτερό δείγμα από τα μουσικά θέματα της τελευταίας, που όμως απαιτεί προσοχή σε ορισμένες συναισθηματικές απολήξεις της παρτιτούρας, ιδίως όσες σχετίζονται με τον ρόλο των πνευστών και με τον λυρισμό των βιολιών. Το αποτέλεσμα της συνύπαρξης υπήρξε αρμονικότατο και το κοινό καμάρωσε εμφανώς τα παιδιά από τη MOYSA, ενώ και ο Gatti έδειξε θερμός, πέρα νομίζω από τυπικότητες.

Για τους Ολλανδούς, βέβαια, αυτό δεν ήταν παρά ένα χαλαρό προοίμιο. Γιατί, μόλις παρατάχθηκαν σε πλήρη σύνθεση, βούτηξαν αμέσως στα βαθιά, αφήνοντάς μας αποσβολωμένους στις θέσεις μας με τις επιδόσεις που έπιασαν στα αποσπάσματα από το "Λυκόφως των Θεών", τελευταίο μέρος του περίφημου βαγκνερικού έπους Το Δαχτυλίδι των Νίμπελουνγκ. Διακριτική όταν χρειάστηκε, με παύσεις γεμάτες αναμονή και με εξάρσεις τρομερές, πλήρως εναρμονισμένες με το μεγαλεπήβολο και θεαματικό στυλ του Γερμανού συνθέτη, η Βασιλική Ορχήστρα Κονσέρτχεμπαου ακολούθησε τον Ζήγκφριντ στο ταξίδι του στον Ρήνο και τον αποχαιρέτησε με ενάργεια και με την πρέπουσα «δόξα» όταν πέθανε, θανάσιμα τραυματισμένος από τον Χάγκεν, με τις τελευταίες του σκέψεις να στρέφονται στη Μπρουνχίλντε. Ήταν μια εκτέλεση συναρπαστική. 

Το δεύτερο μέρος άνοιξε με Γκούσταβ Μάλερ, με το adagio από την περιπετειώδη 10η Συμφωνία (1910), τελευταίο έργο της ζωής του, που έμελλε βασικά να συμπληρωθεί και ολοκληρωθεί σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατό του. Εδώ ο Gatti υπήρξε μοναδικός, φτάνοντας την κινησιολογία του επί του πόντιουμ στο απόγειο της εκφραστικότητάς της, οδηγώντας τους μουσικούς του στο συναισθηματικό βένθος ενός έργου που –απηχώντας την υπαρξιακή κρίση του δημιουργού του– φτάνει στα σύνορα του ατονικού, μοντέρνου κόσμου και χρειάζεται έτσι λεπτές αποχρώσεις σε πολλά σημεία. Τόσο συνεπήρε το κοινό η καταπληκτική απόδοση όλων των παραπάνω, ώστε ορισμένοι έσπευσαν να χειροκροτήσουν και να φωνάξουν λίγα (κρίσιμα) δευτερόλεπτα πριν το σωστό σβήσιμο, αναγκάζοντας τον Gatti να τεντώσει το δεξί του χέρι με νόημα προς την πλατεία, σταματώντας τους. 

Και κλείσαμε με Alban Berg, με τα "Τρία Κομμάτια για Ορχήστρα, Έργο 6", σε μία ακόμα διαφήμιση των ικανοτήτων της Κονσέρτχεμπαου, με βιολιά, φαγκότα και κρουστά να φτάνουν σε δυσθεώρητα κρεσέντο και με το σύνολο των μουσικών της να μοιάζει συχνά με κύμα, έτσι όπως συντονιζόταν σύσσωμο με μία από τις πλέον περίπλοκες παρτιτούρες στην ιστορία της λόγιας σύνθεσης. Η οποία προστάζει συχνές αλλαγές στο τέμπο και ζητεί ιδιαίτερη προσοχή από το ακροατήριο, ώστε να γίνουν διακριτές όλες οι μικρές μα φοβερές λεπτομέρειες, όπου κάπου απηχείται και ο Μάλερ –πράγμα που ένωσε με μια νοητή γραμμή όλες τις στάσεις του ρεπερτορίου. 

Ο τελικός, εκκωφαντικός και οριστικός χτύπος του γιγάντιου σφυριού οδήγησε την πλατεία του Μεγάρου σε πανζουρλισμό ιαχών και χειροκροτημάτων. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει διαφορετικό φινάλε, άλλωστε, μετά από μια τέτοια βραδιά. Μας χρειάζονται τέτοιες συναυλίες στην Ελλάδα, γιατί κοινό και κριτικοί έχουμε χάσει το αληθινό μέτρο των πραγμάτων, γενόμενοι υπέρ το δέον επιεικείς (ή, έστω, ενθουσιώδεις) με εγχώριες και μη ορχήστρες που απέχουν στην πραγματικότητα πολύ από όσα λέγονται/γράφονται για εκείνες –οπότε ο πήχης ξαναμπαίνει στη θέση του και ίσως ορισμένοι τουλάχιστον να το ξανασκεφτούμε. Σε κάθε περίπτωση, χρωστάμε ανυπολόγιστες ευχαριστίες στον ανώνυμο (κατ' επιθυμία του) συμπατριώτη μας του εξωτερικού, ο οποίος χορηγεί ευγενώς την έλευση τέτοιων δρώμενων στην Αθήνα των καιρών μας.



22 Μαρτίου 2021

Αποστόλης Αρμάγος: Στην Άλλη Όχθη [δισκοκριτική, 2017]


Εβδομάδα 25ης Μαρτίου αυτή που ξεκινά, οπότε αναμένονται κάμποσα δημοσιεύματα γύρω από τα 200 χρόνια τα οποία γιορτάζουμε φέτος (καθ' όλο βέβαια το έτος) από το 1821. Μάλιστα, έχω ετοιμάσει κι εγώ κάποια πράγματα, που θα αποκαλυφθούν σταδιακά –ορισμένα τις αμέσως επόμενες ημέρες, άλλα αργότερα μέσα στο 2021.

Ένας από τους νεότερους δημιουργούς που μπήκε στον κόπο να εμπνευστεί από την επέτειο, είναι και ο Αποστόλης Αρμάγος. Ο οποίος, ήδη από τα τέλη του 2020, έχει καταθέσει το κομμάτι "Ο Πρώτος Κυβερνήτης", αφιερωμένο βεβαίως στη μορφή του Ιωάννη Καποδίστρια. Ερμηνεύουν ο Νεοκλής Νεοφυτίδης στο πιάνο και ο Νίκος Παραουλάκης στο νέι.

Σημειωτέον, επίσης, ότι δεν είναι η μόνη παρουσία του Αρμάγου με κάτι καινούριο, αφού πλέον υπάρχει και μια διασκευή του στο "Night Οf Τhe Dead" του Θοδωρή Ζήρα (2007).

Με αυτές τις αφορμές, το blog επιστρέφει σήμερα στον δίσκο του Αρμάγου Στην Άλλη Όχθη (2017), στον οποίον μελοποίησε την επιγραμματική ποίηση του Τάκη Μιχόπουλου, αυξάνοντας αισθητά τον πήχη των προσδοκιών γύρω από τα όσα μπορεί να συνεισφέρει στο σύγχρονο εγχώριο σκηνικό. Η κριτική μου δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.  


Ο Αποστόλης Αρμάγος κάνει την έκπληξη με την 4η δουλειά που υπογράφει στα 4 χρόνια στα οποία δραστηριοποιείται δισκογραφικά. Και το λέω αυτό τόσο ως προς το τι έρχεται να προσφέρει ηχητικά, όσο και για το πόσο μεγαλώνει τον πήχη των προσδοκιών με αυτό του το ταξίδι Στην Άλλη Όχθη.

Κατά μία έννοια, ο Αρμάγος πράγματι αλλάζει ...όχθη, σε σχέση με όσα ξέραμε για εκείνον από τους δύο δίσκους που έχει βγάλει με την Ξένια Ροδοθεάτου (2012, 2013) ή από το άλμπουμ με τον Νίκο Βενετάκη (2016). Ενώ δηλαδή μέχρι τώρα φαινόταν να απλώνει τα δίχτυα του προς μια ελληνική τραγουδοποιία που είχε εγκολπώσει τις Δυτικές ηλεκτρικές μνήμες και τη ντόπια έντεχνη παρακαταθήκη –φτάνοντας ως τις νεοπαραδοσιακές ευαισθησίες, στην περίπτωση του Βενετάκη– εδώ μας «υποχρεώνει» να τον δούμε ως συνθέτη έξω από πάσης φύσης στεγανά. Και κυρίως ως έναν παίκτη ικανό να ανακατέψει την τράπουλα. 

Το εκπληκτικό με το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι ότι διαρκεί περίπου ένα τέταρτο. Μόλις ένα τέταρτο, αλλά είναι τόσο πυκνή η εμπειρία, ώστε, φτάνοντας στο φινάλε, αισθάνεσαι πως άκουσες ένα πλήρες έργο. Είναι μάλιστα τόσες οι μικροπτυχές, τόσο χλιδανό το πλήθος των δημιουργικών λεπτομερειών, ώστε ακόμα και κομμάτια με διάρκεια 1,5 λεπτό αποκαλύπτουν όλο και περισσότερα, όσο τους δίνεις χρόνο ακρόασης. Υπάρχει λοιπόν θαυμαστή οικονομία, σε αγαστή σύμπνοια με την ελλειπτική δωρικότητα που διακρίνει τους επιγραμματικούς στίχους του ποιητή Τάκη Μιχόπουλου.

Ναι, έχουμε μελοποίηση ποίησης στην Άλλη Όχθη, με μια φρέσκια όμως αντίληψη, που σε τίποτα δεν θυμίζει τις στεγνές, κουρασμένες απόπειρες όσων φυτοζωούν στη σκιά του Μίκη Θεοδωράκη (κυρίως) και του Μάνου Χατζιδάκι (δευτερευόντως). Ως βασικά «όπλα» του Αρμάγου αναδεικνύονται το πιάνο, τα πλήκτρα και ο προγραμματισμός, με τα οποία οδηγείται σε διαδρομές σύγχρονες, περιπετειώδεις, μακριά από φορμαλισμούς. Αρθρώνει έτσι μια συνθετική «γλώσσα» που βρίσκεται αρκετά κοντά στις ανησυχίες του επίκαιρου πειραματισμού, του είδους που εκκινεί από τη διεθνή ηλεκτρονική εμπειρία (θαυμάσιο παράδειγμα το οργανικό "Αναχωρήσεις"). Μια γλώσσα, θα μπορούσαμε να πούμε, η οποία διαθέτει κάτι από το πνεύμα της Λένας Πλάτωνος της δεκαετίας του 1980, αλλά εκφράζεται με τρόπους του 21ου αιώνα.
 
Το δεύτερο καταπληκτικό με αυτόν τον δίσκο είναι το πόσο απλά γίνονται όλα τούτα τα «δύσκολα»: το πόσο προσανατολισμένα είναι δηλαδή στο να υπηρετήσουν μια μορφή τραγουδιού, αντί να χάνονται σε διανοουμενίστικες αναζητήσεις. Έτσι, οι επιφάνειες μένουν καθάριες και εύληπτες, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι ερμηνείες της Άννας Λινάρδου, η οποία τραγουδάει εξαιρετικά, με αίσθηση του ειδικού βάρους των λέξεων, μα και με ένα διόλου ευκαταφρόνητο συναισθηματικό εκτόπισμα –ακούστε λ.χ. πώς λέει εκείνο το «δεν υπάρχουν πνεύματα», στο "Θέση". Ως μόνη ερμηνευτική αστοχία κατέγραψα το "Επικοινωνιολόγοι", όπου οι λέξεις «φελλέ» και «τουπέ» παρατονίζονται (με αποτέλεσμα να ακούμε «φέ-λλέ» και «τού-πέ»). 

Στους καιρούς που ζούμε, ένας τέτοιος δίσκος εκδίδεται σε μόλις 200 αντίτυπα. Νούμερο που δεν εμπόδισε τους συντελεστές να δείξουν μεράκι, φιλοτεχνώντας ένα εξώφυλλο μακριά από τα χιλιοειπωμένα και τοποθετώντας το CD μέσα σε εξασέλιδο βιβλίο με χοντρές, σχεδόν χαρτονένιες σελίδες, επενδυμένες με ασπρόμαυρα εικαστικά του Νικόλα Χριστοφοράκη. Δεν έχω ιδέα τι τύχη μπορεί να βρει η Άλλη Όχθη στο σκηνικό που έχει διαμορφωθεί την τελευταία δεκαπενταετία στην εγχώρια μουσική παραγωγή. Πάντως, αν σας λένε ότι δεν βγαίνουν πια καλοί δίσκοι, ας ξέρετε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ζητείτε, και θέλετε ευρεί.




21 Μαρτίου 2021

Πίτσα Παπαδοπούλου: Αγάπες Μου Παλιές [δισκοκριτική, 2018]


Ένα παλιότερο αφιέρωμα στον Τάκη Μουσαφίρη παρουσίασε χθες Σάββατο 20 Μαρτίου (σε επανάληψη) η τηλεοπτική εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά, τιμώντας έτσι τον σημαντικό αυτό δημιουργό που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή.

Ως συνήθως, από το πάλκο πέρασαν διάφοροι καλεσμένοι. Αυτή όμως που έλαμψε όσο κανείς άλλος, ήταν η Πίτσα Παπαδόπουλου, η οποία σημειωτέον αποθεώθηκε και από τον ίδιο τον Μουσαφίρη. 

Σπουδαία λαϊκή φωνή η Παπαδοπούλου. Πίσω στο 2009, μάλιστα, συστηθήκαμε στη συνέντευξη Τύπου για ένα πρόγραμμα που θα παρουσίαζε με τον Γιώργο Νταλάρα («Εκεί που οι Φίλοι Συναντιούνται», στο Polis Theatre) και κουβεντιάσαμε και για μια συνέντευξη. Δυστυχώς το πρόγραμμα δεν φτούρησε –ήταν η εποχή που ανέτειλαν τα μνημόνια– και η συνάντησή μας δεν συνέβη ποτέ, παρότι στο ενδιάμεσο μιλήσαμε δύο φορές στο τηλέφωνο.

Με αφορμή λοιπόν τη χθεσινή προβολή του αφιερώματος στον Μουσαφίρη, επαν-επισκέφθηκα την κριτική που έγραψα το 2018 στο Avopolis για τον μέχρι στιγμής τελευταίο στούντιο δίσκο της, το Αγάπες Μου Παλιές, που βγήκε στο μικρό label Το Ρήμα, σε διανομή MLK (αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις). 

Μια γερή λαϊκή δουλειά, φτιαγμένη α-λα-παλαιά (κόντρα στο ποπ φασόν της δικής μας εποχής), η οποία δημιουργούσε στην πορεία διάφορα ερωτήματα. Έγινε μάλιστα και αφορμή για μια e-mail συζήτηση με τον Χρήστο Νικολόπουλο, η οποία δεν είναι ωστόσο προς δημοσίευση.


Έχω συχνά παρατηρήσει ότι κάτι συμβαίνει με τον Νίκο Οικονομόπουλο –κάτι «τραβάει» το αυτί προς τα τραγούδια του. Με έναν τρόπο, κατορθώνει έτσι και υπερασπίζεται μια λαϊκότητα, ακόμα κι αν τόσο το υλικό του, όσο και η φωνή του, κατατάσσονται στην ποπ. Το ίδιο συμβαίνει και με την Πάολα, το ίδιο ίσχυε και για τον μακαρίτη τον Παντελή Παντελίδη. Μέχρι και πριν μια δεκαετία, πάλι, αυτήν την αλλαγή Παραδείγματος την υπηρετούσε ο Γιώργος Μαζωνάκης: καλλιτέχνης που επίσης είχε επαφές με τη διεθνή μουσική πραγματικότητα και περισσότερο βασιζόταν στον τρόπο, παρά στη φωνή, στο «ανάστημα» και σε όλα εκείνα που όρισαν τον πήχη του λαϊκού ινδάλματος στην εποχή του Στέλιου Καζαντζίδη και της Βίκυς Μοσχολιού. 

Με γνώμονα τα παραπάνω, η Πίτσα Παπαδοπούλου βρίσκεται δύο στάδια πίσω. Έτσι τουλάχιστον αποτυπώνεται σε αυτό το νέο άλμπουμ, το οποίο την επαναφέρει στη δισκογραφία μετά από αρκετά χρόνια. Δείχνει κατάρα, εκ πρώτης όψεως· μα ίσως τελικά να είναι ευχή. 

Με 40 χρόνια παρουσία στη δισκογραφία και με περίπου μισό αιώνα θητεία στα πάλκα, η Θεσσαλονικιά ερμηνεύτρια ξέρει πολύ καλά πού και πώς πατάει. Με επίγνωση ότι παρήλθαν ανεπιστρεπτί οι εποχές που η Ακτή της έβγαζε δίσκο κάθε χρόνο και οι καιροί που μπορούσε, αν το ήθελε, να δοκιμάσει και κάτι τις διαφορετικό –τραγουδώντας λ.χ. έναν Μάνο Χατζιδάκι (1986), έναν Σωκράτη Μάλαμα (1994), μια Βάσω Αλαγιάννη (1994) ή έναν Νίκο Πορτοκάλογλου (2010)– μένει σε μια ζώνη ασφαλείας. Την οποία επιμελείται, οικοδομεί και οριοθετεί η παρουσία του Χρήστου Νικολόπουλου. 

Ο τελευταίος βρίσκεται εδώ ως συνθέτης όλων των τραγουδιών, ως ενορχηστρωτής (μαζί με τον Χρήστο Μιχάλη), ως δεξιοτέχνης σε μπουζούκι και μπαγλαμά, ως συνοδοιπόρος σταθερός τα τελευταία χρόνια σε ένα από τα πιο πετυχημένα λαϊκά προγράμματα της νυχτερινής Αθήνας, μα και ως θεματοφύλακας ενός ήχου σμιλεμένου με τις πενιές και τη ματιά του πάνω στο ελληνικό τραγούδι. 

Στον Χρήστο Νικολόπουλο έλειπε πολύ μια τραγουδίστρια με την κλάση της Πίτσας Παπαδοπούλου. Τα τελευταία χρόνια είχε δοκιμάσει να στηρίξει νέες και νεότερες φωνές σαν τον Γιάννη Ματσούκα (2009), τη Σοφία Παπάζογλου (2012) και τη Ζωή Παπαδοπούλου (2017), όμως καμία προσπάθεια δεν ευόδωσε, ούτε και ο ίδιος μπόρεσε να εμπνευστεί κάτι ιδιαίτερο για χάρη τους. Αλλά στο Αγάπες Μου Παλιές, ο Νικολόπουλος κεντάει. Ακόμα κι αν εδώ/εκεί βρίσκεις γνώριμα μοτίβα έκφρασης ή οικείες ενορχηστρώσεις, συναισθάνεσαι επιτέλους το βάρος μα και το κέφι της πενιάς του, την ικανότητά της να μεταμορφωθεί σε γοργόφτερη σαΐτα στήνοντας ένα ατόφιο γλέντι. Αλλά κι έναν δίσκο συμπαγή, με αρκετά καλά τραγούδια, που δεν δυσκολεύεται να σε πείσει να πατήσεις το πλήκτρο της επανάληψης. 

Όμως, κακά τα ψέματα, το γκολ μπαίνει από τα αποδυτήρια και το βάζει η Πίτσα Παπαδοπούλου. 

Πριν καν δηλαδή θαυμάσεις όσα έφτιαξε ο Νικολόπουλος, εκείνη έχει ήδη κερδίσει την παρτίδα στα πρώτα δευτερόλεπτα που αρχινά να λέει το "Αγάπες Μου Παλιές" –μια διασκευασμένη αιγυπτιακή μελωδία σε ανέκδοτους στίχους του Πυθαγόρα. Το ατόφια λαϊκό μέταλλο της φωνής της, το εκπληκτικό επίπεδο το οποίο διατηρεί στις ερμηνείες ακόμα και στη δεδομένη ηλικία και τα θαυμάσια, απέριττα γυρίσματά της, τη βγάζουν ασπροπρόσωπη ακόμα και όταν πρέπει να αναμετρηθεί με διασκευές σε Στέλιο Καζαντζίδη, όπως στο "Μετάνιωσες" και στο "Άσε Με Να Ζήσω Μοναχός", όπου σιγόντο της κάνει ο Νικολόπουλος. Στη διαδρομή ακούμε κάμποσα ακόμα ευπρόσωπα τραγούδια ("Για Τα Δύσκολα Είμαι Εγώ", "Αδιέξοδή Μου Αγάπη"), μεταξύ τους και το "Και Μάρτυράς Μου Ο Θεός", ένα ωραίο ντουέτο με τον Στέλιο Διονυσίου, ο οποίος στην προσέγγιση θυμίζει περισσότερο πλέον τον Θέμη Αδαμαντίδη, παρά τον πατέρα του.

Η γκρίνια της υπόθεσης βρίσκεται στο ότι ο δίσκος βλέπει το λαϊκό τραγούδι ως υπόθεση κλειδωμένη στον χρόνο, πρεσβεύοντας μια αισθητική κι ένα στυλ που ήδη άρχισε να ραγίζει από τη δεκαετία του 1990. Είναι έτσι δίσκος που δεν ενδιαφέρεται να πει κάτι στα παιδιά τα οποία αγαπούν το γλυκό ύφος του Οικονομόπουλου και πήγαν δακρυσμένα με ένα λουλούδι στο χέρι να αποχαιρετήσουν τον Παντελίδη: απευθύνεται στους γονείς τους, στη γενιά τέλος πάντων που έζησε τον Καζαντζίδη, διασκέδασε στα κέντρα με τον Στράτο Διονυσίου και τώρα κάθεται κυρίως σπίτι και βλέπει Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά. Αυτός είναι ο ορίζοντας, όπως τον μετρά τόσο ο ήχος, όσο και η θεματική των τραγουδιών. 

Είναι νομίζω μια αδυναμία αυτή, από την άποψη ότι Νικολόπουλος & Παπαδοπούλου είναι πράγματι ζυμωμένοι σε μια διαφορετική κοινωνική και μουσική πραγματικότητα, όχι όμως και παροπλισμένοι. Από την άλλη, βέβαια, μάλλον με μας κάτι δεν πάει καλά, αν περιμένουμε την πρόταση για το λαϊκό τραγούδι της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα από καλλιτέχνες που έχουν ήδη δώσει τόσα πολλά και καλούνται τώρα να επιβιώσουν σε χαλεπούς καιρούς, ποντάροντας σε ό,τι τους κρατά αναγνωρίσιμους και όχι σε ό,τι θα τους έθετε ίσως σε μια πιο «πειραματική» τροχιά. Φυσικά και θέλουμε να ακούσουμε την Πίτσα Παπαδοπούλου σε κάτι που θα εμπλέκει λ.χ. μαγνητοταινίες και ηχογραφήσεις πεδίου· ας είμαστε όμως ρεαλιστές για το τι θα πουλούσε κάτι τέτοιο και πώς θα υπηρετούσε το πρόγραμμα εμφανίσεων της επόμενης σαιζόν.  

Με την κατάθεση ενός τόσο γερού άλμπουμ σαν το Αγάπες Μου Παλιές, το κρίσιμο ερώτημα για το πού πάει (αν πάει) το λαϊκό τραγούδι σχηματοποιείται τελικά από μόνο του. Και εναπόκειται στους νεότερους δημιουργούς και τραγουδιστές να αποφασίσουν αν και πόσο λαϊκό το θέλουν, πού πρέπει να τραβηχτούν οι κόκκινες γραμμές με την ποπ και πού με τις αλαφρά λαϊκές ενορχηστρώσεις σε διάφορα έντεχνα, τα οποία καμώνονται τα λαϊκά ακριβώς επειδή απέναντί τους βρίσκουν μόνο τον Οικονομόπουλο, την Πάολα, τον Νίκο Βέρτη. Γνώμη δική μου είναι ότι άλλο να ξανοιχτούμε προς την ποπ ή/και τα ηλεκτρονικά κι άλλο να τα καταπιεί όλα ένα διεθνές φασόν, στο οποίο το λαϊκό θα επιβιώνει μόνο ως η ρίγανη που θα το νοστιμίζει και θα του προσφέρει άλλοθι εντοπιότητας. Κανένας άλλωστε από τους πρωταγωνιστές του σήμερα δεν μπορεί να καυχηθεί ότι μας έχει προσφέρει έναν δίσκο σαν το Αγάπες Μου Παλιές τα τελευταία 10 χρόνια.  



19 Μαρτίου 2021

Μιχάλης Καλογεράκης & Απόστολος Κίτσος: Κάτι Παράξενο [δισκοκριτική, 2017]


Μέσα στον Μάρτη, μαθαίνω, έρχεται ένα νέο ΕΡ από τον Μιχάλη Καλογεράκη, πάνω στην ποιητική συλλογή του Νίκου Φιλντίση Όλα Τα Αδέσποτα Γατιά του Ονείρου Μου. Ουσιαστικά, δηλαδή, θα κυκλοφορήσει το βιβλίο (από τη Μικρή Άρκτο), συνοδεία ενός ένθετου CD όπου ο Καλογεράκης θα μελοποιεί και θα τραγουδά 3 από τα ποιήματα, σε ενορχήστρωση Θάνου Καλέα και παραγωγή του Παρασκευά Καρασούλου. 

Ο Μιχάλης Καλογεράκης δρα συνήθως μαζί με τον αδερφό του Παντελή, γι' αυτό και όσοι τους γνωρίζουν τους λένε συνήθως «Τα Καλογεράκια». Όπως δείχνει και το επώνυμό τους κατάγονται από την Κρήτη και ανήκουν στη φουρνιά μουσικών που ξεχώρισαν κατά την 4η Ακρόαση της Μικρής Άρκτου (2013). Πρωτοέγιναν γνωστοί έπειτα, μέσω της Μαρίας Φαραντούρη, την οποία και συνόδευσαν σε συναυλίες το 2017. Αλλά το καλλιτεχνικώς αξιοπρόσεκτο συνέβη προς τα τέλη εκείνης της χρονιάς, όταν ο Μιχάλης Καλογεράκης έβγαλε το άλμπουμ Κάτι Παράξενο, με βασικό ερμηνευτή τον Απόστολο Κίτσο –«κάνοντας τα συνήθως στάσιμα κλαδιά του έντεχνου να αναριγήσουν», όπως παρατήρησε και ο φίλος (και συνοδοιπόρος άλλοτε στα μουσικά) Δημήτρης Μεντές.

Το Κάτι Παράξενο ίσως δεν ήταν πολύ παράξενο, διέθετε όμως ένα «κάτι» που δεν το βρίσκεις συχνά στο μετά τον Βραχνό Προφήτη έντεχνο. Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο ότι τράβηξε την προσοχή και πέρα από τα «σύνορα» του τελευταίου, λαμβάνοντας λ.χ. μια πολύ καλή κριτική στο MiC από τον Άρη Καραμπεάζη (δείτε εδώ). Η δική μου κριτική γράφτηκε για λογαριασμό του Avopolis και, δοθείσης της άνωθεν αφορμής, αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

Μένουν βέβαια κάμποσα να αποδειχθούν από αυτές τις «νέες δυνάμεις», πόσο μάλλον σε έναν χώρο που εδώ και κάμποσα πια χρόνια δεν πατάει καλά στα πόδια του. Αν είναι όμως να υπάρξει κάποιο μέλλον, πιστεύω ότι θα φανεί από τέτοιους δημιουργούς, που έχουν διάθεση να συνεχίσουν τον διάλογο εντοπιότητας και Δύσης, ο οποίος τροφοδότησε τις μεγάλες ημέρες της συγκεκριμένης σχολής του ελληνικού τραγουδιού.


Κάποιες εκατοντάδες δίσκοι συνεχίζουν να βγαίνουν κάθε χρόνο στη χώρα μας, παρά τους γενικά χαλεπούς καιρούς· όμως το μήνυμα είτε βραχυκυκλώνει και χάνεται –φτάνοντας μόνο σε όσους σκάβουν συστηματικά κάτω από την επιφάνεια– είτε η όλη φάση θυμίζει εκείνο το παλιό τραγούδι του Bruce Springsteen που λέει «57 channels and there's nothing on». Ακόμα πάντως και σε ένα τόσο κατακερματισμένο σκηνικό, ο συνθέτης Μιχάλης Καλογεράκης δεν έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό, ως μάννα ή τέλος πάντων ως κάτι παράξενο: με τον αδερφό του Παντελή είχε ήδη καταθέσει το άλμπουμ Προσωπικό το 2016, δουλειά σε έντεχνο ύφος, με μελοποιήσεις ποιημάτων, τίμια σε όλα της μα με μια κάποια δυσκολία να δημιουργήσει (αποτελεσματική) αναταραχή σε νερά λιμνάζοντα. 

Αλλά στο Κάτι Παράξενο η συνταγή (παρ)εκτρέπεται, με προφανή καταλύτη την Τέταρτη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου (2013), όπου ο Καλογεράκης γνώρισε τον τραγουδοποιό Απόστολο Κίτσο. Κι έτσι, ενώ φαινομενικά ο συνθέτης συνεχίζει τις αναζητήσεις του στη μελοποιημένη ποίηση, η πορεία του συδαυλίζεται και υπονομεύεται ταυτόχρονα από την έντονη παρουσία του Κίτσου στον ενορχηστρωτικό και ερμηνευτικό τομέα. Ο οποίος αυτοανατρέπεται κι εκείνος με τη σειρά του, αφού ο τυπικός τραγουδοποιός της εποχής μας –που τρέχει να προλάβει με κάμποσα καρπούζια κάτω από δυο όλες κι όλες μασχάλες– αφήνει τις τύχες της μουσικής και των στίχων σε χέρια τρίτων. 

Ασφαλώς, το παιχνίδι που παίζουν οι δύο νεαροί δημιουργοί μεταξύ τους δεν θα μας απασχολούσε αν δεν αποτελούσε «καύσιμο» για έναν δίσκο πραγματικά ξεχωριστό, που μπαμ-μπουμ, μέσα σε 20 περίπου λεπτά, με μόλις 5 τραγούδια + 2 ορχηστρικά, έρχεται να σε εκπλήξει και να σε καταπλήξει, απορρέοντας ό,τι τόσοι και τόσοι ψάχνουν στη δισκογραφία, μα όλο και πιο σπάνια βρίσκουν: φρεσκάδα. Η οποία τρέχει στις καθάριες, στρογγυλές και καλά ισορροπημένες ερμηνείες του Κίτσου, μα οφείλει πολλά και στον τρόπο με τον οποίον κινούνται η σύνθεση και οι ενορχηστρώσεις.

Αυτή η μαγική λέξη «φρεσκάδα» κυριαρχεί στο Κάτι Παράξενο, απαλύνοντας ακόμα και όσα σημεία μπουρδουκλώνονται λίγο στις αναζητήσεις τους. Μάλιστα, η μικρή διάρκεια σιγοντάρει τον ενθουσιασμό, γιατί προκαλεί την εντύπωση ότι η δόση δεν ήταν αρκετή, οπότε οι επαναλήψεις διαδέχονται η μία την άλλη, με το πλήκτρο να κολλάει ιδιαίτερα στο ομώνυμο του δίσκου τραγούδι –μια κοφτερή αιχμή στο όραμα που έχουν(;) οι δύο συνοδοιπόροι, η οποία πολύ σωστά έγραψε ο Άρης Καραμπεάζης στη δική του κριτική για το MiC ότι σε βάζει φτου κι από την αρχή «στο trip ιδεολογικής (ίσως και ιδεοληπτικής) μανίας σκέψεων γύρω από το τι είναι (και κυρίως τι δεν είναι) έντεχνο και γιατί μας ενοχλεί τόσο πολύ». 

Τον Άρη νομίζω βέβαια ότι τον ενοχλεί περισσότερο από μένα η όλη ιστορία, είναι πάντως μια παρατήρηση με θαυμαστή ακρίβεια. Γιατί στο Κάτι Παράξενο βρίσκουμε το έντεχνο τραγούδι όπως θα το θέλαμε να ηχεί όσοι το αγαπήσαμε με τους δίσκους του Μάνου Χατζιδάκι, με τα ερωτικά του Μίκη Θεοδωράκη, με τη ματιά του Σταύρου Ξαρχάκου ή του Δήμου Μούτση και όχι με τις ασκήσεις ύφους των μικρών ή/και ανάξιων επιγόνων τους: στον δικό του ορίζοντα δοσμένο, ναι, με τη γνωστή μανία για τον ελλειπτικό και αφαιρετικό λόγο με τον οποίον αποδομεί/αναδομεί τον έρωτα, αλλά με το μέτρο εκείνο που διακρίνει καθοριστικά τη θλίψη από τη μίρλα, ακομπλεξάριστα λόγιο αντί για στεγνώς ακαδημαϊκό και ενορχηστρωτικώς κομψό, κόντρα στη συνήθως άχαρη χωροταξία 1970s κιθάρων με Σταμάτη Κραουνάκη σε κλάσικ συνταγή και ολίγη από τζαζοσουίνγκ ως πασπάλισμα «νεότητας». 

Κλείνω σημειώνοντας την καλή Έλλη Πασπαλά στο "Ερωτικό (Καληνύχτα)" –παρουσία που επίσης λείπει από την έντεχνη δισκογραφία– την εξαιρετική σημασία του στίχου «το νιώθω πως η νέα μου ζωή/τη ρότα της παλιάς μου έχει πάρει» ("Κάτι Παράξενο") σε ένα είδος τραγουδιού που ενώ παραμένει στιχοκεντρικό φυλλοροεί διαρκώς στο συγκεκριμένο πεδίο με πλήθος αστοχίες εδώ και 15+ χρόνια τουλάχιστον, αλλά και το γεγονός ότι δεν θα βρείτε πιο αληθώς πολιτικό στίχο από εκείνο «Το ξέρουν όσοι φτιάχνουνε κλουβιά/τα κάγκελα πως πρέπει να χρυσώνουν» ("Λουξεμβούργο"), σε μια εποχή όπου ακόμα και τα εκτός playlist ραδιόφωνα ευαγγελίστηκαν ως πολιτικοποίηση φωνασκίες τύπου «Κι άμα τα πάρω, θα πάρω φόρα/θα σας ρημάξω στις κλοτσιές στην ανηφόρα».



18 Μαρτίου 2021

Κωνσταντίνα Τεντόγλου: Παράξενες Λιακάδες [δισκοκριτική, 2019]


Ένα από τα τραγούδια που θα παίξει στη μεθαυριανή Συχνοτική Συμπεριφορά (the Εν Πλω edition) είναι και η "Μπόρα" του Μάκη Καβούκα, ερμηνευμένη από την Κωνσταντίνα Τεντόγλου. Ένα κομμάτι για «αγαπημένες συννεφιές» και «παράξενες λιακάδες», το οποίο αντανακλά πετυχημένα την αίσθηση που πάντα μου άφηνε ο Μάρτης, αλλά και ο Απρίλης: η Άνοιξη κοντοζυγώνει στην Ēostre/Ôstara υπόστασή της –τα σημάδια βρίσκονται παντού– αλλά δεν είναι κι ακόμα παρούσα στη μεσογειακή της πληρότητα, όπως λ.χ. συμβαίνει τον Μάη.

Πρόκειται για τραγούδι που «εδρεύει» Κοζάνη, όπως και ο δημιουργός, αλλά και η τραγουδίστριά του. Προέρχεται δε από έναν δίσκο που κι αυτός λέγεται Παράξενες Λιακάδες και αποτυπώνει την πιο έντεχνη πλευρά των μουσικών ανησυχιών του Μάκη Καβούκα. Τον οποίον γνωρίζω από παλιά, όταν ακόμα ήμουν φοιτητής στα Γιάννενα και είχα το μαλλί μακρύ. Πάντα «ανοιχτό αυτί», σε εποχές που ακόμα δεν ήταν τόσο αποδεκτό κάτι τέτοιο, ο Μάκης άκουγε τα έντεχνα των 1990s, αλλά είχε εμπλακεί και με το heavy metal, ενώ αγαπούσε και τους Στέρεο Νόβα –στην εξίσωση θα έμπαινε αργότερα και το χιπ χοπ.

Έχουμε πολλά χρόνια να συναντηθούμε, στα οποία το δικό μου ενδιαφέρον για το έντεχνο θάμπωσε, για τους ίδιους λόγους που κρύωσε και το ενδιαφέρον μου για την αγγλοσαξονική indie έκφραση: τόση νεφελώδης ομφαλοσκόπηση, τέτοια χλιαρότητα και τόσος ετεροκαθορισμός από πράγματα που άκμασαν σε προηγούμενες δεκαετίες, με βρίσκουν ιδεολογικά και αισθητικά αντίθετο. Παρά ταύτα τις Παράξενες Λιακάδες του τις καλοδέχτηκα, ακριβώς γιατί βρήκα ότι δεν είχαν πάψει να «ανησυχούν» δημιουργικά.

Η κριτική μου για τον δίσκο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis το 2019 και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Διαθέτοντας αυτιά ιδιαιτέρως ανοιχτά ήδη από εποχές στις οποίες κάτι τέτοιο δεν είχε ακόμα μπει στα «δεδομένα», ο Μάκης Καβούκας έδρασε κατά καιρούς σε ηλεκτρονικά, χιπ χοπ, rock, αλλά και heavy metal τοπία, υπό καλλιτεχνικά ψευδώνυμα σαν τα Eyecam, Red Rec ή Kcam ή με σχήματα σαν τους Exile Of Heaven –όσον δε αφορά τη metal διάσταση, αναζητείστε τους Blade Of Spirit από την Κοζάνη και ειδικά το "Count Dracula".

Στις Παράξενες Λιακάδες ξεδιπλώνεται ωστόσο μια διαφορετική δημιουργική του πτυχή, την οποία έρχεται να υποστηρίξει η Κωνσταντίνα Τεντόγλου, στην πρώτη της δισκογραφική κατάθεση ως βασική ερμηνεύτρια. Πρόκειται για τραγουδίστρια που επίσης «εδρεύει» Κοζάνη, έχοντας διαδρομή στις τοπικές έντεχνες/λαϊκές σκηνές. Και να μην το βρεις δηλαδή ψάχνοντας, θα το καταλάβεις άμεσα στους τρόπους, στους τονισμούς και στους χρωματισμούς της.

Δεν μπόρεσα να αποφασίσω αν είναι η Τεντόγλου που στέλνει τελικά τον δίσκο να καταταγεί στα έντεχνα ή αν είναι εξ αρχής το υλικό του, το οποίο απλώς κούμπωσε στη διαδρομή με τη φωνή που έψαχνε. Σε κάποιες περιπτώσεις έγειρα προς τη δεύτερη εκδοχή (π.χ. στη "Μπόρα", όπου κυριαρχεί ο τζουράς και εντοπίζεται ο στίχος «παράξενες λιακάδες» που προσφέρει τον ωραίο τίτλο), σε άλλες όμως είναι αλήθεια ότι έφερα κατά νου διαφορετικές ενορχηστρώσεις, πιο κοντά στην ηλεκτρονική τραγουδοποιία του Καβούκα, που με τη σειρά τους θα ζητούσαν και διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις: στα "Όνειρα" λ.χ., αλλά και στο "Θεριό", φαντάστηκα μια πιο γενναία electronica, με τα φωνητικά να «θολώνουν» (πιθανώς παραμορφωμένα;) σε δεύτερο πλάνο· χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει πάντως ότι δεν είναι μια χαρά τραγούδια και ως έχουν –τα "Όνειρα" ειδικά νομίζω είναι από τα καλύτερα του συνόλου.

Θα μου πείτε, κουβέντα να γίνεται: εσύ μπορείς να φαντάζεσαι τα μύρια, αλλά οι συντελεστές αυτό κατέθεσαν. Πράγματι. Και είναι κάτι που ισχύει σε κάθε αποτίμηση, άσχετα με τη δημογεροντική τάση της κριτικής να «συμβουλεύει» τους καλλιτέχνες στο τι «θα έπρεπε» να κάνουν. Ωστόσο, στην περίπτωσή μας, η έντεχνη ταυτότητα που φοράνε οι Παράξενες Λιακάδες προσθέτει ένα βάρος. Τις ακουμπά δηλαδή στις απολήξεις μιας παράδοσης με ιστορική διαδρομή μεγαλύτερη της ηλικίας των συντελεστών τους, άρα και σε μια ευρύτερη συζήτηση, για έναν χώρο ο οποίος πάνε χρόνια πια που ομφαλοσκοπεί και δεν περπατά καλά. Και, ως έναν βαθμό, τις αφήνει εκτεθειμένες· γιατί κι εκείνες εκφράζουν κατά βάση αυτό το αστικό τραγούδι της ιδιώτευσης σε μοναχικά και συνήθως γλυκόπικρα ξέφωτα, το οποίο αγκομαχά να αφήσει γενναίο αποτύπωμα καθώς κυλούν οι δεκαετίες.

Από την άλλη, οι Παράξενες Λιακάδες έρχονται να παίξουν αυτό το παιχνίδι με τους δικούς τους όρους. Και το δηλώνουν ήδη από το απλό, λειτουργικό και δίχως πρόσωπα εξώφυλλο, παρά τις μικροαστοχίες του artwork (το τραγούδι λέγεται "Θεριό" όπως θέλει το οπισθόφυλλο ή "Το Θεριό", όπως αναγράφεται στο συνοδευτικό ένθετο; Αντίστοιχα, η ορθογραφία θέλει να είναι "Μικρή Την Λέγαν Άνεμο" ή "Μικρή Τη Λέγαν Άνεμο";).

Οι λέξεις, πρώτα-πρώτα, δεν χάνονται σε ψευδοποιητικά αρμενίσματα και τα νοήματα μένουν ευδιάκριτα. Ο μουσικός καμβάς, επίσης, αποτυπώνεται πλουσιότερος από ό,τι βρίσκουμε συνήθως στον χώρο, αφού τα ακούσματα είναι πιο ενημερωμένα και η σύγκλιση με την εναλλακτικώς ηλεκτρική ή/και ηλεκτρονική Δύση επιδιώκεται στις ενορχηστρώσεις, αντί να μοιάζει με βραχνά ("Τόση Δα Ζωή", "Όνειρα", "Σιθωνία", "Κρύψε Νύχτα Τη Σκιά Μου"). Χωρίς μάλιστα κομπλεξισμό για το αμιγώς εγχώριο στοιχείο, αφού εδώ έχουμε –πρώτα και κύρια– έναν ελληνικό δίσκο.

Αλλά και τα όποια πρότυπα, αποτυπώνονται καλώς αφομοιωμένα: ίσως αναλογιστείς τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, μα δεν θα βρεις τίποτα το μιμητικό. Μπορεί εδώ κι εκεί να σκεφτείς την Ελευθερία Αρβανιτάκη ή τη Μελίνα Κανά σε κάποιους χρωματισμούς της φωνής, μα η Τεντόγλου παραμένει αυτόνομη, με έναν τρόπο που είναι μεν οικείος, όχι όμως και κλισέ. Αποδεικνύεται γενικά μια εκφραστική τραγουδίστρια, με άριστη άρθρωση, έστω κι αν σε κανά-δυο σημεία τη βρήκα λίγο άγουρη ως προς την ερμηνευτική της πειθώ (κυρίως στην "Ήσυχη Γιορτή", όπου βάσει των στίχων περίμενα μεγαλύτερο παλμό, καθώς και περισσότερες αποχρώσεις στις κορυφώσεις του ρεφρέν).

Κάπως έτσι, ο δίσκος έρχεται να «κάτσει» προς τη μεριά των πιο ανήσυχων πνευμάτων που επιμένουν να κορφολογούν το έντεχνο τραγούδι, ψάχνοντας να κάνουν εκ νέου επίκαιρες τις παλιές του αναζητήσεις, φέρνοντάς τις εγγύτερα σε πιο σύγχρονες ανησυχίες –τόσο μουσικές, όσο και υπαρξιακές. Οι Παράξενες Λιακάδες έχουν δηλαδή συγγένειες με τον Νίκο Χαλβατζή, με τη Μαρία Παπαγεωργίου, με τον Απόστολο Κίτσο και τους αδερφούς Μιχάλη & Παντελή Καλογεράκη. Ομολογουμένως, βαδίζουν σε ένα δύσκολο μονοπάτι, δεδομένων και των δισκογραφικών/ραδιοφωνικών καιρών στη χώρα μας. Ωστόσο, στον βαθμό που αναλογεί σε μια τέτοια απόπειρα, ο Μάκης Καβούκας και η Κωνσταντίνα Τεντόγλου δείχνουν ότι έχουν κι εκείνοι κάτι να συνεισφέρουν στις όλες ζυμώσεις. 



17 Μαρτίου 2021

Ηλέκτρα - ανταπόκριση όπερας (2017)


Από την Κυριακή 14 Μαρτίου, η Εθνική Λυρική Σκηνή έθεσε σε πλήρη λειτουργία τη GNO TV, δηλαδή τη νέα της διαδικτυακή τηλεόραση. Η οποία απαντά στις υποχρεωτικές συνθήκες της κορωνο-εποχής μας, δίνοντας τη δυνατότητα να δεις ρεσιτάλ ή έργα όπερας και χορού από το σπίτι σου (κάποιες με εισιτήριο, άλλες δωρεάν). 

Ο προγραμματισμός περιλαμβάνει 13 παραστάσεις, οι οποίες θα είναι διαθέσιμες στο κοινό για 4 έως 8 μήνες και θα προβάλλονται με υποτίτλους στα ελληνικά και σε ξένες γλώσσες (αγγλικά, καθώς και γαλλικά και γερμανικά όπου αναφέρεται). Λεπτομέρειες αναγράφονται εδώ.

Με αυτή λοιπόν την αφορμή ανέτρεξα στην πρώτη μου επίσκεψη στο νέο κτήριο της Λυρικής στο Κέντρο Πολιτισμού - Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, τον Οκτώβριο του 2017, όταν πήγαμε με τη Χριστίνα Κουτρουλού να δούμε την Ηλέκτρα του Ρίχαρντ Στράους (1909). 

Μια παράσταση που έδινε σε ημάς τους νεότερους την ευκαιρία να δούμε την Αγνή Μπάλτσα επί σκηνής και σε κέρδιζε με το που άνοιγε η κουρτίνα και αντίκριζες μια κολοσσιαία μορφή ημίγυμνου άνδρα, κρεμασμένου ανάποδα. Πόσο μάλιστα στην πορεία, όταν θαύμαζες την πρωταγωνίστρια Sabine Hogrefe για το τραγούδι μα και τη σκηνική της παρουσία. Ναι, ακόμα κι εγώ, που ουδέποτε συμπάθησα την Ηλέκτρα ως φιγούρα της αρχαίας τραγωδίας. 

Πίσω στο 2017, η ανταπόκρισή μου δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι του Ανδρέα Σιμόπουλου και προέρχονται από το υλικό που στάλθηκε στον Τύπο για την προώθηση της τότε παράστασης


Με το που άνοιξε η κουρτίνα της σκηνής, το μάτι θάμαξε, κεντράροντας στην κολοσσιαία μορφή του ημίγυμνου άνδρα με τα ηρωικά χαρακτηριστικά που κρεμόταν θαρρείς ανάποδα.

Στη διάρκεια της παράστασης θα παρατηρούσες κι άλλα πράγματα στο κατά τα λοιπά λιτό σκηνικό του σκηνοθέτη Γιάννη Κόκκου, μα δεν θα ξέφευγες ποτέ από αυτήν την επιβλητική παρουσία και τη σημειολογία της: λειτουργούσε ως μια μόνιμη ανάμνηση πως βρισκόσουν στο παλάτι ενός άνανδρα σφαγμένου βασιλιά, μα και ως μια μόνιμη αντίθεση με την περίκλειστη και φωταγωγημένη σκάλα που οδηγούσε στο κυρίως ανάκτορο. Στο τελευταίο, έτρωγαν και έπιναν χαρούμενοι η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος· εκεί έξω, σερνόταν ατιμασμένη και απόκληρη η Ηλέκτρα, εγκιβωτισμένη στην εμμονή της για την αποκατάσταση μιας διασαλευμένης τάξης, να ψάχνει την ελπίδα μέσα στην προσωπική της άβυσσο, είτε με εκκλήσεις προς τον νεκρό πια Αγαμέμνωνα, είτε με την ελπίδα της επιστροφής του αδερφού της Ορέστη, ως εκδικητή.

Πέτυχε διάνα νομίζω ο Κόκκος με αυτήν την επιλογή σκηνικού, γιατί μπόρεσε και κράτησε κάτι από τον εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα της αρχικής πρεμιέρας της Ηλέκτρας στη Δρέσδη του 1909, που τόσο δίχασε το κοινό της εποχής, αναζωπυρώνοντας τη διαμάχη αρχαϊκών και μοντερνιστών. Όμως, όπως πολύ σωστά σημειώνει στο πρόγραμμα της παράστασης ο Νίκος Δοντάς –ο σπουδαιότερος εν ζωή κριτικός κλασικής μουσικής του τόπου μας– «η επιτυχία της Ηλέκτρας εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τον αρχιμουσικό και από την ερμηνεύτρια του κεντρικού ρόλου». Πράγματι, έτσι είναι. Και πρόκειται για τις δύο παρουσίες που καθόρισαν το αποτέλεσμα στην ολοκαίνουρια αίθουσα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Ξεκινώντας από τον αρχιμουσικό, την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τους 31 επιπλέον εκτελεστές που χρειάστηκαν ώστε να πραγματωθεί το συνθετικό όραμα του Richard Strauss για 110 επί σκηνής όργανα, διηύθυνε ο Βασίλης Χριστόπουλος, μαέστρος με εμπειρία στη συγκεκριμένη όπερα, την οποία έχει ξαναδιευθύνει στη Γερμανία (για την Κρατική Όπερα του Βισμπάντεν). Η εμπειρία αυτή νομίζω φάνηκε και βοήθησε την πάντα διαβασμένη Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να πετύχει μια μικρή υπέρβαση των ικανοποιητικών δεδομένων της, έστω κι αν δεν άγγιξε όσα ξέρουμε από τις ηχογραφήσεις του Δημήτρη Μητρόπουλου το 1949 και 1957 ως προς την απόδοση των εντάσεων και των σκοταδιών: στις δυναμικές, πομπώδεις κορυφώσεις δεν έχανες τη λάμψη των λεπτομερειών, ενώ αναδείχθηκε επιτυχώς και η ρευστή τονικότητα που διέπει τη χλιδανή ποικιλία των καθοδηγητικών μουσικών σχημάτων του σπουδαίου Βαυαρού συνθέτη.

Η αποκάλυψη της συγκεκριμένης παράστασης ήταν η Sabine Hogrefe (Ζαμπίνε Χογκρέφε), η οποία κλήθηκε να αποδώσει την Ηλέκτρα –έναν ρόλο που γνωρίζει καλά. Η Γερμανίδα υψίφωνος αποτυπώθηκε συγκλονιστική, τόσο ως τραγουδίστρια, όσο και ως σκηνική παρουσία, όντας τέλεια αντανάκλαση της ηρωίδας του Σοφοκλή, όπως τη μετάπλασε το εξαιρετικό λιμπρέτο του Αυστριακού συγγραφέα Hugo von Hofmannsthal (Χούγκο φον Χόφμανσταλ): μια φιγούρα μαραμένη από τη θλίψη, μια κόρη κυριαρχημένη από το άγριο φονικό που της κόστισε τον πατέρα (εγκλωβισμένη στο αίμα που είδε να κυλάει και στην εικόνα του με τα ορθάνοιχτα μάτια καθώς ψυχορραγούσε)· μια άγρια γυναίκα που πλέον ζει ονειρευόμενη εκστατικούς χορούς πάνω από τα σφαγμένα κορμιά της μητέρας της και του εραστή της.

Σε αυτήν την όπερα όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες φωτίζονται από τους διαλόγους τους με την Ηλέκτρα, κάτι που πέτυχε απόλυτα να αναπλαστεί χάρη στη δυναμική σκηνική παρουσία της Hogrefe, η οποία έλαμψε πάντως και ερμηνευτικά καθ' όλη τη διάρκεια του έργου. Ο απίθανος χορός της στο φινάλε, αλλά και η κατακρημνισμένη περηφάνεια με την οποία απέδωσε την περίφημη άρια "Allein! Weh, Ganz Allein", στάθηκαν αξέχαστα στιγμιότυπα. Ακόμα κι εγώ, που ποτέ μου δεν συμπάθησα την Ηλέκτρα για την αφοσίωσή της στον αντιπαθέστατο Αγαμέμνονα και για την απαξίωση της Κλυταιμνήστρας (η οποία έκανε πράγματι κάτι φριχτό, όμως είχε υποχρεωθεί να δει τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας για τα χατίρια του συζύγου της και του Μενέλαου), δεν μπόρεσα να μη λυπηθώ –λιγάκι– ένα πλάσμα που κατήντησε τέρας λόγω του βαθιού του πόνου.

Δίπλα στην Hogrefe είδαμε μία ακόμα Γερμανίδα υψίφωνο, τη Gun-Brit Barkmin, να αποδίδει θαυμάσια την αδερφή της Χρυσόθεμι, με καθαρές, απαιτητικές ερμηνείες, που φώτισαν την απαραίτητη αντίθεση με την Ηλέκτρα: όσο η τελευταία ονειρευόταν φονικά, τόσο η Χρυσόθεμις ονειρευόταν την απόδραση από το αιματοβαμμένο παλάτι του Άργους και μια κανονική ζωή –ακόμα κι αν χρειαζόταν να απαρνηθεί τη βασιλική της καταγωγή, ζώντας ως σύζυγος ενός ταπεινού χωρικού. Και είδαμε βέβαια και την Αγνή Μπάλτσα, η οποία καταχειροκροτήθηκε από την εντελώς γεμάτη αίθουσα, στην πρώτη της συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή, που έγινε μάλιστα αφιλοκερδώς. Η πιο διάσημη διεθνώς οπερατική μας τραγουδίστρια μετά τη Μαρία Κάλλας δεν έχει βέβαια πια τη φωνητική ενάργεια της ακμής της, μπόρεσε όμως να δώσει μια πολύ στυλάτη και πειστική Κλυταιμνήστρα, προσφέροντας στην παράσταση μία ακόμα μοναδική πινελιά.

Με την Ηλέκτρα έγιναν και τα εγκαίνια της νέας Λυρικής Σκηνής, η οποία κατοικοεδρεύει πλέον στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Έχει πράγματι επενδυθεί εντυπωσιακή δουλειά, αν και προσωπική μου εκτίμηση είναι πως οι άνω βαθμίδες του εξώστη δεν δικαιολογούν την τιμή των 40 ευρώ που τους αναλογούσε –η ορατότητα δεν υπήρξε σπουδαία. Χρειάζεται επίσης μια εξοικείωση με το νέο σύστημα των υπερτίτλων, που πλέον προβάλλονται σε οθόνη μπροστά στη θέση σου, με επιλογή γλώσσας (ελληνικά ή αγγλικά): μερικές φορές, δεν μπορούσες να αποφύγεις το μια κάτω το κεφάλι να δεις τι γράφει, μια πάνω για να μη χάσεις τη σκηνική δράση. Σε κάθε πάντως περίπτωση, ήταν μια επιτυχημένη πρεμιέρα, η οποία εξέπεμψε και τη δική της σημειολογία επιλέγοντας για πρώτη παράσταση μια πολλάκις διακεκριμένη διεθνώς όπερα με ελληνικό χαρακτήρα, η οποία ισορροπεί τέλεια μεταξύ του παλιού κλασικού κόσμου και των νέων αιτημάτων που έθεσε ο 20ός αιώνας.



14 Μαρτίου 2021

Θέμης Αδαμαντίδης & Λένα Αλκαίου - συνέντευξη (2017)


Έναν μικρό χαμό προξένησε τις τελευταίες μέρες η σύλληψη του Θέμη Αδαμαντίδη σε παράνομο καζίνο/χαρτοπαικτική λέσχη στην Κυψέλη, αλλά και οι σχετικές του δηλώσεις, ιδιαίτερα η φράση «ούτε υφυπουργός είμαι, ούτε δάσκαλος του κατηχητικού», η οποία μάλλον απομονώθηκε, για να δημιουργηθούν εντυπώσεις: ο Αδαμαντίδης δεν αναφέρεται δηλαδή στο εν γένει κλίμα που έχουν δημιουργήσει τα συνεχή μέτρα περιορισμού, αλλά αποτελούσε απάντηση σε ερώτηση για το αν έπεσε η ψυχολογία του λόγω της σύλληψης.

Σαν να μην έφτανε μάλιστα αυτή η ιστορία, ήρθαν στα καπάκια και τα νέα για τα λεγόμενα «κορονομπουζούκια», δηλαδή για το κέντρο διασκέδασης Bella Vita, που κατά τα φαινόμενα λειτουργούσε παράνομα εδώ και 3 μήνες, κλειδώνοντας τους θαμώνες στον χώρο του ως τις 6 το πρωί. Ο Αδαμαντίδης φέρεται λοιπόν να είχε τραγουδήσει εκεί τον Φεβρουάριο –εν μέσω αυστηρού λοκντάουν– αν και τα πράγματα μπορεί να μην έχουν καθόλου έτσι: το επίμαχο βίντεο, σύμφωνα με την εταιρεία του, καταγράφει μεν εμφάνιση στο εν λόγω μαγαζί της Λιοσίων, αλλά από το καθ' όλα νόμιμο πρόγραμμα του Οκτωβρίου 2020, όταν τα μέτρα επέβαλλαν απλά την παύση λειτουργίας τα μεσάνυχτα.

Σε κάθε περίπτωση το γνωρίζουμε όλοι καλά νομίζω ότι ο Θέμης Αδαμαντίδης δεν είναι του ...κατηχητικού. Επίσης, ακόμα κι άδικο αν έχει στα παραπάνω, δεν πρόκειται όσοι τον αγαπάμε ως καλλιτέχνη να αλλάξουμε άποψη: για μένα, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις τελευταίες μεγάλες ανδρικές φωνές του λαϊκού ρεπερτορίου. 

Γι' αυτό και ήταν μεγάλη η χαρά μου πίσω στο 2017, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να τον συναντήσω από κοντά και να μιλήσουμε. Παρούσα στην κουβέντα μας ήταν μάλιστα και η Λένα Αλκαίου, μιας και επρόκειτο να δώσουν μαζί τότε μια συναυλία, στο Θέατρο Βράχων του Βύρωνα. Το κείμενο που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συνάντησή μας με τον Αδαμαντίδη και την Αλκαίου και ανήκουν στη Σμαρώ Μπότσα


Μιας και βρισκόμαστε με αφορμή την ιδιαίτερη αυτή συναυλία που ετοιμάζετε στο θέατρο Βράχων για τις 15 Ιουνίου, πείτε μας δυο λόγια για την όλη ιδέα και υλοποίησή της…
 
Θέμης Αδαμαντίδης: Στο επίκεντρο βρίσκεται η συνάντησή μας με τη Λένα και η αγάπη με την οποία αποδέχεται ο ένας τον άλλον. Με αυτήν ως βάση και βέβαια με τον αμοιβαίο μεταξύ μας σεβασμό θα περάσουμε και τη συναυλία προς τα έξω, στον κόσμο. Και χάρη σ' αυτήν, θα αρέσει. 
 
Λένα Αλκαίου: Δεν χρειάστηκε να αλλάξουμε πολλές κουβέντες με τον Θέμη. Κοιταχτήκαμε, κρατήσαμε τα πράγματα απλά και ωραία και βρεθήκαμε μαζί. Κι από αυτό το μαζί, ξεκίνησε και η ιδέα για το τι θα κάνουμε μαζί. Είναι άλλωστε ένας συγκλονιστικός τραγουδιστής, κάτι που δεν το νομίζω μόνο εγώ, μα πολλοί –όλη η Ελλάδα, πιστεύω. Το θέατρο Βράχων θα είναι λοιπόν η αρχή. 
 
Άρα δεν μιλάμε εδώ για μια μεμονωμένη συναυλία…
 
Λ.Α.: Όχι, θα κάνουμε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Ξεκινάμε 15 Ιουνίου από το θέατρο Βράχων και θα είμαστε μαζί όλο το καλοκαίρι.
 
Τους καλεσμένους που θα δούμε μαζί σας στο Βράχων, πώς τους επιλέξατε; 
 
Θ.Α.: Είναι πρώτα-πρώτα αυτοί που μπορούν, που έχουν δηλαδή την ευχέρεια αυτή τη στιγμή να συμμετέχουν στη συναυλία. Γιατί πολλοί ακόμα θα ήθελαν να μας συνοδεύσουν, έχει να κάνει όμως και με τους χρόνους του καθενός. Τους ευχαριστώ κάθε έναν προσωπικά, είναι τιμή μας που έρχονται.
 
Λ.Α.: Είναι πράγματι τιμή μας, άλλωστε μιλάμε για ανθρώπους που δεν χρειάζονται συστάσεις, είναι όλοι καταξιωμένοι στον χώρο τους. Είναι πρώτα-πρώτα ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου, του οποίου θα πούμε και τραγούδια ώστε να τιμήσουμε την παρουσία του, καθώς και η Πίτσα Παπαδοπούλου, προσωπική μου φίλη· νομίζω και του Θέμη.
 
Θ.Α.: Ναι, κι εμένα είναι. 
 
Λ.Α.: Φίλη μου είναι και η Κατερίνα η Κούκα, που επίσης θα έρθει. Και ύστερα είναι και η Χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου.
 
Θ.Α.: Θα έρθει μαζί με τον Κώστα τον Αγέρη, του οποίου ένα τραγούδι είπα πρόσφατα μαζί της: λέγεται “Του Πόντου Παναγιά” και είναι αφιερωμένο στην Παναγία του Σουμελά. Οι στίχοι είναι του Γιάννη Τζουανόπουλου.
 
Λ.Α.: Κι επίσης θα έχουμε μαζί μας τον Δημήτρη Κανέλλο, έναν καλό τραγουδιστή, αλλά και τον μαέστρο μας Νίκο Κούρο, ο οποίος έχει γράψει ιστορία στον χώρο της ενορχήστρωσης. Περιμένουμε πώς και πώς για τη βραδιά στο Βράχων. 
 
Αλήθεια, οι δυο σας έχετε συμπέσει ποτέ ως τώρα σε ζωντανή εμφάνιση;
 
Λ.Α.: Μόνο σε τηλεοπτικές εκπομπές.
 
Θ.Α.: Στο μέλλον βέβαια, ποιος ξέρει (γελάνε)
 
Μιας και θα είναι και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου στο Βράχων, να σας πω ότι πολύ θα ήθελα να σας ακούσω ως ερμηνευτές σε νέο υλικό του, σε κάποιον ολοκληρωμένο δίσκο δηλαδή. Υπάρχουν τέτοιες σκέψεις; 
 
Θ.Α.: Δεν είναι κακή ιδέα. Καθόλου κακή ιδέα…
 
Λ.Α.: Εμείς από την πλευρά μας είμαστε νομίζω ανοιχτοί σε κάθε ενδεχόμενο.
 
Είστε και οι δύο άνθρωποι ζυμωμένοι με το λαϊκό ρεπερτόριο: εσείς κύριε Αδαμαντίδη είστε γεννημένος στην Καισαριανή, εσείς κυρία Αλκαίου στον Πειραιά –δύο περιοχές με μεγάλη ιστορία, που έχουν αμφότερες τραγουδηθεί. Πέρα όμως από το περιβάλλον, ήταν και κάτι που πήρατε από το σπίτι σας το λαϊκό τραγούδι;
 
Θ.Α.: Το δικό μου σπίτι ήταν στα Προσφυγικά της Καισαριανής. Και τραγουδούσαμε όλοι σ’ αυτό –ο παππούς μου, η μητέρα μου, ο θείος μου. Όταν μάλιστα ετοιμαζόμασταν να φύγουμε μετανάστες στη Νότιο Αφρική, ήταν ένα διάστημα που οι μπομπίνες πήγαιναν και έρχονταν: γράφαμε συνεχώς τραγούδια, ώστε να τα έχουμε μαζί μας να ακούμε. 
 
Λ.Α.: Εμένα το πατρικό μου ήταν στην Καλλίπολη του Πειραιά. Πρόλαβα τα σπίτια να είναι ανοιχτά, τους δρόμους που παίζαμε. Κι επίσης όλοι τραγουδούσαμε και στο σπίτι μας και σαν παρέες σε σπίτια γειτόνων και φίλων. Ήταν αλλιώς τα χρόνια εκείνα.
 
Θ.Α.: Θυμήθηκα τώρα και ένα περιστατικό. Όταν ήμουν μικρός, πιτσιρίκος 8-10 χρονών, ανέβαινα συχνά στην ταράτσα και τραγουδούσα. Δεν είχα βέβαια καμία σχέση με το ρολόι και κάποια στιγμή τραγουδούσα μες το μεσημέρι, οπότε μια γειτόνισσα παραπονέθηκε στη μάνα μου: κυρα-Αντωνία, της λέει, τέτοιες ώρες κι έχετε ανοιχτό το τρανζίστορ; Απόρησε κι εκείνη, μέχρι που με βρήκε στην ταράτσα και κατάλαβε. Με κυνήγησε, βέβαια. Βρίσκω όμως μετά εγώ τη γειτόνισσα: να σου πω κυρα-Λένη, της λέω, άμα θέλεις ησυχία να πας στο Κολωνάκι! (γέλια)
 
Λ.Α.: Άκου τώρα να δεις! Εγώ μικρή πήγαινα συχνά στο κομμωτήριο της μάνας μου μετά το σχολείο, γιατί εκεί με άφηνε το σχολικό. Και είχε συχνά πελάτισσες στο μαγαζί. Εγώ τραγουδούσα λοιπόν, μα επειδή δεν με έβλεπαν, της έλεγαν κι εκείνης «βρε Χρυσάνθη, κλείσ' το το ραδιόφωνο!» (γελάνε)


Κύριε Αδαμαντίδη, εσείς εκτός από τη Νότια Αφρική έχετε ζήσει και στη Σουηδία, σωστά; 
 
Θ.Α.: Ναι, αργότερα βέβαια αυτό, μόνος μου πια.
 
Λ.Α.: Πότε πρόλαβες;
 
Θ.Α.: Είχα ξεκινήσει τότε με το τραγούδι. Έζησα 3 χρόνια στη Στοκχόλμη και τραγουδούσα εκεί, σε ένα ελληνικό μαγαζί. 
 
Είναι αλήθεια ότι τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη ακούγονται αλλιώς όταν είσαι μετανάστης; 
 
Θ.Α.: Υπάρχουν ορισμένα μέρη στο εξωτερικό όπου τα τραγούδια αυτά τα κρατάνε με μια ιδιαίτερη αγάπη, ως κάτι απαραίτητο. Και τα ακούνε και με μεγαλύτερη συχνότητα, σε σύγκριση με μας.
 
Λ.Α.: Αλλά και με μεγαλύτερο πάθος. Ίσως γιατί για εκείνους αποκτούν και μια επιπλέον σημασία. 

Αν και μπήκατε σε διαφορετικές περιόδους στη δισκογραφία, προλάβατε και οι δύο καλές εποχές. Τώρα τι σημαίνει για σας δισκογραφία; Είναι απλά μια αφορμή πια για να διοργανώνονται συναυλίες;
 
Λ.Α.: Το τραγούδι για μας δεν είναι οικονομικό θέμα. Το αγαπάμε αυτό που κάνουμε, αναπνέουμε για το τραγούδι.
 
Θ.Α.: Ακριβώς. Παίρνουμε βαθιές εισπνοές.
 
Λ.Α.: Έχουμε λοιπόν δικαίωμα να επιμένουμε. Έτσι ξεκινήσαμε κι έτσι θέλουμε να συνεχίσουμε, παρά τις δυσκολίες. Μας ενδιαφέρει να καταθέτουμε τη φωνή μας και την ψυχή μας, όχι μόνο στις συναυλίες, αλλά και στο στούντιο. 
 
Θ.Α.: Έτσι είναι. Πράγματι, βέβαια, πλέον η δισκογραφία δεν μας αποφέρει οικονομικά. Όμως μας ενδιαφέρει να βγάζουμε καινούρια τραγούδια και να τα διαθέτουμε στον κόσμο, με όποιον τρόπο μπορούμε.
 
Λ.Α.: Ακόμα κι αν είναι μέσω του YouTube. Και πιστεύω ότι και ο κόσμος έχει την ανάγκη να ακούσει, ειδικά στις δύσκολες μέρες που ζούμε τελευταία.
 
Ωστόσο αυτές οι δύσκολες μέρες δεν βλέπω να αποτυπώνονται στο λαϊκό τραγούδι των τελευταίων χρόνων. Ο Καζαντζίδης παλιότερα συνδέθηκε με την επίκαιρη για εκείνον ξενιτειά, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί», η Σωτηρία Μπέλλου έδωσε παλμό λέγοντας «κάνε λιγάκι υπομονή». Σήμερα γιατί ακούμε μόνο για έρωτες; Τι εμποδίζει τους σύγχρονους δημιουργούς να συνδεθούν με την εποχή τους;

Θ.Α.: Λες και σνομπάρουν την πραγματικότητα οι δημιουργοί, πλέον. Λες και σκοπίμως εξυπηρετούν κάτι άλλο. Ίσως βέβαια να μη φταίνε κι αυτοί, ίσως τους αναγκάζουν έτσι τα ραδιόφωνα; Πάντως τελικά εξυπηρετείται μια κατάσταση που ευνοεί τα πιο ποπ τραγούδια. Και μπορεί το κείμενο να παραμένει ελληνικό, αλλά αν κάτσεις να σκεφτείς τι ακούς χωρίς να προσέχεις τον στίχο, τότε βλέπεις ότι ακούς ένα τραγούδι που κατά 70-80% μοιάζει με ξένο. 

Νιώθω μερικές φορές ότι στρώνεται ένα χαλί ώστε ο κόσμος να ακούει περισσότερο ξένη μουσική, με τα δικά μας τραγούδια να σπρώχνονται σιγά-σιγά προς κάτι κατάλληλο να ακούς π.χ. στις εθνικές γιορτές. Όπως συμβαίνει με τα παραδοσιακά τραγούδια. Το βρίσκω κρίμα ελληνικές ψυχές να συμβάλλουν σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. 

Λ.Α.: Ο κόσμος, όμως, δεν εξακολουθεί να το αγαπάει το λαϊκό τραγούδι; 

Θ.Α.: Ναι το αγαπάνε, αλλά ξέρεις ποιοι το αγαπάνε πραγματικά; Είναι συχνά αυτοί που κάποια στιγμή χορταίνουν τις εξόδους στα clubs και στους χώρους όπου παίζονται άλλου είδους μουσικές. Φτάνοντας παράλληλα και σε μια κάποια ηλικία, αρχίζουν και εκτιμούν το λαϊκό τραγούδι, ενώ, αν έχουν αποκτήσει και παιδιά, δίνουν εκεί πλέον το υστέρημά τους, αντί για τη διασκέδασή τους. Εκείνοι δηλαδή που φτάνουν να αναγνωρίζουν την αξία του λαϊκού τραγουδιού, δεν έχουν πια τον πρώτο λόγο στην έξοδο. 

Λ.Α.: Ναι, είναι αλήθεια αυτό. Πάντως υπάρχουν σε κάθε εποχή και οι δημιουργοί που τους απασχολεί και η πραγματικότητα. Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο βγαίνουν πλέον προς τα έξω. Ο έρωτας, επίσης, πάντα θα τραγουδιέται. Κι εκείνη την εποχή που ειπώθηκαν τα παραδείγματα τα οποία είπες, άλλωστε, οι ίδιοι τραγουδιστές έλεγαν πολλά ερωτικά τραγούδια –ο Καζαντζίδης, ας πούμε.  

Η ποπ πάντως, τείνει πράγματι να ανακατεύεται πολύ με το λαϊκό. Και με τη Σμαρώ εδώ τη φωτογράφο μας, έχουμε συζητήσει και στο παρελθόν ότι μερικά τραγούδια είναι ωραία, αλλά ότι εγώ τουλάχιστον θα ήθελα να τα ακούσω από διαφορετικές φωνές. Υπάρχει ας πούμε ένα συγκεκριμένο, του Νίκου Οικονομόπουλου, το "Άκουσα". Για το οποίο της έλεγα πάντα ότι ναι, καλό, αλλά δεν μου κάνει ο Οικονομόπουλος, ότι ήθελα τον Αδαμαντίδη να το λέει...

(γελάνε)

Θ.Α.: Αν σου πω ότι ο Σπύρος ο Γιατράς με είχε ρωτήσει και ότι ήθελε να το ακούσω; Κι εγώ δεν είχα ακούσει –για τους δικούς μου λόγους, τότε. Εκείνος πάντως κάτι ήξερε, όταν το έγραφε. 

Κι άλλες φορές μου έχει συμβεί. Με μερικά ας πούμε από τα πιο ωραία τραγούδια του Δημήτρη Κοντολάζου. Γιατί; Γιατί τότε ήμουν σε ένα άλλο είδος και, όσο κι αν ήθελα να γυρίσω, κάπου ήταν τόλμημα. Κάτι που το έκανα αργότερα.

Κύριε Αδαμαντίδη, όταν ξεκινήσατε να τραγουδάτε, συμπέσατε σε ένα μαγαζί στην Πλάκα με τη Ρόζα Εσκενάζυ –μια ερμηνεύτρια πραγματικά θρυλική. Τι θυμάστε περισσότερο από εκείνη;

Θ.Α.: Πήγαινα ακόμα σχολείο τότε και ήταν η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά. Την ημέρα σχολείο, δηλαδή, το βράδυ στους Ρεμπέτες –έτσι το λέγανε το μαγαζί. Εκεί ήμουν με την Άννα Χρυσάφη, τον Στέλιο Κηρομύτη και τον Σπύρο Καλφόπουλο. Η Ρόζα Εσκενάζυ έκανε μία και μοναδική εμφάνιση. Θυμάμαι ότι μου φαινόταν μεγάλη, όπως θυμάμαι και την ωραία ενδυμασία της. Μπορούσες να τη φανταστείς πώς θα ήταν στα νιάτα της.

Για σας κυρία Αλκαίου, ποιες ήταν οι καθοριστικές γυναικείες φωνές, καθώς μεγαλώνατε;

Λ.Α.: Θυμάμαι ότι, όταν πρωτάκουσα τη φωνή της Βίκυς Μοσχολιού, μαγεύτηκα. Με επηρέασε πάρα πολύ και ήθελα να της μοιάσω. Γι' αυτό χαίρομαι που αργότερα τη γνώρισα και είχα καλή επαφή μαζί της. Και η Πόλυ Πάνου, επίσης. Πρόλαβα μάλιστα και συνεργάστηκα μαζί της, όταν ήμουν ακόμα μικρή και άγνωστη. Ήταν κι αυτή μια τραγουδίστρια μα και μια προσωπικότητα που αγάπησα πολύ. Πάρα πολλά πράγματα για το λαϊκό τραγούδι έμαθα και δουλεύοντας πλάι στην Ελένη Βιτάλη για έξι σαιζόν (3 χρόνια), στην αρχή της καριέρας μου –πριν μπω δηλαδή στη δισκογραφία με το "Μαύρο Φόρεμα", που είπα στις Πόλεις Του Νότου της Νένας Βενετσάνου (1993). 

Θυμάμαι ένα παλιότερο σουξέ σας, την "Κόρη Της Κυρα-Λένης", όπου υπάρχει ο στίχος «εγώ γεννήθηκα με Μαντουμπάλα και θα πεθάνω με Ριγκολέτο» –έναν στίχο που πολύ δύσκολα θα φανταζόμουν τον Θέμη Αδαμαντίδη να τον λέει. Υπάρχουν λοιπόν και πράγματα που σας χωρίζουν, εκτός από όσα πασιφανώς σας ενώνουν; 

Λ.Α.: Είναι μία η μουσική, έτσι πιστεύω εγώ. Και τους ανθρώπους τους ενώνει το συναίσθημα που βγαίνει μέσα από αυτήν. Κι έτσι μπορεί να ακούσουμε κάτι που να μην είναι λ.χ. από όσα λέμε συνήθως και να μας συγκινήσει πολύ.

Θ.Α.: Βεβαίως. Εμείς δεν απορρίπτουμε τα αξιόλογα πράγματα. Δεν υπάρχει σνομπισμός για άλλες αξίες, επειδή μπορεί να μην ταυτίζονται με μας. 

Εσείς όμως, κύριε Αδαμαντίδη, έχετε αντιμετωπίσει σνομπισμό. Σας έχουν κάμποσες φορές βάλει σε ό,τι περιγράφεται απαξιωτικά ως «σκυλάδικο»...

Θ.Α.: Μια χαρά. Εγώ κι ένα τραγούδι που είναι λαϊκό-λαϊκό, θα το πω με τον δικό μου τρόπο. Αν κάποιοι από εκεί και πέρα δεν έχουν την αίσθηση να το αξιολογήσουν, δικό τους το πρόβλημα. 

Λ.Α.: Ο Θέμης είναι ορίτζιναλ. Αντικειμενικά ορίτζιναλ, δηλαδή, όχι επειδή μπορεί να αρέσει σε μας εδώ. Ο χρόνος κρίνει, άλλωστε. Γι' αυτό δεν υπάρχει και λόγος να μπαίνουν ταμπέλες. 

Θ.Α.: Είναι λογικές οι διαφορές. Εγώ για παράδειγμα πιστεύω ότι κάποιο κοινό που ακούει Λουκιανό Κηλαηδόνη, δεν θα έρθει να με ακούσει. Καθένας υπηρετεί το άστρο του κι αν δεν υπήρχε κόσμος που να 'θελε να ακούσει αυτό που κάνει, δεν θα υπήρχε. 

Σκυλάδικο τώρα, τι θα πει; Ότι τραγουδάνε τα σκυλιά; Γι' αυτούς λοιπόν που χρησιμοποιούν την ονομασία «σκυλάδικο», εγώ έχω μια άλλη έκφραση, η οποία τους πάει καλύτερα: αυτά είναι κρεμαστάρια, σαν κι εκείνα της παροιμίας με την αλεπού. Τους ίδιους εντωμεταξύ, όσους τα λένε κάτι τέτοια, δεν τους έχει ονομάσει κανείς με κάποιον απαξιωτικό χαρακτηρισμό. 

Ως τελευταία μεγάλα λαϊκά είδωλα, καταγράφηκαν ο Παντελής Παντελίδης και η Πάολα. Τα τραγούδια τους, όμως, είναι λαϊκά; 

Λ.Α.: Εγώ δεν το έχω παρακολουθήσει το θέμα. Αν δηλαδή μου ζητήσεις να σου αναφέρω ένα τραγούδι του Παντελίδη, δεν ξέρω να σου πω. Είναι πάντως ένας άνθρωπος που έφυγε τόσο νωρίς, τόσο άδικα. Οπωσδήποτε έπιασε κάποιον σφυγμό, γι' αυτό και γνώρισε τέτοια αποδοχή.

Θ.Α.: Κοίταξε, όσον αφορά τον Παντελίδη, έπιασε σαν δημιουργός τη νεολαία και γι' αυτό βρήκε μεγάλη απήχηση. Με αυτήν την έννοια, επομένως, έκανε τραγούδια για τον λαό. Σαν φωνή, τώρα, δεν θέλω να τον κρίνω. Ήταν αγαπητός κι αυτό είναι κάτι που δεν γίνεται να μην το αποδέχεσαι. Όσο για την Πάολα, είμαι ευχαριστημένος από την απόδοσή της σαν φωνή, γιατί εξελίχθηκε. Σε σχέση δηλαδή με ό,τι είχα ακούσει όταν είχε εμφανιστεί, τώρα είναι πάρα πολύ καλύτερη. Μου αρέσει. 
 
Την τελευταία ερώτηση, κύριε Αδαμαντίδη, μου την έστειλε ο φίλος μου ο Χριστόφορος, καθώς λέει υπάρχει μια σύγχυση για το θέμα και θέλει να μάθει: είστε Ολυμπιακός ή ΑΕΚ;

(γελάμε όλοι)

Θ.Α.: Σύγχυση, γιατί; Eπειδή κάποτε είχα τραγουδήσει με τον Μίμη Παπαϊωάννου; Ολυμπιακός είμαι. Γιατί σε ένα σπίτι, όταν ο πατέρας είναι μια ομάδα συγκεκριμένη, ε, δεν μπορεί ο μικρός να βγει άλλη ομάδα! (γέλια) Άλλωστε ήταν και ο θείος μου στον Ολυμπιακό, ο Ορέστης Παυλίδης –την εποχή με τον Σιδέρη. 

Τώρα, δεν είμαι και άρρωστος φανατικός. Μου αρέσει το ποδόσφαιρο. Κι αν τραγούδησα με τον Παπαϊωάννου, λοιπόν, δεν ήταν ότι το έκανα σαν δουλειά, το γούστο μου έκανα. Τώρα ντάξει, αν έλεγε για την ΑΕΚ το τραγούδι, ε, δεν είμαστε βαμμένοι.